Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Πώς άλλαξε η αρχαία ελληνική γλώσσα

Ας ξαναθυμηθούμε την προφορά των αρχαίων ελληνικών

Για τις αλλαγές στην προφορά της αρχαίας ελληνικής που οδήγησαν στη σημερινή προφορά έχουμε ήδη μιλήσει. Θυμηθείτε τί λέγαμε για τα γράμματα η, ι, υ, αλλά και τους συνδυασμούς γραμμάτων ει, οι, υι: όλα σήμερα προφέρονται [ί] αλλά στα αρχαία ελληνικά είχε το καθένα τη δική του προφορά, γι' αυτό άλλωστε υπήρχε και ξεχωριστό γράμμα ή συνδυασμός γραμμάτων. Αλλά γιατί γίνονται τέτοιες αλλαγές; Τα διαφορετικά φωνήματα χρησιμοποιούνται, όπως λέγαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, για να φτιάχνουμε διαφορετικές λέξεις, με διαφορετική σημασία, π.χ. φόρος/πόρος, χέρι/ταίρι. Όταν σε μια γλώσσα υπάρχουν πολλά φωνήματα (δηλαδή φθόγγοι που χρησιμοποιούνται για να σχηματιστούν λέξεις με διαφορετικές σημασίες) τα οποία από αρθρωτική άποψη είναι συγγενικά, δηλαδή αρθρώνονται στη στοματική κοιλότητα με παρόμοιο τρόπο (δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους), τότε μπορεί να συμπέσουν. Τέτοιοι συγγενικοί φθόγγοι ήταν το η (που προφερόταν [ee], ήταν δηλαδή μακρό), το ει (που προφερόταν και αυτό [ee], αλλά με πιο κλειστό στόμα, απ' ό,τι το η), το ι. Αυτό πιθανότατα οδήγησε στο να συμπέσουν: να καταλήξουν να προφέρονται όλα [ί].

Τί ρόλο παίζει στη γλωσσική αλλαγή η γεωγραφική εξάπλωση της χρήσης μιας γλώσσας;

Στη γλωσσική αλλαγή παίζει σημαντικό ρόλο και ένας άλλος παράγοντας. Η εξάπλωση της χρήσης μιας γλώσσας σε έναν πολύ ευρύ γεωγραφικό χώρο και σε αλλόγλωσσους ομιλητές. Όπως έχουμε ήδη πει, η αττική διάλεκτος (δηλαδή η διάλεκτος της σημαντικότερης πόλης-κράτους της αρχαίας Ελλάδας, της Αθήνας) υιοθετήθηκε από τους μακεδόνες βασιλιάδες και μεταφέρθηκε με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, μέχρι τις Ινδίες. Έτσι, γεννήθηκε για πρώτη φορά, με βάση την αττική διάλεκτο, μια κοινή ελληνική γλώσσα, αυτή που και οι ίδιοι οι αρχαίοι ονόμαζαν «κοινή».

Κοινή, γεωγραφική εξάπλωση, αλλόγλωσσοι

Η γεωγραφική εξάπλωση με την οποία συνδέεται η δημιουργία της κοινής σημαίνει, βέβαια, ότι τα ελληνικά αρχίζουν να τα μιλούν, είτε ως δίγλωσσοι   ομιλητές είτε και χάνοντας τελικά τη μητρική τους γλώσσα (βλ. προηγούμενο κεφάλαιο), μεγάλοι αριθμοί αλλόγλωσσων πληθυσμών: Αιγύπτιοι, Σύριοι, Άραβες, Εβραίοι και πολλοί άλλοι. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες έντονης γλωσσικής επαφής οι γλώσσες αλλάζουν - και αλλάζουν γρήγορα και σε μεγάλη έκταση.

Γεωγραφική απομόνωση: η ισλανδική και η ελληνική

Το αντίθετο συμβαίνει όταν μια γλώσσα είναι γεωγραφικά απομονωμένη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα σημερινά ισλανδικά. Η γλώσσα αυτή, συγγενική με τα δανικά, τα νορβηγικά, τα σουηδικά (τις σκανδιναβικές γλώσσες), μιλιέται από 250.000 ανθρώπους σε ένα απομονωμένο νησί του Βόρειου Ατλαντικού, την Ισλανδία. Ο μικρός αριθμός ομιλητών και η γεωγραφική απομόνωση εξηγούν γιατί η γλώσσα αυτή άλλαξε πολύ λίγο στα χίλια περίπου χρόνια από τότε που έχουμε γραπτά κείμενά της, ώστε να μπορούμε να παρακολουθούμε την εξέλιξή της.
Το ακριβώς αντίθετο με την ισλανδική χαρακτηρίζει την ιστορία της ελληνικής γλώσσας: απλώθηκε σε ένα τεράστιο γεωγραφικό εύρος και μιλήθηκε από αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Έτσι, άλλαξε γρήγορα και δραστικά. Δεν αποκλείεται η αλλαγή που οδήγησε τους συγγενικούς, αρθρωτικά, φθόγγους η (μακρό [e]), ει (= αρχικά [ei] και αργότερα «κλειστό» μακρό [e]), οι (= αρχικά [oi] και μετά [ü] όπως στο γαλλικό lune 'φεγγάρι', που προφέρεται [lün]) και υ (= [u] ή [ü]) να συμπέσουν και να γίνουν όλοι [ί], όπως στα νέα ελληνικά, να υποβοηθήθηκε και να επιταχύνθηκε από τη συνάντηση της ελληνικής με άλλες γλώσσες που δεν είχαν τέτοιες διακρίσεις και έτσι οι ομιλητές τους δυσκολεύονταν να τις μάθουν. Από τους ίδιους τους αρχαίους μαθαίνουμε ότι κάποιοι ξένοι που μιλούσαν τα ελληνικά «κόνταιναν» τα μακρά φωνήεντα. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δυσκολεύονταν να μάθουν τη διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, γιατί δεν την είχαν στη δική τους γλώσσα.

Οι δυσκολίες στην εκμάθηση των αγγλικών

Αυτό δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Μία από τις δυσκολίες που έχει σήμερα ένας Έλληνας που μαθαίνει αγγλικά είναι να κατακτήσει, στην προφορά, τη διάκριση μακρών και βραχέων στη γλώσσα αυτή. Έτσι, οι δύο λέξεις shit 'κακά' και sheet 'σεντόνι' διαφέρουν κατά το ότι στη δεύτερη λέξη το [ί] είναι μακρό, προφέρεται [shiit]. Αν προφερθούν και οι δύο λέξεις με βραχύ [ί], όπως έχει την τάση να κάνει ο σημερινός Έλληνας, γιατί η γλώσσα του δεν έχει σήμερα τη διάκριση μακρού/βραχέος φωνήεντος, τότε το αποτέλεσμα είναι μια αρκετά επικίνδυνη και αστεία σύγχυση.

Οι γλώσσες αλλάζουν λοιπόν

Οι γλώσσες αλλάζουν λοιπόν μέσα στα χρόνια, με διαφορετικούς ρυθμούς και σε συνάρτηση με εξωτερικές, ιστορικές συγκυρίες. Έτσι, άλλαξε η προφορά (και όχι μόνο, όπως θα δούμε σε λίγο) της αρχαίας ελληνικής. Στην αλλαγή αυτή σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο η τεράστια γεωγραφική εξάπλωση της ελληνικής, της κοινής, και η συνάντησή της με αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Οι πληθυσμοί αυτοί την έμαθαν, γιατί είχε ιδιαίτερο γόητρο ως γλώσσα των κυριάρχων, και τη μίλησαν είτε ως δεύτερη γλώσσα είτε ως μητρική τους (στις περιπτώσεις που οι ομιλητές εγκατέλειψαν τη μητρική τους γλώσσα και έγιναν ελληνόφωνοι).
Ας δούμε τώρα μερικές από τις συνέπειες της αλλαγής στην προφορά των αρχαίων ελληνικών. Δείτε τους παρακάτω τύπους του ρήματος λύω 'λύνω':



Οριστική


 Υποτακτική


β' πρόσ. 'ενικού:


λύεις 'λύνεις'


  λύῃς 'να λύνεις'


γ' πρόσ. ενικού:


λύει 'λύνει'


λύῃ 'να λύνει'

Από τη στιγμή που τα ει και καταλήγουν να προφέρονται και τα δύο [i], χάνεται η διάκριση οριστικής και υποτακτικής. Αλλά τη διάκριση αυτή η γλώσσα τη χρειάζεται. Με την οριστική μιλάμε για πράγματα που θεωρούμε ότι ισχύουν ή συμβαίνουν (π.χ. σήμερα βρέχει)· με την υποτακτική μιλάμε για πράγματα πιθανά, δυνατά, μέσα στις προθέσεις μας (π.χ. θέλω να φύγω). Από τη στιγμή που η σύμπτωση στην προφορά ταυτίζει το ει της οριστικής με το της υποτακτικής, ανοίγει, αναγκαστικά, ο δρόμος για μια άλλη έκφραση των διακρίσεων αυτών, αυτή που στα νέα ελληνικά δηλώνεται με το να + ρήμα, ας + ρήμα αλλά και με άλλους, περιφραστικούς, τρόπους.

Οι αλλαγές της κοινής

Ας δούμε τώρα και κάποιες άλλες σημαντικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν την κοινή, τη μορφή δηλαδή που παίρνει η ελληνική γλώσσα καθώς, κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες π.Χ., «ταξιδεύει» σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, για να γίνει η «διεθνής» γλώσσα, τα «αγγλικά» της εποχής. Οι αλλαγές που θα συζητήσουμε θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τους μηχανισμούς με τους οποίους αλλάζουν οι γλώσσες.

Μια παρένθεση για την εκμάθηση της γλώσσας από το παιδί

Θυμάστε που λέγαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο ότι το μικρό παιδί που μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα στα πρώτα χρόνια της ζωής του (πριν πάει ακόμα σχολείο) έχει την τάση να εξομαλύνει τη γλώσσα. Πολύ συχνά π.χ. ακούει κανείς τα πολύ μικρά παιδιά να λένε έθελα αντί ήθελα. Γιατί το κάνουν αυτό; Το κάνουν γιατί έχουν «κατακτήσει», έχουν μάθει, τον κανόνα που λέει ότι η αύξηση έχει τη μορφή ε-. Έτσι, με βάση τον κανόνα αυτό (π.χ. παίζ-ω, έ-παιζ-α), εξομαλύνουν τον ανώμαλο παρατατικό του θέλω, δηλαδή ήθελα, σε έθελα. Ο κανόνας γενικεύεται - δεν έχει «ανώμαλες» εξαιρέσεις. Αυτή η παιδική παρέμβαση στη γλώσσα δεν είναι τυχαία: επιχειρεί να γενικεύσει έναν κανόνα για να διευκολύνει τη διαδικασία της εκμάθησης της γλώσσας. Πιο εύκολα μαθαίνει κανείς έναν κανόνα χωρίς εξαιρέσεις απ' ό,τι έναν κανόνα που έχει εξαιρέσεις. Όταν υπάρχουν εξαιρέσεις, αυτές πρέπει να τις μαθαίνει και να τις απομνημονεύει ξεχωριστά. Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε χρησιμοποιώντας την εμπειρία σας από την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Στα αγγλικά λ.χ. ο αόριστος σχηματίζεται με την προσθήκη της κατάληξης -ed:


answer 'απαντώ'


answer-ed 'απάντησα'


tremble 'τρέμω'


trembl-ed 'έτρεμα'

Αυτό μαθαίνεται εύκολα. Υπάρχουν όμως πολλές εξαιρέσεις και αυτές πρέπει να τις μάθουμε ξεχωριστά, μία μία, και να τις θυμόμαστε.


go 'πηγαίνω'


went 'πήγα'


bring 'φέρνω'


brought 'έφερα'


take 'παίρνω'


took 'πήρα'

Δεν είναι παράξενο λοιπόν που και το μικρό εγγλεζάκι σε κάποια φάση της εκμάθησης της μητρικής του γλώσσας, πολύ πριν πάει σχολείο, λέει goed αντί went, bringed αντί brought και taked αντί took, με τον ίδιο τρόπο, και για τους ίδιους λόγους, που το μικρό ελληνόπουλο λέει άθελα αντί ήθελα.

Τί δείχνουν αυτά τα παιδικά λάθη;

Αυτά τα παιδικά λάθη δείχνουν τους δρόμους που ακολουθεί η γλωσσική αλλαγή. Ένας από αυτούς είναι η διευκόλυνση της εκμάθησης της μητρικής γλώσσας από το μικρό παιδί. Αυτό τον σκοπό υπηρετεί η εξομάλυνση. Τα λάθη αυτά βέβαια διορθώνονται από τους μεγάλους, και αργότερα από το σχολείο. Αλλά κάποια από αυτά κάποτε επιζούν, ιδίως όταν (και αυτό συνέβαινε παλιότερα) οι διορθωτικοί μηχανισμοί (π.χ. το σχολείο) δεν υπάρχουν ή είναι αδύναμοι. Επιπλέον, αυτή η τάση για εξομάλυνση μπορεί να αποκτήσει ιδιαίτερη δυναμική και να επιβληθεί αλλάζοντας τη γλώσσα σε συνθήκες εξάπλωσης, όταν δηλαδή (και αυτό συνέβη με την ελληνική στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου και μετά) η γλώσσα αυτή μαθαίνεται από αλλόγλωσσους (γιατί την έχουν ανάγκη). Η διαδικασία αυτή (που γινόταν χωρίς σχολεία και φροντιστήρια όπως σήμερα, αλλά με την καθημερινή επαφή, όπως περίπου μαθαίνουν τα ελληνικά οι περισσότεροι οικονομικοί μετανάστες στις μέρες μας) ενίσχυε τις τάσεις εξομάλυνσης για τις οποίες μιλήσαμε πιο πριν. Και αυτό γιατί η εξομάλυνση έκανε την εκμάθηση της ξένης γλώσσας, όπως και στην περίπτωση των μικρών παιδιών που είδαμε νωρίτερα, πιο εύκολη.
Έτσι λοιπόν γίνονται την εποχή αυτή και για τους λόγους που συζητήσαμε μια σειρά από αλλαγές που χαρακτηρίζονται από αυτή την τάση για εξομάλυνση.

Άλλες αλλαγές

Χάνεται ο αναδιπλασιασμός

Όπως θα θυμάστε, στα αρχαία ελληνικά ο παρατατικός και ο αόριστος σχηματίζονται με αυτό που ονομάζεται αύξηση, το φωνήεν ε- που μπαίνει πριν από το θέμα: λύω, ἔλυον, ἔλυσα. Η αύξηση, αυτό το ε-, είναι όπως λέγαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο το «απομεινάρι» ενός χρονικού επιρρήματος που σήμαινε 'πριν'. Ο παρακείμενος δεν σχηματιζόταν με αύξηση αλλά με αναδιπλασιασμό: επανάληψη του αρχικού συμφώνου του ρήματος μαζί με ένα ε:
λέ-λυ-κα 'έχω λύσει'
Στην εποχή της κοινής βλέπουμε την αύξηση να επεκτείνεται και στον παρακείμενο και να αντικαθιστά τον αναδιπλασιασμό: ἔλυκα αντί λέ-λυκα, ἐπλήρωκα αντί πεπλήρωκα. Η επέκταση της αύξησης και στον παρακείμενο (η γενίκευση της χρήσης της) είναι μια διαδικασία εξομάλυνσης που κάνει απλούστερη τη μορφολογία του ρηματικού συστήματος, δηλαδή των μορφών με τις οποίες αυτό εμφανίζεται. Και απλούστερη μορφολογία σημαίνει ευκολότερη εκμάθηση.

Χάνονται τα ρήματα σε -μι

Θα θυμάστε ίσως ότι στα αρχαία ελληνικά υπήρχε μια κατηγορία ρημάτων (ο τεχνικός όρος είναι «συζυγία») που «τελείωναν» σε -μι: ὂμνυ-μι 'ορκίζομαι', δίδωμι 'δίνω' και άλλα πολλά. Τα πιο συχνά όμως ρήματα (η πιο μεγάλη κατηγορία ρημάτων) είναι αυτά που «τελειώνουν» σε -ω: λύ-ω, γράφ-ω, κρίν-ω κλπ. Στην εποχή της κοινής η κατάληξη της πιο μεγάλης ρηματικής «συζυγίας» επεκτείνεται και στη «συζυγία» των ρημάτων σε -μι. Έτσι το ὂμνυ-μι γίνεται ὀμνύω, το δίδωμι γίνεται δίδω κλπ. Χάνεται λοιπόν η «συζυγία» των ρημάτων σε -μι. Και εδώ συμβαίνει το ίδιο όπως και στο προηγούμενο φαινόμενο που συζητήσαμε: η επέκταση της κατάληξης «εις βάρος» της κατάληξης -μι κάνει απλούστερη (εξομαλύνει) τη ρηματική μορφολογία και άρα ευκολύτερη την εκμάθησή της.

Και τώρα τα ουσιαστικά: πώς ο γέρων έγινε γέρος

Ανάλογες εξομαλύνσεις εμφανίζονται και στην κλίση των ουσιαστικών. Στα αρχαία ελληνικά, όπως και στα νέα ελληνικά, υπήρχε μια μεγάλη κατηγορία (κλίση) αρσενικών ουσιαστικών σε -ος: ἂνθρωπ-ος, ἱατρ-ός, γεωργ-ός κλπ. Υπήρχαν όμως και άλλα αρσενικά ουσιαστικά που ανήκαν σε άλλη κλίση. Δείτε λ.χ. το ουσιαστικό γέρων 'γέρος'.


Ονομ.


γέρων


Γεν.


γέροντος


Δοτ.


γέροντι

Με τον ίδιο τρόπο κλινόταν και το ουσιαστικό Χάρων 'Χάρος':

Ονομ.


Χάρων


Γεν.


Χάροντος


Δοτ.


Χάροντι

Στην κοινή αυτή η μορφή κλίσης σιγά σιγά εγκαταλείπεται και τα ουσιαστικά που την αποτελούν εξομοιώνονται, δηλαδή εξομαλύνονται, με τη μεγάλη κατηγορία των αρσενικών ουσιαστικών σε -ος. Έτσι, ο γέρων γίνεται γέρος και ο Χάρων γίνεται Χάρος, όπως στα σημερινά ελληνικά.
Συμβαίνουν όμως και άλλες εξομαλύνσεις. Ο συγκριτικός του επιθέτου ταχύς ήταν θάσσων στα αρχαία ελληνικά. Και ήταν «ανώμαλος», επειδή δεν εμφάνιζε τη μορφή -τερος. Αυτή η ανωμαλία εξομαλύνεται και έτσι δημιουργείται ο τύπος ταχύτερος.
 

Όλα όσα «τελειώνουν» σε -ος να είναι αρσενικά!

Πέρα από τη μεγάλη κατηγορία αρσενικών ουσιαστικών σε -ος υπήρχε και μια μικρή ομάδα θηλυκών ουσιαστικών σε -ος: ἡ κυπάρισσ-ος 'το κυπαρίσσι', ἡ πλίνθ-ος 'το τούβλο, η βάση', ἡ γύψ-ος. Τέτοιου είδους ουσιαστικά στα χρόνια της κοινής αρχίζουν να εμφανίζονται ως αρσενικά: ὁ κυπάρισσος, ὁ πλίνθος, ὁ γύψος (όπως σήμερα). Και εδώ πάλι έχουμε μια διαδικασία εξομάλυνσης: τα λίγα ουσιαστικά σε -ος που δεν είναι αρσενικά γίνονται αρσενικά και εξομοιώνονται με τη μεγάλη κατηγορία ουσιαστικών σε -ος που είναι πια πάντα αρσενικά, χωρίς να υπάρχουν εξαιρέσεις.

Και άλλες περιπτώσεις εξομάλυνσης

Ας δούμε μερικές ακόμα περιπτώσεις εξομάλυνσης στον χώρο των ουσιαστικών. Ας δούμε τα δύο θηλυκά ουσιαστικά γυνή 'γυναίκα' και ἑστία και την κλίση τους στον ενικό:

Ονομ.


γυνή


ἑστία


Γεν.


γυναικός


ἑστίας


Δοτ.


γυναικί


ἑστίᾳ


Αιτ.


γυναῖκα


ἑστίαν

Η κατηγορία θηλυκών ουσιαστικών που εκπροσωπείται από το ουσιαστικό ἑστία είχε ένα μεγάλο «πληθυσμό» στα αρχαία ελληνικά: ἀξία, αἰτία, πολιτεία, οἰκονομία κλπ. Στα χρόνια της κοινής ουσιαστικά όπως το γυνή (τα οποία ονομάζουμε «αθέματα», όπως λέγαμε στο έβδομο κεφάλαιο) αρχίζουν να εμφανίζουν την τάση σύμπτωσης, ως προς την κλίση τους, με αυτή τη μεγάλη κατηγορία θηλυκών ουσιαστικών. Και αυτό φαίνεται από την τάση να προστίθεται στην αιτιατική της λέξης γυνή ένα -ν: γυναῖκαν, που δεν ανήκει στην κλίση της λέξης αυτής αλλά οφείλεται στην επίδραση της κλίσης ουσιαστικών όπως ἑστία, ἀξία, που έχουν -ν στην αιτιατική τους. Έτσι λοιπόν ταυτίζεται η αιτιατική (ἑστίαν, γυναῖκαν) των δύο αρχικά ξεχωριστών κατηγοριών ουσιαστικών. Συνέπεια αυτής της ταύτισης ήταν η ταύτιση και της ονομαστικής: η γυνή αργότερα θα γίνει γυναίκα (όπως στα σημερινά ελληνικά) και έτσι η κλίση των δύο κατηγοριών θα συμπέσει. Με ανάλογο τρόπο η κλίση του ουσιαστικού μήτηρ,

Ονομ.


μήτηρ


Γεν.


μητρός


Δοτ.


μητρί


Αιτ.


μητέρα

θα συμπέσει με την κλίση ουσιαστικών του τύπου ἑστία. Και η πρώτη ένδειξη της έλξης που ασκεί η κλίση αυτή θα είναι, και πάλι, η εμφάνιση ενός στην αιτιατική (μητέραν αντί μητέρα). Αργότερα αυτό θα οδηγήσει στην πλήρη ταύτιση των δύο κλίσεων με τη δημιουργία της ονομαστικής μητέρα.
Ανάλογες εξομαλύνσεις γίνονται και στα αρσενικά ουσιαστικά. Η μεγάλη κατηγορία των αρσενικών ουσιαστικών σε -ας (νεανί-ας, ταμίας, κ.ά.) θα επηρεάσει, όπως έγινε και στην περίπτωση των ουσιαστικών σε -ος, που είδαμε νωρίτερα, την κλίση «αθεμάτων» ουσιαστικών:



θεματικα


  αθεματα




Ονομ.


ταμίας


ἀνήρ


πατήρ




Γεν.


ταμίου


ἀνδρός


πατρός




Δοτ.


ταμίᾳ


ἀνδρί


πατρί




Αιτ.


ταμίαν


ἂνδρα


πατέρα



Και εδώ το πρώτο δείγμα της «έλξης» που ασκεί η κατηγορία αρσενικών ουσιαστικών σε -ας θα είναι η εμφάνιση ενός -ν στην αιτιατική: ἂνδρα/ ἂνδραν, πατέρα/ πατέραν. Αυτό το -ν, που δεν ανήκει στην κλίση των ουσιαστικών ἀνήρ, πατήρ, οφείλεται στην επιρροή των ουσιαστικών σε -ας. Αργότερα η ταύτιση θα ολοκληρωθεί με τη δημιουργία των ονομαστικών άνδρας, πατέρας.

Κάποια συμπεράσματα

Τα φαινόμενα που συζητήσαμε ως τώρα δείχνουν καθαρά αυτό που ήδη επισημάναμε: ότι η κοινή δημιουργείται με μια σειρά αλλαγών που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την εξομάλυνση της μορφολογίας των ρημάτων και των ουσιαστικών. Και η εξομάλυνση αυτή κάνει απλούστερη τη δομή της ελληνικής γλώσσας. Και απλούστερη δομή, χωρίς πολλές και περίπλοκες μορφολογικές διακρίσεις (θυμηθείτε τα ρήματα σε -μι, την «ειδική» κλίση ουσιαστικών όπως πατήρ, γυνή, γέρων, χάρων κ.ά.), σημαίνει ευκολότερη εκμάθηση, τόσο από το μικρό παιδί όσο και από τον αλλόγλωσσο που μαθαίνει μια νέα γλώσσα. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλες αυτές αλλαγές στην ελληνική γλώσσα γίνονται σε μια εποχή που αυτή απλώνεται γεωγραφικά και μαθαίνεται από ξένους.

Υποχωρεί η δοτική

Ας δούμε ακόμα μερικές αλλαγές που, και αυτές, επιβεβαιώνουν όσα είπαμε αμέσως πριν. Στα χρόνια της κοινής αρχίζει να περιορίζεται η χρήση της δοτικής, για να εγκαταλειφθεί βαθμιαία και να αντικατασταθεί από περιφράσεις που χρησιμοποιούν προθέσεις: εἰς, μετά + αιτιατική ή γενική. Έτσι η έκφραση τῷ πατρί γίνεται εἰς τὸν πατέρα και στα νέα ελληνικά στον πατέρα.

Υποχωρεί η ευκτική

Η ευκτική, ως ξεχωριστή κλίση του ρήματος, αρχίζει επίσης να υποχωρεί. Και ένας από τους λόγους ήταν σίγουρα, όπως είδαμε πριν, η σύμπτωση των ει, η, οι σε [ί],

Ο μέλλοντας γίνεται περιφραστικός

Ο μέλλοντας αρχίζει να εκφράζεται περιφραστικά και όχι με μια ειδική μορφή του ρήματος. Στη θέση του λύω/λύσω (μέλλοντας) αρχίζουν να εμφανίζονται οι περιφράσεις ἒχω + απαρέμφατο, μέλλω + απαρέμφατο (π.χ. μέλλω λύσειν 'θα λύσω'). Αργότερα, στα μεσαιωνικά χρόνια (10ος αιώνας μ.Χ. και μετά) τον ρόλο του «δείκτη» της μελλοντικότητας θα αναλάβει το ρήμα θέλω, π.χ. θέλω γενέσθαι 'θα γίνω'.

Υποχωρεί το απαρέμφατο

Το απαρέμφατο θα αρχίσει επίσης να υποχωρεί και να αντικαθίσταται από το μόριο να (από το οποίο προέρχεται το νεοελληνικό να) + υποτακτική, ή από τον σύνδεσμο ὅτι + οριστική. Από το απαρέμφατο «κατάγονται» ουσιαστικά όπως φαΐ (από το φαγεῖν), φιλί (από το φιλεῖν) στα νέα ελληνικά.

Χάνεται ο δυϊκός αριθμός

Τέλος, θα χαθεί ο δυϊκός αριθμός, ως ειδικός τύπος του ουσιαστικού και του ρήματος.

Τί έγινε λοιπόν;

Στα παραδείγματα που μόλις είδαμε βλέπει κανείς τη γενικότερη τάση της κοινής για την απλούστευση της μορφολογίας (των μορφών που παίρνουν οι λέξεις ανάλογα με τους διάφορους «ρόλους» που παίζουν στην γλώσσα) να εκδηλώνεται μέσα από έναν άλλο δρόμο. Αν στα πρώτα φαινόμενα που εξετάσαμε η απλούστευση γίνεται με την εξομάλυνση της κλίσης (με τη δημιουργία δηλαδή λίγων και μεγάλων κατηγοριών κλίσης και την εξαφάνιση των μικρών και ειδικών περιπτώσεων), στα τελευταία φαινόμενα που είδαμε η απλούστευση γίνεται με την αντικατάσταση της μορφολογίας από τη σύνταξη, με τη χρήση δηλαδή περιφράσεων (π.χ. την αντικατάσταση της δοτικής από την περίφραση πρόθεση + αιτιατική ή γενική, την αντικατάσταση του «μονολεκτικού» μέλλοντα από τον περιφραστικό μέλλω ή ἒχω + απαρέμφατο). Αυτή η μετακίνηση από τη μορφολογία στη σύνταξη (από τη σύνθεση στην ανάλυση, όπως λέγαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο) συμβάλλει, και αυτή, στην ευκολότερη εκμάθηση της γλώσσας, καθώς ο συντακτικός τρόπος είναι περισσότερο διάφανος από τον «πυκνό» μορφολογικό τρόπο.

Για να συγκεφαλαιώσουμε

Στους τρεις αιώνες από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.) μέχρι τα χρόνια του Χριστού δημιουργείται, με βάση την αττική διάλεκτο, για πρώτη φορά μια κοινή ελληνική γλώσσα που μιλιέται σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Αυτή η τεράστια εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και η υιοθέτησή της από αλλόγλωσσους γεννά μια σειρά από μεγάλες αλλαγές που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την εξομάλυνση και απλούστευση της δομής της: απλούστερη μορφολογία, περισσότερη σύνταξη εκεί όπου παλιότερα χρησιμοποιούνταν κυρίως μορφολογικοί τρόποι για να εκφραστούν σημασίες.
Απλούστευση, εξομάλυνση, λιγότερη μορφολογία, περισσότερη σύνταξη: όλα αυτά σημαίνουν ευκολότερη εκμάθηση της γλώσσας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι μεγάλες αυτές αλλαγές γίνονται σε μια εποχή κατά την οποία μεγάλοι αριθμοί αλλόγλωσσων «υιοθετούν» την ελληνική. Σε αυτούς, και στις δικές τους ανάγκες εκμάθησης, πρέπει να οφείλεται σε σημαντικό ποσοστό η μορφή που παίρνει αυτή την εποχή η ελληνική γλώσσα, η κοινή. Και από την κοινή ξεκινά ουσιαστικά η νέα ελληνική γλώσσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου