Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Γιατί βαρέθηκες να ζεις;

Έχεις βρεθεί ποτέ σε δρόμο που το αυτοκίνητο οδηγεί μόνο του;
Έχεις γυρίσει το βλέμμα σου να δεις πού βρίσκεσαι, χωρίς να μπορείς να συνειδητοποιήσεις αν πας ή αν έρχεσαι;
Έχασες ποτέ κάποια πολύτιμα λεπτά από τη ζωή σου, χωρίς να ξέρεις αν πέρασαν απλώς ή αν μέσα σε αυτά έκανες κάτι το εξαιρετικό που μπορεί να αλλάξει την πορεία σου;
Ένιωσες ποτέ ότι ζεις από συνήθεια;

Απαντήσεις δεν χρειάζονται. Δεν είναι τα δικά μου αυτιά που πρέπει να ακούσουν, είναι τα δικά σου.
Αυτά πρέπει να παρακαλέσεις να ανοίξουν, να ακούσουν και να κρατήσουν αυτά που άκουσαν.
Τέρας η συνήθεια. Δόση ναρκωτικού που δεν το βρίσκεις στην αγορά.
Το αναπαράγει ο οργανισμός σου και σε τρέφει μέρα με τη μέρα περισσότερο.

Ξέρω ότι δεν το καταλαβαίνεις με το πρώτο άκουσμα. Ξέρω ότι μπορεί να θεωρείς υπερβολή τη σύγκριση με κάτι τόσο σοβαρό.
Είναι γιατί στο λέει κάποιος άλλος και η πρώτη ανθρώπινη αντίδραση σ’ αυτό που δεν θέλουμε να ψάξουμε, να παραδεχτούμε, να αποδεχτούμε, είναι η άρνηση.
«Όχι, δεν είμαι ναρκομανής», θα πεις. Και η άσπρη σκόνη που βλέπεις δεν είναι άσπρη. Η σύριγγα δεν είναι σύριγγα. Ο λήθαργος που λειτουργεί η ζωή μου δεν είναι λήθαργος.
«Μπορώ να ξεφύγω ό,τι ώρα θέλω», θα πεις. Ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιείς ότι τις ίδιες κουβέντες τις έχεις ξαναπεί τόσες φορές, αλλά ακόμα δεν έχεις ξεφύγει.
Στις λέξεις κολλάμε. Η ουσία όμως είναι μια και συγκεκριμένη.

Κατάντησες τη ζωή σου μια συνήθεια.
Στις κινήσεις σου, στους δρόμους που ακολουθείς, στις ανάσες που παίρνεις, στους φίλους που συναναστρέφεσαι, στους έρωτες που νομίζεις ότι έχεις, στην αγάπη που σου δίνουν ή δίνεις, στις ρυτίδες που χαράσσονται χωρίς γράμματα.
Γυρίζει η γη γύρω από τον ήλιο και γυρίζεις και εσύ μαζί της, από συνήθεια.
Ξημερώνεις γιατί έτσι πρέπει και όχι γιατί άνοιξαν τα μάτια σου. Νυχτώνεις γιατί μαυρίζει ο ουρανός και όχι γιατί χρειάζεσαι ξεκούραση και ύπνο. Τρως γιατί είναι μεσημέρι και όχι γιατί πεινάς. Και το φαγητό, είναι για να ζήσεις και όχι για να ευχαριστηθείς.
Πας από το πεζοδρόμιο για να μη σε πατήσουν τα αυτοκίνητα, την ώρα που βρίσκεσαι σε…πεζόδρομο.

Περνάει ο μεγάλος έρωτας από δίπλα σου, τον κοιτάς στα μάτια, λιώνεις στην παρουσία του και διστάζεις να απλώσεις το χέρι, γιατί κάπου δίπλα σου νιώθεις ακόμη την παρουσία ενός παλιού που δεν λέγεται έρωτας πια, αλλά αναγκαστική συμβίωση.
Φοβάσαι να μιλήσεις σε κάποιον άνθρωπο και να τον εμπιστευτείς, αλλά δεν θυμάσαι τις προδοσίες που έχεις ήδη βιώσει από αυτούς που δεν μίλησες ποτέ, αλλά κατάφεραν να μάθουν για να τσακίσουν τη σιωπή σου.
Μαθαίνεις στα παιδιά σου αυτά που σου έμαθαν, και δεν κάνεις τον κόπο να τα μάθεις κι εσύ.
Βγάζεις χρήματα να πληρώσεις για κάτι που σου προσφέρεται δωρεάν. Θεωρείς δικό σου, κτήμα σου, κάτι που δεν έχεις πληρώσει ποτέ ούτε με μια σταγόνα δάκρυ.
Αγοράζεις ψωμί από τον ίδιο παλιό φούρνο, όχι γιατί το ψωμί του είναι νόστιμο, αλλά γιατί δεν σε βγάζει καθόλου εκτός, από το καθημερινό σου δρομολόγιο.

Εργάζεσαι σε μια δουλειά που δεν σε καλύπτει, δεν σου αρέσει, δεν σε γεμίζει, δεν αποδίδεις, και απορρίπτεις οτιδήποτε καινούργιο κάνει την καρδιά σου να χτυπάει από λαχτάρα για προσφορά.
Φοράς το ίδιο χρώμα στα ρούχα γιατί “δεν σου πάνε όλα τα υπόλοιπα”, ενώ ποτέ δεν έκανες τον κόπο να δοκιμάσεις κάποιο άλλο.
Ζεις, λες. Αργοπεθαίνεις, λέω.
Φοβάσαι, λες. Δειλιάζεις, λέω.
Αργείς, απλώς, λες. Υπεκφεύγεις, λέω.
Μια δόση ακόμη, λες. Η θανατηφόρα, λέω.
Αυτή, που ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει.
Και αυτή, μάθε, δεν θα έρθει από συνήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου