Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

ΕΤΣΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟ ΦΩΣ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε όταν μιλάμε για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία – ή για την αρχαία Ελλάδα γενικά – είναι ότι η φιλοσοφία αυτή δεν αναδύεται μέσα από κάποιο ξέφωτο του Είναι, αλλά έρχεται στο φως ως συνεχής πάλη εναντίον αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε εφιάλτη, τον εφιάλτη του μη-είναι, της γένεσης και της φθοράς, και γενικότερα της ασυναρτησίας του είναι. Η πάλη αυτή παραπέμπει τελικά σε τρεις αντιθέσεις: μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι – πράγμα για το οποίο θα μιλήσουμε εκτενώς σήμερα, και αναμφίβολα την προσεχή φορά -, μεταξύ της γνώμης και της αλήθειας, μεταξύ της φύσεως και του νόμου, αντιθέσεις που δεν πρέπει άλλωστε να διαχωρίζονται διότι, στην περίπτωση αυτή, οι δύο πρώτες γίνονται κοινότοπες. Αν και η τρίτη αντίθεση μεταξύ φύσεως και νόμου διατυπώνεται ρητά λίγο αργότερα, περί τα μέσα του 5ου αιώνα, βρίσκουμε τα πρώτα ίχνη της πολύ νωρίτερα και, υπό μία έννοια, ήδη στον Ησίοδο.

     Μιλήσαμε για τον Αναξίμανδρο και είδαμε ότι το απόσπασμα που αναλύσαμε έχει νόημα μόνο όταν συνδέσουμε το είναι των όντων ή την ύπαρξή τους με το είναι ως ουσία. Και εάν συνδέσουμε επίσης την ύπαρξη αυτή μ’ έναν οικουμενικό, απρόσωπο νόμο, το χρεών του Αναξίμανδρου, που αποτελεί κανόνα διαρκούς γένεσης και καταστροφής – χρεών το οποίο στο εν λόγω απόσπασμα αντιστοιχεί σε μια ἀδικίαν, σε μια ὕβριν, την οποία είμαστε τελικά υποχρεωμένοι να ταυτίσουμε με το ίδιο το γεγονός της ύπαρξης. Υποχρεωμένοι διότι ο Αναξίμανδρος δεν κάνει λόγο για ορισμένα όντα ιδιαιτέρως άδικα ή με οποιονδήποτε τρόπο κακοποιά. Δεν λέει π.χ. τα. όντα που θα ήθελαν να παρατείνουν την ύπαρξή τους πέ­ραν του χρόνου που τους αναλογεί οφείλουν να πληρώσουν το τίμημα αυτής της υπέρμετρης φιλοδοξίας. Μιλάει απολύτως οικουμενικά: όλα τα όντα (τοῖς οὖσι στη δοτική πληθυντικού). Βεβαίως, μπορούμε να δούμε επίσης στη θέση αυτή μια πρώτη διατύπωση μιας πρότασης που αναφέρεται στο σύνολο των όντων για να το ορίσει λέγοντας ότι: χαρακτηρίζεται από τη γένεσιν και τη φθοράν και υπόκειται στο χρεών. Σας έλεγα ακόμα ότι ήδη με το απόσπασμα αυτό εμφανίζεται υπόρρητα ό, τι μπορούμε να αποκαλέσουμε απόσταση, απόσχιση, ρήξη που δημιουργείται συνέχω; στην καρδιά του φιλοσοφικού διαλογισμού, αυτή η έσχατη δυαδικότητα που ούτε να την παρακάμψει μπορεί κανείς ούτε να την ξεπεράσει, ό, τι κι αν κάνει. Από τη μια μεριά, υπάρχει το ἐστί, τα όντα. και τα όντα αυτά μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε, να τους προσδώσουμε κατηγορήματα, να προσπαθήσουμε ακόμα και να ορίσουμε την ουσία τους, με την τρίτη έννοια του ρήματος εἰμί, όπως λέγαμε την περασμένη φορά. Υπάρχει όμως αυτό σύμφωνα με το οποίο ορίζεται το ον, κατά το χρεών, δηλαδή ο νόμος, που δεν αποτελεί πλέον χαρακτηρισμό των όντων καθαυτών, αλλά κανονικότητα, γενικό κανόνα, αναγκαιότητα στην οποία τα πάντα οφείλουν υπακοή, όποιος κι αν είναι ο ιδιαίτερος χαρακτηρισμός τους – αυτό είναι το χρεών. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια διπολικότητα, μια αναπόφευκτη δυαδικότητα μεταξύ του όντος και της αρχής ή του νόμου που διέπει. το ον.

     Έρχομαι τώρα στη συζήτηση των τριών αντιθέσεων – που, όπως θα δούμε εξάλλου, δεν πρόκειται περί πραγματικών αντιθέσεων: είναι/φαίνεσθαι, αλήθεια/γνώμη, φύσις/νόμος. Δεν πρόκειται για πραγματικές αντιθέσεις διότι, ακόμα και σ’ αυτή την αρχική φάση η σκέψη εκτυλίσσεται διατυπώνοντας έντονα αυτούς τους ανταγωνισμούς – και αυτό ακριβώς της επιτρέπει να διακριθεί. να υπερβεί τις κοινωνικά θεσμισμένες σημασίες -, δεν υφίσταται ποτέ απόλυτη ρήξη μεταξύ των δύο όρων. Σε αυτό άλλωστε οφείλεται εν μέρει το βάθος του προβλήματος, διότι αν υπήρχε αντίθεση μεταξύ π.χ. είναι και φαίνεσθαι το είναι δεν θα ήταν τίποτα αν δεν φαινόταν, και το φαίνεσθαι δεν θα μπορούσε να είναι καθαρό φαίνεσθαι, διότι υπάρχει το είναι του φαίνεσθαι. (Προτρέχω εδώ σε ζητήματα που θα συζητήσουμε στη συνέχεια). Ωστόσο, όλα αυτά υπάρχουν υπόρρητα στα ερωτήματα και στις απαντήσεις – απαντήσεις που προηγούνται ενίοτε τον ερωτημάτων – στις ίδιες τις απορίες που εμφανίστηκαν πολύ νωρίς, ήδη από τον 6ο αιώνα, στη σκέψη των πρώτων φιλοσό- φων. Τα ίδια ισχύουν άλλωστε και για την αντίθεση μεταξύ ἀληθείας και δόξης. Εν πάση περιπτώσει – σε ό, τι αφορά εμάς τουλάχιστον – η ἀλήθεια δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί παρά μόνο στο πλαίσιο μιας ανθρώπινης δόξης (γνώμης). Αν η δόξα είναι αυτό που καταρχήν αντιτίθεται στην ἀλήθειαν, ούτως ή άλλως η δόξα αυτή δεν μπορεί να στερείται παντελώς ἀληθείας. Και θα μπορούσαμε να πούμε κάτι ανάλογο επίσης για τη φύσιν και το νόμον. Αν και η διαλεκτική, μπορώ να πω, παρουσιάζεται με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Με άλλα λόγια, τόσο η σχέση όσο και η αντίθεση των δύο όρων είναι εξίσου βαθιές, και αναμφισβήτητα η πιο κατάλληλη λέξη είναι πολικότητα, διότι οι δύο αυτοί πόλοι, είναι συγχρόνως αντίθετοι και αναπόσπαστοι.

Πριν όμως προχωρήσουμε παραπέρα, επιτρέψτε μου μια μεγάλη σχετικά παρέκβαση -που ίσως δεν είναι εντελώς παρέκβαση – σχετικά με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αποδέσμευση και επεξεργασία της συνολιστικής – ταυτιστικής λογικής στην ελληνική φιλοσοφία. Ας πάρουμε, σχεδόν τυχαία, ένα απόσπασμα του Ηρακλείτου, που όπως γνωρίζετε σίγουρα πρόκειται για φιλόσοφο ο οποίος έζησε μεταξύ του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. Η ακμή – η στιγμή της ω­ριμότητάς του, συμβατικά, όταν ήταν 40 χρονών – τοποθετείται γύρω στο 505. Πρόκειται δηλαδή για σύγχρονο του Πινδάρου, του Κλεισθένη και των μεταρρυθμίσεων που εγκαθίδρυσαν την αθηναϊκή δημοκρατία. Έρχεται μετά τον Ξενοφάνη και λίγο πριν από τον Παρμενίδη. Αν πάρουμε λοιπόν στην τύχη κάποιο απόσπασμα του Ηρακλείτου, θα συναντήσουμε προτάσεις όπου το ίδιο πράγμα εμφανίζεται να έχει αντίθετες ιδιότητες. Ιδιότητες αντίθετες με απόλυτους όρους ή σε σχέση με κάτι ή με κάποιον. Πράγμα που μπορεί να φανεί μερικές φορές (σε μας) φοβερά κοινότοπο. Οι νεότεροι (παρέκβαση στην παρέκβαση) πέφτουν τότε σε μαύρη απελπισία – και τούτο είτε έχουν να κάνουν με τον Ηράκλειτο είτε με οποιονδήποτε άλλο Προσωκρατικό, ειδικά όμως όταν πρόκειται για τον Ηράκλειτο – διότι αποδίδονται σε αυτόν εκθαμβωτικά πράγματι αποσπάσματα, ασύλληπτου βάθους, σαν αστραπές μέσα στο πολικό σκοτάδι ή σαν να παρακολουθούμε τη συμπύκνωση κάποιου γαλαξία, σαν αστέρια που ξαφνικά αναφλέγονται μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Κοντολογίς, είναι δύσκολο να θεωρήσουμε τον Ηράκλειτο έναν ανόητο που λέει ότι ο καλός καιρός είναι προτιμότερος από τη βροχή. Ωστόσο. συναντάμε αποσπάσματά του που, για τους ίδιους αυτούς νεότερους, εκ πρώτης όψεως εκφράζουν κοινοτοπίες. Δεν είναι δυνατό να είπε ο Ηράκλειτος τέτοιο πράγμα! Πρέπει λοιπόν να είπε κάτι άλλο. Αρχίζει τότε μια μακρά διαδικασία ξεψαχνίσματος του κειμένου, διόρθωσης ή εντελώς περίεργης ή αδόκιμης ερμηνείας του τάδε ή του δείνα όρου, προκειμένου να εξαχθούν εντυπωσιακότερες και αναπάντεχες ερμηνείες. Ο Ηράκλειτος λέει π.χ., σε ένα απόσπασμα στο οποίο θα επανέλθω. απλώς ότι η θάλασσα αποτελεί πηγή ζωής για τα ψάρια, ενώ είναι μοιραία για τον άνθρωπο[1]. Πράγμα αναμφισβήτητο και παγκοίνως γνωστό από τον πρώτο άνθρωπο που πνίγηκε στη θάλασσα εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Έχουμε άραγε ανάγκη το φιλόσοφο Ηράκλειτο για να το μάθουμε, όπως και άλλα πράγματα της ίδιας τάξεως στα οποία αναφέρονται. πράγματι πολλά αποσπάσματα;

Τι κρύβεται λοιπόν πίσω από αυτού του είδους τις προτάσεις; Αυτό που οι νεότεροι τείνουν να ξεχάσουν είναι ότι οι ίδιοι βρίσκονται στην κορυφή μιας τεράστιας πυραμίδας της οποίας η ανοικοδόμηση διήρκεσε 25 αιώνες, μακρά περίοδος επεξεργασίας της συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής, δηλαδή της λογικής του διαχωρισμού, της διάκρισης, της απόδοσης. Πράγματι, βρίσκουμε στους έλληνες φιλοσόφους, ευθύς εξαρχής, τις πρώτες διατυπώσεις των αρχών της συνολιστικής – ταυτιστικής λογικής και συγχρόνως την εξήγησή τους. την επεξεργασία και την εμβάθυνσή τους. Είναι π.χ. φανερό, πως συντελέστηκε ένα τεράστιο έργο, προκειμένου να ξεκαθαριστεί και να διατυπωθεί η εξής εντελώς ουσιώδης ιδέα: καμία ιδιότητα δεν ισχύει απολύτως. ἁπλῶς όπως θα πει ο Αριστοτέλης και όπως λέγεται πριν από αυτόν. Όλες οι ιδιότητες και όλα τα κατηγορήματα, όλες οι προτάσεις ισχύουν μόνο σε σχέση με, ὡς πρός τί. Ένα «ως προς» το οποίο μπορεί να παραπέμπει σε πλευρές του πράγματος, σε σχέσεις μέσα στις οποίες εμπλέκεται, σε σχέσεις μ’ εκείνον που το παρατηρεί κ.λπ. Τούτο δεν είναι καθόλου αυτονόητο, αν και μπορεί να φανεί αυτονόητο στις τρέχουσες υποθέσεις. Απόδειξη ότι, ακόμα και σήμερα, εν έτει 1983. και συνεχούς, άτομα – από τα πιο απλοϊκά μέχρι τα πιο εξεζητημένα – παραλογίζονται πλήρως διότι ξεχνούν το ὡς πρός, ξεχνούν σε σχέση με τι η τάδε πρόταση είναι ορθή, όπως επίσης ξεχνούν τις συνθήκες ισχύος της. Αν δεν τα ξεχνούσαν, δεν θα υπήρχαν τέτοια λογικά λάθη σε όσα λένε. Ωστόσο, πολύ συχνά – και καθόλου δεν υπερβάλλω – αυτά που λένε συνιστούν ακολουθία λογικών σφαλμάτων. Μπορείτε να ψάξετε όσο θέλετε, δεν θα βρείτε τίποτ’ άλλο. Και δεν μιλώ για συζητήσεις καφενείου, μιλώ για ανθρώπους που καταρχάς σκέφτονται και εν συνε­χεία συγγράφουν και δημοσιεύουν.

Από τους πρώτους λοιπόν φιλοσόφους έρχεται στο φως μια τεράστια προσπάθεια να δείξουν ότι οι προτάσεις – ή οι ιδιότητες, διότι εντέλει είναι το ίδιο. μια πρόταση είναι πάντα απόδοση κατηγορήματος, συσχετισμός – είναι πάντα ώς πρός τί, αυτή δε η προσπάθεια αρχίζει τουλάχιστον από τον Ηράκλειτο και καταλήγει στον Αριστοτέλη. Η συνολιστι- κή – ταυτιστική λογική είναι παρούσα. Είναι αλήθεια ότι δεν εμφανίζεται εντελώς ρητά, πλην όμως δεν είναι απλώς παρούσα. με την έννοια που μπορούμε να πούμε ότι είναι παρούσα μόλις υπάρξει ανθρώπινη ομιλία. Ή πάλι, σ’ ένα άλλο επίπεδο, με την έννοια ότι μια εμμενής λογική είναι παρούσα – πράγμα εμφανές – στη τάδε συμπεριφορά του σκύλου. Ερώτημα: γιατί χρειάστηκε να περάσουν δεκάδες χιλιάδες χρόνια προκειμένου να υπάρξει ρητή επεξεργασία των προαπαιτούμενων της συνολιστικής – ταυτιστικής λογικής, αυτής της διάστασης κάθε λόγου; Είναι ένα πρώτο πρόβλημα, το οποίο περιορίζομαι απλώς να θέσω εδώ και για το οποίο δεν υπάρχει απλή απάντηση. Σχετίζεται με το σύνολο των ζητημάτων που εξετάζουμε, καθώς και με τη δημιουργία της φιλοσοφίας στην Ελλάδα. Δεύτερο σημαντικό σημείο, η φιλοσοφία αυτή είχε να επιτελέσει συγχρόνως, από την αρχή και μέχρι τους Στωικούς τον 4ο αιώνα, ίσως και αργότερα, ένα διπλό έργο: τη θεμελίωση, εξήγηση και διαύγαση αφενός της συνολιστικής – ταυτιστικής λογικής καθαυτής και αφετέρου την εισαγωγή μιας σκέψης που προχωρά πολύ πιο μακριά από τη λογική αυτή, από τη σκέψη καθαυτή, αν θέλετε. Πράγμα που επηρέασε βαθύτατα τη συγκρότησή της, τον τύπο της οντολογίας που επεξεργάστηκε κατά το μεγαλύτερο διάστημα και επομένως τη μετέπειτα φιλοσοφία επίσης. Μπορούμε να το δούμε ήδη στον Παρμενίδη, του οποίου η οντολογία ως επί το πλείστον – ό, τι και να λένε οι νεότεροι, ο Heidegger κ.λπ. – ισοδυναμεί τελικά με επεξεργασία της αρχής της ταυτότητας. Το ον υπάρχει, το μη-ον δεν υπάρχει. Δεν πρέπει να πούμε ότι το ον δεν υπάρχει ή ότι το μη-ον υπάρχει. Παρά ταύτα. λέγεται. Το μη-ον υπάρχει τόσο όσο χρειάζεται για να μπορέσουμε να πούμε ότι δεν υπάρχει, έστω κι αν υπάρχει μόνο σαν φαντασία μέσα στο λόγο – εκεί τουλάχιστον εμφανίζεται αναμφίβολα. Ας επανέλθουμε όμως στο ζήτημα που μας απασχολεί. Ήδη λοιπόν από τον Παρμενίδη υφίσταται η ανάγκη επεξεργασίας της ταυτιστικής λογικής, αποτελεί δε ασφαλώς θεμελιώδη συν-καθορισμό της οντολογίας. Αυτό παραμένει αληθές και για τον Πλάτωνα φυσικά, μέχρι τη στιγμή που αμφισβητεί, κατά την τελευταία συγγραφική του περίοδο (στον Παρμενίδη, στον Σοφιστή κ.λπ.). τη δυνατότητα της απλής συνολιστικής – ταυτιστικής λογικής να συλλάβει πράγματι αυτό που είναι. Και καταλήγει να δεχτεί πως πρέπει να σκοτώσει τον Παρμενίδη – πατροκτονία – και να πει, κατά κάποιον τρόπο, ότι το μη-ον υπάρχει και το ον δεν υπάρχει. Ας προσθέσουμε ότι στον Αριστοτέλη γίνεται καθαρά η διάκριση μεταξύ συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής και στοχασμού τόσο για μας όσο και για το αντικείμενο της σκέψης. Σ’ ένα πασίγνωστο χωρίο από τα Ηθικά Νικομάχεια διακρίνει σαφέστατα το λόγον από το στοιχείο που αποκαλεί νοῦν[2]. Ο λόγος λειτουργεί με αποδείξεις, με μια επιχειρηματολογία πάνω στα πράγματα, που εισάγει συνεχώς άλλους όρους. Οι πρώτοι και οι έσχατοι όμως όροι δεν επιδέχονται απόδειξη – ξεφεύγουν από τη συνολιστική – ταυτιστική λογική. Αποδείξεις μπορούν να δοθούν μόνο για τους ενδιάμεσους όρους. Μόνο ο νοῦς, η σκέψη, μπορεί να έχει πρόσβαση αφενός μεν στις αρχές που δεν είναι δυνατό να αποδειχθούν και να φθάσει στην ίδια την οὐσίαν των πραγμάτων. και αφετέρου στα συγκεκριμένα και αισθητά δεδομένα[3]. Ούτε και αυτά επιδέχονται απόδειξη: κάθε λογική συνομιλία προϋποθέτει τη δυνατότητα συμφωνίας τουλάχιστον ως προς μία άποψη αυτού περί του οποίου γίνεται λόγος, και δεν μπορείτε ποτέ να αναγκάσετε ένα σοφιστή να δεχθεί ότι ένα άσπρο τραπέζι είναι πράγματι άσπρο (ή κάτι αντίστοιχο σε άλλες περιπτώσεις), αν ο ίδιος επιμένει πως είναι μαύρο και δεν υποχωρεί. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ήδη τη διάκριση μεταξύ συνολιστικής – ταυτιστικης λογικής και σκέψης: για μας τους ανθρώπους, με τη διάκριση μεταξύ λόγου χολ νοῦ, για τα πράγματα επίσης, με τη διάκριση μεταξύ οὐσίας και κατηγορημάτων του πράγματος. Δεν θέλω να υπεισέλθω στο πρόβλημα αυτό γιατί θα μας πήγαινε πολύ μακριά, ειρήσθω όμως εν παρόδω ότι στο βασικό του έργο, το Μετά τα Φυσικά, δεν ξεφεύγει από το ταυτιστικό σχήμα, τουλάχιστον με το να απαλείφει όλα όσα είναι ή του φαίνονται αντιφατικά ή που. εν πάση περιπτώσει, δεν ικανοποιούν την αρχή της ταυτότητας. Ο Αριστοτέλης δεν έχει, σαν άλλους, την αυταπάτη ότι τα πάντα είναι δυνατό να απορρέουν από μια συνολιστική-ταυτιστική αρχή όπως η αρχή της ταυτότητας, παρά ταύτα θεωρεί ότι τα πάντα οφείλουν τουλάχιστον να συνάδουν με την αρχή αυτή. Δεν πρέπει συνεπώς να ξεχνάμε, όταν μιλάμε για την ελληνική φιλοσοφία, το βάρος της επεξεργασίας της συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής. Ούτε, άλλωστε, όταν μιλάμε γενικότερα για τη φιλοσοφία, τουλάχιστον μέχρι τον γερμανικό ιδεαλισμό, συμπεριλαμβανομένου και του Hegel.

Έρχομαι τώρα σ’ ένα άλλο σημείο: την έρευνα που άρχισε ήδη από τον Θαλή – στο βαθμό που όσα λένε γι’ αυτόν οι δοξογράφοι είναι αξιόπιστα – και συνεχίστηκε από τον Αναξίμανδρο, τον Αναξιμένη κ.λπ., έρευνα αυτού που είναι πράγματι ἀρχή (ο όρος είναι μάλλον μεταγενέστερος), δηλαδή καταγωγή, κανόνας ή στοιχεῖον. Θα μπορούσαμε να πούμε αρχικά ότι αυτό που ψάχνουν οι φιλόσοφοι – σύμφωνα τουλάχιστον με τη διατύπωση της σκέψης τους από τους δοξογράφους, διότι για τους Μιλήσιους π.χ. δεν έχουμε σχεδόν καθόλου αποσπάσματα- είναι, εκφρασμένο σε σύγχρονη γλώσσα, ένα σύνολο ή ένα ελάχιστο γενεσιουργό στοιχείο που θα μπορούσε να περιγράψει το μέγιστο πασατηρήσιμο σύνολο. Η αναζήτηση της ἀρχῆς είναι αυτό ακριβώς – τίθεται έτσι το ζήτημα: να βρεθεί το ελάχιστο στοιχείο που μπορεί να λάβει υπόψη του τον μέγιστο αριθμό παρατηρήσιμων στοιχείων. Πρόκειται για το ίδιο το πνεύμα όλης της ελληνοδυτικής επιστήμης, μέχρι τις μέρες μας. Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία, που μας κάνουν vet πιστεύουμε ότι δεν έχουμε εδώ απλώς να κάνουμε με την πρώτη εμφάνιση του πνεύματος ή, αν προτιμάτε. του φαντασιακού των φυσικών επιστημών. Διότι η ιδέα της ἀρχῆς παραπέμπει – πέρα από το γενεσιουργό στοιχείο που βρίσκεται μέσα στην αλυσίδα αίτιου-αιτιατού – σε μια δρώσα γενεσιουργό αρχή. Το ζητούμενο είναι μια πηγή, η αρχή ή το θεμέλιο όχι πλέον των διαδοχικών όρων της σειράς αλλά πηγή και αρχή της ίδιας της σειράς ως τέτοιας. Πράγμα που φαίνεται σαφώς στη φράση του Σιμπλίκιου στην οποία βρίσκεται το απόσπασμα που αναλύσαμε την προηγούμενη φορά: η αρχή που αναζητά ο Αναξίμανδρος δεν είναι ούτε το νερό ούτε κάποιο άλλο από τα υπόλοιπα στοιχεία’ είναι άλλης, ακαθόριστης φύσεως. Πρόκειται λοιπόν για την αναζήτηση κάποιου πράγματος το οποίο, ευρισκόμενο εκτός όλων των δεδομένων όρων της σειράς και εκτός της ίδιας της σειράς, αποτελεί συνθήκη της σειράς, και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να είναι άμεσα δεδομένο και είναι, επομένως, εξ ορισμού μη αναπαραστάσιμο.

Είδαμε ήδη ότι αυτό συνεπάγεται ρήξη με τη μυθική σκέψη. Ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε μυθολογικής ερμηνείας του κόσμου είτε πρόκειται για τις ελληνικές θεογονίες και κοσμογονίες είτε για θεογονίες και κοσμογονίες άλλων λαών – είναι αφενός η έλλειψη ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ της ίδιας της σειράς και τον όρων της (σειρά όρων και γεγονότων που συγκροτούν αφήγηση: γένεση των θεών, εκκόλαψη του αυγού από το οποίο βγαίνει ο κόσμος, επέμβαση του ήρωα που…) και αφετέρου κάποιου άλλου στοιχείου διαφορετικού από τη σειρά αλλά και άμεσα συνδεδεμένου με αυτή. Aς το επαναλάβουμε: στη μυθική διήγηση οι πρώτοι δημιουργοί και οι θεμελιακές τους πράξεις περιέχονται στη σειρά και όταν στη μυθολογική αφήγηση της καταγωγής υφίσταται διαφορά μεταξύ του συνόλου της αφήγησης και της αρχής αυτής καθαυτής δεν είναι της ίδιας τάξης με τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα σύνολο γεγονότων και ένα στοιχείο που δεν αποτελεί γεγονός. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε ενδελεχή ανάλυση της μυθικής σκέψης, αλλά για να κατανοήσετε καλύτερα τη διαφορά αυτή. ας πούμε ότι σε μια μυθική περιγραφή του κόσμου υπάρχει πάντα ένα είδος παρουσίας της θεμελιακής στιγμής. Πρόκειται γιο το γεγονός που συντελείται πάντα in illo tem­pore – σε κάποιο μυθολογικό παρελθόν ακριβώς – αλλά είναι ταυτόχρονα πάντα παρόν μεταξύ των ζώντων όντων, αποτελεί πάντα το θεμέλιο του υπαρκτού. Θα επαναλαμβάνεται εξάλλου διαρκώς στις τελετές, οι οποίες συνιστούν επικύρωση και επιβεβαίωση του γεγονότος ότι το θεμελιωμένο εξακολουθεί πάντα να είναι καλά θεμελιωμένο και ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει – αφού εκείνο που επαναλαμβάνεται έτσι, ακόμα και με μεταφορικό και εξασθενημένο τρόπο, είναι η στιγμή της θεμελίωσης. της καταγωγής. Εντούτοις, η ρήξη αυτή μεταξύ της σειράς των γεγονότων και του όρου ύπαρξης της σειράς εγκαινιάζει επίσης τη φιλοσοφική σκέψη, η οποία δεν αναζητεί κάποιο πρωταρχικό γεγονός αλλά κάτι τελείως διαφορετικό. Και επειδή μιλήσαμε για βαθιά σχέση μεταξύ ορισμένων στοιχείων της φαντασιακής σύλληψης του κόσμου από τους Έλληνες όπως αυτή εμφανίζεται στους μύθους τους – και της γένεσης της φιλοσοφίας. ας θυμίσουμε πως ο διαχωρισμός αυτός, η απόσταση μεταξύ ενός συνόλου γεγονότων και της μοίρας, της ειμαρμένης, ενός οικουμενικού νόμου που επιβάλλεται και στους ίδιους τους θεούς, είναι ήδη παρών π.χ. στον Όμηρο[4]. Αν και ο Δίας σταθμίζει σε μία συγκεκριμένη στιγμή την τύχη των ηρώων, είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως η απόφαση της μοίρας λαμβάνεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Συναντάμε πάλι εδώ τον ριζικό διαχωρισμό μεταξύ ενός συνόλου γεγονότων και ενός οικουμενικού νό­μου η αναγκαιότητας που επιβάλλεται σε όλα τα όντα. Ας προσθέσουμε ακόμα ότι στους πρώτους φιλοσόφους – όπως άλλωστε σε κάθε φιλοσοφικό εγχείρημα – υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ της αναζητούμενης αρχής και μιας καθαρά θείας αρχής, και τούτο παρά το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο καθένας εξ αυτών. Διότι, ακόμα και στις μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Θεός αρχή είναι συγχρόνως και δρων πρόσωπο, με την έννοια πως ό, τι υπάρχει οφείλεται στο γεγονός ότι κάποια στιγμή ένας θεός δημιούργησε τον κόσμο. Μόνο με την ορθολογική θεολογία άρχισε να τίθεται το ερώτημα ενός θεού διαφορετικού από αυτόν που παράγει ένα γεγονός, με τις γνωστές απορίες που προέκυψαν.

Επέμεινα στο απόσπασμα του Αναξίμανδρου διότι από τους τρεις Μιλήσιους είναι πασιφανώς εκείνος που ολοκλήρωσε πραγματικά τη ρήξη. Είδαμε πως, όταν ο Θαλής ή ο Α- Αναξιμένης υποστηρίζουν ότι η αρχή των όντων είναι το νερό ή ο αέρας, η ρήξη έχει και δεν έχει συντελεστεί. Είναι γεγονός ότι. αν και το νερό του Θαλή είναι κάτι το εν γένει αναπαραστάσιμο, δεν πρόκειται βεβαίως για κανένα νερό του οποίου θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε εμπειρικά την ύπαρξη. Υφίσταται επομένως πράγματι διαφορά σε σχέση με τα γεγονότα. το ίδιο δε ισχύει και για τον αέρα του Αναξιμένη. Με τον Αναξίμανδρο όμως η ρήξη ολοκληρώνεται. Όταν λέει πως η αρχή των όντων είναι το άπειρον, το απροσδιόριστο, προβαίνει σε ολική ρήξη με το αναπαραστάσιμο, πιθανώς δε και το νοητό, διότι αυτό που μας εμφανίζει αποτελεί πράγματι μια άβυσσο. Εάν αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι απροσδιόριστο και μη προσδιορίσιμο, έχουμε υπέρβαση της λογικής που αποκαλώ συνολιστική-ταυτιστική, δηλαδή ακριβώς τη λογική του καθορισμένου. Εκείνο όμως που επίσης καταστρέφεται είναι, ας μου επιτραπεί η έκφραση, η πρόσδεση του φαντασιακού και της σκέψης, τόσο στην απεικόνιση όσο και στη «νοηματοδότηση» για το άτομο. Με όλο το βάθος που μπορεί να έχει αυτή η «νοηματοδότηση». δηλαδή να αποτελεί για μας αντικείμενο επιθυμίας ή συμπλήρωμα της ύπαρξής μας. Εάν αυτό που υπάρχει πράγματι είναι άπειρον, όχι μόνο δεν είναι δυνατό να απεικονιστεί αλλά και παραμένει συγχρόνως ό.τι πιο ξένο για μας. Και αν μπορούμε να αποδώσουμε στο άπειρον μια έσχατη σημασία, η σημασία αυτή δεν μας λέει τίποτα – δεν μας προσφέρει τίποτα και είναι επίσης, κατά έναν άλλο τρόπο, μη-νόημα.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο στη ρήξη αυτή. Εδώ, για πρώτη φορά, η σκέψη εμφανίζεται ως αποκλειστικά καθορισμένη από ή ενδιαφερόμενη για το ίδιο της το ενδιαφέρον ως σκέψη. Ή, αν θέλετε, ως τελείως αμερόληπτη. Διότι, αυτό που λέει ο Αναξίμανδρος, κυριολεκτικά, δεν χρησιμεύει σε τίποτα – δεν είναι δυνατό να ενταχθεί σε κάποια ακολουθία λειτουργιών ή τάσεων, δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τα ενδιαφέροντα του στοχαστή ως ανθρώπινης ύπαρξης ούτε τα ενδιαφέροντα της κοινότητας στην οποία ανήκει, δεν μπορεί να διευκολύνει ούτε καν ελάχιστα την κοινωνική δράση… Υπάρχει μία αρχή, το άπειρον, που προσπαθούμε να κατανοήσουμε. Αυτό είναι όλο. Ή μάλλον, πρόκειται για την απόπειρα κατανόησης αυτού του ακατανόητου πράγματος: πώς το ἄ­πειρον μπορεί να αποτελεί αρχή ενός κόσμου και πως συμβαίνει, παρά ταύτα, να υπάρχει για μας πέρας, δηλαδή καθορισμένο. Η σκέψη εμφανίζεται λοιπόν ως ενδιαφερόμενη για το ίδιο το ενδιαφέρον της, δημιουργείται ως ενδιαφέρον για τον εαυτό της – αυτή είναι η φιλοσοφία. Και μπορούμε να πούμε ότι δημιουργεί αυτομάτως και την αλήθεια, όχι με την εμπειρική ή την πραγματιστική έννοια, όχι την αλήθεια της πρότασης «το τραπέζι αυτό είναι άσπρο», αλλά την αλήθεια που αποτελεί συγχρόνως πάντα ερώτηση. Από τον Αναξίμανδρο και μετά. το κριτήριο της αλήθειας στη φιλοσοφική πρόταση ή μάλλον το κριτήριο της διόρθωσης των προτάσεων- ως συμβατότητα μεταξύ της πρότασης και των στοιχείων στα οποία αναφέρεται η πρόταση μόνο με πολύ μερικό τρόπο υφίσταται πλέον. Η αντιστοιχία αυτή γίνεται εργαλειακή και εξαρτώμενη, υφίσταται δε κυρίως ουσιαστική αλλοίωση ως προς τους όρους της: η πρόταση δεν μπορεί να είναι πλέον μονοσήμαντη και το ίδιο το ανάφορό της (referent) εμφανίζεται προβληματικό και σε μεγάλο βαθμό απροσδιόριστο. Απροσδιόριστο ή κάτι που είναι σχεδόν ισοδύναμο, υπερβαίνον τον κοινωνικά θεσμισμένο κόσμο, υπερβαίνον την πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται από τη θεσμισμένη κοινωνία και γι’ αυτήν. Μονοσήμαντες προτάσεις υπάρχουν μόνο στο βαθμό που υφίστανται καθορισμένα ανάφορα, τα δε ανάφορα δεν είναι – ούτε και μπορούν να είναι – προσδιορίσιμα παρά μόνο όταν παραπέμπουν στη λειτουργική-εργαλειακή διάσταση της κοινωνικής θέσμισης του κόσμου και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Γνωρίζουμε, ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε, ότι ακόμα και μέσα σε αυτόν τον κοινωνικά θεσμισμένο κόσμο, ακόμα και μέσα σε αυτή τη λειτουργική – εργαλειακή διάσταση, οι προτάσεις είναι μονοσήμαντες μόνο κατά τη χρείαν (ανάγκη). Στο κοινωνικά κατασκευασμένο ανθρώπινο ον είναι πάντοτε ενσωματωμένη η δυνατότητα, η πράγματι χρησιμοποιούμενη ικανότητά του να αφαιρεί την αμφισημία όλων των άλλων δυνατών νοημάτων μιας πρότασης και να συγκροτεί μόνον εκείνη που αντιστοιχεί στη λειτουργική-εργαλειακή ένταξη της πρότασης αυτής στην κοινωνική ζωή. Αν όμως αρχίσετε να θέτετε ερωτήματα σχετικά με το νόημα προτάσεων που είναι κατά τα άλλα απόλυτα μονοσήμαντες ως προς τη λειτουργική-εργαλειακή τους χρήση, το αποτέλεσμα είναι άμεσο: εισέρχεστε στον κόσμο της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, έναν κόσμο όπου κατοικούν πρόσωπα τα οποία, όταν η Αλίκη λέει πολύ απλά κάτι απολύτως κατανοητό, την ρωτούν συνεχώς για το νόημα των όρων που χρησιμοποιεί, για τα διφορούμενα σημεία των φράσεών της, που δεν δημιουργούν καταρχήν κανένα πρόβλημα στην πραγματική ζωή. Οι διάλογοι της Αλίκης αναδεικνύουν συχνά τον απολύτως παράλογο χαρακτήρα που μπορεί να έχει η γλώσσα που χρησιμοποιούμε διαρκώς και που είναι βέβαια εντελώς επαρκής για την τρέχουσα επικοινωνία και συνεργασία στην καθημερινή ζωή. αν υιοθετήσει κανείς για μία στιγμή την άποψη, ας πούμε, ενός σοφιστή που συμβαίνει να είναι συγχρονίας και ποιητής. Η μονοσημαντότητα αυτή δεν είναι επομένως ίδιον της γλώσσας γενικά, αλλά της κοινωνικής χρήσης της γλώσσας, όπως επίσης και αποτέλεσμα ενός μηχανισμού – πρόκειται φυσικά για μεταφορά – ενσωματωμένου σε όλους μας. ο οποίος μας μαθαίνει να μη θέτουμε ορισμένες ερωτήσεις. Να μη ρωτάμε π.χ. όταν θέλουμε να μάθουμε πού βρίσκεται το χ αντικείμενο και μας απαντούν πως βρίσκεται πάνω στην τράπεζα, αν πρόκειται για την Αγία Τράπεζα ή την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, διότι πρόκειται απλώς για το τραπέζι της κουζίνας, αν βρισκόμαστε στην κουζίνα, ή για το τραπέζι της τραπεζαρίας, αν βρισκόμαστε στην τραπεζαρία. Η μονοσημαντότητα αυτή συνδέεται με τη χρείαν, με την κοινωνική χρήση/ανάγκη και πρέπει και αρκεί οι προτάσεις να είναι μονοσήμαντες ως προς αυτή. Ωστόσο, είπαμε ήδη ότι οι φιλοσοφικές προτάσεις δεν αφορούν κάτι που βρίσκεται στον κοινωνικά θεσμισμένο κόσμο, ούτε καν κάτι που μπορεί γενικά να θεσμιστεί, δεν είναι μονοσήμαντες και δεν θα μπορούσαν να είναι. Το ανάφορό τους υπερβαίνει τον κοινωνικά θεσμισμένο κόσμο και συνεπώς είναι προβληματικό – μόνο ως απροσδιόριστο μπορεί να θεωρηθεί. Και πρέπει να πούμε εντέλει πως το ανάφορο αυτό -εδώ όμως ίσως φτάνουμε στα όρια του νοητού – δημιουργείται από τη σκέψη. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι το ον είναι άπειρον ή λόγος ή ιδέα, ή ενέργεια ή Θεός ή το απόλυτο Πνεύμα ή ύλη, διότι κάθε φορά οι όροι αυτοί αποτελούν το σημείο εκκίνησης μιας σειράς προσπαθειών προσδιορισμού που δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Πράγμα που σημαίνει ότι υφίσταται μια ουσιώδης απροσδιοριστία και ότι έχουμε σαφώς να κάνουμε με μια δημιουργία. Σε αντίθεση όμως με άλλους τύπους δημιουργίας, όπως η πολιτική δημιουργία παραδείγματος χάρη, η φιλοσοφία έχει πάντα στόχο μια κάποια σχέση με το υπαρκτό, με τον τρόπο κατά τον οποίο αυτό υπάρχει. Το υπαρκτό δεν επανερμηνεύεται απλώς, αλλά επανατοποθετείται, αναδημιουργείται επομένως σε μια νέα σχέση με ένα φαντασιακό σχήμα, όπως αυτό που μας δίνει ο Αναξίμανδρος με το άπειρον ή με αυτό το οποίο θα μας δώσει αργότερα ο Hegel με την ιδέα του Πνεύματος που διατρέχει τα στάδια της διαλεκτικής του ανάπτυξης. Φαντασιακό σχήμα βέβαια, που δεν υπάρχει όμως «δι’ εαυτό» από την άποψη αυτή, αλλά που στόχο του έχει πάντα μια σχέση με το υπαρκτό, χωρίς να πρόκειται φυσικά για σχέση επιστημονικής ακρίβειας.

Μια τέτοια απάντηση σχετικά με το όντως ον – είτε πρόκειται για το νερό είτε, κατά μείζονα λόγο, για το άπειρον – ισοδυναμεί βέβαια αυτομάτως με διαχωρισμό μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι. Λέει ο Θαλής: τα πάντα είναι ύδωρ – βλέπω όμως δάσος, ανθρώπινα όντα και όρη, δεν βλέπω νερό. Στην πραγματικότητα όμως το δάσος είναι νερό, το νερό αποτελεί το πραγματικό του είναι. Το νερό αυτό δεν εμφανίζεται, άρα αυτό που φαίνεται διαφέρει από αυτό που είναι. Ποια η σχέση μεταξύ τον δύο; Εδώ. μία ακόμα παρέκβαση, προκειμένου να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις. Είναι φανερό ότι η διάκριση μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, όπως και η διάκριση μεταξύ δόξης και αλήθειας, υπήρξε πάντοτε, κατά κάποιο τρόπο, σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις κοινωνίες. Θεωρούσα ανέκαθεν ότι μια γλώσσα στην οποία δεν είναι δυνατό να ειπωθεί «το πιστεύεις αυτό, αλλά δεν είναι έτσι» δεν μπορεί απλούστατα να υπάρξει ως ανθρώπινη γλωσσά. Μέσα όμως στο πλαίσιο της διάκρισης μεταξύ δόξης και ἀλη­θείας έχουμε κάτι στενότατα περιορισμένο: η διάκριση δεν ισχύει παρά στο εσωτερικό του θεσμισμένου πεδίου. Υφίστανται για κάθε κοινωνία και για κάθε γλώσσα πράγματα που υπάρχουν και πράγματα που δεν υπάρχουν, καθώς και δεδομένοι τρόποι αντίληψης και έκφρασης των υπαρκτών πραγμάτων. Υπάρχει επομένως εδώ η ιδέα ότι το ανθρώπινο ον μπορεί να πλανηθεί και επομένως να πει κάτι που δεν υπάρχει. όμως «αυτό που δεν υπάρχει» σημαίνει εδώ αυτό που δεν υπάρχει σε σχέση με αυτό που η συγκεκριμένη κοινωνία έθεσε ως υπαρκτό. Αναγνωρίζουμε την πιθανότητα εσφαλμένης πεποίθησης, αφορά όμως κατά βάθος δευτερεύοντα ζητήματα. Άλλωστε αυτός είναι ο λόγος που συναντάμε, ακόμα και στις πιο πρωτόγονες κοινωνίες, διαδικασίες όπως η μαγεία και η χρησμοδοσία, που επιτρέπουν να προσδιοριστεί η αλήθεια απέναντι στο λάθος ή στην αμφιβολία. Αυτά όμως – το επαναλαμβάνω – αφορούν όσα καθορίζει ο κοινωνικός θεσμός. Στην περίπτωση των Ελλήνων η ρήξη συνίσταται στο ότι η ιδέα του εἶναι ως αντιτιθέμενου στο φαίνεσθαι, της δόξης ως αντιτιθέμενης στην ἀλήθειαν υπερβαίνει το θεσμισμένο πεδίο, επιτίθεται αμέσως, αν θέλετε, στην ίδια την κοινωνική θέσμιση και από τη στιγμή αυτή το θεσμισμένο πεδίο διολισθαίνει – ή κινδυνεύει να διολισθήσει – προς την πλευρά του φαίνεσθαι. Αυτό ακριβώς εμφανίζεται σαφώς στον Ξενοφάνη, για τον οποίο θα μιλήσουμε περιληπτικά.

Κατά την παράδοση, ο Ξενοφάνης υπήρξε ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής[5] και άκμασε γύρο.) στο 540. Οι δοξογράφοι αναφέρονται σε αυτόν διεξοδικά και συζητούν αρκετές πλευρές της διδασκαλίας που του αποδίδουν, εμείς όμως θα την εξετάσουμε μόνο σε σχέση με τα προβλήματα που μας απασχόλησαν μέχρι τώρα. Ας παρατηρήσουμε εν πρώτοις ότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στο Μετά τα Φυσικά, ο Ξενοφάνης, έχοντας θεωρήσει τον ὅλον οὐρανόν (τον κόσμο, το σύμπαν ολόκληρο) «είπε ότι το ένα είναι ο θεός[6]». Ο Ξενοφάνης απορρίπτει συνεπώς τον πολυθεϊσμό του Ομήρου και του Ησιόδου και ονομάζει θεό το Ένα. Η ιδέα αυτή του Ενός αναμφίβολα προϋπήρξε του Ξενοφάνη. όχι όμως με τη μορφή μεγάλης υπερβατικής αρχής, αρχής του είναι. Πρόκειται για την αφετηρία αυτού που θα γίνει στη συνέχεια το πρόβλημα της ορθολογικής θεολογίας στη φιλοσοφία, πρόβλημα που θα αποθηκεύσει – πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε; – την ανάπτυξή της και πώς, εν πάση περιπτώσει, θα την απασχολήσει έντονα μέχρι σήμερα. Αυτό όμως που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι ότι με τον Ξενοφάνη αρχίζει και συγχρόνως φτάνει αμέσως στο ανώτερο επίπεδο η κριτική της θεσμισμένης παράστασης, τόσο της ελληνικής παράδοσης όσο και των δοξῶν γενικότερα. Θα σας παρουσιάσου καταρχάς, χωρίς να προσπαθήσω να σας δώσω ακριβή μετάφραση, ορισμένα από τα αποσπάσματά του, ακολουθώντας την αρίθμηση του Diels. Στο 11ο απόσπασμα βρίσκεται η περίφημη κριτική του στον Όμηρο και στον Ησίοδο, τους οποίους κατηγορεί ότι απέδωσαν στους θεούς όλα όσα οι άνθρωποι θεωρούν επαίσχυντα: ψεύδη, μοιχείες, διπλοπροσωπίες. Επανέρχεται στην κριτική αυτή στο 12ο απόσπασμα: οι ποιητές αυτοί αποδίδουν στους θεούς ἀθέμιστας πράξεις, αντίθετες με τους κανόνες συμπεριφοράς και με το νόμο. Ύστερα, στο 14ο απόσπασμα. προχωρεί ακόμα πιο μακριά, εφόσον γενικεύει την κριτική όλων των ανθρωπομορφικών θρησκειών: οι θνητοί θεωρούν πως οι θεοί γεννιούνται, πως φοράνε ρούχα και έχουν φωνή και σώμα σαν το δικό τους. Για πρώτη φορά συναντάμε καθαρή πρόταση, και κατά μία έννοια οριστική, που vet καταδικάζει την προβολή η οποία περιέχεται στην παράσταση του θείου σε όλες τις γνωστές θρησκείες. Κριτική η οποία γίνεται ακριβέστερη και βαθύτερη στο 15ο απόσπασμα: αν τα βόδια, τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια και μπορούσαν vet σχεδιάσουν ή να σκαλίσουν όπως οι άνθρωποι, θα παρίσταναν θεούς με μορφή βοδιού, αλόγου ή λέοντος. Και στο 16ο απόσπασμα συνεχίζει: για τους Αιθίοπες οι θεοί έχουν γαμψή μύτη και μαύρο δέρμα, για τους Θράκες γαλάζια μάτια και κόκκινα μαλλιά. Η κριτική είναι όσο πιο καθαρή γίνεται και δεν θα έπρεπε να υποτιμήσουμε το θάρρος που τη χαρακτηρίζει. Ο Ξενοφάνης αντιτάσσει στα παραπάνω τη δική του σύλληψη για τον θεό (απ. 23-26), ένα θεό ο οποίος, όπως λέει, είναι όλος όραση, ακοή και στοχασμό (απόσπασμα 24) και δεν συγκρίνεται με τους θνητούς ούτε κατά το σώμα ούτε κατά τη σκέψη (απ. 23). Βλέπει κανείς αμέσως τη σημασία της ιδέας, ακόμα και από την άποψη της χριστιανικής θεολογίας. Η πλευρά όμως αυτή δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω, ίσως επανέλθω όταν θα μιλήσουμε για την καταγωγή της θεολογίας αυτής καθαυτής.

Δύο ακόμα αποσπάσματα μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα εδώ. Δεν θα επεκταθούμε στο πρώτο (απ. 32), όπου βρίσκουμε μια απαρχή κριτικής της γλώσσας καθαυτής: αυτό που αποκαλούν οι άνθρωποι Ίριδα (το ουράνιο τόξο) είναι ένα σύννεφο πορφυρό, κόκκινο και πράσινο. Βεβαίως, ο Ξενοφάνης πλανάται εδώ το ουράνιο τόξο δεν είναι, από φυσική άποψη, σύννεφο, το νόημα όμως της κριτικής του είναι εμφανές. Προχωρά πολύ πιο μακριά στο απόσπασμα 34, απόσπασμα ιδιαίτερης σημασίας. Ουδείς άνθρωπος, λέει, γνωρίζει και δεν θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει τίποτα το σίγουρο για τους θεούς ούτε εξάλλου για οτιδήποτε άλλο. Ακόμα και αν κάποιος, προσθέτει, κατάφερνε να πει τη μεγαλύτερη αλήθεια ή την πιο ακριβή δυνατή, δεν θα το γνώριζε ούτε ο ίδιος. Σκέψη που περιέχει αναμφισβήτητη αλήθεια και που μπορεί να αναπτυχτεί περαιτέρω. Ο άνθρωπος που διαθέτει το πλέον κριτικό πνεύμα δεν γνωρίζει αν είναι αληθή όσα εκστομίζει, παρά το γεγονός ότι έχουν αυστηρά αποδειχθεί, και τούτο όχι με σχετικιστική-ιστορική έννοια αλλά διότι δεν θα είναι ποτέ σε θέση να επιστρατεύσει, να διευκρινίσει και να θεμελιώσει το σύνολο των προϋποθέσεων της αλήθειας που διατυπώνει. Κανένας ποτέ δεν θα μπορέσει να έχει τη γνώση και τη βεβαιότητα της γνώσης με απόλυτο τρόπο, ακόμα και προκειμένου να αποφανθεί ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Το απόσπασμα καταλήγει με το εξής εκπληκτικό ημιστίχιο, του οποίου δυστυχώς η δύναμή του μόνο στα Ελληνικά μπορεί να αποδοθεί: δόκος ἐπί πᾶσι τέτυκται. Δόκος είναι μια ιωνική λεκτική μορφή της δόξης, της γνώμης. Πρόκειται για τη δόξα ή μια δόξα που τέτυκται, κτίζεται, κατασκευάζεται, ἐπί πᾶσι, πάνω σε όλα τα πράγματα. Πρόκειται πάντα για την κατασκευή, τη διαμόρφωση μιας γνώμης, γι’ αυτό που σας φαίνεται σαν, που καλύπτει τα πάντα για τους ανθρώπους[7]. Ιδού λοιπόν ο Ξενοφάνης γύρο στο 540 π.Χ.: κατά κάποιον τρόπο, τα πάντα έχουν ή6η λεχθεί και συγχρόνως τα πάντα αρχίζουν.

Ένα τελευταίο σημείο για τι; πολύ βαθιές πολιτικές επιπτώσεις – αυτή τη φορά με τη στενή έννοια του όρου – που είχε η κριτική του μυθολογικού λόγου από τον Ξενοφάνη. σύγχρονο των μεγάλων ανακατατάξεων του 6ου αιώνα και του δημοκρατικού κινήματος. Η αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξης των ανθρωπόμορφων θεών που μοιχεύουν σημαίνει αμφισβήτηση της νομιμοποίησης των αριστοκρατικών οικογενειών, διότι οι πρόγονοι τους οποίους διεκδικούν συνήθως οι οικογένειες αυτές είναι ήρωες που γεννήθηκαν από τη συνεύρεση θεών με θνητές γυναίκες. Αν ο Αίας δεν είχε διαπράξει μοιχεία με την Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή, οι Ηρακλείδες, βασιλείς της Σπάρτης, δεν θα κατάγονταν από τον Δία. Ιδού το συμπέρασμα που ο καθένας μπορούσε να βγάλει αβίαστα από την ως «νιο κριτική. Βρίσκουμε άλλωστε και άλλες ενδείξεις στην ποίηση της εποχής, δεν θα επιμείνω όμως επ’ αυτού.

Έρχομαι τώρα στον Ηράκλειτο που είναι κατά 30-40 χρόνια μεταγενέστερος, γράφει δηλαδή στα τέλη του 6ου αιώνα. Και σε αυτόν επίσης συναντάμε αποσπάσματα που ερμηνεύονται εδώ και 25 αιώνες και κάθε ερμηνεία με τη σειρά της γίνεται μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο. Καθ’ ομολογίαν των ίδιων των ειδικών, η εξάντληση της βιβλιογραφίας για τον Ηράκλειτο αποτελεί έργο ζvής. Εννοείται ότι ο δυστυχής που θα αφιερώσει τη ζωή του σε αυτό θα βρεθεί στο τέλος σε τέτοια κατάσταση πλήρους αποβλάκωσης που θα τον εμποδίσει. εξ ορισμού, να κατανοήσει τον Ηράκλειτο. Κατά μείζονα λόγο, επειδή θα πρέπει να καταβάλει και συμπληρωματική προσπάθεια για να κατανοήσει το πλαίσιο μέσα στο ποιο τοποθετείται ο Ηράκλειτος και το σημείο από το οπ( μιλά. Πράγματι, η δόξα καλύπτει τα πάντα εδώ και δεν υπό χει. όπως οφείλει να γνωρίζει κανείς ευθύς εξαρχής, αδιαμφισβήτητη απάντηση στα προβλήματα που θέτει η ερμηνεία των κειμένων. Πρέπει και εδώ επίσης να διακινδυνεύσουμε, επιδεικνύοντας ασφαλώς τη μεγαλύτερη δυνατή αίσθηση ευθύνης. γνωρίζοντας όμως, όπως έλεγε ο Ξενοφάνης. ότι ακόμα κι αν λέγαμε το αληθές, θα το αγνοούσαμε και δεν θα ήμασταν σε θέση να πούμε γιατί το λέμε. Αν έπρεπε να δώσουμε περιληπτικά με μία λέξη το γιατί ο Ηράκλειτος είναι σημαντικός, θα έλεγα ότι αποτελεί. κατά μία έννοια, τη σύνθεση όλης της φιλοσοφικής προσπάθειας που προηγήθηκε και ότι δίνει επίσης τη δική του απάντηση. Ξέρετε ότι υπάρχει η τάση παρουσιάζεται ο Ηράκλειτος ως απομονωμένος στοχαστής, ηθελημένα σκοτεινός, που αδιαφορεί για τη γνώμη των άλλων. Παρουσιάζεται συχνά ως επηρμένος αριστοκράτης, ένα είδος «σκληροτράχηλου φιλοσόφου». Θα εξηγήσω πιο κάτω γιατί δεν πιστεύω καθόλου στην εικόνα αυτή. Τα εκατόν τριάντα περίπου αποσπάσματα που διαθέτουμε – ο ίδιος ο αριθμός τους δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα – εμφανίζονται ως σύνολο επαρκώς συνεκτικό, παρά το ότι ο Ηράκλειτος είναι πράγματι κάποιες φορές εξαιρετικά σκοτεινός σκοτεινή πλευρά ενισχύεται πράγματι από εκείνους που αρνήθηκαν να δουν την ένταξή του στην ιστορία, ένταξη που ωστόσο είναι αρκετά ορατή. Ο Ηράκλειτος μιλά για τους άλλους και λέει ότι δεν γνωρίζουν τίποτα. Έγινε άραγε κάποια σοβαρή προσπάθεια κατανόησης των σημείων πάνω στα οποία σκέπτεται πως οι άλλοι, δεν βλέπουν τίποτα ή δεν κατανοούν τι θέλει να πει; Γνωρίζετε ότι ο Jean Bollack και ο Ηeinz Wismann δημοσίευσαν πριν από μερικά χρόνια τα αποσπάσματα με μετάφραση και ένα σχόλιο υπό τον τίτλο Ο Ηράκλειτος ή ο διαχωρισμός[8]. Τιμώ βαθύτατα τη γνώση και την πολυμάθεια των συγγραφέων, ομολογώ όμως ότι αισθάνομαι τελείως ξένος ως προς τον προσανατολισμό τέτοιου τύπου εργασιών. Πρόκειται για ένα καλό παράδειγμα της απόπειρας ορισμένων νεότερων να βρουν πάση θυσία στα αποσπάσματα κάποιο μη κοινότοπο νόημα που να τους ταιριάζει -δεν πρέπει βέβαια να συγχέουμε τους Bollack και Wismann με τον Heidegger απέναντι στον οποίο υιοθετούν πολύ κριτική στάση, πλην όμως αυτό που κάνουν καταλήγει στο ίδιο. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι ορισμένες συμπληρώσεις αποσπασμάτων είναι ευπρόσδεκτες. διότι η συλλογή του Diels την οποία χρησιμοποιούμε διαρκώς είναι γερασμένη. ατελής και έντονα επηρεασμένη, ακόμα και στην ίδια την ανασύσταση των κειμένων, από τις φιλοσοφικές προκαταλήψεις του Diels και της εποχής του. του τέλους δηλαδή του 19ου αιώνα. Οι φιλόλογοι ορκίζονται συνήθως ότι δεν έχουν καμία φιλοσοφική προκατάληψη, διερωτάται όμως κανείς πώς ένας φιλόλογος κρίνει την ορθότητα της διόρθωσης κάποιου αποσπάσματος χωρίς να έχει κάποια. μικρή έστω, φιλοσοφική ιδέα καταχωνιασμένη στο μυαλό του. Τα περί πλήρους ουδετερότητας απλώς δεν στέκουν. Ο Diels είχε βέβαια φιλοσοφικές ιδέες, τις οποίες δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε στην εργασία ανασύστασης των αποσπασμάτων που έκανε βασιζόμενος σε μαρτυρίες χρονολογημένες ως επί το πλείστον δέκα αιώνες μετά τον Ηράκλειτο.

Ας επιστρέψουμε στον ίδιο τον Ηράκλειτο. Ξεκινάει προφανώς από την αντίθεση που ήδη έθεσε ο Ξενοφάνης μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, την οποία γνωρίζει και στην οποία ασκεί κριτική. Δεν χρησιμοποιεί την ίδια ορολογία, δεν μιλάει για εἶναι και για φαίνεσθαι, η ουσία όμως είναι παρόμοια. Είναι σίγουρα παράλογο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει σκέψη δίχως γλώσσα, είναι όμως εξίσου βλακώδες να θεωρεί ότι λείπει κάποια ιδέα επειδή δεν υπάρχει ακόμα ο τεχνικός όρος που την αποδίδει. Ο Ηράκλειτος γνωρίζει βέβαια το διαχωρισμό αυτό. δεν γράφει εν κενώ, και αυτό που θέλει να αποδείξει είναι ότι τα φαινόμενα ή το φαίνεσθαι, από τη μια μεριά, και το είναι, από την άλλη, δεν διαχωρίζονται, αλλά ότι οι άνθρωποι βλέπουν μόνο τα φαινόμενα ή ακόμα και όταν καταφέρνουν, στην καλύτερη περίπτωση, να αντιληφθούν ότι πρόκειται για φαινόμενα, παραμένουν σε αυτό το ριζικό διαχωρισμό μεταξύ του εἶναι και του φαίνεσθαι. Ιδού, πολύ περιληπτικά, αυτό που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον πυρήνα της σκέψης του Ηρακλείτου. Νομίζω πως αν λάβουμε υπόψη όλα τα σημαντικά αποσπάσματά του μπορούμε να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα, με όποια σειρά κι αν τα προσεγγίσουμε. Δεν θα υπεισέλθω στην ανάλυση των διαφόρων μεθόδων κατάταξής τους σε ομάδες, διότι για μένα ο καλύτερος τρόπος είναι να παραμείνουμε στην απλή διαίρεσή τους σε δύο μέρη, ένα κριτικό και ένα θετικό. Ειρήσθω εν παρόδω, νομίζω ότι είναι αναμφισβήτητο πως ο Ηράκλειτος έγραψε πράγματι ένα βιβλίο και ότι τα αποσπάσματα που διασώθηκαν προέρχονται από αυτό. Ο Αριστοτέλης είναι εν προκειμένω κατηγορηματικός[9]. Γνωρίζετε επίσης το ανέκδοτο που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος: ο Ευριπίδης, αφού χάρισε στον Σωκράτη ένα αντίγραφο του βιβλίου του Ηρακλείτου, ζήτησε τη γνώμη του· και ο Σωκράτης απάντησε: «Χρειάζεται δύτης από τη Δήλο[10]». Προφανώς για να μην πνιγεί εκεί μέσα. Βρέθηκαν βέβαια σύγχρονοι φιλόλογοι, όπως ο Kirk, που υποστήριξαν ότι ο Ηράκλειτος δεν έγραψε ποτέ βιβλίο. Δεν θέλω να δείξω υπέρμετρη ασέβεια. νομίζω όμως ότι σε αυτό έγκειται ο βιοπορισμός των φιλολόγων: στην προσπάθεια να αποδείξουν ότι το τάδε κείμενο δεν είναι αυθεντικό ή ότι το δείνα πράγμα που οι αφελείς εμείς θεωρούσαμε αξιόλογο δεν υπήρξε ποτέ.

Στην ομάδα των αποσπασμάτων που μπορεί κανείς να αποκαλέσει κριτικά, ο Ηράκλειτος επαναλαμβάνει αρκετές φορές στοιχεία που βρίσκονται στον Ξενοφάνη, ακόμα κι αν συμβαίνει να τον αντικρούει[11]. Στα σημεία αυτά ίσως δεν είναι πάντα ακριβοδίκαιος, διότι υπάρχει ενίοτε έκδηλα σε ό, τι λέει μια κριτική του παραλογισμού της παράδοσης, όπως και στον Ξενοφάνη, και σκέφτεται αναμφίβολα επίσης αυτά που θα επαναλάβει ο Ηρόδοτος[12], ότι δηλαδή οι Έλληνες πιστεύουν αναρίθμητες κουταμάρες, ακόμα και για τα σημαντικότερα θέματα. Μπορούμε βέβαια να χωρίσουμε αυτό το κριτικό τμήμα σε υποομάδες: το εσφαλμένο της συμβατικής σοφίας, τη σχετικότητα ή μάλλον την αμφισημία της ανθρώπινης γλώσσας, το εσφαλμένο ή τη σχετικότητα των εκ των αισθήσεων δεδομένων. Υπάρχει και μια τελευταία υποομάδα, που θα μπορούσαμε επίσης να κατατάξουμε στο «θετικό» μέ­ρος και που uq-ορά. ας πούμε, στην αντικειμενική πλευρά: πρόκειται για τις δυσκολίες του ίδιου του εγχειρήματος, των εμποδίων που συναντάμε όταν θέλουμε να γνωρίσουμε το εί­ναι, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε παράδοση, από οποιαδή- ποτε γλώσσα, ακόμα δε και από τις αισθήσεις, ανεξάρτητα δηλαδή από την υποκειμενική πλευρά. Λέω ότι αυτή η υποομάδα επικαλύπτει κάπως το θετικό μέρος ή αποτελεί γέφυρα προς αυτό, διότι βρίσκουμε εδώ προτάσεις όχι μόνο περί της γνώσης μας, αλλά κυρίως σχετικά με αυτό που κατά τον Ηράκλειτο είναι, υπάρχει. Βρίσκουμε π.χ. αποσπάσματα που δείχνουν ότι κάθε απόδοση κατηγορήματος ισχύει πάντα «ως προς», ότι είναι πάντα σχετική και ουδέποτε απόλυτη, και επίσης ότι υπάρχει μια σχεδόν αναγκαιότητα διαχωρισμού για μας, πράγμα που αντιστοιχεί σε άσκηση βίας πάνω στο ίδιο το πράγμα. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα παραπάνω τις προτάσεις σχετικά με την ενότητα των αντιθέτων και εκείνες τις περιληπτικές διατυπώσεις που μιλούν για συγκάλυψη, ή μάλλον αυτοσυγκάλυφη της φύσεως, και ειδικά το περίφημο απόσπασμα που λέει «φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ» της φύσης της αρέσει να κρύβεται[13].

Στα θετικά αποσπάσματα λέγεται πως υφίσταται ένας δρόμος μελέτης για την εξεύρεση του όντος και ότι ο δρόμος αυτός είναι ανοιχτός για όλους τους ανθρώπους. Στον Ηράκλειτο θα βρούμε, πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, τη διαβεβαίωση της οικουμενικής ικανότητας όλων των ανθρώπινων όντων να φθάσουν στην αλήθεια, όποια κι αν είναι, χωρίς περιορισμό. Πράγματι, οι πάντες συμμετέχουν στο λόγον -πράγμα που έρχεται σαν αντίστιξη στις κατηγορίες και συνεχείς κριτικές των σφαλμάτων, στην πνευματική ελαφρότητα. με μια λέξη στην ανθρώπινη βλακεία. Οι δύο αυτές αντιφατικές προτάσεις παίρνουν έτσι ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Βρίσκουμε λοιπόν εδώ μια αναζήτηση του αληθούς, μια διαβεβαίωση της οικουμενικής δυνατότητας των ανθρώπινων όντων να φθάσουν στην αλήθεια, και ύστερα τελικά, μέσα από την ιδέα της ενότητας των αντιθέτων αλλά επίσης και της «φωτιάς», τη διαβεβαίωση ότι υπάρχει ένας κόσμος που είναι ίδιος για όλους, ενώ πίσω από τα φαινόμενα κρύβεται μια ενότητα του εἶναι και του φαίνεσθαι, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αυτό, όλα είναι ένα[14]. «Τα πάντα είναι ένα», φράση υπέροχη και μυστηριώδης – ίσως δε και απόλυτα κενή. Ἕν πάντα, λέει ο Ηράκλειτος, και αντιτίθεται έτσι στη διάδοση του μύθου και της κοινής παράστασης, σύμφωνα με την οποία υπάρχει και αυτό και εκείνο και κάτι άλλο ακόμη. Αντιτίθεται όμως επίσης αναμφίβολα και σε τρία τέταρτα αιώνα ρητής φιλοσοφίας η οποία διαχωρίζει το είναι από το φαίνεσθαι. ενώ ο Ηράκλειτος δηλώνει την ενότητα των πάντων και προτείνει ένα μεταφορικό ορισμό της ενότητας αυτής: το πῦρ. Διότι, κατά τη γνώμη μου. πρόκειται σαφώς στο πλαίσιο αυτό για μεταφορά, μεταφορική διατύπωση συγχρόνως της οικουμενικής δυνατότητας επικοινωνίας και μεταβολής – πράγμα που συναντάμε και στον Αναξίμανδρο και που αποτελεί πράγματι θεμελιώδες στοιχείο του ελληνικού φαντασιακού – μιας γένεσης που είναι συγχρόνως καταστροφή, διότι η φωτιά υπάρχει μόνον όταν καταβροχθίζει τα πράγματα, ακόμα κι αν καταβροχθίζοντας παράγει επίσης φως. Και πάνω σε αυτό το «Εν, που είναι πυρ, βασιλεύουν, αναμφισβήτητα. και εκεί ακόμα, μια δίκη και ένας νόμος.

Δεν έχω την πρόθεση να πραγματευθώ αναλυτικά κάποιο απόσπασμα. όπως έκανα με τον Αναξίμανδρο. Θα ήθελα απλώς να σας δείξω την επόμενη φορά ότι. χωρισμένα σε ομάδες και ερμηνευμένα έτσι όπως τα ερμήνευσα, τα αποσπάσματα αποκτούν νόημα, και ότι τότε πολύ λίγα πράγματα μένουν έξω από την ερμηνεία ή αντιστέκονται σε αυτή. Ο Ηράκλειτος δεν είναι βέβαια παρά ο δέκατος από τους φιλοσόφους των οποίων το όνομα διασώθηκε και ο δεύτερος, μετά τον Ξενοφάνη, από τον οποίο διαθέτουμε μη αμελητέο αριθμό αποσπασμάτων. Και όμως. έχουμε με τον Ηράκλειτο την αίσθηση πως υπάρχει ήδη μια ιστορία της φιλοσοφίας, ότι λαμβάνει υπόψη μια ολόκληρη εξέλιξη, μια προβληματική – πράγμα που οι Γερμανοί αποκαλούν Problemgeschichte – όπου τίθεται η διάκριση μεταξύ εἶναι και φαίνεοθαι, και όπου ισχυρίζεται πως είναι αδύνατο να μείνουμε εκεί. ότι πρέπει να επανενώσουμε ό, τι φαίνεται ριζικά αντιθετικό. Αντιπροσωπεύει, επομένως, ένα νέο στάδιο της σκέψης σε σχέση με τις απόπειρες του Αναξίμανδρου. Και οριοθετεί ήδη πλήρως αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ελληνικό πεδίο, υποστηρίζοντας την οικουμενικότητα του λόγον και την ίση συμμετοχή όλων στο λόγον – θέση βαθιά δημοκρατική, όποια κι αν ήταν η καταγωγή ή οι πολιτικές πεποιθήσεις του Ηρακλείτου. Διότι είναι επίσης αλήθεια ότι έγραψε φράσεις όπως: «κατά τη γνώμη μου, ένας μόνο, αν είναι ο καλύτερος, αξίζει περισσότερο από δέκα χιλιάδες[15]». Πράγμα που. ειρήσθω εν παρόδιο, είναι απολύτως αυτονόητο: ένας έξυπνος άνθρωπος αξίζει περισσότερο από χίλιους μικρόνοες, αν πρόκειται π.χ. να συζητήσει κανείς μαζί του. Οι σύγχρονοι ιστορικοί και ερμηνευτές υπερτονίζουν τη σημασία τέτοιου είδους φράσεων: ο Ηράκλειτος, λένε, είναι αριστοκράτης, άλλωστε προέρχεται από αριστοκρατική οικογένεια κ.λπ. Είναι αξιοθαύμαστοι όσοι γνωρίζουν, συγχωρείστε μου τον αναχρονισμό, τι ψήφιζε στις εκλογές ο Ηράκλειτος. Δεν γνωρίζουμε τι ψήφιζε, γνωρίζουμε όμως αντιθέτως τι είπε ως φιλόσοφος: ότι η δυνατότητα προσέγγισης της αλήθειας ανήκει σε όλους τους ανθρώπους.
----------------------

[1] <DK 22 Β 61.>

[2] <Αριστοτέλης. Ηθ. Νικ., VI, 12, 1143a 25, 1143b 10.>

[3] <Αριστοτέλης. Ηθ. Νικ.. ό.π. και V, 9, 1142a 25-30, VI. 6. 1140b 30-1141a 10. και. ιδίως Αναλ. Ύστερα Α. 1-2. Β 4-10 και 19.>

[4] <Βλ. Σεμινάριο V. σ. 169 κ.εξ.>

[5] <Βλ. Πλάτων, Σοφιστής, 242d (DK 21 A 29)· Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά. A 5 986b 18, σκεπτικιστικά σχόλια επ’ αυτού στο KRS, σ. 175-176.>

[6] <Αριστοτέλης. Μετά τα Φυσικά, A 5.986b 21. Βλ. Burnet, ό.π., σ. 142-143. KRS. σ. 181-183.>

[7] [Σημ. περιθ.: Ο Ξενοφάνης για τη δόξαν, βλ. Guthrie I., <Α history of Greek Philosophy, τόμ. I: The earlier Presocratics, Cam­bridge, Cambridge University Press 1962>. σ. 385-401, ιδίως σ. 399. Επίσης, πρώτη «ιστορική» άποψη <για το πρόβλημα της συνείδησης>, απόσπασμα 18: «Οι θεοί δεν αποκάλυψαν τα πάντα στον άνθρωπο ευθύς εξ αρχής, αλλά με την πάροδο του χρόνου, με τη μελέτη οι άνθρωποι βρίσκουν…»].

[8] <Βλ. J. Bollack/Ή. Wismann, Hemclite ou la separation, Paris. Minuit 1972. 2η έκδ. 1995. Βλ. επίσης. J. Bollack, «Reflexions sur les interpretations du logos heracliteen», στο J.-F. Mattei (επιμ.), La Nais- sance de /a raison en Grece, Paris. PUF 1990, που αναδημοσιεύτηκε στο La Grece de personne. ό.π., σ. 288-308.>

[9] <Αριστοτέλης, Ρητορική Γ, 1407b 11-18.>

[10] <Διογένης Λαέρτιος, II, 22. Βλ. επίσης, IX. 11-12.>

[11] <Βλ. DK 22 Β4(λ>

[12] <Βλ. π.χ. Ηρόδοτος. Β, 45 και ήδη Εκαταίος ο Μιλήσιος, απόσπασμα la του Jacoby.>

[13] <DK 22 Β 123.>

[14] <DK 22 Β 50.>

[15] <DK 22 Β49.>

Είσαι πιο έξυπνος από ένα χιμπατζή;

Οι ερευνητές στο Ινστιτούτο Max Planck στη Γερμανία καταγράφουν τις ευρηματικές προσπάθειες ενός θηλυκού χιμπατζή να πάρει ένα απρόσιτο φυστίκι από τον πάτο ενός σωλήνα.

Σκεφτείτε τη λύση πριν δείτε τι έκανε ο χιμπατζής, θα το σκεφτόσαστε?

Οι Χιμπατζήδες, είναι οι γενετικά πλησιέστεροι συγγενείς των ανθρώπων, ζουν σε οικογένειες και συχνά χρησιμοποιούν εργαλεία. Μοιράζονται πάνω από το 98% του γενετικού μας κώδικα.


Jet Capsule: Το μίνι γιοτ για... κάμπινγκ στη θάλασσα

Το Jet Capsule τα έχει όλα! Πρόκειται για ένα μίνι γιοτ, που συνδυάζει την πολυτέλεια με την απαραίτητη ευελιξία που χρειάζεται κανείς όταν σαλπάρει!

Διαθέτει δυνατό σύστημα αεριοπροώθησης και το τιμόνι του σας επιτρέπει να κινείστε στον ωκεανό με έναν τρόπο που δεν έχετε ζήσει ξανά!

 Στο εσωτερικό του μάλιστα θα βρείτε όλες τις ανέσεις, όπως καναπέ, μπάνιο, ακόμα και μια μικρή κουζίνα!

 

Η μυστήρια φύση των συναισθημάτων - Γιατί ό,τι νιώθουμε είναι προϊόν χημικών ουσιών

Κάθε συναίσθημα που ενσκήπτει «ταράζοντας» την διάθεση μας, στο μυαλό μας είναι απολύτως δικαιολογημένο. Για παράδειγμα, ο θυμός μετά από έναν βαρύ τσακωμό, είναι προϊόν της έντασης και της διαφωνίας που προηγήθηκε. Με ποιον τρόπο όμως δημιουργείται αυτό το αίσθημα θυμού; Η απάντηση έρχεται μέσω του ίδιου μας του εγκεφάλου, αλλά και μιας σειράς χημικών αντιδράσεων.
 
Ο... πρακτικός λόγος ύπαρξης των συναισθημάτων – Η λιγότερο «ρομαντική» εξήγηση τους
 
Αν και υπάρχει η εντύπωση πως τα συναισθήματα είναι προσωρινές, «εσωτερικές» καταστάσεις, στην πραγματικότητα η προέλευση τους έχει βαθύτερο αλλά και σημαντικότερο νόημα. Ενας συνδυασμός από εμπειρίες, ένστικτα, αισθήσεις και πράξεις ικανός να «πλάσει» κάθε συναίσθημα. Η προέλευση των συναισθημάτων ωστόσο, γίνεται σε τεράστιο βαθμό για... πρακτικούς λόγους.
 
Ο φόβος είναι ουσιαστικά ένας αμυντικός μηχανισμός του ανθρώπου, με στόχο να αποφευχθεί κάτι επικίνδυνο. Δημιουργείται από τον ίδιο τον οργανισμό, για να του υπενθυμίσει το... αίσθημα της επιβίωσης. Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν και άλλα συναισθήματα, όπως αυτό της αγάπης και του πόθου. Μπορεί να μην ακούγεται και τόσο ρομαντικό, όμως προέρχονται από την επιθυμία για αναπαραγωγή.
 
Χαρά, λύπη, φόβος, άγχος και ηρεμία – Οι 3 χημικές ουσίες που προκαλούν τα περισσότερα συναισθήματα
 
Για να μπορέσουν να εκφραστούν τα συναισθήματα, χρειάζεται μια διαδικασία η οποία ακούγεται λιγότερο εντυπωσιακή από αυτό που θα περίμενε κανείς. Τα συναισθήματα μας είναι απλές χημικές αντιδράσεις, ορμόνες που εκκρίνονται από τον οργανισμό μεταβάλλοντας σε ελάχιστο, αλλά αισθητό βαθμό την σύσταση του.
 
Μια εγκεφαλική διαδικασία όπου οι νευρώνες «επικοινωνούν», στέλνοντας κατάλληλα μηνύματα μέσω νευροδιαβιβαστών για να απελευθερώσουν χημικές ουσίες, ικανές να αλλάξουν την διάθεση μας. Η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η νορεπινεφρίνη είναι τρεις από τις γνωστότερες οργανικές ουσίες που λειτουργούν ως... συναισθηματικές πηγές. Τα πιο συχνά συναισθήματα που νιώθουμε, είναι αποτέλεσμα αυτών των τριών «μαγικών» χημικών ουσιών.
 
Η πρώτη συνδέεται κυρίως με μια αίσθηση ευτυχίας και ικανοποίησης. Σε στιγμές απόλαυσης και καλής διάθεσης τα ποσοστά ντοπαμίνης αυξάνονται μέσα στον οργανισμό, κάνοντας μας μάλιστα αρκετές φορές να ανατριχιάσουμε. Η σεροτονίνη από την άλλη, επιδρά με σχεδόν αντίθετο τρόπο στον οργανισμό. Οταν εκκρίνεται, ακολουθεί μια κατάσταση ηρεμίας και ψυχικής διαύγειας, ενώ η έλλειψη της είναι ικανή να προκαλέσει θυμό ή ακόμα και κατάθλιψη.
 
Η νορεπινεφρίνη με την σειρά της, απελευθερώνεται σε καταστάσεις πίεσης ή άγχους. Η δράση της συγκεκριμένης ορμόνης στον οργανισμό είναι παρόμοια με αυτή της αδρεναλίνης. Είναι ουσιαστικά ένας παράγοντας που «κοντρολάρει» καταστάσεις έντονου στρεσαρίσματος, διαμορφώνοντας την διάθεση μας.
 
Πως η μνήμη μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που νιώθουμε – Ενα... υποσυνείδητο ιστορικό αναμνήσεων
 
Πέραν από τον μηχανισμό απελευθέρωσης ουσιών, στον ανθρώπινο εγκέφαλο υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που διαμορφώνει τα συναισθήματα μας. Ενα... ιστορικό αναμνήσεων, το οποίο είναι ικανό να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνουμε τις καινούργιες μας εμπειρίες.
 
Μια παλαιότερη τραυματική εμπειρία, μπορεί να γίνει μάθημα για τον τρόπο σκέψης μας. Πέραν αυτού όμως, λειτουργεί και στο υποσυνείδητο μέρος του εγκεφάλου. Η ουσίες που θα απελευθερωθούν, είναι αποτέλεσμα των προηγούμενων εμπειριών μας. Μπορεί για παράδειγμα ένας άνθρωπος να είναι φαν της κολύμβησης. Αν όμως κινδυνεύσει να πνιγεί, πιθανότατα σε μελλοντικές του επαφές με το υγρό στοιχείο, να υπερισχύουν συναισθήματα φόβου και άγχους, παρά χαράς και απόλαυσης.
 
Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλος σε περιπτώσεις τέτοιου είδους δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να «αποκρυπτογραφηθούν» οι ιδιότητες του πιο... ανεξερεύνητου μέρους του ανθρώπινου σώματος. Ωστόσο, είναι σίγουρο πως συναισθήματα κάθε είδους και μορφής είναι προϊόντα του πιο θαυμαστού οργάνου μας. Χαρά, λύπη, άγχος, φόβος, ηρεμία, αγάπη, πάθος και ο,τι άλλο επηρεάζει την διάθεση μας, δεν είναι τίποτα παραπάνω από... απλές χημικές ενώσεις.

Ποίημα με δύο όψεις ...

Πρόκειται για ποίημα του Τζόναθαν Ριντ με το διπλό τίτλο « “ Χαμένη γενιά ” / “ Υπάρχει ελπίδα ” » , το οποίο ανακάλυψα ήδη μεταφρασμένο στα ρώσικα από τον Δ. Τσερνισόβ και με τη σειρά μου επιχείρησα ν’ αποδώσω στα ελληνικά .
Εγώ – είμαι μέρος μιας χαμένης γενιάς
Και αρνούμαι να πιστέψω ότι
Μπορώ να αλλάξω τον κόσμο.
Καταλαβαίνω ότι ίσως σε σοκάρει αυτό , αλλά
" Η ευτυχία είναι ήδη μέσα σου "
- Αυτό είναι ένα ψέμα στην πραγματικότητα .
Τα χρήματα θα με κάνουν ευτυχισμένο
Και όταν κλείσω τα τριάντα , θα πω στον απόγονό μου ότι
Αυτός - δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου .
Το αφεντικό μου θα ξέρει ότι
Βασική αρχή μου είναι:
Η δουλειά
Είναι πιο σημαντική από ό, τι
Η οικογένεια
Ακούστε:
Όπως κι αιώνες πριν
Οι άνθρωποι ζουν σε οικογένειες
Αλλά τώρα
Η κοινωνία δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια
Οι ειδικοί μου λένε ότι
Σε τριάντα χρόνια , εγώ θα γιορτάζω τη δεκαετή επέτειο του διαζυγίου μου .
Δεν πιστεύω ότι
Θα ζω στη χώρα , που θα έχω δημιουργήσει ο ίδιος .
Στο μέλλον
Η καταστροφή της φύσης θ’ αποτελεί κανόνα .
Κανείς δεν πιστεύει ότι
Θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε τον όμορφο πλανήτη μας .
Και φυσικά
Η γενιά μου έχει χαθεί .
Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι
Υπάρχει ελπίδα.

Τώρα διαβάστε το ποίημα από κάτω προς τα πάνω.

To παραπάνω λογοτεχνικό δημιούργημα αποτελεί δείγμα ανάγνωσης διπλής κατεύθυνσης , ως σύμβολο των δύο αντίθετων εκδοχών της ανθρώπινης εξέλιξης . Ποια από τις δύο θα επιλέξετε , αυτό εσείς το αποφασίζετε .

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο ,θεσμός της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους , διδασκαλία και τέλεση θεατρικών παραστάσεων επ' ευκαιρία των εορτασμών του Διονύσου, αναπτύχθηκε στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου και διαμορφώθηκε πλήρως κατά την κλασική περίοδο -κυρίως στην Αθήνα. Φέρει έναν έντονο θρησκευτικό και μυστηριακό χαρακτήρα κατά τη διαδικασία της γέννησής του, αλλά και έναν εξίσου έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα κατά την περίοδο της ανάπτυξής του.
Το θέατρο γεννιέται αρχικά στις αγροτικές γιορτές προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Σε αυτές τις γιορτές ψάλλονταν διθύραμβοι, απαγγέλονταν ποιήματα, φαλλικά τραγούδια και τραγούδια διακωμώδησης , που περιείχαν στοιχεία διαλόγου και σπέρματα θεατρικής δράσης.
Θέατρο ονομάζονταν αρχικά το ακροατήριο και αργότερα η ονομασία επικράτησε για τον τόπο των παραστάσεων με το σύνολο των κτισμάτων του. Ήδη, στα μινωικά ανάκτορα υπήρχαν ειδικοί χώροι με δύο κλίμακες σε ορθή γωνία που προορίζονταν για θρησκευτικούς χορούς και τις λειτουργίες. Σχετικά δείγματα βρέθηκαν στη Φαιστό, στην Κνωσό κ.α. Η αρχαιότερη μορφή του ελληνικού κοίλου (6ος αι. π.Χ.), της θέσης δηλαδή των θεατών, ήταν ένα σύνολο ξύλινων εδωλίων που τοποθετούνταν γύρω από ένα επίπεδο κυκλικό χώρο, την ορχήστρα, όπου εκτυλισσόταν το δράμα. Στην μετέπειτα εξέλιξη του θεάτρου, όταν τη δράση ανέλαβαν αποκλειστικά οι ηθοποιοί, δημιουργήθηκε η υπερυψωμένη πάνω από την ορχήστρα σκηνή και το προσκήνιο.

Τα κύρια μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου ήταν η σκηνή, η ορχήστρα και το κοίλον, με τα ακόλουθα επιμέρους μέρη:


Η σκηνή: ορθογώνιο, μακρόστενο κτήριο, που προστέθηκε κατά τον 5ο αι. π.Χ. στην περιφέρεια της ορχήστρας απέναντι από το κοίλον. Στην αρχή ήταν ισόγεια και χρησιμοποιούταν μόνο ως αποδυτήρια, όπως τα σημερινά παρασκήνια.
Το προσκήνιο: μια στοά με κίονες μπροστά από τη σκηνή. Ανάμεσα στα διαστήματα των κιόνων βρίσκονταν θυρώματα και ζωγραφικοί πίνακες (τα σκηνικά). Τα θυρώματα του προσκηνίου απέδιδαν τρεις πύλες, από τις οποίες έβγαιναν οι υποκριτές. Το προσκήνιο ήταν αρχικά πτυσσόμενο, πιθανώς ξύλινο.
Τα παρασκήνια: τα δύο άκρα της σκηνής που προεξέχουν δίνοντάς της σχήμα Π στην κάτοψη.
Οι πάροδοι: οι διάδρομοι δεξιά και αριστερά από τη σκηνή που οδηγούν στην ορχήστρα. Συνήθως σκεπάζονταν με αψίδες.
Η ορχήστρα: Η ημικυκλική (ή κυκλική, π.χ. Επίδαυρος) πλατεία στο κέντρο του θεάτρου. Συνήθως πλακόστρωτη. Εκεί δρούσε ο χορός.
Η θυμέλη: ο βωμός του Διονύσου στο κέντρο της ορχήστρας.
Ο εύριπος: αγωγός απορροής των υδάτων στην περιφέρεια της ορχήστρας από το μέρος του κοίλου.
Το κοίλον: όλος ο αμφιθεατρικός χώρος (με τα εδώλια, τις σκάλες και τα διαζώματα) γύρω από την ορχήστρα όπου κάθονταν οι θεατές.
Οι αναλημματικοί τοίχοι: οι τοίχοι στήριξης του εδάφους στα άκρα του κοίλου.
Οι αντηρίδες: πυργοειδείς τοίχοι κάθετοι προς τους αναλημματικούς που χρησιμεύουν στην καλύτερη στήριξή τους.
Τα διαζώματα: οριζόντιοι διάδρομοι που χωρίζουν τις θέσεις των θεατών σε οριζόντιες ζώνες.
Οι σκάλες: κλιμακωτοί εγκάρσιοι διάδρομοι για την πρόσβαση των θεατών στις θέσεις τους.
Οι κερκίδες : ομάδες καθισμάτων σε σφηνοειδή τμήματα που δημιουργούνται από τον χωρισμό των ζωνών με τις σκάλες.
Τα εδώλια: τα καθίσματα, οι θέσεις των θεατών.
Η προεδρία : η πρώτη σειρά των καθισμάτων όπου κάθονταν οι επίσημοι.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΕΓΩ ΣΑΣ

Λένε πως ήταν κάποτε ένας πρίγκιπας που άρχισε ξαφνικά να πιστεύει πως ήταν πετεινός. Μια μέρα λάλησε τόσο δυνατά, που ξύπνησε όλη την αυλή με την ανατολή. Τρέχουν όλοι στο δωμάτιο τον και βλέπουν τον πρίγκιπα γυμνό, να πηγαίνει ανακούρκονδα από τη μια άκρη στην άλλη, ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια στα πλευρά του σαν να ήταν φτερά, και να βγάζει κάτι περίεργους ήχους, σαν κακαρίσματα.

Οι αυλικοί τρομάζουν με την εικόνα και προσπαθούν να φέρουν τον πρίγκιπα στα συγκαλά του, εκείνος όμως αρχίζει να τρέχει πέρα-δώθε στο δωμάτιο, «τσιμπώντας» με τη μύτη του δυνατά όσους καταφέρνουν να τον πλησιάσουν, ώσπου μπαίνει κάτω από ένα τραπέζι και μένει εκεί.
Οι μέρες περνάνε, αλλά η κατάσταση του πρίγκιπα δεν βελτιώνεται.
Ο πατέρας του, ο βασιλιάς, καλεί τους επιφανέστερους γιατρούς του βασιλείου. Δοκιμάζουν αναρίθμητες αλοιφές και φάρμακα από το στόμα, αλλά κανένα γιατροσόφι δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς καταφεύγει στους σοφούς και τους μυστικιστές, καθώς επίσης και σ’ αυτούς που αποκαλούνται μάγοι και σαμάν, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πρίγκιπας είναι το ίδιο τρελός όσο ήταν και στην αρχή.

Ώσπου μια μέρα έρχεται στο παλάτι ένας γέρος και δηλώνει ότι μπορεί να θεραπεύσει τον πρίγκιπα. Ίδιος ζητιάνος, οι φρουροί ετοιμάζονται να τον ξαποστείλουν χωρίς δεύτερη κουβέντα, όμως ο απελπισμένος βασιλιάς δέχεται να τον δει.

«Μόνο εγώ μπορώ να θεραπεύσω τον γιο σου» λέει ο γέρος μόλις παρουσιάζεται στον βασιλιά. «Για να θεραπεύσεις έναν τρελό χρειάζεσαι κάποιον ακόμα πιο τρελό… κι αυτός είμαι εγώ. Μονάχα εγώ, που έχω περάσει από τον κόσμο της τρέλας, ξέρω τον δρόμο της επιστροφής.»
Ο βασιλιάς που δεν ξέρει πια τι άλλο να δοκιμάσει, δέχεται την πρόταση του γέρου και διατάζει να τον οδηγήσουν στο δωμάτιο του πρίγκιπα. Μπαίνει μέσα ο γέρος, γδύνεται τελείως, γονατίζει, κουνάει τα χέρια του, κακαρίζει και πάει να κουρνιάσει κάτω απ’ το τραπέζι.

«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει ο πρίγκιπας βλέποντας τον να μπαίνει στα χωράφια του.
«Είμαι ένας πετεινός πιο έμπειρος από σένα» λέει ο γέρος. «Εσύ είσαι κοτοπουλάκι ακόμα, μαθητής. Δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι πετεινός.»

Ο πρίγκιπας δείχνει να τα χάνει.
«Δηλαδή… είσαι κι εσύ πετεινός;» του λέει. «Όμως, μοιάζεις με άνθρωπο…»
«Μην εμπιστεύεσαι το παρουσιαστικό μου» απαντάει ο γέρος. «Δες το πνεύμα μου, και θα καταλάβεις πως είμαι κι εγώ πετεινός σαν εσένα.»

Έτσι, ο πρίγκιπας δέχεται τον γέρο κάτω από το τραπέζι, και μετά από λίγο γίνονται φίλοι. Λαλούν μαζί τα χαράματα που βγαίνει ο ήλιος, και περνούν τη μέρα τους κάνοντας βόλτες καμαρωτοί μέσα στο δωμάτιο. Ώσπου, μια μέρα, ανέλπιστα, ο γέρος φοράει ένα πουκάμισο.
«Τι κάνεις εκεί;» του λέει ο πρίγκιπας. «Οι πετεινοί δεν ντύνονται όπως οι άνθρωποι!»
«Όπως και να ντυθώ, παραμένω πετεινός. Ξεγελάω τους ανθρώπους και νομίζουν πως είμαι ένας απ’ αυτούς. Εσύ όμως δεν πρέπει να είσαι τόσο εύπιστος. Το πνεύμα μου παραμένει πάντα πνεύμα πετεινού.»

Ο πρίγκιπας αναγκάζεται να παραδεχτεί πως έχει δίκιο, γι’ αυτό, όταν αρχίζει να κάνει κρύο, ο γέρος καταφέρνει να τον πείσει να φορέσει κι αυτός ένα πουκάμισο. Περνάνε μερικές μέρες και, ένα βράδυ, ο γέρος ζητάει από τους υπηρέτες τον παλατιού να του φέρουν φαγητό. Ο πρίγκιπας αντιδρά ξανά:

«Μα τι κάνεις; Θα φας όπως αυτοί;»
«Η φύση του πετεινού δεν θ’ αλλάξει απ’ αυτό που θα φάω. Μπορείς ν’ απολαύσεις οποιαδήποτε λιχουδιά. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και να συνεχίσεις να είσαι πετεινός.»

Εκείνο το βράδυ μοιράζονται οι δυο τους ένα νοστιμότατο πιάτο με ψητό κρέας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο γέρος πείθει τον πρίγκιπα να γυρίσει βήμα βήμα ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πρίγκιπας καταλήγει να συμπεριφέρεται απολύτως φυσιολογικά, ενώ ο γέρος γίνεται δεκτός στην αυλή σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.

Ώσπου κάποια μέρα, στη μέση ενός επίσημου δείπνου στο οποίο παρίσταται και ο πρίγκιπας τηρώντας απολύτως το πρωτόκολλο, ένας από τους αυλικούς σχολιάζει:
«Και να σκεφτεί κανείς, ότι πριν από μερικές εβδομάδες η Υψηλότης σας πίστευε πως ήταν πετεινός!»

Ο πρίγκιπας σκύβει και ψιθυρίζει στο αφτί του αυλικού:

«Μην πεις τίποτα, αλλά είμαι πετεινός. Απλώς, φέρομαι σαν άνθρωπος κι έτσι τους ξεγελάω όλους».
Ο αυλικός τρέχει αμέσως να το πει στον βασιλιά, κι εκείνος, έξαλλος, πηγαίνει συνοδευόμενος από την ακολουθία του να επιπλήξει τον γέρο:

«Ο γιος μου εξακολουθεί να είναι τρελός!» του λέει.
«Ασφαλώς» απαντάει ο γέρος. «Όπως όλοι σας. Εκείνος πιστεύει πως είναι πετεινός, εσύ πως είσαι βασιλιάς, εσείς ότι είσαστε αυλικοί ευγενείς… Ποια είναι η διαφορά;»
Ο βασιλιάς πάει κάτι να πει, δεν βρίσκει όμως το κατάλληλο επιχείρημα και παραμένει άλαλος μ’ ανοιχτό το στόμα.

Ο γέρος συνεχίζει:

«Η διαφορά είναι πως εκείνος έμαθε να ξεχωρίζει την ουσία από τη συμπεριφορά · το είμαι από το φαίνομαι. Μπορεί να είναι σήμερα πετεινός, αύριο άνθρωπος, την επομένη λιοντάρι ή και πέτρα… Μπορεί να γίνει γυναίκα, παιδί ή πειρατής, η ουσία του όμως θα μείνει αναλλοίωτη. Αντιθέτως, εσύ είσαι κολλημένος. Πιστεύεις πως είσαι βασιλιάς και δεν μπορείς παρά να φέρεσαι σαν βασιλιάς. Εσύ είσαι ο τρελός! Τελείως τρελός. Όπως όλοι όσοι θεωρούν πως η τρέλα σου είναι μέρος μιας αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας… Μπορεί ο γιος σου να είναι λίγο τρελός, αλλά αυτός τουλάχιστον το ξέρει. Και είναι σίγουρα λιγότερο τρελός απ’ όλους εσάς!»
Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ ένα χαμόγελο, ξανάπιασε ο γέρος το πιρούνι του και συνέχισε ήρεμα το φαγητό του.
————
Όταν δεν μπορούμε ούτε για μια στιγμή ν’ απαλλαγούμε από το εγώ μας, η εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για εμάς τους ίδιους γίνεται φυλακή.
Και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αφήνουμε έξω άπειρες εναλλακτικές και ακυρώνουμε μεγάλες δυνατότητες, απλά και μόνο γιατί είναι αντίθετες με την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για το «ποιοι είμαστε».
Αντιθέτως, αν βρούμε το κουράγιο να διαγράψουμε αυτό το κατασκεύασμα —δημιούργημα ως επί το πλείστον της διαπαιδαγώγησης μας, το οποίο, όμως, με τον καιρό διατηρήθηκε και ενισχύθηκε με τη δική μας πάντα συνενοχή—, θα μπορέσουμε, όπως ο πρίγκιπας της ιστορίας, να επιλέξουμε μέχρις ενός ορισμένου σημείου ποιοι θέλουμε να είμαστε, πώς θέλουμε να συμπεριφερόμαστε και ποιες πλευρές της ζωής μας θέλουμε να εξελίξουμε και να εξερευνήσουμε περισσότερο.

Γιατί ο Άνθρωπος

Η υπόρρητη ερώτηση που ταλανίζει τον άνθρωπο, από καταβολής της εν νόησης, είναι η: τι είναι ο άνθρωπος;. Η συγκεκριμένη υφέρπουσα απορία μετεξελίχθηκε σε κραυγαλέο φιλοσοφικό κάματο από την αρχαία Ελλάδα, τους Αναγεννησιακούς χρόνους αλλά και ως τις μέρες μας.

Το παραπάνω περιεχόμενο της ενδοσκόπησης από μόνο το γεννά ένα ακόμα ερώτημα. Είναι ώριμη και έλλογη η αναζήτηση της απάντησης στο τι είναι ο άνθρωπος και ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί; Αναλογιζόμενοι ότι οι πρωτάνθρωποι δεν είχαν την ανάγκη της εσωτερικής αναζήτησης, μας οδηγεί στο απότοκο συμπέρασμα πως βίωναν την υπόστασή τους δίχως φραγμούς, όντας ενωμένοι με το αποκαλούμενο θείο. Δεν σου γεννάτε η ανάγκη να ερευνήσεις ή να ερμηνεύσεις κάποιο φαινόμενο όταν το βιώνεις σε απλούς ρυθμούς, μα όταν το χάσεις και με την πάροδο του χρόνου, το ξεχάσεις, τότε θέτεις τα λεγόμενα φιλοσοφικά ερωτήματα περί αυτού. Παρατηρούμε πως η ανθρώπινη οντότητα είναι αδύνατο να παραμείνει στατική ακολουθώντας τους συμπαντικούς κανόνες, συνεπώς οι αλλαγές είναι παραπάνω από βέβαιες, οπότε γεννάτε η ανάγκη της εξήγησης τους. Το αξιοσημείωτο είναι πως για πρώτη φόρα το παρατηρούμενο αντικείμενο είναι ταυτόχρονα ο ερευνητής και ο παρατηρητής, γεγονός που ενέχει αυτονόητους κινδύνους. Από μόνη της η αυτή αναζήτηση δυναμιτίζει τα θεμέλια του υλισμού και υπαινίσσεται την ύπαρξη πνεύματος, συνειδήσεως ακόμα και θεού.

Ποια είναι η αιτία αυτή που ωθεί τον άνθρωπο στην αφηρημένη και πολυσύνθετη σκέψη πάνω στην ύπαρξή του; Κατά τον Σωκράτη ο Θεός δεν φιλοσοφεί, γιατί κατέχει τη σοφία, φιλοσοφεί όμως ο άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι πεπερασμένη. Επίσης ταλανίζουμε την διάνοια μας διότι έχουμε μια ενδόμυχη και διαρκή ανάγκη για αποδείξεις της ανθρώπινης υπόστασης αλλά και των φυσικών φαινομένων. Μια επιπλέον αφορμή για στοχασμό ήταν η ανάπτυξη του ανθρωπίνου εγκεφάλου με αποτέλεσμα την εμφάνιση του λόγου, άρα και της ικανότητας να μπορούμε να μοιραστούμε και να συγκρίνουμε τις σκέψεις μας.

Τροχοπέδη στην εξέλιξη των φιλοσοφικών θεμάτων που άπτονται είτε της ανθρώπινης ύπαρξης, είτε της περιβάλλουσας φύσης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Πιο συγκεκριμένα, η πιστότητα, η αξιοπιστία και η βασιμότητα των παραγόμενων ιδεών ή συμπερασμάτων γίνονται ασυνείδητα θύματα των ανθρωπίνων αισθήσεων. Δηλαδή ο άνθρωπος προσπαθεί να εξηγήσει τα πάντα βάση των δικών του εμπειριών εξαρτώμενων των πέντε αισθήσεων του. Το γεγονός αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να γίνει κοινωνός της πραγματικής γνώσης, διότι υπεισέρχεται η υποκειμενικότητα και το περιορισμένο φάσμα των αισθήσεων μας. Το φαινόμενο αυτό το παρατηρούμε στην προσπάθεια της ευκλείδειας εξήγησης του πολυδιάστατου σύμπαντος.

Βέβαια η φιλοσοφική αναζήτηση δεν είναι καθολικό συμβάν. Το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού αντί να ενδοσκάπτει σηκώνει ψηλά το κεφάλι θωρώντας ένα μεγαλύτερο μυστήριο εξω-ατομικό. Το μυστήριο του σύμπαντος φαντάζει πιο δυσεπίλυτο άρα πιο συναρπαστικό, αλλά είναι μια καλά κρυμμένη δικαιολογία προς αποφυγή της προσωπικής ανακάλυψης – ή καλύτερα της επαν-ανακάλυψης. Με τον τρόπο αυτό μεταθέτει το πρόβλημα έξω από τον ίδιο, ομοίως παρατηρούμε και στην καθημερινή ζωή να αποφεύγουμε δικά μας προβλήματα ή να αναβάλουμε την επίλυσή τους και να μας απασχολούν αλλότρια προβλήματα.

Μεγάλη η βαρύτητα της ερώτησης που τέθηκε στην αρχή του κειμένου και ακόμα μεγαλύτερη η προσπάθεια που έχει καταβληθεί ανά τους αιώνες προς απάντηση της από τον φιλοσοφικό κόσμο. Όμως, η θεμελιώδης ερώτηση που τίθεται δεν είναι η: τι είναι ο άνθρωπος, αλλά η: γιατί είναι ο Άνθρωπος. Δηλαδή, ποιος είναι ο σκοπός που εξυπηρετεί η ανθρώπινη ύπαρξη; Για ποιο λόγω ενσαρκωνόμαστε έχοντας ξέχωρες ιδιαιτερότητες και ικανότητες από το λοιπό ζωικό βασίλειο και μάλιστα με την ιδιότητα της εξαιρετικά σύντομης σε χρόνο εξέλιξής των, όντας ¨καταδικασμένοι¨ στην διαδικασία της δημιουργίας και επιλεκτικής εξέλιξης;

Ο προφανής λόγος ύπαρξης είναι η εξέλιξη του γονιδιώματος μας ως τμήμα της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών, δηλαδή η αρχέγονη ανάγκη για τεκνοποίηση, επιβίωση και κυριάρχηση επί των άλλων ειδών της πλούσιας γήινης βιοποικιλότητας. Η εξήγηση αυτή αν και λογικοφανής δεν πληρώνει το αίσθημα της αυτογενούς αναζήτησης. Το αίσθημα αυτό της μη εσώτερης πληρότητας της περιέργειας οφείλετε στο γεγονός πως ο άνθρωπος πλέον έχει ξεφύγει από αυτόν τον σκοπό, άρα αυτή η εξήγηση θα αρκούσε πριν διακόσια χρόνια, μα όχι στους σύγχρονους καιρούς. Παρατηρούμε πλέον πως ο άνθρωπος έχει ξεφύγει από την ανάγκη της αναπαραγωγής και επιβίωσης δημιουργώντας ανάγκες όπως η εξερεύνηση του περιβάλλοντος, την ανάγκη για τέχνη και καλαισθησία, δρούμε με σκοπό την διασκέδαση ή την ψυχαγωγία, τον κοινωνικό συναγελασμό, πετύχαμε την μη βιολογική εξέλιξη – την επιστημονική και τεχνολογική, είδαμε πίσω στον χρόνο με τηλεσκόπια, λύσαμε το ερώτημα του υποατομικού σωματιδίου, κ.ο.κ.  

Παρόλο την απόκτηση γνώσης το κυρίαρχο και επιτακτικό ερώτημα του σκοπού και του νοήματος της ύπαρξης εμμένει, αφού έχουμε ξεφύγει από την εξήγηση της επιβίωσης και εξέλιξης. Συνεπώς μπορούμε να οδηγηθούμε σε ένα συμπέρασμα ίσως αβέβαιο, ίσως υποκειμενικό, ίσως μη επαρκές αλλά έτσι είναι η νοητική παραγωγή, μη ζυγίσιμη. Η ανθρωπότητα απαρχής της ζει στην ψευδαίσθηση της αναζήτησης σκοπού χωρίς να δίνει χώρο στην πιθανότητα να είναι αυτή που δίνει διαχρονικά σκοπούς στην ύπαρξη. Στα πρώιμα ανθρώπινα χρόνια σκοπός ήταν η επιβίωση και η χρονική συνέχεια του είδους. Στην συνέχεια και αφού αυτός ο στόχος πραγματώθηκε τέθηκαν εκ νέου στόχοι όπως για παράδειγμα αυτού του ευ ζείν. Τίθενται συνεχώς νέοι στόχοι, νέοι σκοποί στην ύπαρξη, που μπορεί να είναι μακροπρόθεσμοι ή όχι, πραγματοποιήσιμοι ή όχι, αλλά δεν παύουν να τίθενται.

Ελπίζουμε μόνο με την πάροδο του χρόνου ο σκοπός και ο στόχος της ζωής από την υλιστική προδιάθεση να τείνουν προς το πνευματικό επίπεδο, στο επίπεδο το ανθρωποκεντρικό, στο επίπεδο της εύρεσης του ανθρώπινου κέντρου.

Ευθύνη: η βασική φύση του ανθρώπου

Όλες οι εξωτερικές μορφές αλλαγής που επιφέρονται από πολέμους, επαναστάσεις, μεταρρυθμίσεις, νόμους και ιδεολογίες έχουν αποτύχει εντελώς ν’ αλλάξουν την βασική φύση του ανθρώπου και επομένως την κοινωνία.

Σαν ανθρώπινα όντα που ζούμε σ’ αυτό τον τερατόμορφο, άσχημο κόσμο, ας ρωτήσουμε τους εαυτούς μας, μπορεί αυτή η κοινωνία, που’ ναι βασισμένη στον ανταγωνισμό, στην βαρβαρότητα και τον φόβο να σταματήσει να’ ναι έτσι; Όχι σαν κάτι το θεωρητικό, όχι σαν ελπίδα, αλλά σαν πραγματικό γεγονός, έτσι που το πνεύμα να γίνει φρέσκο, καινούριο και καθαρό και να μπορεί να δημιουργήσει ένα διαφορετικό κόσμο;

Εγώ νομίζω πως αυτό μπορεί να συμβεί, μόνο αν ο καθένας από μας παραδεχτεί το βασικό γεγονός, ότι εμείς σαν άτομα, σαν ανθρώπινα όντα, σ’ όποιο μέρος του κόσμου τυχαίνει να ζούμε, σε οποιοδήποτε πολιτισμό τυχαίνει να ανήκουμε, είμαστε ολοκληρωτικά υπεύθυνοι για την όλη κατάσταση του κόσμου.

Είμαστε ο καθένας μας υπεύθυνος για κάθε πόλεμο, εξαιτίας της επιθετικότητας της δικιάς μας ζωής, του εθνικισμού μας, του εγωισμού μας, των θεών μας, των προκαταλήψεών μας, των ιδανικών μας, όλων όσων μας κάνουν να είμαστε διχασμένοι. Και μόνο όταν παραδεχτούμε, όχι διανοητικά αλλά πραγματικά, όσο πραγματικά αναγνωρίζουμε ότι πεινάμε ή πονάμε, ότι εσείς κι εγώ είμαστε υπεύθυνοι για όλο αυτό το χάος και τη μιζέρια που υπάρχει απ’ άκρη σ’ άκρη στον κόσμο, γιατί έχουμε συνεισφέρει σ’ αυτά στην καθημερινή μας ζωή και είμαστε ένα κομμάτι αυτής της τερατόμορφης κοινωνίας με τους πολέμους της, τις διχόνοιες, τις ασχήμιες, τις βαρβαρότητες και την απληστία, τότε μόνο θα κάνουμε κάτι.

ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ

Ότι βλέπουμε είναι περιορισμένο, ό,τι ακούμε είναι περιορισμένο, ό,τι διακρίνουμε είναι περιορισμένο.

Αν μπορέσεις όμως να αποκτήσεις επίγνωση, τότε κάθε περιορισμένο πράγμα εξαφανίζεται μέσα στο απεριόριστο στοιχείο.

Κοίτα τον ουρανό. Θα δεις ένα περιορισμένο τμήμα του, όχι επειδή είναι περιορισμένος ο ουρανός, αλλά επειδή είναι περιορισμένα τα μάτια σου, η εστίασή σου είναι περιορισμένη.

Αν όμως μπορείς να αποκτήσεις επίγνωση ότι αυτός ο περιορισμός υπάρχει λόγω της εστίασης, λόγω των ματιών, ότι δεν είναι ο ουρανός που είναι περιορισμένος, τότε θα δεις ότι τα σύνορα θα λειώνουν μέσα στο απεριόριστο στοιχείο.

Αλλιώς η ύπαρξη είναι απεριόριστη, αλλιώς τα πάντα λειώνουν μέσα σε κάτι άλλο.

Τα πάντα χάνουν τα σύνορά τους, κάθε στιγμή εξαφανίζονται τα κύματα μέσα στον ωκεανό΄ και τίποτε δεν έχει τέλος και δεν υπάρχει καμία αρχή.

Το κάθε τι είναι και κάθε τι άλλο επίσης.

Κάθισε κάτω από ένα δέντρο και κοίτα, και από ό,τι μπορείς να δεις πήγαινε πιο πέρα, κοίταξε πέρα, και μην σταματάς πουθενά.

Βρες πού λειώνει αυτό το δέντρο.

Αυτό το δέντρο, αυτό το μικρό δέντρο μέσα στον κήπο σου, έχει μέσα του ολόκληρη την ύπαρξη.

Λειώνει την κάθε μια στιγμή.

Οπου κι αν κοιτάς, αναζήτησε το πέραν και μην σταματάς πουθενά.

Προχώρα συνεχώς, μέχρι να χάσεις τον νου σου, μέχρι να χάσεις όλα σου τα περιορισμένα πρότυπα.

Ξαφνικά θα φωτιστείς. Ολη η ύπαρξη είναι ένα. Το ενιαίο αυτό είναι ο στόχος.

Και ξαφνικά ο νους βαριέται τα πρότυπα, τον περιορισμό, τα σύνορα΄ και καθώς επιμένεις να πηγαίνεις πέρα, καθώς τον σύρεις πέρα και πιο πέρα, ο νους γλιστρά, πέφτει ξαφνικά, και κοιτάς την ύπαρξη ως ένα πελώριο ενιαίο σύνολο, τα πάντα να λειώνουν το ένα μέσα στο άλλο, τα πάντα να μεταβάλλονται το ένα στο άλλο.

Κάθισε επί μία ώρα και βρες το. Μην δημιουργείς περιορισμούς πουθενά. Οποιος κι αν είναι ο περιορισμός, προσπάθησε να βρεις το πέραν και προχώρησε και συνέχισε να προχωράς.

Η χαρα ειναι το ερεβοκτόνο φως

Είμαι γεμάτος από χαρά -αλλά και γεμάτος από φόβο.

Δώσε όλη σου την ενέργεια στη χαρά και ο φόβος θα εξαφανιστεί. Αγνόησε το φόβο, μην δίνεις προσοχή στο φόβο, γιατί όσο πιο πολύ του δίνεις προσοχή, τόσο πιο πολύ θα παραμένει. Βάλε ολότελα τον εαυτό σου στην κατεύθυνση από όπου εμφανίζεται η χαρά κι ο φόβος θα εξαφανιστεί, όπως ακριβώς εξαφανίζεται το σκοτάδι όταν φέρνεις μέσα το φως.

Η χαρά είναι φως. Και η χαρά είναι η αρχή ενός μεγάλου προσκυνηματικού ταξιδιού, το οποίο τελειώνει όταν βρίσκεις τη θεϊκότητα. Συνέχισε λοιπόν -χωρίς κανένα φόβο, διότι η ύπαρξη προστατεύει πάντα εκείνους που την εμπιστεύονται. Χαλάρωσε, δώσου στην ύπαρξη κι άφησε τη χαρά να σε κατακλύσει. Άσε τη να γίνει τα φτερά σου, έτσι ώστε να μπορέσεις να φτάσεις ως τα αστέρια.

Η χαρούμενη καρδιά βρίσκεται πολύ κοντά στα αστέρια.

Μόνο οι λυπημένοι κι οι θλιμμένοι κι οι δυστυχισμένοι πάνε προς την κόλαση. Δημιουργούν οι ίδιοι την κόλασή τους. Οι χαρούμενοι, αυτοί που τραγουδούν και χορεύουν και γιορτάζουν, δημιουργούν το δικό τους παράδεισο με κάθε τους τραγούδι, με κάθε τους χορό.

Στο χέρι σου είναι να δημιουργήσεις παράδεισο ή να πέσεις μέσα στο σκοτάδι, μέσα στη φωτιά της κόλασης. Δεν βρίσκονται έξω από σένα αυτά΄ βρίσκονται και τα δύο μέσα σου. Εξαρτώνται όλα από το τι επιλέγεις να είσαι.

Επέλεξε να είσαι θεϊκός, επέλεξε να είσαι όλο και πιο πολύ γιορταστικός, επέλεξε να γιορτάζεις, έτσι ώστε όλο και πιο πολλά λουλούδια να μπορούν να ανθίσουν μέσα στην ύπαρξή σου και όλο και πιο πολλή ευωδιά να μπορεί να σου είναι διαθέσιμη.

Κι ο τρόπος αυτός δεν θα βοηθήσει εσένα μόνο, θα βοηθήσει κι όλους όσοι έρχονται σε επαφή μαζί σου. Όταν βλέπεις λίγους ανθρώπους να χορεύουν, ξαφνικά νιώθεις ότι τα πόδια σου είναι έτοιμα. Ίσως προσπαθήσεις να τα ελέγξεις, γιατί σε έχουν διδάξει να ελέγχεις, αλλά το σώμα σου θέλει να πάρει μέρος στο χορό. Όποτε έχεις την ευκαιρία να γελάσεις, λάβε μέρος΄ όποτε έχεις την ευκαιρία να χορέψεις, λάβε μέρος΄ όποτε έχεις την ευκαιρία να τραγουδήσεις, τραγούδησε΄ και κάποια μέρα θα δεις ότι έχεις δημιουργήσει το δικό σου παράδεισο.

Δεν είναι πως πάει κανείς στον παράδεισο ''ο παράδεισος δεν βρίσκεται κάπου στον ουρανό''  είναι κάτι που δημιουργεί κανείς γύρω από τον εαυτό του.

Πρόκειται για μια καλή αρχή. Με όλες τις ευλογίες μου, πήγαινε βαθύτερα, παρά τους όποιους φόβους. Μην ακούς ποτέ τα αρνητικά πράγματα, γιατί αν τα ακούς, μπορούν να σε δηλητηριάσουν, μπορούν να καταστρέψουν τη χαρά σου -κράτησέ την καθαρή, αμόλυντη. Και υπάρχουν εδώ άνθρωποι που θα χορέψουν μαζί σου, που θα γιορτάσουν, γιατί έκανες το πρώτο βήμα προς την ύπαρξη.Και θέλω να σου θυμίσω ότι το πρώτο βήμα αποτελεί τη μισή σχεδόν διαδρομή.

Το δάσος και το υποσυνείδητο

Ένα τεράστιο δάσος είναι το υποσυνείδητό μας. Καθένας μπορεί να έχει εικόνα από ένα δάσος. Ένα δάσος είναι γεμάτο από διάφορα δέντρα. Μπορεί να είναι και μία μορφή ζούγκλας.

Όπως και να έχει τα δέντρα αυτά απαρτίζουν τις βασικές και παγειωμένες μας συνήθειες. Συνήθειες που οι σπόροι τους μπήκαν πολύ παλιά και γι’ αυτό έφτασαν πια στο σημείο του δέντρου.

Μπαίνοντας στον δρόμο της αυτογνωσίας και της αναζήτησης της αλήθειας μας, είναι αρκετά δύσκολο να αναγνωρίσουμε πια από τα δέντρα αυτά δεν είναι δικά μας. Ποιες από τις συνήθειες αυτές που έχουμε δεν είναι για μας ή είναι φραγμοί αντί για ανέλιξη και εξέλιξή μας.

Έτσι οι περισσότεροι άνθρωποι που μπαίνουν στον δρόμο της αυτογνωσίας, θα ασχοληθούν με τα χορταράκια γύρω από το κάθε δέντρο, μα δεν θα δώσουν ίσως καμία σημασία στο δέντρο. Μπορεί το νέο χορταράκι που πάει να φυτρώσει να είναι μία αυθεντική δική μας διαδρομή, όμως επειδή μοιάζει παράταιρο από τα δέντρα εμείς θα μπούμε στην διαδικασία να το ξεριζώσουμε από εκεί, για να συνεχίσει να υπάρχει η αρμονία του δέντρου ( παγιωμένη συνήθεια).

Το χορταράκι αυτό μπορεί να είναι μία εσωτερική δική μας ανάγκη, την οποία το εγώ μας θα αρχίσει να την μάχεται αφού δεν έχει καμία σχέση με το όλο μας περιβάλλον.

Αντί λοιπόν να μπούμε στην έρευνα και την αναζήτηση πως μπήκαν όλα αυτά τα δέντρα εκεί, θα αρχίσουμε την μάχη σε αυτά τα μικρά χορταράκια.

Μα αν το δείτε σωστά τα δέντρα αυτά που έχουν φτάσει σε ένα τεράστιο ύψος είναι που μας κρύβουν τον ήλιο και τον ουρανό.

Μας κρύβουν την ουσία και την αλήθεια μας. Όμως επειδή μας προκαλεί τρόμο να αρχίσουμε να αναζητάμε την έλευση του κάθε δέντρου το μόνο που θα κάνουμε τελικά είναι να βγάζουμε τα χορταράκια αυτά. Που στην πραγματικότητα δεν έχουμε ιδέα τίνος είναι.

Οπότε παραμένουν οι άνθρωποι αυτοί, που αναζητούν την αλήθεια και την αυτογνωσία, με τα δέντρα, δηλαδή παγιωμένες ιδέες και συνήθειες.

Θεωρούν ότι έφτασαν στην απόλυτη αντίληψη τους και στην απόλυτη γνώση του είμαι τους, ενώ παραμένουν με τον βασικό σκελετό τους, τα βασικά δέντρα τους. Τα οποία δέντρα είναι αυτά που δομήθηκαν εκεί πίσω στα χρόνια της αθωότητας.

Τι κάνουμε λοιπόν ως προς όλο αυτό το δάσος ?

Πρώτα από όλα είναι να δούμε ένα ένα τα δέντρα αυτά. Είναι συνήθειες και τρόποι λειτουργίας μας για τα απλά καθημερινά μας πράγματα. Από τον τρόπο που θα ντυθούμε, από τον τρόπο που θα φάμε, από τον τρόπο που περπατάμε. Από τα πολύ απλά, από τα πολύ μικρά ξεκινάει η ανασύνταξη του εαυτού μας και όχι από τα μεγάλα. Κάθε τι μεγάλο για να αλλάξει, θα αλλάξει από τα πολλά μικρά που θα θέσουμε ως αλλαγή τους.

Μην έχετε την απαίτηση από τους εαυτούς σας να κάνουν μία αλλαγή τεράστια, γιατί αυτή η αλλαγή θα είναι και πλασματική και φυσικά δεν θα έχει διάρκεια. Θα σας υπόσχετε ο εαυτό σας την αλλαγή, η οποία επειδή θα στηρίζεται σε κάτι μεγάλο και δύσκολο δεν θα έρθει ουσιαστικά ποτέ.

Ο παρατηρητής του εαυτού μας οφείλει να οδηγηθεί από τα μικρά καθημερινά του, τα οποία θα του δείξουν τον τρόπο που δημιουργήθηκε το κάθε δέντρο.

Μικρά καθημερινά όπως ο τρόπος που σηκώνομαι το πρωί. Αυτό έχει μέσα του το πρώτο μας δέντρο. Είναι η συνήθεια που θα μας δείξει πολλά. Πολλά κρυμμένα μηνύματα, καθεστώτα, πρέπει, εξαναγκασμούς κλπ. Μία τόση μικρή μας συνήθεια της οποία δεν θα της δώσουμε καμία σημασία έχει τόσα πολλά να μας διδάξει στον τρόπο που δημιουργήθηκε το δέντρο «υποβιβάζω». Το δέντρο «υποβιβάζω» αρχίζει από εκεί να ξανά δημιουργείται το ίδιο ακριβώς, σε πολλούς τομείς. Άρα το δάσος μας έχει πολλά τέτοια δέντρα.

Όχι δεν μπορώ όλα αυτά τα δέντρα να τα ξεριζώσω. Στόχος δεν είναι να μείνω χωρίς δέντρα, αλλά να τα εμβολιάσω αυτά τα δέντρα και να τα μετατρέψω από άκαρπα σε καρποφόρα. Να γίνουν δέντρα που θα μου δίνουν τους καρπούς «σεβασμός», «αγάπη», «αποδοχή».

Καρποί που θα βοηθήσουν τα δέντρα αυτά να γίνουν φίλοι μας και κάτω από αυτά να υπάρχει μία σκιά ευημερίας για μας.

Μέσα λοιπόν σε αυτή την απλή μας καθημερινότητα υπάρχουν έτσι απλά δέντρα – συνήθειες οι οποίες είναι ο οδηγός μας για να δημιουργήσουμε εμείς ένα υπέροχο δέντρο. Και αντί για χορταράκια να αρχίσουμε γύρω από τα δέντρα μας να βάζουμε λουλούδια με αρώματα και χρώματα αγάπης και αρμονίας.

Συντάσσω λοιπόν τον νέο δρόμο μου αναζητώντας μέσα από τις μικρές μου συνήθειες τι κρύβουν για να εμβολιάσω τα δέντρα μου με νέες δονήσεις.

Ανεπαρκή στοιχεία για απάντηση

Το έτος 2099 οι επιστήμονες κατασκευάζουν έναν υπερ-υπολογιστή και του θέτουν το πανάρχαιο ερώτημα: «Ποιος είναι ο σκοπός ύπαρξης του ανθρώπου και πως μπορεί να δημιουργηθεί ο κόσμος;». Ο υπολογιστής επεξεργάζεται τα δεδομένα που έχει και απαντά: «Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση».

Τα χρόνια περνούν, η ανθρωπότητα προοδεύει, νέα στοιχεία προστίθενται στον υπολογιστή που τώρα έχει διπλάσιες δυνατότητες ευφυίας και το ερώτημα του τίθεται ξανά. Ο υπολογιστής απαντά: «Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση».

Τα χρόνια κυλούν και πάλι, η ανθρωπότητα εξαπλώνεται στο γαλαξία, βρίσκεται στην ακμή της και ένας υπερσύγχρονος υπολογιστής έχει αντικαταστήσει τους άλλους δύο, εγκατεστημένος στο κέντρο του γαλαξία. Οι επιστήμονες του υποβάλλουν την ίδια ερώτηση, κι εκείνος απαντά όπως και οι άλλοι: «Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση».

Περνούν εκατομμύρια χρόνια, η ανθρωπότητα αρχίζει να εκφυλίζεται και να σβήνει. Λίγο πριν από το τέλος, ένας επιστήμονας, βλέποντας τα άστρα να σβήνουν ένα – ένα και τον υλικό κόσμο να διαλύεται, κάνει για τελευταία φορά την πανάρχαιη ερώτηση στο νέο υπολογιστή, που βρίσκεται πλέον εγκατεστημένος στο υπο-Διάστημα, στο κέντρο του κόσμου. Και πάλι ο υπολογιστής απαντά: «Ανεπαρκή στοιχεία για λογική απάντηση».

Η ανθρωπότητα και ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε σήμερα, σβήνει. Μόνος στο υπο-Διάστημα, ο υπολογιστής συνεχίζει να επεξεργάζεται τα εκατομμύρια στοιχεία που υπάρχουν ήδη ή που προστίθενται στις μνήμες του από τη γνώση και την εξέταση του κόσμου τριγύρω του. Ο χρόνος, χωρίς χώρο, έχει σταματήσει, και έτσι κανένας δεν ξέρει πόσο διάστημα έχει περάσει, όταν ο υπολογιστής προσθέτει το τελευταίο κομμάτι στο μυστηριώδες «παζλ» της δημιουργίας.

Και τότε, πλέον, μπορεί και απαντά στην πανάρχαια ερώτηση, γνωρίζοντας την αποστολή του: «Γεννηθήτω φως» και εγένετο φως.

Η κόλαση είναι οι άλλοι

Ο Σαρτρ υιοθέτησε την άποψη ότι οτιδήποτε εκδηλώνεται μέσα στη συνείδησή μας αναφέρεται σε κάτι. Όταν, λόγου χάρη, επιθυμούμε, επιθυμούμε κάτι – ένα παγωτό – όταν πιστεύουμε, πιστεύουμε κάτι – ότι θα κερδίσει η ομάδα μας ή ότι αύριο θα κάνει καλό καιρό το ίδιο και όταν φοβόμαστε, φοβόμαστε κάτι – το σκοτάδι, το θάνατο ή το αεροπλάνο, κ.ο.κ. Η συνείδησή μας είναι πάντοτε συνείδηση τινός.

Είναι σαφές ότι το σημείο αναφοράς της συνείδησής μου είναι υποδεέστερο αυτής. Εκείνο στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή του -ένα παγωτό, ας πούμε, στην περίπτωση που η συνείδησή μου, επιθυμώντας το, αναφέρεται σ’ αυτό- το αντιμετωπίζω έτσι, ώστε να ικανοποιήσω μια προσωπική ανάγκη μου,  είναι υποχείριο μου. Ακόμη και αν κάτι στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή μου -όπως το σκοτάδι, στην περίπτωση που φοβάμαι το σκοτάδι- με υπερβαίνει, προσπαθώ να το φέρω στα μέτρα μου, για να το χειριστώ, όπως με ικανοποιεί καλύτερα.

Όταν όμως το σημείο αναφοράς της συνείδησής μας είναι κάποιος συνάνθρωπος μας, η σχέση μας αποκτά άλλη σημασία. Γίνεται ανταγωνιστική.

Γιατί, αν υποτεθεί ότι εγώ καθιστώ κάποιον σημείο αναφοράς της συνείδησής μου, τον μεταχειρίζομαι σαν ένα αντικείμενο έτοιμο να ικανοποιήσει κάποιο αίτημά μου. Τον αλλοτριώνω, καθώς από εκεί που ήταν μια αυτόνομη, ανεξάρτητη και αξιοπρεπής ύπαρξη, τον καθιστώ υποχείριο των διαθέσεών μου.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, η συνείδηση του άλλου, τον οποίο έχω κάνει αντικείμενο της δικής μου συνείδησης, αισθάνεται θιγμένη, υποτιμημένη και καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής. Η αντίδραση του ανθρώπου που θίχτηκε η συνείδησή του είναι να προσπαθήσει να φέρει εμένα στη θέση τη δική του και να με καταστήσει αντικείμενο της δικής του συνείδησης.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, κάποιον που βρίσκεται με τη σύντροφο του στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Όσο ξέρει ότι είναι ασφαλής πίσω από την πόρτα του δωματίου, αισθάνεται άνετα. Αν, κάποια στιγμή, καταλάβει ότι κάποιος τον παρακολουθεί μέσα από την κλειδαρότρυπα, καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής, επειδή έγινε αντικείμενο της συνείδησης κάποιου άλλου. Η αντίδρασή του τότε είναι, ας πούμε, να ανοίξει την πόρτα και να συλλάβει τον παρατηρητή του επ’ αυτοφόρω, ο οποίος με τη σειρά του κυριεύεται από το αίσθημα της ντροπής, επειδή κατέστη αντικείμενο της συνείδησης του ανθρώπου τον οποίο, έως πριν από τη στιγμή της αποκάλυψης, είχε κάνει αυτός αντικείμενο της συνείδησής του.

Ο Σαρτρ θεωρεί ότι ανάλογα ανταγωνιστικές είναι όλες οι κοινωνικές σχέσεις μας. Ο καθένας προσπαθεί να αλλοτριώσει τον άλλο καθιστώντας τον από αυτόνομη ύπαρξη αντικείμενο της συνείδησής του, ο οποίος, με τη σειρά του, προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη ανεξαρτησία του, επιχειρεί να κάνει αντικείμενο της συνείδησής του εκείνον που τον είχε κάνει υποχείριο της συνείδησής του κ.ο.κ.
H συνείδηση του ενός επιδιώκει να καταστήσει αντικείμενο τη συνείδηση του άλλου, προκειμένου να διατηρήσει την ελευθερία της. Ο αγώνας για την ελευθερία μας είναι ένας ανελέητος αγώνας, για να απαλλαγούμε από τους άλλους που επιχειρούν να αλλοτριώσουν την ύπαρξή μας καθιστώντας την αντικείμενο της συνείδησής τους. Με αυτή την έννοια, οι άλλοι είναι η κόλαση.
Έτσι, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του υπαρξισμού, ο ηθικός τρόπος διαβίωσης του ανθρώπου προσέλαβε από το Σαρτρ έντονα δραματικό τόνο. Έχοντας κανείς, κατά το Σαρτρ, γεννηθεί σε έναν ξένο και αφιλόξενο κόσμο, που η παρουσία των άλλων τον έχει μετατρέψει σε κόλαση γι’ αυτόν, καλείται -προκειμένου να δημιουργήσει τον εαυτό του πορευόμενος από το μηδέν στο ον, από εκείνο που θα μπορούσε να γίνει σ’ εκείνο που τελικά θα γίνει- να πράττει το σωστό μόνος του, εντελώς αβοήθητος, μην περιμένοντας τη βοήθεια κανενός Θεού, μην έχοντας για στήριγμα καμιά ηθική αρχή.

Άλλοι φιλόσοφοι ωστόσο, κατά τον εικοστό αιώνα επίσης, κινούμενοι σε ένα διαφορετικό από εκείνο του υπαρξισμού πλαίσιο διανόησης και επιχειρημάτων, επιδίωξαν να προσεγγίσουν τα ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς του ανθρώπου χωρίς τη δραματική έξαρση με την οποία τα αντιμετώπισε ο Σαρτρ. Πρόκειται για τους φιλοσόφους εκείνους που διατύπωσαν τις καλούμενες μεταηθικές θεωρίες, εμπνεόμενοι από τον Τζ. Μουρ κλπ, από τα κελεύσματα της γλωσσαναλυτικής μεθόδου.