Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Ιστορία της ελληνικής ενδυμασίας

Η υφαντική τέχνη

Η υφαντική τέχνη εμφανίζεται στο Αιγαίο -και μάλιστα σε αρκετά εξελιγμένη μορφή- κατά τη Nεολιθική εποχή. Η υφαντική τέχνη θεωρείται ότι ξεκίνησε από τα σκοινιά και τα δίχτυα, που οι προϊστορικοί άνθρωποι είχαν ήδη αρχίσει να κατασκευάζουν για να τα χρησιμοποιήσουν στο κυνήγι και το ψάρεμα.

Η πρώτη υφαντική ίνα ήταν το λινάρι και αργότερα το μαλλί. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι μόνο έμμεσες και προέρχονται κυρίως από διάφορα εργαλεία ύφανσης που έχουν βρεθεί σε νεολιθικές θέσεις. Ανάμεσα σ΄αυτά διακρίνονται πήλινα σφοντύλια για το γνέσιμο του μαλλιού, οστέινες βελόνες για το ράψιμο των ρούχων, ενώ τα υφαντικά βαρίδια μαρτυρούν ότι ο τύπος του όρθιου αργαλειού βρισκόταν ήδη σε χρήση.

Παραδοσιακή φορεσιά

Η κατασκευή των υλικών της παραδοσιακής φορεσιάς, η υφαντή ή τεχνητή διακόσμηση και τα κοσμήματα της διατηρούν με προσήλωση τα παραδοσιακά στοιχεία καθώς αυτά εκφράζουν την αισθητική και τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις ενός κοινωνικού συνόλου στη διάρκεια της ζωής του Εθνους. Tα στοιχεία που την αποτελούν έχουν όμως, τις καταβολές τους στην αρχαιότητα, προσαρμόζοντας εγχώρια ή ξένα σύγχρονα στοιχεία τα οποία μορφοποιούν την τελική παρουσίασή της

Τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων

Τα ρούχα των αρχαίων Ελλήνων ράβονταν και φοριόνταν πολύ εύκολα. Συνήθως ήταν ένα τετράγωνο κομμάτι υφάσματος που δε χρειαζόταν ιδιαίτερη δουλειά για να φτιαχτεί. Το πιο συνηθισμένο ένδυμα που φορούσαν τόσο οι γυναίκες, όσο και οι άνδρες έμοιαζε με μακριά πουκαμίσα και λεγόταν πέπλος ή χιτώνας. Πάνω απ’ αυτό φορούσαν ένα μανδύα που λεγόταν ιμάτιο.

Το ιμάτιο ήταν ένα τετράγωνο ύφασμα, συνήθως μάλλινο, το οποίο έφεραν οι άνδρες κατάσαρκα και ενίοτε πάνω από τον χιτώνα, οι δε γυναίκες πάντοτε σχεδόν ως πανωφόρι, πάνω από τον χιτώνα ή τον πέπλο. Εισαχθέν κατά τον Ζ’ π.χ. αιώνα από την Ιωνία, το ιμάτιο θεωρείται ανατολικής προέλευσης.

Μέχρι τα μέσα του ΣΤ’ π.χ. αιώνα ρίπτονταν επί του αριστερού ώμου λοξά από μπροστά προς τα πίσω, κάλυπτε δε την ράχη, πλην του δεξιού ώμου, διέρχονταν κάτω από την δεξιά μασχάλη και η άκρη αυτού κρατιόταν με το αριστερό χέρι ή και αυτή έπεφτε πάνω στον αριστερό ώμο.

  Ενίοτε όμως, ιδίως από τις γυναίκες, περνώντας το ιμάτιο κάτω από τη δεξιά μασχάλη ρίχνονταν πάνω από τον δεξί ώμο, αφήνοντας ακάλυπτο το μπροστινό μέρος του σώματος. Και στις δύο περιπτώσεις αυτός ο τρόπος ενδύσεως λέγονταν «επιδέξια αναβάλλεσθαι».

Από δεξιά προς τα αριστερά έφεραν συνήθως το ιμάτιο οι βάρβαροι και οι δούλοι.

Από τα μέσα του Ε’ π.χ. αιώνα, το ιμάτιο καθίσταται από τις γυναίκες στενότερο, φοριόνταν κατά τον ίδιο τρόπο αλλά από τον αριστερό ώμο, ενώνονταν το μέσον αυτού με την πρώτη άκρη με πόρπες, το υπόλοιπο τυλίγονταν γύρω από τον βραχίονα και σχημάτιζε κομψότατες πτυχές. Στην αρχή ο τρόπος αυτός επικρατούσε στην ανατολική Ελλάδα (ευρήματα Δορυλαίου, Κλαζομενών, Δήλου κ.ά.).

Στην κυρίως Ελλάδα εισήχθη αργότερα, χωρίς να λάβει μεγάλη διάδοση και εξαφανίσθηκε πριν από τους Περσικούς. Παρεμφερής με το ιμάτιο ήταν ο πέπλος. Οι πτυχές και των δύο αυτών ενδυμάτων, κατ’ άλλους, σχηματίζονταν μέσω του σιδερώματος ή του ραψίματος, όπως οι σύγχρονοι πλισέδες.

Από τις αρχές του Δ’ αιώνα π.χ. ιμάτιο φέρουν μερικές φορές και έφηβοι. Οι δε άνδρες, και από προηγούμενους χρόνους, συνηθίζουν να καλύπτουν και τους δύο ώμους με το ιμάτιο και κρατούν τις δύο άκρες με το αριστερό χέρι. Έτσι η δεξιά πλευρά, που πριν ήταν ελεύθερη, τώρα καλύπτεται και ο τρόπος αυτός καλούνταν «εντός την χείραν έχειν».

Σε μεταγενέστερες εποχές έχοντας επικρατήσει ποικίλοι τρόποι, ιδίως από τις γυναίκες, καλύπτονταν μερικές φορές το κεφάλι με το ιμάτιο, άλλοτε αυτό έφθανε μέχρι το έδαφος αρχίζοντας από το λαιμό ή τέλος φέρονταν υπό τις καθισμένες γυναίκες από τη μέση προς τα κάτω, αφήνοντας ελεύθερο το πάνω μέρος του σώματος.

Η διακόσμηση του ιματίου στην αρχή ήταν απλούστατη, μονόχρωμη με απλό κέντημα στις άκρες. Από την ελληνιστική όμως εποχή αυτό κατέστη πολυτελέστατο (πορφυρό, χρυσοποίκιλτο).

Το ελληνικό ιμάτιο σε ευρύτερη κλίματα χρησιμοποιήθηκε στην Ετρουρία, στην Ρώμη που μόλις τον Α’ π.χ. αιώνα κατέστη ισότιμο με την Ρωμαϊκή αμφίεση. Το ιμάτιο που είχε εισαχθεί στην Ρώμη από τον Γ’ αιώνα π.χ. περιφρονούνταν και οι πολίτες που έφεραν αυτό καλούνταν graeci palliati.

Ο Σκηπίων ο Αφρικανός, ο Ραβίριος, ο Ουέρρης κ.ά. κατηγορήθηκαν δημόσια ότι έφεραν το ελληνικό ιμάτιο. Πέπλος κατά τους αρχαίους χρόνους καλούνταν το περίβλημα ή επίβλημα, το οποίο διέφερε από τη χλαμύδα ως ευρύτερο και από το ιμάτιο ως μεγαλύτερο, ωραιότερο και πολυτελές.

Κατά τους ομηρικούς χρόνους ήταν γυναικείο ένδυμα, ύφασμα πολύπτυχο, πολυτελές μάλλινο έγχρωμο, πλατύ, αχειρίδωτο, άφηνε τους βραχίονες γυμνούς, συγκρατούνταν από τους ώμους με πόρπες και έφθανε μπροστά μέχρι την βάση των ποδιών και το πίσω μέρος σέρνονταν στο έδαφος. Τέτοιον πέπλο έφεραν οι Τρωάδες «ελκεσίπεπλοι» (Ομ. Ιλ. Ζ 442) και η Ελένη «τανύπεπλος» (Ομ. Οδ. δ 305).

Κατά τον Όμηρο αναγράφεται ο πέπλος ως «ποικίλος» που ήταν κεντητός (Ιλ. Ε 735), «παμποίκιλος», ολοκέντητος (Ιλ. Ζ 289), αναφέρονται πολλά επίθετα όπως: «κυανόπελος», «κροκόπεπλος» κ.λπ. Από τα έργα τέχνης αλλά και από τις γραπτές πηγές αρχαίων ποιητών και συγγραφέων φαίνεται πως ο πέπλος φορεμένος συγκρατούνταν από πόρπες.

Φορούνταν όμως και άνευ πόρπων ή πόρπης από την ανοιχτή πλευρά, ο οποίος συγκρατούνταν με ζώνη απ’ τα πλευρά, από όπου και τα επίθετα του Ομήρου «βαθύζωνος» (Ιλ. Ι 594, Οδυσ. Γ 154 κ.ά.), «εύζωνος» (Ζ 467 κ.ά.) ενώ στο στήθος το ύφασμα προσέπεφτε διπλό ως «απόπτυγμα». Με τον πέπλο κάλυπταν πολλές φορές όχι μόνο το σώμα αλλά και το κεφάλι. Τέτοιον πέπλο έφεραν συνήθως κατά τις κηδείες.

Επίσης και κατά τους γάμους, όταν η νύφη ενδεδυμένη με λαμπρό πέπλο παραδίδονταν στον σύζυγο στην πόρτα του νυφικού θαλάμου. Με αυτό καλυμμένη περιγράφεται από τον Όμηρο η «κροκόπεπλος Ηώς» (Ιλ. Θ 1, Ψ 227) και από τον Ευριπίδη η «μελάμπεπλος Νυξ» (Ίων. 1150).

Κατά τους ιστορικούς χρόνος ο πέπλος ήταν το κυρίως ελληνικό ένδυμα, όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών, είδος μανδύα, με τον οποίο ήταν δυνατό να καλυφθεί όλο το σώμα και το κεφάλι και το πρόσωπο και τα χέρια. Στους πέπλους υφαίνονταν ποικίλες και θαυμαστές παραστάσεις αλλά η αρχή της τέχνης αυτής της υφάνσεως ήταν ανατολική (Ευριπ. Ίων. 1159).

Οι άριστα βαμμένοι και κεντημένοι πέπλοι κομίζονταν από την Τύρο και τη Σιδώνα (Ιλιάδ. Ζ 289). Πολλές περιγραφές πέπλων έχουμε από τους ποιητές όπως ο Ευριπίδης (π.χ. Ίων 1141) όπου περιγράφεται πέπλος έχοντας υφασμένα τον ήλιο, τη σελήνη, τους αστέρες.

Μεταξύ διαφόρων άλλων περιέχονταν άγρια θηρία και άλλες ποικίλες παραστάσεις που ανήκαν στον εν Δελφοίς ναό του Απόλλωνος και χρησίμευε ως μεγαλοπρεπή σκηνή, στην οποία γίνονταν εστιάσεις. Πέπλους δεν είχαν μόνον οι πλούσιοι ιδιώτες (Ομ. Οδυς. Σ. 104) αλλά και οι ναοί, τους οποίους προσέφεραν λατρευτές (Ιλ. Ζ 274). Τον πέπλο τον διατήρησαν οι Δωριείς μέχρι τον 5ο αιώνα, ο οποίος διατηρήθηκε και από τους Ρωμαίους, ενώ οι Ίωνες σιγά σιγά τον αντικατέστησαν με τον λινό χιτώνα.

Χρώματα

Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική, που δεν έμοιαζε καθόλου με μια μονότονη πομπή λευκών μορφών. Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο.

Στους άντρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες. Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή. Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα.

Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια.

Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος. Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο.

Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη.

Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους. Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ' το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ' τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας.

Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ' την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη Βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί τον Πλάτωνα ή τον Δημοσθένη να διασχίζει την Αγορά με κάλυμμα στο κεφάλι.

Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες. Η κυνή ήταν ένα κάλυμμα χωρίς γύρους, δηλαδή ένας απλός στρογγυλός σκούφος, από δέρμα σκυλιού.

Κόμη

Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ., είχανε μακριούς Βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ' τους κομψευόμενους νέους, Βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα.

Υποδήματα

Στα πόδια οι Έλληνες φορούσαν σανδάλια, που τα 'δεναν με δερμάτινους ιμάντες, αλλά υπήρχαν κι άλλοι τύποι υποδημάτων, όπως μπότες, άρβυλα και σκαρπίνια. Τα υποδήματα τα κατασκεύαζαν από δέρμα λευκό, μαύρο ή ερυθρό και συχνά ήταν πολύ κομψά, κυρίως αυτά που φορούσε ο Αθηναίος όταν πήγαινε επίσκεψη ή ήταν καλεσμένος σε τραπέζι.

Ακριβώς η υπόδηση ήταν το αντικείμενο όπου εκδηλωνόταν η φαντασία των κομψών Αθηναίων.

Μας είναι γνωστοί μερικοί τύποι υποδημάτων που συνδέονται με το όνομα ορισμένων προσώπων.

ΟΙ Αθηναίοι είχαν να λένε για τα "υποδήματα του Αλκιβιάδη", και για τα "άρβυλα του Ιπποκράτη".

Γενικά τα υποδήματα γίνονταν από δέρμα, αλλά κάποτε τα έφτιαχναν κι από πίλημα, όπως τα καλύμματα της κεφαλής. Μερικοί κομψευόμενοι στόλιζαν τα υποδήματά τους με χρυσό και ασήμι. Τα μαύρα υποδήματα τα στίλβωναν με σφουγγάρι.

Σχετικά με το στίλβωμα των υποδημάτων έφτασε ως εμάς το εξής διασκεδαστικό ανέκδοτο: ένας Αθηναίος συναντήθηκε στο δρόμο με έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ' αυτό έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο φίλος του περνάει οικονομικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωμένος να λουστρίζει μόνος του τα υποδήματά του, γιατί ένας δούλος δεν θα του τα λούστριζε ποτέ τόσο καλά.

Στο σπίτι οι Αθηναίοι πάντα γυρνούσαν ξυπόλητοι. Οι δρόμοι όμως είχαν τέτοιες βρωμιές, που ήταν απόλυτη ανάγκη να προφυλάγει κανένας τα πόδια του.

Άλλωστε αυτό ήταν και ζήτημα διάθεσης και συνήθειας. Οι ψημένοι άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόμους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υποδήματα ούτε το χειμώνα.

Η περιβολή των Αθηναίων συμπληρωνόταν με ένα δαχτυλίδι κι ένα ραβδί. Τα δαχτυλίδια με γλυφές χρησιμοποιούνταν και σαν κόσμημα και σαν σφραγίδα. Μερικοί φορούσαν μάλιστα πολλά δαχτυλίδια.

Το ραβδί ήταν ένα εξάρτημα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κομψότητας, για να εκφραστούμε έτσι, που ολοκλήρωνε την εμφάνιση του Αθηναίου. Ούτε περνούσε από το μυαλό ενός σεβαστού πολίτη να βγει στο δρόμο χωρίς ραβδί.

Έτσι ο Αθηναίος ήταν έτοιμος να βγει. Δεν του έμενε παρά το πρόγευμα. Το φαγητό τού έτρωγε πολύ λίγο χρόνο. Μερικά κομματάκια ψωμί βουτηγμένα σε κρασί, αυτό ήταν όλο κι όλο το πρωινό του φαγητό. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα ελαττώματά του, η λαιμαργία δεν περιλαμβανόταν σ' αυτά.

Ύστερα απ' αυτό το πρόγευμα, ο Αθηναίος έβγαινε στην πόλη.

Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι: αυτοί θα μετέφεραν τα ψώνια ή θα πήγαιναν κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιον φίλο. Αν δεν ήταν πολύ πλούσιος, τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έστω κι έναν δούλο, θα συμφωνούσε έναν αχθοφόρο στην αγορά, όπου πρώτα - πρώτα θα κατευθυνθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου