Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ – Ο ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Μολονότι βασική κατεύθυνση του μεγάλου στοχαστή της αρχαιότητας υπήρξε η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία, οι οικονομολόγοι, τόσο στο ρωμαϊκό και μεσαιωνικό παρελθόν, όσο και στη σύγχρονη εποχή, ανιχνεύουν στο εκ 400 τίτλων έργο του, όχι χωρίς έκπληξη, ολοένα και νεώτερες ιδέες και θεωρίες, που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των τομέων της οικονομίας[1]. Αναμφιβόλως η θεμελιώδης εισφορά του Σταγειρίτη φιλοσόφου στην οικονομία υπήρξε οία και η προσφορά του ελληνικού πνεύματος στην αδογμάτιστη σκέψη, στον ορθολογισμό, στη μεθοδολογία, στον επιστημονικό λογισμό. Ασχολήθηκε με την έννοια της οικονομίας και της οικονομικής, τη συσχέτιση της «κατά φύσιν κτητικής» και της χρηματιστικής, δηλαδή του αντιπραγματισμού και της χρηματιστικής οικονομίας[2], με τον καταμερισμό του έργου, με την έννοια των αγαθών, της αξίας, του πλούτου, του κεφαλαίου, της ανταλλαγής, της πίστης, του κόστους, της ανάγκης και της ζήτησης, της παραγωγής και της διανομής, της αυτάρκειας και της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς επίσης και με το ρόλο του πληθυσμού στην οικονομία και της οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης δεν επεδόθη σε ειδικές μονογραφικές αναπτύξεις ενδιαφερουσών οικονομικών εννοιών, αλλ’ οι σκέψεις του έχουν διαχυθεί στα κυριώτερα από τα βιβλία του, όπως είναι τα «Πολιτικά», τα «Ηθικά-Νικομάχεια», τα «Ηθικά-Ευδήμεια»(;), η «Ρητορική Τέχνη». Ο Διογένης Ααέρτιος[3] αναφέρει και ειδικές οικονομικές πραγματείες, όπως «Περί πλούτου», «Περί τ’ αγαθού (α’, β’, γ’)», «Περί οικονομίας (α’)» κ.λπ. Η συμβολή του μεγάλου Μακεδόνα στοχαστή στην οικονομική επιστήμη υπήρξε αποφασιστική. Ακόμη και οι ασυμπαθώς προς την αρχαία ελληνική σκέψη διατεθειμένοι, παραδέχονται τη συνεισφορά του, ο δε περίφημος J. Schumpeter αποδέχεται ότι στον Αριστοτέλη διαπιστώνει αναλυτική οικονομική σκέψη και μάλιστα θεωρεί το συγγραφέα των «Πολιτικών» ως τον πρώτο αναλυτή οικονομολόγο[4]. Από την άποψη αυτή δεν είναι απορριπτέα η γνώμη του Β. St.-Hilaire, ο οποίος στον πρόλογο της γαλλικής μετάφρασης των «Πολιτικών» αποκαλεί το Σταγειρίτη δάσκαλο: “le createur de l’ economie politique[5].
To αριστοτελικό έργο σχολιάσθηκε από τον Αλέξανδρο τον Αφρο­δισία, από τον Πορφύριο το Σύρο κ.λπ. Ο Boethius, Ρωμαίος φιλόσοφος και επιστήμονας, μετέφρασε και σχολίασε μερικά έργα του στα λατινικά. Ο χριστιανισμός νωρίς υιοθέτησε τμήματα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ώστε ουσιαστικά η μετααρχαϊκή και μεσαιωνική επιστημονική σπουδή να τελεί υπό την επίδραση της λογικής του. Ακόμη και στο Ισλάμ μεταφράστηκαν κατά τον 8ο αιώνα έργα του Αριστοτέλη με Σύρους μεταφραστές, από τα αραβικά στα λατινικά. Επί Θωμά Ακουϊνάτου ο Αριστοτέλης είχε γίνει η βάση της σχολαστικής φιλοσοφίας. Ο περίφημος Aver- roes μετέφρασε Αριστοτέλη στα λατινικά το 1495-1498. Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, γεννημένος στην Αθήνα το 1428 και μεταναστεύσας στην Ιταλία μετά την άλωση, εξέδωσε τον Codex parisinus (τελευταία χρόνια 15ου ή πρώτα 16ου αιώνα), μέσα στο οποίο ήταν τα «Ηθικά-Νικομάχεια», «τα Πολιτικά», τα «Μεγάλα Ηθικά» και ο «Οικονομικός».

Ο Αριστοτέλης και η οικονομική της ευημερίας
 
Συνοπτικά θα μπορούσαμε εισαγωγικά να επιχειρήσομε το χαρακτηρισμό του οικονομικού έργου του Αριστοτέλη. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος καταλήγει στο ότι η οικονομία δεν αναφέρεται μόνον στον οίκο, αλλά σ’ ολόκληρη την περιοχή, που αποκαλούνταν «πόλις». Σκοπός της πόλης ήταν να καταρτίσει ικανούς αυτούς που συνθέτουν τον πληθυσμό της, να αντιληφθούν μέσα στα φυσικά και ηθικά όριά της το «ύψιστο αγαθό», δηλαδή την ευτυχία, που θα επιτυγχάνετο με την επιδίωξη μιας ενεργού και ενάρετης ζωής. Από ηθική άποψη οι ιδέες του Αριστοτέλη αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση των προϋποθέσεων ευτυχίας στην πό­λη. Από πλευράς οικονομικής οι ιδέες του απέβλεπαν στην επίτευξη της ευημερίας. Ο αντικειμενικός αυτός σκοπός θα επιτυγχάνετο με την προσαρμογή των αναγκών στις υπάρχουσες δυνατότητες, δηλαδή με τη στροφή της οικονομικής δραστηριότητας στην προμήθεια των αναγκαίων για το νοικοκυριό και την πόλη. Υπέρμετρος πλούτος ή υπέρμετρη φτώχεια είναι υπονόμευση της πολιτικής σταθερότητας και τάξης. Ούτε ένα άτομο ούτε μια τάξη είναι επιτρεπτό να αποκτά υπέρμετρη δύναμη. Την ισορροπία εξασφαλίζει μια ευάριθμη, εκπαιδευμένη, λογική, ισχυρή μέση τάξη, η οποία θα επετύγχανε την αντιρρόπηση των υπέρμετρων αξιώσεων των άκρων. «Ἡ δέ πενία στάσιν ἐμποιεῖ καί κακουργίαν». Η μέση τάξη είναι όρος της ανάπτυξης και της ομαλότητας, όπως γίνεται δεκτό πλέον σήμερα. Αποβλέποντας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου κατά το δυνατόν σ’ όλες τις τάξεις και τα άτομα, με τη μεγαλύτερη προσέγγιση της ισότητας, ο Αριστοτέλης θεωρείται τώρα ως ο πρόδρομος των οικονομολόγων της ευημερίας. Και μάλιστα η κατανο­μή αυτή προτείνει να ακολουθεί σταθερή διαδικασία: «τεχναστέον οὖν ὅπως ἄν εὐπορία γένοιτο χρόνιος»[6].
Ουσιώδους σημασίας για την αριστοτελική θεωρία είναι η θεμελιώδης άποψη ότι η κοινωνική ή πολιτική ή οικονομική μεσότης είναι προϋπόθεση της ευημερίας. Από την άποψη αυτή επιδίωξη της αριστοτελικής θεωρίας είναι η διασπορά της ευημερίας σε ευρύτερο δυνατό αριθμό πολιτών, σύμφωνα με τις σημερινές απόψεις της θεωρίας της κοινωνικής ευημερίας του Pigou. «Εὐδαίμονα δέ πόλιν οὐκ εἰς μέρος τι βλέψαντας δεῖ λέγειν αὐτῆς, ἀλλ ’ εἰς πάντας τούς πολίτας»[7].
Οικονομική σημασία απέδιδε ο Αριστοτέλης, καθώς και πλείστοι στοχαστές της ελληνικής αρχαιότητας, στη διαμόρφωση μέσης τάξης και στην αύξηση του αριθμού των μελών της. Η μεσαία τάξη είναι η προϋπόθεση και της κοινωνικής γαλήνης και της οικονομικής ανάπτυξης[8]. Οι μεσαίοι ούτε στόχος των πτωχών γίνονται ούτε οι ίδιοι εποφθαλμιούν τους πλουσίους: «οὔτε γάρ αὐτοί τῶν ἀλλοτρίων, ὥσπερ οἱ πένητες ἐπιθυμοῦσιν, οὔτε τῆς τούτων ἕτεροι, καθάπερ οἱ πένητες, τῆς τῶν πλουσίων ἐπιθυμοῦσι καί διά το μήτ’ ἐπιβουλεύεσθαι μήτ ’ ἐπιβουλεύειν ἀκινδύνως διάγουσι. Διά τοῦτο καλῶς ηὔξατο Φωκυλίδης “πολλά μέσοισιν ἄριστα· μέσος θέλω ἐν πόλει εἶναι”. Δῆλον ἄρα ὅτι καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική ἀρίστη ἡ διά τῶν μέσων, καί τάς τοιαύτας ἐνδέχεται εὖ πολιτεύεσθαι πόλεις, ἐν αἷς δή πολύ τό μέσον καί κρεῖττον μάλιστα μέν ἀμφοῖν, εἰ δέ μή, θατέρου μέρους»[9]. Είναι αλήθεια ότι η υπέρ της μέσης τάξης συνηγορία του Αριστοτέλη αναφέρεται κατ’ εξοχήν στην εξασφάλιση συν­θηκών πολιτικής και κοινωνικής ομαλότητας. Αλλ’ η ομαλότητα αυτή είναι ταυτοχρόνως και προϋπόθεση οικονομικής σταθερότητας και προόδου. «Καί γάρ ἐν ταῖς ἀπολαύσεσι μή γενομένων ἴσων, ἀλλ’ ἀνίσων, ἀναγκαῖον ἐγκλήματα γίγνεσθαι πρός τούς ἀπολαύοντας μέν ἤ λαμβάνοντας πολλά, ὀλίγα δέ πονοῦντας τοῖς ἐλάττω μέν λαμβάνουσι, πλείω δέ πονοῦσι»9α. Και «τό γάρ ἀφεῖσθαι καθάπερ ἐν ταῖς πλείσταις πόλεσι πενίας ἀναγκαῖον αἴτιον γίγνεσθαι τοῖς πολίταις, ἡ δέ πενία στάσιν ἐμποιεῖ καί κακουργίαν»9β.
Ο αριθμός των ανηκόντων στη μέση τάξη δεν έχει σχέση με το μέγεθος της πόλης, το οποίο ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει ως άριστο μέγεθος, όταν το πλήθος των κατοίκων είναι αύταρκες: «Δι’ ὅ πρώτην μέν εἶναι πόλιν ἀναγκαῖον, τήν ἐκ τοσοῦτου πλήθους, ὁ πρῶτον πλῆθος αὔταρκες πρός τό εὖ ζῆν ἐστι καί κατά τήν πολιτικήν κοινωνίαν» [10].
Μεγάλη υπήρξε η επίδραση του Αριστοτέλη και των σχολαστικών στο μεσαίωνα[11].

Ο Αριστοτέλης και η ιεράρχηση αγαθών, αναγκών και αξιών
 
Στο τρίτο βιβλίο των «Πολιτικών» (1278β) ο Αριστοτέλης εξηγεί τη γένεση της πολιτείας και κοινωνίας (τίνος ένεκα συνέστηκε πόλις) από την ανθρώπινη φύση που θέλει τον άνθρωπο ζώο πολιτικό. Κατά συνέ­πεια η συγκατοίκηση των ανθρώπων οφείλεται στο ότι οι άνθρωποι «καί μηδέν δεόμενοι ταῆς παρ’ ἀλλήλων βοήθειας οὐκ ἔλαττον ὀρέγονται τοῦ συζῆν». Κατά συνέπεια το συνέρχεσθαι από κοινού μπορεί να υπάρχει και χωρίς το κίνητρο της ανάγκης, του αμοιβαίου υλικού οφέλους. Προχωρών όμως παραπέρα ο Αριστοτέλης δέχεται ως παράγοντα της κοινής συναγωγής των ανθρώπων «τό κοινόν συμφέρον» «οὐ μήν ἀλλά καί τό κοινῇ συμφέρον συνάγει, καθ’ ὅσον ἐπιβάλλει μέρος ἑκάστῳ τοῦ ζῆν καλῶς. Μάλιστα μέν οὖν τοῦτ’ ἐστί τέλος, καί κοινῇ πᾶσι καί χωρίς· συνέρχονται δέ καί τοῦ ζῆν ἕνεκεν αὐτοῦ καί συνέχουσι τήν πολιτικήν κοινωνίαν» (1278β, 6). Ας σημειωθεί ότι ο Adam Smith στην πρώτη του μελέτη “Theory of moral sentiment” (1759) αρνείται τη θεωρία του κοι­νωνικού συμβολαίου ως γενεσιουργού παράγοντα της ανθρώπινης συμ­βίωσης, και εμφανίζει τη «συμπάθεια» ως αίτιο της ανθρώπινης συνύπαρξης, ενώ στη δεύτερη μελέτη του “Wealth of nations” (1776) προβάλλει ως κύριο παράγοντα της συμβίωσης αυτής το λογικό ατομικό συμφέρον. Αντιθέτως ο Αριστοτέλης ευθύς εξ αρχής δέχεται και τα δύο αίτια, από τα οποία το δεύτερο είναι υπάλληλη έννοια του πρώτου.
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την οικονομική σκέψη έχει η θεωρία του για την ιεράρχηση των ατομικών αναγκών, που αφορμάται από την ιστορική εξέλιξη, όπως εκτίθεται στο πρώτο βιβλίο των «Πολιτικών»: οικογένεια, χωριό, πόλη. Με βάση την ταξινόμηση των στοιχείων της ζωής, χωρίζει τα αγαθά σε αγαθά «ἐν τῷ σώματι», που ανταποκρίνονται σ’ ένα επίπεδο στοιχειώδους διαβίωσης (οικοκυριό, χωριό), σε αγαθά «ἐκτός σώματος» και σε αγαθά «ἐν τῇ ψυχῇ». Την πρώτη για την ανθρώπινη ευτυχία θέση κατέχουν τα «εν τή ψυχή» αγαθά και οι ψυχικές ανάγκες.
Έναντι αυτής της ιεράρχησης των αγαθών, υπάρχει η ιεράρχηση των αξιών. Εδώ υπάρχει αντίστροφη ιεράρχηση. Η χρησιμότητα των ψυχικών αξιών είναι απεριόριστη, ενώ παρατηρείται προοδευτικά μειούμενη χρησιμότητα των υποδεεστέρων αγαθών. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μειούμενη οριακή χρησιμότητα ως προς συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών (εν τω σώματι, εξωτερικά, ψυχικά).
Η αριστοτελική αυτή ανάλυση της οριακής χρησιμότητας των διαφόρων κατηγοριών αναγκών και αγαθών αποτέλεσε αντικείμενο μίμησης αναλογών θεωριών της σύγχρονης εποχής, αλλά ανιχνεύεται και στη σύγχρονη βιβλιογραφία περί βιομηχανικής ψυχολογίας και εργατικής πολιτικής. Χαρακτηριστική είναι η θεωρία του Α. Η. Maslow (“A theory of human motivation”, Psychological Review, 50, σελ. 370-396, 1943), που έχει ήδη ενταχθεί στην επιστήμη της διοίκησης επιχειρήσεων, χωρίς να μνημονεύεται ο Αριστοτέλης. Την παράλειψη αυτή, με υπερβολική επιείκεια, εξηγεί ο S. Τ. Lowry ως αποτέλεσμα της εμφύτευσης υποσυνείδητα ιδεών μέσω της ευρωπαϊκής κλασσικής μόρφωσης (“Using ancient greek insights to clarify modern economic ideas”, Delphi, Greece, Σεπτ. 22-26, 1994).
To πιο σημαντικό στην πιο πάνω ανάλυση της ιεράρχησης των αναγκών, που επιχειρήθηκε από τον Αριστοτέλη είναι ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος προχώρησε από τις φυσικές ανάγκες στην ανταλλαγή και από εκεί στις ψυχικές αξίες, που συνδέονται με το λογικό πνεύμα το οποίο οδηγεί τα άτομα στη φιλοσοφία και εν συνεχεία στην πολιτική. Έτσι από τα οικονομικά θέματα ο πολίτης οδηγείται στην πολιτική αρετή, γεγονός που ωθεί τους ανθρώπους έκτοτε να ασχολούνται με την πολιτική, με τα κοινά.

Ο Αριστοτέλης και ο σοσιαλισμός (Ηθικά – Νικομάχεια 1130 β).
 
Σαφώς ταγμένος υπέρ των μέσων λύσεων (μέσος πολίτης, μέσο μέγεθος πόλης, μέση απόσταση μεταξύ πλουσίων και πτωχών) ο Αριστοτέλης, καίτοι όχι τόσο εντόνως όπως ο Πλάτων, επιδεικνύει ενδιαφέρον για τη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου υπέρ των μαζών. Διατυπώνει την άποψη ότι κανένας πολίτης δεν επιτρέπεται να στερείται των στοιχειωδών, προβλέπει συσσίτια για όλους[12], επιμένει να μη δεσπόζει στην αγορά το οικονομικό συμφέρον[13] και, όπως ελέχθη, δίδει μεγάλη οικονομική και κοινωνική σημασία στην ισχυρή μέση τάξη. Χωρίς να επιδίδεται σε συμβουλές για το ιδεώδες κράτος, υποστηρίζει ότι απλή βοήθεια από το χέρι στο στόμα του πτωχού είναι σπατάλη και ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι πτωχοί για να γίνουν μόνιμα οικονομικά ανεξάρτητοι[14]. Συμβουλεύει τον πλούσιο να εισφέρει χρήμα για την προμήθεια οικοπέδων, γης ή κεφαλαίου για τις μικρές επιχειρήσεις και για τους έχοντες ανάγκη φτωχούς. Σκοπός της συμβουλής αυτής δεν είναι μόνο η οικονομική προαγωγή των φτωχών, αλλά η αποτροπή με τη μέθοδο αυτή των κινδύνων από ένα ανικανοποίητο προλεταριάτο:«Τοῦτο γάρ αἴτιον τοῦ μοχθηροῦ εἶναι τήν δημοκρατίαν»[15]. Από την άποψη αυτή πρέπει κανείς να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό του Roscher[16] ότι «οι Έλληνες στις σκέψεις τους δεν διέπραξαν ποτέ τα μεγάλα λάθη για τον πλούτο, να ξεχάσουν τους ανθρώπους και για τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των ανθρώπων, να εκτιμούν ελάχιστα την ευημερία του καθενός».
Το κεντρικό θέμα του Αριστοτέλη από την άποψη αυτή είναι το θέμα της ιδιοκτησίας. Με την κριτική του κατά του Φαλέα και του Πλάτωνα απέκτησε τη φήμη του μεγαλύτερου υπερασπιστή της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Μακεδόνας φιλόσοφος δέχεται ότι η εξίσωση των ιδιοκτησιών μπορεί να προλάβει διχοστασίες μεταξύ των πολιτών, αλλά κατά τη γνώμη του το υγιεινότερο φάρμακο είναι η εξίσωση των επιθυμιών, παρά της ιδιοκτησίας[17], που μπορεί να επιτευχθεί με την ορθή εκπαίδευση και ένα ορθό πολίτευμα όπου οι ανώτερες τάξεις δεν θα καταπιέζουν τις κατώτερες, οι δε κατώτερες μάζες θα κρατούνται υπό έλεγχο. Διατυπώνεται δε ένα έγκυρο επιχείρημα εναντίον του ριζοσπαστικότερου τύπου του σοσιαλισμού. Το κομμουνιστικό δόγμα, όπως διακηρύχθηκε από ορισμένους θεωρητικούς του 5ου και 4ου αιώνα στην Ελλάδα και όπως το σατύρισε ο Αριστοφάνης στις «Εκκλησιάζουσες», δεν επηρεάζει τον Αριστοτέλη. Ατομιστής ο Αριστοτέλης, μισούσε τον υπερβολικό ατομικισμό, όπως και ο Πλάτων, της ριζοσπαστικής δημοκρατίας της εποχής του, που επέτρεπε στην πλειοψηφία να δημεύει την περιουσία της μειοψηφίας εν ονόματι μιας εσφαλμένης ιδέας ισότητας. Η εκμετάλλευση από τη ριζοσπαστική δημοκρατία ήταν τόσο κακή όσο οι κανόνες της τυραννίας, αλλά και ο αδίστακτος ατομικισμός δεν ήταν γι’ αυτόν καλύτερος. Επιδίωξή του ήταν, σ’ αντίθεση με το πιο πάνω, το κοινό συμφέρον και η συνένωση μαζών και τάξεων στο σκοπό της πραγματοποίησης της υψηλότατης ηθικής ζωής για το άτομο διά του κράτους. Αρνιόταν τη θεωρία των σοφιστών του κοινωνικού συμβολαίου και της δικαιοσύνης ως απλής μόνο σύμβασης[18]: «Καί ὁ νόμος συνθήκη καί… ἐγγυητής ἀλλήλοις ταῶν δικαίων, ἀλλ’ οὐχ οἷος ποιεῖν ἀγαθούς καί δικαίους τούς πολίτας».
Ο Αριστοτέλης, επικρίνει τον Πλάτωνα και το Φαλέα γιατί δεν έλαβαν πρόνοια για τη ρύθμιση του πληθυσμού, γιατί δεν έθεσαν όριο μεταξύ πολυτελείας και πενίας, αλλά έντονα επικρίνει τον κομμουνισμό στην πλατωνική «Πολιτεία». Αποδοκιμάζει το σύστημα της «Πολιτείας», γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη αρχή ότι ένα κράτος πρέπει να συντίθεται από όμοια στοιχεία. Αν ήθελε πραγματοποιηθεί το πλατωνικό σύστημα θα κατέληγε σε μείωση της αφοσίωσης στην πολιτεία, γιατί μια από τις κύριες πηγές προσκόλλησης στον κόσμο είναι η αποκλειστική ιδιοκτησία. Εξασθένηση των δεσμών προσήλωσης της τρίτης τάξης θα μπορούσε να καταλήξει σε υποταγή στους άρχοντες[19]. Κατά τη γνώμη του το παρόν σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αν συνοδεύεται από ορθό ηθικό τόνο και πρόσφορους νόμους, συνδυάζει τα πλεονεκτήματα και της κοινής και της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία πρέπει να είναι ατομική, αλλά πρέπει να διέπεται από κάποια φιλική κοινότητα στη χρήση της[20]. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί το διπλό κακό συμπλοκής και αδιαφορίας, που πρέπει να απορρέει από τη μη ικανοποίηση και έλλειψη προσωπικού ενδιαφέροντος υπό τον κομμουνισμό.
Η κριτική του Αριστοτέλη κατά του κομμουνισμού είναι ανάλογη με τα προβαλλόμενα σήμερα επιχειρήματα, ιδιαίτερα η ατελής επιμέλεια του κοινού, η έλλειψη κινήτρων και η αδυναμία να προωθηθούν οι ικανότητες των ατόμων. Η κοινοκτημοσύνη στερεί τον άνθρωπο από την προσωπική ευχαρίστηση να έχει κάτι δικό του: «ἔτι δέ καί πρός ἡδονήν ἀμύθητον, ὅσον διαφέρει τό νομίζειν ἴδιόν τι»[21]. Αλλά και από την χαρά να βοηθείς κάποιον άλλο: «Ἀλλά μήν καί τό χαρίσασθαι καί βοηθῆσαι φίλος ἤ ξένοις ἤ ἑτέροις ἥδιστον ὅ γίνεται τῆς κτήσεως ἰδίας οὔσης»[22]. Όσον αφορά την επιμέλεια, παρατηρεί: «Ἥκιστα γάρ ἐπιμελείας τυγχά­νει τό πλείστων κοινόν· Τῶν γάρ ἰδίων μάλιστα φροντίζουσι, τῶν δέ κοινῶν ἧττον ἤ ὅσον ἑκάστῳ ἐπιβάλλει»[23]. Τα ελαττώματα εξ άλλου του ατομιστικού συστήματος είναι ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης και όχι του συστήματος, η θεραπεία δε δεν είναι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις αλλά η εκπαίδευση των ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης συνιστά τον περιορισμό των δωρεών και κληρονομιών της περιουσίας της οικογένειας και το να μη έχει κανείς περισσότερα από έναν κλήρο, όπως και ο
Πλάτων, αλλά κυρίως όχι χάριν της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά χάριν της οικογένειας. Ο συγγραφέας των «Πολιτικών» επιδεικνύει περισσότερο συλλογικό πνεύμα και πιο άμεσο από όσο ο Πλάτων στους «Νόμους», δοθέντος ότι προβλέπει τη διάθεση τμημάτων γης για τη λατρεία και τα συσσίτια.
Πρακτικός ο Αριστοτέλης δεν αποδέχεται τη δήμευση καρπών, εάν υπερβαίνει η παραγωγή ένα ορισμένο όριο, ούτε προτείνει τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό του εμπορίου ή για να κατακτήσει πρακτικά αδύνατες επιχειρήσεις δημιουργίας χρήματος με τη χρηματιστική.
Οπωσδήποτε κύριο χαρακτηριστικό των περί ιδιοκτησίας αντιλήψεων του μεγάλου Σταγειρίτη είναι ότι ουδέποτε υπήρξε υπερασπιστής της ατομικής ιδιοκτησίας κατά τρόπο απόλυτο. Είναι άξιο σημείωσης ότι προβάλλει με έμφαση την κοινωνική υποχρέωση της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία είναι σχεδόν σύγχρονη αντίληψη. Ενώ αρνείται οποιαδήποτε συλλογική ιδιοκτησία στη βιομηχανία, στο κεφάλαιο και στην εργασία, δεν αρνείται ορισμένες μορφές συλλογικής ιδιοκτησίας στη γη, όπως και οι σύγχρονες αντιλήψεις έχουν ήδη επιβάλει. Παρά τη σαφήνεια των αριστοτελικών απόψεων στο σημείο αυτό, πολλοί συγγραφείς επιμένουν να θεωρούν τον Αριστοτέλη πρόδρομο μαρξικών απόψεων, όπως ο αυστηρός περιορισμός του ατόμου, η θεωρία του περί τόκου ως πηγή της μαρξικής θεωρίας περί αξίας, η κριτική της χρηματιστικής ως προδρομικής κριτικής του κεφαλαίου κ.λπ.[24]

Αριστοτέλους Νικομάχου Σταγειρίτη «Πολιτικά» (1266 β, 8-15): Σχέση πληθυσμού και περιουσίας

Στα πλαίσια της βασικής κατεύθυνσης της αριστοτελικής οικονομικής θεωρίας, υπαγορευόμενης από ηθικά αλλά και οικονομικά κριτήρια – ο υπέρμετρος πλούτος οδηγεί σε κοινωνική ανισορροπία και πρέπει πάντα να υφίσταται έλλογη σχέση μεταξύ πλούτου και φτώχειας – διατυπώνεται στα «Πολιτικά» η σχέση περιουσίας και πληθυσμού, που αποτελεί πρόδρομο της μαλθουσιανής θεωρίας:
«Δεῖ δέ μηδέ τοῦτο λανθάνειν τούς ὄντως νομοθετοῦντας, ὅ λανθάνει νῦν, ὅτι τό τῆς οὐσίας τάττοντας πλῆθος προσήκει καί τῶν τέκνων το πλῆθος τάττειν ἐάν γάρ ὑπεραίρῃ τῆς οὐσίας τό μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀριθμός, ἀνάγκη τόν μέ νόμον λύεσθαι καί χωρίς τῆς λύσεως φαῦλον τό πολλούς ἐκ πλουσίων γίνεσθαι πένητας· ἔργον γάρ μή νεωτεροποιούς εἶναι τούς τοιούτους».
Βασικής σημασίας είναι η αριστοτελική παρατήρηση, αναφερόμενη στις συστάσεις του Πλάτωνα, που περιόριζε το ποσό της ιδιοκτησίας, χωρίς να σκεφθεί και ανάλογο περιορισμό των γεννήσεων. Σε περίπτωση που η πολιτική αγνοήσει τον κανόνα αυτόν, θα υπάρξει ως συνέπεια η υπέρμετρος φτώχεια[25].
Η όλη όμως ανάπτυξη του Αριστοτέλη δεν εκκινεί από το μέγεθος του πληθυσμού, αλλά από το μέγεθος της περιουσίας. Δεν είναι το μέγεθος της περιουσίας, που θα καθορίζει το μέγεθος του πληθυσμού (αυτό θα ήταν εσφαλμένη αφετηρία), αλλά το μέγεθος του πληθυσμού και θα καθορίζει σε μια πόλη το μέγεθος της ιδιοκτησίας[26]. Τούτο σημαίνει ότι η αύξηση της περιουσίας είναι το μέσο με το οποίο κατ’ αρχήν πρέπει να αντιμετωπίζεται ο υπερπληθυσμός. Ο Αριστοτέλης υπήρξε εκ των προδρόμων της ερεύνης του αρίστου μεγέθους της πόλης, στον καθορισμό του οποίου, πλην άλλων, ουσιώδη ρόλο έπαιζε η σχέση πόρων και πληθυσμού: «Δῆλον τοίνυν ὡς οὗτος ἐστί πόλεως ἄριστος, ἡ μεγίστη τοῦ πλήθους ὑπερβολή πρός αὐτάρκειαν ζωῆς εὐσύνοπτος»[27].
 
Του ιδίου «Πολιτικά» (βιβλ. 1, 2, 3, 4 και 7): Παραγωγή
 
Όπως αναπτύσσεται σε άλλο μέρος του παρόντος (2ος τόμος, «Η εξέλιξη του όρου οικονομία στην αρχαία Ελλάδα»), ο Αριστοτέλης υπήρξε ο μόνος, που προσδιόρισε σωστά την έννοια οικονομία και του οικονόμου, αναφερόμενος κυρίως στο βασικό έργο της, ήτοι στην ορθο­λογική διάθεση των υφισταμένων αγαθών και των παραγωγικών μέσων «ὡς δεῖ ταῦτα διαθεῖναι προσήκει τόν οἰκονόμον»[28].
Δεν φαίνεται να είναι αληθές ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος είχε αρνηθεί την ύπαρξη προβλήματος παραγωγής, άποψη που στηρίχθηκε στο πιο πάνω χωρίο και στη φράση του: «ὁ δέ βίος πρᾶξις» (δηλ. χρήση, αξιοποίηση, διανομή) «οὐ ποίησις ἐστί»[29]. Δεν αρνήθηκε τη σημασία της. Η διερεύνηση του θέματος της παραγωγής γίνεται στο πλαίσιο της αναγνωριζόμενης απ’ αυτόν αναγκαιότητας για μια μετριοπαθή απόκτηση πλούτου και για ένα κράτος ευημερούν, υπό την προϋπόθεση ότι ο αποκτώμενος πλούτος δεν θα είναι άδικος και ότι η χρήση του θα υπηρετεί το ανθρώπινο συμφέρον. Στο βάθος δεν αρνείται ούτε τη χρηματιστική ως παράγοντα δημιουργίας πλούτου, ούτε την ανταλλαγή ως παραγωγική ενός χρόνου και ως προσφέρουσα αξία, ούτε ως περιέχουσα μισθωμένη εργασία, όπως υποστηρίζει ο Souchon[30]. Ξεκινώντας ωστόσο από δεοντολογικές απόψεις, δεν περιγράφει την πραγματικότητα, αλλ’ επιθυμεί να χαράξει μια χρυσή τομή μεταξύ πλουτισμού και ηθικής, εξαίροντας το γεγονός ότι κύριος σκοπός της ζωής δεν είναι να παράγει ή να προμηθεύεται, αλλά να τα χρησιμοποιεί για την προώθηση υψηλοτέρων ενδιαφερόντων της ζωής. Οι παραγωγικές τέχνες γι’ αυτόν είναι μέσα για τον ύψιστο σκοπό, για την ηθική ζωή. Από την άποψη αυτή η δίκαιη χρήση προηγείται της παραγωγής, δηλαδή της βιομηχανίας, του εμπορίου, είναι δε παρασιτικές η αλλαγή και η καπηλεία, γιατί οι φορείς τους αποζούν από τους συνανθρώπους τους.
Όπως όλοι οι σωκρατικοί, ο Αριστοτέλης αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη γεωργία, που είναι η μόνη φυσική χρηματιστική, κατά τη μεταγενέστερη διδασκαλία των φυσιοκρατών. Η γεωργία δεν αντλεί σε βάρος άλλων, όπως το λιανικό εμπόριο και η ανταλλαγή, αλλ’ όπως παρατηρεί ο Trever[31], το ενδιαφέρον για τη γεωργία συνδέεται με τη θέση των πολιτών. Η γεωργία πρέπει να ανήκει στους πολίτες δοθέντος ότι οι ασχολούμενοι με τα βάναυσα έργα δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, ούτε καμμιά άλλη τάξη, η οποία δεν ασχολείται με την αρετή. Η ευδαιμονία συνυπάρχει με την αρετή: «εὐδαίμονα δέ πόλιν οὐκ εἰς μέρος τι βλέψαντας δειλέγειν αὐτῆς, ἀλλ’ εἰς πάντας τούς πολίτας»[32]. Ουσιαστικά και εδώ επαναλαμβάνεται η βασική αρχή της οικονομικής της ευημερίας.
Στους συντελεστές παραγωγής, ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει, κατά μία ιδιάζουσα έννοια και το κεφάλαιο, του οποίου μάλιστα δίδει τον ορισμό, διαχωρίζοντας τον πλούτο που χρησιμοποιείται για κατανάλωση και αυτόν που χρησιμοποιείται για περαιτέρω παραγωγή: «Τά μέν οὖν λεγόμενα ὄργανα ποιητικά ὄργανά ἐστι, τό δέ κτῆμα πρακτικόν ἀπό μέν γάρ ταῆς κερκίδος ἕτερόν τι γίνεται παρά τήν χρῆσιν αὐτῆς, ἀπό δέ ταῆς ἐσθῆτος καί τής κλίνης ἡ χρῆσις μόνον»[33]. Μέρος του πλούτου καταναλίσκεται εμμέσως στη βιοτεχνία. Εδώ υπάρχει προσέγγιση προς τον ορισμό του Adam Smith, ο οποίος τονίζει ότι κεφάλαιο είναι το μέρος του αποθέματος, από το οποίο ο άνθρωπος αναμένει εισόδημα[34].
Ο δούλος θεωρείται βοηθός ή ως ένα έμψυχο όργανο, στην επιδίωξη πράξης και όχι παραγωγής. Ο δούλος είναι συνεπώς όργανο αύξησης της ζωής ή της δράσης του κυρίου του.
Σε άλλο χωρίο ο Αριστοτέλης, προβαίνοντας σε κατάταξη των αγαθών, τα διαχωρίζει σε αγαθά «με σκοπό παραγωγής» και σε αγαθά απόλαυσης. Και στις δύο περιπτώσεις γίνεται σαφές ότι αποδίδεται η αυτή έννοια, αλλά εξακολουθεί να δεσπόζει η διάκριση της κατά φύσιν κτητικής στην οποία εμπεριέχεται και ο αντιπραγματισμός, δηλαδή η άμεση ανταλλαγή, και της χρηματιστικής, δηλαδή της χρηματικής οικονομίας, η οποία είναι «ου φύσει», πλην της «οικειοτάτης χρηματιστικής», στην οποία εμπεριέχεται εμπόριο, βιοτεχνία, τόκος κ.λπ. Στο σημείο αυτό δεν φαίνεται να έχει προσεγγισθεί πλήρως η θεωρία του χρηματικού κεφαλαίου. Δεν προάγει ίσως στο σημείο αυτό τη σκέψη του κοντά στον Adam Smith, κατά τον οποίον το χρήμα αντιπροσωπεύει τόσο πολύ αποθεματοποιημένο κεφάλαιο και δυνάμει παραγωγικό και «αφ’ ης κάτι μπορεί να γίνει με τη χρήση του χρήματος, κάτι έπρεπε να πληρωθεί για τη χρήση του», δηλαδή τόκος. Κατά τον Trever ωστόσο «υπάρχει ένας τομέας σκέψης του Αριστοτέλη, στον οποίο πρέπει να δικαιωθεί. Υπάρχει ένα φυσικό όριο στη δίκαιη κτήση και αφορά το άτομο σε σχέση με τον πλούτο που χειρίζεται. Είναι κατά συνέπεια πρόδρομος της παρούσης τάσης στην οικονομική, που τείνει τώρα να θέτει όριο στο ποσό που μπορεί κανείς να κερδίζει στη ζωή του από την εργασία του»[35].
Η εργασία ως συντελεστής παραγωγής. Ο Αριστοτέλης φέρεται στρεφόμενος εναντίον της μισθαρνίας, δηλαδή της εκμίσθωσης της σωματικής εργασίας σε τρίτον, εναντίον της εκμίσθωσης των σωματικών και ψυχικών λειτουργιών. Ο πλούτος μάλιστα που αποκτάται με τη χρηματιστική είναι πλούτος τεχνητός και παρά φύσιν. Μόνο ο πλούτος που αποκτάται από την κατά φύσιν κτητικήν και τις εξακτικές βιομηχανίες (εξαγωγή μεταλλευμάτων, μεταλλεία, υλοτομία) δεν είναι παρά φύσιν. Η αιτιολογία συνίσταται στο ότι η «βαναυσική» τέχνη κάνει τον άνθρωπο ανίκανο για την πρακτική της αρετής[36]. Βασικώτερο όμως επιχείρημα είναι ότι αποδοκιμάζεται όχι κάθε εργασία, αλλά η εκμίσθωση των υπηρεσιών, η μισθαρνία, η μη ανεξάρτητη εργασία, που δεν είναι αυτοαπασχόληση. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης συνιστά να μη παίρνεις τίποτε από εκείνον, για τον οποίον εργάζεσαι[37].
Στην ουσία ο Σταγειρίτης σοφός δεν στρέφεται κατά της εργασίας, αλλά εναντίον της ακραίας εφαρμογής της εργασίας, εναντίον των ψευδών σκοπών της εργασίας. Η εργασία της μορφής αυτής αποβαίνει αποηθικοποιητική και η ακραία εφαρμογή της εμποδίζει την ηθική ανάπτυξη του πολίτη και την εκπλήρωση των πολιτικών του υποχρεώσεων. Αυτήν ακριβώς τη στάση ακολουθεί και η σύγχρονη άποψη περί εργασίας.
Το πιο σημαντικό στο θέμα αυτό είναι ότι ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η αξία της εργασίας αποτελεί τη βάση του κόστους των αγαθών, πράγμα το οποίο έχει σημασία τόσο για την τιμή των αγαθών στο εσωτερικό, όσο και για την ανταλλακτική τους αξία. Επί πλέον δίνει συμβουλές για τη διατήρηση της ευπορίας, πράγμα που υπονοεί και την απασχόληση: «Τεχναστέον οὖν ὅπως ἄν εὐπορία γένοιτο χρόνιος (ἐπειδή συμφέρει τοῦτο καί τοῖς εὐπόροις). Τά μέν ἀπό ταῶν προσόδων γινόμενα συναθροίζοντες ἀθρόα χρή διανέμειν τοῖς ἀπόροις, μάλιστα μέν εἴ τις δύναται τοσοῦτον ἀθροίζειν ὅσον εἰς γηδίου κτῆσιν, εἰ δέ μή πρός ἀφορμήν γεωργίας καί ἐμπορίας..»[38].

Του ιδίου «Πολιτικά» (1257α), «Ηθικά – Νικομάχεια» (II 33β): Το χρήμα και η πί­στη

Περί του χρήματος ο Αριστοτέλης κάνει λόγο όχι μόνο στα «Πολιτικά» αλλά και στα «Ηθικά-Νικομάχεια».
Η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών εξετόπισε τον αντιπραγματισμό και στη θέση του συνεφωνήθη ένα κοινό μέσο ανταλλαγής, το οποίο έπρεπε να είναι αγαθό με πραγματική αξία και εύχρηστο: «Ξενικωτέρας γάρ γενομένης τῆς βοηθείας τοῦ εἰσάγεσθαι ὧν ἐνδεείς καί ἐκπέμπειν ὧν ἐπλεόναζον ἐξ ἀνάγκης ἡ τοῦ νομίσματος ἐπορίσθη ἡ χρῆσις»[39]. Ο ρόλος κατά συνέπεια του χρήματος συνίστατο στη διευκόλυνση των ανταλλαγών, όπως γίνεται και σήμερα δεκτό. Επί πλέον ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει, όπως ο Πλάτων, τη λειτουργία του χρήματος όχι μόνο ως συμβόλου ανταλλαγής αλλά και ως μέτρου της αξίας. Είναι «ὑπάλλαγμα τῆς χρείας κατά συνθήκην» και μέτρο σύγκρισης των αξιών[40]. Στο χρήμα ο Αριστοτέλης αποδίδει και τη σημασία της δυνατότητας που παρέχει για μελλοντικές αλλαγές[41]. Η διαπίστωση έχει την έννοια ότι η οργανωμένη κοινωνία προϋποθέτει τη μακροχρόνια δυνατότητα ανταλλαγής: «Οὔτε γάρ μή οὔσης ἀλλαγῆς, κοινωνία ἦν»[42].
Είναι όμως κατά τον Σταγειρίτη το χρήμα «λήρος», στερείται δηλαδή αξίας, εφ’ όσον δεν ικανοποιεί αμέσως ανθρώπινες ανάγκες και έτσι είναι δυνατόν να κινδυνεύει κανείς, οσοδήποτε χρήμα και αν έχει, να αποθάνει όπως ο Μίδας. Υποστηρίζει ότι το χρήμα εισήχθη κατά συνθήκη (δηλαδή κατά νόμον = νόμισμα) και ότι δεν έχει φυσική αξία. Φαίνεται δηλαδή συμφωνήσας με τους κυνικούς. Κατά συνέπεια ότι μπορεί σε κάθε στιγμή να μεταβληθεί ή να γίνει άχρηστο, με την έννοια ότι αυτό τούτο το χρήμα και όχι το υλικό της κατασκευής του, μπορεί να μείνει άχρηστο.
Ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει και το χρήμα μεταξύ των διαφόρων μορφών πλούτου. Στην ουσία η αναγνώριση αυτή είναι παραδοχή του ότι το χρήμα αποτελεί καθεαυτό αγαθό, που η αξία του μεταβάλλεται με τη ζήτηση και προσφορά. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Trever[43] αφ’ ης ανεγνώρισε ο Αριστοτέλης τη χρήση του χρήματος ως της σταθερός διαφερουσών πληρωμών, είδε καθαρά την αναγκαιότητα ενός σταθερού χρηματικού προτύπου. «Ὑπέρ δέ τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς, εἰ νῦν μηδέν δεῖται, ὅτι ἔσται ἐάν δεηθῆ, τό νόμισμα οἷον ἐγγυητής ἔσθ’ ἡμῖν δεῖ γάρ τοῦτο φέροντι εἶναι λαβεῖν»[44].
Το εκπληκτικό με τον Αριστοτέλη είναι ότι ενώ θεωρεί το χρήμα ως αντιπροσωπευτικό του πλούτου δεν κατενόησε ότι τούτο ταυτοχρόνως είναι αντιπροσωπευτικό του κεφαλαίου και μάλιστα αντιπροσωπευτικό του παραγωγικού κεφαλαίου. Είναι φυσικό κατόπιν αυτού να θεωρεί τον τόκο αντίθετο προς τη φύση και μια μορφή ψευδούς χρηματιστικής, που εκτρέπει το χρήμα από τη φυσική λειτουργία του και το κάνει αντικείμενο εμπορίας[45]. Γι’ αυτό «μισεύατε ἡ ὀβολοστατική διά τό ἀπ’’ αὐτοῦ τοῦ νομίσματος εἶναι τήν κτῆσιν καί οὐκ ἐφ’ ὅπερ ἐπορίσθη». Ο τόκος στην ουσία είναι νόμισμα του νομίσματος[46]. Με το συλλογισμό αυτόν ο Σταγειρίτης φιλόσοφος στρέφεται κυρίως κατά του τόκου των μικρών δανείων και δεν αναφέρεται εναντίον των μεγάλων δανείων, καλυπτομένων από ασφάλεια πλοίων κ.λπ. Κατ’ αυτόν, το χρήμα από μέσο έγινε σκοπός. Αρνείται τον παραγωγικό ρόλο των δανείων, τα οποία δίδονται για κατανάλωση στους πτωχούς.
Δεν πρέπει ωστόσο να λησμονείται ότι οι πιο πάνω σκέψεις του Αριστοτέλη αποτελούν προσωπική του επιθυμία και όχι αντικειμενική περιγραφή της πραγματικότητας. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε εκτεταμένο τραπεζικό σύστημα, προσεφέρετο δε η τραπεζική πίστη για παραγωγικούς σκοπούς. Ο Δημοσθένης, περιγραφών κατά τρόπο ρεαλιστικό την υφιστάμενη κατάσταση, παρατηρεί: «εἰ δέ τοῦτο ἀγνοεῖς, ὅτι πίστις ἀφορμή ταῶν παςῶν ἐστί μεγίστη πρός χρηματισμόν, πᾶν ἄν ἀγνοήσειας»[47].

Του ιδίου «Πολιτικά» (1254α 16), «Ηθικά-Νικομάχεια» (1119β 26), «Ρητορική» (Β 16, 1390 91): Πλούτος

Ο πλούτος κατά τον Αριστοτέλη απαρτίζεται από αγαθά αναγκαία στη ζωή, χρήσιμα σε πρόσωπα ενωμένα σε νοικοκυριό ή σε κράτος, περιορισμένα σε έκταση (ουκ άπειρα) και ικανά για σώρευση. Περιλαμβάνει κατά συνέπεια υλικά αγαθά (πλην των δούλων που θεωρούνται απλά εργαλεία). Τα χρήσιμα για ένα κράτος και ικανά για τη σώρευση, πρέπει να είναι αγαθά με ανταλλακτική αξία.
Ο Αριστοτέλης διαστέλλει τον πλούτο από το χρήμα. «Καί γάρ τόν πλοῦτον πολλάκις τιθέασι νομίσματος πλῆθος, διά τό περί τοῦτ ’ εἶναι τήν χρηματιστικήν καί τήν καπηλικήν»[48]. Ο πλούτος είναι όχι το πλή­θος των νομισμάτων, αλλά το «πλήθος οργάνων οικονομικών καί πολιτικών»[49] είναι δηλαδή χρήματα (πράγματα), των οποίων η αξία μετράται «νομίσματι»[50]. Στη «Ρητορική» τονίζει: «πλοῦτον δέ μέρη νομίσματος πλῆθος, γής, χωρίων κτῆσις, ἔτι δέ ἐπίπλων κτῆσις καί βοσκημάτων καί ἀνδραπόδων πλήθει και μεγέθει καί κάλει διαφερόντων, ταῦτα δέ πάντα καί ἀσφαλῆ καί ἐλεύθερα καί χρήσιμα». Στην ουσία τα περιλαμβανόμενα στον πλούτο αγαθά είναι όργανα ποιητικά και κτήματα πρακτικά, διαχωριζόμενα στη «Ρητορική» σε κάρπιμα και απολαυστικά. Ως απολαυστικά νοεί τα αγαθά που προορίζονται για καταναλωτικούς σκοπούς «ἀφ ’ ὧν μηδέν παρά την χρῆσιν γίγνεται ὅ,τι καί ἄξιος»[51]. Ο Αριστοτέλης, όπως παρατηρεί ο Tcever, υπήρξε ο πρόδρομος των ορθοδόξων Άγγλων οικονομολόγων, επικρίνοντας την κοινή σύγχυση χρήματος και πλούτου, άποψη χαρακτηριστική της εμποροκρατίας.
Συνεπής προς τη βασική ηθική του αρχή ο Αριστοτέλης δεν θεωρεί τον απεριόριστο πλούτο, όπως άλλωστε και ο Πλάτων “summum bon- um”. Περισσότερο αντιτίθεται στο πνεύμα όχι τόσο των «παλαιών» αλλά και των «νεωστί κεκτημένων»[52], των νεοπλούτων, που ανάγουν τον πλούτο σε προϋπόθεση της ευτυχίας. Αποτελεί όμως σφάλμα εκείνων που πιστεύουν ότι η ηθική ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί χωρίς επαρκή πλούτο, χωρίς δηλαδή την αναγκαία σχόλη. Ο πλούτος μπορεί να μη χρησιμοποιείται κατάλληλα, όμως είναι προτιμότερος από τη φτώχεια, που «ἐμποιεῖ στάσιν καί κακουργίαν». Η αριστοτελική αυτή αντίληψη είναι προφανώς οικονομικώς τουλάχιστο υγιέστερη από την υποκειμενική έννοια του πλούτου του Πλάτωνα. Οι άνθρωποι υψηλού επιπέδου μπορεί να είναι ευτυχείς, έστω και αν ο πλούτος τους είναι μέτριος[53]. «… Καί τό ζῆν εὐδαιμόνως, εἴτ’ ἐν τῷ χαίρειν ἐστίν εἴτ’ ἐν ἀρετῇ τοῖς ἀνθρώποις εἴτ’ ἐν ἀμφοῖν, ὅτι μᾶλλον ὑπάρχει τοῖς τό ἦθος μέν καί τήν διάνοιαν κεκοσμημένοις εἰς ὑπερβολήν, περί δέ τήν ἔξω κτῆσιν ταῶν ἀγαθῶν μετριάζουσιν, ἤ τοῖς ἐκεῖνα μέν κεκτημένοις πλείω ταῶν χρησί­μων, ἐν δέ τούτοις ἐλλείπουσιν…»[54].
Άλλωστε ο αληθινός πλούτος δεν μπορεί να είναι απεριόριστος, εφ’ όσον τα εξωτερικά αγαθά είναι αυστηρώς καθορισμένα βάσει της ωφέ­λειας που παρέχουν. Τέλος ο πλούτος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει το summum bonum, γιατί δεν είναι σκοπός καθ ’ εαυτόν αλλά μόνον σύνολο μέσων (οργάνων πλήθος) για ένα σκοπό. Στο θέμα του πλούτου κατά συνέπεια δεν υπάρχει από της πλευράς του Αριστοτέλη αρνητική θέση. Η άρνηση συνίσταται στο ότι ο υπέρμετρος πλούτος είναι βλαπτικός και ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν εξαρτάται από το μέγεθος του πλούτου. Πρόκειται ουσιαστικά περί ηθικών κρίσεων για τον πλούτο, ασχέτων προς τον οικονομικό ρόλο του πλούτου.

Του ιδίου «Ηθικά-Νικομάχεια» (1133α-β), «Ρητορική Τέχνη», (I, 7, 14): Περί αξίας

Ανεξαρτήτως του θέματος της έντιμης ανταλλαγής, για να επιτευχθεί η εξίσωση των ανταλλασσόμενων αγαθών, χρειάζεται κατά τον Αριστοτέλη εκτίμηση της εργασίας ή του κόστους παραγωγής σε κάθε περίπτωση. Βασικά κατά συνέπεια στοιχεία της αξίας είναι η εκτίμηση της ποιότητας της εργασίας και του κόστους παραγωγής. Αυτό είναι εκείνο που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «φυσική αξία». Η φυσική όμως αξία δεν σημαίνει ότι εκφράζει την αγοραστική αξία. Η τελευταία κυμαίνεται λόγω προσφοράς και ζήτησης. Συνεπώς κατά το Σταγειρίτη η οικονομική αξία προσδιορίζεται από τη ζήτηση, μετρούμενη σε χρήμα, και από την επενδεδυμένη στο προϊόν εργασία ως επίσης γενικώτερα από το κόστος παραγωγής. Είναι αυτονόητο ότι για κάθε αγαθό υπάρχει περιορισμένη προσφορά σε σχέση πρ.ος τη ζήτηση. Η αξία καθίσταται μεγαλύτερη αναλόγως προς την υπάρχουσα και ζητουμένη ποσότητα του αγαθού. Στη «Ρητορική τέχνη» είναι σαφέστερος: «Καί τό σπανιώτερον τοῦ ἀφθό­νου, οἷον χρυσός σιδήρου ἀχρηστότερος ὤν· μείζων γάρ ἡ κτῆσις διά τό χαλεπωτέραν εἶναι. Ἄλλον δέ τρόπον (ἀπό ἄλλης ἀπόψεως) τό ἄφθονον τοῦ σπανίου ὅτι ἡ χρῆσις ὑπερέχει· τό γάρ πολλάκις τοῦ ὀλιγάκις ὑπερέχει, ὅθεν λέγεται (ἀπό τόν Πίνδαρο, ὀλυμπιόνικος Α) ἄριστον μέν ὕδωρ. Καί ὅλως τό χαλεπώτερον τοῦ ράονος· σπανιώτερον γάρ. Ἄλλον δέ τρόπον τό ρᾶον τοῦ χαλεπωτέρου· ἔχει γάρ ὡς βουλόμεθα»[55].
Φυσικά ελλείπει εδώ η συμπλήρωση του θέματος με τη θεωρία της οριακής χρησιμότητας.
Στην περίπτωση της ανταλλαγής, ο Αριστοτέλης ερευνά το θέμα από άποψη δικαιοσύνης στην ανταλλαγή, στην έντιμη ανταλλαγή. Η ανάπτυξη όμως του θέματος εδώ αποκαλύπτει τη βαρύτητα που ο φιλόσοφος απέδιδε στο κόστος παραγωγής και στη ζήτηση ως των δύο στοιχείων της οικονομικής αξίας[56].

     Του ιδίου «Πολιτικά», «Ευδήμεια», «Ηθικά»: Κατά φύσιν κτητική και χρηματιστική. Τα όρια του πλουτισμού

Βάση της οικιακής οικονομίας είναι η καλούμενη «κατά φύσιν κτητική», δηλαδή η απόκτηση αγαθών παραγομένων απ’ ευθείας από τη φύση, η οποία έχει παράγει τα αγαθά αυτά «τῶν ἀνθρώπων ἕνεκεν»[57]. Όπως και σε άλλο τμήμα του παρόντος εκτίθεται (2ος τόμ.) η οικονομική ζωή του ανθρώπου περιλαμβάνει την κτητική, ήτοι τα προσφερόμενα αμέσως από τη φύση αγαθά, και την οικονομική, η οποία αποτελεί ποριστικό κλάδο, ο οποίος χρησιμοποιεί τα προσφερόμενα από την κτητική αγαθά. Για το λόγο αυτόν ο άνθρωπος δεν είναι μόνον ζώον πολιτικόν αλλά και οικονομικόν[58].
Ο Αριστοτέλης διακρίνει την απλή κτητική και τη χρηματιστική ή κατ’ εξοχήν χρηματιστική, κατά την οποία η απόκτηση γίνεται με το εμπόριο, την πίστη, τη βιομηχανία και κυρίως με το χρήμα. Η απλή κτητική είναι εκείνη την οποία η σύγχρονη επιστήμη αποκαλεί φυσική οικονομία, στην οποία υπάγεται ο νομαδικός βίος, ο θηρευτικός, ο αλιευτικός, ο γεωργικός κ.λπ., ακόμη και ο «ληστρικός» και ο «πολεμικός». Στην κατά φύσιν κτητική υπάγεται και η ανταλλαγή, αλλά μόνον εκείνη που γίνεται «εἰς ἀναπλήρωσιν τῆς κατά φύσιν αὐταρκείας». Η χρηματιστική εξ άλλου ανταποκρίνεται στη συναλλακτική ή χρηματική οικονομία, που συνδέεται με την αλλαγή των αγαθών εν γένει (μεταβλητική ή μετα- βολική). Η παρά φύσιν κτητική, δηλαδή η χρηματιστική, περιλαμβάνει εμπόριο, πίστη, χρήμα, μισθαρνία και την εκμίσθωση των φυσικών και πνευματικών υπηρεσιών[59]. Υπάρχουν όμως παραγωγικοί κλάδοι ανάμεσα στην «κατά φύσιν κτητικήν» και «την χρηματιστικήν» που αποτελούν παραγωγικούς κλάδους κατά φύσιν, διότι τα εξαγόμενα αγαθά είναι καρποί της φύσης (μεταλλεία, υλοτομία). Το εμπόριον τέλος διακρίνεται στην καπηλική και την κυρίως καλουμένη εμπορία. Η πρώτη είναι το τοπικόν εμπόριον (καπηλική), η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει «το μέγιστον μόριον της μεταβλητικής» (ναυκληρία, φορτηγία, παράστασιν, δηλ. εμπορικά καταστήματα).
Χαρακτηριστικό της χρηματιστικής είναι ότι παράγει χρήμα μέσω χρήματος (χρημάτων μεταβολῆς)[60] και αποβλέπει στην απεριόριστη επιθυμία για την απόκτηση χρήματος. Κατά τον Αριστοτέλη είναι αφύσικη, ατιμωτική και οδηγεί σε πλουτισμό σε βάρος άλλων.
Είναι φανερό ότι ο πορισμός αγαθών παρά φύσιν, πραγματοποιούμενος δηλαδή με ανταλλαγή επεκτεινόμενη, κατά τον Αριστοτέλη είναι απαράδεκτος και πράξη ατιμωτική οδηγούσα στην ανεντιμότητα.
Ωστόσο δεν παύει να έχει συνείδηση ότι οι συναλλασσόμενοι μπορεί να είναι πραγματικοί παραγωγοί και ότι η ψευδής χρηματιστική δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλ’ είναι διακριτικά συνδεδεμένη με την οικονομική ζωή.
Επί πλέον δεν είναι ορθή η άποψή του να περιλαμβάνει τη μισθωτή εργασία κάθε είδους υπό την έννοια της απεριόριστης κτήσης, αφού δεν τείνει σε απεριόριστο πλουτισμό. Πρέπει ωστόσο να αναγνωρισθεί ότι είναι πρόδρομος της σύγχρονης ανθρωπιστικής οικονομίας, η οποία επιμένει ότι ο τελικός σκοπός όλης της δραστηριότητας πρέπει να είναι η κατανάλωση και ότι η κτήση πρέπει να ενταχθεί στην αληθινή θέση της, δηλαδή στην ιδιότητά της ως μέσου που έχει ως ύψιστο σκοπό την ανθρώπινη ευημερία (Trever). Στην ουσία η βασική επίκριση της χρηματιστικής, ειδικώτερα στα 1257β 40-42, είναι η διάκριση ανάμεσα στο «ζῆν καί τό εὖ ζῆν».
(Περί της ανταλλαγής από άποψη δικαιοσύνης, βλέπε στον Ιο τόμο το κεφάλαιο «Αρνήσεις».

      Ο Αριστοτέλης και η μεθοδολογία του
 
Πέραν της απαγωγικής και συναγωγικής μεθόδου, που αποτέλεσε το βασικό τρόπο στοχασμού, ο Αριστοτέλης συνέλαβε τη φιλοσοφική αξία της «μικρό» και «μακρο» ανάλυσης. Είχε βέβαια στο σημείο αυτό προηγηθεί ο Δημόκριτος, ο οποίος είχε την ιδέα να εξηγηθεί το έτοιμο από το γινόμενο βαθμιαία, να συναχθεί το μέγα και περιεκτικό από την κίνηση των μικρότατων τμημάτων. Αυτή η σκέψη, κατά τον Reinhardt, είναι η μεγάλη και μοναδική δημιουργία του[61].
Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι η έρευνα κάθε αντικειμένου πρέπει να αρχίζει από τα μικρότατα τμήματα, από τις πρωταρχικές μορφές τούτου. Τονίζει στα Πολιτικά: « Ἐπεί δέ φανερόν ἐξ ὧν μορίων ἡ πόλις συνέστηκεν, ἀναγκαῖον πρῶτον περί οἰκονομίας εἰπεῖν πᾶσα γάρ σύγκειται πόλις ἐξ οἰκιῶν οἰκονομίας δέ μέρη, ἐξ ὧν πάλιν οἰκία συνέστηκεν οἰκία δέ τέλειος ἐκ δούλων καί ἐλευθέρων. Ἐπεί δ’ ἐν τοῖς ἐλαχίστοις πρῶτον ἕκαστον ζητητέον, πρῶτα δέ καί ἐλάχιστα μέρη οἰκίας δεσπότης καί δοῦλος καί πόσις καί ἄλοχος καί πατήρ καί τέκνα...»[62]. Στην ουσία η προτεινόμενη μέθοδος έρευνας είναι η σημερινή μακροοικονομική και μικροοικονομική.
----------------------------
[1] Από την ανεπισκόπητη βιβλιογραφία για τον Αριστοτέλη, παραθέτομε μόνο επιλογή, αναφερόμενη στο κοινωνικοοικονομικό του έργο:
Ε. Εμπειρικού, Η πολιτική οικονομία παρά τοις Αθηναίοις, Αθήναι, 1872.
Ν. Γουναράκη, «Η οικονομική επιστήμη παρ’ Αριστοτέλει, Πλάτωνι και Ξενοφώντι», τόμος Παν/μίου για την πεντηκονταετηρίδα του, Αθήναι, 1888.
Θ. Κουτούπη, Η οικονομική των Ελλήνων, Αθήναι, 1908.
Ν. Καζάζη, Η αρχαία πολιτεία και αι περί αυτής θεωρίαι του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, Αθήναι, 1877.
Γ. Γρατσιάτου, Πολιτικαί θεωρίαι εν τη αρχαιότητι, Ανάτυπο από Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος, Αθήναι, 1930.
Δ. Καλλιτσοννάκη, Ιστορία της Πολ. Οικονομίας, Αθήναι, 1929, σελ. 73.
Α. Ανδρεάδου, Περί των δημοσιονομικών θεωριών του Αριστοτέλους και της σχολής αυτού, ιδία δε περί του β’ βιβλίου των Οικονομικών, Ανάτυπο από την Επετηρίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι, 1915.
Του ιδίον, Ιστορία της ελληνικής δημοσίας οικονομίας, Αθήναι, Α’, 1918, Β’, 1930.
Αρ. Σίδερη, «Οικονομικοί αντιλήψεις του Αριστοτέλη», Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, 1945. Β. Δερτιλή, Ο Αριστοτέλης ως οικονομολό­γος, Ανάτυπο από το περιοδικό Σπουδαί, Α.Β.Σ.Π., τόμ. 10, τεύχ. 4. Λ. ©. Χουμα- νίδης, Οικονομική ιστορία και η εξέλιξη των οικονομικών θεωριών, τόμ. πρώτος, εκδ. Παπαζήση, Αθήναι, 1980, σελ. 196-218. A. Anagnos, “Economic ideas of Aristotle”, στο Επιστ. Επετηρίδα, εκδ. Νομ. Σχολής Παν/μίου Θεσ/κης, αφιέρω­μα στο X. Φραγκίστα. L. Th. Houmanidis, “Le concezioni sullo sviluppo economi- co degli autori antichi e medievili”, Revista del Cologio Universitario de Cayey de la Universidad de Puerto Rico, τόμ. VII, No 14, 1975, σελ. 77 εξ.
Α. Κοραή, Αριστοτέλους Πολιτικών τα σωζόμενα, Εισαγωγή, Παρίσι, 1821.
Εμ. Μιχελάκη, Η θεωρία του Αριστοτέλους περί των πρακτικών αρχών, Αθήναι, 1961.
Του ιδίου, Ο κατά φύσιν νόμος παρ’ Αριστοτέλη, τιμητ. τόμ. Κ. Τριανταφυλλο- πούλου, 1959.
Em. Michelakis, Platos Lehre von der Anwendung des Gesetzes und der Begriff der Billigkeit bei Aristoteles, Miinchen, 1957.
  1. Todd Lowry, “Aristotle’s Natural Limit and the economics of price regulation”, Greek, Roman and Byzantine Studies, 15:61, 1974.
Του ιδίου, “Aristotle’s mathematical analysis of exchange ”, History of political economy 1:65, 1969.
  1. J. Lewis, “Acquisition and anxiety: Aristotle’s case against the Market”, Cana­dian Journal of Economics, II: 69-90, ειδ. σελ. 83-87.
  2. H. Ri/kin, “Aristotle on equality, criticism of A.Z. Carlyle’s theory”, Journal of the history of idea, 14, 270-81.
  3. Lama, Π pensiero economico di Aristotele, Roma, 1933.
Os. Kraus, “Die Aristotelische Werttheorie in ihren Beziehungen zu den Lehren der modernen Psychologenschule”, Zeitschrift fur die gesamte Staatswissenschaft 61 (1905), σελ. 573-92.
Die Werttheorien, Wien, 1938.
“Aristotle on Economic Imputation and Related Matters”, Southern Economic Journal 21:371-89.
Barthelemy Saint- Hilaire, Preface de la traduction de la “Politique” d’ Aristote.
  1. Pecirca, A note on Aristotle’s conception of citizenship and the role of foreigners in fourth century Athens, Eirene, 6.
Wilhelm Oncken, Die Staatslehre des Aristoteles in historisch – politischen Umrissen, 2 τόμοι, Leipzig, 1870-1875.
Ulrich von Wilamowitz – Moeliendorff, Aristoteles und Athen, 2 τόμοι, Berlin, 1893.
  1. Jaeger, Aristoteles, Berlin, 1923, αγγλ. εκδ., 2η εκδ. 1950.
  2. Saint – Germes, Les idees monetaires de la Grece antique, 1929 και τα άρθρα
Aristoteles, εις το Handw. der St., 4η εκδ. 1923, τόμος 1ος.
  1. Mansion (ed.), Aristote et les probiemes de methode, Louvain symposium, 1961.
  2. Mignucci, La teoria aristotelica della scienza, 1965.
  3. Μ. E. Moravcsik (εκδ.), Aristotle: A Collection of Critical Essays, 1969.
  4. P. Lynch, Aristotle’s School, 1972.
  5. H. Chroust, Aristotle, New Light on His Life and on Some of His Lost Works, 1973.
  6. Grayeff, Aristotle and His School, 1974.
  7. R. L. Clark, Aristotle’s Man: Speculations upon Aristotelian Anthropology, 1975.
  8. Preuss, Science and Philosophy in Aristotle’s Biological Works, 1975.
  9. N. Thompson, Aristotle’s Deduction and Induction, 1975,
D.Charles, Aristotle’s Philosophy of Action, 1977.
A.Kenny, Ariostotelian Ethics, 1978.
E.Barker, Greek Political Theory: Plato and his predecessors, 2η εκδ. London: Methuen, 1925, 1947. Του ιδίου, The political thought of Plato and Aristotle, New York, 1906.
Harro Bernardelli, “The Origins of Modern Economic Theory”, Economic Record 37 (1961).
Ralph Braidanti, Political and Administrative Development, Durham: Duke University Press, 1969.
James Buchanan, “What Should Economists Do?”, Southern Economic Journal 30 (1964).
John Burnet, Early Greek Philosophy, 4th ed., London: Black, 1945. Essays and Addresses. New York: Macmillan, 1930. Τον ιδίου, The Ethics of Aristotle. Lon­don: Methuen, 1960.
Τον ιδίου, Greek Philosophy, part. 1. London: Black, 1928.
John Bury, London: Macmillan, 1924, 1944. D. Callahan, Ethics and Population, New York: Occasional Paper, Population Council, 1971.
Sidney Fine, L.aissez Faire and the General – Welfare State. Ann Arbor: University of Michigan Press, 1964.
Μ. I. Finley, “Aristotle and Economic Analysis”, Past and Present 47 (1970).
  1. G. Varvoutis, Die Beschrankungen der wirtschaflichen Tatigkeit in der Antike, Seminararbeit, bei Prof. Tuchtfeldt, Bern.
Barry Gordon, “Aristotle and Hesiod: The Economic Problem in Greek Thought,” Review of Social Economy 21 (1963).
Του ιδίου, “Aristotle and the Development of Value Theory”, Quarterly Journal of Economics 78 (1964).
Του ιδίου, Economic Analysis Before Adam Smith: Hesiod to Lessius, New York: Barnes and Nobel, 1975.
Fred Kort, “The Quantification of Aristotle’s Theory of Revolution”, American Political Science Review 19 (1952).
  1. F. R. Hardie, Aristotle’s Ethical Theory, 2η εκδ. 1989, Oxford.
  2. Heath, Mathematics in Aristotle, Oxford, 1949.
  3. Johnson, “Aristotle’s theory of value”, Amer. Journal of Philology 60, 445-51.
Vassilis Karasmanis, “The mathematical passage in Nichomachean Ethics 1131b 5-15”, Ancient Philosophy 13, 373-8, 1993.
  1. Meikl, “Aristotle and exchange value”, στο A companion to Aristotle’s politics, D. Keyt και F. J. Miller (εκδ.), Oxford, 1991.
  2. T. Noonan, Scholastic Analysis of Usury, Cambridge, Mass., Harvard Universi­ty Press, 1957.
Karl Polanyi, “Aristotle Discovers The Economy” και “The Economy as Instituted Process”, στο Trade and Market in the Early Empires, Edited by Karl Polanyi, C. M. Arensberg and H. W. Pearson, New York, Free Press, 1957.
  1. D. Ross, Aristotle, 5η εκδ., London, Methuen, 1953. The Works of Aristotle, London, Oxford University Press, 1911-52.
Josef Soudek, “Aristotle’s Theory of Exchange: An Inquiry Into the Origin of Economic Analysis”, Proceedings of the American Philosophical Society 96 (1952).
  1. J. Spengler, “Aristotle on Economic Imputation and Related Matters”, Southern Economic Journal 21 (1955).
  2. T. Worland, Scholasticism and Welfare Economics, South Bend, University of Notre Dame Press, 1967.
[2] «Naturalwirtschaft» και «Geldwirtschaft», όπως την αποκαλεί o Kautz, Theorie und Geschichte der Nationalokonomie, Wien, 2η εκδ. 1860, σελ. 137, σημ. 4.
[3] Διογένης Λαέρτιος, V, 22.
[4] Βλέπε κεφ. «Αρνήσεις» του παρόντος. J. Soudek, “Aristotle’s theory of exchange: An inquiry into the origin of economic analysis”, op. cit.
  1. Meikl, “Aristotle on equality and market exchange”, Journal of Hellenic Studies, 111, 193, 6/1991.
  2. Rosen, “The political context of Aristotle’s categories of justice”, Phronesis 20, 228-40, 1975.
[5] Β. St. – Hilaire, Preface de la traduction de la “Politique” d’ Aristote.
[6] Πολιτικά, 1320α, 39-40 και Ι267β 3.
[7] Πολιτικά, 1329α, 25. Κ. Καλλίας, Η αριστοτελική μεσότης και το κέντρο, Αθή­να, 1987.
[8] Πολιτικά, 1302α, 15-18.
[9] Αριστοτέλης, Πολιτικά 1295β, Ηθ.-Νικ. VIII, 14, 1161 β.
Η οικονομική της ευημερίας ενδιαφέρεται για τις συνέπειες εκείνες της οικονομικής δραστηριότητας στην κοινωνία, που είναι, τουλάχιστο κατ’ αρχήν, ικανές να μετρηθούν αντικειμενικά και να ερευνηθούν από την οικονομική θεωρία, όπως τόνισε ο A. C. Pigou, Economics of Welfare, 5η εκδ., London, MacMillan, 1932. To πραγματικό εθνικό εισόδημα, η ροή αγαθών και υπηρεσιών συνδέεται αμέσως προς την ευημερία και, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, όσο μεγαλύτερο είναι το εθνικό εισόδημα και όσο πιο δίκαια διανέμεται, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η οικονομική ευημερία της κοινότητας. Η τεχνική της οικονομικής της ευημερίας συνεπώς είναι η επεξεργασία με λογική ανάλυση των αποτελεσμάτων ορισμένων αιτίων επί του μεγέθους και της διανομής του εθνικού εισοδήματος. Η οικονομική της ευημερίας συγκεντρώνεται σε απόψεις επί της οικονομίας, που κινητικότητας των πόρων. Ενδιαφέρεται έτσι για την εκτίμηση σε πόση έκταση μια οικονομία επιτυγχάνει το μέγιστο της ευημερίας και πώς μπορεί το επίτευγμα αυτό να βελτιωθεί. Η εφαρμογή της οικονομικής της ευημερίας σε μια κοινότητα καταλήγει στη δημιουργία του κράτους ευημερίας.
Προδρομικές απόψεις της οικονομικής της ευημερίας απαντούν πρώτον στο Θαλή το Μιλήσιο, ο οποίος τονίζει: «Ή άρίστη πόλις, ή μήτε πλούσιους άγαν, μήτε πένητας έχουσα».
Στον Αριστοτέλη: «εὐδαίμονα δέ πόλιν οὔτε εἰς μέρος τι βλέψαντας δεῖ λέγειν αὐτῆς, ἀλλ’ εἰς πάντας τούς πολίτας» (Πολ. 1329α και VII, 9, 7-8).
Και:
«Δῆλον ὅτι ἄρα καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική ἡ ἀρίστη ἡ διά τῶν μέσων καί τάς τοιαύτας ἐνδέχεται εὖ πολιτεύεσθαι πόλεις, ἐν αἷς δή πολύ τό μέσον καί κρεῖττον, μάλιστα μέν ἀμφοῖν, εἰδέ μη θατέρου μέρους».
Επίσης, στον Αριστοτέλη:
«Ὥσπερ γάρ σῶμα ἐκ μερῶν σύγκειται καί δεῖ αὔξάνεσθαι, ἀνάλογον ἵνα μένη ἡ συμμετρία εἰ δέ μή φθείρεται, οὕτω καί πόλις σύγκειται ἐκ μερῶν, ὧν πολλάκις λανθάνει τι αὐξανόμενον, οἷον τό ταῶν ἀπόρων πλῆθος ἐν ταῖς δημοκρατίαις καί πολιτείαις».
Βλέπε και Φωκυλίδης: «πολλά μέσοισιν αριστα» ,Αριστοτέλης, Πολιτ. 129β). Βλέπε επίσης: Αριστοτέλης, Ηθικά – Νικομ. VIII.14,1161b, VIII, 3, 4. Και Πλάτων, Θεαίτη τος.
Το ερώτημα βέβαια είναι αν η τάση εξίσωσης των εισοδημάτων οδηγεί και στην τάση εξίσωσης των ικανοποιήσεων, που ποικίλλουν κατά άτομα και κοινωνίες.
Το θέμα της ικανοποίησης που είχε υποκειμενικό χαρακτήρα θίγει κατά τρόπο πολύ εύστοχο ο Σόλων (Ηρόδοτος, I, 32):
«Οὐ γάρ τοι ὁ μέγα πλούσιος μᾶλλον τοῦ ἐπ ’ ἡμέρην ἔχοντος ὀλβιώτερός ἐστί; Εἰ μή οἱ τύχη ἐπίσποιτο πάντα καλά ἔχοντα εὖ τελευτῆσαι τόν βίον. Πολλοί μέν γάρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἀνόλβιοι εἰσί, πολλοί δέ μετρίως ἔχοντες βίου εὐτυχές. Ὁ μέν δή μέγα πλούσιος, ἀνόλβιος δέ, δυοῖσι προέχει τοῦ εὐτυχέος μοῦνον, οὗτος δέ τοῦ πλουσίου καί ἀνολβίου πολλοῖσι· ὁ μέν ἐπιθυμίην ἐκτελέσαι καί ἄτην μεγάλην προσπεσούσαν ἐνεῖκαι δυνατότερος, ὁ δέ τοῖσδε προέχει ἐκείνου· ἄτην μέν καί ἐπιθυμίην οὐκ ὁμοίως δυνατός ἐκείνω ἐνεῖκαι, ταῦτα δέ ἡ εὐτυχίη οἱ ἀπερύκει, ἄπηρος δέ ἐστί, ἄνουσος, ἀπαθής κακῶν, εὖπαις, εὐει­δής».
Όσον αφορά τις σχέσεις πλούτου και ευτυχίας, βλέπε: Ηρόδοτος, I, 32, 6, Πλά­των,
Γοργίας 477, Πολιτεία A 329, Νόμοι Ε 733, 736.
Βλέπε γενικώτερα: S. Τ. Worland, Scholasticism and welfare economics. W. Wil­son, “The economics of the just price”, History of Political Economy, 7:56-74, R. A. De Roover, “Scholastic Economics: Survival and lasting influences from the sixteenth century to Adam Smith”, Quarterly Journal of Economics, σελ. 161-90.
9α Πολιτικά, 1263 α, 14-17.
9β Πολιτικά, 1265 β.
[10] Αριστοτέλης, Πολιτικά 1326 β, 8-11.
[11] Την επίδραση του Αριστοτέλη και της σκέψης των Ελλήνων στη μεσαιωνική Δύση αποκαλύπτει πρώτον ο αριθμός των σχολιογράφων και των χειρογράφων εκδόσεων. Τέσσαρες κώδικες: Cantabrigiensis, Vaticanus, Napolitanus και Parisinus. (Ειδική εργασία για τις λατινικές εκδόσεις: V Rose, De Aristotelis librorum ordine et auctoritate, Berlin, 1854, σελ. 60-63).
O P. Mandonnet αποδεικνύει ότι το πρώτο κείμενο ανατρέχει τουλάχιστον στο 1267. (βλ. P. Mandonnet, “Guillaume de Moerbeke, traducteur des Economiq- ues, 1267”, στο Archives d’ histoire doctrinale et litteraire du Moyen Age, Paris, Vrin, 8e annee, 1933, σελ. 9-29).
Πολλά έχουν γραφεί για τη στροφή στον Αριστοτέλη και τη διάδοση των έργων του κατά το μεσαίωνα. Π.χ. Ε. Franceshini, “Ricerche e studi di Aristotele nel medioevolo latino”, στο Aristotele nelle critice e negli studi contemporanei, Rivista di filosofia neoscolassica, Sup. Spec., τόμ. XLVIII, 1956, X-202, σελ. 144- 166.
[12] Πολιτικά, 1271 α, 29-37.
[13] Ηθικά – Νικομάχεια, V, 4-9.
[14]  (;) Πολιτικά 1320α: «τεχναστέον οὖν ὅπως ἄν εὐπορία γένοιτο χρόνιος».
[15] Πολιτικά, 1320α, 34.
[16] Roscher, “Die hellenische Volkswirtschaftslehre», σελ. 7. Trever, op. cit., σελ. 117.
[17] Πολιτικά, Ι266β, 28-30.
[18] Πολιτικά, Ι280β, 10-12. Ε. Dobbs, Philosophy of popular morals in ancient Gre­ece, 1907, σελ. 48.
[19] Πολιτικά, 1262α, 40, Ι262β, 3.
[20] Πολιτικά, 1329β, 14, Ηθικά – Νικομ. VIII, 8, Πολιτικά 1257b, 29. Kurt Latte. “Kollektivbesil/ und Staatsschat/ in Ciricchenland», Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Gottingen, Philologische. Historische Klasse, 1946-7, σελ. 64-75, και Latte, 1968.
[21] Πολιτικά, II, 2-6.
[22] Πολιτικά, II, 2-6, 1263β.
[23] Πολιτικά, 1261 β, 35.
[24] Francotte, L’Industrie dans la Grece ancienne, II, op. cit., 250, A. Souchon, op. cit., σελ. 170. Pohlmann, op. cit., I, 599.
[25] Πολιτικά, 1265β, 6-12.
[26] Πολιτικά, 1270α, 40, 1270β
[27] Πολιτικά, 1326β, 25.
[28] Πολιτικά, 1258α, 25.
[29] Πολιτικά, 1254α, 7.
[30] A. Souchon, op. cit., σελ. 96, 98. Haney, op. cit., σελ. 47.
[31] Trever, op. cit., σελ. 90.
[32] Πολιτικά, 1329α, 25.
[33] Πολιτικά, 1254 I, 2-4.
[34] Trever, op. cit., σελ. 91.
[35] Trever, op. cit., σελ. 93.
[36] Πολιτικά, 1337β, 8.
[37] Πολιτικά, 1330α, 25-31.
[38]Πολιτικά, 1320α, 39-44.
[39] Πολιτικά, 1257α, 34-36.
[40] Ηθικά-Νικομ. 1133α, 34-35 και 1Ι33β, 25.
Ο Ed. Will, βάσει των διαλαμβανόμενων στα Ηθικά -Νικομάχεια, V, 8, (132β 31-1133β 28) εσχεδίασε το πιο κάτω διάγραμμα, στο οποίο ερμηνεύεται σαφώς η άποψη του Αριστοτέλη για το φαινόμενο του χρήματος:
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Γενική άποψη                                      Γενική φάση                 Ειδική άποψη
Κοινωνική ηθική                                 στο συλλογισμό            Οικονομία
Ι
ανάγκη κοινωνικών σχέσεων              παράγοντες                     ανάγκη
συνοχής
II
ανταλλαγή υπηρεσιών                          αμοιβαιότητα                 εμπορικές
συναλλαγές
III
αξιολόγηση υπηρεσιών                    αναλογική ισότητα                εκτίμηση αγαθών
IV
Συμβατικό πρότυπο
[41] Ηθικά-Νικομ., 1133β, 10-13.
[42] Ηθικά-Νικομ., 1133β, 19-20.
[43] Trever, op. cit., σελ. 101-106.
[44] Ηθικά-Νικομ. 1133β, 12-15.
[45] Πολιτικά, 1258β, 25 3-5.
[46] Πολιτικά, 1258β.
[47] Δημοσθένης, Υπέρ Φορμίωνος 44. Ισοκράτης, Τραπεζιτικός V.
Brants, “Les operations de banque dans la Grece antique”, στο Museon I, 2, 196-203. Ομοίως Koutoryon, Les trapezites, Paris, 1859.
[48] Πολιτικά, 1257β, 10-12.
[49] Πολιτικά, 1256β. 39-40.
[50] Ηθικά-Νικομ., I I 19, 27-28. Ρητορική Δ, 5.
[51] Ρητορική, Α, 5. Ο. Langholm, Wealth and money in the aristotelian tradition: A study in scholastic economic sources, Bergen, Oslo: Universitetsforlaget, 1983.
[52] Ρητορική, 1391α, 17-19.
[53] Πολιτικά, 1323α, 41-44.
[54] Πολιτικά, 1323β, 1-7.
[55] Ρητορική 1364α, 24-30.
[56] Μεγάλα Ηθικά 1193β 19, 1194β, 2. G. Ε. McCarthy, Marx and Aristotle, Savage, M. D. 1992.
[57] Πολιτικά 1256β, 23-24.
[58] Πολιτικά 1337α, 27-30. Ευδήμεια Ηθικά 1242α. Βλέπε και Pohlmann, op. cit. I, 276. A. Bresson, “Aristote et le commerce exterieur” Revue des etudes anciennes, 49 Paris 1927.
[59] Πολιτικά, 1256β 26-39.
[60] Πολιτικά 1257β 20.
[61] Reinhardt, Zeitschrift “Hermes”, 1912 σελ.492.
[62] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1253 β, 1. Περί των σχέσεων των μεθόδων μεταξύ των βλέπε: Πλάτων «Νόμοι, III 683Ε, Πολιτεία 510Ε και Αριστοτέλης Ηθικά-Νικομάχεια» 1, 2, Πολιτικά 1252α 16-26, 1253β, 5.

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΧΙΟΝΙ

 Οι νιφάδες έπεφταν αργά, αθόρυβα, ήσυχα. Στεκόταν πίσω απο το παράθυρο και τις παρατηρούσε να χορεύουν, να στροβιλιλίζονται και ύστερα να χάνονται μαγικά λίγο πριν αγγίξουν το έδαφος. Της άρεσε το χιόνι. Ξυπνούσε την παιδικότητα της. Και μαζί μια μελαγχολία. Μεγάλωνε, ωρίμαζε, άλλαζε.

Έπρεπε να πάρει αποφάσεις. Σιγά σιγά πλησίαζε σε εκείνο το σταυροδρόμι που σου θέτει διλήμματα επαγγελματικά, προσωπικά, ηθικά. Τι θέλεις πραγματικά, τι θα σε κάνει ευτυχισμένο, τι είναι λάθος και τι σωστό; Άραγε μπορεί να απαντήσει κανείς με σιγουριά σε αυτά τα ερωτήματα; Πολλές φορές ξέρουμε τι θέλουμε ή έτσι νομίζουμε τουλάχιστον. Και κάποιες άλλες δεν θέλουμε αυτό που ξέρουμε.

Πόσο σίγουρος μπορείς να είσαι για το δρόμο που επιλέγεις; Αυτό που νομίζεις ότι θα σε κάνει ευτυχισμένο τώρα, μπορεί στο μέλλον να μην είναι αυτό που πραγματικά ήθελες ή αυτό που φοβόσουν και δεν ήθελες κάποτε μπορεί να κρυβόταν τόσο καλά μέσα σου που να άργησες να το ανακαλύψεις. Ο χρόνος τρέχει, η τύχη ακολουθεί, και εσύ πρέπει να προλάβεις. Να κάνεις βήματα, να πεις λέξεις, να αντιδράσεις.

Το κορίτσι στεκόταν πίσω απο το παράθυρο και περίμενε. Κάποιον, κάτι να την κινητοποιήσει. Να της δείξει την σωστή κατεύθυνση, το μονοπάτι της ευτυχίας. Βλέποντας το χιόνι να πέφτει συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε τίποτα σίγουρο και ασφαλές. Αυτό ήταν το νόημα της ζωής. Η ζωή αποτελείται από άπειρες στιγμές που εμφανίζονται ξαφνικά και ύστερα χάνονται, λιώνουν σαν το χιόνι. Το θέμα είναι ποιες θα επιλέξεις να κρατήσεις στα δάχτυλα σου πριν προλάβουν να εξαφανιστούν. Εκείνες που σε άγγιξαν, εκείνες που σε βόλεψαν, ή εκείνες που σε φόβισαν;

Όποια απόφαση και να πάρεις το ζητούμενο είναι να κάνεις εσύ το πρώτο βήμα. Μην αφήσεις κανέναv και τίποτα να σε σπρώξει. Ακόμη και αν μπροστά σου βλέπεις ένα αβεβαιο και σαγηνευτικό χάος προχώρα και μην φοβάσαι να ρισκάρεις. Έτσι θα μάθεις. Η σωστή και ή λάθος επιλογή ορίζεται εσωτερικά, διαφορετικά από τον κάθε άνθρωπο. Γι’ αυτό πρέπει να είναι προσωπική και αληθινή.

Το κορίτσι είχε πολλές σκέψεις και πολλά συναισθήματα. Μερικά ήθελε να τα φυσήξει στον αέρα να ταξιδέψουν μαζί με τον παγωμένο αέρα και μερικά να τα θάψει βαθιά κάτω απο το χιόνι. Ήθελε να τρέξει, να τρέξει μακριά. Μακριά απο τις απογοητεύσεις της, από τους φόβους της, από εκείνα που την πλήγωναν. Ήθελε να συναντήσει τη χαμένη της αυτοκυριαρχία. Τον παγιδευμένο της εαυτό που της έγνεφε στο τζάμι. Άνοιξε το παράθυρο και άφησε τις νιφάδες να κολλήσουν στα μαλλιά της, να γίνουν τα κρυμμένα δάκρυα στο πρόσωπο της.

Η Γλώσσα της Ψυχής

Κάθε άνθρωπος έχει την μητρική του γλώσσα, έτσι ώστε να μπορεί να εξελίσσεται, μιλώντας στον εαυτό του.
Κάθε άνθρωπος πρέπει να μαθαίνει μια ξένη γλώσσα, έτσι ώστε να μπορεί να επικοινωνήσει, μιλώντας με άλλους ανθρώπους.
Κάθε άνθρωπος γνωρίζει ΗΔΗ μια γλώσσα με την οποία μπορεί να συνεννοηθεί με ΟΛΟΥΣ τους άλλους ανθρώπους, χωρίς ΚΑΝ να μιλήσει.
Γνωρίζει ΗΔΗ την γλώσσα, αλλά δεν γνωρίζει το ότι την γνωρίζει…
Αγγίξτε το χέρι ενός ανθρώπου και κοιτάξτε τον στα μάτια…
Δεν χρειάζεται να πείτε τίποτα.
Τα έχετε πει ΗΔΗ όλα.
Μιλώντας όχι την Γλώσσα του Σώματος.
Αλλά της Ψυχής…

Πολιτική κωλοτούμπα

“Tο ήθος όλης της πολιτείας είναι το ίδιο με αυτό αυτών που την κυβερνούν”

Σε μια χώρα, υπήρχε ένα χωριό που απείχε πέντε χιλιόμετρα από το παλάτι της βασίλισσας. Το χωριό αυτό είχε θαυμάσια νερά από μια πηγή και η βασίλισσα είχε προστάξει τους χωρικούς να της φέρνουν νερό κάθε μέρα. Οι χωρικοί όμως μετά από κάποια χρόνια κουράστηκαν από το εξαντλητικό καθημερινό πήγαινε-έλα. Η μόνη λύση ήταν να αφήσουν το χωριό, να φύγουν μακριά και έτσι να απαλλαχθούν απ’ την δυσβάσταχτη αυτή υποχρέωση. 

Αφού σκέφτηκε καλά το πρόβλημα, ο νέος αρχηγός του χωριού είπε στους χωρικούς: «Μην εγκαταλείψετε τα σπίτια σας. Θα πάω εγώ στην βασίλισσα και θα της ζητήσω να βγάλει διάταγμα που θα λέει ότι από εδώ και μπρος η απόσταση ανάμεσα στο χωριό σας και στο παλάτι δε θα είναι πέντε αλλά μονάχα τρία χιλιόμετρα. Έτσι το πήγαινε-έλα θα συντομέψει κι εσείς δε θα κουράζεστε τόσο πολύ».

Πήγε λοιπόν στην βασίλισσα με το αίτημά του, το οποίο μετά από πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις έγινε δεκτό. Όταν με χαμόγελα ανακοινώθηκε η απόφαση στους χωρικούς αυτοί χάρηκαν πολύ. Μάταια ένας από αυτούς φώναζε: «Μα δε καταλαβαίνετε πως δεν υπάρχει πραγματική διαφορά στην απόσταση;». Παρόλο που όλοι τον άκουσαν, συνέχισαν να πιστεύουν το διάταγμα της βασίλισσας και κανένα λογικό επιχείρημα δεν κατάφερε να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη…

* κάθε ομοιότητα με πρόσωπα γεγονότα ή καταστάσεις
της εποχής μας είναι συμπτωματική

Εκκλησιαστικά μυθολογήματα: Ο δωδεκαετής Ιησούς διδάσκει στον ναό

Ένα από τα «ατράνταχτα» στοιχεία που πιστοποιούν την σοφία τού Ιησού, κατά τούς Ιουδαιοχριστιανούς, είναι η παρουσία του στον ναό τής Ιερουσαλήμ, όπου εκεί παρουσιάζεται να διδάσκει, παιδί ακόμα, τούς...δασκάλους. Το αξιοπρόσεκτο αυτό «γεγονός», μνημονεύεται μόνο στο «Κατά Λουκάν ευαγγέλιον». Οι υπόλοιποι ευαγγελιστές, φαίνεται να το αγνοούν.

Διαβάζουμε λοιπόν στον «Λουκά»:
«Καί ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ τοῖς γνωστοῖς· καὶ μὴ εὑρόντες αὐτόν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. καὶ ἐγένετο μεθ' ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς· Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς...» (Λουκάς 2: 42-50).
[Μετάφραση: «Και όταν έγινε δώδεκα χρόνων, αφού είχαν ανέβει στα Ιεροσόλυμα, σύμφωνα με τη συνήθεια της γιορτής, και τελείωσαν τις ημέρες, ενώ αυτοί επέστρεφαν, το παιδί, ο Ιησούς, είχε μείνει πίσω στην Ιερουσαλήμ· και δεν κατάλαβε ο Ιωσήφ και η μητέρα του. Νομίζοντας, όμως, ότι ήταν στη συνοδεία, ήρθαν μιας ημέρας δρόμο· και τον αναζητούσαν ανάμεσα στους συγγενείς και τους γνώριμους. Και επειδή δεν τον βρήκαν, ξαναγύρισαν στην Ιερουσαλήμ αναζητώντας τον. Και ύστερα από τρεις ημέρες τον βρήκαν μέσα στο ιερό, να κάθεται ανάμεσα στους δασκάλους, και να τους ακούει, και να τους ρωτάει. Και όλοι όσοι τον άκουγαν, έμεναν εκστατικοί για τη σύνεση και τις απαντήσεις του. Και όταν τον είδαν, έμειναν έκπληκτοι· και η μητέρα του είπε σ' αυτόν: Παιδί μου, γιατί μας έκανες αυτό το πράγμα; Δες, ο πατέρας σου και εγώ σε αναζητούσαμε με οδύνη. Και τους είπε: "Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρετε ότι πρέπει να είμαι στα πράγματα του πατέρα μου;". Κι αυτοί δεν κατάλαβαν τον λόγο, που τους μίλησε».]
Τελειώνοντας την ανάγνωση, είναι αδύνατον κάποιος να μην παρατηρήσει εξώφθαλμες κοτσάνες, που αμέσως οδηγεί στην υποψία ότι σ' αυτό το κείμενο έχουν βάλει χέρι τουλάχιστον δύο άτομα -κάτι φυσικά που δεν προκαλεί έκπληξη.
Πρώτον, από πουθενά δεν προκύπτει ότι ο Ιησούς...διδάσκει. Τουλάχιστον σ' αυτό το σημείο, το κείμενο είναι σαφέστατο: «καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς». Δηλαδή, ο Ιησούς άκουγε τούς δασκάλους και ρωτούσε τις απορίες του. Που ακριβώς λοιπόν εντοπίζεται η διδασκαλία τού Ιησού; Πουθενά. Ίσα ίσα, που φαίνεται να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Αμέσως μετά διαβάζουμε: «ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ» («Και όλοι όσοι τον άκουγαν, έμεναν εκστατικοί για τη σύνεση και τις απαντήσεις του»).
Εδώ είναι πράγματι να απορεί κανείς. Για ποιον λόγο οι δάσκαλοι έμειναν εκστασιασμένοι; Από την διδασκαλία τού Ιησού; Αποκλείεται, καθώς διαβάζοντας την αμέσως προηγούμενη γραμμή, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.
Μήπως ο Ιησούς εξέφραζε σχετικά ώριμες απορίες για την ηλικία του; Πιθανόν. Έδινε σωστές απαντήσεις στις ερωτήσεις τών δασκάλων; Όπως προκύπτει κι από το κείμενο, ναι. Αλλά, αυτό δεν ονομάζεται σε καμμία περίπτωση διδασκαλία.
Η «κεραμίδα» όμως, έρχεται λίγο παρακάτω, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία μπαίνουν στον ναό εκφράζοντας την ανησυχία τους για την εξαφάνιση τού Ιησού, ο οποίος τούς απαντά: «Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με;» («Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρετε ότι πρέπει να είμαι στα πράγματα του πατέρα μου;»). Και ο «Λουκάς» μάς στέλνει αδιάβαστους, όταν αναφέρει πως, «καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς» («Κι αυτοί δεν κατάλαβαν τον λόγο, που τους μίλησε»)...
Καταπληκτικό! Τόσο η Μαρία, όσο και ο Ιωσήφ, που δέχθηκαν την επίσκεψη τού αγγέλου, ήταν ενήμεροι για το «βλαστάρι» που μεγάλωναν. Τί δεν κατάλαβαν λοιπόν;
Μήπως όμως υπάρχει άλλη εξήγηση, γύρω από την οποία χτίστηκε το εν λόγω μυθολόγημα περί...διδασκαλίας;
Σαφώς και υπάρχει, αν λάβουμε υπόψιν την αρχαιότατη ιουδαϊκή παράδοση. Σύμφωνα μ' αυτήν, ένας άνδρας θεωρείται θρησκευτικά ενήλικος από τη ηλικία τών δεκατριών ετών, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγονται απ' αυτήν (γάμος, επαγγελματική ενασχόληση, θρησκευτικά και κοινωνικά καθήκοντα κ.ά.).
Η επικύρωση τής ενηλικίωσης γίνεται στην συναγωγή, από μια επιτροπή δασκάλων τού Μωσαϊκού Νόμου, οι οποίοι καλούνται να εξακριβώσουν και να πιστοποιήσουν το κατά πόσον το παιδί είναι έτοιμο να γίνει υπεύθυνο μέλος τού Ισραήλ.
Η τελετή αυτή λέγεται «Μπαρ Μιτσβά» (=Γιος τής Διαθήκης). Κατά την διάρκεια αυτής τής εξέτασης, ο εξεταζόμενος, μεταξύ άλλων, διαβάζει διάφορα κείμενα από την Πεντάτευχο και ολοκληρώνει με παραδοσιακές εβραϊκές προσευχές. Κατόπιν το παιδί δέχεται τις συμβουλές και τις ευχές τών ραβίνων.
Από αυτή την διαδικασία λοιπόν, ως τυπικός Εβραίος και λόγω ηλικίας, πέρασε και ο Ιησούς, όπως συνέβη παλαιότερα και με την τελετή τής περιτομής του, όταν ήταν νήπιο.
Επομένως, η παρουσία του στον ναό, «ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων», είναι απολύτως εξηγήσιμη κι όλα τα υπόλοιπα, περί εξαφάνισης και «διδασκαλίας» είναι πιθανότατα κατοπινές «σάλτσες».

Έχουμε θέληση;

Έχουμε θέληση;«Τελικά μήπως έχουμε πρόβλημα θέλησης;»
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η συγκλονιστική καταγραφή των όσων βίωσε μια γυναίκα, στο διάστημα της «πάλης» της με τα παραπανίσια κιλά. Πρόκειται για μια πραγματικά καταιγιστική επιστολή, στην οποία καυτηριάζεται, μεταξύ των άλλων, και η βιομηχανία του αδυνατίσματος. Το κείμενο – κατάθεση ψυχής, παρατίθεται αυτούσιο και είναι σίγουρο ότι θα σας προβληματίσει, θα σας ευαισθητοποιήσει, θα σας αφυπνίσει και θα σας συγκινήσει.

«Η αλήθεια είναι ότι αν ήταν απλά θέμα θέλησης όλοι μας θα είχαμε καταφέρει να χάσουμε το περιττό βάρος που μας ταλαιπωρεί. Ποιος άνθρωπος δεν θέλει να έχει φυσιολογικό βάρος; Η απάντηση είναι όλοι μας και όλοι εμείς που έχουμε πρόβλημα με το βάρος μας έχουμε τόσο μεγάλη θέληση να αδυνατίσουμε που καταναλώνουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας άπειρο χρόνο, χρήμα και ενέργεια στην προσπάθειά μας να το καταφέρουμε.
Το πρόβλημα όμως της παχυσαρκίας είναι τόσο πολυπαραγοντικό που είναι σαν τη Λερναία Ύδρα. Κόβεις το ένα κεφάλι και ξάφνου εμφανίζονται δύο καινούργια για να παλέψεις μαζί τους. Για να μπορέσουμε όμως να τα καταφέρουμε χρειάζεται όλοι μας να καταλάβουμε, ότι το περιττό μας βάρος είναι το σύμπτωμα και όχι το πρόβλημα.
Για παράδειγμα όταν νοσούμε, δεν είναι ο πυρετός το πρόβλημα, ο πυρετός είναι η άμυνα του οργανισμού μας απέναντι στον ιό που έχει εισβάλλει στο σώμα μας. Για να καταφέρουμε να χάσουμε το περιττό μας βάρος χρειάζεται να βάλουμε το μυαλό μας κάτω, να κάνουμε μία ανασκόπηση της ζωής μας και να εντοπίσουμε τους πραγματικούς λόγους που μας οδήγησαν στο να βάλουμε βάρος.
Είναι σαν να βάζουμε τη ζωή μας στο μικροσκόπιο, προκείμενου για πρώτη φορά να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια την αιτία του προβλήματος, τον ιό που έχει προκαλέσει τη νόσο. Αν κοιτάξουμε προσεκτικά λοιπόν θα δούμε ότι το βάρος μας εξαρτάται από την ψυχολογία μας (πώς διαχειριζόμαστε τα συναισθηματικά μας αδιέξοδα), από τον τρόπο γενικά της ζωής μας και της διατροφής μας (καθιστική ζωή, κακή επιλογή τροφών, περιβάλλον στο οποίο ζούμε και εργαζόμαστε κ.λπ.) αλλά και από βιοχημικούς παράγοντες (ανεπαρκής θρέψη σε κυτταρικό επίπεδο, ανισορροπία ορμονών, αντίσταση στην ινσουλίνη κ.λπ.) και ίσως και από άλλους παράγοντες που αυτή τη στιγμή δεν μου έρχονται στο μυαλό…
Έτσι πολλές φορές, ενώ έχουμε τη θέληση, δεν χρησιμοποιούμε τα σωστά μέσα για να καταφέρουμε τον σκοπό μας. Ακούω για παράδειγμα πάρα πολλά άτομα που ενώ θέλουν να χάσουν βάρος δεν είναι διατεθειμένοι να βάλουν την άσκηση στη ζωή τους. Ωστόσο, το σώμα μας είναι φτιαγμένο για κίνηση, είναι φτιαγμένο για να τρέχουμε, να σκαρφαλώνουμε, να περπατάμε, γενικώς να κινούμαστε.
Αν δεν το κάνουμε αυτό πάμε κόντρα στη φύση μας και όσο πάμε κόντρα στη φύση μας θα νοσούμε και θα είμαστε δυστυχισμένοι. Όσο εξακολουθούμε να προσθέτουμε μη θρεπτικές επεξεργασμένες τροφές στην καθημερινή μας διατροφή, όπως ζάχαρη, γλυκά και τροφές λιπαρές με κενές θερμίδες και κορεσμένα λίπη, το σώμα μας δεν θα έχει τρόπο ούτε να τις “κάψει” ούτε να τις αποβάλει και εννοείται πως θα συνεχίσει να πεινάει, να πεινάει για θρέψη που δεν του παρέχουμε.
Ακόμη και αν κάνουμε δίαιτα και δεν τρώμε παχυντικές τροφές, ακόμη και τότε χωρίς άσκηση το να χάσουμε βάρος γίνεται μία κούρσα με τη φύση, μία κούρσα με το σώμα μας, όπου του στερούμε τροφή, περισσότερη από αυτή που πρέπει, γιατί αν δεν το κάνουμε δεν θα χάσουμε βάρος, μια και δεν έχουμε αυξημένες καύσεις.
Και σας ρωτώ, για πόσο καιρό πιστεύετε ότι μπορείτε να λιμοκτονήστε οικειοθελώς; Πόσο μεγάλη είναι η θέλησή σας και πόσο πιστεύετε ότι μπορείτε να αντέξετε πηγαίνοντας κόντρα στη φύση μας; 1 μήνα; 2 μήνες; Για παραπάνω δεν νομίζω… Και μετά από την πείνα, έρχονται τα ισχυρά ένστικτα επιβίωσης και πλέον την πείνα δεν μπορούμε να τη διαχειριστούμε. Και ζούμε σε ένα κόσμο που η πληθώρα από γλυκές, γεμάτες ζάχαρη τροφές είναι δίπλα μας, τόσο εύκολα προσβάσιμες.
Σίγουρα όταν πεινάμε μετά από τόση στέρηση δεν θα πάμε να φάμε φρούτα, λαχανικά, καρπούς και γενικώς θρεπτικές τροφές. Η ανάγκη μας για κάτι γλυκό (λόγω πτώσης του ζαχάρου στο αίμα) ή για κάτι λιπαρό (επειδή ο εγκέφαλός μας λιμοκτονεί) είναι τόσο μεγάλη που ξεπερνάει τις δυνάμεις μας και τη θέλησή μας να αδυνατίσουμε.
Γιατί η πείνα, είναι η πιο ισχυρή μας αντίσταση στον θάνατο, η πείνα είναι που βοήθησε το ανθρώπινο είδος να φτάσει μέχρι το σήμερα, η πείνα είναι ένα από τα ισχυρότερα ένστικτα επιβίωσης. Και εγώ εδώ αναρωτιέμαι όταν βλέπω πλέον ανθρώπους να κάνουν υποθερμιδικές δίαιτες και να πεινούν οικιοθελώς… Πού πας καλέ μου άνθρωπε ξυπόλυτος στ’ αγκάθια;
Η μακροχρόνια μάχη μου με τα περιττά μου κιλά με δίδαξε το εξής: Δεν υπάρχουν μαγικές δίαιτες, μαγικά χαπάκια, κρέμες και πράσινα άλογα που θα μας βοηθήσουν να χάσουμε βάρος και πόντους γρήγορα, εύκολα και αποτελεσματικά. Αυτό αποτελεί μία τεράστια ουτοπία ένα «τριπάκι» στο οποίο μας βάζει η σύγχρονη βιομηχανία αδυνατίσματος, προκειμένου να ακουμπήσουμε τα καλά μας λεφτουδάκια.
Η ωμή αλήθεια είναι ότι το μόνο που έχει αποτέλεσμα μακροχρόνια, όχι μόνο για να χάσουμε βάρος αλλά και κυρίως για να διατηρήσουμε το νέο χαμηλότερο βάρος μας είναι η αλλαγή στον τρόπο ζωής και διατροφής μας. Ας αρχίσουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας πραγματικά γιατί μόνο τότε θα τον φροντίσουμε όπως του αξίζει.
Ας αρχίσουμε να ασκούμαστε, όχι για να αδυνατίσουμε, αλλά για να νιώθουμε καλά και να έχουμε υγεία. Γιατί μετά από 30’ περπάτημα όλα θα τα βλέπουμε καλύτερα, γιατί οι ορμόνες του στρες θα μειωθούν και το μυαλό μας θα καθαρίσει και ό,τι μας απασχολεί και μας προβληματίζει θα το λύσουμε πιο εύκολα ή ακόμη και αν δεν το λύσουμε θα σταματήσει να μας αρρωσταίνει.
Ας αρχίσουμε να επιλέγουμε θρεπτικές και υγιεινές τροφές για να τραφούμε όχι για να χάσουμε Χ κιλά σε Χ μήνες, αλλά για να έχουμε υγεία και ευεξία. Ας μάθουμε επιτέλους να μην «καταπίνουμε» όλες μας τις στεναχώριες, τον θυμό μας, την απόγνωσή μας, ας μάθουμε να τα εκφράζουμε, ας γίνουμε και δυσάρεστοι, ας πούμε και μερικά “όχι” βρε αδερφέ! Ας μάθουμε να μένουμε μακριά από τοξικούς ανθρώπους και τοξικές τροφές ή αν αυτό δεν είναι εφικτό μερικές φορές, τουλάχιστον ας δώσουμε επιπλέον στο σώμα μας σωστές τροφές και άσκηση, ώστε να μπορέσει να αποτοξινωθεί.
Και αν όλα αυτά στην αρχή μου φαινόντουσαν βουνό, σκέφτηκα ότι τελικά το μυστικό κρύβεται στις μικρές σταδιακές αλλαγές και όχι στις μεγάλες. Όσο πιο ομαλά κάνουμε τη μετάβαση σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, τόσο πιο εύκολα θα μπορέσουμε να τον διατηρήσουμε για μία ζωή. Δεν γίνεται να γίνουμε άλλοι άνθρωποι από τη μία μέρα στην άλλη. Η μεταμόρφωση είναι μία διαδικασία που απαιτεί χρόνο. Προσωπικά μου αρέσει να το βλέπω ως ένα όμορφο ταξίδι, ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αυτοβελτίωσης.
Και επιστρέφουμε στο ερώτημα αν έχουμε πρόβλημα θέλησης. Το θέμα μας είναι ότι τελικά δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Γιατί δυστυχώς κανείς δεν μας δίδαξε πώς να διεκδικήσουμε ένα πιο υγιές σώμα και μία καλύτερη ζωή. Κανείς δεν μας δίδαξε το Ευ Ζην. Δυστυχώς δεν παρέχεται από την παιδεία μας αυτή η πολύτιμη γνώση γιατί απλά δεν συμφέρει να είμαστε υγιείς, δεν συμφέρει να μην έχουμε ανάγκη τα φάρμακα, τα ινστιτούτα αδυνατίσματος, τις διάφορες περίπλοκες δίαιτες και τις σαβούρες που μας σερβίρουν για τροφές.
Όσο πάμε κόντρα στη φύση μας τόσο περισσότερες και πιο βαριές θα είναι οι επιπτώσεις σε σωματική και ψυχική υγεία. Υπάρχει όμως τρόπος, αρκεί να θελήσουμε να τον ακολουθήσουμε: Ας εξερευνήσουμε λοιπόν ο καθένας από εμάς κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να σεβαστούμε τη φύση μας και κατά πόσο θέλουμε να αλλάξουμε τρόπο ζωής και σκέψης.

Orchid praying mantis

Orchid praying mantisΕίναι ένα από τα πλέον περίεργα έντομα που απαντούν στη φύση, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Hymenopus coronatus. Ζει στα δάση της Ινδονησίας, της Μαλαισίας και της Σουμάτρας και λατρεύει τις ορχιδέες, ιδιαίτερα αυτές που ανήκουν στο είδος φαλαινόψις, τις οποίες, μάλιστα, μιμείται με μεγάλη ευκολία!
Το «αλογάκι της Παναγίας» Μάντις Ορχιδέα είναι ένα εντυπωσιακό έντομο που αντιγράφει με μεγάλη ακρίβεια διάφορα μέρη της ορχιδέας (κυρίως τα άνθη), τόσο καλά μάλιστα που κάποιος είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει τα λουλούδια από τα έντομα.
Αν και ξεκινά τη ζωή του ως ένα κακάσχημο έντομο, που μοιάζει περισσότερο με μυρμήγκι, στη συνέχεια μεταμορφώνεται σε ένα πανέμορφο είδος που φωλιάζει στα λουλούδια των ορχιδέων περιμένοντας υπομονετικά το θήραμά του.
Αυτό το μικρό πλασματάκι είναι ο καταστροφέας. Γεννήθηκε για να σκοτώνει και το πετυχαίνει μ’ εξαιρετική ταχύτητα και καταπληκτική τεχνική! Είναι ένα θαύμα της φύσης, ηλικίας 25 εκατομμυρίων ετών. Πιστεύεται ότι στόχο του αποτελούν τα φίδια, οι βάτραχοι, σαύρες, οι πεταλούδες ακόμα και μικρά πτηνά και θηλαστικά.
Όπως γράφει ο Βασίλης Γούσιας στο διαδικτυακό περιοδικό Mensa :
«.. Ένα από τα πιο κομψά και εντυπωσιακά πλάσματα στην Γη, το έντομο Μάντις , βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας των εντόμων, με τον ίδιο τρόπο που η λευκή τίγρης βασιλεύει στα θηλαστικά. Αυτός ο δεινός κυνηγός με το εξωγήινο πρόσωπο και το διαπεραστικό βλέμμα ήταν από τα πρώτα πλάσματα που βγήκαν στην επιφάνεια της Γης και κυριάρχησε για εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια, πριν εμφανιστούν τα ερπετά. Ιδιαίτερα επιθετικό, δεν διστάζει να σταθεί απειλητικό ακόμη και απέναντι στον άνθρωπο. Το πραγματικό του μήκος είναι γύρω στα 7 εκατοστά.
» ..Έχει και ιδιαίτερο ταλέντο στη μεταμφίεση και προσαρμόζει το χρώμα του ανάλογα με το σημείο στο οποίο βρίσκεται. Έτσι δε γίνεται εύκολα αντιληπτό και καταφέρνει να αυξάνει τις επιτυχίες του κατά την αναζήτηση της τροφής του. Άξιο θαυμασμού! »
Αξίζει να σημειώσουμε ότι θεωρείται από τα πιο όμορφα έντομα στον κόσμο αλλά και σύμβολο των πολύπλοκων και τέλειων καμουφλάζ στο φυσικό βασίλειο.

Orchid praying mantis (1)
Orchid praying mantis (2)
Orchid praying mantis (3)
Orchid praying mantis (4)
Orchid praying mantis (5)
Orchid praying mantis (6)
Orchid praying mantis (7)

Πειράματα Με Το Ασυνείδητο

Πόσο Ελεύθεροι Είμαστε; Πειράματα Με Το Ασυνείδητο

«Όταν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, συνήθως μιμούνται ο ένας τον άλλον» – Eric Hoffer

Τα πειράματα που θα διαβάσετε δεν έχουν εικονικά ηλεκτροσόκ (Το τέρας μέσα μας – *Το πείραμα του Μίλγκραμ). Ούτε βασανίστηκαν ζώα κατά τη διάρκεια τους (Συρμάτινες μητέρες – Η αγάπη στο εργαστήριο) Ούτε είναι τόσο γνωστά όσο εκείνα του Asch (Διαλέξτε τη λάθος γραμμή – **Το πείραμα του Asch).

Όμως μας βοηθάνε να πλησιάσουμε την απάντηση σ’ ένα απ’ τα παλαιότερα ερωτήματα: Έχει ο άνθρωπος ελεύθερη βούληση; Τα πειράματα έκανε ο Τζον Μπάργκ, στο πανεπιστήμιο του Γιέλ, μετά το 2010. Στο πρώτο τα υποκείμενα (φοιτητές) διέσχιζαν ένα μακρύ διάδρομο για να φτάσουν στο γραφείο του Μπαργκ. Εκεί τους δίνονταν οι παρακάτω προτάσεις:

1. εκείνος ήταν ανήσυχη εκείνη πάντα
2. από Φλόριντα τη πορτοκάλια θερμοκρασία
3. μπάλα την πέτα ρίξε αθόρυβα
4. παπούτσια δώσε αντικατάστησε παλιά τα
5. αυτός παρατηρεί ενίοτε ανθρώπους παρακολουθεί
6. είναι θα ιδρώνω μόνοι αυτοί
7. ουρανός ο ραφή γκρίζος
8. πρέπει τώρα αποσυρθούμε ξεχασιάρης να
9. τώρα μπίνγκο τραγουδάω παίξουμε ας
10. ήλιο θερμοκρασία στον σταφιδιάζουν καρποί

Κάθε φοιτητής έπρεπε να φτιάξει μια ορθή πρόταση, με τέσσερις λέξεις, από κάθε συνονθύλευμα λέξεων 1-10. Δοκιμάστε να το κάνετε κι εσείς.

Για παράδειγμα: Εκείνη ήταν ανήσυχη πάντα

Τα υποκείμενα τέλειωναν κι έφευγαν, χωρίς να συμβεί τίποτα συνταρακτικό. Όμως κατά την αποχώρηση διέσχιζαν τον μακρύ διάδρομο πολύ πιο αργά από πριν. Γιατί συνέβη αυτό; Ανάμεσα στις σκόρπιες λέξεις ο Μπαργκ είχε τοποθετήσει κάποιες που αναφέρονταν (σημειολογικά) στα γηρατειά, όπως Φλόριντα, μπίνγκο, σταφιδιάζουν, αποσυρθούμε.

Προσοχή! Οι φοιτητές ήταν Αμερικάνοι. Η Φλόριντα είναι ένα μέρος των ΗΠΑ όπου οι γέροι αποσύρονται για να παίζουν μπίνγκο και να σταφιδιάζουν κάτω απ” τον ήλιο. Ο Μπαργκ είχε βάλει, ασυνείδητα, την ιδέα των γηρατειών στο μυαλό των φοιτητών. Και αυτό επηρέαζε τη συμπεριφορά τους. Σας φαίνεται υπερβολικά απλοϊκό το συμπέρασμα; Τότε περιμένετε ν” ακούσετε το δεύτερο -και πιο ολοκληρωμένο- πείραμα.

Σ’ αυτή την περίπτωση υπήρχαν δύο ομάδες, με διαφορετικές ασυνείδητες επιρροές. Στην πρώτη ομάδα, ας την λέμε Ήρεμη Ομάδα, είχαν σκορπιστεί λέξεις όπως, Σεβασμός, διακριτικός, εκτιμώ, υπομονετικά, ευγενής και πολιτισμένος. Στη δεύτερη, ας την λέμε Βιαστική Ομάδα, είχαν σκορπιστεί λέξεις όπως: Επιθετικά, τολμηρός, απότομος, ενοχλώ, διαταράσσω, εισβάλλω, παραβιάζω. Οι υπόλοιπες λέξεις κάθε πρότασης ήταν τέτοιες ώστε οι φοιτητές να μη χρησιμοποιούν ή να μη δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις επιλεγμένες λέξεις.

Οι φοιτητές έφτιαχναν τις προτάσεις και μετά πήγαιναν στο διπλανό γραφείο, για να τους πει ο υπεύθυνος του πειράματος τι θα έκαναν στη συνέχεια. Εκεί όμως τον έβρισκαν να φλυαρεί με κάποια συνάδελφο του.Πόση ώρα θα περίμεναν οι φοιτητές μέχρι να διακόψουν; Και τι διαφορά θα υπήρχε ανάμεσα στις δύο ομάδες, την Ήρεμη και τη Βιαστική; Μη βιαστείτε να απαντήσετε.

Όταν ο Μπαργκ ζήτησε απ” τις πανεπιστημιακές αρχές την άδεια και τους πόρους για το πείραμα, εκείνοι του έθεσαν ένα χρονικό όριο: Θα άφηναν τους φοιτητές-υποκείμενα να περιμένουν μέγιστο δέκα λεπτά. Ο Μπαργκ δέχτηκε, αλλά γέλασε με το άχρηστο όριο.

«Είναι Νευορκέζοι», τους είπε. «Ποιος θα περιμένει δέκα λεπτά να τελειώσει την φλυαρία του ο υπεύθυνος; Θα είμαι ικανοποιημένος αν η διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες είναι 20 ή 30 δευτερόλεπτα. Το πολύ ένα λεπτό.»

Ο Μπάργκ έπεσε έξω. Πολύ έξω.

Οι Βιαστικοί φοιτητές διέκοπταν σε λίγα λεπτά -με μέγιστο τα πέντε.

Οι Ήρεμοι φοιτητές (σε ποσοστό 82%) ΔΕΝ ΔΙΕΚΟΠΤΑΝ! Περίμεναν, υπομονετικά κι ευγενικά, μέχρι που περνούσαν τα δέκα λεπτά και ο Υπεύθυνος τους ευχαριστούσε που πήραν μέρος στο πείραμα. «Άραγε», αναρωτιόταν ο Μπαργκ, «αν δεν υπήρχε το όριο, πόση ώρα θα περίμεναν;»

Το συμπέρασμα ήταν το εξής: Οι σκόρπιες λέξεις επηρέαζαν ασυνείδητα τους φοιτητές, τους άλλαζαν τη συμπεριφορά. Εκείνοι πίστευαν ότι συμπεριφέρονταν υπομονετικά επειδή το ήθελαν, επειδή αυτός ήταν ο χαρακτήρας τους, επειδή το είχαν αποφασίσει. Όμως αν τους είχαν δοθεί άλλες λέξεις θα αντιδρούσαν διαφορετικά. Πόσο ελεύθερα αποφάσισαν;

Το αναμενόμενο παράδοξο, που το έχουμε δει και στο πείραμα του Asch: Όταν ο Μπαργκ ανακοίνωνε στα υποκείμενα τον πραγματικό στόχο του πειράματος εκείνοι δεν δέχονταν ότι είχαν επηρεαστεί ασυνείδητα. Ισχυρίζονταν ότι έτσι συμπεριφέρονταν πάντα (τι σύμπτωση!)

Μια πιο ακραία εκδοχή αυτού του πειράματος επινόησαν οι ψυχολόγοι Κλοντ Στιλ και Τζόσουα Άρονσον.

Αυτή τη φορά όλοι οι φοιτητές ήταν μαύροι. Τους ζητούσαν να απαντήσουν σε είκοσι ερωτήσεις από το GRE, την τυποποιημένη διαδικασία για εγγραφή σε μεταπτυχιακά τμήματα. Η ασυνείδητη επιρροή ήταν η ακόλουθη: Πριν ξεκινήσουν το τεστ τους ζητούσαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο με τα στοιχεία τους: Όνομα, επίθετο, ημερομηνία γέννησης, αριθμός ταυτότητας κλπ

Όμως στους μισούς υπήρχε μια επιπλέον επιλογή: Έπρεπε να γράψουν αν ήταν μαύροι ή λευκοί! Οι μαύροι φοιτητές που ερωτήθηκαν για το χρώμα τους είχαν απόδοση 50% κατώτερη των άλλων. Αρκούσε να τους υπενθυμίσουν ότι ζουν σε μια ρατσιστική κοινωνία, όπου ο μαύρος είναι πάντα σε μειονεκτική θέση, κι αμέσως μειονεκτούσαν.

Αναμενόμενο ήταν και πάλι πως όταν τους αποκάλυπταν τον στόχο του πειράματος οι φοιτητές αρνιούνταν την επιρροή. Έλεγαν ότι δεν αισθάνονταν καλά εκείνη τη μέρα ή ότι δεν ήταν και τόσο έξυπνοι για εκείνο το μεταπτυχιακό. Οτιδήποτε, πίστευαν τα πάντα, αρκεί να μην παραδεχτούν ότι είχαν χειραγωγηθεί, ότι δεν είχαν αποφασίσει ελεύθερα. Σε άλλα πειράματα ασυνείδητης επιρροής, αρκούσε να σκεφτούν τα υποκείμενα πως είναι να είσαι καθηγητής ή χούλιγκαν, πριν ξεκινήσουν το τεστ, για ν” ανέβει ή να πέσει η απόδοση τους.

Εν κατακλείδι

Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αποφασίζουμε ελεύθερα, ότι αποφασίζουμε εμείς, για κάθε μας πράξη. Δεν είναι ακριβώς λάθος αυτή η σκέψη. Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιος είμαι ΕΓΩ. Δεν είμαστε μόνο όσα συνειδητοποιούμε. Αν ονομάσουμε Νου, αυτά που συνειδητοποιούμε, τόσο υπάρχει κάτι πολύ μεγαλύτερο που μας ελέγχει. Όχι, δεν αναφέρομαι στον θεό ή στο πεπρωμένο.

Το μεγαλύτερο είναι ο εγκέφαλος μας, ο μέγας ρυθμιστής. Ο εγκέφαλος λειτουργεί ασυνείδητα, σαν σε αυτόματο πιλότο. Επηρεάζεται από αμέτρητες παραμέτρους, εξωτερικές και εσωτερικές, τις οποίες αδυνατεί να επεξεργαστεί ο Νους.  Οι αποφάσεις παίρνονται απ’ τον εγκέφαλο, σε ασυνείδητο επίπεδο. Μετά ο Νους αναλαμβάνει να εκλογικεύσει την κάθε αντίδραση.

Γιατί ερωτευτήκαμε τον άνθρωπο που ερωτευτήκαμε;

Γιατί τα υποκείμενα του Μίλγκραμ έφταναν μέχρι την τελευταία γραμμή;

Γιατί αγοράσαμε τα κόκκινα παπούτσια κι όχι τα μπλε;

Γιατί τα υποκείμενα του Ας διάλεγαν τη λάθος γραμμή;

Γιατί δολοφονήσαμε τον Άραβα, τον Ξένο, στην παραλία;

Η απάντηση σε κάθε γιατί είναι μόνο η εκλογίκευση που κάνει ο Νους.

Είμαστε όντα παράλογα, συναισθηματικά, ασυνείδητα. Ένα χαοτικό σύστημα (εγκέφαλος), μέσα σ” ένα χαοτικό υπερσύστημα (ανθρώπινη κοινωνία), μέσα σ” ένα χαοτικό μεγασύστημα (κόσμος). Το ξέρω, είναι δύσκολο ν’ αποδεχτείς ότι δεν ελέγχεις τον εαυτό σου. Αυτό σου συμβαίνει γιατί δεν αποδέχεσαι ότι ο Εαυτός σου είναι μέρος μιας πολύ ευρύτερης και πολύ χαοτικής πραγματικότητας.

Εσύ δεν είσαι εσύ. Είσαι πολλά περισσότερα απ’ όσα γνωρίζεις.

Διαλέξτε τη λάθος γραμμή – **Το πείραμα του Asch

Διάβαζα τις προάλλες, σε δημοφιλές μπλοκ, «επιστολή» αναγνώστη, ο οποίος επισήμανε το γεγονός ότι στο δήμο Αριστοτέλη, όπου υπάγεται και η Ιερισσός, οι κάτοικοι ψήφισαν μνημονιακά κόμματα σε ποσοστό 61%, οπότε τώρα δεν έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται για τα ορυχεία κυανίου. Και ο οικοδεσπότης του μπλοκ συμφωνούσε και υπερθεμάτιζε, λέγοντας ότι όταν ακούει για αντιδράσεις και διαδηλώσεις, πρώτα κοιτάει τι ψήφισαν σε εκείνο το μέρος, για να βγάλει τα συμπεράσματα του.

Αυτή είναι μια παγίδα της δημοκρατίας, όταν νοείται ως δικτατορία της πλειοψηφίας: Εφόσον η πλειονότητα ψήφισε θάνατο, τότε όλοι πρέπει να αποδεχτούν την «απόφαση του λαού» και να μπουν με ησυχία και τάξη στους θαλάμους αερίων. Οι αντιδράσεις είναι αντιδημοκρατικές.

«Μα εγώ», θα πει ένας από το διόλου ευκαταφρόνητο 39%, «ψήφισα ενάντια στην καταστροφή, εγώ δε θέλω να πεθάνω.» «Δεν έχει καμία σημασία η γνώμη σου», του απαντούν, «μειονοτικέ μου αντιρρησία, θα πεθάνεις δημοκρατικά»

Σε μια ιδανική δημοκρατία η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση όλων των πολιτών, όχι μόνο εκείνων που την ψήφισαν. Ως τέτοια πρέπει να προασπίζεται τα δικαιώματα όλων: Δεξιών- αριστερών-κεντρώων, άσπρων-μαύρων-κίτρινων, αντρών-γυναικών-ομοφυλόφιλων, χριστιανών-μουσουλμάνων-άθεων. Σε αυτή τη δημοκρατία ακόμα και ο ένας έχει δικαίωμα άποψης και ύπαρξης.

Η «δημοκρατία» που βιώνουμε αυτά τα χρόνια είναι το ακριβώς αντίθετο της ιδανικής. Η κυβέρνηση δεν προασπίζεται ούτε τα δικαιώματα εκείνων που την ψήφισαν. Με το άλλοθι της δημοκρατικής νομιμοποίησης καταστέλλει βίαια όποια αντίδραση έρχεται σε αντίθεση με το συμφέρον των πολυεθνικών.

Και όποτε κάποιος τολμάει να αρνηθεί να μπει στο θάλαμο υπάρχει το «ισχυρό» επιχείρημα του εκλογικού αποτελέσματος: «Εκλεχθήκαμε δημοκρατικά, οπότε είσαι υποχρεωμένος να πεθάνεις. Στις επόμενες εκλογές είσαι ελεύθερος να ψηφίσεις κάτι διαφορετικό, αν ζεις μέχρι τότε» Η δημοκρατία τότε έρχεται σε σύγκρουση με το πρωταρχικό δικαίωμα του ανθρώπου (και ορμέμφυτη συμπεριφορά όλων των ζώων): Την επιβίωση.

Ακόμα και ο ένας ανάμεσα στους εκατό που αυτοκτονούν οικειοθελώς έχει δικαίωμα στην αυτοάμυνα. Αυτό μπορούμε να το μελετήσουμε και με την παραλλαγή του «ηθικού διλήμματος του τρένου». Το αρχικό ηθικό δίλημμα του τρένου είναι ευρέως γνωστό και σχετικά απλό: Ένα τρένο κινείται σε μια γραμμή. Μπροστά του είναι δεμένοι τέσσερις άνθρωποι. Σε λίγο θα περάσει από πάνω τους και … μπαμ

Το υποκείμενο του πειράματος μπορεί να αλλάξει την πορεία του τρένου και να το στείλει σε μια άλλη γραμμή, όπου είναι δεμένος ένας άνθρωπος. Θα θυσιάσει τον ένα για να σώσει τους τέσσερις;

Οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες προτιμούσαν να θυσιάσουν τον ένα για να σωθούν οι πολλοί. Κάποιος καθηγητής πανεπιστημίου διαφοροποίησε λιγάκι το πείραμα και το διαμόρφωσε ως εξής.

Εξι παιδιά παίζουν στις σιδηροδρομικές γραμμές.

Τα πέντε από αυτά έχουν διαλέξει τη ενεργή γραμμή, όπου δεσπόζουν οι επιγραφές «Κίνδυνος-Θάνατος», «Προσοχή περνάει τρένο», «Τα παιδιά που παίζουν εδώ θα διαμελιστούν» Ξέρουν να διαβάζουν -ας υποθέσουμε ότι είναι δώδεκα χρονών- αλλά κάποιοι τους έχουν πείσει ότι πρέπει να μείνουν εκεί, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική ράγα.

Το έκτο παιδί παίζει σε μια χορταριασμένη γραμμή, απ’ όπου έχει να περάσει τρένο πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή το τρένο φτάνει με μεγάλη ταχύτητα στο σημείο όπου παίζουν τα παιδιά. Ο μηχανοδηγός δεν προλαβαίνει να σταματήσει. Η μόνη επιλογή που μπορεί να κάνει είναι σε ποια γραμμή θα μπει. Αν μπει στην ενεργή γραμμή θα σκοτώσει πέντε παιδιά, τα οποία ήξεραν –ή θα έπρεπε να ξέρουν- ότι δεν έπρεπε να παίζουν εκεί.

Αν μπει στην ανενεργή γραμμή θα σκοτώσει ένα παιδί, το οποίο βρέθηκε εκεί ακριβώς για να αποφύγει το τρένο και το διαμελισμό.

Τι πρέπει να κάνει ο μηχανοδηγός;

Και τι θα μπορούσε να κάνει το ένα παιδί;

Το πιο εύκολο θα ήταν να πάει με τους άλλους πέντε στην ενεργή ράγα. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα σωθεί, το πιο πιθανόν είναι να διαμελιστεί μαζί με όλους τους άλλους.  Ίσως να μπορούσε να προσπαθήσει να τους μεταπείσει. Να τους δείξει ότι στέκονται σε λάθος μέρος. Όμως είναι πιο εύκολο να σταματήσεις ένα τρένο από το να αλλάξεις τις πεποιθήσεις των ανθρώπων. Ή αλλιώς: «Είναι πιο εύκολο να διασπάσεις το άτομο παρά την προκατάληψη ενός ατόμου», όπως είπε και ο φίλος μας ο Αλβέρτος.

Ίσως θα ήταν καλύτερο να φύγει από τις ράγες και να πάει να ζήσει σε ένα βουνό, όπου δε θα υπάρχουν άνθρωποι και τρένα. Όμως το τρένο θα τον βρει όπου κι αν κρυφτεί.

Το πιο παράξενο θα ήταν να μείνει στις ράγες και όταν ο μηχανοδηγός στρέψει το τρένο καταπάνω του να προσπαθήσει να το σταματήσει, μόνος. Κάποιοι το καταφέρανε κι αυτό, αλλά τέτοιοι άνθρωποι πολύ σπάνια γεννιούνται-γίνονται.

Για το μηχανοδηγό δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Εκείνος είναι υπάλληλος της σιδηροδρομικής εταιρίας και θα κάνει ότι του έχουν πει –για να μη χάσει τη δουλειά του. Και η δουλειά του είναι να φτάσει το τρένο όσο πιο γρήγορα γίνεται στον προορισμό του -«με κάθε κόστος», όπως είπε πρόσφατα και ο μηχανοδηγός της ελληνικής τραπεζοκρατίας.

Μπορεί την τελευταία στιγμή, τα πέντε παιδιά που παίζουν στην επικίνδυνη γραμμή, να καταλάβουν που βρίσκονται, να συνειδητοποιήσουν ότι το τρένο, η σιδηροδρομική εταιρεία που έστησε τις ράγες δίπλα στα σπίτια τους, είναι ο εχθρός των ονείρων τους και του μέλλοντος τους.

Να πάρουν το έκτο παιδί και όλοι μαζί να δυναμιτίσουν την απάνθρωπη πορεία του τρένου.

Όμως κάτι τέτοιο πολύ δύσκολα μπορεί να συμβεί. Το πιο πιθανό είναι τα πέντε παιδιά να μείνουν ακλόνητα στη θέση τους και ο μηχανοδηγός να γίνει ήρωας που θυσίασε το 25% για να σώσει το 75% (αν και στη πραγματική ζωή ο μηχανοδηγός θυσιάζει το 99% για να σώσει το 1%). Και αν δούμε το παράδειγμα ως παραβολή των όσων συμβαίνουν στη χώρα μας, θα συμβεί το εξής:

Τα πέντε παιδιά θα αλυσοδέσουν το έκτο και θα το πάρουν μαζί τους στην ενεργή ράγα. Και όταν εκείνο θα διαμαρτυρηθεί ότι δε θέλει να πεθάνει (είμαι πολύ νέος κτλ) οι άλλοι θα του απαντήσουν: «Μη λες βλακείες. Κανείς δε θα πάθει τίποτα. Δεν υπάρχει τρένο.»

Και όταν θα νιώσουν τις ράγες να δονούνται θα ξαναπούν: «Δεν υπάρχει τρένο».

Και όταν θα δουν το φως και θα ακούσουν τις μηχανές θα ξαναπούν: «Δεν υπάρχει τρένο».

Μετά δε θα μπορούν να πουν τίποτα.

Μέσα σ’ αυτό το κείμενο υπάρχουν κάποιες λέξεις που σας επηρέασαν ασυνείδητα.