Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Αν αναγκαστούμε να στραφούμε στους αρχαίους Έλληνες για να αποκτήσουμε μια παιδεία σύγχρονη, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από μια καλύτερη γνώση των πόλεων που οι αρχαίοι Έλληνες ίδρυσαν στη Μεσόγειο  

 
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τον τελευταίο καιρό οι επιστήμονες που ασχολούνται με τις κλασικές σπουδές προβληματίζονται γύρω από ένα πολυσυζητημένο θέμα: ποια θα πρέπει να είναι η σχέση μας με την κλασική αρχαιότητα; Μπορεί ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων να διατηρηθεί ζωντανός ως αναπόσπαστο μέρος της παιδείας που δέχονται οι ευρωπαίοι πολίτες, ξεκινώντας από τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα λύκεια; Και ποιος θα είναι ο ρόλος του κλασικού πολιτισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης;
 
Πιστεύω ότι ο κλασικός πολιτισμός δεν έχει ανάγκη από κανενός είδους υπεράσπιση. Εκείνο που χρειάζεται είναι να αναρωτηθούμε για ποιον κλασικό πολιτισμό μιλάμε και ποιος είναι ο κλασικός πολιτισμός που διδάσκουμε σήμερα και που προσπαθούμε να διαδώσουμε. Με λίγα λόγια, δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση οι αξίες του αλλά ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αντιληπτές και μεταδίδονται. Από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι η σχέση μας με την ιστορία δεν είναι σταθερή και αναλλοίωτη, θα πρέπει να αναρωτηθούμε από ποιο είδος ιστορίας έχει ανάγκη σήμερα η κοινωνία μας. Δεν υπάρχει πολιτισμένο έθνος που να μην έχει επηρεαστεί από την αρχαία ελληνική πόλη και όλες τις αξίες, πνευματικές, θεσμικές, κοινωνικές, καλλιτεχνικές, που γεννήθηκαν σ’ αυτήν, αρχίζοντας από την ίδια την έννοια της πολιτικής.
 
* Η μελέτη της πόλης
Ένας ειδικός της ιστορίας της επιστήμης της ιστοριογραφίας θα μπορούσε να απαριθμήσει τους ποικίλους «εθνικούς» δρόμους μέσα από τους οποίους μελετήθηκε κάθε φορά η ιστορία της αρχαιοελληνικής πόλεως: τη γερμανική προσέγγιση (όπου δίνεται ιδιαίτερο βάρος στο δίκαιο), τη γαλλική (με έμφαση στη θρησκεία), καθώς και πολυάριθμες άλλες σχολές (στην Αγγλία, στην Ιταλία, στη Δανία) που χρησιμοποίησαν φιλοσοφικοκοινωνικές προσεγγίσεις πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, από τον ιδεαλισμό ως τον ιστορικό υλισμό. Κάποια απ’ αυτές έδωσε κάποτε για πρώτη φορά προνομιακή θέση και στην αρχαιολογία. Και μόνο ο κατάλογος των επιστημονικών έργων που γράφτηκαν για τη γέννηση της ελληνικής πόλεως-κράτους, για παράδειγμα, θα είχε μήκος πολλών χιλιομέτρων, χωρίς να υπολογίσει κανείς και τη βιβλιογραφία για τις επόμενες εποχές.
 
Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει αρκετή επικοινωνία ανάμεσα στις διάφορες σχολές, κι αυτό οφείλεται συχνά στην προκατάληψη που έχουν μερικοί επιστήμονες στο να χρησιμοποιήσουν μια γλώσσα διαφορετική από τη δική τους. Πάντως πρέπει να σεβαστούμε τη χρήσιμη αυτή πολυμορφία των τρόπων με τους οποίους κάθε κοινωνία αντιμετωπίζει αυτή την κληρονομιά.
 
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη πρόταση του νομάρχη Ηλείας να δημιουργηθεί στην Ολυμπία ένα Ινστιτούτο για την έρευνα της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας είναι πολύ εύστοχη, γιατί ένα τέτοιο ίδρυμα θα μπορούσε να αποτελέσει διεθνές σημείο αναφοράς, όπου θα κυριαρχεί ο διάλογος και η σύνθεση. (Ο Μαρκ Μπλοχ μάς δίδαξε ότι μια σύνθεση, έστω και πρόωρη, είναι προτιμότερη από εκατοντάδες αναλύσεις).
 
Θα πρέπει πάντως να σκεφτούμε σοβαρά τη μεγάλη συμβολή που θα μπορούσε να προσφέρει η Αρχαιολογία στην ανανέωση αυτών των τόσο σημαντικών για τον πολιτισμό μας σπουδών. Και αυτό προκύπτει από την κοινή διαπίστωση ότι γνωρίζουμε πολύ λίγα για την υλική πλευρά της ζωής στις αρχαίες ελληνικές πόλεις.
 
* Ο προσανατολισμός των ερευνών
Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί επιστήμονες διατυπώνουν έντονες επιφυλάξεις για τις γενικοποιήσεις εκείνων που ταυτίζουν την ελληνική ιστορία με την ιστορία της πόλεως-κράτους των Αθηνών. Και πράγματι η ιστορική έρευνα, παρ’ όλο που έχει ασχοληθεί αρκετά με το αθηναϊκό κράτος (αλλά ακόμη και γι’ αυτή τη μεγάλη δύναμη θα μπορούσε κανείς να πει πολλά ακόμη), έχει προχωρήσει ελάχιστα όσον αφορά τις άλλες πόλεις. Το λάθος είναι και των αρχαιολόγων, οι οποίοι – με σπάνιες εξαιρέσεις – επιδίδονται με μεγάλο επιστημονικό ζήλο στην ανασκαφή ιερών και νεκροταφείων, χωρίς να ενδιαφέρονται να ερευνήσουν τις πόλεις ως σύνολα, με την τεράστια πολιτιστική τους κληρονομιά. Έναντι αυτής της κληρονομιάς δεν είναι πλέον δυνατό οι ιστορικοί, δηλαδή εκείνοι που μοναδικό τους έργο είναι η διαχείριση των φιλολογικών πηγών, να τηρούν την ίδια αδιάφορη στάση. Ταυτόχρονα όμως έχουν το ολοένα και πιο επιτακτικό καθήκον να πείσουν τους άλλους επιστήμονες που ασχολούνται με την αρχαιότητα, τους αρχαιολόγους, να μην επιδίδονται μόνο στη συλλογή αρχαίων αντικειμένων αλλά να διευρύνουν τους ορίζοντες των ερευνών τους. Το να ασχοληθούν με την έρευνα των αρχαίων ελληνικών πόλεων πρέπει να αποτελέσει πρώτα ηθική και κατόπιν επιστημονική υποχρέωσή τους, αν σκοπεύουμε πράγματι να προσδώσουμε στις σπουδές αυτού του τύπου μια νέα διάσταση επικαιρότητας.
 
Είναι φυσικό η αρχαία Αθήνα να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής μας (παρ’ όλο που, όπως ειπώθηκε, δεν πρέπει να έχει την αποκλειστικότητα), όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε στην επιστημονική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα (στις 9 και 10 Απριλίου) στην Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή με θέμα τις δύο πόλεις, τη Ρώμη και την Αθήνα. Συζητήθηκε στη συνάντηση αυτή η πρακτική άποψη της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, που βρίσκεται υπό εξέλιξη και στις δύο πόλεις, οι οποίες φέρουν τη βαριά ευθύνη της συνύπαρξης του παρελθόντος με το παρόν.
 
* Η ενσωμάτωση των μνημείων
Όποιος βλέπει τι συμβαίνει στην Αθήνα αυτόν τον καιρό δεν μπορεί παρά να επαινέσει την ταχύτητα, την υπευθυνότητα και την αποτελεσματική οργάνωση των μεγάλων εργοταξίων (π.χ. στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στην Αποστόλου Παύλου, στη Ρωμαϊκή Αγορά, στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού κ.α.), ταυτόχρονα όμως εξετάζοντας τα πράγματα από τη σκοπιά του αρχαιολόγου (και με τη λέξη αρχαιολογία εννοούμε την ιστορία της πόλης η οποία αποκαθίσταται μέσω των υλικών μαρτυριών), καταλήγει κανείς σε ορισμένες σκέψεις. Κανένας, ακόμη και ο φανατικός αρχαιολόγος, δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να πιστεύει ότι στη δύσκολη διαδικασία της ενσωμάτωσης των αρχαίων μνημείων σε μια μεγαλούπολη είναι δυνατόν οι απαιτήσεις για πληρέστερη αρχαιολογική γνώση να τεθούν υπεράνω των επιτακτικών αναγκών της σύγχρονης ζωής. Η διάσωση της ιστορικοαρχαιολογικής κληρονομιάς έχει περάσει εδώ και καιρό στη δικαιοδοσία της κρατικής και κοινοτικής διοίκησης σε ολόκληρη την Ευρώπη και εφαρμόζεται με ομοιόμορφο λίγο-πολύ τρόπο η μέθοδος που οι Άγγλοι ονομάζουν αστική αρχαιολογία, δηλαδή η διερεύνηση των αρχαίων πόλεων που βρίσκονται κάτω από σύγχρονες πόλεις. Η πόλη κάτω από την πόλη ήταν ο τίτλος της ωραίας έκθεσης που φιλοξένησε ευρήματα από τις ανασκαφές του αθηναϊκού μετρό, η οποία συνοδεύτηκε από έναν ωραίο κατάλογο.
 
Ελπίζουμε πάντως να πραγματοποιηθούν και σ’ αυτή την περίπτωση συνθετικές μελέτες για να τεθεί στη διάθεση όλων των ειδικών ένα αποτελεσματικό εργαλείο μελέτης και εργασίας, που θα περιλαμβάνει τις δεκάδες των ανασκαφών που διεξήχθησαν την πόλη. Ελπίζουμε επίσης, παράλληλα με το ιερό καθήκον της διάσωσης των μνημείων, οι αρχαιολόγοι να επιχειρήσουν και μια στρωματογραφική σε βάθος έρευνα. Έχουμε ανάγκη από διαχρονικές πληροφορίες, και ιδιαίτερα όσον αφορά τους αρχαίους δρόμους – πράγμα που επιτυγχάνεται με σχετικά μικρές δαπάνες και χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Η έρευνα αυτή θα αποτελέσει πραγματικό μίτο της Αριάδνης, μέσω του οποίου θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στον λαβύρινθο του πολύπλοκου παλίμψηστου που είναι μια πόλη σαν την Αθήνα, η οποία κατοικείται επί τόσες χιλιετίες.
 
Αν αναγκαστούμε να στραφούμε στους αρχαίους Έλληνες, που όπως φαίνεται είναι αναπόφευκτο, για να αποκτήσουμε μια παιδεία σύγχρονη και γόνιμη, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από μια καλύτερη γνώση των πόλεων (και είναι πάνω από χίλιες) που οι αρχαίοι Έλληνες ίδρυσαν στη Μεσόγειο. Θα πρέπει να τις γνωρίσουμε με μια καθολική και σε βάθος προσέγγιση και όχι λαμβάνοντας μόνο υπόψη τις προηγούμενες καθησυχαστικές ερμηνείες των μαρτυριών που απαιτούσε η ήσυχη αστική ζωή μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου