Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Η Ρώμη και ο κόσμος της, Πώς να γίνετε πλανητάρχης

Απ᾽ έξω δημοκρατία και από μέσα Αύγουστος

Το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός ήταν 33 χρόνων και ο πιο ισχυρός άνδρας της οικουμένης. Ματωμένη από μισό αιώνα εμφύλιου σπαραγμού, η Ρώμη τον υποδέχτηκε ως σωτήρα και εγγυητή της ειρήνης· και εκείνος υποσχέθηκε στους Ρωμαίους μια Νέα Τάξη πραγμάτων. Το νεαρό παλληκαράκι που το 44 π.Χ. ορκίστηκε να εκδικηθεί τον θάνατο του θετού πατέρα του, του Ιουλίου Καίσαρα, δεν έδινε την εντύπωση ότι μια μέρα θα γινόταν πλανητάρχης. Ήταν φιλάσθενος, και το 42 π.Χ., όταν ο Μάρκος Αντώνιος κατατρόπωνε στους Φιλίππους τα στρατεύματα του Βρούτου και του Κάσσιου, ο Οκταβιανός ήταν κρυολογημένος, είχε έναν άσχημο βήχα και δεν ξεμύτισε από τη σκηνή του. Αν τη χρονιά εκείνη γινόταν δημοσκόπηση με το ερώτημα: «Ποιος πιστεύετε ότι θα είναι ο επόμενος ισχυρός άνδρας της Ρώμης, ο Μάρκος Αντώνιος ή ο Οκταβιανός;», ελάχιστοι θα πόνταραν στον δεύτερο. Ο Αντώνιος ήταν αρχαιότερος, διέθετε πολύ μεγαλύτερο κύρος, πολύ περισσότερες στρατιωτικές περγαμηνές, και ήταν γενικά πολύ πιο δημοφιλής. Ήταν όμως και παρορμητικός - ακριβώς αυτό που δεν ήταν ποτέ ο νεότερος συνεταίρος του στην εξουσία. Ο Οκταβιανός ήξερε να περιμένει, ήξερε να προβλέπει τις περιστάσεις, ασκούσε έλεγχο στις ανθρώπινες αδυναμίες του και είχε από πολύ νωρίς τη βαθιά βεβαιότητα ότι το πεπρωμένο τού είχε αναθέσει να λυτρώσει τη Ρώμη - είχε, δηλαδή, οξύ πολιτικό ένστικτο και αυτό που θα λέγαμε όραμα.
 
Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να υλοποιήσει το όραμά του· και από το χέρι του περνούσαν σχεδόν τα πάντα. Είχε τον απόλυτο έλεγχο της Συγκλήτου και, στα πρώτα χρόνια τουλάχιστο, τη συναίνεση τόσο της ανώτερης τάξης όσο και των λαϊκότερων στρωμάτων. Και σαν γνήσιος πολιτικός που ήταν, ήξερε πολύ καλά ότι η ρητορική του δεν ήταν απαραίτητο να συμπίπτει με την πολιτική του πρακτική: διακήρυσσε σε όλους τους τόνους και σε όλες τις κατευθύνσεις ότι σκοπός του ήταν να αποκαταστήσει τους θεσμούς της Δημοκρατίας, που είχαν τραυματιστεί βαριά από τους παρατεταμένους εμφύλιους πολέμους· αλλά ταυτόχρονα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να διαχειρίζεται την εξουσία ως απόλυτος μονάρχης. Διατήρησε όλα τα πολιτικά όργανα και σώματα της Δημοκρατίας, αλλά όλοι οι πολιτειακοί παράγοντες ήταν εξαρτημένοι από την προσωπική του βούληση· δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι ήταν απλώς ο «πρώτος μεταξύ ίσων» αλλά δεν έστερξε ποτέ να είναι και ίσος μεταξύ των πρώτων: ήταν το αδιαμφισβήτητο πολιτικό και στρατιωτικό αφεντικό - και κάποια στιγμή, στα κατοπινότερα χρόνια της εξουσίας του, έγινε και θρησκευτικό αφεντικό.
 
Το 27 π.Χ. πήρε τον τιμητικό τίτλο «Αύγουστος» (augustus σημαίνει «σεβαστός» στα λατινικά), ενώ τον είπαν και «πατέρα της πατρίδας» την ώρα που οι διαφημιστές του γέμιζαν την αυτοκρατορία με μνημεία, βωμούς και επιγραφές για να υπενθυμίζουν την ανδρεία, την επιείκεια, την ευσέβεια και τη δικαιοσύνη του. Για ένα μεγάλο διάστημα ο Αύγουστος έκανε συλλογή από τιμητικούς τίτλους, τιμητικές διακρίσεις και μετάλλια· πού και πού, όμως, έλεγε «όχι, ευχαριστώ», και αυτό ο κόσμος το εκτιμούσε ιδιαίτερα.
 
Έχοντας εξασφαλίσει την ειρήνη στο εσωτερικό της απέραντης αυτοκρατορίας του, ο Αύγουστος φρόντισε να οχυρώσει και τα εξωτερικά σύνορά της πολεμώντας, όπου το επέβαλλαν οι περιστάσεις, με εξωτερικούς εχθρούς. Αλλά η κυριότερη μέριμνά του ήταν να επαναφέρει τα προγονικά χρηστά ήθη - εκείνα που είχε εξυμνήσει ο γερο-Κάτωνας και που, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πατριδογνωσία, είχαν κάνει τη Ρώμη μεγάλη και τρανή. Έτσι, εγκαινίασε ένα πρόγραμμα ηθικής ανασύνταξης: από τη μια πλευρά ήθελε να προβάλει τα επιτεύγματα του παρελθόντος και να τιμήσει όλους εκείνους που μόχθησαν ανά τους αιώνες για το μεγαλείο της Ρώμης· και από την άλλη επιδίωκε να πατάξει την ανηθικότητα, την αδιαφορία για τα κοινά, τη χαλάρωση του θεσμού της οικογένειας και τον ευδαιμονισμό που χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά των κοινωνικά ανώτερων τάξεων.
Τι τρόπους και μέσα διέθετε ο αυτοκράτορας για να επιτύχει τους στόχους του; Μια μέθοδος ήταν το «αποφασίζουμε και διατάζουμε». Δεν παντρεύεται, για παράδειγμα, ο κόσμος; Η λύση είναι η παντρειά με το ζόρι. Παντρεύονται, αλλά αποφεύγουν να κάνουν παιδιά; Ε, τότε να τιμωρούνται όσοι δεν θέλουν να τεκνοποιήσουν.
 
Ποια άλλα μέσα έχει στη διάθεσή του ο καλός Αύγουστος;
 
Και τι χρειάζονται οι ποιητές σ᾽ αυτό τον καιρό;

Νόμοι, εγκύκλιοι και προεδρικά διατάγματα προβλέπονται και στις σύγχρονες δημοκρατίες. Αλλά οι σύγχρονες δημοκρατίες κατά κανόνα σέβονται την ιδιωτική ζωή και τις προσωπικές επιλογές των πολιτών, και δεν αποφασίζουν ούτε διατάζουν· προσπαθούν να πείσουν. Για τον σκοπό αυτό ενεργοποιούν μηχανισμούς πληροφόρησης, χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, κάνουν κοινωνιολογικές αναλύσεις· ενώ παράλληλα, επιστήμονες, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και όλοι αυτοί που διαμορφώνουν τη λεγόμενη κοινή γνώμη διατυπώνουν τις απόψεις τους για ζητήματα που απασχολούν την πολιτεία και το κοινωνικό σύνολο. Οι αρχαίες κοινωνίες δεν διαθέτουν τέτοιους μηχανισμούς πληροφόρησης και πειθούς. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο σήμερα, τον ρόλο αυτό τον αναλάμβαναν κυρίως οι ποιητές.
 
Ο Αύγουστος δεν ήταν άσχετος με την ποίηση. Τουλάχιστον διάβαζε ποίηση, και σε ορισμένες περιπτώσεις αποπειράθηκε να γράψει κιόλας· αλλά αυτά που έγραψε δεν σώθηκαν - μάλλον για καλή μας τύχη. Πάντως αναγνώριζε τη δύναμη και τις δυνατότητες του ποιητικού λόγου, γι᾽ αυτό και περίμενε από τους σύγχρονούς του ποιητές μερικά απλά και αυτονόητα πράγματα: πρώτον, να διαφημίσουν τον ίδιο, τις πράξεις του και το καθεστώς του· δεύτερον, να γράψουν τον εθνικό ύμνο της Ρώμης· τρίτον, να κάνουν πλατιά γνωστό και να προπαγανδίσουν το πρόγραμμα ηθικής ανασύνταξης και τις αρετές της Νέας Τάξης πραγμάτων.
 
Στις περιπτώσεις αυτές οι ποιητές χωρίζονται χονδρικά σε τρεις κατηγορίες: είναι αυτοί που γράφουν απλούς πανηγυρικούς· αυτοί που ξέρουν να κρατούν λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στον (λίγο πολύ αναγκαστικό) έπαινο του μονάρχη και στο δέος που προκαλούν τα ωραία και μεγάλα μυστήρια της συλλογικής και ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων· και αυτοί που, χωρίς να προκαλούν ανοιχτά τον μονάρχη, γράφουν ποίηση που ελάχιστη σχέση έχει με την επίσημη καθεστωτική γραμμή. Στη Ρώμη του Αυγούστου υπήρχαν και τα τρία είδη ποιητών. Το πρώτο άφησε ελάχιστα ίχνη· τα άλλα δύο είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα.
 
Με την ευγενή χορηγία του Μαικήνα

Από τις μεγάλες πεδιάδες της βόρειας Ιταλίας έφτασε μια μέρα στη Ρώμη (ας πούμε γύρω στο 52 π.Χ.) ένας ψηλός, μελαψός και εξαιρετικά ντροπαλός νεαρός, που ονομαζόταν Βιργίλιος. Στη Ρώμη βρέθηκε, κάπου δέκα χρόνια αργότερα, και ο πέντε χρόνια νεότερός του Οράτιος, από τη νότια Ιταλία. Συναντήθηκαν, και έγιναν φίλοι, στον φιλολογικό κύκλο του Μαικήνα.
 
Ο Μαικήνας ήταν προσωπικός φίλος του Αυγούστου. Αριστοκράτης από παλιό τζάκι και πάμπλουτος, αρνήθηκε σταθερά σε όλη τη ζωή του να αναμειχθεί επίσημα στην πολιτική. Υπήρξε όμως για πολύ καιρό ένας άτυπος «υπουργός πολιτισμού» του αυτοκράτορα και συνέβαλε σημαντικά στην προώθηση της πολιτιστικής και ηθικής πολιτικής του. Ο φιλόμουσος και φιλότεχνος αυτός ευπατρίδης έγινε ο μεγαλύτερος «σπόνσορας» της ποίησης στη διάρκεια του αυγούστειου καθεστώτος. Του άρεζαν οι ανέσεις, η πολυτέλεια και η καλή λογοτεχνική συντροφιά· ήταν όμως και οξυδερκής κυνηγός ποιητικών ταλέντων, διέθετε άριστη επικοινωνιακή πολιτική και έτσι κατάφερε να προσελκύσει τον Βιργίλιο και τον Οράτιο στον κύκλο του.
 
Συμποτικό «ιντερμέτζο»

Η ΣΚΗΝΗ είναι στην πολυτελή έπαυλη του Μαικήνα, στην πλαγιά ενός από τους εφτά λόφους της Ρώμης. 20 Ιανουαρίου του 27 π.Χ., δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας και μια εβδομάδα αφότου ο Οκταβιανός δέχτηκε τον ανώτατο τιμητικό τίτλο «Αύγουστος». Ο «υπουργός πολιτισμού» (και προπαγάνδας) έχει καλέσει, κατά τη συνήθειά του, σε δείπνο λίγους στενούς φίλους.
 
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαικήνας, οικοδεσπότης. Βιργίλιος, ποιητής. Οράτιος, ποιητής. Μάρκος Αγρίππας, πολιτικός και στρατιωτικός, δεξί χέρι του Αυγούστου και ναύαρχος του στόλου του στο Άκτιο. Βάριος Ρούφος, ποιητής.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Έδωσα εντολή στους σερβιτόρους να κρατήσουν για το τέλος το φαλερνικό κρασί που σας είχα προαναγγείλει. Είναι τουλάχιστο δεκάχρονο, και είμαι βέβαιος ότι τέτοιο νέκταρ δεν έχετε βάλει ακόμη στο στόμα σας.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ: Πάντα απρόβλεπτος και με μια ευχάριστη έκπληξη, Μαικήνα!
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Ναι, αλλά θα συμφωνήσετε, ελπίζω, ότι τέτοιο κρασί θέλει και την ανάλογη συζήτηση. Και έχω πολύ σημαντικά θέματα απόψε στην ατζέντα μου.
ΡΟΥΦΟΣ: Να υποθέσω ότι πρέπει να αναλύσουμε τη σκοπιμότητα της μείωσης του αριθμού των συγκλητικών που έχει εξαγγείλει ο Αύγουστος;
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Κάθε άλλο, αγαπητέ Βάριε. Νομίζω ότι μιλήσαμε αρκετά για πολιτική. Εδώ έχουμε στη συντροφιά τρεις αστέρες της ποίησης, και θαρρώ ότι πρέπει να εκμεταλλευτούμε την παρουσία τους - αν δεν έχει αντίρρηση ο ναύαρχος.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ: Ο ναύαρχος είναι όλος αφτιά…
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Λοιπόν, λέω να αποφύγω τις εισαγωγές και τους προλόγους. Ο Αύγουστος με ρωτάει κάθε μέρα πώς πάει η ποιητική σύνθεση του φίλου μας. Βιργίλιε, όπως θα κατάλαβες, είμαστε όλοι έτοιμοι να σε ανακρίνουμε· θέλουμε «έκθεση προόδου» εδώ και τώρα… Α, ωραία, έφτασε και το φαλερνικό μας αριστούργημα.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ [με έκδηλη αμηχανία, και μετά από ένα δυο λεπτά σιωπής]: Αν επιτρέπεις, Μαικήνα, θα πρότεινα αναβολή του θέματος για-
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Μη συνεχίζεις… Ξέρω, προτιμάς να μη μιλάς γι᾽ αυτά τα πράγματα. Το πρόβλημα είναι ότι εκείνος επιμένει, και εγώ δεν μπορώ να του λέω συνέχεια «περίμενε». Άλλωστε, όλοι μας εδώ μέσα έχουμε αγωνία, λυπήσου μας.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Συμφωνώ και επαυξάνω.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ [με ευγενική διστακτικότητα, και πάλι μετά από ένα δυο λεπτά σιωπής]: Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν κατέληξα ακόμη στο οριστικό πλάνο του ποιήματος.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Ωραία, πες μας πού βρίσκεσαι, σε ποιο στάδιο;
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Αυτό που μπορώ με σιγουριά να πω είναι ότι παραιτήθηκα οριστικά από την ιδέα να γράψω ένα καθαρά ιστορικό ποίημα με πρωταγωνιστή τον Αύγουστο. Το είχα αρχίσει, δηλαδή, αλλά όταν αντιλήφθηκα πού πήγαινε το πράγμα…
ΡΟΥΦΟΣ: Αυτό είναι ενδιαφέρον, αν και νομίζω ότι δεν θα πολυαρέσει σ᾽ εκείνον.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Μια στιγμή, δηλαδή, πού πήγαινε το πράγμα; Γίνε, σε παρακαλώ, σαφέστερος.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Να το πω απλά: δεν ήθελα να γράψω ένα έμμετρο ιστορικό χρονογράφημα. Θα ήταν περισσότερο ιστορία παρά ποίηση.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Κατανοητό. Αλλά πού προσανατολίζεσαι τώρα;
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ [αρχίζοντας να ξεπερνά την αρχική του αβεβαιότητα και δυσφορία]: Α, βλέπω ότι το πάτε για κανονική ανάκριση. Έστω. Θα πω ορισμένα πράγματα-
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Επιτέλους!
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ [μιλώντας αργά και τονίζοντας τις λέξεις]: Θα πω ορισμένα πράγματα, αλλά μην τα θεωρήσετε οριστικά.
Οι ΑΛΛΟΙ [όλοι μαζί, με μια δόση φιλικής ειρωνείας στη φωνή τους]: Λέγε, λέγε!
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ [που δείχνει να το διασκεδάζει ήσυχα]: Προσανατολίζομαι εδώ και καιρό σε έναν συνδυασμό ιστορίας και μύθου. Νομίζω ότι έχει μεγαλύτερη σημασία να σας πω ποιος είναι ο μύθος που έχω στο μυαλό μου.
ΟΡΑΤΙΟΣ [πολύ σιγά και σαν να μη θέλει να διακόψει]: Εδώ ο καθένας μαντεύει ό,τι θέλει.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Μιλάω για τον μύθο του Τρωαδίτη Αινεία. Όπως ασφαλώς θυμάστε, πρόκειται για πρόσωπο που παίζει έναν κάποιο ρόλο στην Ιλιάδατου Ομήρου, στη ραψωδία Χ κυρίως. Εν πάση περιπτώσει, ο Αινείας μου, μετά την άλωση της Τροίας, επωμίζεται με εντολή των θεών την ευθύνη να οδηγήσει τους πρόσφυγες από την κατεστραμμένη Τροία στην Ιταλία, όπου οι απόγονοί του εν καιρώ θα ιδρύσουν τη Ρώμη. Περιπλανιέται με τους συντρόφους του για πολύν καιρό καθώς αναζητεί την Ιταλία και, όταν τελικά φτάνει, έχει να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των ντόπιων ιταλικών φύλων. Ακολουθεί μια περίοδος πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα στους Τρώες και τους Ιταλούς, μέχρι τη στιγμή που ο Αινείας θα σκοτώσει σε μονομαχία τον πρώτο ήρωα των Ιταλών, και έτσι ανοίγει ο δρόμος για τη συμφιλίωση των ντόπιων και των προσφύγων, και για την ίδρυση της Ρώμης στη συνέχεια. Αυτό είναι το γενικό πλάνο.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ: Να κάνει μια αφελή ερώτηση ο ναύαρχος; Και πού βρίσκεται ο Αύγουστος σε όλον αυτό τον μύθο;
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Καθόλου αφελής η ερώτηση, Αγρίππα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο όλος προβληματισμός μου. Για να το πω έτσι απλά, προέκρινα να μιλήσω για τα πρόσωπα και τα πράγματα της ρωμαϊκής ιστορίας, και φυσικά και για τον ίδιο τον Αύγουστο, διαμέσου του μύθου. Δηλαδή, κατά τη διάρκεια των περιπετειών και περιπλανήσεών του, ο Αινείας γίνεται αποδέκτης μιας σειράς προφητειών, χρησμών και πληροφοριών που αναφέρονται στο μέλλον του νέου έθνους που πρόκειται να ιδρύσει στην Ιταλία. Με τον τρόπο αυτό, η ιστορική πραγματικότητα γίνεται μέρος του μύθου που αφηγούμαι, και έτσι αποφεύγω αυτό που προηγουμένως ονόμασα «έμμετρο ιστορικό χρονογράφημα». Ας πούμε ότι ακολουθώ ένα είδος «μυθικής μεθόδου», αν μπορώ να το ονομάσω έτσι.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Όπως το ακούω, μοιάζει πολύ ενδιαφέρον. Θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο αν υπέθετε κανείς ότι ο μύθος σου, όπως περιληπτικά μας τον εξέθεσες, συνδυάζει χονδρικά την πλοκή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας;
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Ακριβώς, ακριβώς! Μόνο που τα είπες με την αντίστροφη σειρά, Οράτιέ μου. Πρώτα η Οδύσσεια, μετά η Ιλιάδα. Με άλλα λόγια, οι περιπλανήσεις του Αινεία και των συντρόφων του μέχρι να φθάσουν στην Ιταλία αντιστοιχούν πάνω κάτω με τις περιπέτειες του Οδυσσέα και των συντρόφων του μέχρι ο ήρωας να πετύχει τον νόστο του, ενώ οι μάχες στην Ιταλία, μέχρι τον φόνο του Τόρνου, του αρχηγού των Ιταλών, σε μονομαχία από τον Αινεία, αντιστοιχούν στην πολεμική Ιλιάδα. Να το πω κι αλλιώς: στο πρώτο περίπου μισό του έπους μου ο Αινείας είναι Οδυσσέας και στο δεύτερο κάτι σαν Αχιλλέας.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ: Εμένα, κύριοι, μου φαίνεται μεγαλοφυές, πραγματικά μεγαλοφυές!
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Καλέ μου Βιργίλιε, σε ακούω και σε απολαμβάνω περισσότερο και από το φαλερνικό στο κύπελλό μου. Θα σε ρωτήσω όμως κάτι που ο ίδιος ο αυτοκράτορας θα δίσταζε ίσως να σου το ρωτήσει ευθέως. Μπορείς να μας δώσεις έστω και ένα πρόχειρο παράδειγμα της «εμφάνισης» του Αυγούστου στο πλαίσιο του αινειαδικού μύθου σου; Ό,τι έχεις πρόχειρο στο μυαλό σου.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Προτρέχεις, όπως συνήθως, αλλά θα προσπαθήσω… Λοιπόν, σύμφωνα με το πλάνο, ο Αινείας κάποια στιγμή θα κατέβει, όπως και ο Οδυσσέας στη «Νέκυια», στον Άδη, συγκεκριμένα στα Ηλύσια Πεδία, όπου κατοικούν οι ψυχές των μακάρων και όπου θα συναντήσει τον πεθαμένο πατέρα του. Εκεί θα μάθει πολλά και σημαντικά για το μέλλον της γενιάς του στην Ιταλία· και εκεί ο πατέρας του θα του δείξει μια σειρά από ήρωες της ρωμαϊκής ιστορίας που μέλλουν να πάρουν σάρκα και οστά με το πλήρωμα του χρόνου. Πρόκειται για σημαντικές προσωπικότητες της ιστορίας μας. Θέλω να πω ότι ο Αινείας, καθώς μεταβάλλεται σε Ρωμαίο, βλέπει τα μελλούμενα της Ρώμης, και -εκεί θέλω να καταλήξω- ως αποκορύφωμα αυτής της παρέλασης ρωμαίων ηρώων στα Ηλύσια Πεδία εμφανίζεται ο Οκταβιανός Αύγουστος, ως το πρόσωπο εκείνο που θα πραγματώσει τα υψηλά πεπρωμένα του ρωμαϊκού έθνους και θα φέρει παντού την ειρήνη.
ΑΓΡΙΠΠΑΣ: Μεγαλοφυές, το ξαναλέω!
ΡΟΥΦΟΣ: Ως ενδιαφερόμενος ομότεχνος, Βιργίλιε, θέλω να σε ρωτήσω το εξής. Μας διευκρίνισες, και είναι προφανές, ότι η πλοκή του έπους σου στηρίζεται και στα δυο ομηρικά έπη. Υποπτεύομαι όμως ότι υπάρχουν κι άλλες ομοιότητες με τον Όμηρο… Ή, μάλλον, ας κάνω κατευθείαν την ερώτησή μου: ο Όμηρος στην Οδύσσειά του παρουσιάζει διάφορα πρόσωπα να αφηγούνται ή να τραγουδούν περιστατικά· με άλλα λόγια, όπως ξέρεις καλύτερα από μένα, εκτός από τον εξωτερικό αφηγητή Όμηρο, υπάρχουν και «εσωτερικοί» αφηγητές, με πρώτον και καλύτερο τον ίδιο τον Οδυσσέα, ο οποίος αφηγείται τα πάθη του στους Φαίακες.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Όσο πάμε και μπαίνουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες… Ναι, αγαπητέ μου Βάριε, καταλαβαίνω πολύ καλά πού το πας, και έχεις απόλυτο δίκιο που θέτεις το ζήτημα. Λοιπόν, σύμφωνα με το πλάνο, το ποίημα θα περιλαμβάνει κάτι αντίστοιχο με τους οδυσσειακούς «Απολόγους» - για να χρησιμοποιήσω την ορολογία των αλεξανδρινών κριτικών. Βάζω τον ίδιο τον Αινεία να αφηγείται στη βασίλισσα της Καρχηδόνας (η οποία τον υποδέχεται στη χώρα της μετά από μια τρικυμία που λίγο έλειψε να εξαφανίσει τους πρόσφυγες) τη νύχτα της άλωσης της Τροίας και όλες τις περιπέτειές του μέχρι τη στιγμή που φτάνει ναυαγός στην Καρχηδόνα.
ΡΟΥΦΟΣ: Δηλαδή η βασίλισσα της Καρχηδόνας εμφανίζεται σε ρόλο ομηρικής Καλυψώς ή Ναυσικάς…
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Ας πούμε…
ΡΟΥΦΟΣ: Και συνεπώς ερωτεύεται τον Αινεία…
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Πολύ πιθανό.
ΡΟΥΦΟΣ: Αυτό ακούγεται πολύ ενδιαφέρον. Και ποια είναι η κατάληξη του έρωτά τους;
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ [με ένα αμυδρό, αινιγματικό χαμόγελο]: Αυτό το σκέφτομαι ακόμη. Για όνομα των θεών, τον πήρατε στα σοβαρά τον ρόλο του ανακριτή;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Πάνω σ᾽ αυτό που είπε ο Βάριος… Εμένα προσωπικά η ιστορία του Αινεία και της βασίλισσας της Καρχηδόνας μου θυμίζει πολύ περισσότερο τον Ιάσονα και τη Μήδεια, από τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου - αλλά μπορεί να κάνω λάθος.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Δεν κάνεις λάθος. Θα έλεγα μάλλον ότι θυμίζει λίγο απ᾽ όλα αυτά που είπατε, και ίσως και ορισμένα ακόμη που ούτε εγώ ο ίδιος μπορώ να συνειδητοποιήσω - ή, μάλλον, τα συνειδητοποιώ εκ των υστέρων όταν διαβάζω αυτά που έγραψα. Αυτό για το οποίο είμαι απόλυτα βέβαιος είναι ότι το βασικό μου πρότυπο είναι ο Όμηρος, και έπονται όλα τα άλλα.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Στο σημείο αυτό, κύριοι, προτείνω να σηκώσουμε τα κύπελλά μας στην υγεία του Ρωμαίου Ομήρου.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ [σχεδόν κοκκινίζοντας από αμηχανία]: Μεγάλος λόγος αυτός. Πολλοί, Έλληνες και δικοί μας, φιλοδόξησαν να ακολουθήσουν τα ομηρικά χνάρια. Η λέσχη των ομηρολατρών αριθμεί εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες, μέλη· αλλά λίγοι είναι αυτοί που κατανοούν τη δυσκολία του εγχειρήματος. Είναι πιο εύκολο να κλέψεις το ρόπαλο από τον Ηρακλή παρά να δανειστείς έναν στίχο από τον Όμηρο, πιστέψτε με.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Συμφωνώ απόλυτα, αν και προσωπικά δεν σκέφτομαι να τα βάλω ούτε με τον Ηρακλή ούτε με τον Όμηρο. Άλλωστε, το πού μπορεί να καταλήξει η μίμηση του Ομήρου όταν γίνεται από ποιητές που δεν έχουν καλή σχέση με τις Μούσες - αυτό μας το είπε καλύτερα από όλους πριν από 300 χρόνια ο Καλλίμαχος στην Αλεξάνδρεια. Ο Καλλίμαχος είχε αντιληφθεί αυτό που οι περισσότεροι ομηρολάτρες δεν υποπτεύονταν: ότι η εποχή στην οποία ζούσε ήταν κάθε άλλο παρά «ηρωική» και συνεπώς δεν σήκωνε έπη ομηρικού τύπου.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Ακούσαμε πολλά, αλλά δεν ακούσαμε ακόμη τον τίτλο του έπους.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Αυτό, όπως ξέρετε, έρχεται σχεδόν τελευταίο. Υποθέτω ότι θα αρκεστώ στο «Αινειάδα».
ΡΟΥΦΟΣ: Αινειάδα, το έπος της Ρώμης! Μαικήνα, νομίζω ότι θα έχεις καταπληκτικά νέα για τον Αύγουστο.
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Λέω τώρα να υποβάλουμε και την τελευταία μας παράκληση στον εθνικό μας ποιητή: να μας απαγγείλει όποιο κομμάτι τυχαίνει να θυμάται καλύτερα από την Αινειάδα. Νομίζω ότι αξίζουμε αυτή την προνομιακή μεταχείριση.
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: Το περίμενα ότι θα κατέληγες εκεί, Μαικήνα. [Σιωπά και αυτοσυγκεντρώνεται.] Η ώρα είναι προχωρημένη, το φαλερνικό σου άρχισε να ανεβαίνει στο κεφάλι, αλλά νομίζω ότι μπορώ να θυμηθώ το προοίμιο του έπους:

Για τ᾽ άρματα και για τον άντρα το τραγούδι μου, που πρώτος απ᾽ της Τροίας
κινώντας την ακτή, της μοίρας πρόσφυγας, στην Ιταλία έφτασε και στο λαβινικό
το ακρογιάλι· στη γη και το βαθύ το πέλαγο πολύ ταράχτηκε
γιατί σκληροί το θέλανε θεοί κι η αγριεμένη Ήρα, που κρατούσε τον θυμό της.
Βάσανα πέρασε στον πόλεμο πολλά, ώσπου να χτίσει πόλη
και της πατρίδας τους θεούς να φέρει μες στο Λάτιο, όθε
το έθνος το λατινικό, της Άλβας οι πατέρες και της Ρώμης τα ψηλά τα κάστρα.
Μούσα, ανιστόρησε γιατί, ποιος δαίμονας πειράχτηκε, για ποιο γινάτι
η πιο τρανή μες στις θεές τον έριξε
στη δίνη τέτοιας συμφοράς, ν᾽ αντέξει τόσα πάθη,
τον άντρα που είχε ξέχωρη αρετή. Τέτοια οργή σε ουράνιο πνεύμα;

[Οι συνδαιτυμόνες σιγούν για λίγο και ύστερα ξεσπούν σε χειροκροτήματα.]
ΜΑΙΚΗΝΑΣ: Ξέρω ότι ο Βιργίλιος θα προτιμούσε να μην το πω, αλλά εγώ θα το πω: έχω την πεποίθηση ότι ζήσαμε μια ιστορική βραδιά· είναι μονάχα κρίμα που δεν ήταν εδώ και εκείνος. Όσο για τα επαινετικά σας σχόλια για το φαλερνικό μου νέκταρ (εννοώ εκείνα που ξεχάσατε να κάνετε), σας ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας. Την επόμενη φορά θα σας ανταμείψω με το καλύτερο ξίδι που διαθέτουν τα κελάρια μου. Κύριοι, σας εύχομαι μια ήσυχη νύχτα.
[Σηκώνονται όλοι από τα ανάκλιντρα και προχωρούν προς την έξοδο, όπου τους περιμένουν οι δούλοι με τους πυρσούς για να τους συνοδεύσουν στα σπίτια τους.]

* * *
Ενώ ο Βιργίλιος έγραφε, έσβηνε και ξαναέγραφε την Αινειάδα, οι φήμες στους λογοτεχνικούς κύκλους φούντωναν, και ένας από τους ενδιαφερομένους ανέκραζε: «Πίσω έλληνες ποιητές, πίσω ρωμαίοι! Κάτι σπουδαιότερο από την Ιλιάδα είναι στα σκαριά!» Αυτό που μετά από δέκα χρόνια δουλειάς μάς έδωσε ο ποιητής δεν ήταν σπουδαιότερο από τα έπη του Ομήρου· ήταν απλώς διαφορετικό. Τα σημαντικότερα μας τα είπε ο ίδιος ο Βιργίλιος. Αυτό που δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε ο ίδιος ούτε οι συνδαιτυμόνες του εκείνο το γεναριάτικο βράδυ ήταν ότι η Αινειάδα θα γινόταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα του δυτικού πολιτισμού. Το ποίημα μιλάει έμμεσα, αλλά και με περηφάνια, για το πώς ένα μεγάλο έθνος δημιούργησε τις προϋποθέσεις της εξουσίας του στον κόσμο. Λέει αυτό που ήθελε να ακούσει ο Αύγουστος, ταυτόχρονα όμως μιλάει και για το κόστος αυτής της εξουσίας, για τα ανθρώπινα αισθήματα και τις ανθρώπινες ζωές που θυσιάζονται για χάρη της· μιλάει για την ατομική και συλλογική μοίρα των ανθρώπων που παρασύρονται στη δίνη της Ιστορίας· δείχνει βαθιά εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη των θεών, αλλά δεν ξεχνάει ότι οι ίδιοι θεοί μπορούν να γίνουν σκληροί, χωρίς ο ανθρώπινος νους να καταλαβαίνει το γιατί. «Τέτοια οργή σε ουράνιο πνεύμα;» Η βαθιά, μελαγχολική φωνή του Βιργιλίου αντηχούσε ακόμη στ᾽ αφτιά των συνδαιτυμόνων καθώς επέστρεφαν στα σπίτια τους εκείνη τη νύχτα.
 
Δυο Ιταλοί στην Αθήνα

Τον 1ο αιώνα π.Χ., στη Ρώμη, δύσκολα έβρισκες άνθρωπο των γραμμάτων και των τεχνών που να μην είχε κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα. Στα χρόνια των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, το «κλεινόν άστυ», που είχε χάσει από πολύ καιρό την παλιά πολιτική και στρατιωτική αίγλη του, δεν ήταν παρά μια ήσυχη πανεπιστημιούπολη που όφειλε το κύρος της στις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές, στους διανοούμενους και στους συνεχιστές της μεγάλης καλλιτεχνικής της παράδοσης. Σ᾽ αυτό το «Παρίσι» της αρχαιότητας έρχονταν για παρακολούθηση μαθημάτων, σεμιναρίων και πνευματικών εκδηλώσεων όσοι Ρωμαίοι διέθεταν την οικονομική άνεση. «Έχει κάνει σπουδές στην Αθήνα!» έλεγαν με θαυμασμό οι Ρωμαίοι· και για όσους είχαν το σχετικό «πιστοποιητικό» οι πόρτες για δημόσια σταδιοδρομία και αξιώματα ήταν διάπλατα ανοιχτές.

Πρέπει να ήταν κάπου είκοσι χρόνων ο Οράτιος όταν βρέθηκε στην Αθήνα. Και εκεί, στον «Σύλλογο Ρωμαίων Φοιτητών», συνάντησε πολλούς άλλους συμπατριώτες του, ανάμεσά τους και τον γιο ενός διάσημου πολιτικού, ρήτορα και φιλόσοφου, τον Μάρκο Κικέρωνα. Η συζήτηση ανάμεσα στους δυο γίνεται στο δωμάτιο του Οράτιου. Τέλος Αυγούστου του 44 π.Χ.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Σε ψάχνω τρεις μέρες τώρα, φίλε· πέρασα πολλές φορές από το σπίτι σου, αλλά εσύ πουθενά. Τι γίνεσαι;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Βασικά έρχομαι σπίτι αργά, μόνο για ύπνο. Έχω πολλές παρακολουθήσεις, Μάρκο, και τρέχω συνέχεια από την Ακαδημία στον Περίπατο.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Βάζω στοίχημα ότι στον Περίπατο πηγαίνεις βασικά για τον Κράτιππο, έτσι;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Φοβερός ο τύπος, δε συμφωνείς; Κρατάω συνέχεια σημειώσεις από τα μαθήματά του, αν και ορισμένες φορές ο λόγος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερα περίπλοκος και με δυσκολεύει.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Αυτός είναι ο λόγος που σταμάτησα να τον παρακολουθώ εγώ - τουλάχιστον προς το παρόν και μέχρι να βελτιωθούν κι άλλο τα ελληνικά μου. Εσύ με τη γλώσσα πώς τα πας;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Από ό,τι μου λένε οι έλληνες γνωστοί μου, έχω κάνει φοβερή πρόοδο. Με την προφορά υπάρχουν κάποια προβλήματα, αλλά είμαι σίγουρος ότι με τον καιρό θα τα ξεπεράσω κι αυτά. Φοβερά μουσική και απαλή γλώσσα· συνήθως εκεί που τα σκατώνω είναι ο τονισμός.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Άσε, μην το συζητάς. Αλλά τώρα μη μου πεις, ρε συ, ότι τρως όλη σου τη μέρα σε παρακολουθήσεις. Κάπου αλλού είσαι μπλεγμένος και κάνεις το κορόιδο…
ΟΡΑΤΙΟΣ: Μάρκο, είσαι μεγάλη μάρκα… το ᾽πιασες. Ναι, υπάρχει και κάτι άλλο, πολύ, πολύ σημαντικό.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Ε, απ᾽ τον Μάρκο δεν μπορείς να κρυφτείς… Για λέγε, για λέγε…
ΟΡΑΤΙΟΣ: Είσαι έτοιμος να ακούσεις;
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Πεθαίνω από περιέργεια.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Λοιπόν - μαζεύω χειρόγραφα· έχω κάνει ολόκληρη βιβλιοθήκη.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Ε, δεν είμαστε καλά! Τι είδους χειρόγραφα μαζεύεις, δηλαδή;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Θες να σου δείξω; Έχω βρει σπάνιες, σπανιότατες, εκδόσεις από ποιήματα του Αλκαίου, της Σαπφώς και του Ανακρέοντα - πράγματα που δε βρίσκεις στη Ρώμη με καμιά κυβέρνηση. Και σήμερα μόλις παράγγειλα σε ένα γραφέα να μου ετοιμάσει τους Ολυμπιόνικους και τους Πυθιόνικους του Πίνδαρου.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Καλά, ρε φίλε, εσύ πρέπει να ξοδεύεις όλα σου τα λεφτά σε χειρόγραφα. Δεν τρως;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Όχι ακριβώς· αλλά όπως βλέπεις, η κοιλίτσα δε λέει να πέσει.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Ξέρω ότι σε ενδιέφεραν πάντα οι έλληνες λυρικοί, αλλά δε φανταζόμουν ότι είχες τέτοια τρέλα.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Τρέλα που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, φίλε μου Μάρκο. Έχω ήδη αρχίσει να σχεδιάζω ορισμένα λυρικά ποιήματα στα λατινικά, χρησιμοποιώντας ελληνικά λυρικά μέτρα. Δύσκολη ιστορία, αλλά μ᾽ έχει απορροφήσει πλήρως. Αυτή τη στιγμή, όπως δε θα ξέρεις μάλλον, στα λατινικά δεν υπάρχει καθαρόαιμη λυρική ποιητική συλλογή - εκτός από μερικά σκόρπια που έγραψε πριν από μερικά χρόνια ο Κάτουλλος, και κάτι άλλα παλιότερα, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Μάρκο, θα σου πω κάτι και ας με θεωρήσεις μεγαλομανή. Θέλω να γίνω ο Ρωμαίος Αλκαίος-Πίνδαρος-Ανακρέων-Σαπφώ…
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Τέσσερα σε συσκευασία ενός, δηλαδή.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Τέσσερα και βάλε. Είναι ανεξάντλητος ο πλούτος και η ομορφιά της ελληνικής λυρικής ποίησης· και όλος αυτός ο πλούτος περιμένει να διασχίσει την Αδριατική για να φθάσει στη Ρώμη. Αναλαμβάνω να το κάνω εγώ, και θα το κάνω.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Καλό κουράγιο και καλό αέρα στα πανιά σου, Οράτιε - τι άλλο να πω;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Καλά το είπες αυτό. Ευχήσου μου να γίνω ο δέκατος λυρικός στον «κανόνα» των εννιά λυρικών ποιητών.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Να στρογγυλέψει και το νούμερο, εδώ που τα λέμε.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Ελπίζω να μη με δουλεύεις.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Καθόλου, άλλωστε σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και το ταλέντο σου το ξέρω καλά. [αλλάζοντας ύφος] Αλλά να πούμε και κάτι άλλο τώρα;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Εννοείς κάτι σημαντικότερο από τον Αλκαίο και τον Πίνδαρο;
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Εννοώ κάτι που μας αφορά άμεσα και επειγόντως όλους μας.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Όλους μας; Ποιους όλους μας;
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Όλους τους Ρωμαίους. Λοιπόν, άκου - γιατί μάλλον δεν έχεις πάρει μυρουδιά εσύ. Εδώ και τρεις μέρες βρίσκεται στην Αθήνα ο Βρούτος. Τι σου λέει αυτό;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Μιλάμε για το γνωστό Βρούτο, που ανέκοψε την πορεία του Ιουλίου Καίσαρα κλπ.;
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Ποιον άλλον; [πιο χαμηλόφωνα] Κλείσε την πόρτα μην τυχόν και ακουγόμαστε. Είναι εδώ για να οργανώσει όλους τους δημοκρατικούς Ρωμαίους που ζουν αυτή τη στιγμή στην Αθήνα και στην Ελλάδα γενικότερα.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Ναι, εντάξει, αλλά-
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Άσε να τελειώσω πρώτα. Καταλαβαίνεις ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για την οργάνωση του αντιστασιακού αγώνα. Από όσο ξέρω, πάμε για ένοπλη σύγκρουση με τη μαφία Αντώνιου και Οκταβιανού. Μου λένε ότι η ανταπόκριση, όπου κι αν πήγε ως τώρα ο Βρούτος, είναι ενθουσιώδης, κυρίως από τους φοιτητές. Δεν πρέπει να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια, Οράτιε. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον Αντώνιο και τον Οκταβιανό να πετύχουν σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών αυτό που άρχισε ο Καίσαρ.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Να σε ρωτήσω κάτι-
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ [κόβοντας τον συνομιλητή του ανυπόμονα]: Δεν τέλειωσα ακόμα. Το άλλο νέο είναι ότι τις επόμενες μέρες αναμένεται στην Αθήνα και ο Κάσσιος. Έχω πληροφορίες ότι οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να τους υποδεχτούν με δόξες και τιμές, και περνάει ήδη μια πρόταση να στηθούν μπρούντζινοι ανδριάντες και των δύο δίπλα στα αγάλματα των τυραννοκτόνων, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Δηλαδή η κοινή γνώμη στην Αθήνα είναι υπέρ των δημοκρατικών;
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Αυτό είναι δεδομένο· γουστάρουν τους τυραννοκτόνους, έχουν παράδοση οι άνθρωποι.
ΟΡΑΤΙΟΣ: Να σε ρωτήσω τώρα κάτι; Εμείς, χωρίς εκπαίδευση, όπλα κλπ., τι ρόλο θα παίξουμε;
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Όλα αυτά θα κανονιστούν. Σημασία έχει να δείξουμε τη διάθεση μας και να βοηθήσουμε με όλη μας τη δύναμη την οργάνωση της αντίστασης στην αρχική της φάση. Δεν πρέπει να απουσιάσει κανένας μας από αυτό το προσκλητήριο, Οράτιε. Ο Πίνδαρος και η Σαπφώ μπορούν να περιμένουν, η Δημοκρατία όχι. Τι σκέφτεσαι;
ΟΡΑΤΙΟΣ: Σκέφτομαι αν θα προλάβει ο γραφέας να μου τελειώσει τα κείμενα του Πίνδαρου - και, βεβαίως, σκέφτομαι ότι μπαίνουμε σε κρίσιμη περίοδο. Φίλε μου, παραβλέποντας το σχόλιό σου για το αν και κατά πόσο μπορεί να περιμένει ο Πίνδαρος και η Σαπφώ, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι έχουμε όλοι την υποχρέωση να βάλουμε το χέρι μας για την υπόθεση της Δημοκρατίας.
Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Έτσι, μπράβο. Λοιπόν, θα περάσω και από τους υπόλοιπους γνωστούς μέχρι το βράδυ. Ίσως μάθω περισσότερα. Πρέπει να είμαστε σε συνεχή επαφή. Κοίτα μη χαθείς πάλι, έτσι;

 
Τι έκανες στον πόλεμο, Οράτιε;

Πράγματι ο Κάσσιος έφτασε και βρήκε τον Βρούτο στην Αθήνα· πράγματι, οι Αθηναίοι τους τίμησαν ως τυραννοκτόνους με μια σειρά τιμητικών εκδηλώσεων. Και ο Βρούτος, που για ένα διάστημα περιφερόταν ως μεταπτυχιακός φοιτητής στα αθηναϊκά στέκια, κατόρθωσε να εμπνεύσει δημοκρατικό ενθουσιασμό στους νεαρούς ρωμαίους φοιτητές, οργανώνοντας την αντίστασή του εναντίον των διαδόχων και επίδοξων εκδικητών του Ιουλίου Καίσαρα. Και ο Οράτιος;
 
Ο Οράτιος, έναν περίπου χρόνο μετά τη συζήτηση που είχε με τον Μάρκο Κικέρωνα, βρέθηκε στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, στην περιοχή της Σμύρνης - και βρέθηκε εκεί ως χιλίαρχος, δηλαδή ανώτερος αξιωματικός του στρατού που ετοίμαζαν οι δημοκρατικοί για να αντιμετωπίσουν τους καισαρικούς. Η ζωή έχει πολλά απρόοπτα - και ο Οράτιος αξιωματικός του στρατού είναι ένα από τα πιο απρόοπτα που μπορεί να επινοήσει η ζωή.
 
Όπως ξέρουμε κιόλας, οι αντίπαλοι τελικά συγκρούστηκαν γύρω στα μέσα Νοεμβρίου του 42 π.Χ. στους Φιλίππους. Εκείνη τη μέρα ο Οκταβιανός ήταν κρυολογημένος (κι αυτό το ξέρουμε) κι έτσι όλη τη δουλειά την έκανε ο Αντώνιος. Στους Φιλίππους η ιστορία υπέγραψε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Τη συνέχεια την ξέρουμε κι αυτή.
 
Ξέρουμε ακόμη ότι ο Οράτιος, σύμφωνα με δική του δήλωση, εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης όταν είδε πού έγειρε η πλάστιγγα. Γύρισε ταπεινωμένος, μαζί με πολλούς άλλους, στη Ρώμη, και ήταν τυχερός που δεν πλήρωσε με τη ζωή του τον νεανικό δημοκρατικό του ενθουσιασμό. Και στη Ρώμη πέρασε δύσκολες μέρες γιατί είχαν καταστραφεί τα οικονομικά του. Τι ακριβώς έκανε; Ο ίδιος μας λέει ότι η φτώχεια τον έσπρωξε να γράψει ποίηση για βιοπορισμό. Μάλλον υπερβολή. Κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν έζησε από τα βιβλία του, απλούστατα γιατί στην αρχαιότητα το εμπόριο του βιβλίου είναι υποτυπώδες και τα συγγραφικά δικαιώματα ανύπαρκτα. Αυτό που του έδωσε τα προς το ζην ήταν μια θέση που εξασφάλισε ως υπάλληλος του «υπουργείου οικονομικών» - όσο χρειαζόταν για να ζει και να γράφει.
 
Προς το παρόν δεν γράφει λυρική ποίηση· αλλά αυτά που γράφει τραβούν την προσοχή του Βιργιλίου, που ανήκει ήδη στον κύκλο του Μαικήνα, και ο Βιργίλιος τον συστήνει στον μεγάλο χορηγό και ευεργέτη του - και εκεί λύνεται οριστικά το βιοποριστικό του πρόβλημα.
 
Στους Φιλίππους, μας λέει πάλι ο ίδιος, εγκατέλειψε την ασπίδα του. Μπορεί να είναι αλήθεια· αλλά το ίδιο είχαν πει σε κάποια ποιήματα τους και ο Αρχίλοχος και ο Αλκαίος και, πιθανότατα, ο Ανακρέων - και ο Οράτιος τα ποιήματα τους τα ήξερε, βέβαια, απ᾽ έξω. Λοιπόν, ήταν ρίψασπις ή όχι; Αδύνατο να αποφασίσουμε: τα πραγματικά βιώματα και τα λογοτεχνικά βιώματα (αυτά που αποκομίζουμε από την ανάγνωση της λογοτεχνίας) συνδυάζονται πολύ συχνά και μας παίζουν χίλια δυο παιχνίδια. Καλύτερα να είμαστε προσεκτικοί - όπως ήμασταν και στην ιστορία του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας.
 
Εγκατέλειψε την ασπίδα του, αλλά προφανώς δεν άφησε εκεί τη θήκη με τους παπύρους των ελλήνων λυρικών ποιητών. Και φαίνεται ότι ενώ τα βέλη και τα ακόντια έλυναν τους λογαριασμούς της Ρώμης στους Φιλίππους, η ποιητική ιδέα πήγαινε κι ερχόταν μέσα στο μυαλό του χιλίαρχου. Κι όταν έγινε υπάλληλος του «υπουργείου οικονομικών», και κυρίως όταν βρήκε τη σιγουριά στον κύκλο του Μαικήνα, άρχισε να κάνει το σπουδαίο μέρος της λυρικής του ποίησης. Έτσι, καθώς το είχε υποσχεθεί, ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Πίνδαρος, ο Ανακρέων και άλλα αστέρια της ελληνικής λύρας πέρασαν την Αδριατική και ξαναζωντάνεψαν μετά από 500 σχεδόν χρόνια στη Ρώμη.
 
Σε πολλά από αυτά τα λυρικά ποιήματα (που τα λέμε συνήθως Ωδές) ο Οράτιος υμνεί τον Αύγουστο, τις παραδοσιακές αρετές του ρωμαϊκού έθνους και την προσπάθεια του αρχηγού του κράτους να αποκαταστήσει την ηθική τάξη στη Ρώμη. Αλλά ο Οράτιος ξέρει να συνδυάζει το «Ίτε παίδες Ρωμαίων!» και το «Παιδιά, της Ιταλίας παιδιά, που σκληρά πολεμάτε» με σκέψεις (άλλοτε μελαγχολικές, άλλοτε ευτράπελες και άλλοτε πάλι ειρωνικές) πάνω στον έρωτα, τον θάνατο, τη λογοτεχνία, τους τρανούς και τους ταπεινούς ανθρώπους. Και τελικά κρατάει μια πολιτισμένη απόσταση από όλα και όλους.
 
Η ζωή έχει απρόοπτα. Ο νεαρός, ενθουσιώδης φοιτητής της Αθήνας που σήκωσε τα όπλα για χάρη της δημοκρατίας, έγινε ένας από τους πιο έμπιστους και αγαπημένους φίλους του Οκταβιανού Αυγούστου. Βολεύτηκε στο «κατεστημένο», ή κατάλαβε ότι ο Αύγουστος και η ειρήνη που έφερε ήταν προτιμότερη από τη ματωμένη και σπαραγμένη δημοκρατία που γνώρισε ως φοιτητής; Ίσως το πρώτο· μπορεί το δεύτερο· το πιθανότερο και τα δύο.
 
Carpe diem!
 
Φεβρουάριος του 13 μ.Χ. Λίγους μήνες πριν πεθάνει, ο Αύγουστος, φανερά καταπονημένος (είναι τώρα 78 χρόνων), συζητάει με τον Τίτο Λίβιο, τον μεγαλύτερο ιστορικό αυτής της περιόδου, που έχει ήδη συγγράψει 142 τόμους για την ιστορία της Ρώμης, από την ίδρυσή της μέχρι και τα χρόνια του Αυγούστου. Του μιλάει για τα χρόνια που κύλησαν, για το αβάσταχτο βάρος της διοίκησης μιας απέραντης αυτοκρατορίας, για όλα αυτά που ήθελε αλλά δεν μπόρεσε να κάνει. Θυμάται περασμένα μεγαλεία, πρόσωπα δικά του αγαπημένα που έφυγαν για πάντα. Και πάνω απ᾽ όλα, αναπολεί τους λίγους καλούς φίλους που συντρόφεψαν τη μοναξιά της απεριόριστης εξουσίας του. Μετράει: ο Βιργίλιος βιάστηκε να φύγει πρώτος, πριν από τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια· ο Αγρίππας τον ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια. Ο Μαικήνας απών, πάνε είκοσι τόσα χρόνια τώρα· και αμέσως μετά τον Μαικήνα, σαν να είχαν συνωμοτήσει οι δυο τους να τον αφήσουν μόνο, ο Οράτιος. «Και τώρα οι δυο μας, Λίβιε,» λέει κάποια στιγμή με ένα αχνό χαμόγελο ο αυτοκράτορας. Ο ιστορικός είναι πιο ρεαλιστής, και βρίσκει την ευκαιρία να πει για πολλοστή φορά ότι δεν μετανιώνει για τη ζωή που του έλαχε και ότι νιώθει προνομιούχος που έζησε και έγραψε στα ευλογημένα χρόνια της ειρήνης, μετά το Άκτιο. Ο ίδιος είναι 72 χρόνων, αλλά φαίνεται ακμαίος και διατηρεί ακόμη κάτι από τον δυναμισμό της βορεινής ιταλικής επαρχίας όπου γεννήθηκε. Οι λόγιοι της Ρώμης πιστεύουν ότι το ιστορικό του έργο είναι τόσο πολύτιμο όσο και το μεγάλο έπος του Βιργιλίου.
 
Ένα απαλό, χλομό φως απλωνόταν στη δυτική αίθουσα του ανακτόρου. Ο Λίβιος συνέχιζε να μιλάει, πιο δυνατά από ό,τι συνήθιζε, για να τον ακούει ο αυτοκράτορας. «Σκέφτομαι καμιά φορά ότι ήσουν πολύ τυχερός, Αύγουστε, που ευτύχησες να έχεις κοντά σου τους δυο μεγαλύτερους τεχνίτες του ποιητικού λόγου που γέννησε η Ιταλία - μεγάλοι ποιητές και σπουδαίοι άνθρωποι. Πρέπει να πω ότι σε ζηλεύω.» Ο Αύγουστος ανασηκώθηκε με δυσκολία από το κάθισμα του. «Δεν έχω παράπονο από την Τύχη, αγαπητέ μου Λίβιε!» Σιώπησε για λίγο, καθώς πάσχιζε να θυμηθεί το πιο αγαπημένο του από τα ποιήματα που είχε γράψει προς τιμή του ο Οράτιος, λίγα χρόνια μετά τη ναυμαχία του Ακτίου. Δεν τον βοηθούσε η μνήμη του, θυμόταν μέσες άκρες, και σχεδόν ψέλλιζε:

Γλεντήστε, σύντροφοι, και πιάστε το χορό!
Νικήθηκε του Νείλου η φοβέρα,
αυτή που ετοίμαζε της Ρώμης το χαμό.
Της λευτεριάς ξημέρωσε η μέρα!

Ξεδιάντροπη, φτηνή κι αμαρτωλή,
σερνάμενη σε ατέλειωτο μεθύσι,
ασκέρι μάζωνε στη λάγνα Ανατολή
κι ορέγονταν η άμυαλη τη Δύση.

Μάταια όνειρα! Ανώφελοι καημοί,
που σκόρπισαν στο κύμα και τ᾽ αγέρι!
Δε στέρξανε της Ρώμης οι θεοί·
τη δάμασε του Καίσαρα το χέρι.

Αλλά γενναία στα στερνά της συμφοράς,
σκλάβα δεν καταδέχεται να γίνει.
Τρανή βασίλισσα βασιλικιάς οχιάς
μέσα στις φλέβες της φαρμάκι χύνει.

Τα μάτια του, πριν θολά, τώρα έχουν πάρει μια απρόσμενη λάμψη. «Σπουδαίο ποίημα,» συμφωνεί χαμηλόφωνα ο ιστορικός, «αλλά ο Οράτιος ήξερε καλύτερα από όλους μας ότι την ώρα που η ζωή κολακεύει τη νιότη μας, ο χρόνος βιάζεται να κάνει αναμνήσεις τα καλύτερά μας χρόνια. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η Λευκονόη ούτε αν υπήρξε ποτέ πραγματικό πρόσωπο· θυμάμαι όμως ακριβώς τους στίχους που έγραψε γι᾽ αυτήν. Το δικό μου αγαπημένο, Αύγουστε:

Ποιο τέλος όρισε για σένα η μοίρα, ποιο για μένα,
μην το ρωτάς ποτέ, καλή μου Λευκονόη· η γνώση απαγορευμένη.
Και μη ρωτάς τι λένε τ᾽ άστρα.
Μπορεί χειμώνες κι άλλους να ᾽γραψε στο μερτικό μας ο θεός,
μπορεί ετούτος που ταράζει τώρα πέλαγα να ᾽ναι ο στερνός μας -
μη νοιάζεσαι· κράτα την κρίση σου σωστή,
σήκωσε το ποτήρι στην υγειά μας.
Μικρή η αυγούλα μας ζωή, κόψε στα μέτρα της ελπίδα.
Κάνει ο καιρός φτερά καθώς μιλάμε -
δρέψε το σήμερα, στο αύριο μην πολυπιστεύεις.»

«Δρέψε τη μέρα» («carpe diem»), επανέλαβε αργά αργά ο Αύγουστος, «αυτό το θυμάμαι. Ήταν σοφός ο φίλος μας. Οι καλύτερες μέρες είναι πίσω μας, Λίβιε. Ο καιρός τώρα, θαρρείς, φτερουγίζει πιο δυνατά, και μετράμε μία μία τις μέρες που απόμειναν.» Σπάνια δάκρυζε ο Οκταβιανός Αύγουστος. Τουλάχιστον ο Λίβιος έβλεπε για πρώτη φορά δάκρυα στα μάτια του Αυγούστου.

 
 
Ο χάρτης δείχνει την εξάπλωση του ρωμαϊκού κράτους γύρω στα τέλη του πρώτου αιώνα μ.Χ. Πόσο καιρό ταξίδευε ο ρωμαίος επαρχιακός διοικητής που πήρε μετάθεση από την Αίγυπτο στη Βρετανία, ή ένας άλλος που πήγε από τη νότια Ισπανία στη Βόρεια Γερμανία;
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου