Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Ήταν Λάθος που Εμπιστεύτηκα Εσένα περισσότερο από Εμένα

Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχετε νιώσει έστω μία φορά στη ζωή σας ότι κάποιος πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του δείξατε.

Σίγουρα πέσατε από τα σύννεφα κι αναρωτηθήκατε ποιος είναι ο άνθρωπος που μέχρι εκείνη τη στιγμή νομίζατε ότι ξέρατε. Πιστέψατε ίσως ότι τα έχετε καταλάβει όλα λάθος για τους ανθρώπους ή ότι υπάρχει κάτι εγγενώς προβληματικό με εσάς για να εισπράξετε τέτοια συμπεριφορά.

Σε κάποιο βαθμό, είναι αναμενόμενα και φυσιολογικά όλα αυτά. Όμως, αν βιώνετε κάθε νέα «προδοσία» με πολύ επώδυνο τρόπο, αν συχνά αισθάνεστε ότι οι άλλοι σας αφήνουν ξεκρέμαστους κι απογοητευμένους κι, ακόμα, αν κάποιες φορές αναρωτιέστε μήπως θα ήταν καλύτερα να σταματήσετε να εμπιστεύεστε γενικά, τότε συνεχίστε το διάβασμα…

ΧΩΡΙΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΣΗ

Καταρχάς, η απόφαση να εμπιστευτούμε είναι μονόδρομος.

Από τη στιγμή που εξαρτιόμαστε συναισθηματικά και πρακτικά από τους άλλους, δεν έχουμε επιλογή παρά να εμπιστευτούμε, αν όχι όλους τους ανθρώπους, τουλάχιστον κάποιους από αυτούς.

Είναι θέμα εμπιστοσύνης το ποιοι είναι φίλοι και ποιοι «εχθροί» μας, το αν θα στείλουμε τα παιδιά μας στο σχολείο, αν θα ταξιδέψουμε με αεροπλάνο ή αν θα καταθέσουμε τα λεφτά μας στην τράπεζα.

Είναι σχεδόν ενοχλητικό να το σκεφτεί κανείς, αλλά η ικανότητα να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας δεν είναι εξολοκλήρου στον έλεγχό μας[1] – εξαρτάται από τη συμβολή των άλλων.

Στην ουσία εμπιστοσύνη θα πει ότι χρειαζόμαστε τη συνεργασία κάποιου άλλου για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε[2]. Σημαίνει, για παράδειγμα, ότι εμπιστευόμαστε τον κολλητό μας να μας βοηθήσει με τη μετακόμιση, ελπίζοντας ότι δεν θα μας κρεμάσει.

  Άρα σημαίνει ότι ρισκάρουμε να χάσουμε χρόνο, χρήμα, ενέργεια, προσδοκώμενα οφέλη, την ηρεμία ή τον ύπνο μας, αν εκείνος δεν συμπεριφερθεί όπως αναμένεται.

Όλα εξαρτώνται από την στιγμιαία ισορροπία μεταξύ της δικής μας επιθυμίας να ικανοποιήσουν οι άλλοι τις ανάγκες μας και της επιθυμίας των άλλων να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες[3].

Όσο και να αξιολογούμε την ακεραιότητα ή εντιμότητα των άλλων, στο τέλος η απόφαση για το ποιον θα εμπιστευτούμε βασίζεται απλώς στην πρόβλεψη για το ποιες ανάγκες θα επικρατήσουν σε κάθε περίπτωση[4].

Έτσι, στοιχηματίζουμε ότι τα πράγματα θα πάνε καλά όταν αποφασίζουμε να εμπιστευτούμε, ενώ όταν δείχνουμε έλλειψη εμπιστοσύνης στοιχηματίζουμε ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν άσχημα. Κανονικός τζόγος δηλαδή.

ΣΟΥ ΕΧΩ ΤΥΦΛΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ

Το «κακό» είναι ότι έχουμε διαπροσωπικές ανάγκες.

Έχουμε ανάγκη τη συντροφιά και το μοίρασμα και να μας πάρουν αγκαλιά, επομένως είμαστε αναγκασμένοι να εμπιστευτούμε κάποιον να μας τα δώσει αυτά.

Η ανάγκη αυτή μας καθιστά αυτομάτως ευάλωτους[5], γι’ αυτό έχουμε συναισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το ποιον και πόσο να εμπιστευτούμε – φοβόμαστε ότι θα πληγωθούμε.

Αυτό δεν είναι παράξενο. Το παράξενο είναι ότι κάποιοι από εμάς, αψηφώντας όλους τους κινδύνους, φαίνεται να εμπιστευόμαστε τυφλά.

Ενώ διαπιστώνουμε ότι συμβαίνουν πράγματα απρεπή, επικίνδυνα ή ενάντια στα συμφέροντα μας, για κάποιο λόγο η εμπιστοσύνη μας δεν κλονίζεται.

Όλοι μας προειδοποιούν ότι κάνουμε λάθος που εμπιστευόμαστε τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά εμείς αποφεύγουμε ή αγνοούμε τα γεγονότα και τις εμπειρίες που το επιβεβαιώνουν.

Επιμένουμε στο «αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου», ενώ έχουμε αδιάσειστες αποδείξεις «ενοχής» εναντίον του:

Ας πούμε λέει ότι θα χωρίσει και δεν το κάνει. Λέει ότι θα πάρει τηλέφωνο και πάλι δεν το κάνει. Ισχυρίζεται ότι μας αγαπάει αλλά μας θυμάται μόνο τις φορές που μας χρειάζεται.

Περνάμε μία δύσκολη φάση και δεν είναι εκεί. Περνάμε μία χαρούμενη φάση και πάλι δεν είναι εκεί.

Στην ουσία δηλώνει, «μην βασίζεσαι επάνω μου για τίποτα», αλλά εμείς δεν τον ακούμε – πιστεύουμε σ′ εκείνον περισσότερο από ό,τι πιστεύει και ο ίδιος στον εαυτό του. Η ικανότητά μας για ενσυναίσθηση υπερλειτουργεί.

Μπαίνουμε μονίμως στη θέση του και προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες[6]:

Άρνηση: Όχι, δεν είπε ψέματα, εγώ κατάλαβα λάθος…
Διαστρέβλωση: Μπορεί να μην είναι ποτέ εδώ, αλλά εγώ το νιώθω ότι με αγαπάει… Ελαχιστοποίηση: Μα δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, στον καθένα μπορεί να συμβεί… Υπερανάλυση: Μεγάλωσε δύσκολα, κανένας δεν του έμαθε να φέρεται…

Είμαστε οι πιο ατζαμήδες συναισθηματικοί επενδυτές του κόσμου.

Ενώ διαπιστώνουμε ότι κάποιος καταχράται τα χρήματα που του δίνουμε να επενδύσει για λογαριασμό μας, εμείς του δίνουμε ακόμα περισσότερα, ελπίζοντας ότι τελικά θα εκτιμήσει την εμπιστοσύνη μας και από ευγνωμοσύνη θα φροντίσει να μας αποκομίσει κέρδος.

Σαν να πιστεύουμε ότι αν φανούμε υπομονετικοί, ευγενικοί και ολιγαρκείς μπροστά στην ασυνεπή και αναξιόπιστη συμπεριφορά του, εκείνος θα αποφασίσει να φερθεί δίκαια, ισότιμα και ανθρώπινα.

Πάντως δεν είναι ακριβώς αφέλεια.

Κατά βάθος το καταλαβαίνουμε ότι πλήττονται τα συμφέροντά μας και στην ουσία η εμπιστοσύνη μας κλονίζεται, όμως διστάζουμε να το επικοινωνήσουμε άμεσα ή να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.

Και φυσικά παγιδευόμαστε.

Η στάση μας υπονοεί ότι είμαστε εντάξει με τη συμπεριφορά του άλλου και ότι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να τη συνεχίσει κι έτσι, άθελά μας, γινόμαστε συνένοχοι στην κακομεταχείρισή μας. [7]

Όταν πια αρχίζουμε να θυμώνουμε με τον εαυτό μας που εμπιστεύτηκε το λάθος άνθρωπο, αισθανόμαστε ότι είναι αργά για να κάνουμε πίσω – τουλάχιστον όχι χωρίς να παραδεχτούμε ότι κάναμε λάθος.

Παραμένουμε στο τραπέζι και συνεχίζουμε να ποντάρουμε, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα ρεφάρουμε. Ότι, έστω και την ύστατη ώρα, ο άλλος θα κάνει κάτι για να μας αποδείξει ότι κάναμε καλά που τον εμπιστευτήκαμε. Μέχρι βεβαίως το σημείο όπου η «προδοσία» είναι αδύνατον να καλυφθεί πλέον και τότε ο κόσμος μας θρυμματίζεται.   

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Το μήνυμα της «προδοσίας» είναι βροντερό κι εξευτελιστικό: «Δεν δίνω δεκάρα για σένα».

Δηλώνει ότι δεν είμαστε αρκετά σημαντικοί ή αρκετά καλοί ώστε ο άνθρωπος που πιστέψαμε να τιμήσει και ανταποδώσει την εμπιστοσύνη μας.

Είναι τέτοιο το σοκ που αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για τους πάντες και τα πάντα. Φταίμε εμείς; Ο άλλος; Μήπως δεν πρέπει να εμπιστευτούμε ποτέ ξανά;

Μάλιστα όσο περισσότερες σημαντικές και τραυματικές «προδοσίες» έχουμε στο ιστορικό μας, τόσο πιο προσωπικά το παίρνουμε και τόσο περισσότερο δυσκολευόμαστε να το ξεπεράσουμε.

Είναι σαν να αναβιώνουμε τις παλιές «προδοσίες», προβάλλοντας σενάρια από το παρελθόν και μπερδεύοντας τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας με το γονιό που μας παραμέλησε ή με τον άνθρωπο που αγαπούσαμε κάποτε και μας εγκατέλειψε.

Γι’ αυτό παριστάνουμε ότι δεν ακούμε και δεν βλέπουμε τίποτα – επειδή δεν αντέχουμε ακόμα μία προδοσία.

Πιστεύουμε ότι αν δεν φέρνουμε αντιρρήσεις, δεν προβάλλουμε αντιστάσεις κι είμαστε καλά και υπάκουα παιδιά θα πάρουμε επιτέλους την επιβεβαίωση που τόσο χρειαζόμαστε και θα αποφύγουμε την απόρριψη ή την εγκατάλειψη.

Καταπιέζουμε και αμφισβητούμε τα συναισθήματα και τις αντιλήψεις μας προκειμένου να μην δημιουργούμε προβλήματα.

Φερόμαστε σαν οι άλλοι να είναι πιο σημαντικοί από εμάς ή σαν να γνωρίζουν περισσότερα από όσα εμείς.

Κάποιος μας λέει ότι ο γάιδαρος πετάει («δεν είναι αυτό που νομίζεις») και αντί να του πούμε να κόψει τις βλακείες, καθόμαστε και το εξετάζουμε.

Και ο λόγος που εμπιστευόμαστε «λάθος» ανθρώπους είναι ότι δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι «σωστοί» άνθρωποι.

Επιθυμούμε κάποιος να μας φροντίσει και να μας προστατέψει αλλά δεν έχουμε ιδέα πώς είναι να σε φροντίζει κάποιος.

Ποτέ δεν νιώσαμε ότι αξίζουμε ανθρώπινη συμπεριφορά και ποτέ δεν μάθαμε πώς είναι οι φροντιστικοί άνθρωποι.

Γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε κάποιον που δεν είναι – δεν έχουμε μέτρο σύγκρισης.

Στην πραγματικότητα δεν αναζητούμε έναν άνθρωπο να σχετιστούμε μαζί του σε ρεαλιστική και ισότιμη βάση, αλλά κάποιον που θα μας πάρει υπό την προστασία του και θα θεραπεύσει τις πληγές μας. Έχουμε μεγάλη ανάγκη να πιστέψουμε ότι κάποιος είναι τόσο ολοκληρωτικά καλός που επιτέλους θα καταφέρει να ακυρώσει όλες τις «κακίες» που έχουμε υποστεί.

Ολοφάνερα έχει μια ανειλικρίνεια η στάση μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι ζούμε σε έναν ασπρόμαυρο, μαγικό κόσμο. Ότι η υπερβολική εμπιστοσύνη που δείχνουμε δεν είναι μια γνήσια εμπιστοσύνη που προκύπτει φυσικά μέσα από την αλληλεπίδραση, αλλά μια έκφραση απόγνωσης. Είναι μια τσαπατσούλικη ψευδοεμπιστοσύνη που σκοπό έχει να μας προστατέψει από τη συνειδητοποίηση ότι επανειλημμένα εμπιστευόμαστε αναξιόπιστους ανθρώπους που στο τέλος μας «προδίδουν».

Το μήνυμα που μεταφέρουμε είναι διπλό: δείχνουμε ακλόνητη εμπιστοσύνη επιφανειακά αλλά μέσα μας «ξέρουμε» ότι η κατάληξη θα είναι η «προδοσία» – και φυσικά οι επιλογές μας επιβεβαιώνουν τους φόβους μας.

Σχετιζόμαστε με ανθρώπους που έχουν κι εκείνοι δυσκολίες με την εμπιστοσύνη, οπότε ο κίνδυνος για εκατέρωθεν μη ρεαλιστικές προσδοκίες, απογοητεύσεις και «προδοσίες» είναι εξασφαλισμένος.

Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια: επιλέγουμε αναξιόπιστους ανθρώπους επειδή είμαστε οι ίδιοι αναξιόπιστοι. Μην γελιέστε – το να είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης και το να αξιολογούμε πόσο άξιοι εμπιστοσύνης είναι οι άλλοι είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. [8]

ΠΩΣ ΓΙΝΟΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΞΙΟΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ;

Για να μπορέσουμε να νιώσουμε ότι είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης θα πρέπει πρώτα να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας για τις προδοσίες που έχει δεχτεί από τους άλλους.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι όλοι κάνουμε λάθη, όλοι κάνουμε εσφαλμένες επιλογές, όλοι έχουμε ξεγελαστεί και, ναι, όλοι έχουμε φανεί αφελείς.

Ή θα συνεχίσουμε να επικρίνουμε και να ντροπιάζουμε τον εαυτό μας πιστεύοντας ότι μας αξίζουν αυτά που παθαίνουμε ή θα αποφασίσουμε να ξεκολλήσουμε και να διευρύνουμε την προοπτική μας.

Απλώς χρειάζεται να δείξουμε λίγη ευγένεια.

Να αγκαλιάσουμε το φόβο μας ότι θα μας απορρίψουν ή εγκαταλείψουν και να σεβαστούμε τον πόνο μας για όσα έχουμε στερηθεί.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε τα «συμπτώματα» που δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και να προσπαθήσουμε να τα «θεραπεύσουμε»:

Μήπως λέμε ψέματα στον εαυτό μας; Μήπως αθετούμε τις υποσχέσεις που του δίνουμε;

Μήπως οι ίδιοι σαμποτάρουμε τις προσπάθειές μας να πετύχουμε αυτά που θέλουμε;

Μπορούμε να πάρουμε μια απόφαση; Έχουμε μια αυθεντική σχέση με τον εαυτό μας, δηλαδή υπάρχει συμφωνία μεταξύ αυτού που αισθανόμαστε, αυτού που λέμε και αυτού που κάνουμε;

Είπαμε ότι η εμπιστοσύνη προϋποθέτει συνεργασία ανάμεσα σε δύο μέρη, αλλά κανείς δεν λέει ότι τα δύο μέρη πρέπει να είναι διαφορετικοί άνθρωποι: [9]

Μπορεί ο τωρινός μας εαυτός να εμπιστευτεί ότι ο μελλοντικός μας εαυτός δεν θα χαλάσει τη δίαιτα;

Ότι δεν θα αναβάλει το διάβασμα; Ότι δεν θα ξαναπιεί; Ότι δεν θα στείλει εκείνο το μήνυμα που δεν πρέπει να στείλει;

Αν υποσχόμαστε στον εαυτό μας ότι θα τον φροντίσουμε με κάποιο τρόπο και μετά δεν το κάνουμε ή κάνουμε το αντίθετο, τότε όχι μόνο τον προδίδουμε, αλλά μαθαίνουμε ότι δεν ενδιαφερόμαστε αρκετά για εμάς κι ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε επάνω μας.

Αντίθετα, όταν ενεργούμε με τρόπους που αποδεικνύουν ότι νοιαζόμαστε και σεβόμαστε τον εαυτό μας βιώνουμε την αίσθηση ότι είμαστε υπεύθυνοι και αξιόπιστοι.

Έτσι αποκτούμε ή ανακτούμε τον έλεγχο στη ζωή μας.

Όταν διαπιστώνουμε ότι είμαστε ικανοί να φροντίζουμε τον εαυτό μας και να νιώθουμε ολοκληρωμένοι και ικανοποιημένοι χωρίς να χρειαζόμαστε κάποιον άλλο να αναλάβει την ευθύνη μας.

Όταν σταματούμε να ζούμε διαμέσου των άλλων και εμπιστευόμαστε τη διαίσθηση, την κρίση, τις γνώσεις και τα συναισθήματά μας χωρίς να περιμένουμε έξωθεν επιδοκιμασία.

Αν οι ίδιοι δώσουμε στον εαυτό μας την αποδοχή και αναγνώριση που χρειάζεται, τότε οι ανάγκες που μας οδηγούν να εμπιστευόμαστε πέρα από τις δυνατότητές μας θα ατονήσουν.

Αν καλμάρουμε τους φόβους μας δεν θα αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να ικανοποιούμε τους άλλους ούτε θα προσπαθούμε να έχουμε τέλεια συμπεριφορά ούτε θα διακινδυνεύουμε να πουλήσουμε τον εαυτό μας φτηνά.

Και φυσικά δεν θα έχουμε λόγο να εμπιστευτούμε αναξιόπιστους και ενδεχομένως κακόβουλους ανθρώπους προκειμένου να τους πείσουμε να μας επιστρέψουν λίγη από αυτή την πίστη. [10]

Επιτέλους πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να ζητάμε μια σχέση εμπιστοσύνης με κάποιον άλλο αν δεν μπορούμε να έχουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον εαυτό μας.

Ούτε γίνεται να περιμένουμε από τους άλλους να καλύψουν τις εσωτερικές μας ανάγκες αν δεν μπορούμε μόνοι μας να τις καλύψουμε. Εν ολίγοις, δεν μπορούμε να ζητάμε από τους άλλους να μην μας εγκαταλείψουν, αν εμείς πρώτοι έχουμε ήδη εγκαταλείψει τον εαυτό μας.  

   Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΛΜΗΡΟΥΣ:

ΣΕ 6 ΒΗΜΑΤΑ

Πώς σχετιζόμαστε λοιπόν με τους άλλους όταν ξέρουμε πλέον ότι είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι να κάνουμε το σωστό για εμάς;

Βήμα πρώτο: Ξεκινάμε επιφυλακτικά…

Όχι ότι πάμε στο άλλο άκρο και γινόμαστε «παρανοϊκοί», απλώς εφαρμόζουμε μια λειτουργική έλλειψη εμπιστοσύνης ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο εκμετάλλευσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι εξάλλου δεν περιμένουν με το καλημέρα να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας – θα λάβουν υπόψη τους τις επιφυλάξεις μας και θα σεβαστούν τα όρια μας. Εκείνοι που δεν θα μπορέσουν να το κάνουν απλώς θα φύγουν. Και δεν χρειάζεται να νιώθουμε ενοχές. Ο σκοπός της επιφυλακτικότητάς μας δεν είναι να χειριστούμε, να τιμωρήσουμε ή να ντροπιάσουμε, αλλά μόνο να προστατευτούμε.

Βήμα δεύτερο: Συνεχίζουμε αργά…

Παίρνει χρόνο να γνωρίσουμε κάποιον και δεν χρειάζονται βιασύνες. Μόνο αν συναναστραφούμε αρκετά με κάποιον μπορούμε να μάθουμε την ιστορία του, το πώς έχει φτάσει να είναι αυτό που είναι σήμερα και ποιος είναι ο τρόπος του να υπάρχει στον κόσμο. Μια καλή «στρατηγική» είναι να παρατηρούμε τις αρνητικές ή θετικές εμπειρίες που μοιραζόμαστε μαζί του και αναλόγως να προσαρμόζουμε τα επίπεδα της εμπιστοσύνης μας. Διαφορετικά, αν αγνοούμε την πραγματική αλληλεπίδραση στο εδώ και τώρα, η εμπιστοσύνη μας δεν απευθύνεται στον άλλο, αλλά σε κάποιο πλάσμα της φαντασίας μας.

Βήμα τρίτο: Κάνουμε μερικά τεστ…

Μην σας ξενίζει η ιδέα. Κάπως πρέπει να αξιολογήσουμε αν η συμπεριφορά των ανθρώπων που αφήνουμε να έρθουν κοντά μας είναι υπεύθυνη και λογική σε βάθος χρόνου. Λοιπόν, έχει λόγο; Μπορεί να δεσμευτεί σε κάτι ακόμα κι αν είναι κάτι μικρό; Αισθανόμαστε ασφαλείς μαζί του; Μπορούμε να του θυμώσουμε χωρίς να φοβόμαστε ότι θα τον χάσουμε; Είναι διατεθειμένος να μοιραστεί μαζί μας τον έλεγχο; [11] Έχει αξία και σημασία για εκείνον η σχέση μαζί μας με την έννοια ότι έχει τη διάθεση να την φροντίσει και να την προστατέψει; Ο σκοπός μας δεν είναι να περιχαρακωθούμε ή να περιχαρακώσουμε, αλλά απλώς να αισθανθούμε ότι ο άλλος είναι με το μέρος μας. Ότι είναι φίλος μας.

Βήμα τέταρτο: Αντέχουμε την αλήθεια…

Το μόνο που μπορεί κάπως να μειώσει το ρίσκο που ενέχει η εμπιστοσύνη είναι η διαφάνεια[12]. Αν είμαστε αυθεντικοί «υποχρεώνουμε» και τον άλλον να είναι αυθεντικός ή, διαφορετικά, να μας αφήσει στην ησυχία μας αν δεν μπορεί να το κάνει. Επιπλέον, όντας αληθινοί με τον εαυτό μας, μπορούμε να διακρίνουμε αν κάτι έρχεται πραγματικά από τον άλλον ή αν πρόκειται για κάτι δικό μας. Μπορούμε έτσι να είμαστε περισσότερο δίκαιοι μαζί του χωρίς να τον φορτώνουμε με πράγματα που δεν του ανήκουν, γεγονός που του επιτρέπει να είναι κι εκείνος περισσότερο αληθινός μαζί μας. Το θέμα είναι να έχουμε πίστη στον εαυτό μας και στον άλλον χωρίς όμως να κρυβόμαστε από την αλήθεια και ξέροντας ότι θα πάρουμε ακόμα και άβολες αποφάσεις αν χρειαστεί.

Βήμα πέμπτο: Προετοιμαζόμαστε για την «προδοσία»…

Κανένας άνθρωπος δεν είναι 100% διαφανής και αξιόπιστος. Όσες προφυλάξεις και να πάρουμε, από τη στιγμή που στοιχηματίζουμε στην ικανότητά μας να διαβάσουμε το μυαλό του άλλου πάντοτε υπάρχει περίπτωση να βγούμε χαμένοι[13]. Πρέπει να μάθουμε να αντέχουμε την αβεβαιότητα που περικλείει κάθε σχέση και να αποδεχθούμε το δεδομένο ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ολοκληρωτικά καλός ή κακός. Ακόμα κι εμείς έχουμε τα «σκοτεινά» μας σημεία. Ανά πάσα στιγμή έστω και άθελά μας μπορούμε να απογοητεύσουμε, να πληγώσουμε ή να προδώσουμε κάποιον. Το ζητούμενο δεν είναι να εμπιστευτούμε ότι κανένας δεν θα προδώσει ποτέ κανέναν ούτε να γίνουμε τιμωρητικοί μπροστά στις αναπόφευκτες αστοχίες, αλλά να δεσμευτούμε να φερόμαστε με ευγένεια και διακριτικότητα ο ένας στον άλλον.

Βήμα έκτο: Σηκωνόμαστε και προσπαθούμε ξανά…

Τελικά, η μόνη δικλίδα ασφαλείας είναι η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και στην ικανότητά μας να χειριστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οποιαδήποτε κατάσταση παρουσιαστεί και οτιδήποτε μας φέρει η ζωή. Και πάλι θα πονέσουμε αν πληγωθούμε, αλλά τώρα ξέρουμε ότι θα επιβιώσουμε, ότι δεν θα καταστραφούμε. Ρισκάρουμε να εμπιστευτούμε τους άλλους χωρίς να χρειάζεται να κρεμαστούμε επάνω τους. Τους εμπιστευόμαστε να εμπλουτίσουν τη ζωή μας και όχι να τη σώσουν ή να τη γεμίσουν.

Ξέρουμε πλέον πότε πρέπει να νοιαζόμαστε για εμάς και πότε πρέπει να νοιαζόμαστε για τους άλλους. Και ποτέ μα ποτέ δεν προδίδουμε τον εαυτό μας προκειμένου να συνεχίσουμε να εμπιστευόμαστε έναν άνθρωπο που δεν έχει κάνει τίποτα για να αποδείξει ότι το θέλει ή ότι το αξίζει. Είναι το τέλος της αθωότητας κατά κάποιο τρόπο, αλλά η «προδοσία» αφήνει κέρδος: την απελευθερωτική διαπίστωση ότι, ακόμα και αν όλα καταρρεύσουν γύρω μας, υπάρχει κάποιος στον οποίο μπορούμε να βασιστούμε: ο εαυτός μας.

ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ

Πολύ συχνά, οι άνθρωποι «αναγκάζονται» να «προδώσουν» εμάς προκειμένου να μην προδώσουν τον εαυτό τους. Προσπαθήστε να καταλάβετε και να αποδεχτείτε ότι δεν είναι προδοσία αν ο άλλος δεν μπορεί να σας αγαπάει πια. Ούτε αν αγάπησε κάποιον άλλο. Καλώς ή κακώς, το να αλλάξει κάποιος γνώμη για εμάς, να μην μπορεί να ανταποδώσει τα συναισθήματά μας και να κάνει επιλογές που εμάς δεν αρέσουν ή δεν μας εμπεριέχουν είναι συνηθισμένο μέρος της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης.

Είναι εκνευριστικό, αλλά συνήθως οι άνθρωποι αποφασίζουν για τον εαυτό τους χωρίς να σκέφτονται καθόλου εμάς. Τις περισσότερες φορές αυτά που κάνουν σχετίζονται με τους ίδιους και τη ζωή τους και δεν έχουν καμία σχέση με εμάς ή με την αξία μας.

Να θυμάστε ότι η «προδοσία» είναι μέρος της ζωής και το μόνο που μπορείτε να κάνετε για τον εαυτό σας είναι να εμπιστευτείτε ότι οι αποφάσεις που παίρνετε κάθε στιγμή είναι οι καλύτερες δυνατές για τη δική σας ζωή. Και το ίδιο πρέπει να εμπιστευτείτε ότι η απόφαση του άλλου, όσο κι αν σας πλήγωσε, ήταν η καλύτερη δυνατή για τη δική του ζωή τη συγκεκριμένη στιγμή.
----------------
ΑΝΑΦΟΡΕΣ 1, 3, 4, 8, 9, 12, 13. DeSteno, D. (2014). The Truth About Trust: How It Determines Success in Life, Love, Learning, and More. New York: HUDSON STREET PRESS. 2. Simpson, J. A. (2007). Psychological foundations of trust. Current Directions in Psychological Science, 16(5): 264-268. 5. Borum, R. (2010). The science of interpersonal trust. Mental Health Law & Policy Faculty Publications. Paper 574. . 6, 10. Gerlach, P. K. (2015). Do You Have a “Trust Disorder’? Reduce Excessive Trust and Distrust. Break the Cycle! Ed. Peter K. Gerlach. . 7, 11. Lewicki, R. J. & Tomlinson, E. C. (2003). Trust and Trust Building. Beyond Intractability. Eds. Guy Burgess and Heidi Burgess. Conflict Information Consortium, University of Colorado, Boulder. . Image credit 1: Street Art-Signs.FFX © Florbela’s Fotographix.IMG_3411.wtmrk2 via photopin Image credit 2: Trust is a Fragile Thing via photopin Image credit 3: Paring via photopin

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου