Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ - Οι τελευταίοι Προσωκρατικοί: Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας και Δημόκριτος

Η οδός του συμβιβασμού: Εμπεδοκλής και Αναξαγόρας

Η προσωκρατική φιλοσοφία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τον 5ο αιώνα στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου. Ο Εμπεδοκλής προέρχεται από τον Ακράγαντα της Σικελίας, ο Αναξαγόρας από τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας, ο Φιλόλαος από τη Θήβα, ο Διογένης από την Απολλωνία του Εύξεινου Πόντου, ο Λεύκιππος από τη Μίλητο ή την Ελέα, ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα της Θράκης. Ο φιλόσοφος εξακολουθεί να δουλεύει μόνος του έχοντας κοντά του μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων μαθητών. Ακόμη δεν έχει συνειδητοποιηθεί η ανάγκη της ύπαρξης ενός κέντρου της ελληνικής φιλοσοφίας, όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένας ζωντανός διάλογος ανάμεσα στους φιλοσόφους. Ο πρώτος που αντιλαμβάνεται μια τέτοια ανάγκη είναι ο Αναξαγόρας, όταν αποφασίζει να αφήσει την πατρίδα του και να ενσωματωθεί στον στενό κύκλο των διανοουμένων που διατηρούσε ο Περικλής στην Αθήνα.

Ούτε η θεματολογία της φιλοσοφίας έχει αλλάξει. Ο φυσικός κόσμος και οι μηχανισμοί που τον διέπουν βρίσκεται πάντοτε στο επίκεντρο της προσοχής. Η ψυχή και η μεταθανάτια μοίρα της απασχολεί όσους έχουν επηρεαστεί από την πυθαγόρεια παράδοση. Τέλος, το πρόβλημα της γνώσης, η διάκριση αίσθησης και νόησης, είναι θέματα ιδιαίτερα επίκαιρα μετά τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη. Αν υπάρχει κάτι καινούργιο στους τελευταίους προσωκρατικούς φιλοσόφους είναι η κατάκτηση μιας κοινής φιλοσοφικής γλώσσας. Η διάδοση του γραπτού λόγου στον ελληνικό χώρο φαίνεται ότι συνετέλεσε και στη διάδοση κάθε είδους πληροφοριών και γνώσεων, ακόμη και των φιλοσοφικών πληροφοριών και γνώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σωκράτης στην Απολογία του αναφέρει ότι ο καθένας μπορούσε να προμηθευτεί στην αγορά της Αθήνας το βιβλίο του Αναξαγόρα (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 26d). Έτσι, αν και δεν υπάρχει άμεση επαφή ανάμεσα στους εκπροσώπους αυτής της γενιάς, τα προβλήματα που τους απασχολούν είναι κοινά και η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι ενιαία.

Σημείο εκκίνησης για τους τελευταίους Προσωκρατικούς είναι η πρόκληση του Παρμενίδη. Το δίλημμά τους θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: πώς να διατηρήσει κανείς την παρμενίδεια θέση ότι αυτό που υπάρχει (το «ον») είναι αμετάβλητο, χωρίς να αρνηθεί την πανταχού παρούσα φυσική μεταβολή; Υπάρχει τρόπος να ακολουθήσουμε το μάθημα του Παρμενίδη ότι δεν υπάρχει γέννηση και θάνατος των όντων, και ταυτοχρόνως να συνεχίσουμε να μελετούμε και να εξηγούμε τις φυσικές μεταβολές;

Ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας, οι πιο σημαντικοί φιλόσοφοι της περιόδου, θα απαντήσουν στον Παρμενίδη με πανομοιότυπο τρόπο. Οι δύο φιλόσοφοι ζουν την ίδια ακριβώς εποχή (περίπου από το 500 ως το 430 π.Χ.), αλλά είναι εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Εμπεδοκλής είναι επηρεασμένος από τον πυθαγόρειο μυστικισμό, ζει με τρόπο μυθιστορηματικό θεωρούμενος ως προφήτης από τους συμπατριώτες του, γράφει σε επικό και υποβλητικό ποιητικό λόγο δύο έργα, το Περί φύσεως και τους Καθαρμούς. Ο Αναξαγόρας από την άλλη μεριά είναι προάγγελος μιας νέας εποχής: συνδέεται με το δημοκρατικό κίνημα στην Αθήνα, διώκεται για τις διαφωτιστικές του απόψεις και εξορίζεται· κάποιοι τον ταυτίζουν με τους σοφιστές. Στο φιλοσοφικό ωστόσο επίπεδο υπάρχει μεταξύ τους συμφωνία.

Και οι δύο είναι πεπεισμένοι για το ότι δεν υπάρχει απόλυτη γέννηση και θάνατος. Τη θέση αυτή την εκφράζουν με απόλυτη βεβαιότητα, υιοθετώντας ακόμη και το λεξιλόγιο του Παρμενίδη:

Από όλα τα θνητά κανένα δεν γεννιέται ούτε χάνεται με τον επάρατο θάνατο. Υπάρχει μόνο ανάμειξη και ανταλλαγή των αναμεμειγμένων, και αυτό το ονομάζουν «γέννηση» οι άνθρωποι.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 8

Γιατί είναι αδύνατο να γεννηθεί κάτι από αυτό που δεν υπάρχει καθόλου, και είναι ακατόρθωτο και ανήκουστο να αφανίζεται αυτό που υπάρχει.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 12

Οι Έλληνες κάνουν λάθος για τη γέννηση και τη φθορά· γιατί κανένα πράγμα δεν γεννιέται ούτε χάνεται, αλλά συντίθεται από πράγματα που υπάρχουν, και μετά αποσυντίθεται. Συνεπώς, θα είχαν δίκιο αν αποκαλούσαν τη γέννηση μείξη και τη φθορά διαχωρισμό.

Αναξαγόρας, απόσπ.17

Η γέννηση και ο θάνατος εγκαταλείπονται, στη θέση τους όμως βλέπουμε να εμφανίζονται δύο καινούργιες φιλοσοφικές έννοιες: η ανάμειξη και ο διαχωρισμός. Τίποτε δεν μπορεί να γεννηθεί από κάτι που δεν υπάρχει (από το «μη ον» του Παρμενίδη) ούτε πάλι να αφανιστεί εντελώς. Γεννήσεις όμως και θανάτους βλέπουμε κάθε μέρα δίπλα μας. Τι συμβαίνει λοιπόν; Η απάντηση του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα είναι ότι στην πραγματικότητα προϋπάρχει πάντοτε κάποιο υλικό, το οποίο ανασυντίθεται με τέτοιο τρόπο ώστε η ανασύνθεση να εμφανίζεται στους αδαείς ως γέννηση και θάνατος. Για να μπορεί ωστόσο αυτό το προϋπάρχον υλικό να ανασυντίθεται, να αναμειγνύεται και να διαχωρίζεται, σημαίνει ότι δεν είναι κάτι το ενιαίο και μοναδικό αλλά αποτελεί ήδη μια πολλαπλότητα. Στον «μονισμό» των πρώτων Προσωκρατικών, στην αντίληψή τους ότι υπάρχει μια μοναδική πρωταρχική και αμετάβλητη αρχή των πάντων (το νερό του Θαλή, το άπειρο του Αναξίμανδρου, ο αέρας του Αναξιμένη), ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας αντιπαραθέτουν περισσότερες από μία αρχές.

Ο Εμπεδοκλής ισχυρίζεται ότι οι αρχές αυτές είναι τέσσερις: η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά. Τις τέσσερις αυτές αρχές ο ίδιος τις ονόμασε «ριζώματα», αργότερα όμως καθιερώθηκαν με την ονομασία «τα τέσσερα στοιχεία» και αποτέλεσαν μία από τις πιο γόνιμες ιδέες στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας. «Στοιχείο» σημαίνει ελάχιστη μονάδα, κάτι που δεν αναλύεται περισσότερο, και τέτοια ακριβώς είναι τα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή: υπήρχαν πάντοτε και θα υπάρχουν πάντοτε, έχουν τη δυνατότητα να αναμειγνύονται μεταξύ τους και να διαχωρίζονται προκαλώντας όλες τις μεταβολές που παρατηρούνται στη φύση, ακόμη και τις φαινομενικές γεννήσεις και τους θανάτους. Γέννηση ενός όντος είναι στην πραγματικότητα η ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων σε κάποια δεδομένη αναλογία και θάνατος είναι ο διαχωρισμός τους. Μοιάζουν με τα ελάχιστα βασικά χρώματα που χρησιμοποιεί ένας ζωγράφος, για να δημιουργήσει τις άπειρες αποχρώσεις και τις διαφορετικές μορφές ενός πίνακα (Εμπεδοκλής, απόσπ. 23).

Ο Αναξαγόρας από τη μεριά του μιλά και αυτός για πολλές αρχές, αλλά δεν τις προσδιορίζει αριθμητικά. Η θέση του είναι ότι όλα τα βασικά υλικά που παρατηρούμε στο περιβάλλον μας υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντοτε. Τα πάντα δημιουργούνται από αναμείξεις παλαιότερων υλικών, μεταβάλλονται από ανασυνθέσεις αυτών των υλικών και διαλύονται από τον διαχωρισμό τους. Κάθε σώμα λοιπόν αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μείγμα, που αποτελείται από πολλά μικροσκοπικά υλικά ποικίλης μορφής.

Όλα τα πράγματα ήταν μαζί, άπειρα και στο πλήθος και στο μικρό τους μέγεθος.

Αναξαγόρας, απόσπ.1

Στο κάθε πράγμα ενυπάρχει μέρος κάθε άλλου πράγματος.

Αναξαγόρας, απόσπ. 12

Η βασική λοιπόν ιδέα είναι κοινή στον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα. Η μεταβολή στη φύση υπάρχει, όπως υπάρχει και το αιώνιο και αμετάβλητο παρμενίδειο ον. Μόνο που αυτό το ον δεν είναι ένα αλλά περισσότερα, και η φυσική μεταβολή δεν είναι τίποτε άλλο από ανάμειξη και διαχωρισμός υλικών που προϋπάρχουν.

Η κινητήρια δύναμη της μεταβολής

Από τα πρώτα της βήματα η αρχαία ελληνική φιλοσοφία αντιμετώπισε τις κινήσεις και τις αλλαγές στη φύση ως κάτι δεδομένο. Η ίδια η ύπαρξη της φυσικής μεταβολής είναι αυτονόητη και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εξήγηση. Αυτό που χρειάζεται μελέτη και εξήγηση είναι ο τρόπος που συντελούνται οι φυσικές μεταβολές - θα πρέπει να ανακαλυφθούν οι μηχανισμοί που τις διέπουν. Η πύκνωση και η αραίωση του Αναξιμένη, η ανάμειξη και ο διαχωρισμός του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα είναι προσπάθειες να προσδιοριστούν τέτοιοι μηχανισμοί.

Θα μπορούσαν ωστόσο να τεθούν κάποια επιπλέον ερωτήματα. Υπάρχει άραγε κάποια κινητήρια δύναμη που ρυθμίζει τις αλλαγές στη φύση ή τα πάντα μεταβάλλονται από μόνα τους; Και ακόμη, αν όλα αλλάζουν στη φύση συνεχώς, υπάρχει κάποια σκοπιμότητα σε αυτές τις αλλαγές ή όλα γίνονται τυχαία; Τέλος, η φύση ως σύνολο διέπεται από αταξία ή από τάξη; Θα πρέπει βέβαια να διευκρινίσουμε ότι τα ερωτήματα αυτά είναι υποθετικά. Δεν τέθηκαν με αυτόν ακριβώς τον τρόπο από τους φιλοσόφους του 5ου αιώνα π.Χ., αλλά μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι βρίσκονται πίσω από τις προσπάθειες του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα να εισαγάγουν κοσμικές δυνάμεις στο φυσικό τους σύστημα.

Το στοιχείο που προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση στο βιβλίο του Αναξαγόρα ήταν η υποβλητική παρουσία μιας κοσμικής δύναμης, του Νου. Ο Σωκράτης στον πλατωνικό Φαίδωνα (97b-c) μας διηγείται πόσο εντυπωσιάστηκε όταν άκουσε για πρώτη φορά ότι ο Αναξαγόρας δίδασκε «ότι ο Νους είναι εκείνος που θέτει τα πάντα σε τάξη και είναι υπεύθυνος για όλα». Ελπίζοντας ότι θα βρει επιτέλους απάντηση στο ερώτημα που τον απασχολούσε από τα νεανικά του χρόνια, για ποια δηλαδή αιτία γίνονται όλα στη φύση, έσπευσε να διαβάσει το βιβλίο του Αναξαγόρα, αλλά, όπως λέει, γρήγορα απογοητεύθηκε. Αντί για τη ρυθμιστική επίδραση του Νου, είδε τον Αναξαγόρα να αναφέρει «ως αιτίες αέρες και αιθέρες και νερά και πολλά άλλα αλλόκοτα» (Φαίδων 98c).

Δυστυχώς το βιβλίο του Αναξαγόρα δεν διασώθηκε αυτούσιο. Αν κρίνουμε ωστόσο από τα αρκετά αποσπάσματα που διαθέτουμε, ίσως ο Σωκράτης να μην έχει τελικά άδικο. Ο Νους εισάγεται από τον Αναξαγόρα σαν μια δύναμη που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο και τον εξουσιάζει. Είναι «άπειρος και αυτοδύναμος, δεν αναμειγνύεται με κανένα πράγμα, αλλά μόνος αυτός βρίσκεται σε πλήρη αυτονομία. […] Γνωρίζει τα πάντα για κάθε πράγμα και έχει τη μέγιστη δύναμη. […] Τα πάντα τα έθεσε σε τάξη ο Νους» (απόσπ. 12). Και μόνο το γεγονός ότι ο Αναξαγόρας επιλέγει να ονομάσει την κοσμική του δύναμη «νου» δείχνει ότι αισθάνεται την ανάγκη να προσδώσει στον κόσμο κάποιο έλλογο «νόημα», αποδίδοντας την επικρατούσα τάξη στη δράση μιας ανώτερης διάνοιας, η οποία λογικά θα έπρεπε να είναι άυλη. Η πρόθεσή του όμως αυτή μένει ανεκπλήρωτη. Ο Νους είναι μεν αυτόνομος και πανίσχυρος, αλλά δεν παύει να είναι υλικός, όντας «το λεπτότερο και το καθαρότερο από όλα τα πράγματα» (απόσπ. 12). Δίνει το έναυσμα για τη δημιουργία του κόσμου προκαλώντας την πρώτη περιστροφική κίνηση (τη δίνη) του πρωταρχικού υλικού, αλλά στη συνέχεια θα έλεγε κανείς ότι παραμερίζεται, αφήνοντας ελεύθερο το έδαφος στις διαδικασίες του διαχωρισμού και της ανάμειξης, οι οποίες λειτουργούν με έναν τρόπο μηχανικό και αυτόματο.

Παρόμοια είναι και σε αυτό το σημείο η στάση του Εμπεδοκλή. Εκτός από τα τέσσερα στοιχεία, στον κόσμο υπάρχουν δύο ισοδύναμες και αντίρροπες δυνάμεις: η Φιλότης και το Νεῖκος - η φιλία δηλαδή και το μίσος. Η Φιλότητα είναι η κοσμική δύναμη που συνενώνει τα στοιχεία, ενώ το Νείκος η δύναμη που τα διαχωρίζει. Η ανθρωπολογική καταγωγή των δύο δυνάμεων είναι εμφανής, αφού η μια δύναμη είναι καλή και ευεργετική σαν τη φιλία που δημιουργεί σταθερές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ενώ η άλλη χαρακτηρίζεται «ολέθρια» σαν το μίσος και τη φιλονικία που δημιουργούν εχθρικές παρατάξεις και στρατόπεδα. Και όπως οι άνθρωποι στις διαπροσωπικές τους σχέσεις άλλοτε περνούν περιόδους αγάπης και άλλοτε περιόδους εχθρότητας, έτσι και στον κόσμο άλλοτε τα πρωτεία παίρνει η Φιλότητα και άλλοτε το Νείκος. Είναι ωστόσο προκαθορισμένο ο κόσμος να περνά διαδοχικά από τη επικράτεια της μιας στην επικράτεια της αντίθετης δύναμης.

Στο Μίσος, όλα είναι διαφορετικά μεταξύ τους και χωρισμένα,
μα στη Φιλία, όλα πηγαίνουν μαζί και ποθούν το ένα το άλλο.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 21

Μα όταν το μέγα Μίσος φούντωσε
και πήρε την αρχή, σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου,
που μ᾽ όρκο πλατύ ορίστηκε μία στη πρώτη κι ύστερα στην άλλη.

Εμπεδοκλής, απόσπ. 30

Η πλήρης κυριαρχία της Φιλότητας φέρνει τον κόσμο σε μια κατάσταση έντονης συνεκτικότητας και αμοιβαίας έλξης, όπου όλα τα στοιχεία ενώνονται μεταξύ τους, μια κατάσταση που ο Εμπεδοκλής ονομάζει παραστατικά Σφαῖρον, δηλαδή «σφαίρα». Η κατάσταση αυτή όμως είναι γραπτό να διαρραγεί, όταν βαθμιαία επικρατεί το Νείκος και φέρνει τους αναγκαίους διαχωρισμούς στη φύση. Η διασπαστική τάση του Νείκους έχει και την ευεργετική της επίδραση, αφού από τις διαφοροποιήσεις που επιφέρει παράγονται οι γνωστές μας μορφές της ανόργανης και της οργανικής ύλης.

Η ατομική θεωρία του Δημόκριτου

Θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί αν η εισαγωγή κοσμικών δυνάμεων στη φύση, και μάλιστα δυνάμεων που εμφανώς έλκουν την καταγωγή τους από την ανθρώπινη κατάσταση, αποτελεί πρόοδο ή οπισθοδρόμηση για τη φιλοσοφία. Αν πιστέψει κανείς ότι ο Νους ή η Φιλότητα και το Νείκος κυριαρχούν στον κόσμο, προβάλλει ανθρώπινες ιδιότητες στη φύση και με τον τρόπο αυτό τη φέρνει πιο κοντά του. Από την άλλη όμως πλευρά το ίδιο δεν συνέβαινε και στη μυθική σκέψη, όταν ο κόσμος αποτελούσε πεδίο δράσης πανίσχυρων ανθρωπομορφικών θεοτήτων;

Τελικά θέλει μεγάλη διανοητική τόλμη για να μπορέσει κανείς να υποστηρίξει ότι το σύμπαν διέπεται από τους δικούς του νόμους και ότι οι νόμοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου. Ο μόνος που έκανε με συνέπεια αυτό το βήμα στην αρχαία σκέψη ήταν ο Δημόκριτος.

Ο Δημόκριτος υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους αρχαίους συγγραφείς, και είναι μεγάλο δυστύχημα η απώλεια των έργων του. Λέγεται ότι η έκταση των έργων του Δημόκριτου ήταν συγκρίσιμη με την αντίστοιχη των έργων του Πλάτωνα, του μεγάλου θεωρητικού του αντιπάλου. Η επικράτηση της πλατωνικής φιλοσοφίας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και η διάδοση των πλατωνικών σχολών θα πρέπει να είναι η αιτία για τον παραμερισμό της δημοκρίτειας σκέψης.

Η ατομική θεωρία, για την οποία έγινε διάσημος ο Δημόκριτος, αποδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς από κοινού στον ίδιο και στον Λεύκιππο. Για τον Λεύκιππο ωστόσο δεν έχουμε καμιά ουσιαστική πληροφορία, εκτός από το ότι ήταν μεγαλύτερος από τον Δημόκριτο. Και για τον Δημόκριτο, άλλωστε, διαθέτουμε περισσότερα ανέκδοτα και μυθεύματα παρά ασφαλείς πληροφορίες. Πατρίδα του ήταν τα Άβδηρα της Θράκης, όπως και του λίγο μεγαλύτερου Πρωταγόρα. Ταξίδεψε αρκετά, αλλά για κάποιους λόγους απέφυγε την Αθήνα, όπου σύμφωνα με μια μαρτυρία, όταν κάποτε την επισκέφθηκε, κανένας δεν τον αναγνώρισε («ήρθα λοιπόν στην Αθήνα και κανείς δεν με γνώρισε», απόσπ. 116). Γεννήθηκε γύρω στο 460 π.Χ. και έφτασε σε μεγάλη ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι ο Δημόκριτος είναι νεότερος από τον Σωκράτη και τους γνωστότερους σοφιστές και, επομένως, με χρονολογικά κριτήρια, δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Κατατάσσεται στους Προσωκρατικούς, γιατί το φιλοσοφικό του σύστημα αποτελεί από κάθε πλευρά το επιστέγασμα της προσωκρατικής σκέψης.

Και ο Δημόκριτος ξεκινά από τον Παρμενίδη. Πολλά είναι τα κοινά τους σημεία: η καχυποψία απέναντι στην αξιοπιστία των αισθήσεων, η προτεραιότητα της νοητικής οδού, η βεβαιότητα ότι αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι αμετάβλητο.

Υπάρχουν δύο είδη γνώσης: η μια είναι γνήσια και η άλλη νόθα. Στη νόθα γνώση ανήκουν όλα αυτά: η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση, η αφή. Η γνήσια γνώση είναι ξεχωριστή απ᾽ αυτήν.

Δημόκριτος, απόσπ. 11

Το να γνωρίζει κανείς πώς είναι στην πραγματικότητα κάθε πράγμα είναι κάτι απροσδιόριστο.

Δημόκριτος, απόσπ. 8

Συμβατικά υπάρχει το γλυκό, συμβατικά το πικρό, συμβατικά το θερμό, συμβατικά το ψυχρό, συμβατικά το χρώμα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν τα άτομα και το κενό.

Δημόκριτος, απόσπ. 9

Στο μοναδικό Ον του Παρμενίδη ο Δημόκριτος αντιπαραθέτει τα άτομα και το κενό. Τα άτομα του Δημόκριτου θα πρέπει να τα φανταστούμε ως τις ελάχιστες μονάδες της ύλης - «άτομο» άλλωστε σημαίνει το άτμητο, αυτό που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μικρότερα μέρη. Το μικροσκοπικό τους μέγεθος τα κάνει αόρατα, απρόσιτα στις αισθήσεις. Για την ύπαρξη των ατόμων και του κενού ο Δημόκριτος δεν έχει καμία αμφιβολία. Και, αφού στα άτομα και στο κενό δεν φτάνει κανείς μέσω των αισθήσεων, υποθέτουμε ότι η βεβαιότητα του Δημόκριτου θα πρέπει να στηριζόταν σε κάποιο νοητικό συλλογισμό, σαν αυτούς που διατύπωσε πρώτος ο Παρμενίδης.

Πράγματι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος δέχτηκαν τη διάκριση του Παρμενίδη ανάμεσα στο «ον» και το «μη ον», ταύτισαν όμως το «ον» με τα υλικά άτομα και το «μη ον» με το κενό (Μετά τα φυσικά985b4-6). Τα υπάρχοντα πράγματα λοιπόν δεν είναι ένα, αλλά πολλά. Και το παρμενίδειο «μη ον» δεν είναι αυτό που δεν υπάρχει, το ανύπαρκτο, αλλά ο κενός χώρος - το κενό είναι κάτι που υπάρχει στην πραγματικότητα, απλώς είναι κάτι το εντελώς άδειο.

Τα άτομα τώρα είναι άπειρα στο πλήθος και διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το σχήμα και το μέγεθος. Αν και κάθε άτομο είναι τόσο μικροσκοπικό ώστε να είναι αόρατο, η συνένωση πολλών ατόμων δημιουργεί τις ορατές μάζες, τα ποικίλα ορατά αντικείμενα που βλέπουμε και αισθανόμαστε. Όπως οι άμεσοι προκάτοχοί του, έτσι και ο Δημόκριτος θεωρεί ότι η γέννηση ενός πράγματος είναι στην πραγματικότητα ανάμειξη προϋπαρχόντων στοιχείων: είναι συμπλοκή πολλών ατόμων, οπότε και ο θάνατος είναι διάσπαση ενός συμπλέγματος ατόμων. Είναι πιθανό ο Δημόκριτος να θεώρησε ότι τα άτομα είναι άπειρα στον αριθμό, στο σχήμα και στο μέγεθος, για να εξηγήσει έτσι την απειρία των ορατών αντικειμένων του κόσμου μας. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να σκεφτεί ότι η βασική τάση του Δημόκριτου ήταν να αναγάγει τις ποιοτικές διαφορές των ορατών πραγμάτων σε ποσοτικές διαφορές (αριθμού, σχήματος και μεγέθους) των ατόμων, όπως έκανε πολύ αργότερα η νεότερη φυσική επιστήμη. Το πρόβλημα ωστόσο με τη δημοκρίτεια ατομική θεωρία ήταν ότι δεν προσδιόριζε τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των ατόμων, και έτσι στην πράξη δεν μπορούσε να προσφέρει ακριβείς εξηγήσεις για τα επιμέρους ορατά φαινόμενα.

Η αιωνιότητα της κίνησης και η Ανάγκη

Ας μην έχουμε όμως υπερβολικές απαιτήσεις από μια θεωρία του 5ου αιώνα π.Χ. Στόχος του Δημόκριτου δεν ήταν η διατύπωση μιας ακριβούς ποσοτικής επιστήμης, αλλά ενός γενικού μοντέλου εξήγησης της φυσικής πραγματικότητας. Τον στόχο αυτό τον πέτυχε, και μάλιστα με μια πληρότητα που μας εκπλήσσει.

Η γενική αρχή των Ατομικών, ότι το μόνο που υπάρχει είναι τα άτομα και το κενό, ακολουθείται με απόλυτη συνέπεια σε κάθε τομέα φαινομένων. Εμφανώς διαφορετικά φαινόμενα, όπως η δημιουργία των καθημερινών αντικειμένων και του κόσμου, η επίγεια και η ουράνια κίνηση, η ανθρώπινη φυσιολογία, εξηγούνται με τον ίδιο τρόπο.

Ο κόσμος δημιουργείται όταν πολλά άτομα, με ποικίλα σχήματα, συναθροίζονται και παράγουν μια δίνη, η οποία διαχωρίζει τα λεπτά σώματα και τα φέρνει προς τα έξω, ενώ συνενώνει προς το κέντρο τα βαρύτερα σε μια πρώτη σφαιρική δομή, τη Γη (Διογένης Λαέρτιος 9.31). Και μάλιστα επειδή υπάρχουν απειράριθμα άτομα και το κενό είναι επίσης άπειρο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι η δημιουργία του κόσμου μας είναι ένα φαινόμενο μοναδικό, που δεν μπορεί να επαναληφθεί πάλι και πάλι. Οι Ατομικοί είναι λοιπόν οι πρώτοι στοχαστές που διατύπωσαν με σαφήνεια την ιδέα ότι υπάρχουν άπειροι κόσμοι, όχι κατ᾽ ανάγκην πανομοιότυποι με τον δικό μας κόσμο και το αστρικό του σύστημα (Ιππόλυτος, Έλεγχος 1.13.2).

Τα άψυχα αντικείμενα, οι ζωικοί οργανισμοί και ο άνθρωπος δημιουργούνται από συνενώσεις ατόμων, καθεμιά από τις οποίες έχει τη δική της σύσταση, δομή και πολυπλοκότητα. Το τι είναι αυτό που κάνει διαφορετικά άτομα να συνενωθούν ή να διαχωριστούν δεν προσδιορίζεται επακριβώς, κάποιον ωστόσο ρόλο θα πρέπει να παίζει η αρχή ότι το όμοιο έλκεται από το όμοιο, μια αρχή κοινή στους περισσότερους προσωκρατικούς φιλοσόφους: «Τα ζώα με ομοειδή ζώα συναγελάζονται, τα περιστέρια με τα περιστέρια, οι γερανοί με τους γερανούς και παρομοίως τα άλλα. Το ίδιο ισχύει και με τα άψυχα, όπως βλέπουμε με τους σπόρους που κοσκινίζονται και με τα βότσαλα στην αμμουδιά» (Δημόκριτος, απόσπ. 164). Στο σχήμα των ατόμων αποδίδεται μερικές φορές η ιδιομορφία κάποιων συγκεκριμένων σωμάτων: για παράδειγμα, η φωτιά και η ψυχή αποτελούνται από σφαιρικά άτομα (Αριστοτέλης, Περί ψυχής 405a11). Η ανθρώπινη αίσθηση και η νόηση εξηγούνται κι αυτές με βάση την κίνηση και τη συνένωση ατόμων. Η όραση παράγεται όταν οι απορροές που εκπέμπονται από τα αισθητά αντικείμενα έρχονται σε επαφή, μέσω του περιβάλλοντος αέρος, με αντίστοιχες απορροές του ματιού. Αλλά και η νόηση είναι μια μορφή ενεργοποίησης των ατόμων της ψυχής από τη δράση ανάλογων ατόμων που εισέρχονται στο σώμα από έξω (Αέτιος 4.8.10, Θεόφραστος, Περί αισθήσεως 50).

Η προσέγγιση του φυσικού κόσμου είναι πάντοτε η ίδια. Τα φυσικά φαινόμενα ανάγονται σε μια βαθύτερη δομή, η οποία περιλαμβάνει μόνο τα ποικιλόσχημα άτομα που κινούνται διαρκώς στο κενό. Από τις συγκρούσεις των αεικίνητων ατόμων παράγονται συνενώσεις ανάλογες με τα σχήματα και τις συνάφειες των ατόμων, όπως παράγονται και διαλύσεις συμπλεγμάτων, όταν υπερισχύει η ανομοιογένεια.

Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς, στο σύστημα των Ατομικών τρία είναι τα αιωνίως υπάρχοντα στοιχεία: τα άτομα, το κενό και η κίνηση. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θεώρησαν δεδομένο ότι τα άτομα ήταν εξαρχής κινούμενα, και, απ᾽ ό,τι φαίνεται, δεν αισθάνθηκαν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν την ύπαρξη αυτής της κίνησης. Γιατί, άλλωστε, να πρέπει να σκεφτούμε ότι υπάρχει κάποιος ή κάτι που προσδίδει την πρωταρχική κίνηση στα άτομα; Δεν είναι πιο λογικό να υποθέσουμε ότι αυτό που ισχύει τώρα, η διαρκής δηλαδή κίνηση των ατόμων στο κενό, θα ίσχυε και πάντοτε στο σύμπαν; Ίσως πάλι, στη σκέψη των Ατομικών, η κίνηση να διασφαλιζόταν αυτομάτως από την ύπαρξη του κενού. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε προς στιγμήν την πρωταρχική κατάσταση του σύμπαντος, όπου απειράριθμα ανόμοια άτομα βρίσκονται μέσα σε έναν άπειρο κενό χώρο. Γιατί σε αυτό το χάος να βασιλεύει η ακινησία και η σταθερότητα; Πολύ πιο εύκολα φανταζόμαστε τα άτομα να κινούνται προς κάθε κατεύθυνση στο κενό, με μια τυχαία και άναρχη κίνηση.

Οι σκέψεις αυτές μας φαίνονται λογικές, μαρτυρούν όμως μεγάλη διανοητική τόλμη. Ο Δημόκριτος ήταν πολύ νεότερος από τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα και, επομένως, γνώριζε καλά τον ρόλο που διαδραμάτιζαν στα φυσικά τους συστήματα οι κοσμικές δυνάμεις - η Φιλότητα και το Νείκος, ο Νους. Όταν λοιπόν ο ίδιος υποστήριξε την αιωνιότητα της κίνησης απορρίπτοντας όλες αυτές τις δυνάμεις, είχε επίγνωση ότι με τον τρόπο αυτό απομάκρυνε κάθε ανθρωπομορφικό στοιχείο από τον φυσικό κόσμο. Το σύμπαν των Ατομικών είναι γυμνό και απρόσωπο. Η ανθρώπινη ψυχολογία και η ανθρώπινη ηθική δεν έχουν καμία σχέση με τους μηχανισμούς που διέπουν τον κόσμο.

Οι μηχανισμοί της φύσης λειτουργούν χωρίς να ρυθμίζονται από κάποια ανώτερη δύναμη. Αυτό άραγε σημαίνει ότι όλα στη φύση λειτουργούν άτακτα και τυχαία; Αν κρίνουμε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, πολλοί μεταγενέστεροι ερμήνευσαν έτσι την ατομική θεωρία. Οι Ατομικοί ωστόσο ουδέποτε μίλησαν για κυριαρχία της τύχης στο σύμπαν. Η δική τους λέξη-κλειδί είναι η «ανάγκη».

[Ο Δημόκριτος ισχυρίζεται ότι] όλα γίνονται κατ᾽ ανάγκην· γιατί η αιτία που όλα γίνονται είναι η δίνη, την οποία ονομάζει «ανάγκη».

(Διογένης Λαέρτιος 9.45)

Κανένα πράγμα δεν γίνεται μάταια, αλλά όλα για κάποιο λόγο και από ανάγκη.

Λεύκιππος, απόσπ. 1

Η Ανάγκη, όπως φαίνεται από το μοναδικό απόσπασμα του Λεύκιππου, δεν ταυτίζεται με την Τύχη. Κατά μία έννοια μάλιστα, είναι το αντίθετο της Τύχης. Οι Ατομικοί θέλουν να τονίσουν την αναγκαιότητα που διέπει κάθε φυσική μεταβολή. Οι κινήσεις και οι συγκρούσεις των ατόμων, οι βαθύτερες δηλαδή διεργασίες που προηγούνται μιας φυσικής μεταβολής, καθορίζουν με αναγκαιότητα την κατάληξη αυτής της μεταβολής. Το προηγούμενο καθορίζει κατ᾽ ανάγκην το επόμενο.

Ο κόσμος του Δημόκριτου δεν έχει Δημιουργό, δεν υπακούει σε κάποιο σχέδιο ούτε εκπληρώνει κάποιο σκοπό. Δεν είναι όμως και το βασίλειο της Τύχης. Η αναγκαιότητα που καθορίζει κάθε επιμέρους βήμα, κάθε αλλαγή και κάθε φαινόμενο είναι αρκετή για να προσδώσει συνοχή στον κόσμο. Με την ατομική θεωρία φτάνει στη φυσική της ολοκλήρωση η μακρά πορεία της σκέψης που είχε αρχίσει στη Μίλητο 200 χρόνια πριν. Και όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Feyman, ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς της εποχής μας: «Αν, σε κάποιο κατακλυσμό, έμελλε να καταστραφεί όλη η επιστημονική γνώση και έπρεπε μόνο μία φράση να σωθεί, ποια φράση θα περιείχε τις περισσότερες πληροφορίες μέσα σε λιγότερες λέξεις; Πιστεύω ότι θα ήταν η «ατομική υπόθεση» - ότι όλα τα πράγματα είναι φτιαγμένα από άτομα και από κενό.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου