Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Αντίοχος Γ’ ο Μέγας

Η επιστήμη της Ιστορίας έχει προ πολλού ξεπεράσει το στάδιο της απλουστευμένης αφήγησης πολιτικών και πολεμικών γεγονότων. Αναζητεί πρωτίστως τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που διαμορφώνουν σταθερές και σηματοδοτούν μεταβολές στην πορεία του χρόνου. Για πολλούς από τους πιο αξιόλογους μελετητές της Ιστορίας το πλέον ενδιαφέρον αντικείμενο είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Ιστορία νοοτροπιών (Histoire de mentalités).

Ωστόσο, η πολιτική ιστορία διατηρεί την αξία της: η σημασία κάποιων γεγονότων είναι τόσο καταλυτική που κανείς δεν μπορεί να την παραγνωρίσει. Από την άποψη αυτή, η πολεμική αναμέτρηση που, τον Γενάρη του 189 π.Χ., έφερε αντιμέτωπες, στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία, τις ρωμαϊκές λεγεώνες και τα στρατεύματα του Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχου Γ΄αποτελεί την πλέον καθοριστική σύγκρουση των ελληνιστικών χρόνων, καθώς συμβολίζει την επικράτηση της Ρώμης στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου και την παρακμή των ελληνιστικών βασιλείων.
Ρώμη: Η θέση της Ρώμης πριν από τη σύγκρουση που επρόκειτο να αποβεί καθοριστική μπορεί να περιγραφεί αρκετά απλά. Αφού ξεπέρασε την περιπέτεια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, όταν η εκστρατεία του Αννίβα έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της, η Ρώμη έχει εξασφαλίσει, μετά την επικράτηση στη Ζάμα το 202, τον απόλυτο έλεγχο της Δυτικής Μεσογείου. Συνεπώς, μπορεί να στρέψει την προσοχή της στα ανατολικά. Την ευκαιρία θα της τη δώσει η επεκτατική πολιτική του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας.  Το φθινόπωρο του 201, Ρόδιοι και Περγαμηνοί αποστέλλουν πρεσβείες στη Ρώμη για να ζητήσουν την επέμβασή της στην Ελλάδα. Η Σύγκλητος θα δεχθεί το αίτημά τους και θα στείλει στρατεύματα εναντίον του Φιλίππου. Για ποιούς λόγους δέχτηκε η Ρώμη να εμπλακεί στην περιπέτεια του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου, όταν η οικονομία και οι πολίτες της είναι εξαντλημένοι μετά τον σχεδόν εικοσαετή Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο; Όπως εξήγησε ο Edouard Will στο μνημειώδες έργο του “Πολιτική Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου” (“Histoire politique du monde hellénistique“, Presses universitaires de Nancy, 2η έκδ. 1979-1982, επανέκδ. Seuil, 2003, τ. II, σ. 142 επ.) τα αίτια της απόφασης αυτής πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια τη Ρώμη: η ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις υπαγορεύθηκε από τον ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό. Αν μέχρι τότε η Ρώμη δεν είχε αναμειχθεί στις υποθέσεις της Ανατολής, αυτό συνέβη γιατί δεν είχε την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς ήταν απασχολημένη στη δυτική Μεσόγειο. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, όμως, και ελεύθερη από “υποχρεώσεις” είναι και πολλοί αντιμετωπίζουν θετικά το ενδεχόμενο μιας νέας πολεμικής περιπέτειας: όχι μόνον οι πληβείοι που ως λεγεωνάριοι προτιμούν να συνεχίσουν να απολαύουν των πλεονεκτημάτων του στρατιωτικού επαγγέλματος (βλ. μισθοί και … μπόνους με τη μορφή λάφυρων), αλλά και οι πατρίκιοι, μεταξύ των οποίων υπάρχουν πολλοί με φιλοδοξίες για πολιτική εξουσία και πλουτισμό. Για αυτούς ο πόλεμος στην Ελλάδα αποτελεί ευκαιρία καταξίωσης και εκπλήρωσης των προσδοκιών τους. Η επιλογή θα αποδειχθεί ορθή: μετά από δύο χρόνια δυσκολιών, η εκλογή του ιδιοφυούς Φλαμινίνου ως υπάτου και η ανάθεση σ’ αυτόν της αρχηγίας των στρατευμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την αποφασιστική νίκη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας (Ιούνιος 197) και την επικράτηση επί του Φιλίππου. Η Ρώμη έχει πλέον τον πολιτικό έλεγχο του ελληνικού χώρου και μπορεί να καθορίζει σύμφωνα με τις επιθυμίες της το μέλλον της Ελλάδας. Αυτό που ο Πολύβιος ονόμαζε “συμπλοκή”, αναφερόμενος στην αλληλεξάρτηση των εξελίξεων σε Δύση και Ανατολή, αποτελεί πραγματικότητα.

ΑΝΤΙΟΧΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ
Περισσότερο αξίζει να σταθούμε στην μέχρι τότε πορεία του αντίπαλου της Ρώμης, του Αντίοχου Γ΄. Από όλα τα ελληνιστικά βασίλεια, η μοναρχία των Σελευκιδών ήταν αυτή με τα περισσότερα εγγενή προβλήματα. Κυβερνώντας μια αχανή έκταση (από τα μικρασιατικά παράλια ως τις παρυφές της Ινδίας), με ανομοιογενή πληθυσμιακή σύνθεση και διοικητική οργάνωση, οι Σελευκίδες μονάρχες καλούνταν διαρκώς να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες στα δύο άκρα της επικράτειάς τους.

Η άνοδος του Αντίοχου στον θρόνο: Το 226 π.Χ., ανέβηκε στο θρόνο της Αντιόχειας ο Σέλευκος Γ΄ ο Σωτήρ, ο επονομαζόμενος και Κεραυνός, διαδεχόμενος τον πατέρα του, τον Σέλευκο Β΄. Οι μακροχρόνιες δυναστικές έριδες του οίκου των Σελευκιδών είχαν δώσει στους φιλόδοξους Ατταλίδες της Περγάμου την ευκαιρία να αποσπάσουν αρκετά εδάφη στη Μικρά Ασία. Ο Σέλευκος έκρινε ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να τα ανακτήσει κι έτσι, το 223, πέρασε την οροσειρά του Ταύρου, επικεφαλής μεγάλου στρατεύματος. Ενώ, όμως, βρισκόταν στη Φρυγία, δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Τα στρατεύματα έσπευσαν να ανακηρύξουν επί τόπου ως βασιλέα τον Αχαιό, συγγενή του δολοφονημένου μονάρχη. Ο Αχαιός, δεύτερος εξάδελφος του Σέλευκου Β΄, ήταν περίπου τριάντα ετών και όλοι τον θεωρούσαν ικανό και έμπειρο στρατηγό. Εντούτοις, επέλεξε να αρνηθεί την πρόταση και αναγνώρισε τα δικαιώματα του νόμιμου διαδόχου, δηλαδή του Αντίοχου, αδελφού του Σέλευκου. Πολύ γρήγορα, πιθανότατα ύστερα από πρόταση του Αχαιού, ο οποίος θα πρέπει να ασκούσε επιρροή στον νεαρό μονάρχη (ο Αντίοχος δεν πρέπει να ήταν πάνω από 19 ετών), ορίσθηκαν ο μεν Αχαιός ως γενικός διοικητής των δυτικών σατραπειών (με αποστολή να ανακτήσει από τους Ατταλίδες τα χαμένα μικρασιατικά εδάφη), ο δε Μόλων, ως τότε σατράπης της Μηδίας, γενικός διοικητής των Άνω Σατραπειών, δηλαδή των εδαφών ανατολικά της Βαβυλώνας. Ωστόσο, το ισχυρότερο πρόσωπο στην αυλή της Αντιόχειας ήταν ο “επί των πραγμάτων” (σαν να λέμε πρωθυπουργός) Ερμίας, ο οποίος πρέπει να κατείχε το αξίωμά του ήδη από τα χρόνια του Σέλευκου Β΄. Η βουλιμία του να ελέγξει με απόλυτο τρόπο την εξουσία θα προκαλέσει σειρά από αναταράξεις. Καταρχάς, το καλοκαίρι του 222 θα στασιάσει στα Εκβάτανα ο Μόλων. Ο Αντίοχος, κατόπιν προτροπής του στρατηγού Επιγένη, θα θελήσει να καταπνίξει ο ίδιος την εξέγερση του διοικητή των Άνω Σατραπειών. Ο Ερμογένης θα τον αποτρέψει: το σημαντικό είναι η ανάκτηση της Κοίλης Συρίας, της περιοχής που περιλαμβάνει τον Λίβανο, τη νότια Συρία και την Ιουδαία και την οποία κατέχουν από τα χρόνια του Τρίτου Συριακού Πόλεμου οι Λαγίδες της Αλεξάνδρειας. Όσο για τη στάση στη Μηδία, αυτή μπορεί να την αντιμετωπίσει και κάποιος από τους στρατηγούς της Αντιόχειας. Οι προτάσεις του Ερμία θα αποδειχθούν, φυσικά, εντελώς άστοχες: η εκστρατεία του 221 στην Κοίλη Συρία θα αποτύχει οικτρά, όπως ακριβώς κι ο μισθοφόρος στρατηγός Ξενοίτας, τον οποίο θα συντρίψει ο Μόλων στις όχθες του Τίγρη. Η αντίδραση του Ερμία θα είναι η αναμενόμενη από έναν ειδικό στις ραδιουργίες: θα βάλει να δολοφονήσουν τον πολιτικό του αντίπαλο Επιγένη. Αυτό θα βάλει σε υποψίες τον νεαρό Σελευκίδη, ο οποίος, για πρώτη φορά, θα αγνοήσει τις συμβουλές του Ερμία και θα στείλει ενάντια στον σατράπη της Μηδίας ένα φέρελπι νεαρό στρατηγό, τον Ζεύξι. Η πρωτοβουλία θα αποδειχθεί σωτήρια, γιατί το καλοκαίρι του 221 ο Μόλων θα συντριβεί και θα αυτοκτονήσει. Η επιτυχής έκβαση της εκστρατείας θα ενισχύσει την πεποίθηση του Αντίοχου ότι πρέπει να απαλλαγεί από τον Ερμία, του οποίου τελικά θα διατάξει τη δολοφονία.
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι έχει αποκατασταθεί η ηρεμία στο εσωτερικό του βασιλείου, το φθινόπωρο του 220 ο Αντίοχος θα πληροφορηθεί τα πιο απροσδόκητα δυσάρεστα νέα. Ο Αχαιός, ο άνθρωπος στον οποίο ο Αντίοχος χρωστούσε τον θρόνο του, εξεγέρθηκε και ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τον στρατό στη Λαοδίκεια της Φρυγίας. Η απόφαση του Αχαιού, που είχε αποδείξει την αφοσίωσή του στον νόμιμο διάδοχο, φαίνεται δύσκολο να εξηγηθεί. Η προσωπική φιλοδοξία, την οποία προτείνει ο Πολύβιος, φαίνεται ανεπαρκής ως αιτιολογία. Κατά πάσα πιθανότητα, το αίτιο της στάσης του Αχαιού ήταν ακριβώς η αντιπαλότητά του με τον Ερμία και η πεποίθηση ότι η επιρροή του δεύτερου έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Όταν ο Αχαιός πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Ερμία ήταν πλέον πολύ αργά για να κάνει πίσω. Σε κάθε περίπτωση, καμία από τις δύο πλευρές δεν αντέδρασε άμεσα: ο Αχαιός παρέμεινε στις Σάρδεις για να οργανώσει τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά της Περγάμου, ενώ ο Αντίοχος έδωσε προτεραιότητα στην επιχείρηση ανάκτησης της Κοίλης Συρίας.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΡΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Πράγματι, η συγκυρία φαινόταν ευνοϊκή για μια εκστρατεία κατά των Λαγιδών. Το 221 πέθανε ο Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης, και τον διαδέχθηκε ο δεκαεφτάχρονος γιος του, ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ. Ο νεαρός Λαγίδης, που είχε δάσκαλό του τον Ερατοσθένη, ήταν άπειρος και έδειχνε από νωρίς την προτίμησή του για τις πνευματικές αναζητήσεις και, κυρίως, για τις απολαύσεις της Αλεξάνδρειας. Την ουσιαστική εξουσία ασκούσαν οι αυλικοί Σωσίβιος και Αγαθοκλής. Στην αρχή, η εκστρατεία του Αντίοχου φάνηκε ότι θα είναι επιτυχής: εκμεταλλευόμενος την αδράνεια των Πτολεμαίων και την αποστασία του Θεόδοτου, του Αιτωλού μισθοφόρου στρατηγού ο οποίος διοικούσε την Κοίλη Συρία για λογαριασμό της Αλεξάνδρειας, ανέκτησε τη Σελεύκεια της Πιερίας, το επίνειο της Αντιόχειας που κατείχαν οι Λαγίδες από τα χρόνια του Τρίτου Συριακού Πολέμου. Μπροστά στον κίνδυνο εισβολής, ο Σωσίβιος οργάνωσε την οχύρωση των συνόρων της Αιγύπτου και, με περισσή οξυδέρκεια, παρέσυρε τον Αντίοχο σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες διήρκεσαν ακριβώς όσο χρόνο απαιτούσε η οργάνωση επαρκούς και αξιόμαχου στρατεύματος, το οποίο θα περιλάμβανε για πρώτη φορά και Αιγύπτιους “μάχιμους” οπλίτες. Όταν ο Αντίοχος κατάλαβε ότι οι διαπραγματεύσεις αποτελούσαν παγίδα, ήταν πλέον αργά. Στο τέλος της άνοιξης του 217 ο Φιλοπάτωρ ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια με 75.000 άνδρες. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 23 Ιουνίου του 217 στη Ράφια, στο νότιο άκρο της Παλαιστίνης. Ο Αντίοχος επιχείρησε να καταδιώξει το ιππικό του Πτολεμαίου, κίνηση που παρέσυρε και τη φάλαγγά του. Καθώς το πεζικό του Αντίοχου άφησε τις θέσεις του και έχασε τη συνοχή του ηττήθηκε κατά κράτος από την “αιγυπτιακή” φάλαγγα. Ο Φιλοπάτωρ είχε σώσει την Αίγυπτο: μετά τη Ράφια ανέκτησε εύκολα την Κοίλη Συρία, χωρίς όμως να επιχειρήσει να εισβάλει στο εσωτερικό του βασιλείου του αντιπάλου του. Ο Αντίοχος, μάλιστα, κατάφερε να κρατήσει τη Σελεύκεια. Άρα, είχε κάποιο κέρδος σε σύγκριση με την προ του πολέμου κατάσταση, πλην όμως είχε αποτύχει όσον αφορά τον κύριο σκοπό του.
Παρά την ήττα, ο Αντίοχος είχε ετοιμοπόλεμες αρκετές δυνάμεις ώστε να επιχειρήσει να καταστείλει τη στάση του Αχαιού. Για τον σκοπό αυτό, δεν δίστασε να συμμαχήσει με τον μισητό εχθρό, τον Άτταλο Α΄ της Περγάμου. Αφού το 216 πέρασε την οροσειρά του Ταύρου, προέλασε χωρίς να συναντήσει αντίσταση μέχρι τη Λυδία και το 215 κατέλαβε τις Σάρδεις: ο Αχαιός οχυρώθηκε στην ακρόπολη της πόλης, απ΄ όπου αντιστάθηκε για δύο χρόνια, μέχρι τελικά να τον νικήσει ο Αντίοχος και να διατάξει την εκτέλεσή του. Ο Ζεύξις θα αναλάβει πλέον τη γενική διοίκηση των σατραπειών της Μικράς Ασίας και ο Αντίοχος θα συνεχίσει τις προσπάθειές του με νέο στόχο.
 http://rogerios.files.wordpress.com/2009/11/bactriane07b.jpg?w=300&h=142

Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ
Το σχέδιο του Αντίοχου είναι σαφές: θέλει να αποκαταστήσει τα σύνορα του βασιλείου του όπως αυτά είχαν στα χρόνια του Σέλευκου Α΄: δηλαδή εκτός από την Κοίλη Συρία, τη Μικρά Ασία και τη Θράκη πρέπει να ανακτήσει και τα εδάφη που χάθηκαν στα ανατολικά. Πράγματι, η κατάσταση στις Άνω Σατραπείες είναι εξαιρετικά ανησυχητική: πέρα από την πάντα πιστή Βαβυλωνία, οι Σελευκίδες ελέγχουν πλέον μόνο την Ελυμαΐδα και τη Μηδία. Η Παρθία-Υρκανία έχει καταληφθεί από τους νομάδες που θα πάρουν το όνομα Πάρθοι. Η Περσίδα, η Γεδρωσία και η Καρμανία εξεγείρονται συνεχώς και έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο της Αντιόχειας. Η Βακτριανή, μαζί με τη Σογδιανή και την Αρία, αποτελεί πια ανεξάρτητο ελληνιστικό βασίλειο, από τα χρόνια του Διόδοτου.
Η “Ανάβαση” του Αντίοχου ξεκινά το 212 π.Χ. με μια εκστρατεία κατά της Αρμενίας: ο Ιρανός μονάρχης της, ο Ξέρξης, δηλώνει υποτέλεια στον Αντίοχο. Ο βασιλιάς παραμένει το διάστημα 211-210 στη Μηδία, προσπαθώντας να συλλέξει τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας. Φτάνει ως το σημείο να υπεξαιρέσει το θησαυρό του ναού της Αναΐτιδος (Αναχίτα) στα Εκβάτανα. Έπειτα, ξεκινά το 209 να αντιμετωπίσει τους Πάρθους. Ο μονάρχης τους, ο Αρσάκης Β΄, θα αναγκαστεί, μετά από μερικές ήττες στα πεδία των μαχών, να συνάψει συνθήκη με τον Αντίοχο, αποδεχόμενος τον όρο να αφήσει ελεύθερη την εμπορική οδό που επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Το 208, ο Σελευκίδης μονάρχης θα επιτεθεί κατά του Ευθύδημου της Βακτριανής, τον οποίο θα πολιορκήσει στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα. Η πολιορκία θα κρατήσει δύο χρόνια. Ο Αντίοχος δεν θα πετύχει να καταλάβει την ακρόπολη και τελικά θα προτιμήσει να συνάψει συνθήκη με τον ηγεμόνα της Βακτριανής, ο οποίος θα αναγνωρίσει τον Σελευκίδη ως επικυρίαρχό του. Στη συνέχεια, ο Αντίοχος θα προχωρήσει ως τους Παροπαμισάδες και την Αραχωσία, όπου θα αποσπάσει τις δηλώσεις υποτέλειας κάποιων Ινδών βασιλίσκων. Θα επιστρέψει στη βάση του από το Νότο, μέσω των ακτών του Περσικού Κόλπου και της Αραβίας, μαζεύοντας λάφυρα. Μολονότι, επί της ουσίας και σε σχέση με τον αρχικό στόχο, η Ανάβαση του Αντίοχου είχε σχετική μόνο επιτυχία, υπήρξε οικονομικά επικερδής και από άποψη προπαγάνδας εξαιρετικά σημαντική. Όπως αναφέρει και ο Πολύβιος στο τέλος του ενδέκατου βιβλίου του: “Τὸ μὲν οὖν πέρας τῆς εἰς τοὺς ἄνω τόπους στρατείας Ἀντιόχου τοιαύτην ἔλαβε τὴν συντέλειαν, δι᾽ ἧς οὐ μόνον τοὺς ἄνω σατράπας ὑπηκόους ἐποιήσατο τῆς ἰδίας ἀρχῆς, ἀλλὰ καὶ τὰς ἐπιθαλαττίους πόλεις καὶ τοὺς ἐπὶ τάδε τοῦ Ταύρου δυνάστας, καὶ συλλήβδην ἠσφαλίσατο τὴν βασιλείαν, καταπληξάμενος τῇ τόλμῃ καὶ φιλοπονίᾳ πάντας τοὺς ὑποταττομένους: διὰ γὰρ ταύτης τῆς στρατείας ἄξιος ἐφάνη τῆς βασιλείας οὐ μόνον τοῖς κατὰ τὴν Ἀσίαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς κατὰ τὴν Εὐρώπην”. Μετά την ολοκλήρωση της Αναβάσεως, ο Αντίοχος παίρνει τον τίτλο “Βασιλεύς Μέγας”, και μπορεί να στραφεί στην ανάκτηση της Κοίλης Συρίας.


ΠΕΜΠΤΟΣ ΣΥΡΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ αδιαφόρησε εντελώς για τις κρατικές υποθέσεις, των οποίων τη διαχείριση είχε αφήσει στο δίδυμο Σωσίβιου-Αγαθοκλή. Το καλοκαίρι του 204 ο Φιλοπάτωρ πεθαίνει σε ηλικία μικρότερη των 35 ετών και τον διαδέχεται ο ανήλικος γιος του, ο Πτολεμαίος Ε΄, ο λεγόμενος και Επιφανής. Κανονικά την αντιβασιλεία πρέπει να την ασκήσει η Αρσινόη, η μητέρα του ανήλικου βασιλιά, πλην όμως θα δολοφονηθεί από τον Αγαθοκλή. Η πολιτική αστάθεια στην Αλεξάνδρεια παρέχει στον Αντίοχο μια εξαιρετική ευκαιρία για να επιτύχει τα επεκτατικά σχέδιά του. Τον χειμώνα του 203-202, θα συνάψει συμμαχία με τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας, με αντικείμενο τη διανομή των κτήσεων του κράτους των Λαγιδών. Έπειτα, θα συγκεντρώσει στρατεύματα και θα εισβάλει στην Κοίλη Συρία. Ο Πέμπτος Συριακός Πόλεμος θα εκπληρώσει όλες τις προσδοκίες του Αντίοχου. Ο στρατός του θα κάνει περίπατο μέχρι τη Γάζα, όπου και θα συγκρουσθεί με τον Αιτωλό Σκόπα, που διοικεί τα πτολεμαϊκά στρατεύματα. Η αντίδραση αυτή απλώς θα καθυστερήσει το μοιραίο για την Αλεξάνδρεια. Δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη Ράφια. Στην αποφασιστική αναμέτρηση που θα δοθεί στο Πάνιον το 200 π.Χ., ο Αντίοχος θα πετύχει συντριπτική νίκη. Όλη η Κοίλη Συρία μέχρι και την Ιουδαία θα καταστεί μέρος της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών.
Έχοντας επιτύχει κατά τα δύο τρίτα τους στόχους του, ο Αντίοχος είναι ελεύθερος να στρέψει τις βλέψεις του προς τη Δύση. Πρώτα η Μικρά Ασία, έπειτα η Ευρώπη. Εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν είναι δυνατό να υποψιασθεί ότι η προσπάθειά του θα προσκρούσει στην αρτιότερη πολεμική μηχανή που θα γνώριζε η Αρχαιότητα.

 Ο ΑΝΤΙΟΧΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΣΙΠΥΛΟΥ

http://rogerios.files.wordpress.com/2009/11/ancg-seleuk-sg6934-1.jpg?w=300&h=160Ο Αντίοχος θα αρχίσει την προσπάθεια επέκτασης στη Δύση το 198 π.Χ. με επιχειρήσεις κατά της Περγάμου: ο στρατηγός Ζεύξις εισβάλλει στα εδάφη του Αττάλου Α΄, κατά παράβαση της συνθήκης που είχε συνάψει ο Αντίοχος με τον Ατταλίδη μονάρχη λίγα χρόνια πριν, όταν δηλαδή ήθελε να εξασφαλίσει τα νώτα του προκειμένου να ανακτήσει την Κοίλη Συρία. Το 197, ο Αντίοχος συμμαχεί με τον Προυσία Α΄, βασιλιά της Βιθυνίας και φυσικό εχθρό των Περγαμηνών. Η είδηση αυτής της συμφωνίας δεν πρέπει να χαροποίησε ιδιαίτερα τον Ευμένη Β΄, που είχε μόλις διαδεχθεί τον πατέρα του στον θρόνο της Περγάμου.Την ίδια χρονιά, ο Σελευκίδης ηγεμόνας θα επιτεθεί κατά των κτήσεων των Λαγιδών στη Μικρά Ασία και το Αιγαίο και θα επιχειρήσει να καταλάβει εδάφη από τα νοτιοδυτικά μέχρι τα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας και ως τα στενά του Ελλήσποντου: πόλεις όπως τα Πάταρα, η Ξάνθος, ο Κολοφών, η Φώκαια και η Άβυδος θα βρεθούν υπό την κυριαρχία του Αντίοχου. Οι κινήσεις του Σελευκίδη θα προκαλέσουν τελικά την πρώτη διπλωματική αντιπαράθεσή του με τη Ρώμη: δύο ελληνικές πόλεις, η Σμύρνη και η Λάμψακος, θα ζητήσουν από τη Ρώμη να εγγυηθεί την ανεξαρτησία τους έναντι του Αντίοχου.

Ο “ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ” ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ
Το 196, μια ρωμαϊκή πρεσβεία υπό τον Λ. Κορνήλιο Λέντουλο θα συναντηθεί με τον Αντίοχο στη Λυσιμάχεια της Θράκης, προτείνοντάς του, μάλιστα, τη ρωμαϊκή διαμεσολάβηση στη διαμάχη Σελευκιδών και Λαγιδών. Ο Αντίοχος βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής του κι έχει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αποκρούσει την πρόταση της Ρώμης: “όπως δεν ανακατεύομαι στις υποθέσεις της Δύσης, έτσι και η Ρώμη πρέπει να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις της Ανατολής. Άλλωστε είμαι εδώ στη Θράκη για να πάρω αυτά που ανήκουν κληρονομικά στο βασίλειό μου: τα εδάφη που κατέκτησε ο πρόγονός μου, ο Σέλευκος, όταν νίκησε τον Λυσίμαχο. Όσο για το αίτημα της Σμύρνης και της Λαμψάκου, αυτό θα μπορούσε να παραπεμφθεί στη διατησία των Ροδίων, αλλά, πάντως, όχι της Ρώμης”.   Μολονότι βρισκόμαστε ακόμη σε μια περίοδο που καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί τη σύγκρουση, ο Αντίοχος έχει σίγουρα κερδίσει την πρώτη διπλωματική μάχη.
Το σημαντικό γεγονός του 195 αφορά τον Αννίβα: εξόριστος από την πατρίδα του, ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατιωτικός ηγέτης καταφεύγει στην αυλή της Αντιόχειας. Η αντίδραση της Ρώμης είναι προς τον παρόν συγκρατημένη. Βεβαίως, σχεδόν αντανακλαστικά, η υπερδύναμη θα εκλέξει ως ύπατο τον θριαμβευτή της Ζάμας, τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό. Ο Αννίβας, πάντως, θα προσπαθήσει να μη δώσει τροφή στη ρωμαϊκή καχυποψία: θα αποτελέσει, άλλωστε, σαφώς μετριοπαθή σύμβουλο του Αντίοχου. Γενικά, στη Ρώμη φαίνεται να επικρατεί η πολιτική γραμμή του Φλαμινίνου, ο οποίος κρίνει ότι η ειρήνη στην Ελλάδα δεν απειλείται πλέον και ότι ο Αντίοχος δεν αποτελεί ουσιαστικό κίνδυνο. Όταν, το 193, μια πρεσβεία του Σελευκίδη φθάνει στη Ρώμη, ο Φλαμινίνος θέτει τον εξής όρο: είτε ο Αντίοχος θα αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Θράκη, οπότε η Ρώμη δεν πρόκειται να αναμιχθεί στα πράγματα της Ασίας, είτε θα παραμείνει στη Θράκη, με συνέπεια η Ρώμη να διατηρεί το δικαίωμα να συνάπτει συμμαχίες και συμφωνίες με τις πόλεις της Ασίας. Οι πρεσβευτές του Αντίοχου, αφού διαμαρτυρηθούν τυπικά, θα ζητήσουν χρόνο ώστε να μεταφέρουν την πρόταση στο βασιλιά τους και αυτός να απαντήσει μετά από ώριμη σκέψη. Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα, οι Ρωμαίοι θα στείλουν στην Ασία πρεσβεία υπό τους Σουλπίκιο και Βίλλιο. Οι Ρωμαίοι θα συναντηθούν στην Πέργαμο με τον Ευμένη (ο οποίος θα κάνει ότι μπορεί για να μεγαλοποιήσει τον κίνδυνο που συνιστά ο Αντίοχος), στην Έφεσο με τον Αννίβα και, τέλος, στη Λαοδίκεια με τον ίδιο τον Αντίοχο. Σύντομα, όμως, ο Αντίοχος θα αποχωρήσει από τις συνομιλίες, επικαλούμενος το πένθος λόγω του θανάτου του γιου και διαδόχου του. Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχισθούν, χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα.
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα υπάρχει ένας παράγοντας αστάθειας, η Αιτωλική Συμπολιτεία: δυσαρεστημένοι από τη Ρώμη, καθώς, μολονότι ήταν σύμμαχοί της κατά τον Β΄ Μακεδονικό Πόλεμο, κανένα από τα εδαφικά και πολιτικά αιτήματά τους δεν ικανοποιήθηκε, οι Αιτωλοί πασχίζουν με κάθε μέσο να προκαλέσουν πόλεμο κατά της Ρώμης. Φυσικά, η διεξαγωγή ενός τέτοιου πολέμου απαιτεί ισχυρούς συμμάχους. Έτσι, οι Αιτωλοί θα προσεγγίσουν τη Σπάρτη, τον Φίλιππο της Μακεδονίας και τελικά τον Αντίοχο. Ο τελευταίος δεν θα αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο συμμαχίας. Πεπεισμένοι ότι η βοήθεια του Αντίοχου είναι βέβαιη, οι Αιτωλοί (“άνθρωποι που πρώτα ενεργούσαν και μετά σκέφτονταν” κατά τον Ed. Will) θα ξεκινήσουν πολεμικές επιχειρήσεις, καταλαμβάνοντας τη Δημητριάδα. Ο Αντίοχος θα βρεθεί προ διλήμματος: αν θέλει να γίνει κυρίαρχος της Ελλάδας, η ευκαιρία είναι τώρα. Έτσι ο Σελευκίδης ηγεμόνας θα παρασυρθεί από τους νέους συμμάχους του. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι θα έπρεπε να ακούσει τις συμβουλές του Αννίβα και να μην αναμιχθεί στην ιστορία. Άλλωστε, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη στάση των Αιτωλών ως ένα ισχυρό διπλωματικό όπλο στις διαπραγματεύσεις του με τη Ρώμη. Αντί για αυτό, έμπλεξε σε μια περιπέτεια που επρόκειτο να αποβεί μοιραία.

 
Ο ΑΝΤΙΟΧΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΠΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ

http://rogerios.files.wordpress.com/2009/11/tyche_antioch_vatican_inv2672.jpg?w=198&h=300Οι Αιτωλοί είχαν υποσχεθεί στις ελληνικές πόλεις ότι ο Αντίοχος θα ερχόταν στην Ελλάδα με αμέτρητα στρατεύματα και με πολλούς, πάρα πολλούς πολεμικούς ελέφαντες. Στον Αντίοχο, τώρα, είχαν υποσχεθεί ότι όλοι οι Έλληνες θα έτρεχαν να συνταχθούν με αυτόν. Ο μεν Αντίοχος δεν είχε καμιά επιθυμία να εμπλέξει στη σύγκρουση το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του: όταν το 192 αποβιβάστηκε στη Δημητριάδα, τα στρατεύματά του δεν ξεπερνούσαν σε αριθμό τις 10.000, ενώ οι ελέφαντες ήταν όλοι κι όλοι έξι. Οι δε Έλληνες φάνηκαν απίστευτα διστακτικοί να υποστηρίξουν τον Σελευκίδη: λίγοι συμμάχησαν μαζί του (λ.χ. οι Μεσσήνιοι ή οι Βοιωτοί) κι αυτοί με πολλές επιφυλάξεις.

Ο Αντίοχος κατέλαβε τη Χαλκίδα κι έπειτα ο στρατός του οχύρωσε το πέρασμα των Θερμοπυλών, αναμένοντας τα ρωμαϊκά στρατεύματα που διοικούσε ο ύπατος Ακίλιος Γλάβριος. Η μάχη που δόθηκε στις Θερμοπύλες το 191 θυμίζει ως προς την εξέλιξή της την ιστορική σύγκρουση του 480 π.Χ.: ο στρατός του Αντίοχου απέκρουσε τις ρωμαϊκές επιθέσεις στα στενά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των ρωμαϊκών δυνάμεων παρέκαμψε το πέρασμα και επιτέθηκε στους Αιτωλούς που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή του ελληνικού στρατεύματος. Οι Αιτωλοί υπέστησαν συντριβή, ο στρατός του Αντίοχου, περικυκλωμένος πια από τις ρωμαϊκές δυνάμεις, είχε μεγάλες απώλειες κι ο Σελευκίδης αποφάσισε να υποχωρήσει κακήν κακώς και να επιστρέψει στην Ασία.


Ο ΑΝΤΙΟΧΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ
Οι Ρωμαίοι έκριναν ότι θα έπρεπε να αναθέσουν τη διεξαγωγή του πολέμου στον ικανότερο στρατιωτικό ηγέτη που διέθεταν. Επειδή, όμως, ο Σκιπίων ο Αφρικανός είχε ασκήσει το αξίωμα του υπάτου πολύ πρόσφατα και τυχόν επανεκλογή του θα αποτελούσε σκάνδαλο, εκλέχθηκε ως ύπατος ο αδελφός του, ο Λ. Κορνήλιος Σκιπίων. Έχοντας επίγνωση της κατάστασης, ο Λ. Κορνήλιος δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι στην εκστρατεία θα τον συνόδευε ο αδελφός του, ο οποίος θα είχε, άλλωστε, και την ουσιαστική διοίκηση του στρατεύματος. Οι Σκιπίωνες και ο στρατός τους έφτασαν στην Ελλάδα την άνοιξη του 190. Ο Αφρικανός έκρινε ότι δεν άξιζε να ασχοληθεί προς το παρόν με τους Αιτωλούς και κινήθηκε προς τα στενά του Ελλησπόντου. Φυσικά, δεν ασχολήθηκε διόλου και με τον Πτολεμαίο, που πρώτος έτρεξε να προτείνει συμμαχία. Οι σύμμαχοι τους οποίους υπολόγιζε πραγματικά η Ρώμη ήταν η Πέργαμος και η Ρόδος.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ασία ξεκίνησαν ευνοϊκά για τον Αντίοχο. Ο γιος του έλαβε εντολή να επιτεθεί κατά της Περγάμου: ο νεαρός Σέλευκος έκανε περίπατο, μέχρι που σκόνταψε στα τείχη της πόλης. Στη θάλασσα, ο Αντίοχος κατάφερε να νικήσει κατά κράτος τους Ροδίους ανοιχτά της Σάμου. Ακολούθησαν πολλές συγκρούσεις σε ξηρά και θάλασσα με αμφίρροπη έκβαση: σε κάποια από αυτές αιχμαλωτίστηκε ο γιος του Σκιπίωνα του Αφρικανού. Η συνέχεια υπήρξε επιτυχέστερη για τη Ρώμη και τους συμμάχους της: τον Αύγουστο του 190, οι Ρόδιοι νίκησαν σε ναυμαχία κοντά στη Σίδη της Παμφυλίας τον στόλο που διοικούσε ο Αννίβας, ενώ τον Σεπτέμβριο η ρωμαϊκή συμμαχία συνέτριψε τον στόλο του Αντίοχου στη Μυόννησο. Ανενόχλητος, ο ρωμαϊκός στρατός πέρασε τα στενά και ενώθηκε με τα στρατεύματα του Ευμένη της Περγάμου. Η κατάσταση γινόταν ανησυχητική για τον Αντίοχο, ο οποίος αποφάσισε να διαπραγματευθεί με τον εχθρό, προτείνοντας να εκκενώσει τη Μικρά Ασία και να πληρώσει στους Ρωμαίος το ήμισι των πολεμικών δαπανών τους. Μόνο που οι Ρωμαίοι βρίσκονταν πια σε θέση ισχύος: αντιπρότειναν την αποχώρηση των δυνάμεων του Αντίοχου ανατολικά της οροσειράς του Ταύρου και την καταβολή του συνόλου των πολεμικών δαπανών τους. Η μόνη επιλογή που είχε ο Αντίοχος ήταν να πολεμήσει.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
Στις αρχές του χειμώνα του 190-189, οι ρωμαϊκές δυνάμεις παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Σκιπίων ο Αφρικανός αρρώστησε, ενώ πρωτίστως τον απασχολούσε η αιχμαλωσία του γιου του, για την απελευθέρωση του οποίου κατέβαλλε διαρκείς προσπάθειες. Όσο ο Σκιπίων ήταν άρρωστος, τη διοίκηση των στρατευμάτων ανέλαβε ο Κν. Δομίτιος Αενοβάρβος (δηλαδή ένας πολύ μακρινός πρόγονος του Νέρωνα), Οι Ρωμαίοι διέθεταν 30.οοο άνδρες, μεταξύ των οποίων τέσσερις εμπειροπόλεμες λεγεώνες. Σε αυτές τις δυνάμεις πρέπει να προστεθεί ο στρατός του Ευμένη της Περγάμου, που ανερχόταν σε περίπου 15 με 20.000. Αν πιστέψουμε τον Τίτο Λίβιο, ο Αντίοχος έστειλε μυστικά απεσταλμένους στον Σκιπίωνα, προτείνοντάς του την απελευθέρωση του αιχμάλωτου γιου του και μαζί ένα τεράστιο χρηματικό ποσό προκειμένου να αποχωρήσει από την Ασία. Ο Σκιπίων αρνήθηκε την πρόταση. Φυσικά, η αξιοπιστία του Τ. Λίβιου ελέγχεται ως προς το θέμα αυτό, καθώς τέτοια πρόταση μάλλον δεν έγινε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, ο Αντίοχος φέρθηκε ιπποτικά, καθώς απελευθέρωσε τον γιο του Σκιπίωνα χωρίς κανένα αντάλλαγμα.

Στην πραγματικότητα, ο Αντίοχος είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση: είχε συγκεντρώσει εξαιρετικά μεγάλο στράτευμα, γεγονός που του επέτρεπε την αισιοδοξία ότι θα μπορούσε να πετύχει αποφασιστική νίκη κατά των Ρωμαίων. Ο στρατός του αριθμούσε περισσότερους από 70.000 άνδρες. Η στρατιά ήταν αρκετά ανομοιογενής, αλλά περιλάμβανε εντυπωσιακές δυνάμεις ιππικού, σε μεγάλο βαθμό ιρανικές, δρεπανηφόρα άρματα και 64 ινδικούς ελέφαντες. Ο Σελευκίδης ηγεμών αποφάσισε να επισπεύσει την αναμέτρηση, ενώ ο Σκιπίων ήταν ακόμη άρρωστος (και μολονότι είχε στείλει μήνυμα στον Αντίοχο να μη δώσει μάχη προτού αναρρώσει ο ίδιος και αναλάβει τη διοίκηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων). Ως πεδίο μάχης, ο Αντίοχος επέλεξε τη Μαγνησία του Σιπύλου, στην κοιλάδα του Έρμου ποταμού, κάπου 50 χιλιόμετρα βόρεια της Σμύρνης. Ο Αντίοχος έκρινε ότι η μορφολογία του εδάφους τον ευνούσε, καθώς του επέτρεπε να παρατάξει το ιππικό και τα άρματά του και να επιχειρήσει να περικυκλώσει τους Ρωμαίους. Η μάχη που δόθηκε τον Γενάρη του 189 ξεκίνησε με αισιόδοξα μηνύματα για τους Σελευκίδες: επικεφαλής του ιππικού του, ο Αντίοχος επιχείρησε να προκαλέσει ρήγμα στις ρωμαϊκές δυνάμεις και φάνηκε να τα καταφέρνει. Οι Ρωμαίοι ωστόσο ανασυντάχτηκαν, ενώ είχαν και την τύχη να τους συμβουλεύει ο Ευμένης, άριστος γνώστης τόσο του πεδίου της μάχης όσο και των τακτικών και μεθόδων πολέμου που ακολουθούσαν και εφάρμοζαν οι ασιατικές στρατιές. Παράλληλα, οι καιρικές συνθήκες συμμάχησαν με τη Ρώμη: η ομίχλη και η συνεχής βροχή δυσχέραναν αφάνταστα τις κινήσεις του ιππικού και των αρμάτων του Αντίοχου, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η φάλαγγα του Σελευκίδη αμφιταλαντεύτηκε για τον αν θα έπρεπε να υποστηρίξει την επίθεση του ιππικού ή να κρατήσει τις θέσεις της: το αποτέλεσμα ήταν να χάσει τη συνοχή της. Οι Ρωμαίοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία, αντεπετέθηκαν και συνέτριψαν το πεζικό του Αντίοχου. Ο Τ. Λίβιος μιλά για 50.000 νεκρούς μεταξύ των στρατιωτών του Αντίοχου, αριθμός φυσικά υπερβολικός. Αναμφίβολα, όμως, η αναμέτρηση της Μαγνησίας υπήρξε ολέθρια για τον Σελευκίδη βασιλιά.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΠΑΜΕΙΑΣ
Ο Αντίοχος θα μπορούσε να αποσυρθεί στα εδάφη του και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Σίγουρα θα μπορούσε να συγκεντρώσει ικανά στρατεύματα για να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους και να ανατρέψει υπέρ του την κατάσταση. Αντ’ αυτού, επέδειξε απίστευτα παθητική στάση και δέχτηκε γρήγορα να συνθηκολογήσει. Στους προηγούμενους όρους της Ρώμης (εκκένωση της Θράκης και όλης της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας μέχρι τον Ταύρο, πολεμική αποζημίωση που υπολογίστηκε στα 15.000 τάλαντα) προστέθηκε η απαίτηση για την παράδοση είκοσι ομήρων, μεταξύ των οποίων ο γιος του Αντίοχου που έφερε το ίδιο όνομα με τον πατέρα του (ο μελλοντικός Αντίοχος Δ΄) και κάποιοι σύμβουλοι του βασιλιά, του Αννίβα περιλαμβανομένου (τον οποίο πάντως ο Αντίοχος άφησε να διαφύγει). Μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, η συνθήκη κυρώθηκε από τους πληρεξούσιους των δύο αντιπάλων στην Απάμεια της Φρυγίας (αρχές του 188). Ο μεγάλος νικητής ήταν η Ρώμη, που πλέον είχε καταστεί αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του ελληνικού κόσμου. Κερδισμένοι φυσικά ήταν και οι σύμμαχοι της Ρώμης: ο Ευμένης της Περγάμου από απλός τοπικός δυνάστης γινόταν κυρίαρχος της Μικράς Ασίας, της Ανατολίας και της Θράκης. Οι Ρόδιοι ανταμείφθηκαν με τη Λυκία και την Καρία. Ωστόσο, η εξουσία της Περγάμου και την Ρόδου ήταν δοτή: συμβαλλόμενα μέρη της συνθήκης ήταν μόνο η Ρώμη και ο Αντίοχος. Ό,τι κατείχε η Ρόδος και η Πέργαμος ήταν δώρο της Ρώμης, το οποίο η υπερδύναμη θα μπορούσε να ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή (και πράγματι, στην περίπτωση της Ρόδου αυτό δεν άργησε και τόσο να συμβεί).
Όσο για τον μεγάλο ηττημένο, αυτός δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να διεκδικήσει την ηγεμονία της οικουμένης, ούτε να ξαναβρεί τη χαμένη δόξα του. Όχι ότι οι διάδοχοί του δεν θα το προσπαθούσαν. Γρήγορα όμως θα καταλάβαιναν ότι μια προσταγή της υπερδύναμης θα αρκούσε για να σβήσει τις πιο ένδοξες νίκες που κατακτήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Ο ίδιος ο Αντίοχος αναγκάστηκε πολύ σύντομα α να πάρει τον δρόμο της Ανατολής. Η είδηση της συντριβής στη Μαγνησία σίγουρα θα αναζωπύρωσε τις αποσχιστικές τάσεις στις Άνω Σατραπείες. Την άνοιξη του 188, ο Αντίοχος βρέθηκε στη Βαβυλώνα για τις γιορτές του βαβυλωνιακού νέου έτους. Έπειτα κατευθύνθηκε προς την Ελυμαϊδα, όπου προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα (ίσως για μια νέα εκστρατεία στα ανατολικά, ίσως για να μαζέψει το ποσό των πρώτων δόσεων της υπέρογκης πολεμικής αποζημίωσης που έπεπε να καταβάλει στη Ρώμη): ενώ επιχειρούσε να λεηλατήσει ένα ναό έξω από τα Σούσα, δολοφονήθηκε από το εξαγριωμένο πλήθος. Κι έτσι άδοξα γράφτηκε η τελευταία σελίδα του πιο ένδοξου Σελευκίδη, αυτού που με λίγη τύχη παραπάνω (ή με λίγο περισσότερη οξυδέρξκεια) θα μπορούσε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου.
Αξίζει να επισημανθεί ότι δύο, τουλάχιστον, καβαφικά ποιήματα αναφέρονται στη Μάχη της Μαγνησίας: πρόκειται για το  ομώνυμο ποίημα (του οποίου, όμως, κεντρικός ήρωας είναι ο Φίλιππος Ε΄, βασιλιάς των Μακεδόνων) και για τον Τεχνουργό κρατήρων.


ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΤΟΥ 3ου  ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΟΥΒΡΟΥ
 Βασιλείς
Σέλευκος Α’ Νικάτωρ
Αντίοχος Α’ Σωτήρ
Αντίοχος Β’ Θεός
Σέλευκος Β’ Καλλίνικος
Σέλευκος Γ’ Κεραυνός
Αντίοχος Γ’ ο Μέγας
Σέλευκος Δ’ Φιλοπάτωρ
Αντίοχος Δ’ Επιφανής
Αντίοχος Ε’ Ευπάτωρ
Δημήτριος Α’ Σωτήρ
Αλέξανδρος Α’ Βάλας
Δημήτριος Β’ Νικάτωρ
Αντίοχος ΣΤ’ Διόνυσος
Διόδοτος Τρύφων
Αντίοχος Ζ’ Σιδήτης
Αλέξανδρος Β’ Ζαβινάς
Αντίοχος Η’ Γρυπός
Αντίοχος Θ’ Κυζικηνός
Σέλευκος ΣΤ’
Αντίοχος Ι’ Ευσεβής
Αντίοχος ΙΑ’ Επιφανής
Δημήτριος Γ’ Εύκαιρος
Φίλιππος Α’ Φιλάδελφος
Αντίοχος ΙΓ’ Ασιατικός
Φίλιππος Β’ Φιλορωμαίος

Ο θάνατος της Κλεοπάτρας ήταν όντως αυτοκτονία;

<Ο θάνατος της Κλεοπάτρας από τον Juan Luna1881

Σύμφωνα με τις αποδεκτές ιστορικές αναφορές, η Κλεοπάτρα, η τελευταία ενεργή φαραώ της αρχαίας Αιγύπτου, η οποία κυβέρνησε μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά την Ελληνιστική περίοδο, αυτοκτόνησε κρατώντας ένα φίδι στο σώμα της και επιτρέποντας του να την δαγκώσει, να τη σκοτώσει με το δηλητήριο του. Οι αναμνήσεις από τη ζωή της Κλεοπάτρας έχουν εξαφανιστεί ως μνημεία και τα παλάτια έχουν μετατραπεί σε ερείπια στη διάρκεια των χιλιετιών. Αλλά το ερώτημα παραμένει: Αυτοκτόνησε πραγματικά ή υπάρχει κάτι πιο σκοτεινό στο θάνατο της;

Η Κλεοπάτρα γεννήθηκε το 69 π.Χ. και έζησε και πέθανε στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μέλος της Μακεδονικής ελληνικής βασιλικής οικογένειας και η οικογένειά της κυβέρνησε την Αίγυπτο για περισσότερο από τρεις αιώνες. Ήταν πολύ μορφωμένη και μιλούσε άπταιστα επτά γλώσσες. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ιστορικό αυτοκτονίας στην οικογένειά της, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις δολοφονίας. Η Κλεοπάτρα περιγράφεται ως φλογερή και ισχυρογνώμων, οπότε το ερώτημα είναι αν θα τα εγκατέλειπε όλα με μια αυτοκτονία.

Στην ηλικία των 18, κληρονόμησε το θρόνο και παντρεύτηκε τον δεκάχρονο αδελφός της, τον Πτολεμαίο τον 13το. Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο να εξουσιάζουν από κοινού ως μονάρχες, η Κλεοπάτρα δεν είχε καμία πρόθεση να μοιραστεί την εξουσία με το μικρότερο αδελφάκι της. Ωστόσο, ήρθε η στιγμή όταν ο Πτολεμαίος ο 13τος αμφισβήτησε την Κλεοπάτρα -και λίγο καιρό μετά βρέθηκε νεκρός, μια παρόμοια μοίρα περίμενε σε διαφορετικούς χρόνους και τα άλλα αδέλφια της. Θεωρείται ότι η Κλεοπάτρα ήταν υπεύθυνη για δύο από τους πέντε θανάτους των αδελφών της.

Η Κλεοπάτρα φοβόταν ότι θα κατηγορηθεί για συνωμοσία δολοφονίας έτσι προσέφυγε στη δικαστική εξουσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όπως είναι γραμμένο, ότι ήταν εραστής της ο Ιούλιος Καίσαρας και του χάρισε ένα γιο. Ωστόσο, μετά τη δολοφονία του Καίσαρα το 44 π.Χ., ευθυγραμμίζεται με τον Μάρκο Αντώνιο, ο οποίος κυβέρνησε τη Ρώμη στο κενό εξουσίας μετά το θάνατο του Καίσαρα και ήταν αντίπαλος με τον νόμιμο κληρονόμο του Καίσαρα, Γάιο Ιούλιο Οκταβιανό (Οκταβιανός). Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Μάρκος Αντώνιος αφού έχασε τη μάχη του Ακτίου με τις δυνάμεις του Οκταβιανού, αυτοκτόνησε και η Κλεοπάτρα ακολούθησε το παράδειγμά του. Ο Οκταβιανός στη συνέχεια έκανε την Αίγυπτο ρωμαϊκή επαρχία και έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της, αλλάζοντας το όνομά του σε Αύγουστο.


Κλεοπάτρα και Καίσαρ από τον Jean Leon Gerome, 1866

Το πείραμα της σκέψης Gedanken

Η μελέτη Gedanken είναι ένα νοητικό πείραμα για να ελεγχθεί η βασιμότητα της υπόθεσης και αρκετές τέτοιες μελέτες έχουν συνταχθεί για να εξετάσουν τα υποτιθέμενα γεγονότα γύρω από το θάνατο της Κλεοπάτρας.

Το μαυσωλείο της Κλεοπάτρας είναι γνωστό ότι έχει εντοπιστεί κοντά σε ένα παλάτι, όπου ο Οκταβιανός ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Όπως λέει η ιστορία, η Κλεοπάτρα ήταν στο μαυσωλείο της όταν έγραψε σημείωμα αυτοκτονίας, το οποίο δόθηκε σε έναν φρουρό για να παραδοθεί στον Οκταβιανό. Είναι προφανώς αμέσως μετά ότι κρατούσε ένα φίδι, γνωστό ως "ασπίς" όπως λεγόταν στα ελληνικά πιθανότατα οχιά, στο στήθος της και τη δάγκωσε και τη σκότωσε.

Είναι λογικό αυτό; Δεν φαίνεται έτσι. Ο φύλακας, ο οποίος δήθεν αγνοούσε το περιεχόμενο του σημειώματος, χρειαζόταν μόνο λίγα λεπτά για να περπατήσει αρκετές εκατοντάδες μέτρα για να δώσει τον Οκταβιανό το σημείωμα και στη συνέχεια λίγα λεπτά για να επιστρέψει, αλλά από ιατρικής άποψης, έχει προταθεί ότι το δηλητήριο της ασπίδας χρειαζόταν μια-δυο ώρες για να σκοτώσει την Κλεοπάτρα, αν την σκότωνε. Οι εμπειρογνώμονες λένε ότι, κατά μέσο όρο, μόνο το 50% του δηλητηρίου της ασπίδος εγχέεται στο δάγκωμα που υποδηλώνει ότι κάποιος έχει υψηλές πιθανότητες επιβίωσης από ένα τέτοιο δάγκωμα.


Ο θάνατος της Κλεοπάτρας από τον Reginald Arthur, 1892.

Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησε επιτρέποντας σε ένα φίδι γνωστό ως ασπίδα να την δαγκώσει
Ένα κομμάτι των πληροφοριών τείνει να κάνει ορισμένα άτομα πιστεύουν ότι η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησε (αν και λανθασμένα) ενώ βρισκόταν στο Αρχείο του Ναού. Στο ναό, βρίσκεται ένα γλυπτό της Ίσιδας που περιβάλλεται από ένα φίδι. Η Κλεοπάτρα νομιζόταν ότι είναι η μετενσάρκωση της Ίσιδας εν ζωή που υποδηλώνει ότι η μοίρα της ήταν συνδεδεμένη με το φίδι.

Μια πρόταση είναι ότι ο Οκταβιανός δολοφόνησε την Κλεοπάτρα ως μέρος του σχεδίου του να αναλάβει την αυτοκρατορία. Ο Οκταβιανός είχε τον έλεγχο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ ο Μάρκος Αντώνιος είχε τον έλεγχο στην ανατολική. Δεδομένου ότι ο Οκταβιανός ήθελε τον έλεγχο ολόκληρης της αυτοκρατορίας, χρησιμοποίησε την Κλεοπάτρα ως πιόνι και κήρυξε τον πόλεμο.

Ο Οκταβιανός αισθάνθηκε ότι θα μπορούσε να συλλάβει την Κλεοπάτρα και να την εξευτελίσει.
Η πληροφορία αυτή προέρχεται από τα απομνημονεύματα του Οκταβιανού έτσι η ακρίβεια της πρέπει επίσης να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Εκείνη την εποχή, ο γιος της Κλεοπάτρας (Καισαρίων) λογιζόταν ως απειλή για τη Ρώμη από τον Οκταβιανό. Αρκετές ημέρες πριν ο Οκταβιανός φτάσει στην Αλεξάνδρεια, η Κλεοπάτρα έστειλε τον Καισαρίωνα στην Αιθιοπία για τη δική του προστασία. Παρ 'όλα αυτά, ο Καισαρίων βρέθηκε και δολοφονήθηκε. Μερικοί μελετητές προτείνουν ότι ήταν ο Οκταβιανός ο οποίος έστειλε τους φρουρούς του να δολοφονήσουν την Κλεοπάτρα αφού σκότωσε το γιο της, επιτρέποντάς στον ευατό του να αναλάβει τον έλεγχο της αυτοκρατορίας. Πράγματι, το σώμα της Κλεοπάτρας βρέθηκε μαζί με δυο από τις υπηρέτριες της, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπήρξε βρώμικο παιχνίδι και όχι αυτοκτονία.


Οκταβιανός και Κλεοπάτρα από τον Louis Gauffier, 1787.

Ήταν ο Οκταβιανός υπεύθυνος για το θάνατο της Κλεοπάτρας;
Πιο πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η Κλεοπάτρα πέθανε από ένα κοκτέιλ φαρμάκων και όχι δάγκωμα φιδιού. Σύμφωνα με τον Christoph Schafer, ένα Γερμανό ιστορικό και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τρίερ, «αρχαίοι πάπυροι δείχνουν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν για δηλητήρια και ένας πάπυρος λέει Κλεοπάτρα έκανε δοκιμές μ'αυτά στην πραγματικότητα». Ο Schafer πιστεύει ότι επέλεξε ένα δηλητηριώδες κοκτέιλ από το όπιο, Aconitum (ακονίτο) και κώνειο. Παρά το γεγονός ότι ένα τέτοιο δηλητήριο μπορεί να της έχει επίσης χορηγηθεί από κάποιον άλλον και όχι από το δικό της χέρι.

Μέχρι αυτή τη στιγμή, φαίνεται ότι ο θάνατος της Κλεοπάτρας δεν μπορεί να επιλυθεί καθώς υπάρχουν μόνο ανέκδοτες πληροφορίες σχετικά με τις τελευταίες ώρες της. Ωστόσο, υπάρχουν σίγουρα αρκετά για να αναρωτηθούμε αν η αποδεκτή εκδοχή του θανάτου της περιγράφει με ακρίβεια τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σχεδόν δύο χιλιετίες πριν.

Απανθρακωμένα κουκιά, τα οποία κατανάλωναν οι πιστοί και έφταναν σε έκσταση και μέσα από τις παραισθήσεις «επικοινωνούσαν» με τις ψυχές των νεκρών στο πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου κόσμου, αυτό του Αχέροντα στην Πρέβεζα, βρέθηκαν σε μικρά και μεγάλα πιθάρια που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στον χώρο.

Απανθρακωμένα κουκιά, τα οποία κατανάλωναν οι πιστοί και έφταναν σε έκσταση και μέσα από τις παραισθήσεις «επικοινωνούσαν» με τις ψυχές των νεκρών στο πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου κόσμου, αυτό του Αχέροντα στην Πρέβεζα, βρέθηκαν σε μικρά και μεγάλα πιθάρια που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στον χώρο.
Η υποψήφια διδάκτωρ Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, Ευγενία Γκατζόγια, που έκανε την αρχαιοβοτανική μελέτη σε απανθρακωμένους σπόρους και παρουσίασε τα αποτελέσματά της στο συμπόσιο για το Αρχαιολογικό Έργο στη Βορειοδυτική Ελλάδα και τα Νησιά του Ιονίου, στα Γιάννενα βρήκε ανάμεσα στους σπόρους μεγάλο αριθμό από κουκιά καθώς επίσης σταφύλια, ελιές και άλλα δημητριακά.
«Μικρά και μεγάλα πιθάρια για την αποθήκευση στερεών και υγρών τροφών βρέθηκαν σε υπόγεια αίθουσα ενός οικοδομήματος στην κοιλάδα του Αχέροντα. Μέσα στα πιθάρια διατηρήθηκαν σε απανθρακωμένη μορφή πλούσιες συγκεντρώσεις αγροτικών προϊόντων», ανέφερε η κ. Γκατζόγια, προσθέτοντας ότι από τα δημητριακά ξεχωρίζουν τα κουκιά, το σιτάρι, τα μπιζέλια, ενώ από τα φρούτα τα μόνα που εντοπίστηκαν σε μεγάλες ποσότητες σε έναν μικρό πίθο είναι τα σταφύλια και μάλιστα μια ποικιλία σαν σταφίδα.
Τα σωζώμενα λείψανα του νεκρομαντείου του Αχέροντα χρονολογούνται στην Ελληνιστική περίοδο και το κύριο τμήμα του ιερού στο τέλος του 4ου – αρχές του 3ου αιώνα. Στην ίδια περίοδο ανάγεται και η χρήση του οικοδομήματος μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα πιθάρια. Η χρήση του νεκρομαντείου είναι γνωστή από τις αρχαίες πηγές. Οι ιερείς οδηγούσαν τους επισκέπτες μέσα στο ιερό και με τελετουργικό τρόπο εκείνοι έρχονταν σε επαφή με είδωλα των νεκρών.

Ζώα υποψήφια για γενετική ανάσταση

Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα για μια σειρά από εξαφανισμένα ζώα…
 
Μην πάει αμέσως το μυαλό σας στο «Jurassic Park» και τους δεινόσαυρους, καθώς αυτοί μοιάζουν τελειωμένη ιστορία.
 
Για μια σειρά όμως από ζώα που εξαφανίστηκαν από τον πλανήτη μας, το αναστάσιμο μήνυμα είναι έτοιμο να παραδοθεί.
 
Λίγο η κλιματική αλλαγή, λίγο ο πανταχού παρών ανθρώπινος παράγοντας και η καθαρή απερισκεψία του και να σου μια μακρά σειρά από σχετικά πρόσφατες εξαφανίσεις να λαμβάνουν χώρα στη Γη.
 
Ευτυχώς που προνόησε ο άνθρωπος να κρατήσει γενετικό υλικό από τα ζώα αυτά δηλαδή, το οποίο με τις σημερινές τεχνολογίες γενετικής αποκατάστασης δεν φαντάζει πια όνειρο απατηλό.
 
Την ώρα που μιλάμε μάλιστα γίνονται κοπιώδεις προσπάθειες για να έρθουν και πάλι στη ζωή χαμένα είδη.
 
Κι αν ηθικά ζητήματα μοιραία εγείρονται σε κάθε τέτοια απόπειρα, με τον άνθρωπο να προσπαθεί λες να το παίξει θεός, ας μην ξεχνάμε ότι δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να το παίξουμε διάβολοι και να εξαφανίσουμε τα ζώα αυτά από προσώπου γης!
 
Το να τα επαναφέρουμε στη ζωή μοιάζει έτσι απλή αποκατάσταση του λάθους μας…
 
Επιβατικό περιστέρι
 
Με το που έφτασαν οι πρώτοι ευρωπαίοι άποικοι στον Νέο Κόσμο, είδαν έκπληκτοι τα άφθονα επιβατικά περιστέρια της Βόρειας Αμερικής να αποτελούν το πολυπληθέστερο είδος πουλιού στον πλανήτη.
 
Τόσος ήταν ο πληθυσμός τους μάλιστα που τα σμήνη έκρυβαν τον ήλιο όταν μετανάστευαν από τα πυκνά δάση της ανατολικής ακτής στα λημέρια τους στα κεντρικά της ηπείρου.
 
Η καταστροφή χτύπησε όταν το λυσσαλέο κυνήγι και η εμπορική τους εκμετάλλευση αποδεκάτισαν τα σμήνη, με τις απέλπιδες προσπάθειες να προστατευτούν με νόμο να μην αποδίδουν καρπούς.
 
Το τελευταίο δείγμα του υπέροχου περιστεριού πέθανε στην ανθρώπινη αιχμαλωσία το 1914 στέλνοντας το είδος στα «ψιλά» της Ιστορίας.
 
Εργαστήρια και μουσειακά δείγματα διατήρησαν όμως το DNA τους και ομάδα επιστημόνων προσπαθεί εδώ και έναν χρόνο να τα επαναφέρει στη ζωή: η ομάδα παρουσίασε μια πρωτόλεια εκδοχή της δουλειάς της στο γνωστό βιομηχανικό συνέδριο TedEx του 2013.
 
Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά θα είμαστε προσεκτικότεροι, αν τα καταφέρει τελικά η επιστημονική παρέα…
 
Quagga
 
 
Το άλογο-τίγρης ήταν μείγμα αλόγου και ζέβρας, διατηρώντας χαρακτηριστικά και από τα δύο είδη. Ζούσε άλλοτε στη Νότια Αφρική, αν και το μανιασμένο κυνήγι του σύντομα θα το εξαφάνιζε από προσώπου γης, κάτι που συνέβη δυστυχώς στα τέλη του 19ου αιώνα.
 
Το καφέ χρώμα του και οι περιορισμένης έκτασης ρίγες του υποδηλώνουν ότι πρέπει να ήταν πρόγονος της ζέβρας, ενώ η κατάφωρη γειτνίασή του με τη σημερινή ζέβρα έχει δελεάσει τους επιστήμονες να αποπειραθούν να το επαναφέρουν στη ζωή.
 
Εδώ τον πρώτο λόγο παίρνει η επιλεκτική αναπαραγωγή και τα αποτελέσματα είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά, κάνοντας τους επιστήμονες να ισχυριστούν ότι έχουν διανύσει περισσότερο από το μισό του δρόμου για την οριστική ανάσταση του quagga! Διάφορα δείγματα με ενδιάμεσες αποχρώσεις έχουν ήδη απελευθερωθεί σε εθνικά πάρκα…
 
Huia Νέας Ζηλανδίας
 
 
Τα ορεινά δάση της Νέας Ζηλανδίας φιλοξενούσαν άλλοτε ένα μυστηριώδες μαύρο και καλλίφωνο ωδικό πτηνό, το huia, το οποίο επιδείκνυε έναν αλλόκοτο σεξουαλικό διμορφισμό.
 
Το πουλί εξαφανίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα ως αποτέλεσμα της αποψίλωσης των δασών αλλά και του χωρίς όρια και ηθικούς φραγμούς κυνηγιού του από τον πανταχού παρόντα άνθρωπο.
 
Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει ωστόσο μια σοβαρή προσπάθεια για την αναβίωσή του, κυρίως μέσω DNA από τα κόκαλα του πουλιού, με πολλά δείγματά του να φυλάσσονται σε μουσεία και επιστημονικά εργαστήρια της χώρας. Η κλωνοποίησή του ίσως και να μην είναι όνειρο απατηλό…
 
Παπαγάλος της Καρολίνα
 
 
Ο μόνος γηγενής παπαγάλος της Βόρειας Αμερικής (Καναδάς και ΗΠΑ) είναι ταυτοχρόνως και μια από τις πιο πρόσφατες εξαφανίσεις ζωικών ειδών, αλλά και μια από τις πιο μυστηριώδεις και τραγικές συνάμα.
 
Ζούσε στα ίδια πλούσια δάση με το επιβατικό περιστέρι, κυνηγήθηκε όμως ανηλεώς από τους αγρότες εξαιτίας της ενοχλητικής τάσης του να τους κλέβει τα φρούτα. Κατόπιν γενικεύτηκε η χρήση των φτερών του ως διακοσμητικά σε καπέλα, αποδεκατίζοντας έτσι τον άλλοτε αγέρωχο πληθυσμό του.
 
Ο τελευταίος από δαύτους έφυγε από τον κόσμο το 1916 σε συνθήκες αιχμαλωσίας, προνόησαν όμως οι άνθρωποι να κρατήσουν δείγμα του πουλιού που οι ίδιοι εξαφάνισαν, κι έτσι σήμερα που μιλάμε λαμβάνει ήδη χώρα μεγάλη απόπειρα για την ανάστασή του. Ίσως μια μέρα να ξανακελαηδήσει στα δάση της Βόρειας Αμερικής…
 
Auroch
 
 
Τη λέγανε άγρια αγελάδα και ήταν ο πρόγονος της οικόσιτης σημερινής. Την ώρα λοιπόν που τα άλλα βοοειδή της οικογένειας, όπως οι βούβαλοι και οι βίσωνες για παράδειγμα, αντέχουν καλά και σε κάποιες περιπτώσεις ακμάζουν κιόλας, η άγρια αγελάδα δεν είχε εξίσου καλή τύχη και σήμερα έχει εξαφανιστεί εντελώς από τον πλανήτη Γη.
 
Άλλοτε όμως όργωνε την Ευρασία, δίνοντας τη δυνατότητα στον άνθρωπο να την εξημερώσει και να δημιουργήσει έτσι διάφορες νέες υβριδικές ράτσες, εκμεταλλευόμενος παράλληλα τόσο το κρέας και το γάλα όσο και το δέρμα της. Και πώς της ξεπληρώσαμε τη χάρη;
 
Εξαφανίζοντας κάθε δείγμα της από προσώπου γης, τόσο μέσω κυνηγιού όσο και με την εξάπλωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Έχουμε όμως το εξημερωμένο υποείδος της να παρηγορούμαστε, την κοινή μας αγελάδα, η οποία ωστόσο μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάσταση του auroch, ακολουθώντας σχεδόν αντίθετη διαδικασία.
 
Η απελευθέρωση εξάλλου κοπαδιών από άγριες αγελάδες στα ευρωπαϊκά δάση θα τονώσει την άγρια ζωή της ηπείρου αλλά και τα ίδια τα δάση…
 
Μαμούθ
 
 
Αντίθετα με τις πρόσφατες εξαφανίσεις, η εξαφάνιση του μαμούθ παραμένει μυστήριο. Κι αυτό γιατί κατάλληλα φυσικά περιβάλλοντα συνεχίζουν να υφίστανται στην παγωμένη σιβηριανή τούνδρα, εκεί που βρίσκουμε συνήθως καταψυγμένα τα μαμούθ που κοσμούν μουσεία φυσικής ιστορίας στη μήκη και τα πλάτη της οικουμένης.
 
Οι συνθήκες που διατήρησαν τα σώματά τους έχουν ταυτοχρόνως διατηρήσει σχεδόν άθικτο και το DNA των θεόρατων αυτών θηλαστικών, δίνοντας έτσι στην επιστήμη τη δυνατότητα να δοκιμάσει τις δυνάμεις της: την κλωνοποίηση του μαμούθ χρησιμοποιώντας τον κοντινότερο εν ζωή συγγενή του, τον ασιατικό ελέφαντα!
 
Σήμερα θεωρείται ότι δεν μπορεί να εξαφανίστηκαν από τις κλιματικές αλλαγές, ενοχοποιώντας πια ολοένα και περισσότερο το αλόγιστο κυνήγι του, και πάλι τον άνθρωπο δηλαδή…
 
Τριχωτός ρινόκερος
 
 
Η Φύση είναι γεμάτη από αλληλοσυνδεδεμένα είδη: με τον ίδιο τρόπο που τα αφρικανικά λιβάδια και τα ασιατικά τροπικά δάση είναι το σπίτι ελεφάντων και ρινόκερων, το μαμούθ μοιραζόταν άλλοτε την τούνδρα με τον τεράστιο τριχωτό ρινόκερο.
 
Σε μέγεθος μικρού φορτηγού, ο μαλλιαρός γίγαντας υπερασπιζόταν τη ζωή και την περιοχή του με ένα ασυνήθιστα μεγάλο κέρατο, διαβόητο στις πανάρχαιες ανθρώπινες φυλές.
 
Εικόνες του ρινόκερου έχουν εμφανιστεί στα προϊστορικά σπήλαια της Γαλλίας (Λασκό), αποδεικνύοντας ότι είχε μπει στο θηρευτικό στόχαστρο του ανθρώπου ήδη από τον προϊστορία. Και βέβαια είναι και πάλι ο πάγος και οι ιδανικές συνθήκες κατάψυξης που μας παρέχουν γενετικά βιώσιμο DNA από πτώματα του ρινόκερου.
 
Οι προσπάθειες ανάστασης του γιγαντιαίου είδους εντάσσονται μάλιστα στην ίδια απόπειρα αναβίωσης του μαμούθ, με σκέψεις να υπάρχουν ακόμα και για τη δημιουργία «εθνικού πάρκου Πλειστόκαινου» με δείγματα και των δύο ζώων. Ένα ελαφρώς διαφορετικό «Jurassic Park» δηλαδή…
 
Αίγαγρος Πυρηναίων
 
 
Η οριστική εξαφάνιση του αγριοκάτσικου των Πυρηναίων παραμένει μια από τις πιο τραγικές και αναίσθητες από πλευράς ανθρώπου, καθώς συνέβη μόλις το 2000, ξέροντας για χρόνια δηλαδή ότι το απειλούμενο είδος όδευε προς το πλανητικό του τέλος.
 
Τα νέα εδώ ωστόσο είναι χαρμόσυνα, καθώς η εξαφάνισή του συνέπεσε χρονικά με την ανάπτυξη νέων τεχνικών κλωνοποίησης, κι έτσι το 2003 ένας ολοζώντανος αίγαγρος πάτησε και πάλι χορτάρι, αν και έμελλε να πεθάνει λίγο αργότερα από πνευμονική ανεπάρκεια.
 
Ένα ατυχές ελάττωμα δηλαδή που ενδεχομένως θα αποφευχθεί στις επόμενες απόπειρες αναβίωσής του. Παρά ταύτα, το γεγονός παραμένει εκπληκτικό, η ανάσταση ζώου δηλαδή με μόλις ένα (αν και σοβαρό) φυσιολογικό μειονέκτημα!
 
Με λίγη τύχη και πολλά κονδύλια φυσικά, ο αίγαγρος των Πυρηναίων έχει πολλές πιθανότητες να γίνει το πρώτο τεχνητά παραγόμενο θηλαστικό του κόσμου.
 
Υπάρχουν βέβαια προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν και δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις τεχνικές κλωνοποίησης, αλλά και με το μετέπειτα της ζωής του, όπως οι κοινωνικά μαθημένες συμπεριφορές για παράδειγμα…
 
Γαστρικά αναπαραγόμενος βάτραχος
 
 
Στα τέλη του 20ού αιώνα, μια επιδημία εξωτικών σπόρων (μυκήτων) εξαπλώθηκε στην Αυστραλία, ως αποτέλεσμα της απρόσεκτης απελευθέρωσης στη Φύση μη γηγενών γυρίνων.
 
Η ασθένεια πρόσβαλε αμέτρητα είδη αμφιβίων και αποδεκάτισε τους πληθυσμούς τους, με τον γαστρικά αναπαραγόμενο βάτραχο της Βόρειας Αυστραλίας να πλήττεται τα μέγιστα και να εξαφανίζεται έτσι από προσώπου γης το 1983.
 
Οι Αυστραλοί όμως είχαν προνοήσει και είχαν καταψύξει δείγματα του βατράχου ήδη από το 1970 και πλέον ομάδα γενετιστών από το Πανεπιστήμιο του New South Wales κατάφεραν να γονιμοποιήσουν ωάρια από κοινό είδος βατράχου με γενετικό υλικό από τον γαστρικά αναπαραγόμενο βάτραχο.
 
Παρά το γεγονός ότι τα έμβρυα έζησαν μόλις λίγες μέρες, τα αποτελέσματα ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά και το φρικιό αυτό της Φύσης (που κλωσάει τα αυγά του καταβροχθίζοντάς τα!) έχει καλές πιθανότητες να γίνει το πρώτο ζώο που να αναστηθεί γενετικά από τον άνθρωπο…
 
Γιγαντιαίος βραδύπους
 
Πελώριος, αργοκίνητος και ιδιαιτέρως ασυνήθιστος, ο γιγαντιαίος βραδύπους ζούσε στον Νέο Κόσμο μέχρι και πριν από 10.000 χρόνια.
 
Παρά το γεγονός ότι ήταν τετράποδος, ο θεόρατος πρόγονος της γνωστής οικογένειας στεκόταν με άνεση στα πίσω του πόδια για να φτάσει στα ψηλότερα φυλλώματα των δέντρων.
 
Με βάρος που άγγιζε τους 4 τόνους, ο γιγαντιαίος βραδύπους ξεπερνιόταν σε μέγεθος μόνο από τον σημερινό ελέφαντα, την ίδια ώρα που λειτούργησε ευεργετικά για μια σειρά από είδη, καθώς «όργωνε» τις δασικές εκτάσεις δημιουργώντας περάσματα για μικρότερα ζώα και πουλιά.
 
Σε μια περίεργη τροπή της γενετικής αποκατάστασης, οι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι έχουν βρει αρκετό γενετικό κώδικα από τα απολιθωμένα οστά του ζώου, με την αποκατάσταση του γονιδιώματός του να συμβαίνει τώρα που μιλάμε.
 
Βέβαια, θα πρέπει να βρεθεί και κατάλληλος ανάδοχος γονέας για το πελώριο είδος, κάτι που μόνο εύκολο δεν είναι…

Μύηση, Βίωση Αληθινής Φύσης στην Αρχαία Ελλάδα

Η Επικοινωνία με το Άγνωστο, το Υπερβατικό, η Προσέγγιση και η Βίωση της Θεότητας, η Είσοδος στον Χώρο της Πραγματικότητας, απαιτεί την προσωπική προσπάθεια του καθενός…

Ακόμα κι αν χρησιμοποιούνται πρακτικές, τυπικά, τελετουργικά, όλα αυτά είχαν σκοπό να αφυπνίσουν τον άνθρωπο για να Ανυψωθεί Ως την Πραγματικότητα…

Τίποτα δεν λειτουργεί μηχανιστικά. Οποτεδήποτε και οπουδήποτε επιχειρείται αυτό απλά δεν «λειτουργεί»…

Επομένως το μόνο πραγματικό τελετουργικό είναι η «προσωπική πραγμάτωση» όπως κι αν το αντιλαμβανόμαστε αυτό.

Στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχαν:

- Εξωτερικές δραστηριότητες, γιορτές, και τα Μικρά Μυστήρια, που προσανατολίζουν την ψυχοσωματική δράση μας.

- Εσωτερικές τελετές, τα Μεγάλα Μυστήρια, που διευθετούν την ψυχική διάθεσή μας.

- Ανώτερα Μυστήρια που μας αποκαλύπτουν το αληθινό ον (που είμαστε),

- Μύηση στην Πνευματική Ενότητα,

- Υπέρτατη Μύηση που μας Ανυψώνει στη Θεότητα, το Τελευταίο Στάδιο αυτής της εσωτερικής εξέλιξης… της Ιερής Σιγής Ενώπιον του Άχρονου Θεού…

Το ότι υπήρχαν Πέντε Βαθμίδες Μύησης στην Αρχαιοελληνική Θρησκεία (που ανάγονται στην Ορφική Διδασκαλία…), στα Μυστήρια… αποδεικνύεται από την «διάρθρωση» της Ορφικής Διδασκαλίας, από τον «οργάνωση» της Διονυσιακής Λατρείας, από την «ιεράρχηση» των Μυστηρίων, ακόμα κι από την «καθιέρωση» αντίστοιχων ιερουργιών και δημοσίων και λαϊκών γιορτών…

Έμμεσα, για τις Πέντε Βαθμίδες Μύησης, γίνονται αναφορές στον Πλάτωνα, (ο οποίος συσχετίζει τα «μυστήρια» με την φιλοσοφική «ανέλιξη» και) που «μιλά» για την «λύσιν» της ψυχής από τα δεσμά του σώματος, για την ανέλιξη του νου στην σφαίρα του όντος (των ιδεών), για την Ανύψωση Ως το Είναι, και για την Ομοίωσιν με το Θεό (το «Τελείως Είναι», το Αγαθόν)…

Αλλά και στους άλλους φιλοσόφους βρίσκουμε τέτοιες αναφορές, πάντα έμμεσα, (αφού δεν επιτρεπόταν να «μιλάς» για τα «μυστήρια»)…

Ο Θέων ο Σμυρναίος (Θέων ο Πλατωνικός), φιλόσοφος στο τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα, που ασχολήθηκε ειδικά με τους πλατωνικούς διαλόγους, είναι αυτός που αναφέρεται με σαφήνεια στα πέντε στάδια βαθμίδες της Μύησης (αλλά και της προσωπικής φιλοσοφικής ανέλιξης).

α) καθαρμός, το προκαταρκτικό στάδιο,
β) κυρίως γνώση,
γ) εποπτεία -ανώτατος βαθμός μύησης,
δ) το στάδιο κατά το οποίο ο μύστης γίνεται «δαδούχος» -ιεροφάντης και έχει τη δύναμη της μεταλαμπάδευσης, μύησης άλλων,
ε ) ομοίωση προς το Θεό.

Σε όλους τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους γίνονται αναφορές στην αρχαία θρησκεία και στα στάδια μύησης…

Οι «Υποστάσεις» του Πλωτίνου (Εν, Νους, Ψυχή) σχετίζονται άμεσα με τους αρχαιοελληνικούς θεούς, τα κοσμικά πεδία και τις βαθμίδες μύησης…

Ο Ολυμπιόδωρος, νεοπλατωνικός φιλόσοφος, του 6ου αιώνα μ.Χ., που έγινε σχολάρχης της νεοπλατωνικής σχολής στην Αλεξάνδρεια, μετά τον Αμμώνιο και τον διάδοχο του Αμμώνιου τον Ευτόκιο, έγραψε σχόλια στον Πλάτωνα, κι αναφέρεται κι αυτός στις πέντε βαθμίδες μύησης…

Η Μύηση (από την αρχαιοελληνική ρίζα –μυ, που «παράγει» όλες τις μυστικές έννοιες), σημαίνει αυτό που με κλειστά χείλη, χωρίς φωνή, «μεταδίδεται», το «άρητο ρήμα», που δεν διασπά τα χείλη, αυτό που δεν προφέρεται, ούτε καν, ψιθυριστά

Κατ’ επέκταση, είναι το «μυστικό», ο μυστικός θείος λόγος, ο ιερός λόγος που αναφέρεται στο Θεό, και στην θεϊκή πραγματικότητα…

Αυτή ήταν η αρχική έννοια του «ιερού λόγου». της περί Θεού, και θείας πραγματικότητας αφήγησης, του «μύθου», της μυθολογίας… Κι από ‘δω πηγάζει ακόμα κάθε έννοια μυστικισμού…

Η Μύηση στην Αρχαία Ελλάδα σημαίνει πολύ απλά την Αποκάλυψη, την Βίωση της Ενιαίας Θείας Φύσης που είμαστε όλοι, πέρα και πάνω από την ατομικότητα που είναι το «προσωπείο» με το οποίο δραστηριοποιούμαστε όλοι μας μέσα στους κόσμους.

Η ανθρώπινη συνείδηση που είναι στην πραγματικότητα η Φύση, αποτελεί ένα περιορισμό, ένα κέντρο επίγνωσης, αντίληψης. Ο άνθρωπος νοιώθει ότι βρίσκεται στο «κέντρο» και γύρω απλώνεται ο κόσμος, η δημιουργία, ο χώρος…

Για να μπορέσει ο άνθρωπος να ανυψωθεί ως την Αληθινή Φύση του πρέπει να ξεκινήσει από αυτό το «κέντρο», το κέντρο επίγνωσης, το κέντρο αντίληψης, το κέντρο δραστηριότητας… Η επιλογή του χώρου, του ιερού χώρου, που καθίσταται (εξ’ αιτίας της επιλογής του) κέντρο του κόσμου, είναι δευτερεύουσα. Το ίδιο είναι και η επιλογή του χρόνου, δευτερεύουσα.

Το ουσιαστικό στην Μύηση είναι η Ανύψωση πάνω από το «κέντρο» (του τόπου, του χρόνου, της αντίληψης) προς τον Ανοιχτό Χώρο της Φύσης, της Θεότητας.

Μύηση είναι η Βίωση της Αληθινής Φύσης μας, της Θεότητας.

Με άλλα λόγια η Μύηση, σαν Βίωμα του Υπερβατικού καταργεί όλα τα όρια, του τόπου, του χρόνου, της αντίληψης (της ατομικότητας) και μας οδηγεί στην Ενότητα του Παντός.

Γίνεται έτσι κατανοητό ότι ο ομφαλός της γης, ο ομφαλός του κόσμου, το κέντρο της δημιουργίας, της ύπαρξης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος (ο κάθε άνθρωπος).

Ο ίδιος ο άνθρωπος (σαν πρόσωπο του Θεού, ντυμένο το προσωπείο της ατομικότητας) είναι η Πύλη προς το Άπειρο Θείο, την Αληθινή Φύση.
Γι’ αυτό και η λατρεία του κατ’ εξοχήν Θεού της Δημοκρατίας, του Διονύσου, γινόταν στο ύπαιθρο, και σε «τυχαία» μέρη.

Κι οι αληθινοί οπαδοί του ήταν μοναχικοί ασκητές που βάδιζαν τον προσωπικό δρόμο τους προς τον Θεό. Ήταν οι «εξωτερικοί» λάτρες που μυούνταν στα Μυστήρια, ή συμμετείχαν στις Γιορτές του Θεού, και στους κώμους.

Ο τελικός σκοπός όλων των μυητικών δοκιμασιών, των γιορτών, των τελετών, των μυστηρίων, της Μεγάλης Μύησης, της Ομοίωσης με τον Θεό, είναι η ανύψωση του ανθρώπου, εκεί όπου καταργείται η δημιουργία, ο χρόνος, η Ανύψωση στο Άχρονο, στην Αιωνιότητα…

Ακόμα και οι μύθοι των ηρώων, που διηγούνταν οι αρχαίοι έλληνες στα παιδιά τους, είχαν τον ίδιο σκοπό. Η Μυητική Δοκιμασία του Θησέα για να φτάσει στην Αθήνα περνώντας από τους κακοποιούς στον σημερινό δρόμο Κορίνθου-Αθηνών…

η μυητική δοκιμασία του μετά στον Λαβύρινθο της Κρήτης για να καταστεί ικανός για την «θυσία του ταύρου»…

η αναζήτηση από τον Ηρακλή των χρυσών μήλων στον κήπο των Εσπερίδων…

η αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος από τον Ιάσονα στην Κολχίδα…

η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη μετά από τόσες περιπέτειες… όλες οι διηγήσεις ανήκουν στον ίδιο μυητικό-μυθολογικό κύκλο…

Αυτό που προσπαθεί να βρει ο «ήρωας» είναι «Αυτό» που προσπαθεί να βρει ο ασκητής στο κέντρο της ύπαρξής του, το Υπερβατικό, το Άχρονο…

Μιλάμε για μια δοκιμασία περάσματος από την ανθρώπινη φύση (του «προσωπείου») στην Θεία Φύση του Θεού, από την γη (τον τόπο και τον χρόνο) στο Άχρονο, στην Αιωνιότητα, από τον «θάνατο» στη γη, στη Ζωή στον Ουρανό… μία δοκιμασία που, και δύσκολη είναι, και γεμάτη κινδύνους…

Η Αληθινή Μύηση στην Αρχαία Ελλάδα της Δημοκρατίας είχε την σημασία της υπέρβασης της ανθρώπινης φύσης, της Βίωσης της Θεϊκής Αληθινής Φύσης μας.
Αυτό, ήταν μια εσωτερική διαδικασία, όπως δίδασκε ο Ορφέας κι οι Ορφικοί, είναι Αυθεντικό Βίωμα του Άχρονου, της Θεότητας, πέρα από σύμβολα, τυπικά, και «προλήψεις».

Ασφαλώς, για όσους δεν μπορούσαν να ανυψωθούν ως το Φως της Πραγματικότητας, υπήρχε η «θεολογία», η «μεταφυσική», (η φιλοσοφία), τα μυστήρια, οι τελετές, οι γιορτές.

Ο Ορφισμός απλωνόταν έτσι από το προσωπικό βίωμα της Θεότητας, μέχρι την συμμετοχή σε δημόσιες τελετές ή λαϊκές γιορτές…

Στα πλαίσια όμως του Ορφισμού (όπως επικράτησε από την εποχή των Πεισιστρατιδών και μετά, στα χρόνια της Δημοκρατίας), όλα είχαν «μεταμορφωθεί» κι είχαν λάβει «ορφικό» νόημα. Ακόμα κι οι διονυσιακές γιορτές της ωμοφαγίας, είχαν αλλάξει…

Ο Χώρος στη «φιλοσοφική σκέψη» (είτε στον εμπειρικό στοχασμό, είτε στην «μεθοδική» ερμηνεία της πραγματικότητας), από την αρχαιότητα, γινόταν αντιληπτός σαν «οντότητα που περιέχει», σαν ένα πραγματικό φυσικό πλαίσιο, εντός του οποίου υπάρχουν τα πράγματα… Ο Χώρος με άλλα λόγια, είναι Αυθυπόστατος, Απόλυτος, Άμορφος, και «Οντολογικά» Πρότερος των πάντων…

Έτσι ο Χώρος έχει Φυσική Ύπαρξη και αποτελεί από μόνος του μία οντότητα (ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν ή όχι τα «πράγματα»). Με αυτή την έννοια ταυτίζεται με την Φύση, την Φύση που θα γεννήσει τα πάντα, θα τα περιέχει… ενώ τα «πράγματα» (καταστάσεις και οντότητες) αναδύονται από την Φύση, ολοκληρώνονται στην Φύση, και καταλύονται γινόμενα έτσι ένα με την Φύση…

Στην καθαρά φιλοσοφική (αφηρημένη) έννοιά του ο Χώρος ταυτίζεται με την Κενότητα, που δεν είναι η «κενότητα του τίποτα», αλλά το πλαίσιο εντός του οποίου αναδύεται το υπάρχον. Έτσι, με αυτή ην έννοια, ο Χώρος ταυτίζεται με το Αρχέγονο «Χάος», την Πρώτη Αρχή, και στην «Θεογονία» του Ησίοδου, και στην «Ορφική Θεογονία».

Αυτό το «Χάος», που θα «προσδιορισθεί» αργότερα σαν Απεριόριστο Αχανές, Άχρονο, Χωρίς Ιδιότητες, θα ταυτιστεί με τον «Θεό» της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, και των «Ορφικών» ιδιαίτερα…

Από την στιγμή όμως που ο άνθρωπος στρέφεται από τον Χώρο στα αντικείμενα, για να προσδιορίσει την θέση τους και την σχέση τους με άλλα αντικείμενα, η «έννοα του χώρου» αλλάζει, ο χώρος γίνεται μετρήσιμος και μπορεί να περιγραφεί από ένα σύστημα γεωμετρικών συντεταγμένων.

Έτσι, γεννιέται στην Αρχαία Ελλάδα (στην αρχαιοελληνική σέψη) ο «γεωμετρικός χώρος», η γεωμετρία…

Έτσι, λοιπόν, πλάι στην έννοια του Απόλυτου Χώρου, του θεωρητικού, του νοητού, του «μυστικιστικού», που κατάγεται από την αρχαία σκέψη που «ταυτίζει» τον Χώρο με την Φύση, το Θεό, εισάγεται στους κλασσικούς χρόνους η δεύτερη έννοια του χώρου, του χώρου που αντιλαμβάνεται και μετρά ο άνθρωπος προσδιορίζοντας την θέση και την σχέση των αντικειμένων μεταξύ τους, ο γεωμετρικός χώρος…

Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως, και οι δύο έννοιες του Χώρου (και του χώρου) έχουν αρχαιοελληνική καταγωγή… Στην συνέχεια θα καταλάβουμε, γιατί επιμένουμε σε αυτό…

Για τους Αρχαίους Έλληνες (και την αρχαιοελληνική σκέψη) ο Χώρος (η Φύση, ο Θεός) είναι Ενιαίος, και η μόνη Πραγματική Ιδιότητά του είναι η Κενότητα (η Άγνωστη Κενότητα που «Περιέχει» Εν Δυνάμει τα πάντα, κι από την Οποία Αναδύονται τα πάντα…)… Εντός του «Ενιαίου Χώρου» «συμβαίνουν» όλα…

Στον σχετικό περιορισμένο γεωμετρικό χώρο (της ανθρώπινης αντίληψης) το αρχαίο χάσμα (η απόσταση των πραγμάτων μεταξύ τους) νοείται σαν «κενό», σαν φυσική οντότητα…

Όταν ο Παρμενίδης έλεγε ότι το «κενό» δεν είναι φυσική οντότητα, δεν υπάρχει, κι ότι όλα ανήκουν στον Ενιαίο Χώρο του Όντος αναφερόταν στον Απόλυτο Φυσικό Χώρο που τα «περιέχει» όλα…

Αντίθετα, όσοι υποστήριζαν την ύπαρξη του «κενού», σαν φυσικής οντότητας, αναφερόταν στον ανθρώπινο μετρήσιμο γεωμετρικό χώρο (δηλαδή σε μία ανθρώπινη νοητική κατασκευή, «περιγραφή» του χώρου που αντιλαμβανόμαστε)…

Με άλλα λόγια οι αρχαίοι φιλόσοφοι ούτε «σύγχυση» (των εννοιών) έκαναν, ούτε «διαφωνούσαν» μεταξύ τους, απλά αναφέρονταν σε «διαφορετικά» πράγματα..

Μόνο, μερικοί «αμόρφωτοι» σύγχρονοι «σοφοί» και «ερμηνευτές», ανακαλύπτουν σύγχυση και διαφωνίες (στην αρχαιοελληνική σκέψη), εκεί που δεν υπάρχουν…

Στα νεότερα χρόνια, ο Νεύτων, υιοθέτησε την πρώτη έννοια (αρχαιοελληνικής
καταγωγής) του «απόλυτου» χώρου («απαλλαγμένη» από τα «μυστικιστικά» της στοιχεία, και περιορισμένη μόνο στον υλικό φυσικό χώρο), για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα… κι ως ένα σημείο την περιγράφει επαρκώς…

Ο Αϊνστάιν στην θεωρία του της σχετικότητας, υιοθέτησε την δεύτερη έννοια (αρχαιοελληνικής καταγωγής) του «σχετικού χώρου»… Και οι δύο, και ο Νεύτωνας και ο Αϊνστάιν έχουν (εν μέρει) δίκιο…

Ειδικότερα για τον Αϊνστάιν, ο χώρος ορίζεται, υποστασιοποιείται, κι έχει έννοια, από την θέση και την διάταξη των αντικειμένων. Προφανώς, πρόκειται εδώ για μία καθαρά μαθηματική έννοια του χώρου που μπορεί να έχει επιστημονική και πρακτική σημασία, αλλά αναφέρεται σε ένα κλειστό σύστημα αντίληψης του ανθρώπου (της συνηθισμένης σχετικής συνείδησής του), δεν είναι η «απόλυτη αλήθεια»…

Για την Φιλοσοφία όμως, «υπάρχουν», πολλά, περισσότερα, πράγματα από όσα αντιλαμβάνεται η (συνηθισμένη) ανθρώπινη σκέψη… Το βασικό ερώτημα για την Φιλοσοφία, είναι «Που», Πως», «Γιατί», αναδύθηκαν τα αντικείμενα… «Τι» είναι τα αντικείμενα, και «Ποια» Σχέση έχουν με την «Πηγή» τους…

Αυτό το «Απροσδιόριστο» και «μη-μετρήσιμο» «Που», είναι ο «Αρχαίος Φιλοσοφικός Χώρος», που ταυτίζεται με το «Χάος», την Φύση, τον Θεό…

Η επιστήμη δεν μπορεί και δεν έχει τίποτα να πει γι Αυτόν τον «Χώρο»… Η επιστήμη μπορεί να χρησιμοποιεί τα «μέτρα» της και να «μετρήσει» την πραγματικότητα και τα αντικείμενα, μόνο όταν αντιμετωπίζει συγκεκριμένα αντικείμενα… Κι αυτό που «δομεί», είναι, πάντα, μία νοητική σύλληψη, μία κατασκευή, μία περιγραφή… δεν είναι η Πραγματικότητα, ούτε η «απόλυτη αλήθεια»…

Επανεγγράψιμο χαρτί που... δεν έχει ανάγκη το μελάνι

Μια ομάδα ερευνητών από την Καλιφόρνια αποκάλυψε τη δημιουργία ενός νέου τύπου επανεγγράψιμου χαρτιού, το οποίο δεν απαιτεί τη χρήση μελανιού.
Οι ερευνητές επισημαίνουν, ότι ακόμη και σε πρώιμη πρωτότυπη μορφή μπορεί να επανεγγράψει κανείς στο χαρτί αυτό 20 φορές χωρίς να επηρεαστεί η ανάλυσή του.
Το χαρτί λειτουργεί με τη χρήση υπεριώδους φωτός, για να φωτολευκανθεί μια χρωστική ουσία που περιέχει, εκτός από τα τμήματα που αποτελούν το κείμενο επάνω σε αυτό.
Η ομάδα των χημικών του πανεπιστημίου Riverside της Καλιφόρνια αναφέρει, ότι το επανεγγράψιμο χαρτί βασίζεται στην ιδιότητα αλλαγής χρώματος των βαφών οξειδοαναγωγής. Η βαφή σχηματίζει το στρώμα απεικόνισης του χαρτιού, αναφέρει δημοσίευμα της MailOnline.
«Η εκτύπωση επιτυγχάνεται με τη χρήση υπεριώδους φωτός και δεν απαιτείται η χρήση μελανιών, κάνοντάς το τόσο οικονομικά όσο και περιβαλλοντικά βιώσιμο» σχολίασε ο καθηγητής Χημείας Yadong Yin, ο οποίος ηγήθηκε των ερευνών.
Τα συμπεράσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Nature Communications.


Θα έχετε παραισθήσεις μόλις δείτε αυτή την οφθαλμαπάτη!

Παρακολουθήστε το σύντομο αυτό video από κοντινή απόσταση και στη συνέχεια κοιτάξτε μακριά από την οθόνη. Κάτι συγκλονιστικό θα συμβεί. Λίγο αποπροσανατολιστικό και φρικιαστικό, αλλά μην ανησυχείτε. Δεν θα διαρκέσει πολύ…

Η οφθαλμαπάτη θα μπερδέψει τον εγκέφαλό σας, μετατρέποντας στατικά αντικείμενα σε κινούμενα. Ονομάζεται «η ψευδαίσθηση του καταρράκτη» και οφείλεται στο μοναδικό τρόπο που έχουν ορισμένα κύτταρα του εγκεφάλου να επεξεργάζονται ένα διαρκώς κινούμενο οπτικό ερέθισμα…


Προσέχεις τι λες; Το σώμα σου σε ακούει!

Όταν κάτι πάει στραβά με την υγεία μας, είναι αλήθεια ότι έχουμε πολύ περισσότερη ενέργεια από όση φανταζόμαστε για να διορθώσουμε το πρόβλημα – αυτοθεραπευόμενοι. Το σώμα μας θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Αρκεί να μην του κόψουμε τη φόρα γκρινιάζοντας και βάζοντας στο στόμα μας τις χειρότερες λέξεις και εκφράσεις που υπάρχουν για την περίσταση.
Το σώμα μας ακούει, καταλαβαίνει πολύ καλά κάθε λέξη και είναι αναγκασμένο να συμμορφωθεί με τις πληροφορίες που του δίνουμε φωναχτά. Τι σημαίνει αυτό; Αν συνειδητοποιήσουμε τι εκστομίζουμε καθημερινά χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε, θα καταλάβουμε ότι δε βοηθάμε καθόλου την κατάσταση.
Συνηθίζουμε να λέμε φράσεις όπως:

Πέθανα από την κούραση
Μόλις γύρισα και είμαι πτώμα
Πάει να σπάσει το κεφάλι μου
Με τσάκισε η μέση μου
Ο θόρυβος μου πήρε το κεφάλι
Έσπασαν τα νεύρα μου
Είμαι πνιγμένος/η
Μου ράγισε την καρδιά
Με πλήγωσε
Μου έκοψε τα χέρια η τσάντα
Δεν μπορώ να το χωνέψω με τίποτα
Με έπρηξε

Και τι γίνεται μετά από τέτοιες υπερβολικές δηλώσεις; Το σώμα μας μπαίνει σε βαθιά σύγχυση και αντιδρά το ίδιο υπερβολικά. Γι΄ αυτό την επόμενη φορά που θα ετοιμαστείς να γκρινιάξεις επειδή νιώθεις κουρασμένος/η, πονεμένος/η, πικραμένος/η ή ο,τιδήποτε άλλο, ας το σκεφτείς και δεύτερη φορά. Η δύναμη των λέξεων είναι πολύ μεγάλη. Αυτό σημαίνει ότι κάποιες θα πρέπει να αποφεύγονται τελείως, αν πραγματικά σε ενδιαφέρει να φροντίσεις το σώμα σου και να του κάνεις τη…ζωή πιο εύκολη.

Δηλαδή πώς να μιλάμε;
Αν πεις σε ένα παιδί κάποια από τις παραπάνω φράσεις, θα παρατηρήσεις ότι θα δυσκολευτεί στην αρχή να σε καταλάβει, αφού στην πραγματικότητα δεν κυριολεκτείς. Κανένα νεύρο δεν…σπάει όταν θυμώνουμε ούτε ο θόρυβος…παίρνει το κεφάλι και το πάει βόλτα.
Το λάθος είναι ότι δίνουμε έμφαση σε αυτό που αισθανόμαστε, προφανώς για να μας προσέξουν περισσότερο οι άλλοι όταν υποφέρουμε. Στην ουσία αναπαράγουμε ασυνάρτητες φράσεις – που και εμείς ακούσαμε από τους μεγαλύτερους όταν ήμασταν παιδιά – και το κακό απλώς διαιωνίζεται. Σωστότερο λοιπόν θα ήταν, όταν θέλεις να μεταδώσεις σε κάποιον τη δυσάρεστη κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι, να το κάνεις πιο ήπια, με απλά λόγια, χωρίς υπερβολές και χωρίς να δίνεις τεράστια διάσταση στο πρόβλημα. Για παράδειγμα, αντί για τη γνωστή περιγραφή «Έσπασε το κεφάλι μου από τον πονοκέφαλο», προτίμησε να πεις «Αισθάνομαι πονοκέφαλο, θα κάνω ό,τι πρέπει για να μου περάσει». Ή αντί για το κλασικό «Είμαι πτώμα, χώμα, λιώμα κτλ.», δοκίμασε το «Είμαι κουρασμένος/η και έχω ανάγκη από ξεκούραση». Θα διαπιστώσεις ότι έτσι θα βελτιώσεις όχι μόνο την σωματική αλλά και την ψυχολογική σου κατάσταση.

H Άνοιξη στην ζωή του Χειμώνα

Οι δυο ερωτευμένοι έφυγαν ευχαριστημένοι. Θα μπορούσαν να χαρούν τον ερωτά τους. Έτσι χώρισαν αισιόδοξοι περιμένοντας τον Μάρτη.
Όμως ήταν ακόμα Φθινόπωρο και ο καιρός κυλούσε αργά. Οι δυσκολίες της καθημερινότητας, οι υποχρεώσεις του καθένα – τόσο διαφορετικές, τόσες πολλές - τους απομάκρυναν … τους απομάκρυναν … τους απομάκρυναν ….

Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία. Πίστευαν ότι η αγάπη τους όλα θα τα ξεπεράσει. Τα πικρόχολα σχόλια του Φθινόπωρου … τα ερωτικά καλέσματα του Σεπτέμβρη, που βάλθηκε να τους παρασύρει σε ερωτικά ξεμοναχιάσματα, πότε τον έναν και πότε την άλλη … την περιπαιχτική διάθεση του Οκτώβρη που γελούσε με την απόφασή τους, τις χαιρέκακες ματιές του Νοέμβρη …. Στο τέλος τα βάσανά ξεχείλισαν στα τσουβαλάκια τους και λύγισαν.
Άρχισαν να αμφιβάλουν. Μήπως οι άλλες εποχές και οι μήνες είχαν δίκιο? Μήπως έπρεπε να συνεχίσουν χωριστά? Ο ένας παρέα με τους άσπρους λύκους του και η άλλη με τα τριαντάφυλλα του κήπου της.
Ο Δεκέμβρης τους βρήκε χωριστά. Ήταν η περίοδος που ο Χειμώνας είχε φούριες. Έπρεπε να φροντίσει πολλά και σιγά σιγά ξέχασε την Άνοιξη.
Η Άνοιξη μαράθηκε. Αν και δε μετάνιωσε ούτε για μια στιγμή για την απόφαση της, πριν καιρό, να ψάξει το Χειμώνα, αναπολούσε την περίοδο πριν τον γνωρίσει. Τότε που, αν και δε χαμογελούσε πάντα, της αρκούσε να βοηθά τη φύση και τους ανθρώπους να ζωντανέψουν από το λήθαργο του χειμώνα.
Ετοίμασε τα πράγματά της για να φύγει, όμως δεν μπόρεσε. Έτσι θέλησε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια. Αν δεν πετύχαινε τουλάχιστον θα είχε κάνει ένα δώρο στον αγαπημένο της, για να τη θυμάται. Πήγε λοιπόν στη Βασίλισσα Εποχή και την παρακάλεσε να τη βοηθήσει και πάλι. Και η Βασίλισσα της έκανε το χατίρι …
Έτσι κάθε χρόνο τον Ιανουάριο, μες το καταχείμωνο, για δύο εβδομάδες ο καιρός γλυκαίνει, η θάλασσα και οι άνεμοι γαληνεύουν, και η καρδιά του Χειμώνα ζεσταίνεται και θυμάται την αγαπημένη του.

Και τότε η Άνοιξη ελπίζει …

Πόσα καλά «πιστεύω» έχεις στο μυαλό σου;

Μην αφήνεις την ύπαρξή σου να πορεύεται σε δρόμους κακοτράχαλους και δυσάρεστους εξαιτίας ακατάλληλων «πιστεύω». Φέρε τα στην επιφάνεια, ξεσκόνισέ τα και χτίσε τα προσεκτικά από την αρχή, αν χρειαστεί. Όπως ακριβώς θα ανανέωνες ένα παλιό σπίτι: κάποια δωμάτια ίσως χρειαστεί να γκρεμιστούν για να χτιστούν άλλα στη θέση τους.
Μην ξεχνάς να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου κάθε μέρα ότι:

Κάθε εμπόδιο στη ζωή σου μπαίνει για να σε προστατέψει από κάτι κακό.
Υπάρχει πάντα μια λύση για όλα.
Κανείς δεν είναι φτιαγμένος να πνίγεται σε μια κουταλιά νερό.
Η πίστη κινεί βουνά.
Το υποσυνείδητό σου θα απελευθερώσει τις ικανότητές σου την κατάλληλη χρονική στιγμή.
Είσαι ο καλύτερος φίλος του εαυτού σου, άρα ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πώς να σε υποστηρίξεις.
Ο φόβος είναι η φυσική μας προστασία από τον κίνδυνο και τίποτε άλλο.
Αύριο ξημερώνει μια διαφορετική ημέρα.
Το γέλιο προσθέτει χρόνια στη ζωή.

Θα σ’αγαπώ κι όταν γεράσεις…

Τόσα κι άλλα τόσα ερωτήματα να βασανίζουν το μυαλό.

Ήταν να τους ζηλεύεις.
Της κρατούσε τρυφερά το ροζιασμένο χέρι και σιγοτραγουδούσε χαμογελώντας.
«Όσο αγαπιόμαστε τα δυο, να με φιλάς στο στόμα.
Όσα φιλιά κι αν μου ’δωσες, δε σε χορταίνω ακόμα».

Και το όμορφο δεν ήταν ότι της τραγουδούσε αλλά ότι το εννοούσε. Αρκούσε ένα βλέμμα για να καταλάβει κανείς πως ο έρωτας ήταν εκεί. Και μετρούσε έτη πολλά.

Μπορεί να μην ήταν το κορίτσι με τα κατάμαυρα μαλλιά που τον μάγεψε κάποτε.
Να μην ήταν η μεστή γυναίκα που του χάρισε δυο παιδιά.
Να μην ήταν καν η ώριμη σύντροφος που τον στήριξε στην κρίση μέσης ηλικίας που πέρασε.
Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του ζεστού πάγου πια. Και τα χέρια της, τις γραμμές των χρόνων που πέρασαν μαζί.

Μα ήταν το κοριτσάκι του. Στα δικά του μάτια θα έμενε πάντα ίδια. Όμορφη και νέα.
Σύζυγος, σύντροφος, μάνα, αδερφή και κόρη. Όλοι οι ρόλοι συγκεντρωμένοι σε ένα πρόσωπο.

Χίλια διαφορετικά συναισθήματα. Σχέσεις ζωής.
Μια αλήθεια η αγάπη τους, που σε χτυπά κατά πρόσωπο. Έρχεται βασανιστικά να σου θυμίσει τι δεν έχεις κι ίσως να μην αποκτήσεις ποτέ.

Πως γίναμε οι άνθρωποι έτσι;
Πως καταλήξαμε ενώ αποζητούμε την αγάπη να μην την έχουμε; Να μην μπορούμε να την κρατήσουμε;
Πόσα νέα ζευγάρια του τώρα, θα γίνουν σαν αυτό το ηλικιωμένο ζευγάρι του τότε;
Πόσο βάθος έχουν εν τέλει οι σχέσεις που χτίζουμε;

Τόσα κι άλλα τόσα ερωτήματα να βασανίζουν το μυαλό. Από μια και μόνη εικόνα που σε αγαλλιάζει και σε πληγώνει ταυτόχρονα. Σε ευχαριστεί η ύπαρξή της και σε αγχώνει ο παραλληλισμός. Η μεταφορά της στη δική σου ζωή.

Εκείνη τον βοήθησε να σηκωθεί, του φόρεσε το παλτό του κι εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στον κρόταφο. Πιάστηκαν αγκαζέ και με αργά, τα ασταθή βήματα της ηλικίας, απομακρύνθηκαν από το πλάνο μα όχι κι από το μυαλό .

Τους φαντάζεσαι σε ένα ζεστό σπιτικό. Να του δίνει τις παντόφλες και τα χάπια του, φτιάχνοντας παράλληλα ζεστό τσάι και για τους δύο. Και στο κρεβάτι να κοιμούνται κολλητά, για να ζεσταίνει ο ένας τον άλλο. Κι ας γκρινιάζει εκείνος για τα αιώνια παγωμένα πόδια της κι ας μουρμουρίζει εκείνη για το ροχαλητό του που όσο περνούν τα χρόνια γίνεται χειρότερο. Τη φαντάζεσαι ν’ ανησυχεί για εκείνο τον επίμονο βήχα του κι εκείνον να σηκώνεται και να τη σκεπάζει με μια κουβέρτα, έτσι όπως αποκοιμήθηκε βλέποντας τηλεόραση. Και να κρατιούνται πάντα από το χέρι.

Ξεφεύγει η φαντασία κι εσύ χαμογελάς. Και ζηλεύεις. Κι ονειρεύεσαι. Κι ελπίζεις…

Πως θα ξημερώσει εκείνη η μέρα που θα συναντήσεις την αγάπη της ζωής σου.

Που θα σου κρατά τα χέρια , τα πόδια και την καρδιά ζεστά.

Θα σε πειράζει, θα σε φροντίζει, θα σε νοιάζεται. Θα είναι εκεί για σένα και θα σου ψιθυρίζει :
«Θα σ’ αγαπώ κι όταν γεράσεις»… Και θα το εννοεί.

Κλείνεις τα μάτια και το εύχεσαι…

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ

Ο Γιαννάκος, ένα παιδί κάπου στα δεκαεπτά με δεκαοχτώ χρονώνε, ψηλός μαυρομάτης με μαύρα σπαστά μαλλιά και με δυνατά μπράτσα σαν σκιζάρια πετάγανε τις νεύρες από την δύναμη και την παλικαριά του.
Ήτανε ένα παιδί αρφανό χωρίς μάνα και πατέρα, τον βρήκε μια γυναίκα, η Κυπαρίσσω, στην κάτου βρύση του χωριού ακουμπισμένο στην ρίζα μια ιτιάς διπλωμένο με μια παλιά μεσάλα μέσα σ’ ένα ματαράτσι. Έσκουζε από την πείνα, ήτανε δεν ήτανε σαραντισμένο. Ευτυχώς που δεν έκανε κρύο και δεν ξεπάγιασε κοντά στο νότισμα της βρύσης. Η Κυπαρίσσω, το μάζωξε και το πήρε και μαζί με τα τρία δικά της στο φτωχικό κονάκι τους.
- Άνδρα μου, ο Θεός μας το έστειλε μαζί με τα δικά μας και τούτο. Τι τρία, τι τέσσερα, ψυχούλα είναι κι αυτό, δεν πρέπει να το αφήκουμε στην μαύρη του την μοίρα.
Ο Αντρίκος, δεν έφερε καμιά μα καμιά αντίρρηση, ίσα- ίσα που το καλοδέχθηκε στο φτώχικό του και το μάζωξε με αγάπη.

Ούλο το χωριό, τότενες, προσφέρθηκε να κουμπαριάσουνε με τον Αντρίκο γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και αυτό που έκαμε, με το να συμμαζώξει το βρετό παιδάκι, ο κόσμος τον είχε στα όπα- όπα. Μετά από κάνα δυο μήνους, το βάφτισε και το ’βαλε Γιάννη, επειδής τον βρήκε παραμονές του Αγιανιού του Ριγανά. Ο Γιαννάκος, μεγάλωσε μαζί με τα άλλα παιδιά και τώρα έγινε κοτζάμ άντρουλας. Ποιος το περίμενε, ένα παιδί βρετό να γίνει το καλλίτερο και το ομορφότερο στο χωριό.
Όλα πηγαίνανε μέχρι τότε, μέλι γάλα με τα παιδιά των θετών γονιών και με τα παιδιά του χωριού.
Μια ημέρα, όμως, ήρθε και άλλαξε την μοίρα του Γιαννάκου και όλου του χωριού. Στο χωριό, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, πλακώσανε ένα τσούρμο διακονιαραίοι, από του Ρεκούνι, (σημ. Λευκοχώρι Αρκαδίας) και το βράδυ αφού μαζώξανε ότι τους πρόσφεραν στο χωριό, στρώσανε τα τσόλια τους να κοιμηθούνε στ’ αλώνια του χωριού πιο παρακάτου από την εκκλησούλα του Αγιάννη. Μαζί μ’ αυτούς τους διακονιαραίους, δεν ξέρω πως βρέθηκε σιμά τους, ήτανε και μια καλόγρια. Ήτανε δεν ήτανε καμιά σαρανταριά χρονών, όμως όταν την τήραγες δεν την έκανες πάνου από εικοσιπέντε. Πανέμορφη ψηλή λιγνή σαν πετροπέρδικα, με δυο μάτια που ανάβανε φωτιές, σκέτο σκάνταλο η ευλογημένη, να την πιείς στο ποτήρι! «Θιός Συγχωρέσε με!».
Ευτούνη η ευλογημένη, την πρώτη μέρα από νωρίς το απόγιομα, γυρόφερε την ρούγα και έπιασε την κουβέντα με τις γυναίκες του χωριού. Την άλλη μέρα πάλενες το ίδιο, άρχισε να γνωρίζεται με τις γυναίκες και να κουβεντιάζουνε πολλά και διάφορα. Την άλλη μέρα ήτανε παραμονές της Σωτήρος, το απόγιομα πήγε στην εκκλησία για τον εσπερινό και ανήμερα της Σωτήρος πήγε πάλενες στην εκκλησία εκεί που είχε μαζωχτεί ούλο το χωριό. Μόλις απολειτούργησε ο παπάς, ο κόσμος βγήκε στην πλατεία του χωριού και παρέες- παρέες κουβεντιάζανε αστειευόσαντε πίνανε τα ποτά τους στο καφενείο, όπως γίνεται στο χωριό μας κάθε τρανή γιορτή.
Η καλόγρια, τρούπωσε και αυτή μέσα στον κόσμο, μιας και είχε αποκτήσει γνωριμίες και κουβέντιαζε με τις γυναίκες. Ευτούνη, κάτι τις έψαχνε και ρωτούσε απ’ όξω απ’ όξω, άμα γνωρίζει κανένας για ένα παιδί μούλικο, αλλά, κανένας δεν της ανέφερε για τον Γιάννη. Το μυαλό τους πάγαινε σε κανένα μικρό παιδάκι, αλλά που στο χωριό δεν ήτανε τέτοιο πράμα.
Εκεί που κουβέντιαζε με τις γυναίκες κάπου κατά τύχη θες πέστο από το Θεό ήτανε, δεν νογάω και δεν μπορώ να πάρω όρκονε, σταυρωθήκανε οι ματιές της καλόγριας και του Γιάννη σαν αστροπή. Φωτιά και οι δύο, λες και σμίξανε μπαρούτι με φωτιά. Τι το θελε η ευλογημένη η καλόγρια; Άναψε για τα καλά τον Γιάννη. Και εκείνος του λόγου του, δεν πάγαινε πίσω, το ίδιο λες και γνωριζόσαντε από χρόνια. Πως τα κάνανε πως τα καταφέρανε αγαπηθήκανε και από ότι είπανε το βράδυ ακουμπέτι σμίξανε. Την άλλη μέρα, το ίδιο ο Γιάννης και η καλόγρια, γίνανε το σούσουρο στο χωριό. Ούλο το χωριό ευτούνη την κουβέντα είχανε, τα λόγια και τα κουτσομπολιά πηγαίνανε και ερχόσαντε από στόμα σε στόμα.
Οι διακονιαραίοι αφού δεν βρίσκανε τίποτα άλλο, τα μαζώξανε και φύγανε για άλλο τόπο, όμως η καλόγρια άφαντη δεν φανίστηκε πουθενά. Κάπου την είχε τρουπώσει ο Γιάννης όπως μολογάγανε και «βγάνανε τα φωτερά τους».
Το κοντόβραδο, λίγο πριν γείρει ο ήλιος, την είδανε στο ξωκκλήσι του Αγιάννη να κάθεται όξω από την πόρτα στεναχωρημένη και να κλαίει του καλού καιρού. Τότενες, η γριά- Θανάσω που γύρναγε από τα μνήματα, που είχε πάει ν’ ανάψει ένα κεράκι του μακαρίτη του άντρα της, μόλις την είδε την ζύγωσε και της έπιασε την κουβέντα. Η γριά- Θανάσω ήτανε παμπόνηρη γυναίκα, διαβόλου κάλτσα αλλά και σοβαρή. Της είπε γιατί κάθεται και κλαίει και γιατί είναι στεναχωρεμένη και εκείνη της εξομολογήθηκε, ότι παρά την θέλησή της, έπεσε σε τρανή αμαρτία που έμπλεξε με τον νεαρό τον Γιάννη.
Η γριά- Θανάσω της είπε ότι ευτούνες είναι αδυναμίες του σώματος και άμα θα προσευχηθεί ο Θεός θα την συγχωρέσει. Τότε,, η καλόγρια, άρχισε να αποκτάει εμπιστοσύνη στην γριά- Θανάσω και άρχισε να της εξομολογιέται. Η γριά την καθησύχασε και της είπε να πάνε στο σπίτι της να την φιλοξενήσει για το βράδυ και ταχιά άμα ξημερώσει ο Θεός βλέπουνε τι θα κάνουνε.
Το βράδυ η γριά- Θανάσω έφτιασε λίγο φαγάκι φάγανε και πιάσανε την κουβέντα. Πες η μια, πες η άλλη φτάσανε, γιατί ρώταγε η καλόγρια για μούλικο παιδί. Η γριά της είπε ότι μούλικο στο χωριό δεν υπάρχει, όμως της μολόησε ότι έχουνε ένα παιδί βρετό[1], που το βρήκανε στην βρύση του χωριού και της είπε και την ημέρα και πότε. Η καλόγρια, ταράχθηκε την έπιασε μις κρυάδα και ένα τρέμουλο λες και έκανε λουτρό με μπαγιατωμένο νερό. Η γριά- Θανάσω, μόλις την είδε τα έχασε, αλλά δεν είπε τίποτις, κατάλαβε ότι κάτι το σοβαρό συμβαίνει και ήθελε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε. Όμως η γριά, που της έκοβε το μυαλό της, κράτησε τα λόγια της και δεν ξαπολύθηκε, μιας και ήξερε για τα πάρε δώσε της με τον Γιάννη.
Η καλόγρια, συνήλθε και φαινότανε ότι καθότανε σε αναμμένα κάρβουνα και περίμενε πως και πως να μάθει, όσα περισσότερα μπορούσε, από το στόμα της γριάς για το παιδί. Η γριά έκανε μια γκέλα και της είπε ψέματα δηλαδής ότι το παιδί πέθανε μετά από λίγο καιρό και το θάψανε στα κιβούρια του χωριού, αλλά πάνε πολλά χρόνια και κανείς δεν θυμάται το κιβούρι του γιατί ήτανε πρόχερο και δεν τον περιποιούτανε κανείς.
Η καλόγρια τότε ’ξαμόλησε η γλώσσα της και της μολόγησε ότι ήτανε δικό της παιδί. Της είπε ότι ήτανε ορφανή από πατέρα και η μάνα της τραβιώτανε πως θα ζήσει την μονάκριβη τσούπα της. Τότε που ήμουνα κάπου δεκάξι χρονώνε, η μάνα μου είχε κατεβεί στο λαγκάδι για να πλύνει μαλλιά για να φτιάχνει κανένα στρωσίδι για την προίκα μου. Εγώ κίνησα να πάω στο λαγκάδι εκεί με ξεγέλασε κάποιος μασκαράς και με τρούπωσε σε μια παλιοκαλύβα με γονάτισε κάτου και με γκάστρωσε παρά την θέλησή μου. Εκείνος ήτανε παντρεμένος με τρία παιδιά από το ……… (τάδε) χωριό. Μόλις έκιωσε την μασκαροσύνη του, μου είπε να μην μαρτυρήσω τίποτις, γιατί αν ακούσει κουβέντα θα με ξεκάμει. Εγώ από τον φόβο μου δεν μαρτύρησα τίποτις στην μάνα μου. Το τι μεγάλο βάσανο πέρασα ένα Θεός το ξέρει, όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι γκαστρωμένη και μετά από κάμποσους μήνους που φούσκωσε η κοιλιά μου δεν μπόρηγα να κάνω αλλιώς το μαρτύρησα στην μάνα μου. Το τι έγινε δεν μπορώ να σου ειπώ. Εκείνη με μάλωσε γιατί δεν της το μαρτύρησα από νωρίτερα να πάμε σε μια μαντζώραινα να το ρίξουμε. Η μάνα μου τότενες πήγε και βρήκε εκείνο που την γκάστρωσε για να κουβεντιάσουνε. Εκείνος, δεν έκαμε τίποτα καλά και της είπε ότι αν βγάλουνε καμιά βρώμα στο χωριό θα τις σκοτώσει και τις δύο.
Μετά από αυτό, μια μέρα, με αντάμωσε, κατά τύχη, όξω μακριά από το χωριό και με ξυλοφόρτωσε, για να πέσει το παιδί αλλά εκείνο το πρωινό, όσο ξύλο κι αν μου έριξε, δεν το κατάφερε να πέσει. Μετά μου παρήγγειλε ότι αν βγάλω τσιμουδιά θα σκοτώσει και μένα και το παιδί. Όμως μια θεια μου, που γνώριζε τι μασκαράς είναι εκείνος, με πήρε και με έκρυψε στο σπίτι της για κάνα δυο τρεις μήνους μέχρι να γεννήσω. Και τότενες μόλις το γέννησα, ύστερα από λίγες μέρες παραμονή του Αγιαννιού του Ριγανά, χωρίς να μαρτυρήσω τίποτα σε κανένα, το έφερα στο χωριό και το άφηκα στην βρύση, γιατί εκεί θα πηγαίνανε για το αμίλητο νερό εκείνη την ημέρα και θα το βρίσκανε.
Κρύφθηκα, πίσω από μια βατουκλιά και περίμενα να ιδώ τι θα γίνει. Σε κάποια στιγμή είδα μια γυναίκα να το παίρνει, έκανα την προσευχή μου, ευχαρίστησα τον Αγιάννη και αφού έφυγε η γυναίκα με το μωρό, εγώ έκλαψα πολύ και μετά από λίγη ώρα γύρισα και χάθηκα μέσα στον λόγγο. Μετά από αυτό να μείνω στο χωριό, δεν με σήκωνε ο τόπος και τότενες πήρα τα μάτια μου, έφυγα και πήγα και τρούπωσα σε ένα μοναστήρι.
Όμως το μυαλό μου δεν κούρνιασε ποτέ, βούιζε μέσα μου από την σκέψη για το παιδί μου. Όταν κατάλαβα ότι το παιδί μου θα έχει γίνει άντρας πια, παράτησα το μοναστήρι και το πήρα ψάχνοντας να το βρω. Επειδή το μοναστήρι ήτανε πολύ μακριά απάντησα στον δρόμο κάτι διακονιαραίους που θα ερχόσαντε κατά εδώ κοντά στον τόπο μας και τους ζήτηξα να με πάρουν κοντά μέχρι να φτάσω εδώ.
Η γριά- Θανάσω, αφού νόησε για ποιο μιλάει, την άφηκε λίγο να μαλακώσει η ψυχή της και της είπε ότι το παιδί της τότενες το βρήκε η Κυπαρίσσω του Αντρίκου και να πάει να την ρωτήσει.
Η καλόγρια, δεν στάθηκε καθόλου, ευχαρίστησε την γριά- Θανάσω και αφού την ρώτησε που είναι το σπίτι της Κυπαρίσσως, από την τρανή αγωνία της, κίνησε μέσα στο σκοτάδι να πάει να μάθει για το παιδί της και να την ευχαριστήσει για ότι έγινε.
Μόλις ζύγωσε στο πορτόξυλο, βάρεσε την πόρτα και της άνοιξε ο Γιάννης. Μόλις την είδε μπροστά στην πόρτα του πάγωσε και της έκανε νόημα, για να μην τον πάρουν χαμπάρι τα γερόντια, να φύγει και να πάει εκεί που της είχε δείξει. Ευτούνος, νόμιζε πως η καλόγρια ήρθε στο σπίτι του για άλλη δουλειά, που να πάει το μυαλό του τι συνέβαινε γύρω του;
Εκείνη όμως πουθενά ακούνητη, έκανε τρανό σαματά και δεν έκανε ούτε βήμα πίσω και τότε βγήκανε και οι δυο τους όξω για να ιδούν τι διάβολο γίνεται. Ο γέρο- Αντρίκος μόλις την αντίκρισε, της είπε να περάσει μέσα στο κονάκι τους και ότι είναι καλοδεχούμενη. Η καλόγρια, κοντοστάθηκε για λίγο, όμως ήθελε να βρει την άκρη και χωρίς άλλη κουβέντα μπήκε στο σπίτι και κάθισε στο τραπέζι που μόλις είχανε αποκιώσει το φαγητό. Ο γέρος τότενες την ρώτησε κάνα δυο φορές αν πεινάει και εκείνη έκανε νεύμα ότι δεν θέλει και ευχαρίστησε τον γέρο.
Ο γέρο- Αντρίκος τα τρία δικά του παιδιά τα είχε παντρεμένα και έμενε τώρα με τον Γιάννη που τον έλεγε στερνοπούλι και την γριά του. Μόλις κάτσανε και ησυχάσανε, η καλόγρια τους ανέφερε για το παιδί που βρήκανε στην βρύση και που το πήρανε και ήθελε να τους ευχαριστήσει που το περιποιηθήκανε και τους ανέφερε ότι γνώριζε ότι πέθανε και ζήτησε από την Κυπαρίσσω να της δείξει το κιβούρι. Ο γέρο- Αντρίκος, σαν καλός άνθρωπος και σοβαρός που ήτανε, την ρώτησε να της ειπεί με μπέσα ποιος τις τα είπε και εκείνη τους είπε ότι τα έμαθε από την γριά- Θανάσω. Τότενες, ο γέρο- Αντρίκος, κατάλαβε τη σκέψη της γριά- Θανάσως και της είπε ότι δεν θυμούνται που έχει ταφεί το παιδί, γιατί μεσολάβησε ο πόλεμος, και μάλιστα της είπε ότι τότε πολλά παιδιά πεθάνανε από την πείνα και από αρρώστιες και δεν ξέρει το κιβούρι του παιδιού της. Η καλόγρια τους ευχαρίστησε έφυγε αι χάθηκε στο σκοτάδι.
Στο σπίτι του γέρο- Αντρίκου έγινε τρανή ανακατωσούρα, τόση που το κονάκι τους δεν ξανά είχε ζήσει. Ο δε Γιάννης μόλις συνειδητοποίησε τι έχει συμβεί, που ήξερε για τα καλά το ιστορικό του, μουρλάθηκε σκέτη αδιόρθωτη και τρανή συμφορά!
Τι πάθανε οι άνθρωποι στα καλά καθούμενα;
-Γιάννη μου! του λέει η μάνα του η Κυπαρίσσω. Νογάς, τι συμφορά σίμωσε απόψε στην πόρτα μας;
Ο Γιάννης, τι να ειπεί, όχι μόνο κατάλαβε, αλλά είχε γίνει κίτρινος σαν το κερί, λες και είχε χαθεί το αίμα από τις φλέβες του.
Ούλη την νύχτα τα γερόντια δεν κλείσανε μάτι.
Ο Γιάννης, έφυγε και πήγε στο παλιομουτούπι, που είχανε πιο πέρα από τα αλώνια και βρήκε την καλόγρια να έχει πετάξει τον κεφαλόδεσμο από το κεφάλι της και να κλαίει ασταμάτητα. Μόλις την ζύγωσε, εκείνη του έλεγε για το παιδί της που το άφησε και χάθηκε έτσι χωρίς να το βοηθήσει και χωρίς να μπορεί να βρει το κιβούρι του, να του ανάψει ένα κεράκι.
Ευτούνος, αφού έτσι κι αλλιώς δεν γινότανε, πήρε την τρανή απόφαση και της ξομολογήθηκε ότι αυτός είναι το παιδί της και όσο για τον πεθαμό του, είναι ούλα ψέματα.
-Μα τι μου λες Γιάννη μου, τι μου λες τώρανες και με σφάζεις;
Δεύτερη και τρανότερη φαρμακίλα για την καλόγρια. Τώρα είναι που πάγωσε για τα καλά και σπαρτάραγε σαν το ζωντανό ψάρι στην στεριά. Ο Γιάννης, με ένα κύπελλο της έριξε νερό στα μούτρα και την ένιψε. Μετά από λίγο συνήλθε και έβαλε το κεφάλι της μέσα στο πόδια της και έκλαιγε απαρηγόρητα, φωνάζοντας: «Γιατί- γιατίίί, σε εμένα Θεέ μου;»
Ο Γιάννης, μετά από λίγη ώρα την κάλεσε να πάνε να μείνουνε στο σπίτι του, μέχρι να ξημερώσει, να ιδούνε και να κουβεντιάσουνε τι θα κάνουνε η καλόγρια αρνήθηκε πεισματικά. Και για να μην ξημερωθεί στο μουτούπι με την καλόγρια και φουσκώσουνε πλιότερο τα κουτσομπολιά στο χωριό, έφυγε και πήγε στο σπίτι του.
Την άλλη μέρα το πρωί, κάνα δυο κυνηγοί από το χωριό, σηκώθηκαν αχάραγο να πάνε να βαρέσουνε ένα λαγό που σύχναζε στα βαρκά στην ποταμιά. Μόλις ροβολήκανε το καλντερίμι, φθάσανε σιμά στην βρύση του χωριού. Εκεί, βρήκανε την καλόγρια φουρκισμένη με μια κόζινη τριχιά να κρέμεται από τον πλάτανο, που ήτανε παρέκει, εκεί που είχε αφήκει πριν πολλά χρόνια το μονάκριβο μωράκι της.
Την ξεκρεμάσανε και δώκανε και μαντάτο στο χωριό για το κακό που τους βρήκε. Ο Γιάννης μόλις το έμαθε μουρλάθηκε, πήγε στην βρύση την φέρανε στο χωριό την κλάψανε και την άλλη μέρα την θάψανε στα μνήματα. Ευτούνος ο κουρούνης το ίδιο βράδυ έγινε καπνός από το χωριό, τον ψάξανε οι δικοί του, αλλά ποτέ δεν τον βρήκανε. Άλλοι λέγανε ότι πήρε τα μοναστήρια, άλλοι ότι πήρε τα μάτια του και έφυγε για αλαργινό τόπο και άλλοι ότι σκοτώθηκε, κανένας δεν έμαθε την αλήθεια τι απόγινε ο μαύρος Γιάννης.
Όπως μολογάγανε οι παλιότεροι, ότι κάποτε μετά από πολλά χρόνια, ένας γέρος με μεγάλα μαλλιά και γένια, είχε έρθει και κρυβότανε στους λόγγους του χωριού και κάπου- κάπου την νύκτα και πήγαινε έβγαινε στην βρύση και μοιρολόγαγε. Και όπως ήρθε έτσι μια μέρα χάθηκε.

ΚΑΛΟΓΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ
Καλόγρια εχ’ ώμορφο γυιό, κι’ ώμορφο παλληκάρι,
-άϊ ματάκια μου και γυιέ μου
Τον εζηλεύει η γειτονιά, τον εζηλεύ’ ο κόσμος,
τον εζηλεύει εζηλεύ’ ο σιούπασης πρώτον για να τον βάλη,
τον εζηλεύ’ η μάνα του, θέλει να τον επάρη.
Δεν έχει πώς να του το ειπή, να του το μαρτυρήση.
-Σιούκου, γυιέ μου, να πέσωμε τα δυό να κοιμηθούμε.
- Για σιώπα, μάνα, μη το λές, και μη το κουβεντιάζης,
γιατί μας ’κούει ο θεός, τρεις χρόνους δεν σταλάζει,
γιατί μας ’κούει κι’ η μαύρη γής, τρείς χρόνους δεν ανθίζει,
γιατί μας ’κούνε και τα πουλιά, τρείς χρόνους δεν λαλούνε
γιατί μας ’κούν και τα κλαργιά, τρείς χρόνους δεν ανοίγουν.
-------------------------
[1] Τα παλαιότερα χρόνια, Βρετό, λέγανε το παιδί που το παράτησε κάποιος άγνωστος και το βρήκε και το υιοθέτησε κάποια οικογένεια. Πολλές φορές του δίνανε και το επώνυμο Βρεττός (υπάρχει σήμερα μεγάλη οικογένεια με αυτό το επώνυμα στο χωριό Κουτσοχέρα Ωλένης).