Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Τα μυστικά της γλώσσας, του προφορικού και του γραπτού λόγου

Ο άνθρωπος μιλάει, ενώ τα ζώα όχι

Όπως όλοι μας ξέρουμε, τα ζώα δεν μιλούν. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για την επικοινωνία στο ζωικό βασίλειο είναι χαρακτηριστικές: τα πρόβατα βελάζουν, τα σκυλιά γαβγίζουν, τα άλογα χλιμιντρίζουν κλπ. Ο άνθρωπος όμως μιλάει. Πού βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν τα ζώα και στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν οι άνθρωποι;
Το σκυλί γαβγίζει για να εκφράσει την απειλή που νιώθει, γιατί κάποιος ξένος (άνθρωπος ή ζώο) βρίσκεται μπροστά του, ή για να εκφράσει τη χαρά του που βλέπει το αφεντικό του. Από τη σχέση μας με τα ζώα όλοι έχουμε προσέξει ότι αυτές οι συμπεριφορές ή αντιδράσεις τους γεννιούνται πάντα όταν κάτι στο περιβάλλον τους τις προκαλεί· δηλαδή, το σκυλί δεν θα γαβγίσει αν δεν αισθανθεί άμεσα την απειλή του ξένου που μπαίνει στον δικό του χώρο ή αν δεν αισθανθεί την παρουσία του αφεντικού του (αν δεν το μυρίσει, αν δεν το ακούσει, αν δεν το δει).

Τέτοιες συμπεριφορές παρατηρούμε και στους ανθρώπους. Όταν λ.χ. πονάμε πολύ, βογκάμε ή μουγκρίζουμε από τον πόνο. Όταν τρομάζουμε, βγάζουμε μια κραυγή, π.χ. αχ! Όπως το σκυλί δεν γαβγίζει, αν δεν υπάρχει φανερή απειλή, έτσι κι εμείς δεν βογκάμε, δεν μουγκρίζουμε, δεν κραυγάζουμε, αν δεν πονάμε ή αν δεν φοβόμαστε κάτι που μας απειλεί άμεσα. Κάτι δηλαδή στο περιβάλλον τους που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, ένα ερέθισμα, κάνει και τον άνθρωπο και τα ζώα να βγάζουν αυτούς τους ήχους. Οι ήχοι αυτοί που βγάζουν και οι άνθρωποι και τα ζώα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι οι άμεσες αντιδράσεις τους σε αυτά τα ερεθίσματα. Με άλλα λόγια, με το γάβγισμά του ο σκύλος, με το βέλασμά του το πρόβατο, με το χλιμίντρισμά του το άλογο, με το βογκητό και το μούγκρισμά του ο άνθρωπος, αντιδρούν άμεσα σε ερεθίσματα που προέρχονται από τον κόσμο στον οποίο ζουν.
 
Το γάβγισμα εκφράζει άμεσα το συναίσθημα του φόβου ή της χαράς που νιώθει το σκυλί. Το βογκητό στους ανθρώπους εκφράζει, και αυτό, άμεσα τον πόνο που νιώθουμε. Και εδώ ακριβώς μπορούμε να δούμε τη διαφορά με τη γλώσσα. Η λέξη πόνος διαφέρει από το μουγκρητό ή το βογκητό του πόνου, γιατί μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε και όταν δεν πονάμε. Π.χ. όταν λέμε Πονούσε η κοιλιά μου χτες όλη τη νύχτα, μιλάμε για ένα αίσθημα πόνου που δεν το έχουμε τη στιγμή που μιλάμε. Η λέξη πόνος, δηλαδή, σε αντίθεση με το βογκητό, δεν χρειάζεται το συναίσθημα του πόνου, για να χρησιμοποιηθεί.
 
Οι ήχοι της γλώσσας

Η γλώσσα: ένα καινούργιο εργαλείο φτιαγμένο από παλιά ανταλλακτικά

Λέγαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι οι λέξεις της γλώσσας είναι φτιαγμένες από ήχο. Όπως από ήχο είναι φτιαγμένες οι κραυγές, τα βογκητά, το γάβγισμα και οι άλλοι ήχοι των ζώων. Το υλικό λοιπόν από το οποίο είναι φτιαγμένη η λέξη είναι το ίδιο με το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι οι ήχοι που δεν είναι λέξεις, δεν είναι γλώσσα.
 
Αλλά τί είναι ήχος; Είναι μια διατάραξη του αέρα, μια μικρή αλλά γρήγορη αλλαγή στη ατμοσφαιρική πίεση που «ταξιδεύει» στον αέρα - ένα ηχητικό κύμα  . Στην περίπτωση της γλώσσας, όταν ο ήχος φτάνει στο αφτί του ακροατή, δημιουργεί μικρές κινήσεις στο τύμπανο του αφτιού του. Οι κινήσεις αυτές προσλαμβάνονται   από τον εγκέφαλο του, ο οποίος τις αναγνωρίζει ως συγκεκριμένους γλωσσικούς ήχους.
 
Το μεγάλο μυστικό της γλώσσας είναι, όπως είδαμε, ότι ενώ οι μη γλωσσικοί ήχοι (οι κραυγές, το γάβγισμα κλπ.) δεν μπορούν να χωριστούν σε μικρότερα κομμάτια, ο ήχος από τον οποίο είναι φτιαγμένη η λέξη χωρίζεται σε μικρότερα κομμάτια (σε φθόγγους), τα οποία μπορούν να συνδυαστούν σε διαφορετικούς συνδυασμούς για να σχηματιστούν διαφορετικές λέξεις. Οι ήχοι της γλώσσας, λοιπόν, δεν διαφέρουν ως προς τη φύση τους από τους μη γλωσσικούς ήχους αλλά διαφέρουν ως προς τη λειτουργία τους.
 
Μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα είναι ένα καινούργιο εργαλείο φτιαγμένο από παλιά υλικά - από παλιά ανταλλακτικά. Και αυτό το καταλαβαίνουμε αν σκεφτούμε τα όργανα που συμμετέχουν στην παραγωγή του γλωσσικού ήχου  . Τα όργανα αυτά είναι οι πνεύμονες, η στοματική κοιλότητα (χείλη, δόντια, ουρανίσκος), η ρινική κοιλότητα, δηλαδή η κοιλότητα της μύτης (βλ. εικ. 1, 2). Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι κανένα από αυτά τα όργανα δεν είναι φτιαγμένο ειδικά για τη γλώσσα. Οι πνεύμονες και η ρινική κοιλότητα εξυπηρετούν την αναπνοή, τα δόντια και τα χείλη το φαΐ και τη μάσηση. Παλιά ανταλλακτικά, λοιπόν, που χρησιμοποιούνται για να φτιαχτεί ένα καινούργιο εργαλείο.

 
 
 

Εικ. 1. Τα όργανα της ομιλίας.
Α Ρινική κοιλότηταΘ Σταφυλή
Β ΦατνίαI Φάρυγγας
Γ ΟυρανίσκοςΚ Επιγλωσσίδα (καλύπτει την τραχεία κατά την κατάποση)
Δ Υπερώα (μαλακός ουρανίσκος) σε χαμηλωμένη θέσηΛ Οισοφάγος
E Άκρη της γλώσσαςΜ Φωνητικές χορδές (γλωσσίδα)
Ζ Μέσο της γλώσσας Ν Τραχεία
Η Ράχη της γλώσσαςΞ Λάρυγγας, με το «μήλο του Αδάμ»
 





Εικ. 2. Τα αναπνευστικά όργανα.
 
H προτεραιότητα του προφορικού λόγου

Παρά τη βαριά σκιά που ο γραπτός λόγος για αιώνες είχε ρίξει στη μελέτη της γλώσσας, μετά τον Saussure δεν αμφισβητήθηκε πλέον σοβαρά η προτεραιότητα του προφορικού λόγου και η θεμελιακή του σημασία για την περιγραφή του φαινομένου "γλώσσα". Ανάλογα με το επίπεδο εφαρμογής του προφορικού λόγου, η προτεραιότητά του δηλώνει (Lyons 1992, 30-4 ):

α) την ιστορική προτεραιότητα

Ο γραπτός λόγος είναι κατά πολύ μεταγενέστερος του προφορικού, γιατί δεν ήταν απαραίτητος στην έκφραση και ικανοποίηση βασικών αναγκών του πρωτόγονου (και όχι μόνο) ανθρώπου. Μάλιστα, η γραφή για αιώνες ήταν υπόθεση μόνο λίγων πολιτισμών (ελληνικού, αιγυπτιακού, βαβυλωνιακού, κινεζικού). Αντίθετα, ο προφορικός λόγος υπήρξε για πολλές χιλιετίες -και για ορισμένες κοινωνίες εξακολουθεί ακόμη να είναι- ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων.

β) τη βιολογική προτεραιότητα

Αν εξαιρέσουμε τις γενετικές ανωμαλίες που μπορούν να επηρεάσουν δραματικά τις εγκεφαλικές γλωσσικές λειτουργίες, όλοι οι άνθρωποι από την πρώτη στιγμή της ζωής τους -μήπως και νωρίτερα;- έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται και να μαθαίνουν χωρίς καμιά ιδιαίτερη δυσκολία τη γλώσσα (ή τις γλώσσες) του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν. Ο γραπτός λόγος κατακτάται αργότερα και μετά από μακρόχρονη θητεία στο σχολείο και στη συνέχεια σε άλλους κοινωνικούς (π.χ. εργασιακούς) χώρους, όπου η αξία του γραπτού λόγου θεωρείται δεδομένη.

γ) τη λειτουργική προτεραιότητα

Παρά την ευρύτατη διάδοση της γραφής στις σύγχρονες "εγγραμματισμένες" κοινωνίες, ο γραπτός λόγος εξακολουθεί να καλύπτει μικρό μόνο μέρος των επικοινωνιακών αναγκών μιας μικρής ή μεγάλης κοινότητας. Οι ανάγκες αυτές είναι κυρίως θεσμικού χαρακτήρα (κείμενα νομικά, διοικητικά, εμπορικά, θρησκευτικά). Η αίτηση και η παροχή γλωσσικών και μη γλωσσικών αγαθών (πληροφοριών/ υπηρεσιών) -για να το πούμε σχηματικά- είναι η καθημερινή πραγματικότητα εκατομμυρίων ανθρώπων και επιτελείται, ως γνωστόν, μέσω του προφορικού λόγου.

δ) τη δομική προτεραιότητα

"Στις περισσότερες μορφές γραφής, τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται βασίζονται σε στοιχεία του προφορικού λόγου. Π.χ. το αλφαβητικό σύστημα αποτελείται από στοιχεία που το καθένα τους αντιστοιχεί με ένα ήχο (φθόγγο). Η ψυχολογική πραγματικότητα του φθόγγου προϋποτίθεται για την αιτιολόγηση του γράμματος ενός αλφαβητικού συστήματος. Η έλλειψη απόλυτης αντιστοιχίας, σε όλες τις λέξεις, ανάμεσα στα γράμματα και τους φθόγγους οφείλεται σε ιστορικούς παράγοντες και γι' αυτό δεν μειώνει την ισχύ της παραπάνω παρατήρησης". (Ε. Φιλιππάκη-Warburton, 1992. Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία, σελ. 25. Αθήνα: Νεφέλη).

Η επικράτεια των ειδών του προφορικού και του γραπτού λόγου.

1. Προφορικός διάλογος

Η περιοχή αυτή του λόγου χαρακτηρίζεται από τη φυσική παρουσία συγκεκριμένων ακροατών, τη μικρή (συνήθως) χωρική απόσταση μεταξύ τους, άρα και την οπτική (ή ακουστική) επαφή. Εδώ ανήκουν τέσσερις ομάδες ειδών λόγου:
  • α) όταν η σχέση των συνομιλητών είναι συμμετρική και η κοινωνική απόσταση αμελητέα, εκτυλίσσονται συμβάντα λόγου όπως η καθημερινή άτυπη συνομιλία μεταξύ φίλων ή οικείων ή η τηλεφωνική συνομιλία. Η μη προβλέψιμη εναλλαγή συνεισφορών των συνομιλητών εξαιτίας της υψηλής αμοιβαιότητας, οι αλλεπάλληλες αυτοδιακοπές και ετεροδιακοπές, οι διορθώσεις, οι παύσεις, η ελλειπτικότητα του λόγου εξαιτίας των συμφραστικών προϋποθέσεων που μοιράζονται οι συνομιλητές, το οικείο και άτυπο ύφος λόγω της σχεδόν ανύπαρκτης συμβατικότητας, η δυσκολία να απειληθεί γλωσσικά η δημόσια εικόνα των συνομιλητών και η εκτεταμένη χρήση του γέλιου και πολλών εξωγλωσσικών στοιχείων, που αποδεσμεύουν παράπλευρες συναισθηματικές σημασίες, δίνουν το στίγμα του πιο "χαλαρού" προφορικού διαλόγου. Είναι ανάγκη να σημειωθεί ότι ο προφορικός διάλογος κατέχει τη μερίδα του λέοντος στην ανθρώπινη επικοινωνία.
  • β) όταν η σχέση των συνομιλητών είναι συμμετρική και η κοινωνική απόσταση σημαντική, εκτυλίσσονται συμβάντα λόγου όπως τα "στρογγυλά τραπέζια". Τώρα η εναλλαγή συνεισφορών είναι κανονική, δηλαδή προβλέψιμη, (ή ρυθμιζόμενη από συντονιστή), αφού η αμοιβαιότητα μεταξύ συνομιλητών είναι μέτρια, λιγότερες οι διακοπές και οι διορθώσεις, λιγότερο ελλειπτικά τα εκφωνήματα, περισσότερο συμβατικό το ύφος, ευκολότερη η (έστω και μετριασμένη) απειλή της δημόσιας εικόνας των συνομιλητών, ελεγχόμενη η χρήση εξωγλωσσικών στοιχείων. Πρόκειται για προφορικό διάλογο με κάποιες κανονικότητες που επιβάλλει η ανοικειότητα μεταξύ των συνομιλητών.
  • γ) όταν η σχέση των συνομιλητών είναι ασύμμετρη και η κοινωνική απόσταση αμελητέα, εκτυλίσσονται συμβάντα λόγου όπως το μάθημα στη σχολική τάξη ή μια συνομιλία γιατρού-ασθενούς. Ο αριθμός επιμήκων συνεισφορών του ισχυρού συνομιλητή είναι μεγάλος, οι διακοπές και οι διορθώσεις ελέγχονται επίσης από τον ισχυρό, άρα, διακυβεύεται πολύ εύκολα το δικαίωμα λόγου του κοινωνικά ανίσχυρου συνομιλητή, το ύφος δεν είναι απαραίτητα τυπικό, αλλά οι κανόνες της γλωσσικής ευγένειας τηρούνται γενικά. Ευχερή χρήση εξωγλωσσικών στοιχείων έχει μόνον ο ισχυρός ομιλητής. Πρόκειται για προφορικό διάλογο με κάποιες κανονικότητες που επιβάλλει περισσότερο η διαφορά κοινωνικής ισχύος μεταξύ συνομιλητών και λιγότερο η μεταξύ τους οικειότητα.
  • δ) όταν η σχέση των συνομιλητών είναι ασύμμετρη και η κοινωνική απόσταση σημαντική, εκτυλίσσονται συμβάντα λόγου όπως η συνέντευξη ισχυρού πολιτικού προσώπου σε δημοσιογράφο. Οι μεγάλοι μονόλογοι του ισχυρού, η προβλέψιμη εναλλαγή συνεισφορών, το τυπικό/επίσημο ύφος και ο απόλυτος σεβασμός της γλωσσικής ευγένειας είναι τα γνωρίσματα της πλησιέστερης προς τον μονόλογο μορφής προφορικού διαλόγου, ενός προσχηματικού, στ' αλήθεια, διαλόγου.

2. Προφορικός μονόλογος

Η περιοχή αυτή του λόγου χαρακτηρίζεται από τα πολυπληθή ή αστάθμητης πληθυσμιακής σύνθεσης ακροατήρια, τη μέση/μεγάλη απόσταση μεταξύ ομιλητή και ακροατών, την μακρόθεν οπτική επαφή τους ή την έλλειψη κάθε επαφής και, πάνω απ' όλα, από την παρουσία ενός (κανονικά ισχυρού) ομιλητή, που είναι απίθανο να χάσει το δικαίωμα του λόγου.
Αν εξαιρέσουμε την οριακή περίπτωση μιας εκμυστήρευσης ή ομολογίας, η μήτρα αυτή δεν περιλαμβάνει συμβάντα λόγου παρά με "συνομιλητές" σε μεγάλη κοινωνική (και φυσική) απόσταση μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, ο προφορικός μονόλογος είναι ασυμβίβαστος με την οικειότητα. Διακρίνονται δύο περιπτώσεις:
  • α) όταν η σχέση ομιλητή-ακροατών είναι συμμετρική, αλλά η απόσταση σημαντική, εκτυλίσσονται συμβάντα όπως η αγόρευση ενός βουλευτή στη Βουλή ή η ανακοίνωση ενός ερευνητή σε συνέδριο. Η συμβατικότητα τέτοιων περιστάσεων προδιαγράφει τη δομή του μονολόγου και το ύφος του, υποχρεώνει όμως τον ομιλητή να αναφέρεται διαρκώς στο ακροατήριό του με ρητό (π.χ. χρήση β΄ προσώπου) ή υπόρρητο τρόπο (π.χ. πρόβλεψη αντιρρήσεων). Εξάλλου, η πιθανότητα αντιδράσεων του κοινού αναγκάζει τον ομιλητή να βρίσκεται διαρκώς σε στάση αναμονής και να ελέγχει την πρόσληψη του λόγου του ή να είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το χειρόγραφό του, για να τον οργανώσει πιο αποτελεσματικά.
  • β) όταν η σχέση ομιλητή-ακροατών είναι ασύμμετρη και η απόσταση σημαντική έως πολύ μεγάλη, εκτυλίσσονται δύο ειδών συμβάντα: πρώτον, συμβάντα όπως η πολιτική ομιλία ενός πολιτικού μπροστά σε μεγάλο ακροατήριο ή το εκκλησιαστικό κήρυγμα ή η διάλεξη ενός ειδικού. Σε τέτοιες περιστάσεις είναι υπολογίσιμη η ανατροφοδότηση του προφορικού μονολόγου από το κοινό, αδυνατεί όμως να ανακόψει τη ροή του λόγου. Ο ομιλητής είναι αποφασισμένος για το "κείμενο" του λόγου του και σχεδόν βέβαιος για την πρόσληψή του από το κοινό του. Δεύτερον, συμβάντα όπως το τηλεοπτικό διάγγελμα του Πρωθυπουργού ή το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Η διαφορά μιας τέτοιας περίστασης από την προηγούμενη είναι ότι τώρα δεν έχουμε ανατροφοδότηση από το ακροατήριο, γιατί είναι δυνητικό και, συνεπώς, δεν υπάρχει οπτική επαφή πομπού-δέκτη. Αυτό επιτρέπει στον ομιλητή να προσχεδιάσει τον λόγο του και να τον εκφωνήσει ανενόχλητος, δεν του επιτρέπει όμως να ξεχάσει τη φασματική παρουσία των ακροατών του και γι' αυτό ο λόγος του είναι διάσπαρτος από σχετικές νύξεις.

3. Γραπτός διάλογος

Η περιοχή αυτή της επικράτειας του λόγου συγγενεύει με την προηγούμενη. Μόνο που τώρα στη θέση της "μειωμένης προφορικότητας" έχουμε "αυξημένη-για δεδομένα γραπτού λόγου- διαλογικότητα". Ο τίτλος γραπτός διάλογος στεγάζει είδη λόγου που προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός πραγματικού αποδέκτη-αναγνώστη και χαρακτηρίζονται από υψηλή κοινωνική και γλωσσική συμβατικοποίηση. Όπως και στην περίπτωση του προφορικού διαλόγου, διακρίνονται τέσσερις ομάδες ειδών λόγου, αλλά με πολύ λιγότερους "εκπροσώπους":
  • α) όταν η σχέση συγγραφέα-αναγνώστη είναι συμμετρική και η μεταξύ τους κοινωνική απόσταση αμελητέα, εκτυλίσσονται συμβάντα λόγου όπως μια επιστολή σε φιλικό πρόσωπο. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι φιλικές επιστολές γράφονται, διαβάζονται και απαντώνται στη βάση των κανόνων που ρυθμίζουν την καθημερινή άτυπη συνομιλία.
  • β) όταν η σχέση συγγραφέα-αναγνώστη είναι συμμετρική και η μεταξύ τους απόσταση σημαντική, εκτυλίσσονται συμβάντα λόγου όπως η συστατική επιστολή. Η μέτρια γλωσσική συμβατικότητα και ο φανερός "διαλογικός" χαρακτήρας μιας τέτοιας επιστολής οφείλεται στην ισοτιμία της σχέσης πομπού-δέκτη.
  • γ) όταν η σχέση συγγραφέα-αναγνώστη είναι ασύμμετρη και η μεταξύ τους απόσταση αμελητέα, εκτυλίσσονται συμβάντα λόγου όπως η "διόρθωση" μιας μαθητικής έκθεσης. Η μικρή απόσταση των "συνομιλητών" επιβάλλει τη διαλογικότητα στο γραπτό κείμενο και τη χαμηλή συμβατικοποίηση, αλλά η διαφορά κοινωνικής ισχύος επιτρέπει στον ισχυρό πομπό να αποφασίσει αυτός την οργάνωση και το περιεχόμενο του κειμένου.
  • δ) όταν η σχέση συγγραφέα-αναγνώστη είναι ασύμμετρη και η μεταξύ τους απόσταση σημαντική, εκτυλίσσονται συμβάντα λόγου όπως η αίτηση ή το βιογραφικό σημείωμα. Εδώ η κοινωνική συμβατικοποίηση (θεσμοποιημένη έκφραση μιας ανάγκης) αντανακλά στη γλωσσική μορφοποίηση. Πρόκειται για τη λιγότερο "διαλογική" μορφή γραπτού διαλόγου.

4. Γραπτός μονόλογος

Είναι ο "αντίποδας" του προφορικού διαλόγου μέσα στο πεδίο του λόγου. Χαρακτηρίζεται από την απουσία συγκεκριμένου αναγνωστικού κοινού και την υψηλή συμβατικοποίηση. Ένα πλήθος από είδη λόγου περιλαμβάνει η μήτρα αυτή, που όλα τους προϋποθέτουν έναν ισχυρό συγγραφέα κι ένα απομακρυσμένο, σχεδόν άγνωστο στον συγγραφέα, κοινό. Μπορούμε να διακρίνουμε: α) ανώνυμα, υπηρεσιακά κείμενα (ντοκουμέντα, συμβόλαια, νόμοι, κανονισμοί κ.ά.) και β) επώνυμα, προσωπικά κείμενα (λογοτεχνία, δοκίμιο, κριτική, δημοσιογραφικά είδη κ.ά..). Τα πρώτα είναι κείμενα εξουσίας, μηδενικής διαλογικότητας και υψηλού γλωσσικού φορμαλισμού, ενώ τα δεύτερα είναι ελάχιστα "διαλογικά". Είναι και πάλι ανάγκη να σημειωθεί ότι ο γραπτός μονόλογος είναι το κυρίαρχο είδος γραπτού λόγου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου