Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

«Ἐς μέν ἀ­κρό­α­σιν ἴ­σως τό μή μυ­θῶ­δες αὐ­τῶν ἀ­τερ­πέ­στε­ρον φα­νεῖ­ται. Ὅ­σοι δέ βου­λή­σο­νται τῶν τε γε­νο­μέ­νων τό σα­φές σκο­πεῖν καί τῶν μελ­λό­ντων πο­τέ αὖ­θις κα­τά το ἀν­θρώ­πι­νον τοι­ού­των καί πα­ρα­πλη­σί­ων ἔ­σε­σθαι, ὠ­φέ­λι­μα κρί­νειν αὐ­τά ἀρ­κού­ντως ἕ­ξει. Κτῆ­μα ἐς αἰ­εί μᾶλ­λον ἤ ἀ­γώ­νι­σμα ἐς τό πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­κού­ειν ξύ­γκει­ται».

    «Ἡ ἔλ­λει­ψη τοῦ μυ­θώ­δους ἀ­πό τή δι­ή­γη­σή μου ἴ­σως τήν κά­νει λι­γό­τε­ρο εὐ­χά­ρι­στη. Ἀλ­λά θά εἶ­μαι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος ἄν τό ἔρ­γο μου κρι­θῆ ὠ­φέ­λι­μο ἀ­πό ὅ­σους θε­λή­σουν νά ἔ­χουν ἀ­κρι­βῆ γνώ­ση τῶν γε­γο­νό­των πού συ­νέ­βη­σαν καί ἐ­κεί­νων πού θά συμ­βοῦν στό μέλ­λον, τά ο­ποῖ­α, ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως θά εἶ­ναι ὅ­μοι­α ἤ πα­ρα­πλή­σι­α. Ἔ­γρα­ψα τήν Ἱ­στο­ρί­α μου γι­ά νά μεί­νει αἰ­ώ­νι­ο κτῆ­μα τῶν ἀν­θρώ­πων καί ὄ­χι σαν ἔρ­γο ἐ­πί­και­ρου ἀ­ντα­γω­νι­σμοῦ γι­ά ἕ­να πρό­χει­ρο ἀ­κρο­α­τή­ρι­ο». 



Ἐρχόμαστε, σέ μία γενική ἐκτίμηση τῆς σκέψης τοῦ Θουκυδίδη. Ἡ λέξη «σκέψη» εἶναι κάπως ἀσαφής καί θά μποροῦσε νά ὑπονοεῖ ὁποιονδήποτε ἀπ’τούς  τρόπους πού μποροῦμε νά κοιτάξουμε τήν Ἱ σ τ ο ρ ί α. Πρῶτα πρῶτα ὑπονοεῖ τή διάταξη τοῦ ἔργου, τό ἀκριβές σχέδιο πού ὁ Θουκυδίδης εἶδε στά γεγονότα τοῦ καιροῦ του καί πού αἰσθανόταν ὅτι θά ἐπαναλαμβανόταν κατά παρόμοιο περίπου τρόπο σέ παρόμοιες ἐποχές τοῦ μέλλοντος. Ὕστερα. ἡ λέξη ὑπονοεῖ καί τίς βασικές ἀρχές πού ἐξυπακούονται στήν Ἱστορία ἀλλά ἐκφράζονται μόνο μερικά. Κανένας συγγραφέας, ὅσο ἐξονυχιστικά κι ἄν ἐξετάσει τό νοΰ του, δέν μπορεῖ νά ἐξηγήσει πλήρως στόν ἑαυτό του, καί πολύ λιγότερο στόν ἀναγνώστη, τό πλαίσιο ἀναφορᾶς μέσα στό ὁποῖο κάνει ὅλες τίς συνειδητές, ἄμεσες κρίσεις του. Μπορεῖ μερικές ἀπ’ αὐτές τίς ἀρχές νά συμπίπτουν μέ τίς ἀντιλήψεις τῆς ἔποχής του· ἄλλες μπορεῖ νά εἶναι ἀποκλειστικά δικές του· ἀλλά ὅλες εἶναι ζωτικῆς σημασίας γιά τό ἔργο του, γιατί ἀποτελοῦν τά θεμέλια κάτω ἀπό τή δομή τῶν ἐκπεφρασμένων ἰδεῶν. Παραδείγματα βρίσκουμε στή στάση τοῦ Θουκυδίδη ἀπέναντι στούς θεούς, ἀπέναντι στήν τύχη, ἀπέναντι στό στοιχεῖο τῆς ἀναγκαιότητας στά γεγονότα, ἀπέναντι στήν ἱκανότητα ὁποιουδήποτε ἀτόμου νά ἀναχαιτίσει ἤ νά χαλιναγωγήσει αὐτήν τήν ἀναγκαιότητα, ἀπέναντι στή σχέση μεταξύ οἰκονομικῶν καί πολιτικῶν παραγόντων στήν ἱστορία καί τέλος ἀπέναντι στά στοιχεῖα πού παίζουν ἀποφασιστικό ρόλο στόν ἐθνικό ἤ ἀτομικό χαρακτήρα·. Οἱ ἀπόψεις του πάνω σέ μερικά ἀπ’ αὐτά τά ζητήματα ἐκφράζονται ἐν μέρει στήν Ἱστορία ἤ τουλάχιστον ὑπονοοῦνται καί ἔτσι τίς ἔχουμε ἤδη συζητήσει κάπως. Ἀλλά ἡ συνολική διαπραγμάτευση τῆς σκέψης τοῦ Θουκυδίδη θά ἀπαιτοῦσε νά ἐξεταστοῦν ἀναλυτικότερα καί συγκεντρωμένες ὅλες μαζί. Τέλος, ὑπάρχει κι ἕνα τρίτο σημεῖο πού ὑπονοεῖται ὅταν μιλᾶμε γιά τή σκέψη τοῦ Θουκυδίδη καί τό ὁποῖο δέ θά προέκυπτε ἄν μιλούσαμε γιά ἕνα. σημερινό ἤ ἔστω νεότερο συγγραφέα, ἀλλά πού ἀναπόφευκτα προκύπτει σχετικά ἔντονα ὅταν πρόκειται γιά κάποιον πού ἔγραφε ὄχι μόνο πρίν ἀπό τόσον καιρό καί κάτω ἀπό τόσο διαφορετικές συνθῆκες, ἀλλά καί πού ἔγραφε μέ τή σκέψη ὅτι τό ἔργο του θά εἶχε ἀξία παντοτινή. Τό σημεῖο αὐτό ἀφορᾶ τούς περιορισμούς πού κατά τή γνώμη μας ἐπιβάλλονταν στό Θουκυδίδη ἀπό τή σχετικά περιορισμένη ἐμπειρία του τῆς ἱστορίας. Σίγουρα τό σημεῖο αὐτό δέν εἶναι παρά προέκταση ὅσων ἀναφέραμε μόλις πρίν, ἀφοῦ κι αὐτό συνεπάγεται τίς βασικές ἀρχές μέ τίς ὁποῖες προσέγγισε τό ἔργο του. Ἀλλά ἔχει εἰδική σημασία γιά μᾶς καί ὁπωσδήποτε καμιά διαπραγμάτευση τῆς σκέψης του δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει νά ἐξετάσει μέ ποιούς τρόπους αὐτή δυναμώνει ἤ ἀδυνατίζει γιά τό σημερινό ἀναγνώστη ἀπό τή στενή ἀλλά ἀναλογικά ὁλοζώντανη προοπτική της. Χωρίς ἀμφιβολία ὑπάρχουν κι ἄλλοι τρόποι μέ τούς ὁποίους θά μπορούσαμε νά μελετήσουμε τό θέμα, ἀλλά αὐτοί εἶναι οἱ κυριότεροι. Ἔτσι στό κεφάλαιο αὐτό θά ἐξετάσουμε κατά σειρά τό διανοητικό σχέδιο τῆς Ἱστορίας, τίς βασικές ἀρχές μέ τίς ὁποῖες ὁ Θουκυδίδης προσέγγισε τό ἔργο του κι ἐκεῖνες τίς πλευρές τοῦ τελευταίου πού εἴτε πρός τό καλύτερο εἴτε πρός τό χειρότερο εἶναι προσκολλημένες στήν ἄμεση ἐμπειρία τῆς ἐποχῆς του.

Μιά καί τό σχέδιο τοῦ ἔργου ἐξετάστηκε κάπως ἀναλυτικά σέ προηγούμενα κεφάλαια, δέ χρειάζεται ἐδώ παρά νά ἀναφερθοϋμε σ’ αὐτο περιληπτικά. Τό θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ἱ σ τ ο ρ ί α ς – αὐτό πού ὑπαγορεύει τό σχέδιό της καί ἀπό τό ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἄμεσα ὁ χαρακτήρας καί τῶν δημηγοριῶν καί τῆς ἐξιστόρησης - εἶναι ἡ δήλωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θουκυδίδη γιά τήν προγνωστική σκοπιμότητα της: «Ἀλλά θά εἶμαι ἱκανοποιημένος ἄν τό ἔργο μου κρίθεῖ ὠφέλιμο ἀπό ὅσους θελήσουν νά ἔχουν ἀκριβή γνώση τῶν γεγονότων πού συνέβησαν καί ἐκείνων πού θά συμβοῦν στό μέλλον, τά ὁποῖα, ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀνθρώπινης φύσης, θά εἶναι ὅμοια ἤ παραπλήσια. Ἔγραψα τήν Ἱστορία μου γιά νά μείνει αἰώνιο κτῆμα τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι σάν ἔργο ἐπίκαιρου διαγωνισμοῦ γιά ἕνα πρόσκαιρο ἀκροατήριο»[1]. Ὅλο αὐτό τό κεφάλαιο (I 22), στό ὁποῖο μιλάει ἐπίσης καί γιά τίς δημηγορίες καί γιά τήν ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων, μπορεῖ κάλλιστα νά τό ἔχει γράψει ὁ Θουκυδίδης ἀφοῦ πρῶτα ἔγραψε τό ὑπόλοιπό της Ἱστορίας, ἀλλά ἡ ἱστοριογραφικῆ ἀντίληψη πού ἐκφράζεται στό παραπάνω χωρίο δέν μπορεῖ παρά νά ὑπῆρχε στό μυαλό του ἀπό τήν ἀρχή. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο καταπιάστηκε μέ τό ἔργο του - τόν ὁποῖο δίνει στίς πρῶτες γραμμές τῆς Ἱστορίας καί στή συνέχεια ἐπιχειρεῖ νά ἐπικυρώσει στήν «Ἀρχαιολογία» - εἶναι ὅτι συνέλαβε τή σημασία τῆς οἰκονομικῆς προόδου τῆς ἐποχῆς του - προόδου πού μέ τή σειρά της ἀντικατόπτριζε μία ἐποχή ἀνταγωνιστικῶν ἡγεμονιστικῶν συστημάτων - καί ὅτι ἔτσι προέβλεψε τό μέγεθος τοῦ ἀγώνα πού θά προέκυπτε ἄν τά δύο αὐτά συστήματα συγκρούονταν. Μ’ ἄλλα λόγια εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ Ἑλλάδα στήν ἐποχή του εἶχε περάσει ἀπό ἀπό μια κατάσταση μικρῶν ἀνεξάρτητων πόλεων-κρατῶν σέ μία κατάσταση εὐρύτερων ἑνοτήτων, τῆς Πελοποννησιακῆς Συμμαχίας καί τῆς Συμμαχίας τῆς Δήλου, καί ὅτι αὐτό πού πάρακολουθοῦσε ἦταν ἡ δοκιμασία πού θά ἔδειχνε ἄν μία ἀπό αὐτές τίς εὐρύτερες ἑνότητες θά συνέτριβε τήν ἄλλη καί θά ἀποκτοῦσε ἀκόμη μεγαλύτερη δύναμη. Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια πρέπει νά νοηθεῖ ἡ δήλωσή του γιά τήν προγνωστική σκοπιμότητα τοϋ ἔργου του. Σημαίνει ὅτι ἀνέμενε τήν ἐπανάληψη τέτοιων συγκρούσεων στό μέλλον, ἐπειδή, καθώς οἱ ἄνθρωποι θά ἀγωνίζονταν γιά νά πετύχουν ἀνώτερο ἐπίπεδο ὑλικῆς εὐημερίας, θά ἔβρισκαν ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ αὐτό τό ἐπίπεδο παρά μόνο μέσω μίας εὐρύτερης πολιτικῆς ἐνοποίησης καί ἐπειδή ἡ προσπάθεια νά ἐπιτευχθεῖ μιά τέτοια εὐρύτερη ἐνοποίηση θά προκαλοῦσε πολέμους.
 
 Ό A. Grosskinsky[2] ἐξέτασε τό θέμα πῶς ἀκριβῶς φανταζόταν ὁ Θουκυδίδης τούς ἀναγνῶστες του νά χρησιμοποιοῦν τό ἔργο του γιά τά μελλοντικά γεγονότα. Ἄραγε ἐννοεῖ ὅτι τά γεγονότα, αὐτά εἶναι μελλοντικά γι’ αὐτόν, ἀλλά θά ἀποτελοῦν παρόν γιά τούς ἀναγνῶστες του, μ’ ἄλλα λόγια ὅτι, ὅταν θά ἐκτυλίσσονται τά γεγονότα, οἱ ἀναγνῶστες του θά τά ἀναγνωρίζουν ὡς παρόμοια μ’ αὐτά πού εἶχε περιγράφει ἐκεῖνος; Ἤ μήπως ἐννοεῖ ὅτι διαβάζοντας τό βιβλίο του οἱ ἄνθρωποι θά μποροῦν νά προβλέψουν ὅσα πρόκειται νά γίνουν; Τά λόγια του δέν εἶναι τόσο ἀναλυτικά ὥστε νά γίνεται εὔκολα μιά τέτοια διάκριση, ἀλλά φαίνεται ὅτι στήν οὐσία εἶχε στό νοῦ του τήν πρώτη ἄποψη. Δέν ὑποστηρίζει ὅτι θά γίνει ἀκριβής ἐπανάληψη τῶν γεγονότων. Τοῦ καιροῦ του στό μέλλον, ἀλλά ὑπονοεῖ ὅτι αὐτά πού θά γίνουν μπορεῖ νά εἶναι παρόμοια ἤ ἁπλῶς ἀναλογα[3]. Ὁπωσδήποτε λοιπόν δέν ἐννοοῦσε ὅτι ὁ ἀναγνώστης τῆς Ἱ σ τ ο ρ ί α ς θά μποροῦσε νά προβλέψει τό μέλλον ἀκριβῶς, ἀκόμη κι ἄν αἰσθανόταν ὅτι, ἀφοῦ οἱ δυνάμεις πού περιέγραφε ἦταν μόνιμες, ὅποιος εἶχε γνώση αὔτων τῶν δυνάμεων θά μποροῦσε νά ἔχει κάποια προαίσθηση γιά τήν πορεία τῶν πραγμάτων. Συνοψίζοντας θά λέγαμε ὅτι ἡ δήλωσή του σημαίνει ὅτι συνειδητά περιέγραφε ἕνα στάδιο πολιτικῆς ἐξέλιξης κατά τό ὁποῖο ἡ καθυπόταξη τῶν μικρῶν πόλεων-κρατῶν σέ εὐρύτερα, λιγότερο ἤ περισσότερο ἡγεμονιστικά, συστήματα εἶχε ἐπιφέρει μεγάλες προόδους στόν ὑλικό πολιτισμό καί εἶχε ἑπομένως αὐξήσει τή στρατιωτική δύναμη· ὅτι ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι τέτοια στάδια θά ἐπαναλαμβάνονταν ἀναπόφευκτα· ὅτι ἐξέθετε τίς κύριες δυνάμεις πού ἐπενεργοῦσαν τήν ἐποχή πού εἶχε μελετήσει" καί ὅτι οἱ ἀναγνῶστες του σέ ὁποιαδήποτε παρόμοια μελλοντική περίοδο θά ἔβρισκαν χρήσιμο τό ἔργο του γιατί θά τούς βοηθοῦσε νά κατανοήσουν ὅσα συνέβαιναν τότε καί ἀκόμη, σέ πολύ γενικές γραμμές, νά προβλέψουν ὅσα θά συνέβαιναν ἀργότερα.
 
Εἴπαμε πρίν ἀπό λίγο ὅτι αὐτή ἡ ἱστοριογραφική ἀντίληψη ὑπαγορεύει καί τό χαρακτήρα τῶν δημηγοριῶν καί τῆς ἐξιστόρησης ἀλλά καί τό σχέδιο τοῦ ἔργου συνολικά. Ἡ κύρια λειτουργία τῶν δημηγοριῶν εἶναι νά ἐκφράσουν τά ἀποφασιστικά στοιχεῖα στίς ἑκάστοτε περιστάσεις. Εἶναι λοιπόν τό κύριο μέσο τοῦ Θουκυδίδη γιά να ἐκθέσει ἐκεῖνες ἀπό τίς δυνάμεις πού ἐπενεργοῦσαν στήν ἐποχή του πού νόμιζε ὅτι θά ἐπαναλαμβάνονταν. Ὁ λόγος, τώρα, γιά τον ὁποῖο πίστευε στήν ἐπαναληπτικότητα τῶν γεγονότων ἦταν ὅτι θεωροῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση ὁμοιόμορφη καί σταθερή. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἔκφραση κατά τό ἀνθρώπινον πού περιέχεται στή δήλωσή του γιά τό μέλλον[4]. Αὐτή ἡ ἀντίληψη τῆς σταθερῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀποτελεΐ μέ τή σειρά της τόν κύριο δεσμό ἀνάμεσα στή δήλωση γιά τό σκοπό τῆς Ἱστορίας καί τή δήλωσή του γιά τίς δημηγορίες. IIιό συγκεκριμένα, συνδέεται μέ τήν ἔκφραση τά δέοντα, πού εἶπε ὅτι θά περιεῖχαν κυρίως οἱ δημηγορίες του[5]. Γιατί ἄν ἡ Ἱστορία πρόκειται να δώσει στόν ἀναγνώστη τή δυνατότητα νά κατανοήσει τά  ἐπαναλαμβανόμενα, ὡς φυσικά, προβλήματα τοῦ πολέμου καί ἄν οἱ δημηγορίες πρόκειται νά ἐκθέσουν τίς βασικές γραμμές τῆς σκέψης πού ἐμφανίζονται διαδοχικά σέ κάθε περίσταση, ἕπεται ὅτι αὐτές οἱ γραμμές τῆς σκέψης ἐκφράζουν τά ἐπαναλαμβανόμενα προβλήματα. Ἀλλά εἴδαμε ἐπίσης[6] ὅτι ἡ ἔκφραση τά δέοντα εἶχε ἴσως γιά τό Θουκυδίδη ρητορική σημασία: ὅτι δηλαδή ἀναφέρεται στήν ἐπιχειρηματολογία πού εἶχαν διαμορφώσει οἱ σοφιστές σάν μέσο ἀνάλυσης τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ὁ χαρακτήρας ἐκείνης τῆς ἐπιχειρηματολογίας ἦταν νατουραλιστικός καί ὡς ἕνα βαθμό μηχανιστικός, καθώς ἔβλεπε τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά ὡς τό γινόμενο, σάν νά λέμε, τῶν παραγόντων πού συνεπάγονται ἡ ἀνθρώπινη φύση καί τό περιβάλλον. Βασιζόταν ἔτσι στήν ὑπόθεση ὅτι μία, δεδομένη κατηγορία ἀνθρώπων θά ἀντιδροῦσε ὁμοιόμορφα σέ μία δεδομένη κατηγορία παραγόντων. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἔβλεπε σ’ αὐτόν τόν τρόπο σκέψης ἕνα διεισδυτικό, ἀξιόπιστο «κόμη καί (γι’ αὐτόν) ἐπιστημονικό μέσο ἀνατομίας τῶν πολιτικῶν γεγονότων. Σίγουρα δέ θά διάρθρωνε τό σκοπό καί τό μέλλον τοῦ ἔργου του γύρω ἀπ’ τήν ἰδέα τῆς ἐπαναληψης, ἄν δέν εἶχε στό νοῦ του κάποιο πολύ συγκεκριμένο μέσο καί γιά νά ἐκτιμήσει καί γιά νά διατυπώσει ὅ,τι πίστευε ὅτι θά ἐπαναλαμβανόταν ἀπ’ τά γεγονότα ἐκεῖνα. Γενικά, εἶναι φανερό ὅτι μέσω τῆς ἰδέας τῶν ὁμοιόμορφων ἀντιδράσεων σέ δεδομένες συνθῆκες, ἰδέα πού ἐφαρμόστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο στίς δημηγορίες, αὐτές οἱ τελευταῖες ἔγιναν γι’ αὐτόν τό ἰδεῶδες μέσο γιά νά ἐκφραστοῦν τά προγνωστικά διδάγματα τῆς Ἱστορίας. Χρησιμοποίησε τόν πόλεμο σάν ἕνα πειραματικό πεδίο, θά λέγαμε, στό ὁποῖο θά ἐφαρμόζονταν οἱ γενικοί νόμοι τῶν ἀνθρώπινων ἀντιδράσεων καί μέσω τοῦ ὁποίου θά ἀποδεικνυόταν ἡ ἰσχύς, τους·
 
Ὅταν ὅμως δηλώνουμε τή θεωρητική λειτουργία τῶν δημηγοριῶν στή σχέση τους μέ τό σκοπό τῆς Ἱστορίας, ὀφείλουμε ἀμέσως νά προσθέσουμε, ὅπως πρόσθεσε κι ὁ ἴδιος ὁ Θουκυδίδης, ὅτι οἱ δημηγορίες δέν εἶναι γενικά πραγματεῖες πάνω στούς παράγοντες πού κρύβονται κάτω ἀπό τίς κύριες ἀποφάσεις τοῦ πολέμου· περιορίζονται στίς πραγματικές ἀποψεις πού ἐξέφρασαν οἱ διάφοροι ὁμιλητές[7]. Καί τό σημεῖο αὐτό μας ὁδηγεῖ στή σύνδεση ὄχι τῶν δημηγοριῶν ἀλλά τῆς δράσης μέ τόν προγνωστικό σκοπό τῆς Ἱστορίας. Γιατί, ἄν ὁ Θουκυδίδης ἀνακάλυψε αὐτό ποῦ νόμιζε ὅτι ἦταν τό ἐπαναλαμβανόμενο σχέδιο κάτω ἀπ’ τά γεγονότα τοῦ καιροῦ του, ἕπεται ὅτι ἐκτός ἀπό τίς δημηγορίες καί ἡ πορεία ἁπλῶς τῶν ἴδιων τῶν γεγονότων θά μποροῦσε νά δείξει τά στοιχεῖα αὐτοῦ του σχεδίου. Ἀλλά ἕνας ζωτικός παράγοντας στή διαμόρφωση τῶν γεγονότων ἦταν φυσικά οἱ πολιτικοί πού ἦταν ὑπεύθυνοι γι’ αὐτά. Ὅταν λοιπόν ὁ Θουκυδίδης περιορίζει τίς δημηγορίες στίς ἀπόψεις αὐτῶν τῶν πολιτικῶν, δέ μειώνει τήν ἀντιπροσωπευτική ἤ προγνωστική ἀξία τῶν δημηγοριῶν. Γιατί, ἐφόσον ὁ Περικλῆς καί ὁ Κλέων ἦταν Ἀθηναῖοι πολιτικοί ἡγέτες καί ἡ πολιτική ἐξέλιξη τῆς Ἀθήνας ἀκολουθοῦσε, ὅπως πίστευε, κάποιο σχέδιο, τότε οἱ πραγματικές πολιτικές ἐπιλογές τοῦ Περικλῆ καί τοῦ Κλέωνα, ὅπως ἐκφράζονται στίς δημηγορίες, ἀποκαλύπτουν τό σχέδιο αὐτό. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἄλλους ὁμιλητές. Μ’ ἄλλα λόγια, χρησιμοποιώντας τίς δημηγορίες γιά νά παρουσιάσει ὄχι μόνο τά κύρια σημεῖα τῆς ἐπιχειρηματολογίας πού ἦταν δυνατό νά προβληθεῖ στίς διάφορες περιστάσεις, ἀλλά καί τίς πραγματικές θέσεις τῶν σημαντικότερων πολιτικῶν, κάνει στίς δημηγορίες αὐτό πού κάνει καί σ’ ὁλόκληρη τήν ἐξιστόρηση: ἐκθέτει μιά πορεία γεγονότων πού ἀπό μόνη της καί γιά τόν ἑαυτό της ἦταν διδακτική. Στήν προσπάθειά του αὐτή αἰσθάνθηκε ὅτι ἔπρεπε νά εἶναι ἀπόλυτα ἀκριβής, γιατί ἀλλιῶς τά διδάγματα πού θά ἔβγαιναν ἀπό τά γεγονότα θά νοθεύονταν. Γι’ αὐτό καί ἐξέφρασε τά πιό αὐστηρά κριτήρια γιά λεπτομερειακή πιστότητα καί στήν πράξη κατέβαλε ὑπέρμετρη προσπάθεια καί στή συλλογή καί στόν ἔλεγχο ὅλων τῶν πληροφοριῶν πού εἶχαν κάποια σημασία γιά τόν πόλεμο. Ἡ συνήθειά του νά ὑποστηρίζει συγκεκριμένες ἀπόψεις μέ παρεκβάσεις πού στά νεότερα χρόνια θά ἀποτελοῦσαν μεγάλες ὑποσημειώσεις ἤ παραρτήματα δέν εἶναι παρά μιά ἀκόμη συνέπεια αὐτού του ἴδιου ἰδανικοῦ τῆς ἀκρίβειας. Θα μπορούσαμε νά ποῦμε γί αὐτόν ὅτι ἐφάρμοσε στήν ἱστοριογραφία σχεδόν τίς ἴδιες ἀκριβῶς μεθόδους τοῦ ἐπαγω γικοῦ συλλογισμοῦ πού δ λίγο μεγαλύτερός του Σωκράτης ἐφάρμοσε στή φιλοσοφία. Καί οἱ δύο ἐπεδίωκαν νά διατυπώσουν νέες γενικεύσεις μέ βάση μιά πιό προσεκτική μελέτη τῶν λεπτομερειακῶν γεγονότων. Ὅπως σημειώσαμε προηγουμένως ἡ ἐπίδραση τῆς ἰατρικῆς θεωρίας (ποῦ καθαυτή ἦταν ἡ πιό ἐντυπωσιακή ἐκδήλωση τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐποχῆς ὅτι ἡ πρόοδος σέ ὁποιοδήποτε τομέα μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μόνο μέ τήν προσεκτικότερη παρατήρηση) εἶχε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἑπομένως τό ἰδανικό της ἀκρίβειας πού συναντοῦμε στό Θουκυδίδη, δέν ἦταν ἕνα μεμονωμένο φαινόμενο, ἀλλά κάτι ριζωμένο στόν ὅλο χαρακτήρα τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι ἐπίσης φανερό ὅτι τό ἰδανικό αὐτό, ὅπως ἐνσαρκώνεται καί στήν αὐστηρότητα τῆς ἀφήγησής του καί στό γεγονός ὅτι οἱ δημηγορίες του ἀντικατόπτριζαν τήν πραγματική πολιτική πραγματικῶν πολιτικῶν, ἐξυπηρέτησε ἔμμεσα τόν προγνωστικό σκοπό τοῦ ἔργου του.
 
Ἀλλά πῶς ἀκριβῶς συνδυάζονται οἱ δημηγορίες καί ἡ ἀφήγηση γιά νά πετύχουν αὐτό τό στόχο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι καί οἱ δύο μαζί καλύπτουν ὅλο τό διάστημα ἀνάμεσα στό μεμονωμένο γεγονός καί στήν πλατιά γενίκευση. Ἄν καί εἶναι κατά κύριο λόγο πληροφοριακή, ἡ ἴδια ἡ ἄφηγηση συχνά ὑψώνεται στό ἐπίπεδό της ἑρμηνείας. Ἡ «Ἀρχαιολογία», ἡ «Πεντηκονταετία» καί τό κεφάλαιο γιά τά αἴτια τοῦ πολέμου[8] τοποθετοῦν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἔργου τό εὐρύτερο πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο ὁ Θουκυδίδης βλέπει τήν ἄνοδο τῆς δημοκρατικῆς Ἀθήνας καί τή θέση στήν δποία ἡ ἄνοδος αὐτή ἔβαζε τούς ξεπερασμένους ὀλιγαρχικούς ἀντιπάλους της. Ὕστερα, ὅταν ὁ πόλεμος εἶχε ἀρχίσει καί οἱ πολιτικές ἀδυναμίες τῆς Ἀθήνας εἶχαν ἐμφανιστεῖ, ἄλλα τέτοια ἑρμηνευτικά μέρη ὅπως ἡ περιγραφή τοῦ λοιμοῦ, ἡ ἀναφορά στούς διαδόχους του Περικλῆ καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἀνάλυση τῶν ἐμφύλιων σπαραγμῶν[9] προβάλλουν κατά τόν εὐρύτερο τρόπο τά αἴτια καί τή φύση τῆς ἐσωτερικῆς ἀποσύνθεσης τῆς Ἀθήνας. Ἄν ὁ Θουκυδίδης εἶχε ζήσει γιά νά διαπραγματευτεῖ τά τελευταία στάδια τοῦ πολέμου, ἀναμφίβολα θά ἐξέταζε ἀκόμη περισσότερο τίς ρίζες αὐτῆς τῆς διχόνοιας. Ἐπιπλέον ἕνας μεγάλος ἀριθμός παναλαμβανόμενων θεμάτων μικρῶν καί μεγάλων φωτίζουν καί δίνουν συνοχή στή ἀφήγηση, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ βραδύτητα τῆς Σπάρτης[10], ἡ ἐσφαλμένη πεποίθησή της ὅτι θά κέρδιζε γρήγορα τόν πόλεμο[11], ἡ ἐκπληκτική ἀποκάλυψη (παράλογος) τῆς δύναμης τῆς Ἀθήνας[12], ὁ πόθος τῶν ἀθηναϊκῶν μαζῶν γιά κατάκτηση[13], τό μέγεθος τῆς ὅλης σύγκρουσης[14]. Ὅλα αὐτά τά χωρία ἐπιτελοῦν μιά οὐσιαστικά, διαφορετική λειτουργία ἀπό ἐκείνη τῆς συνηθισμένης πληροφοριακῆς ἀφήγησης, μιά λειτουργία καθοοηγητική καί ἑρμηνευτική.
 
Μέ τόν ἴδιο τρόπο παρέχουν τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῶν δημηγοριῶν. Γιατί ὅταν ὁ Θουκυδίδης διαγράφει τίς κύριες κατά τή γνώμη του γραμμές τῶν γεγονότων, εἶναι φανερό ὅτι προόριζε τίς δημηγορίες γιά τήν κάλυψη τῶν κενῶν τοῦ διαγράμματος καί τόν τονισμό τῶν κρίσιμων σημείων του. Πολλά παραδείγματα τῆς σχέσης ἀνάμεσα στίς δημηγορίες καί τά ἑρμηνευτικά μέρη σημειώθηκαν προηγουμένως. Γιά παράδειγμα, ὅταν ἡ «’Ἀρχαιολογία» καί ἡ «Πεντηκονταετία» ἔχουν ἤδη προβάλει σέ γενικές γραμμές τή σημασία τῆς ναυτικῆς δύναμης καί τῆς ναυτικῆς ἡγεμονίας στήν Ἑλληνική ἱστορία, οἱ λόγοι τοῦ Περικλῆ δείχνουν τή λειτουργία αὐτῶν τῶν ἴδιων δυνάμεων μέ περισσότερες λεπτομέρειες καί ἰδιαίτερα ἀποσαφηνίζουν πῶς ἐπιδροῦν στή διαμόρφωση τῆς τότε θέσης τῆς Ἀθήνας καί τῆς πολιτικῆς της. Ἀντίστροφα οἱ βλαβερές ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς μεταβολῆς πάνω στή Σπάρτη ἐμφανίζεται στούς λόγους πού ἐκφωνήθηκαν στή Σπάρτη πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ πολέμου, ὅπου δ Θουκυδίδης δίνει ἕνα παράδειγμα γιά τήν ἄποψη πού εἶχε διατυπώσει προηγουμένως, ὅτι οἱ Πελοποννήσιοι ἤθελαν συνειδητά τόν πόλεμο σέ μία προσπάθεια νά συντρίψουν τήν Ἀθήνα πρίν εἶναι πολύ ἀργά[15]. Ἐξάλλου ἡ συζήτηση γιά τήν τύχη τῶν Μυτιληναίων ἀποτελεῖ παράδειγμα γιά ὅσα εἶχαν λεχθεῖ στό χωρίο γιά τούς διαδόχους τοῦ Περικλῆ γιά τόν ἐκφυλισμό τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτικῆς, καί τό κεφάλαιο γιά τόν ἐμφύλιο σπαραγμό ἀπηχεῖται στό Διάλογο τῶν Μηλίων καί στό λόγο τοῦ Ἀλκιβιάδη στή Σπάρτη.
 
Παρόμοιες παρατηρήσεις θά μποροῦσαν νά γίνουν γιά κάθε δημηγορία, ἀλλά εἶναι πιό σημαντικό νά παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Θουκυδίδης δέν ἀπέδιδε ἁπλῶς τίς ἰδέες του στούς ὁμιλητές του. Γιατί, ὅπως εἴδαμε, ἐφόσον τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἀκολουθοῦσαν ἕνα σχέδιο καί αὐτά τά ἴδια γεγονότα ἦταν ἀξεχώριστα ἀπό τήν πολιτική τῶν πολιτικῶν, τότε ἡ πολιτική αὐτή ἀποτελοῦσε σαφῶς μέρος τῶν ἀποδεικτικῶν στοιχείων μέσω τῶν ὁποίων ὁ Θουκυδίδης εἰσέδυε στό σχέδιο αὐτό. Ἔτσι εἶναι φυσικότερο νά πιστέψουμε ὅτι γνώριζε τήν πολιτική τῶν διαφόρων πόλεων καί τῶν πολιτικῶν καί ἔτσι ἔφτασε στή κατανόηση ὅσων συνέβαιναν, παρά ὅτι συνέλαβε μιά ἰδέα γιά τό τί συνέβαινε καί ὕστερα τήν ἀπέδωσε στίς πόλεις καί στούς ἡγέτες. Χωρίς ἀμφιβολία, ὅπως τονίσαμε ἐπανειλημμένα, ἁπλοποιεῖ τίς πραγματικές ὁμιλίες καί ἀκόμη προσθέτει διασαφητικά ἐπιχειρήματα γενικοῦ χαρακτήρα. Ἀλλά ἀκόμη καί οἱ νεότεροι ἱστορικοί πού μεταφέρουν ἀκριβῶς τά λόγια κάποιου πολιτικοῦ δέ μεταφέρουν ὅλα τά λόγια του καί στό βαθμό πού κάνουν ἐπιλογή προβαίνουν σέ κάποιο εἶδος ἑρμηνείας. Γιατί ἡ ἐπιλογή ἰσοδύναμεῖ μέ τό νά λές ὅτί κάποια πλευρά τῆς σκέψης κάποιου ἀνθρώπου εἶναι πιό σημαντική ἀπό μιά ἄλλη. Κανένας ἱστορικός δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει τήν ἐπιλογή, ἡ ὁποία ἔτσι εἶναι ἀξεχώριστη ἀπό τήν ἑρμηνεία καί τήν κρίση. Ἄν λοιπόν ὁ Θουκυδίδης ἀνακάλυψε ἕνα καθοδηγητικό σχέδιο κάτω ἀπό τόν πόλεμο, τόνισε στίς δημηγορίες του αὐτό πού στηρίζει αὐτό τό σχέδιο καί ἐπιπλέον ἐνίσχυσε τίς δημηγορίες μέ ἐπιχειρήματα πού κατά τή γνώμη του ἔδειχναν τίς βασικές παρορμήσεις τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο παρά ἐκτελοῦσε κατά τρόπο σαφῆ καί κατηγορηματικό τίς ὑποχρεώσεις τῆς κρίσης καί τῆς ἑρμηνείας πού κανείς ἱστορικός δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει. Σέ τελευταία ἀνάλυση δέν μπορεῖ νά ὑπάρςει ἀπόδειξη ὅτι ὁποιαδήποτε μεγάλη ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας εἶναι ἤ δέν εἶναι ὀρθή. Γενικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀλήθεια μποροῦν νά βρεθοῦν στήν προτίμηση ἑνός ἱστορικοῦ γιά ἀποδείξιμα στοιχεῖα, στήν αὐστηρότητα τῶν μέθοδων του, στήν ἀμεροληψία του, στό βάθος καί στό φάσμα τῶν ἱστορικῶν παραγόντων πού ἐπικαλεῖται. Στήν περίπτωση τοῦ Θουκυδίδη οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι εὐνοϊκές, ἄν καί θά ποῦμε περισσότερα γι’ αὐτό σέ λίγο. Ἀλλά αὐτό πού πρέπει νά τονιστεῖ τώρα εἶναι ὅτι ἡ μέθοδός του νά ἐκφράζει τήν πορεία τῆς ἱστορίας σέ διάφορα ἐπίπεδα, ἀπό τή λεπτομερειακή ἀφήγηση στίς γενικότερες δημηγορίες ὡς τίς γενικότατες ἀναλύσεις, ἄν καί διαφέρει ἀπό τή νεότερη πρακτική, εἶναι καθαυτή μία μορφή ἱστοριογραφίας λογική καί μέ συνοχή.
 
Τέλος, ὁ προγνωστικός στόχος τῆς Ἱστορίας ὑπαγορεύει ὄχι μόνο τό χαρακτήρα τῶν δημηγοριῶν καί τῆς ἀφήγησης ἀλλά καί τό σχέδιο τοῦ ἔργου συνολικά. Τό πλαίσιο τῶν ἀνταγωνιστικῶν ἡγεμονιστικῶν συστημάτων μέσα στό ὁποῖο ὁ Θουκυδίδης εἶδε τή σύγκρουση τοῦ καιροῦ του, ἀναφέρθηκε προηγουμένως. Αὐτά τά δύο συστήματα, τό σπαρτιατικό καί τό ἀθηναϊκό διέφεραν θεμελιωδῶς στή συνείδησή του καί ὡς πρός τήν ἀρχή τους καί ὡς πρός τά ἔργα τους καί τίς ὑποσχέσεις τους. Οἱ Σπαρτιάτες ἦταν γιά πολύν καιρό οἱ ἀναγνωρισμένοι ἡγέτες τῆς Ἑλλάδας. Εἶχαν κάνει πρῶτοι τίς κατακτήσεις τους, εἶχαν ὀργανωθεῖ αὐστηρά γιά νά διατηρήσουν αὐτές τίς κατακτήσεις, ἦταν φοβεροί καί ἄριστα ἐκπαιδευμένοι πολεμιστές καί ἡγοῦνταν μίας συμμαχίας ὀλιγαρχικῶν πόλεων οἱ ὁποῖες ἦταν κυρίως ἀγροτικές (μέ ἐξαίρεση τήν Κόρινθο) καί ἑπομένως κάπως φτωχές καί καθυστερημένες, ἀλλά διέθεταν σημαντικό πληθυσμό. Ἡ Σπάρτη ἦταν ἀπό πολλές ἀπόψεις τό λείψανο ἑνός παλιότερου σταδίου τῆς Ἑλληνικῆς πόλης-κράτους, ὅταν οἵ κοινότητες ἐξαρτῶνταν ἀπό τίς ἐντόπιές τους συγκομιδές. Τό περίφημο πεζικό της μποροῦσε νά νικήσει ὁποιονοηποτε ἐχθρό καί ἔτσι νά τόν ἐξαναγκάσει σέ ὑποταγή κυριαρχώντας στή γῆ του. Τό ὀλγαρχικό τῆς πολίτευμα, ἐξίσου μέ τό γεγονός ὅτι στηριζόταν στο πεζικό, ἦταν ἡ ἔκφραση μίας γεωργικῆς ἐποχῆς καί ἄν ἡ Σπάρτη ἦταν περισσότερο συντηρητική καί δυσκίνητη ἀπ’ ὅ,τι χρειαζόταν, ἐξαιτίας ταῆς ἐξαιρετικά καταπιεστικῆς πολιτικῆς της πρός τους ὑπηκόους της στή Λακωνία καί τή Μεσσηνία, καί πάλι ἕνας ὑψηλός βαθμός συντηρητισμοῦ ἦταν σύμφυτος μέ τό εἶδος τῆς κοινωνίας πού ἀντιπροσώπευε. Ἐξάλλου μολονότι ἡ δημιουργία τῆς Πελοποννησιακῆς Συμμαχίας ἀντικατοπτρίζει ὡς ἕνα βαθμό τίς προοδευτικές, συγκεντρωτικές τάσεις τοῦ 5ου αἰώνα, δ χαλαρός χαρακτήρας τῆς Συμμαχίας δείχνει ὅτι ἡ Σπάρτη ἦταν γενικά ἱκανοποιημένη μέ μία κατάσταση τοπικισμοῦ ποὐ ἦταν ἐχθρικός προς τήν οἰκονομική καί κοινωνική πρόοδο ἀλλά εὐνοϊκός γιά τήν ὀλιγαρχία. Ἀπέναντι στή Σπάρτη καί τούς συμμάχους τῆς ἔστεκε ἡ δημοκρατική Ἀθήνα, ἐπικεφαλῆς μίας συμμαχίας τήν ὁποία, ἀντίθετα μέ τήν ἀντίπαλό της, εἶχε μετατρέψει σ’ ἕνα ἰσχυρό, συγκεντρωτικό ὄργανο πού ἐξυπηρετοῦσε τήν ἴδια. Ἡ σταδιοδρομία της Ἀθήνας ὡς δύναμης πρώτης γραμμῆς ξεκίνησε μόλις κατά τούς Περσικούς πολέμους, ἀλλά στό διάστημα τῶν λιγότερο ἀπό πενήντα χρόνων πού μεσολάβησε ἀπό τότε ὡς τόν Πελοποννησιακό πόλεμο εἶχε ἤδη ἀναρριχηθεῖ σέ μία θέση πού ἐπισκίαζε καί ἀπειλοῦσε τήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα. Πράγματι, ἡ περίοδος τῶν μεγαλύτερων ἐδαφικῶν της κατακτήσεων ἦταν τά εἴκοσι πέντε χρόνια μετά τή ναυμαχία τή; Σαλαμίνας. Ἡ δύναμη ποῦ τήν εἶχε ὠθήσει σ’ αὐτά τά ὕψη ἦταν ἡ δημοκρατία, πού τήν ἐπίδρασή της τήν προσδιορίσαμε ἐσωτερικά στήν ἀπελευθερωμένη ἐνέργεια τῶν πολιτῶν τῆς Ἀθήνας καί στήν ὑλική πρόοδο πού ἦταν δ καρπός της καί ἐξωτερικά στή νομιμοφροσύνη τῶν κατώτερων τάξεων τῆς ἡγεμονίας καί ἀκόμη καί στή φιλική διάθεση τῶν ἴδιων τάξεων σέ ἄλλες πόλεις Ἔτσι ὁ πόλεμος γιά τό Θουκυδίδη δέν ἦταν ἡ σύγκρουση δύο παρόμοιων καί ἁπλῶς ἀνταγωνιστικῶν συστημάτων. Ἦταν μᾶλλον ἡ ἀναπόφευκτη σύγκρουση ἀνάμεσα σ’ ἕνα ἀνερχόμενο σύστημα καί σ’ ἕνα σύστημα σέ παρακμή. Τό πρῶτο ἀντιπροσώπευε ὅλες τίς ἐπαναστατικές δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, τή δημοκρατία, τόν ἡγεμονισμό, τήν ὑλική πρόοδο, τήν ἐμπορευματική οἰκονομία, ἐνῶ τό δεύτερο ὑπερασπιζόταν τήν ὀλιγαρχική, ἀγροτική καί χωρισμένη σέ κρατίδια Ἑλλάδα τοῦ παρελθόντος.      
 
Αὐτή ἡ τεράστια ἀντίθεση ἀνάμεσα στίς ἐμπόλεμες πολιτεῖες ἦταν ἕνα ἀκόμη ζωτικῆς σημασίας στοιχεῖο αὐτοῦ πού δ Θουκυδίδης θεωροῦσε τό ἐπαναλαμβανόμενο σχέδιο τοῦ πολέμου. Ἔτσι εἶναι ἐπίσης βασικό καί γιά τό σχέδιο τῆς Ἱστορίας και πράγματι εἶναι τό κυρίαρχο θέμα της ἀπό τήν ἀρχή ὡς τούς λόγους τοῦ Περικλῆ καί ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται ὡς δευτερεῦον θέμα ὡς τό τέλος. Πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ μέθοδος τοῦ Θουκυδίδη νά παρουσιάζει τά κρίσιμα ζητήματα τοῦ πολέμου ζωντανά μέ τή μορφή δημηγοριῶν ἀποκλείει τή δυνατότητα νά ἐκφράσει αὐτήν τήν ἀντίθεση διεξοδικά μέ δικά του λόγια, μέ ἐξαίρεση παρεκβάσεις ὅπως ἡ «Ἀρχαιολογία» καί ἡ «Πεντηκονταετία». Ἁπλῶς ἐμφανίζεται ὡς τό σημαντικότερο γεγονός πού ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ πολιτικοί τῆς περιόδου, τό γεγονός πού ἐπισκιάζει ὅλες τους τίς ἀποφάσεις καί ὑπαγορεύει τίς πολιτικές τους ἐπιλογές. Ἔτσι οἱ πρῶτες δημηγορίες τῆς Ἱστορίας πρώτιστα ἐκθέτουν τή φύση καί τά ἀποτελέσματα - κοινωνικά, οἰκονομικά, ψυχολογικά, στρατιωτικά – ταῆς λαμπρῆς ἀνάπτυξης τῆς Ἀθήνας, καθώς καί τή θέση στήν ὁποία αὐτή ἡ ἀνάπτυξη ὑποβίβαζε τή Σπάρτη. Αὐτές οἱ δημηγορίες συγκεκριμενοποιοῦν τήν ἄποψη τοῦ Θουκυδίδη ὅτι οἵ Σπαρτιάτες γιά δικούς τους λόγους ἄρχισαν τόν πόλεμο μ’ ἄλλα λόγια ὅτι αἰτία τοῦ πολέμου ἦταν ἡ διατάραξη τῆς παλιᾶς ἰσορροπίας, συνέπεια τῶν προοδευτικῶν δυνάμεων πού εἶχε ἀπελευθερώσει ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία. Ἰδού λοιπόν αὐτή πού μπορεῖ δίκαια νά χαρακτηριστεῖ ἡ πρώτη ἀπό τίς δυό βασικές ἰδέες τῆς Ἱστορίας: ἡ ἀντίληψη ὅτί ὁ ἀγώνας για ἐπίτευξη ἀνώτερου ἐπιπέδου ὑλικῆς εὐημερίας προκαλεῖ νέα πολιτειακά καί κοινωνικά μορφώματα πού ἡ ἐπίδρασή τους μέ τή σειρά της διαταράσσει τήν ὑπάρχουσα ἰσορροπία δυνάμεων καί ἐπιβάλλει τή σύγκρουση ἀνάμεσα στούς ἀπολογητές τῆς παλιᾶς καί τῆς νέας κοινωνίας. Αὐτή ἡ ἰδέα, θεμελιώδης γιά τήν προγνωστική διδασκαλία τῆς Ἱ σ τ ὁ ρ ί α ς, προδιαγράφει ἐπίσης τό σχέδιό της.
 
Ἡ δεύτερη βασική ἰδέα τῆς Ἱστορίας εἶναι, ὅπως παρατηρήσαμε ἐπανειλημμένα, ἡ ὁλοένα αὐξανόμενη διχόνοια πού ἐμφανιζόταν στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία κάτω ἀπό τήν πίεση τοῦ πολέμου, καί μέ τήν ἰδέα αὐτή προσεγγίζουμε αὐτό πού χαρακτηρίσαμε προηγουμένως ὡς τό δεύτερο βασικό στοιχεῖο στή σκέψη τοΰ; Θουκυδίδη, δηλαδή τό πλαίσιο τῶν καθόλου ἤ μερικά ἐκπεφρασμένων ἀρχῶν μέ τίς ὁποῖες ἔβλεπε τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς του. Ἡ ἀρχή στήν περίπτωση αὐτή ἔχει σχέση μέ τή λέξη δημοκρατία. Ὅπως εἴδαμε[16], κάλυπτε ἀκόμη καί γιά τό Θουκυδίδη δύο οὐσιαστικά διαφορετικές ἔννοιες τῆς πολιτείας: πρῶτον ὅτι ἡ ἐξουσία βρίσκεται στά χέρια ὅλου τοῦ λαοῦ κι ὄχι στά χέρια μίας ἀριστοκρατικῆς μειοψηφίας (ἡ ἔννοια τῆς ἑνωμένης πόλης, ξ ύ μ π α σ α πόλις, πού προβάλλεται στόν Ἐπιτάφιο) καί δεύτερον ὅτι ἡ ἐξουσία ἀσκεῖται ἀποκλειστικά γιά τό συμφέρον τῶν κατώτερων τάξεων, τοῦ δήμου μέ τήν πιό στενή σημασία τοῦ ὅρου (εἶναι ἡ γνώμη τοῦ συγγραφέα τῆς Ψευδοξενοφώντειας Ἀθηναίων Πολιτείας ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ Θουκυδίδη γιά τήν περίοδο μετά το θάνατο τοῦ Περικλῆ). Ἐμεῖς βέβαια ἔχουμε ἐμπειρίες ἀπδ διαφορετικοῦ τύπου ἀντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, κατά τά ὁποῖα στή Βουλή δέ μετέχει ὅλος ὁ λαός ἀλλά ἐκλεγμένοι ἀντιπρόσωποι καί στά ὁποῖα τά μέλη τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας - εἴτε ἐκλέγονται ἀπό τή Βουλή αὔτη εἴτε κάπως ἀλλιῶς - ἔχουν στήν οὐσία ἐξασφαλισμένη τήν παραμονή τους στό ἀξίωμά τους γιά μερικά χρόνια. Αὐτό πού τώρα ἔχει σημασία νά προσέξουμε εἶναι ὅτι σέ σχέση μέ αὐτές τίς νεότερες μορφές δημοκρατίας, ἡ μορφή πού εἶχε στό νοῦ του ὁ Θουκυδίδης ἦταν στήν καλύτερη περίπτωση ἀσύγκριτα πιό ἀκροσφαλής, γιατί ἦταν ἀσύγκριτα πιό ἐκτεθειμένη στίς διακυμάνσεις τοῦ λαϊκοῦ αἰσθήματος. Ὁ λόγος ἦταν ἐν μέρει ὅτι καθώς ἡ πόλη-κράτος ἦταν μικρή, ἡ συνέλευση μποροῦσε ἀκόμη νά θεωρηθεῖ συγκέντρωση ὅλου τοῦ λαοῦ (ἄν καί στήν πραγματικότητα δέν ἦταν κάτι τέτοιο, ἀφοῦ οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν πού ἦταν ἔξω ἀπό τό ἄστυ ὅπωσδήποτε δέν μετεῖχαν τακτικά στίς συνελεύσεις), καί ἐν μέρει γιατί τό ἐκτελεστικό σῶμα τῶν στρατηγῶν ἐκλεγόταν μέ ἐνιαύσια θητεία. Ἐπιπλέον σέ μιά μιά ὁρισμένη μηνιαία σύγκληση τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου αὐτοί οἱ στρατηγοί ὑπόκεινταν σέ ἔλεγχο κι ἀκόμη μποροῦσε νά τούς ἀπαγγελθεῖ κατηγορία καί νά καθαιρεθοῦν ἤ καί νά τούς ἐπιβληθεῖ κάποια ποινή. Ἡ διαδικασία αὐτή εἶναι φανερό πώς ἀκολουθήθηκε στήν περίπτωση καί τοῦ Περικλῆ καί τοῦ Θουκυδίδη. Ἡ πρακτική αὐτή γινόταν ἀκόμη πιό ἐπικίνδυνη γιατί, ὅπως παρατηρήσαμε, στήν ἐκκλησία κυριαρχοῦσε ὁ πληθυσμός τοῦ ἄστεως. Τό ἴδιο αὐτό στοιχεῖο δέν ἦταν λιγότερο σημαντικό γιά τόν καθορισμό τῆς πολιτικῆς, τήν ἔγκριση πολέμου ἤ εἰρήνης καί τή λήψη ἀπόφασης γιά ἐκστρατεία. Εἶναι φανερό λοιπόν ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ Θουκυδίδη γιά τή δημοκρατία ἀναφέρονται σ’ αὐτή τήν ἐξαιρετικά μεταβλητή καί εὐαίσθητη μορφή λαϊκοδ πολιτεύματος, πού ἦταν καί ἡ μόνη ποῦ εἶχε γνωρίσει. Ἔτσι, ὅταν βασίζει ὁλόκληρο τό δεύτερο μέρος τῆς Ἱ σ τ ο ρ ί α ς του στήν ἰδέα ὅτι ὅσο κι ἄν ἦταν θεμελιώδης ἡ δημοκρατία γιά τήν ἀνάπτυξη καί τή δύναμη τῆς Ἀθήνας, ἀποδείχθηκε ἀνίκανη μετά τό θάνατο τοῦ Περικλῆ νά ἐπιδείξει μετριοπαθῆ πολιτική ἤ νά ἀναδείξει συνεπῆ ἡγεσία, πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἀπαιτοῦσε αὐτή τή μετριοπάθεια καί τή συνέπεια ἀπό μία μορφή δημοκρατικοῦ πολιτεύματος πού ἦταν ἴσως ἐλάχιστα ἱκανό νά τίς δώσει, ἰδίως κάτω ἀπό τίς συνθῆκες πολιορκίας ἤ λοιμοῦ στίς ὁποῖες βρέθηκε ἡ Ἀθήνα σέ διάφορες περιόδους κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου.
 
Καί γιά νά καταλήγουμε σχετικά μέ τό σχέδιο τῆς Ἱ σ τ ο ρ ί α ς, μετά τήν ἐντυπωσιακή ἔναρξη μέ τή δύναμη τῆς Ἀθήνας, ὁ Θουκυδίδης εἰσάγει μέ τήν περιγραφή τοῦ λοιμοῦ καί των συνεπειῶν του κι ἀκόμη σαφέστερα μέ τίς κρίσεις του γιά τούς διαδόχους τοῦ Περικλῆ τό δεύτερο μεγάλο θέμα του γιά τήν πολιτική  ἀδυναμία τῆς Ἀθήνας. Τό θέμα αὐτό φτάνει μέ τή σειρά του σέ δυό ξεχωριστές κορυφώσεις, πρῶτα μέ τήν ἀπόρριψη τῶν προτάσεων εἰρήνης τόν καιρό τῆς Πύλου μαζί μέ τά ἀποτελέσματά της στό Δήλιο καί στήν Ἀμφίπολη καί κατόπιν μέ τή Σικελική ἐκστρατεία. Ὅπως σημειώσαμε παραπάνω, ἄν εἶχε προλάβει νά τελειώσει τήν Ἱστορία, θά εἶχε φτάσει σέ μιά τρίτη παρόμοια κορύφωση μέ τά τελευταία γεγονότα τοῦ πολέμου. Ὁ τόνος ὡστόσο στό καθένα ἀπό αὐτά τά δύο ἐξέχοντα μέρη τῆς Ἱστορίας εἶναι κάπως διαφορετικός. Στό πρῶτο σκιαγραφεῖ βαθμιαία τήν αὐξάνόμενη ἀποσύνθεση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν στήν Ἑλλάδα καί ἰδίως στήν Ἀθήνα. Τά κεφάλαια γιά τό λοιμό καί γιά τούς διαδόχους του Περικλῆ ὁδηγοῦν στήν ἀνησυχητική συζήτηση γιά τήν τύχη τῶν Μυτιληναίων κι αὐτή στήν τρομερή ἀνάλυση τῶν ἐμφύλιων σπαραγμῶν, ἀλλά ὅλα αὐτά τά κεφάλαια βρίσκονται πρίν ἀπό τή νίκη στήν Πύλο, πού ἦταν ἡ ἀπόδειξη τῆς διορατικότητας τοῦ Περικλῆ καί τῆς δύναμης τῆς Ἀθήνας. Ὕστερα, μέ τήν ἀπόρριψη τῆς προσφορᾶς τῆς Σπάρτης ἀπό τόν Κλέωνα, πράγμα πού μέ ὁποιαδήποτε περίκλεια ἀντίληψη τοῦ πολέμου θά ἔπρεπε νά σημαίνει τόν τερματισμό τῶν ἐχθροπραξιῶν καί τήν ἔναρξη μίας νέας περιόδου ἀνασυγκρότησης καί σταθεροποίησης, ὁ σκοπός τῶν προηγούμενων κεφαλαίων γίνεται φανερός. Εἶχαν προβάλει τό φαῦλο κύκλο ὅπου ὁ πόλεμος προκαλοῦσε δεινά, τά δεινά κοινωνική ἀναταραχή, ἡ κοινωνική ἀναταραχή πολιτική βία καί αὐτή ἡ βία ἕνα τύπο ἡγεσίας πού θυσίαζε τήν πολιτεία στά δικά της παραταξιακά συμφέροντα. Ἡ καταστρεπτική ἐπεκτατική πολιτική τοῦ Κλέωνα δέν ἦταν παρά ἀποτέλεσμα τῆς κοινωνικῆς ἀναταραχῆς πού εἶχε περιγραφεῖ προηγουμένως.
 
Ἄλλα μέ τή δεύτερη μεγάλη κορύφωσή τῆς Ἱστορίας, τή Σικελική ἐκστρατεία, αὐτή ἡ νέα βίαιη διάθεση, ὅπως δείχνει ὁ Διάλογος τῶν Μηλίων, εἶναι πιά ἑδραιωμένη κατάσταση. Τό ἐρώτημα τώρα δέν εἶναι ἄν ἡ Ἀθήνα θά προχωρήσει ἀδίστακτη γιά τήν ἀπόκτηση ἀκόμη μεγαλύτερης δύναμης ἀλλά ἄν αὐτή ἡ ἀπόπειρα θά στεφθεῖ μέ ἐπιτυχία. Ἡ κλίμακα τῆς ἐκστρατείας πιστοποιεῖ καλύτερα ἀπό καθετί ἄλλο τίς τεράστιες δυνατότητες ταῆς Ἀθήνας πού εἶχαν ἐκτεθεῖ στήν ἀρχή. Ἀλλά καί πάλι τώρα ἡ ἀστάθεια πού εἶχε προηγουμένως ἐκδηλωθεῖ μέ τήν ἡγεσία τοῦ Κλέωνα, ἐπανεμφανίζεται μέ τή διαφωνία τῶν στρατηγῶν σχετικά μέ τή Σικελία, μέ τήν ἰδιοτελή κομματικοποίηση πού ἐπικρατοῦσε στήν Ἀθήνα καί πού βρισκόταν κάτω ἀπό τή διαφωνία, μέ τόν ἴδιο τό χαρακτήρα τοῦ Ἀλκιβιάδη καί πάνω ἀπ’ ὅλά μέ τή μοιραία ἀπόφαση νά τόν ἀνακαλέσουν ἐνῶ ἤθελαν νά συνεχιστεῖ ἡ ἐκστρατεία. Ὁ ὀλέθριος κύκλος πού εἶχε ξεκινήσει ἀπό πρίν ἔφτάσε ἔτσι στό ἀποκορύφωμά του καί παρόλο πού ἡ ἀρχική ὑπεροχή τῆς Ἀθήνας ἀπέναντι στούς ἀντιπάλους της τῆς ἐπέτρεψε νά συνεχίσει τόν πόλεμο μερικά χρόνια ἀκόμη καί μάλιστα νά κερδίσει καί μερικές νίκες, οἱ ἴδιες δυνάμεις πού τήν εἶχαν φέρει σ’ αὐτήν τήν κατάσταση θά τήν καταδιώκουν ὡς τό τέλος.
 
Εἴπαμε παραπάνω ὅτι δ Θουκυδίδης ἀπαιτοῦσε ὁμόνοια καί μετριοπάθεια ἀπό μία μορφή δημοκρατίας στήν ὁποία αὐτές οἱ ἰδιότητες ἦταν δύσκολο νά ἐπιτευχθοῦν. Ἀλλά, παρόλο πού συνηθίζεται στίς μέρες μας νά τονίζονται ἄλλες πλευρές τῆς δημοκρατίας μᾶλλον παρά ἡ ἀνάγκη της γιά ἑνότητα καί σωστή ἡγεσία, αὐτή ἡ ἀνάγκη εἶναι τό ἴδιο σημαντική στή δημοκρατία ὅσο καί σ’ ὁποιοδήποτε ἄλλο πολίτευμα κι ἴσως καί περισσότερο, ἀφοῦ ἡ δημοκρατία ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπό τήν κοινή γνώμη. Ὅταν λοιπόν ὁ Θουκυδίδης ἀποδίδει τήν ἥττα τῆς Ἀθήνας στή διχόνοια, θίγει ἕνα πρόβλημα πού ἀφορᾶ κάθε εἶδος δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, παρόλο πού δέν μποροῦσε νά ξέρει ὅτι τό συγκεκριμένο εἶδος πού ἐπικρατοῦσε στήν Ἀθήνα φαίνεται στό φῶς τῆς ἱστορίας ἰδιαίτερα ἐπιρρεπές σ’ αὐτό τό σφάλμα. Γιατί τό σφάλμα μπορεῖ νά προκύψει, ὅποιο καί νά ’ναι τό εἶδος, καί τό ἔργο του εἶναι τόσο μεγάλο ὅσο εἶναι, γιατί τά δύο μεγάλα θέματά του, ἡ δημιουργική, ἐπαναστατική δύναμη τῆς δημοκρατίας καί ἡ «δυνάμει» ὑπάρχουσα ἀποσύνθεσή της ἀπό τή φανατισμένη σύγκρουση συμφερόντων, ἔχουν μιά ἰσχύ κι ἕνα κύρος διαχρονικό, πού ξεπερνᾶ τά ἰδιαίτερα γεγονότα καί τά συγκεκριμένα πολιτικά μορφώματα πού εἶχε στό νοῦ του.
 
Αὐτά λοιπόν γιά τό σχέδιο τῆς Ἱστορίας. Στρεφόμαστε τώρα στό πρόβλημα τῶν βασικῶν ἀρχῶν τοῦ Θουκυδίδη. Ἴσως ἡ πιό σημαντική ἀπ’ αὐτές γιά τήν κατανόηση τοῦ ἔργου του εἶναι ὁ βαθμός τῆς ἀναγκαιότητας καί τοῦ ἀναπόφευκτου πού θεωροῦσε ὡς δεδομένα στήν ὅλη πορεία πού περιγράψαμε προηγουμένως. Ἡ ἰδέα τῆς ἀναγκαστικῆς παρόρμησης ἐκφράζεται ἐπανειλημμένα σ’ ὅλο το ἔργο. Οἱ Σπαρτιάτες, λέει στό κεφάλαιο γιά τά αἴτια τοῦ πολέμου, «ἀναγκάστηκαν» νά κάνουν πόλεμο, ἐπειδή φοβοῦνταν τούς Ἀθηναίους (τούς Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους καί φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀ ν α γ κ ά σ α ι ἐς τό πολεμεῖν)[17]· οἱ Ἀθηναῖοι, λένε οἱ πρέσβεις στή Σπάρτη, ἦταν «ἀναγκασμένοι» νά συνεχίσουν νά ἔχουν τήν ἡγεμονία τους, ἀφοῦ τήν ἀπέκτησαν (ἐξ αὐτοῦ δέ τοῦ ἔργου κ α τ η ν α γ κ ά σ θ η μ ε ν τό πρῶτον προαγαγεῖν αὐτήν (τήν ἀρχήν) εἰς τόδε, μάλιστα μέν ὑπό δέους, ἔπειτα καί τιμῆς, ὕστερον καί ὠφελίας)[18]· «δέν εἶναι πιά δυνατόν», λέει ὁ Περικλῆς στόν τελευταῖο λόγο του, νά παραιτηθεῖτε ἀπό τήν ἡγεμονία σας (ἧς ο ὐ ὁ’ ἐκστῆναι ἔ τ ι  ὑ μ ῖ ν  ἔ σ τ ι ν) , χωρίς νά χάσετε τά παντα[19]· στόν καιρό τῆς εἰρήνης, λέει ὁ Θουκυδίδης στό ἀποφασιστικῆς σημασίας κεφάλαιο γιά τούς ἐμφύλιους σπαραγμούς, οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλύτεροι γιατί δέν ὑπόκεινται σέ ἀναγκαστικές παρορμήσεις (διά τό μή ἐς ἀκουσίους ἀ ν ά γ κ α ς πίπτειν) , «ἀλλ’ ὅταν ἔρθει ὁ πόλεμος πού φέρνει στούς ἀνθρώπους τήν καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος τῆς βίας κι ἐρεθίζει τά πνεύματα τοῦ πλήθους σύμφωνα μέ τίς καταστάσεις πού δημιουργεῖ.»[20] Θά θυμόμαστε ὡστόσο ὅτι ἡ ὅλη περιγραφή τῆς κοινωνικῆς ἀλλαγῆς, ἀπ’ ὅπου εἶναι παρμένη αὐτή ἡ φράση εἶχε χρησιμεύσει προηγουμένως γιά νά παρουσιάσει τήν ἔννοια τῶν ὁμοιόμορφων ἀντιδράσεων σέ ὁρισμένες συνθῆκες. Ἡ ἔννοια ἐκείνη λοιπόν ἐνυπάρχει στήν ἰδέα ὅτι ὑπῆρχαν δυνάμεις ἐκείνη τήν ἐποχή πού βρίσκονταν πέρα ἀπό τόν ἔλεγχο τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἴδια ἰδέα φαίνεται ἐξίσου καλά καί στήν πεποίθηση τοῦ Θουκυδίδη ὅτι ὁ πόλεμος ἀκολουθοῦσε ἕνα σχέδιο πού, ἐπειδή ἦταν ριζωμένο στήν ἀνθρώπινη φύση, θά ἐπαναλαμβανόταν κι ἑπομένως οἱ μεταγενέστεροι ἔπρεπε νά τό γνωρίζουν. Ἔτσι, ὅταν περιγράφει κανείς τήν Ἱστορία σάν ἕνα ἔργο πού ἀνιχνεύει μία ἐπαναλαμβανόμενη διαδικασία, παραδέχεται σιωπηρά ὅτι ἡ διαδικασία αὐτή βρίσκεται στή φύση τῆς κοινωνίας καί ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τό ἄτομο, εἶναι ὡς ἕνα βαθμό ἀναπόφευκτη.
 
Ὡστόσο θά δδηγούμασταν σέ λανθασμένα συμπεράσματα ἄν ὑπερτονίζαμε αὐτήν τήν ἔννοια τῆς ἱστορικῆς ἀναγκαιότητας ἤ τουλάχιστον ἄν τήν βλέπαμε ἀνεξάρτητα ἀπό τά συμφραζόμενά της, μία καί δέν εἶναι παρά τό ἀντίστροφο, θά λέγαμε, μίας ἄλλης βασικῆς ἰδέας τῆς Ἱστορίας, τῆς ἰδέας τῆς ὀρθῆς πρόγνωσης (π ρ ό γ ν ω σ ι ς) . Ὅταν λές ἀπ’ τή μία ὅτί τά γεγονότα ἀκολουθοῦν κάποιο σχέδιο, κι ἀπ’ τήν ἄλλη ὅτί τό σχέδιο αὐτό μπορεῖ καί πρέπει νά γίνει κατανοητό, ὑπονοεῖς ὅτι μιά τέτοια κατανόηση θά ἀποτελέσει τή βάση γιά δράση, ἡ ὁποία μέ τή σειρά τῆς θά ἐπηρεάσει τά γεγονότα. Μ’ ἄλλα λόγια ὁ διδακτικός σκοπός τῆς Ἱστορίας βασίζεται στήν ἀρχή ὅτι γνωρίζοντας τίς φυσικές τάσεις τῆς κοινωνίας μπορεῖς, ἄν ὄχι νά τίς ἀλλάξεις, τουλάχιστον νά τίς χαλιναγωγήσεις καί νά τίς κατευθύνεις. Ὁπωσδήποτε τίποτε δέ χαρακτηρίζει περισσότερο τό Θουκυδίδη ἀπό τήν πίστη του στό νοῦ τοῦ ἀνθρὤπου ἤ ἀπό τό θαυμασμό του γιά τούς ἱκανούς ἡγέτες. Θά θυμόμαστε ἴσως μέ πόσο θαυμασμό ἐπαινεῖ τήν ἔμφυτη ἱκανότητα τοῦ Θεμιστοκλῆ νά προβλέπει τήν πορεία τῶν πραγμάτων[21] καί ὅτι λέει ὅτι οἱ δημηγορίες του ἐκφράζουν «τ ά  δ έ ο ν τ α» - δηλαδή τά οὐσιαστικά σημεῖα στή δεδομένη περίσταση - ὅπως ἀκριβῶς δηλώνει ρητά ὅτι μποροῦσαν νά κάνουν ὁ Περικλῆς καί ὁ Ἀντιφώντας[22]. Πράγματι ἡ φράση ἀπό τίς κρίσεις του γιά τούς διαδόχους του Περικλῆ, «Φαίνεται λοιπόν καθαρά ὅτι στήν ἀρχή τοῦ πολέμου οἱ δυνάμεις τῆς Ἀθήνας ἦταν περίσσιες καί δικαιολογοῦσαν τίς προβλέψεις τοῦ Περικλῆ ὅτι εὔκολα θά μποροῦσε νά νικήσει μόνους τους Πελοποννησίους,»[23] δείχνει ὅτι ἡ Ἱστορία εἶναι ἐν μέρει δικαίωση τῆς διορατικότητας τοῦ Περικλῆ.
 
Ἐφόσον εἶναι ἔτσι, εἶναι σαφές ὅτι τό στοιχεῖο τῆς ἀναγκαιότητας στά γεγονότα δέν ἦταν γι’ αὐτόν τέτοιο πού νά μήν μπορεῖ νά ἐλεγγθεῖ ἤ νά κατευθυνθεῖ. Ἡ ἀντίληψή του γι’ αὐτό μοιάζει κατά κάποιο τρόπο μέ τήν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη, ὅτι δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἀρχικά εἶναι ἐλεύθερος νά κάνει κάποια ἐκλογή, ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού τήν ἔχει κάνει εἶναι δεσμευμένος[24]. Ἀλλά κατά το Θουκυδίδη ἡ Ἀθήνα φυσικά δέν ἦταν ποτέ τελείως ἐλεύθερη. Ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπό τό λόγο τῶν πρέσβεων στή Σπάρτη, δέν μποροῦσε νά παραιτηθεῖ ἀπό τή δημοκρατία ἤ τήν ἡγεμονία ἀπό τή στιγμή πού εἶχε συνδέσει τήν τύχη τῆς μ’ αὐτές. Ἦταν ἐλεύθερη μόνο στό βαθμό πού ἕνας ἱκανός ἡγέτης θά μποροῦσε νά κατευθύνει αὐτές τίς ἤδη ὑπάρχουσες δυνάμεις στό σωστό δρόμο. Νά ποιά εἶναι ἡ σημασία, τῆς ἀπόρριψης τῆς εἰρήνης ἀπό τόν Κλέωνα τόν καιρό τῆς Πύλου. Ἄν ἦταν στή θέση του ὁ Περικλῆς, θά ἀναχαίτιζε ἐκεῖνον τόν καιρό τίς δυνάμεις πού ἀντιστρατεύονταν τή σωστή δημοκρατία. Ἀλλά ὁ Κλέων δέν ἔκανε κάτι τέτοιο καί ἡ Ἀθήνα παρέμεινε δέσμια τῶν δυνάμεων ἐκείνων μέ ἀποτέλεσμα, τόν καιρό τῆς Σικελικῆς ἐκστρατείας νά μήν ἔχει πιά τήν ἐλευθερία νά ἀποφασίσει γιά εἰρήνη ἀλλά μόνο νά πάρει τά κατάλληλα μέτρα γιά συνεχῆ ἐπέκταση. Ἀλλά κι ἐδῶ ἀπέτυχε καί τό φάσμα τῶν ἐπιλογῶν τῆς στένεψε ἀκόμη περισσότερο. Ἕνας ντετερμινιστής θά μποροῦσε σίγουρα νά πεῖ ὅτι στήν πραγματικότητα δέν εἶχε ποτέ ἐλευθερία ἐκλογῆς σέ κανένα ἀπ’ αὐτά τά στάδια, ἀλλά ἡ ἀπόρριψη τῆς εἰρήνης ἀπό τόν Κλέωνα καί ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀλκιβιάδη ἀπό τό λαό, ἦταν ἁπλῶς ἀναπόφευκτα συμπτώματα τῶν καιρῶν. Αὐτή ἡ ἄποψη εἶναι ἴσως σωστή, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Θουκυδίδη. Ὅπως εἴδαμε, παρουσιάζει τόν Ἑρμοκρατη σάν ἄνθρωπο πού μποροῦσε νά ἀντιμετωπίσει ἀποφασιστικά - καί πράγματι ἀντιμετώπισε τίς δυνάμεις πού ἐκφράζονται στό πρόσωπο τοῦ λαϊκιστή Ἀθηναγόρα καί πού εἶναι ἴδιες μ’ ἐκεῖνες πού ἐκδηλώνονταν στήν Ἀθήνα[25]. Αἰσθάνεται σαφῶς ὅτι, ἄν ἡ Ἀθήνα εἶχε παραγάγει ἄλλον ἕνα Περικλῆ, ἡ τραγική διαδικασία πού περιγράφει δέ θά εἶχε ὑπάρξει. Κι οὔτε θά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἡ Ἀθήνα δε θά μποροῦσε νά παραγάγει ἕνα τέτοιον πολιτικό. Ἀντίθετα ὁ διδακτικός ρόλος τῆς Ἱ σ τ ο ρ ί α ς εἶναι ἀκριβῶς νά διαμορφώσει τέτοιους ἄνδρες στό μέλλον. Σ’ αὐτήν λοιπόν τήν ἀνισότητα ἀνάμεσα στό φάσμα, τῶν θετικῶν ἐπιλογῶν πού ἦταν δυνατές καί σ’ ἐκεῖνες πού πραγματικά ἔγιναν, ὑπεισέρχεται ἡ ἔννοια τῆς τραγωδίας. Ή Ἱ σ τ ο ρ ί α εἶναι δδηγός γιά μελλοντικούς ἀναγνῶστες μέ σκοπό νά τούς διδάξει γιά τή λειτουργία δυνάμεων πού, ἄν γίνουν ἐσφαλμένες ἐπιλογές, θά ἔχουν τά ἀποτελέσματα πού περιγράφει, ἀλλά πού θά εἶχαν ἄλλα ἀποτελέσματα, ἄν γίνονταν σωστές ἐπιλογές. Καί γιά τήν Ἀθήνα τά ἀποτελέσματα θά μποροῦσαν νά εἶναι διαφορετικά, ἄν διέθετε τούς ἡγέτες πού θά μποροῦσε νά εἶχε. Ὁ Θουκυδίδης αἰσθανόταν ἔντονα τίς ἀναγκαστικές δυνάμεις τῆς ἱστορίας, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ συγκέντρωση τοῦ ἐνδιαφέροντός του σ’ αὐτές καθώς καί ἡ χαρακτηριστική του (καί χαρακτηριστικά ἑλληνική) ἐμπιστοσύνη στό νοῦ, τόν ὤθησε νά τίς ὁρίσει μέ τόση ἀκρίβεια ὥστε νά τίς φέρει στό ἐπίπεδο της κατανόησης καί ἔτσι καί τῆς κατεύθυνσης. Κι αὐτή ἡ κατεύθυνσή τους ἔγινε μέ τή σειρά της γι’ αὐτόν τό ἔργο τοῦ πολιτικοῦ πού εἶναι προικισμένος μέ διορατικότητα. Γι’ αὐτόν ἡ ἱστορία εἶναι μιά διαδικασία κατά τήν ὁποία τά ἄτομα καί οἱ κοινωνικές δυνάμεις ἀσκοῦν σχεδόν ἴσες δυνάμεις.
 
Ἐρχόμαστε ἔτσι σέ μερικές δευτερεύουσες ἀρχές, πού εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἀναγκαῖες συνέπειες τῶν προηγουμένων, καί συγκεκριμένα σ’ ἐκεῖνες πού ἔχουν σχέση μέ τούς θεούς καί τήν τύχη. Δέ χρειάζεται σχεδόν νά ποῦμε ὅτι στήν Ἱστορία οἱ θεοί λάμπουν μέ τήν ἀπουσία τους. Στίς γεμάτες πάθος, ἀναπάντητες ἐκκλήσεις πρός αὐτούς πού βάζει στό στόμα ἄνθρωπων πού βρίσκονται σέ δυστυχία, πρῶτα τῶν Πλαταιέων, ὕστερα τῶν Μηλίων, ὕστερα τοῦ Νικία στήν ὑποχώρηση ἀπό τίς Συρακοῦσες[26], φαίνεται πώς βγαίνει ἀπό τίς συνήθειές του γιά νά ἀρνηθεῖ τήν ἐπέμβασή τους στίς ἀνθρώπινες ὑπόθεσεις. Ὁπωσδήποτε τίποτε δέ θά μποροῦσε νά τονίσει περισσότερο τήν πεποίθησή του γιά τό ἀναπόφευκτο τῶν καθαρά ἀνθρώπινων δυνάμεων στήν ἱστορία, ἀπό αὐτές τίς μάταιες κραυγές. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα μιλᾶ ὑποτιμητικά για καθετί πού ἔδειχνε πρόληψη: γιά τούς χρησμούς πού πρόβλεπαν δῆθεν τή διάρκεια, τοῦ πολέμου[27], γιά σημάδια πού ἔλεγαν πώς συνόδευαν ἤ πρόβλεπαν τήν πορεία του[28], γιά, τήν πίστη σέ μαντεῖες ὅπως ἔκανε ὁ Νικίας ὅταν ἔγινε ἔκλειψη[29], γιά τούς φόβους τῶν στρατιωτῶν γιά τά παράξενα φαινόμενα[30]. Ἀντίστροφα, δίνει φυσιοκρατικές ἐξηγήσεις γιά πράγματα ὅπως οἱ καταιγίδες καί οἱ ἀρρώστιες καί ὑποδηλώνει μία παρόμοια ἐξήγηση γιά τήν ἔκλειψη[31]. Ὁ κατάλογος τῶν συμφορῶν, πού περιλαμβάνει στό κεφάλαιο γιά τά αἴτια τοῦ πολέμου[32], θυμίζει πάρα πολύ ἔντονα τά Ἱπποκρατικά συγγράμματα πού ἀναφέραμε προηγουμένως, καί ἰδίως τό ἔργο Ἐ π ι δ η μ ί α ι στό ὁποῖο ὁ συγγραφέας καταγράφει πολύ προσεκτικά τίς καιρικές συνθῆκες, τήν ἐποχή καί τά παρόμοια πού συνόδεψαν τήν πορεία ὁρισμένων ἀσθενειῶν. Μολονότι εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ Θουκυδίδης δέ φανταζόταν καμιά παρόμοια αἰτιώδη σχέση ἀνάμεσα στόν πόλεμο καί τούς σεισμούς καί τίς ξηρασίες πού ἀναφέρει, τουλάχιστον τά βλέπει αὐτά μέ παρόμοιο πνεῦμα, δηλαδή ἀπό αὐστηρά φυσιοκρατική ἄποψη.
 
Ἡ πεποίθησή του ὅτι οἱ θεοί μποροῦν ἁπλῶς νά παραλειφθοῦν ἀπό τήν ἱστορία φαίνεται κι ἀπό τή σαφή ψυχρότητά του πρός τήν παραδοσιακή θρησκευτικότητα τῶν Σπαρτιατῶν τήν ὁποία εἶναι φανερό πώς θεωροῦσε ἐντελῶς ἐπιφανειακή. Ἔτσι, τονίζει ὅτί ἡ ὑποστήριξη τῶν Δελφῶν στόν πόλεμο ἦταν γι’ αὐτούς χρήσιμη ἀπό οἰκονομική ἀποψη[33], ὅτι ἔβγαλαν καί πάλι στήν ἐπιφάνεια τό παλιό ἄγος τῶν Ἀλκμεωνιδῶν μόνο καί μόνο γιά νά βλάψουν τόν Περικλῆ[34], ὅτι ἡ εὐσεβής ἐπίκλησή τους τῶν ἱερῶν δεσμῶν πού εἶχαν μέ τίς Πλαταιές δύσκολα μποροῦσε νά κρύψει τόν πραγματικό χαρακτήρα τῆς ἐπίθεσής τους[35], ὅτι οἱ ἴδιοι ἀναγνώριζαν κατά βάθος τήν ἀδικία, πού εἶχαν κάνει λύνοντας τήν Τριαντάχρονη Εἰρήνη[36]. Αὐτό πού λένε οἱ Ἀθηναῖοι ἀντιπρόσωποι στό Διάλογο τῶν Μηλίων[37], ὅτι οἱ Σπαρτιάτες ὅσο μεγάλη φήμη κι ἄν εἶχαν ἐνεργοῦσαν πάντοτε μέ βάση τό συμφέρον τους, ἀναμφίβολα ἐκφράζει τή δίκιά του γνώμη καί, ὅπως εἴδαμε, ἡ ἀντιπαρατιθέμενη εἰλικρίνεια τῶν Ἀθηναίων σχετικά μέ τά κίνητρά τους ἦταν πιθανότατα ἀληθινή γιά τήν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς καί ὁπωσδήποτε πολύ πιό ταιριαστή σ’ αὐτόν. Ὅλα αὐτά δέ σημαίνουν ὅτι δέν πίστευε ἴσως στούς θεούς. Ἀναφέρει τήν ἀπιστία ὡς σύμπτωμα κοινωνικῆς ἀποσύνθεσης καί μέ τρόπο ἀσυνήθιστο γι’ αὐτόν ἐπαινεῖ τό ὑψηλό ἦθος τοῦ εὐσεβοῦς Νικία[38]. Ἁπλῶς δέν πίστευε ὅτι οἱ θεοί παρενέβαιναν στή διαμόρφωση τῶν πολιτικῶν δυνάμεων πού πίστευε πώς δροῦσαν στήν ἱστορία. Θά μποροῦσε μάλιστα νά πεῖ κανείς ὅτι τό ἔργο του ἦταν ἕνα εἶδος τραγωδίας στήν ὁποία ἡ δράση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπινων δυνάμεων παίρνει τή θέση τῶν θείων δυνάμεων· ἀλλά θά ξαναμιλήσουμε γι’ αὐτο στό τέλος.
 
Ὡστόσο, μολονότι οἱ θεοί δέν ἔπαιζαν κανένα ρόλο στήν ἱστορία, ἕνα στοιχεῖο πού δέν μποροῦσε νά ὑπολογιστεῖ, παρέμενε, καί αὐτό τό στοιχεῖο τό ὀνομάζει τ ύ χ η. Τή λέξη αὐτή δέν πρέπει νά τήν ἐννοήσουμε μέ τή σημασία, πού κατέληξε νά ἔχει στούς ἑλληνιστικούς χρόνους ἤ μέ τή σημασία τῆς fortuna ὅπως μεταφράστηκε στούς ρωμαϊκούς χρόνους. Σ’ αὐτές τίς περιόδους, στίς ὁποῖες οἱ ξαφνικές καί μεγάλες ἀλλαγές μποροῦσαν νά προκαλέσουν ἐξίσου ξαφνική καί μεγάλη εὐημερία, ἡ τύχη μποροῦσε νά θεωρηθεῖ σάν μιά ἀρχή σύμφυτη μέ τό σύμπαν, ἡ ὁποία κατά κάποιο τρόπο προκαλοῦσε καί ἑπομένως ἐξηγοῦσε τέτοιες ἐπιτυχίες. Οὔτε ἔχει ἡ λέξη τό νόημα πού ἔχει στόν Εὐριπίδη, ὅπου οὐσιαστικά ἀντικατοπτρίζει τή βαθιά αἴσθηση τοῦ ποιητῆ γιά τό παράλογό της ζωῆς. Ὁ Θουκυδίδης, ὅπως εἴδαμε, δέ θεωροῦσε τή ζωή παράλογη, ἀλλά ἀντίθετα βάσισε ὁλόκληρο τό ἔργο του στήν προϋπόθεση ὅτι ἀκολουθεῖ καί θά ἀκολουθεῖ μιά πορεία πού χαρακτηρίζεται ἀπό τάξη. Ἡ τύχη γι’ αὐτόν σήμαινε τά δευτερεύοντα, ἄν καί καμιά φορά ἀποφασιστικῆς σημασίας, συμβάντα τά ὁποῖα δέν μποροῦσε νά ἐκτιμήσει κανείς εὔκολα, ἄν καί μποροῦσε νά σημαίνει καί ἀπρόβλεπτα γεγονότα, ὅπως ὁ λοιμός, πού ἡ αἰτία τούς ἦταν σκοτεινή. Ἔτσι οἱ δημηγορίες εἶναι γεμάτες ἀπό ἀναφορές στήν ἀβέβαιη πορεία τοῦ πολέμου ἀπό τή στιγμή πού ξεσπάει, καί στά δύο κύρια γεγονότα τοῦ πολέμου, τήν Πύλο καί τή Σικελία, ὑπάρχει, σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τοῦ Θουκυδίδη κάποιο τυχαῖο περιστατικό: στό πρῶτο ἡ τρικυμία πού ἀνάγκασε τά πλοῖα νά μείνουν στήν Πύλο καί ἔδωσε ἔτσι τή δυνατότητα στό Δημοσθένη νά ὀχυρωθεῖ ἐκεῖ, καί στό δεύτερο ἡ ἄκαιρη περικοπή τῶν Ἐρμῶν καί ἡ ἀκόμη πιό ἄκαιρη ἔκλειψη. Ἀλλά θά ἦταν ἐντελῶς ἐσφαλμένο νά δώσουμε μεγάλη σημασία ἤ νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἔδωσε μεγάλη σημασία σ’ αὐτά τά τυχαῖα περιστατικά, ἰδίως στήν περίπτωση τοῦ Δημοσθένη[39], τό σχέδιο τοῦ ὅποιου ἦταν ἕξ ὁλοκλήρου περικλειο καί ὁ ὁποῖος ἐξαρτιόταν ἀπό τήν τύχη μόνο καί μόνο γιατί δέν εἶχε ἀναλάβει ἀκόμη τά καθήκοντά του καί γι’ αὐτό δέν μποροῦσε νά κάνει ὅ,τι ἤθελε.
 
Παρ’ ὅλ’ αὐτά, σ’ ἕνα φιλοσοφικότερο ἐπίπεδο, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἀναγνώριζε μία περιοχή τῆς ζωῆς πού δέ θά μποροῦσε ποτέ νά προβλεφθεῖ ἀκριβῶς καί ἡ στάση του στό ζήτημα αὐτό εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἑλληνική. Ὁ Σόλωνας, γιά παράδειγμα, στό περίφημο ποίημά του γιά τά ἀνθρώπινα δεινά[40], τά χωρίζει σ’ ἐκεῖνα πού εἶναι δυνατόν νά ἐξηγηθοῦν ὡς συνέπειες ἁμαρτίας, ἀκόμη κι ἁμαρτίας πού εἶχε γίνει σέ προηγούμενες γενιές, καί σ’ ἐκεῖνα πού ὀφείλονται ἁπλῶς στήν ἀναπόφευκτη καί φυσική ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά προβλέψει τήν ἔκβαση ἀκόμη καί ἀθώων πράξεων. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα ὁ Πλάτωνας ἐμφανίζει στόν Τ ί μ α ι ο ἕνα μή λογικό ὑλικό στοιχεῖο στό σύμπαν τό ὅποιο δέν τό ἀφήνει νά ἀντικατοπτρίσει πλήρως τή σφραγίδα τοῦ πνεύματος τοῦ δημιουργοῦ. Αὐτές οἱ δύο ἰδέες, ὅσο κι ἄν διαφέρουν καί μεταξύ τους καί ἀπό τήν ἀντίληψη τοῦ Θουκυδίδη γιά τήν τύχη, ἔχουν τό ἑξῆς κοινό μέ τήν ἀντίληψή του, ὅτι ἀναγνωρίζουν τήν ἀδυναμία τῆς σκέψης νά ἐξουσιάσει πλήρως τή ζωή. Δείχνουν ἐπίσης ὅτι ὁ νοῦς, μολονότι δέν μπορεΐ νά φτάσει σ’ αὐτήν τήν ἀπόλυτη κυριαρχία, μπορεῖ ὡστόσο νά δεῖ κάποιο σχέδιο στή ζωή - μ’ ἄλλα λόγια ὅτι ἡ ζωή εἶναι σέ μεγάλο βαθμό λογική καί διέπεται ἀπό τάξη. Κανένας δέν ἐξέφρασε ἴσως πληρέστερα ἀπό τό Θουκυδίδη αὐτήν τή χαρακτηριστικά ἑλληνική πίστη στό νοῦ, καί ἡ ἀντίληψή του γιά τήν τύχη, ἐνῶ δηλώνει μία περιοχή ὅπου ἡ σκέψη, ἤ τουλάχιστον ἡ προγνωστική σκέψη δέν μπορεΐ νά λειτουργήσει, τονίζει ἁπλῶς πιό καθαρά τίς μεγαλύτερες καί πολύ σημαντικότερες περιοχές στίς ὁποῖες λειτουργεῖ μέ ἐπιτυχία, θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει ὅτι ὁ ἱκανός στρατηγός ἤ τό ἱκανό ἄτομο ἦταν γι’ αὐτόν ὁ ἄνθρωπος που μποροῦσε νά προσαρμοστεῖ ταχύτατα στά τυχαῖα περιστατικά[41]. Πίστευε πώς αὐτη ἡ εὐελιξία χαρακτήριζε πολύ περισσότερό τούς Ἀθηναίους παρά τούς Σπαρτιάτες[42].
 
Εἶναι δύσκολο νά ἀφήσουμε τήν ἐξεταση τῶν βασικῶν ἀρχῶν τοῦ Θουκυδίδη χωρίς νά ποῦμε κάτι καί γιά τό ζήτημα ποιά πράγματα, θεωροῦσε σημαντικά γιά τήν ἱστορία, ἕνα ζήτημα κάπως ἀσαφές. Συχνά οἱ μελετητές ἔχουν ἐκφράσει τήν ἔκπληξή τους γιά τό γεγονός ὅτι μέ ἐξαίρεση μιά-δυό φράσεις στόν Ἐπιτάφιο, δέ λέει τίποτε γιά, τά καλλιτεχνικά ἤ λογοτεχνικά ἐπιτεύγματα τῆς Ἀθήνας σ’ αὐτήν τή λαμπρή περίοδο, ἤ, πράγμα ποῦ εἶναι τό ἴδιο, γιά τό ὅτι ἦταν τόσο ἀπορροφημένος ἀπό τά ὑλικά καί πολιτικά της ἐπιτεύγματα, στά ὁποῖα ὁ πόλεμος ἔθεσε τέρμα κατά κάποιο τρόπο, ὥστε νά παραβλέψει τά πολιτιστικά της ἐπιτεύγματα τά ὁποῖα δέν ἐπηρέασε ὁ πόλεμος[43]. Οἱ ἐπικρίσεις αὐτές ἐμφανίζουν τό Θουκυδίδη ὡς ἕναν ὑλιστή πού δέν κατάλαβε καθόλου σέ ποιά σφαίρα ἔγκεινται οἱ μεγαλύτεροι θρίαμβοι τῆς Ἀθήνας. Ἐξάλλου ἕνας τελείως ἀντίθετος τύπος ἐπίκρισης ἔχει διατυπωθεῖ ἐναντίον του: ὅτι, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἦταν ὑλιστής, ἦταν κακός ὑλιστής, μιά καί δέν εἶχε καταλάβει καθόλου τή σημασία τῶν οἰκονομικῶν δυνάμεων[44].
 
Ἀπ’ αὐτές τίς δύο ἐπικρίσεις ἡ πρώτη, ἀναμφίβολα εἶναι πιό βάσιμη ἀπό τή δεύτερη, ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα εἶναι τελείως ἀβάσιμη. Στίς ἀρχές τοῦ αἰώνα προβλήθηκε ἡ καινοφανής θέση[45] ὅτι πρέπει νά ὑπῆρχε μιά ἰσχυρή κλίκα ἐμπόρων στόν Πειραιᾶ πού εἶχε συμφέροντα ἀπό τήν ἐπέκταση, ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐπηρέαζαν ὅλους τους πολιτικούς της περιόδου καί ὅτι ἡ Σικελική ἐκστρατεία, εἰδικά, ἦταν ἔργο δικό τους - μέ λίγα λόγια ὅτι ὁ πόλεμος ἀκολούθησε τή γνωστή πορεία τοῦ καπιταλιστικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ πού δ Θουκυδίδης δέν καταλάβαινε. Βέβαια εἶναι δυνατόν νά ὑπῆρχε μιά ἰσχυρή ἐμπορική τάξη αὐτοῦ τοῦ εἴδους σέ μερικές ἀρχαῖες πόλεις, ὅπως γιά παράδειγμα στήν Καρχηδόνα, καί ἴσως στίς πολεμικές ἐνέργειες αὐτῶν τῶν πόλεων πρέπει νά δοῦμε τό δάκτυλό της. Ἀλλά σίγουρα δέν ἴσχυε τό ἴδιο στήν περίπτώση τῆς Ἀθήνας. Ἀκόμη κι ἄν παραμερίσουμε τήν ἐξαιρετικά ἀμφίβολη ἄποψη ὅτι μεγάλες ἐμπορικές οἰκογένειες σάν κι αὐτές πού ἄκμασαν στήν Καρχηδόνα ἤ κατά τήν ἰταλική Ἀναγέννηση ἤ στούς νεότερους χρόνους, ὑπῆρξαν στίς ἑλληνικές πόλεις-κράτη, σίγουρα δέν ἦταν τό κυρίαρχο στοιχεῖο στήν Ἀθήνα πού γνώρισε ὁ Θουκυδίδης. Πράγματι, ὅπως δείχνουν σαφῶς τά γεγονότα τοῦ καιροῦ μας, εἶναι σφάλμα νά θεωροῦμε ὅτι οἱ οἰκονομικές δυνάμεις ἐκδηλώνονται κανονικά μέσω τῶν ἐνεργειῶν τῶν μεμονωμένων καπιταλιστών, καί τό νά ἐφαρμόζουμε μία τέτοια ἄποψη στήν κρίση μας γιά τό Θουκυδίδη δέ σημαίνει παρά ὅτι τόν κρίνουμε κι αὐτόν καί τήν ἐποχή του μέ τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες πού ἐπικράτησαν στό 19ο αἰώνα. Ὑπάρχουν ἐνδεχομένως περίοδοι κατά τίς ὁποῖες ὁ καπιταλιστικός ἰμπεριαλισμός εἶναι τό κύριο αἴτιο τῶν πολέμων, ἀλλά ὑπάρχουν, ὅπως ξέρουμε, κι ἄλλες περίοδοι κατά τίς ὁποῖες οἱ οἰκονομικές δυνάμεις ἐκδηλώνονται κοινωνικά καί πολιτικά μέ τόν πόθο τῶν μαζῶν γιά βελτίωση τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς τους. Στό βαθμό λοιπόν πού οἱ μάζες γίνονται ἰσχυρές πολιτικά καί πάνω ἀπ’ ὅλα διαμορφώνουν ἡγέτες πού εἶναι δεσμευμένοι νά βελτιώσουν τό ἐπίπεδο εὐημερίας μέ στρατιωτική ἐπέκταση (πράγμα πού μέ τή σειρά του εἶναι τό μέσο γιά νά παραμένουν στήν ἐξουσία οἱ ἡγέτες αὐτοί) , ὁ πόλεμος πού ἀκολουθεῖ ἔχει βέβαια οἰκονομικά αἴτια, ἀλλά τά αἴτια αὐτά λειτουργοῦν κυρίως μέσω τῶν ἡγετῶν και τῶν ὀπαδῶν τους κι ὄχι μέσω τῶν μεμονωμένων καπιταλιστών. Τέτοιος ἦταν ὁ πόλεμος πού περιέγραφε ὁ Θουκυδίδης, τουλάχιστον στίς τελευταῖες φάσεις του· στήν ἀρχική του φάση ἦταν, ὅπως εἴδαμε, μιά προσπάθεια κατασταλτικοῦ χαρακτήρα, μίας ὀλιγαρχικής, ἀγροτικῆς κοινωνίας νά ξεφύγει ἀπό τήν ἀπειλή μίας δῆμοκρατικῆς ἐμπορικῆς κοινωνίας. Εἶναι παράλογο λοιπόν νά λέει κανείς ὅτι ὁ Θουκυδίδης δέν κατανοοῦσε τά οἰκονομικά αἴτια, ὅταν ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους θριάμβους του ἦταν ὅτι παρουσίασε μέ τή μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια τή σχέση ἀνάμεσα στήν κοινωνική ἀναταραχή, την πολιτική βία καί τό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό πού ὅλα τους ἀνάγονταν ἐξίσου σέ οἰκονομικά αἴτια.
 
Ἐρχόμαστε τώρα στήν ἄλλη καί πιό βάσιμη ἐπίκριση ὅτι ὁ Θουκυδίδης δέ θέλησε νά δεῖ τά ἀληθινά ἐπιτεύγματα τῆς Ἀθήνας, πού ἦταν πολιτιστικά. Ἀλλά κι αὐτή ἡ ἐπίκριση εἶναι σέ μεγάλο βαθμό λανθασμένη γιά δυό λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ψευδής αἴσθηση πού μᾶς δίνει ἡ δική μας προοπτική. Ξέρουμε πολλούς ἄλλους μεταγενέστερους λαούς πού εἶχαν πολύ καλύτερες προϋποθέσεις καί ἀπό γεωγραφική καί ἀπό πληθυσμιακή ἄποψη ἀπό τούς Ἀθηναίους γιά νά πετύχουν τό εἶδος τῆς ἡγεμονίας πού ὁ Θουκυδίδης πίστευε ὅτι ἤ Ἀθήνα θά ’πρεπε νά πετύχει. Κρίνοντας λοιπόν τήν Ἀθήνα μέ τά μέτρα τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ρώμης λέμε ὅτι ἡ ἐνοποίηση τῆς Ἑλλάδας, δηλαδή πολύ μικρότερης σέ ἔκταση περιοχῆς, ἦταν πέρα ἀπό τίς δυνάμεις της καί ἑπομένως ἡ σπουδαιότητά της ἔγκειται σέ ἄλλους τομεῖς κι ὄχι στήν πολιτική. Ἀλλά ὁ Θουκυδίδης, δέ χρειάζεται νά τό ποῦμε, δέν εἶχε αὐτήν τήν προοπτική.
 
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι λεπτότερος. Μέ ὅσα λέει γιά τήν ἀπελευθερωτική δύναμη τῆς δημοκρατίας ἐξηγεῖ σέ μεγάλο βαθμό τά πολιτιστικά ἐπιτεύγματα τῆς ’Ἀθήνας, ἄν καί μέ τρόπο πού εἶναι ἀσυνήθιστος γιά μας. Ὅταν θαυμάζουμε ἐμεῖς τήν ἑλληνική τέχνη καί σκέψη, ἔχουμε συχνά τήν τάση νά σκεφτόμαστε τόν Ἰκτίνο καί τό Φειδία, τό Σοφοκλῆ καί τό Σωκράτη σάν νά ζοῦσαν σ’ ἕνα κόσμο ἰδανικό, ἀφοσιωμένο σέ ἀνώτερα πράγματα. Ἀλλά ὁ Θουκυδίδης, ξεπερνώντας σ’ αὐτό ὁποιονδήποτε ἀρχαῖο συγγραφέα, μᾶς ἀνακαλεῖ στήν ἁπλή ἀλήθεια ὅτι τά ἐπιτεύγματα αὐτῆς τῆς λαμπρῆς ἐποχῆς μποροῦν νά νοηθοῦν μόνο ὡς μέρος τῆς ὅλης ἀνόδου τοΰ ἀθηναϊκοῦ κράτους καί τοῦ ἀθηναϊκοῦ λαοῦ, ἰδίως ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἡ τέχνη καί ἡ λογοτεχνία ἦταν σέ ἐξαιρετικό βαθμό ριζωμένες στήν κοινοτική ζωή τῆς Ἑλληνικῆς πόλης-κράτους. Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀθήνας τοῦ Περικλῆ πού μᾶς δίνει, σάν μίας πόλης πού ἀπ’ τή μία φλέγεται ἀπό τό συλλογικό αἴσθημα καί εἶναι δοσμένη στίς συλλογικές ἐπιχειρήσεις, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη κεντρίζει τό ἄτομο να κατανοήσει και νά ἀξιοποιήσει στό ἔπακρο τίς δυνάμεις του, εἶναι θεμελιώδης γιά τήν κατανόηση τῶν ὕψιστων δημιουργημάτων τῆς ἐποχῆς. Ἄν ὁ Θουκυδίδης, μολονότι ἐξήγησε, δέν ἀσχολήθηκε μ’ αὐτά τά δημιουργήματα, ὁ λόγος πρέπει νά ἀναζητηθεῖ στήν προοπτική του, πού ἀναφέραμε μόλις πρίν, καί ἀκόμη περισσότερο στήν ἐποχή του. Μόνο ὅταν ἡ Ἀθήνα εἶχε ἀποτύχει στήν προσπάθειά της γιά πολιτική ἡγεσία ἄνδρες σάν τόν Ἰσοκράτη ἔφτασαν σιγά-σιγά νά καταλαβαίνουν τούς λιγότερο αἰσθητούς τομεῖς στούς ὁποίους δέν εἶχε ἀποτύχει. Ἀλλά ὁ Θουκυδίδης, ζώντας τόν καιρό τῆς ἀποτυχίας της ἦταν φυσικά ἀπορροφημένος πάνω ἀπ’ ὅλα μέ τό ἐρώτημα γιατί ἐπῆλθε αὐτή ἡ ἀποτυχία. Ὅτι δέν εἶχε ἔλλειψη εὐαισθησίας γιά ζητήματα τῆς τέχνης καί τῆς λογοτεχνίας, τό δείχνει τό ἴδιο του τό ὕφος, ἀλλά αὐτά δέν εἶχαν γι’ αὐτόν τή μεγαλύτερη σημασία.
 
Ξαναγυρίζοντας λοιπόν στό ἐρώτημα ποιά θέματα θεωροῦσε σημαντικά, γιά τήν ἱστορία, θά λέγαμε ὅτι σαφῶς θεωροῦσε σημαντικά ὅσα σχετίζονταν ἄμεσα μέ τόν πόλεμο καί τήν πολιτική. Ὅπως παρατηρήσαμε προηγουμένως, δέ λέει, ἀκόμη καί στήν περίπτωση σημαντικῶν ἀνδρῶν. τίποτε πού νά μήν ἔχει ἄμεση σχέση μέ τά γεγονότα. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά χάνει ἕνα εἶδος διπλῆς ἐπιλογῆς, διαλέγοντας πρῶτα τά θέματα πού ἦταν σημαντικά γιά τόν πόλεμο μέ τήν ἔννοια πού περιγράψαμε καί κατόπιν, γιά ἔμφαση, διασαφηνίζοντας μέσω τῶν δημηγοριῶν καί τῶν ἀναλύσεων του ποιά ἀπ’ αὐτά τά θέματα ἦταν τά σημαντικότερα. Ἔτσι ἡ Ἱ σ τ ο ρ ί α δέν ἔχει ἐκείνη τήν ποικιλία καί τήν ἀφθονία λεπτομερειῶν πού κάνουν τόσο ἑλκυστικό τό ἔργο τοῦ Ἡροδότου καί ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη εἶναι ἴσως πιό ξένη ἀπό ἐκεῖνο στά νεότερα γοῦστα καί στίς νεότερες μεθόδους. Οἱ λεπτομέρειες πού περιλαμβάνει ὁ Ἡρόδοτος χρησιμεύουν στό νά ἐξοικειώσουν ἄμεσα τόν ἀναγνώστη μέ τή ζωή τῆς ἐποχῆς καί ἔτσι νά τοῦ ἐπιτρέψουν ὡς ἕνα βαθμό νά συναγάγει τά δικά του συμπεράσματα σχετικά μέ τό τί ἦταν σημαντικό σ’ ἐκείνη τή ζωή. Ὁ Θουκυδίδης ἀντίθετα μέσω τῆς διαδικασίας ἐπιλογῆς, ὑποδεικνύει τά συμπεράσματα πού πρέπει νά βγάλει ὁ ἀναγνώστης, συμπεράσματα πού μέ τή σειρά τους δείχνουν τό σχέδιο τῶν γεγονότων πού ἔβλεπε ὁ ἴδιος ὁ ἱστορικός. Μποροῦμε λοιπόν νά ποῦμε ὅτι στό βαθμό πού ἦταν ἀπορροφημένος σ’ αὐτό τό σχέδιο στόν ἴδιο βαθμό τό ἔργο γινόταν στενότερο καί ἐντονότερο ἤ, μ’ ἄλλα λόγια, ὅτι ἡ ἀποφυγή λεπτομερειῶν ἀπορρέει ἀπό τούς διδακτικούς στόχους τοῦ Θουκυδίδη.
 
Ἐρχόμαστε τέλος στό τελευταῖο ἀπό τά ζητήματα ποῦ θέσαμε στήν ἀρχή τοῦ κεφαλαίου καί συγκεκριμένα στούς περιορισμούς πού ἐπιβάλλονταν στό Θουκυδίδη ἀπό τή σχετικά στενή ἐμπειρία του τῆς ἱστορίας. Μερικοί ἀπό αὐτούς τούς περιορισμούς ἔχουν ἀναφανεῖ ἤδη - γιά παράδειγμα τό γεγονός ὅτι θειοροῦσε ὡς δεδομένο ὅτι ἡ ἐξαιρετικά ἀσταθής μορφή δημοκρατίας πού γνώριζε ἦταν ἡ ἀναγκαία καί τελική μορφή δημοκρατίας. Ἕνα παρόμοιο σφάλμα φαίνεται στήν ἄποψή του ὅτι ἡ καταπίεση καί ἡ πειθαρχία εἶναι κυρίως χαρακτηριστικά της ἀριστοκρατικῆς ὀλιγαρχίας. Προφανῶς μποροῦν νά ἔμφανιστοῦν καί κάτω ἀπό ἄλλες μορφές ὀλιγαρχίας. Ἐξάλλου, ὅπως εἴδαμε, ὑπάρχει κάποια, δυσαναλογία στήν πεποίθησή του ὅτι ἀκόμα καί ἡ ἰσχυρότερη ἑλληνική πολιτεία, περιορισμένες ὅπως ἦταν ὅλες σέ ἔκταση καί σέ πληθυσμό, εἶχε τίς προϋποθέσεις γιά νά διαδραματίσει μεγάλο πολιτικό ρόλο στήν ἱστορία. Θά μποροῦσε ἀκόμη νά ὑποστηρίξει κανείς ὅτι τό μικρό μέγεθος τῆς Ἑλληνικής πόλης-κράτους περιόρισε ἀκόμη πιό βαθιά τόν τρόπο πού ἔβλεπε τά πράγματα, γιατί μέ τό νά κάνει τήν πόλη μιά μονάδα πιό κατανοητή ἀπό τά τεράστια ἔθνη τῶν νεότερων χρόνων, ἔκανε καί τήν ὅλη διαδικασία τῆς ἱστορίας «πάρα πολύ» κατανοητή, παρέχοντας δηλαδή τό ἔδαφος γιά γενικεύσεις πού δέν ἦταν δυνατόν νά ἐπαληθευτοῦν.
 
Θά μποροῦσε νά συνεχίσει κανείς ἀπαριθμώντας πολλές ἄλλες περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ κρίση του ἔφερε τά ἰδιαίτερα σημάδια τοῦ καιροῦ του καί τοῦ τόπου του. Ὡστόσο αὐτοί οἱ περιορισμοί, ὅσο μεγάλοι κι ἄν εἶναι, εἶναι περισσότερο ποσοτικοί παρά ποιοτικοί. Παρ’ ὁλο πού τό πολίτευμα τῆς Ἀθήνας ἦταν ἰδιαίτερα εὐαίσθητο στήν κοινή γνώμη, ὅλα τά δημοκρατικά πολιτεύματα, ὅσο κι ἄν προστατεύονται ἀπό τά συντάγματά τους, ἐξαρτῶνται ἀπό τήν κοινή γνώμη καί μποροῦν νά ἐξαρθρωθοῦν ὅταν αὐτή διχάζεται· ὅσο γιά τήν ἀδυναμία τῆς Ἀθήνας, ἦταν ἰσχυρή μέ τά μέτρα τῆς ἐποχῆς καί ἀπό τήν ἄποψη τῶν ἡμερῶν ταξιδιοΰ π.χ. ἀπεῖχε ἀπό τή Σικελία τουλάχιστον ὅσο ἀπέχει ἡ Εὐρώπη ἀπό τήν Ἀμερική. Ἐξάλλου ἡ σχετικά μεγάλη δυνατότητα κατανόησης πού προσφέρει ἡ ἑλληνική πόλη-κράτος, ἐνῶ ὁδηγεῖ ἴσως σέ ἀπλουστευτική θεώρηση τῆς ἱστορίας εἶχε ἄλλα ἀντισταθμιστικά πλεονεκτήματα γιά ἕναν ἱστορικό. Πράγματι, αὐτός ὁ ἴδιος ὁ παράγοντας τοῦ μεγέθους τοῦ ἀντικειμένου πού εἶχε νά κατανοήσει ἐξηγεῖ ἴσως περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο τή μεγαλοσύνη τοῦ Θουκυδίδη. Γιατί τοῦ ἐπέτρεψε νά φτάσει σέ δύο ζωτικῆς σημασίας ἐπιτεύγματα: πρῶτον νά συνδέσει ἄμεσα ὅλες τίς πολιτικές καί κοινωνικές ἀφηρημένες ἔννοιες πού συνελάμβανε μέ τήν πραγματική συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων, καί δεύτερον νά δεῖ τόσο καθαρά τή φύση τῶν δυνάμεων πού ἐπενεργοῦσαν σέ κάθε πολιτεία ἤ ἀνάμεσα σέ περισσότερες πολιτεῖες, ὥστε αὐτές οἱ δυνάμεις νά μπορέσουν νά ἀποκτήσουν γι’ αὐτόν ἀντιπροσωπευτική ἀξία ὡς δυνάμεις πού κινοῦν τήν ἱστορία. Ἐξαιτίας τοῦ πρώτου, τό ἔργο του ὅσο κι ἄν εἶναι ἀφηρημένο, ἰδίως στίς δημηγορίες καί στίς ἀναλύσεις, φανερώνει μιά πιστότητα πρός τήν ἐμπειρία, μιά οἰκειότητα μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, μιά σύλληψη τῶν κινήτρων πού ἐλέγχουν τήν κοινωνική μιά καί ἐλέγχουν τήν ἀτομική συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτές τίς ἀρετές δέ θά μποροῦσε νά τίς ἔχει, ἄν ὁ Θουκυδίδης ἔγραφε γιά μεγαλύτερης κλίμακας γεγονότα καί, ὅπως εἴδαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, τό ὕφος του ἀντικατοπτρίζει ὁλοζώντανα τή σκέψη του ἀπ’ τήν ἄποψη αὐτή. Ἐξαιτίας τοΰ δεύτερου ἐπιτεύγματος, τό ἔργο του ὅπως κι ἄλλα μεγάλα ἑλληνικά λογοτεχνήματα, ἀνάγεται μερικές φορές σ’ ἕνα ἐπίπεδο ἁπλούστευσης ὅπου φαίνεται νά ἔρχεται σέ ἄμεση ἐπαφή μέ ὁρισμένες ἀπό τίς βασικές δυνάμεις πού κάνουν τή ζωή νά εἶναι αὐτό πού εἶναι. Στήν περίπτωση τοῦ Θουκυδίδη αὐτές οἱ δυνάμεις ἐκδηλώνονται στήν ἱστορία· στήν περίπτωση τοῦ Αἰσχύλου καί τοῦ Σοφοκλῆ, εἶναι οἱ δυνάμεις πού εἶναι σύμφυτες μέ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου. Καί στίς δυό περιπτώσεις τόσο ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἀπλούστευσεις ἦταν δυνατές μόνο γιατί οἱ συγγραφεῖς αὐτοί ἔχοντας κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία τούς ἕνα περιορισμένο ἀλλά ἀναλογικά γεμάτο ἔνταση πεδίο ἐμπειρίας, μπόρεσαν νά ἀπομονώσουν τά πιό σταθερά καί παραμόνιμα χαρακτηριστικά του. Αὐτός ὁ ἴδιος λοιπόν ὁ περιορισμός τῆς προοπτικῆς τοῦ Θρυκυδίδη, ἐνῶ ἀπ’ τή μιά τόν ὠθοῦσε νά γένικεύει βασιζόμενος σέ ἀνεπαρκῆ στοιχεῖα, ἀπ’ τήν ἄλλη τοῦ ἔδινε τή δυνατότητα νά ὑπερβαίνει αὐτά τά στοιχεῖα, γιατί τόν ἔσπρωχνε νά ἀνακαλύψει τίς βαθύτερες, πιό οὐσιαστικές αἰτίες τους.
 
Ἡ ἀναφορά στήν ἑλληνική δραματική ποίηση πού κάναμε μόλις πρίν, μᾶς φέρνει σέ μιά τελευταία πλευρά τῆς κληρονομιᾶς τοῦ Θουκυδίδη, ἡ ὁποία εἴτε ὡς περιορισμός εἴτε ὡς πλεονέκτημα ὑπῆρξε ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τό ἔργο του. Ἄν διαβάσει κανείς διαδοχικά πρῶτα τήν περιγραφή τῆς ναυμαχίας τῆς Σαλαμίνας ἀπό τόν Ἡρόδοτο καί ὕστερα τίς ἀγγελικές ρήσεις μερικῶν τραγωδιῶν - γιά παράδειγμα τήν περιγραφή τῆς ναυμαχίας τῆς Σαλαμίνας στούς Π έ ρ σ ε ς  τοῦ Αἰσχύλου ἤ τίς περιγραφές μαχῶν στούς Ἡ ρ α κ λ ε ῖ δ ε ς, στις  Ἱ κ έ τ ι δ ε ς ἤ στίς Φ ο ί ν ι σ σ ε ς τοῦ Εὐριπίδη - φαίνεται ἀμέσως μέ ποιές ἀπ’ τίς δύο μοιάζουν περισσότερο οἱ περιγραφές τοῦ Θουκυδίδη. Ὁ Ἡρόδοτος χάνεται στίς λεπτομέρειες, δέν καταφέρνει νά ἐξισορροπήσει μεταξύ τους τά μέρη τῆς ἀφήγησής του καί δέν πετυχαίνει νά κρατήσει τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη ἤ νά τόν συναρπάσει. Τό ἀντίθετο ἰσχύει γιά τόν Αἰσχύλο πού ἡ περιγραφή του τῆς ναυμαχίας τῆς Σαλαμίνας ἔχει πράγματι πολλές καί χτυπητές ὁμοιότητες μέ τήν περιγραφή τῆς μεγάλης τελικῆς ναυμαχίας στό λιμάνι τῶν Συρακουσῶν ἀπό τό Θουκυδίδη[46]. Καί οἱ δύο παρακολουθοῦν τήν πορεία τῆς ναυμαχίας ἀπό τίς προτροπές στήν ἀρχή, στίς πρῶτες ἐπιτυχίες αὐτῶν πού τελικά νικήθηκαν, ὡς τήν ἀποκορύφωση τῆς ἀγωνίας γιά τή σύγκρουση καί τέλος ὡς τήν τροπή καί τή φυγή. Ἡ μορφή καί ἡ κίνηση τῶν δύο περιγραφῶν εἶναι παρόμοιες καθώς καί ὁ γενικός τόνος τους καί σέ ὁρισμένα σημεῖα ἀκόμη καί ἡ γλώσσα τους. Ὁ Θουκυδίδης διαφέρει ἀπό τόν Αἰσχύλο κυρίως ὡς πρός τίς ἀκριβέστερες λεπτομέρειες καί τή μεγαλύτερη ψυχολογική παρατηρητικότητα καί εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι καί ὁ Εὐριπίδης ἀποκλίνει ἀπό τόν προκάτοχό του στά ἴδια περίπου σημεῖα. Ἔτσι, ὅπως ὁ Θουκυδίδης, σημειώνει κι αὐτός τίς κραυγές, τό θόρυβο καί τις διακυμάνσεις τῆς μάχης[47]· δημιουργεῖ τήν ἐντύπωση πολλῶν ταυτόχρονων γεγονότων[48]· κι ἀκόμη παρατηρεῖ, ὁπως κάνει κι ὁ Θουκυδίδης στό ἀποκορύφωμα τοῦ ἀγώνα στίς Συρακοῦσες, τά ἐναλλασσόμενα. συναισθήματα τῶν θεατών[49].
 
Φαίνεται λοιπόν ἀναμφισβήτητο πώς ὅταν ὁ Θουκυδίδης κατπιάστηκε μέ τήν περιγραφή τῶν πολεμικῶν γεγονότων ἀσυνείδητα ἤ τό πιθανότερο συνειδητά ἀκολούθησε τήν τεχνοτροπία τῶν τραγικῶν μᾶλλον παρά τοῦ Ἡρόδοτου ἤ ὅποιου ἄλλου πεζογράφου. Κι οὔτε εἶναι παράξενο ποέ ἔκανε κάτι τέτοιο. Ὅπως εἴδαμε ὁ ἀντιθετικός πεζός λόγος, καθώς ἦταν ὁ πρῶτος συνειδητά ἔντεχνος πεζός λόγος, ἐλλείψει ἄλλου προτύπου ἀναπόφευκτα πῆρε τά περισσότερα. ἀπό τά ἐντυπωσιακά του στοιχεῖα ἀπό τήν ποίηση. Ἐπιπλέον αὐτή ἡ ὑφολογική συγγένεια ἀνάμεσα στό Θουκυδίδη καί τούς τραγικούς εἶναι ἕνα μέρος μόνο μίας ἀκόμη εὐρύτερης συγγένειας. Ἔτσι οἱ ζευγαρωτές δημηγορίες τοῦ Θουκυδίδη καί πολλά ἐπιχειρήματα τους βρίσκουν τά ἀντίστοιχά τους στόν Εὐριπίδη καί ἡ πυκνότητά του σέ σχέση μέ τόν Ἡρόδοτο εἶναι σχεδόν ἀκριβῶς ἡ ἴδια μέ τήν πυκνότητα τοῦ Σοφοκλῆ σέ σχέση μέ τόν Αἰσχύλο. Ἐξάλλου ὑπάρχει κάτι τό σίγουρα θεατρικό στήν ἀπότομη ἀντιπαράθεση σκηνῶν μέ ἐντελῶς ἀντίθετη σημασία, ὅπως ὁ Ἐπιτάφιος καί ὁ λοιμός, ὁ ἀλαζονικός Διάλογος τῶν Μηλίων καί ἡ συντριπτική ἥττα στίς Συρακοῦσες. Παρόμοια καί ὁ Σοφοκλῆς συχνά τοποθετεῖ μιά σκηνή χαρᾶς ἤ ἀνακούφισης πρίν ἀπό τήν τελική καταστροφή. Κι ἀκόμη ἡ μέθοδος τοῦ Θουκυδίδη νά τονίζει στούς ἄνδρες πού παρουσιάζει - ἀκόμη καί τούς πιό σημαντικούς ὅπως ὁ Περικλῆς - μόνο λίγα κύρια χαρακτηριστικά πού προβάλλουν μέ τή σειρά τούς τίς βασικές ἰδέες τοῦ ἔργου, εἶναι σχεδόν ἴδια μέ τή μέθοδο τοῦ Σοφοκλῆ. Ὅπως μαθαίνουμε ἐλάχιστα γιά τόν Περικλῆ ἐκτός ἀπό τήν ἀκεραιότητά του, τόν πατριωτισμό του, τήν ἱκανότητά του νά κυριαρχεῖ στό λαό καί πάνω ἀπ’ ὅλα τήν ὀρθή ἐκτίμησή του τῆς δύναμης τῆς Ἀθήνας - ἀρετές πού συνδέονχαι ἄμεσα, μέ τά βασικά διδάγματα τῆς Ἱστορίας - ἔτσι δέν ξέρουμε σχεδόν τίποτε γιά τήν Ἀντιγόνη ἐκτός ἀπό ὅτι ἔχει σχέση μέ τή σύγκρουση θείων καί ἀνθρώπινων νόμων ἡ γιά τόν Οἰδίποδα, ἐκτός ἀπ’ ὅ,τι δείχνει τή θανάσιμή του αὐτοπεποίθηση.. Σάν ἀποτέλεσμα αὐτοί οἱ ἥρωες συγχωνεύονται, θά λέγαμε, μέ τά ὑψηλότερα νοήματα τῶν ἔργων μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά γίνονται σύμβολα σχεδόν τῶν νοημάτων αὐτῶν. Κι αὐτό δέν ἰσχύει λιγότερο γιά τόν Περικλῆ καί τόν Κλέωνα, τό Νικία καί τόν Ἀλκιβιάδη, ἀπ’ ὅσο ἰσχύει γιά τήν Ἀντιγόνη ἤ τόν Οἰδίποδα. Κι αὐτό σίγουρα δείχνει ἐκεῖνο πού εἴπαμε προηγουμένως γιά τήν ἱκανότητα τῶν μεγαλύτερων Ἑλλήνων συγγραφέων νά ἀπομονώνουν τά σταθερά στοιχεῖα τῆς ἐμπειρίας. Ἀλλά τό γεγονός ὅτι ὁ Θουκυδίδης καί οἱ τραγικοί ἔχουν ἀπό κοινοῦ αὐτην τήν ἱκανότητα, εἶναι ἡ σημαντικότερη ἔνδειξη γιά τή συγγένειά τους.
 
Τό σχεδόν καθολικό αἴσθημα ὅτι ὑπάρχει ἔντονο τό στοιχεῖο τῆς τραγωδίας στήν Ἱστορία εἶναι λοιπόν σωστό. Στό κάτω κάτω κανένα ἀθηναϊκό σύγγραμμα τόν καιρό τοῦ Θουκυδίδη καί γιά τέτοιο θέμα δέ θά μποροῦσε νά μήν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τό λαμπρό λογοχεχνικό εἶδος πού ἦταν ἀποκλειστική ἀνακάλυψη τῆς Ἀθήνας καί τό πιό χαρακχηριστικό μέσο ἔκφρασής της. Ἀπ' τήν ἄλλη μεριά θά ἦταν λάθος νά ὑπερχονίσουμε, ὅπως ἔκαναν μερικοί[50], αὐτό τό χραγικό σχοιχεῖο τῆς Ἱστορίας καί ἰδίως νά τό θεωρήσουμε ὡς κλειδί ὄχι ἁπλῶς γιά τή μέθοδο καί τό πνεῦμα τῆς Ἱ σ τ ο ρ ί α ς ἀλλά ἀκόμη καί γιά τό νόημα της. Εἰδικότερα θά ἦταν λάθος νά πιστεύουμε ὅτι, ὅταν ὁ Θουκυδίδης παρουσιάζει τούς Ἀθηναίους νά ὁδηγοῦνται ἀπό σφάλμα στήν ὑπέρμετρη αὐτοπεποίθηση καί στήν τελική καταστροφή, προβάλλει ἁπλῶς τή γνωστή ἀπό τήν τραγωδία παλιά διαδικασία τῆς θεϊκῆς ἀνταπόδοσης, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ὕ β ρ ι ς, δηλαδή ἡ ἀλαζονική συμπεριφορά, ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου καταλήγει σχήν ἅ τ η ν, τήν καταστροφή. Γιατί ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκει ἐφαρμογή τό συμπέρασμα πού βγάλαμε προηγουμένως, ὅτι δηλαδή οἱ εὐρύτερες κοινωνικές δυνάμεις πού εἶδε ὁ Θουκυδίδης νά ἐκδηλώνονται στήν ἐποχή του καί πίστεψε ὅτι θά ἐπαναλαμβάνονταν στό μέλλον, παίρνουν στήν Ἱστορία τή θέση πού ἔχουν οἱ θεοί στήν τραγωδία. Ἔτσι τό δράμα τῆς Ἱστορίας ἐκτυλίσσεται μέ φόντο αὐτές τίς κατανοητές γι’ αὐτόν δυνάμεις παρά μέ φόντο τούς ἀνεξιχνίαστους θεούς. ΙΙαρά τά σκοτεινά του χρώματα εἶναι ἕνα δράμα πού βασίζεται στήν πίστη στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις κι ὄχι στήν ἀμφισβήτησή τους. Ὁπωσδήποτε εἶναι ἕνα δράμα πού παίζεται σέ καθαρά ἐγκόσμιο ἐπίπεδο, ἀφοῦ οἱ εὐρύτερες δυνάμεις πού ἐπιδροῦν στόν ἄνθρωπο εἶναι τουλάχιστον μέρος τοΰ κόσμου του καί ὡς ἕνα βαθμό μπορεῖ νά τίς ἐλέγξει. Κατά συνέπεια, παρ’ ὅλο πού ὁ Θουκυδίδης χρησιμοποιεῖ τά μέσα τῆς τραγωδίας γιά νά φέρει στό φῶς τήν ἀλληλεπίδραση ἀνάμεσα στίς δυνάμεις αὐτές καί στούς ἀνθρώπους πού τίς ὑλοποιοῦν καί παρ’ ὅλο πού τό σχέδιο πού ἐκθέτει εἶναι ἕνα σχέδιο τυφλότητας πού καταλήγει στήν καταστροφή, ὡστόσο ἡ ὕλη αὐτοῦ τοῦ σχεδίου εἶναι ἡ ὕλη τῆς ἱστορίας, ὄχι τοΰ δράματος. Ὁ Ἀριστοτέλης στήν Π ο ι η τ ι κ ή[51] χαρακτήρισε τήν τραγωδία φιλοσοφικότερη ἀπό τήν ἱστορία, ἐπειδή κατά τή γνώμη του ἡ τραγωδία ἦταν ἱκανή νά ἀποκαλύψει τίς βαθύτερες σχέσεις ποῦ ἐπιδροῦν στήν ἀνθρώπινη ζωή, ἐνῶ ἡ ἱστορία δέν ἦταν. Ἀλλά στήν κρίση του αὐτή, ὅπως καί σέ πολλά ἄλλα. ὁ Ἀριστοτέλης δέ λαμβάνει ὑπόψη του τό Θουκυδίδη. Γιατί αὐτός ὅπως ὅποιοσδήποτε τραγικός ποιητής ἤ καλύτερα ὅπως κάθε Ἕλληνας συγγραφέας διέθετε τή μεγαλύτερη ἑλληνική ἱκανότητα, τήν ἱκανότητα νά παρατηρεῖ ὅσα συνέβαιναν στή ζωή μέ ἄφοβη εἰλικρίνεια ἀλλά ταυτόχρονα, χωρίς νά παραποιεῖ αὐτά πού συμβαίνουν, νά τά ἀνάγει στούς γενικούς καί ἔτσι σταθερούς τους τύπους. Τό ὅτι πέτυχε αὐτόν τόν ἄθλο τόσο τῆς καταγραφῆς ὅσο καί τῆς ἁπλούστευσης σ’ ἕνα ἐπίπεδο ἀπόλυτης ἀλήθειας καί σέ μία ἐποχή ὅπου τά βασικά πολιτικά ἰδεώδη τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου διακυβεύονταν, εἶναι ὁ μνημειώδης θρίαμβος τοῦ Θουκυδίδη.
  


[1]  ΙΙ 22. 4.
[2] A. Grosskinsky, «Das Progranun des Thukydides», Neue Deutsche Forschungen, A b t. Klass. P h i I I o g i e, Berlin, 1936. Βλ. καί κρίσεις ἀπό τούς J.E. Powell, Glass. R e v. 50 (1936), σέλ. 174 καί A.R.W. Harrison, στό ἴδιο 51 (1937), σέλ. 6-7. 
[3] 3. I 22. 4. 
[4] Ι 22. 4. Τό σημεῖο αὐτό ἀναλύεται, ἀπό τόν Grosskilisky στή μονογραφία πού σημειώσαμε παραπάνω, καθώς καί ἀπό τόν Η. Patzor, «Das Problem des Geschichtsschroiimug des Thukydides und die thukydideische Frage», X e u e Deutsche Forschungen, A b I. Klass. Pliilologie, Berlin, 1937.
[5] I 22. 1. 
[6] Στό τρίτο κεφάλαιο. 
[7] 7. 1 22. 1 
[8] Ἀντίστοιχα, I 1-19, 89-118, καί 23. 
[9] Ἀντίστοιχα, II 47-54, 65, καί III 82-83. 
[10] I 70, 118. 2, 132. 5, IV 55. 2, V 63. 2, 88. 10, VIII 96.5. 
[11] I 121. 4, IV 85. 2, V 14. 3, VII 28.3, V ΙΙ 24. 5. 
[12] II 85.2, III 16.2, IV 12.3, 40.1, 55.3, 108.4, V 14.3, Ἱ 31.1, VII 55.1. 
[13] I 144.1, II 65.7, TV 17.4, 21.2, 41.4, 92.2, V 97, V Ι 18.3, 24.3-4, 31.6, VI7 75.2 καί 7. 
[14] Ἕνα θέμα ποῦ δηλώνεται στίς πρῶτες γραμμές τοῦ ἔργου, ἐπιβε- βαιώνεται στήν Ἀρχαιολογία καί κορυφώνεται στά βιβλία τῶν Σικελικῶν (VΙ - VII). 
[15] I 23.6, 88. 
[16] Σχολιάζοντας τό II 65 στό 5ο κεφάλαιο. 
[17] I 23. 6. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ διαπραγμάτευση τῆς ἰδέας τῆς ἀναγκαστικῆς ποφόρμησης ἀπό τόν W. W Jeager στό ἔργο του Π α ι δ ε ί α, α’ τόμ., σέλ. 426-434 τῆς ἑλλην. μετάφρασης. 
[18] I 75. 3. 
[19] II 63. 2. 
[20] III 82. 2. 
[21] I 138. 3. 
[22] II 60. 5, 65. 5, VIII 68. 1. 
[23] II 65. 13. 
[24] Πολιτεία X, 617e. Ἠθικά Νικομάχεια III 1-5. 
[25] Βλ. ἰδίως VI 33-41. 
[26] Ἀντίστοιχα, III 54, V 104-105, VII 77. 3-4. 
[27] V 26. 
[28] II 8. 2, 17. 2, 54. 
[29] VII 50. 4. 
[30] V 70. 1, VII 79. 3. 
[31] Ἐκτος ἀπό τήν περιγραφή τοῦ λοιμοῦ, βλ. VII 47. 2, 79. 3, 87. 2 καί γιά τήν ἔκλειψη τό VII 50. 4 φωτίζεται μέ τό II 28. 
[32] I 23. 
[33] I 118. 3, 121. 3, 143. 1. 
[34] I 127. 1. 
[35] Σύγκρινε ΙΙ 74. 2 καί III 68. 4. Βλ. ἐπίσης III 52.2. 
[36] VII 18. 2. 
[37] V 105. 4. 
[38] II 53. 4, III 82. 6, VII 86. 5. 
[39] Ὅπως ἔκανε ὁ F.M. Cornford στό ἔργο του Thucydides Mylhistoricus, σέλ. 82-109. Ἡ παρατήρηση γιά τήν ἄφιξη τῶν Μεσσηνίων στήν Πύλο, ο ἱ ἔ  τ υ χ ο ν  π α ρ α γ ε ν ό μ ε ν ο ι (IV 9.1) δέν πρέπει, ἐξάλλου, νά θεωρηθεῖ ὅτι σημαίνει ὅτι ἔφτασαν κατά τύχη, ἀλλά ὅτι εἶχαν φτάσει τότε μόλις. Βλ. Classen-Steup, ad loc., καί παράλληλα χωρία ὅπως II 9ο. 3, III 105. 3, VΙ1Ι 17. 3.
[40] Ἀπόσπ. I (Diehl). 
[41] Τά περισσότερα ἀπό τά σημαντικότερα πρόσωπα πού ἐμφανίζονται στό ἔργο τοῦ ἔχουν τήν ἱκανότητα νά βλέπουν τήν ἀνάγκη νά ἀντιμετωπιστοῦν οἱ καινούργιες περιστάσεις μέ γρήγορη καί ἀποφασιστική δράση: γιά παράδειγμα ὁ Περικλῆς (I 143.5), ὁ Ἑρμοκράτης (Ι 34), ὁ Δημοσθένης καί στήν Πύλο καί στίς Συρακοῦσες (VII 42. 3-5) καί ὁ Βρασίδας (ἰδίως IV 81. 1). Βλ. ἐπίσης τό μοναδικό μικρό λόγο τοῦ Τευτίαπλου τοϋ Ἠλείου (III 30). 
[42] I 70, II 41. 4. 
[43] Α.Ε. Zimmern, Solon a 11 d C roes 11 s, Oxford, l928, σέλ. 81-104. 
[44] Βλ. F.M. Cornford, T hucydides M y t h i s t o r i c u s, σελ. 1-70 καί. G.B. Grundy, Thucydides itnd the History of his Age, σέλ. 315-332. 
[45] Ἀπό τόν F.M. Cornford, ο.π. 
[46] VII 71. Πέρσες 3 01-432. Σύγκρινε ἐπίσης VII 69. 2 καί Π έ ρ σ ε ς 403-405. 
[47] Ἡρακλεῖδες 839-840, Ἱ κ έ τ ι δ ε ς 702, 711-7 I 2, Φ ο ί ν ι σ σ ε ς 1145. 
[48] Ἱ κ έ τ ι δ ε ς 683-693. 
[49] Ἱ κ έ τ ι δ ε ς 719-720, Φοίνισσες 1388-1389. 
[50] Cornford , .π., σέλ. 129 - 152. 
[51] 1451b 6,