Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ Ἀχιλλεὺς οἶος ἐπὶ Τρώεσσι μαχεῖται


Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙ ΤΟ ΑΨΥΧΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΈΚΤΟΡΑ ΔΕΜΕΝΟ ΣΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟΥ -ΑΝΑΠΑΡ. P. CONNOLLY
 
Ο ισχυρότερος ήρωας των Αχαιών στην
επική παράδοση φέρει όνομα, το οποίο έχει
γνήσια μυκηναϊκή καταγωγή, αφού απαντά στις
μυκηναϊκές πινακίδες της Εποχής του Χαλκού
ως όνομα καθημερινών ανθρώπων
και στην Κνωσό και στην Πύλο 

Ο Αχιλλέας, ο μυθικός αυτός πολεμιστής είχε τις ρίζες του στην περιοχή της αρχαίας Φαρσάλου. Η επικράτειά του εκτείνονταν σε πεδινές (Φθία), ορεινές (Τρηχίνη) και παράλιες περιοχές (Αλός – Αλμυρός). Σύμφωνα με σχετικό χωρίο της Ιλιάδας, οι περίφημοι Μυρμιδόνες, πολεμιστές της περιοχής της Φθίας έλαβαν μέρος στον πόλεμο της Τροίας με πενήντα πλοία και αρχηγό τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας είναι το κύριο πρόσωπο της Ιλιάδας, υπόδειγμα πολεμιστή και περήφανου ανθρώπου, αφού η μήνις του (οργή) και οι ηρωικοί του άθλοι προκάλεσαν το θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλλοντας μυριάδες νεκρούς στον Άδη.

Η Ιλιάδα αρχίζει με τους πιο κάτω στίχους: «Τη μήνη, θεά, τραγούδα μας, του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεμά τη, που έφερε περιττές πίκρες στους Αχαιούς και έστειλε πλήθος αντρειωμένες ψυχές παλικαριών στον Άδη κάτω, στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους και στα όρνια πανταχού – έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας – απ’ τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν και χώρισαν οι δυο τους, του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας Αχιλλέας.»

ΚΥΠΡΟΣ .ΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ . Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΤΙΔΑ .3ο΅ΑΙΩΝΑΣ Μ.Χ.

Όταν γεννήθηκε, η Θέτιδα, θέλοντας να τον καταστήσει αθάνατο, τον βάπτισε στις φλόγες της ιερής φωτιάς ή στα νερά του Στύγα ποταμού, κρατώντας τον από τη φτέρνα του. Έτσι, η Θέτιδα κατάφερε να τον κάνει άτρωτο και αθάνατο, εκτός από ένα και μόνο σημείο, το σημείο απ’ όπου τον κρατούσε, την επονομαζόμενη «αχίλλειο πτέρνα». Βλέποντάς την όμως ο Πηλέας, νόμισε πως ήθελε να τον πνίξει έτσι και την έδιωξε πίσω στον πατέρα της, δίνοντάς τον Αχιλλέα να τον αναθρέψει ο Κένταυρος Χείρωνας, ο οποίος του δίδαξε ιατρική, μουσική, αλλά και την τέχνη του πολέμου και του κυνηγίου.

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΧΕΙΡΩΝΑΣ -ΖΩΓΡ. ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

O Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, ήταν ο πιο ικανός και άξιος πολεμιστής από τους Αχαιούς ήρωες. Η προσπάθεια της μητέρας του να τον κρατήσει μακριά από τον πόλεμο, στέλνοντάς τον στη Σκύρο, αποδείχτηκε άκαρπη. Αν και δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ο Αχιλλέας αποφασίζει να ακολουθήσει τους Αχαιούς στον πόλεμο, έχοντας επίγνωση των ικανοτήτων του, του ιδιαίτερου ρόλου που θα παίξει ο ίδιος στη διεξαγωγή του πολέμου, καθώς και του γεγονότος ότι, εξαιτίας της απόφασης αυτής, θα βρει κατά πάσα πιθανότητα πρόωρο θάνατο.

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΡΑΣ

Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κένταυρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει. Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά και που τα είχε γεννήσει η Αρπυια Ποδάργη. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο.

Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε.

ΘΕΤΙΣ ΚΑΙ ΠΥΛΕΑΣ

Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας. Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά. Τα λάφυρα από αυτές τις εκστρατείες τα παρέδιδε πάντα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, ο οποίος, αφού κρατούσε για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος, μοίραζε τα υπόλοιπα με επιλογή ή με κλήρο.

Για τη συμπεριφορά αυτή του Αγαμέμνονα φαίνεται ότι ο Αχιλλέας παραπονέθηκε αρκετές φορές. Οι εκστρατείες αυτές πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδοτικές και για τον Αχιλλέα, μια που η σκηνή του ήταν γεμάτη από κάθε είδους λάφυρα (σκλάβες, άλογα, όπλα, τρίποδες, κούπες, χρυσάφι κλπ.). Άλλοτε πάλι πιάνει αιχμαλώτους και τους πουλάει σε γειτονικά νησιά, όπως τον Λυκάονα, το γιο του Πρίαμου. Κάποτε μάλιστα θα έπιανε και τον Αινεία, το γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του στα βοσκοτόπια της Τροίας. Ο Αινείας τον είδε έγκαιρα και τράπηκε σε φυγή. Ο Αχιλλέας τον κυνήγησε μέχρι τη Λυρνησσό, την οποία τελικά κυρίευσε, ο Αινείας όμως διέφυγε με την παρέμβαση της θεάς μητέρας του .

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΔΕΝΕΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΈΚΤΟΡΑ ΣΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟΥ. ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΣΕ ΚΕΡΑΜΙΚΟ ΔΟΧΕΙΟ ΤΟΥ 6ΟΥ ΑΙΩΝΑ Π.Χ., ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΡΜΙΤΑΖ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ.

Αλλά και στις συγκρούσεις των Αχαιών με τους Τρώες στο πεδίο της μάχης η παρουσία του Αχιλλέα είναι καταλυτική. Προκαλεί αναρίθμητες απώλειες στο αντίπαλο στρατόπεδο και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των Τρώων. Στο τέλος όμως του ένατου χρόνου ή στις αρχές του δέκατου και καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την Τροία βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, οργίστηκε με τη δεσποτική απόφαση του Αγαμέμνονα να του πάρει τη Βρισηίδα. Η πληγωμένη περηφάνια του Αχιλλέα τον οδήγησε στο να αποτραβηχτεί από κάθε πολεμική σύγκρουση. Ταυτόχρονα ζήτησε από τη θεά μητέρα του να πείσει τους θεούς να δώσουν τη νίκη στους Τρώες.

Και πράγματι η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση. Του κόστιζε, είναι η αλήθεια, η αποχή του από τη μάχη. Κάθε φορά που έβλεπε από τη σκηνή του κάποιον Αχαιό να γυρίζει πληγωμένος, έστελνε να μάθει για την ταυτότητά του. Τελικά, όταν φτάνει η κατάσταση στο απροχώρητο, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο, για να υποστηρίξει τους Αχαιούς.

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗΝ ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΥΛΙΚΑΣ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑΣ, ΠΕΡ. 460 Π.Χ. ΔΙΑΜ. 43 ΕΚ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΟΝΑΧΟΥ.


Τα πέτρινα τείχη της Τροίας έδειχναν απόρθητα – έτσι τουλάχιστον πίστευαν οι Τρώες.
Αυτά τα τείχη ανασκάφηκαν τη δεκαετία του 1870.
Η θέση φέρει στρώματα τουλάχιστον εννέα οικισμών, που καλύπτουν περίοδο 3.500 ετών


Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, ρίχτηκε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του. Έσπειρε τότε τον πανικό στις τάξεις των Τρώων σκοτώνοντας πάρα πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να κλειστούν στο κάστρο της Τροίας. Μετά από δραματική μονομαχία σκότωσε και τον Έκτορα. Στη συνέχεια έθαψε με τιμές τον Πάτροκλο και διοργάνωσε προς τιμή του επιτύμβιους αγώνες. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο.

Τα αποτελέσματα του θυμού του Αχιλλέα ήταν ολέθρια για τους Αχαιούς. Το θυμό του αυτόν θα τον καταραστεί στη συνέχεια. Η μετάνοιά του όμως θα έρθει πολύ αργά για τον Πάτροκλο και για όσους άλλους είχαν σκοτωθεί.

ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΟ ΤΡΩΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Για την κατασκευή της ασπίδας του Αχιλλέα επιστράτευσαν και ο Ήφαιστος και ο Όμηρος όλη τους την τέχνη. Η ασπίδα του Αχιλλέα είναι ένας ύμνος στην τεχνολογία, μια ποιητική παρουσίαση του πλέον περίφημου σε τέχνη έργου της ομηρικής εποχής. Για το λόγο αυτό αξίζει να παραθέσουμε ατόφια τη μακροσκελή περιγραφή του έργου.

Και φτιάχνει πρώτα μια τρανή και στιβαρή ασπίδα παντού στολίζοντάς τη.

Και βάζει γύρω της λαμπρό τρίφυλλο μεταλλικό στεφάνι , όπου δένει το λουρί το ασημένιο.

Πέντε μετάλλου στρώματα έχει η ασπίδα. Σκάλιζει πάνω της πολλά στολίδια , με τη σοφή των δυο χεριών του τέχνη.

Στη μια μεριά φτιάχνει τη γη , τον ουρανό στην άλλη , αλλού τη θάλασσα και τον ακούραστο ήλιο και τη σελήνη ολόγεμη .

Σ` άλλη μεριά τα ζώδια όλα φτιάχνει , τ` άστρα που στεφανώνουν τον ουρανό.

Τις Πλειάδες και τις Υάδες και το δυνατό Ωρίωνα και την ’ρκτο, που ’μαξα μερικοί την ονομάζουν ,

γιατί γύρω από τον εαυτό της στρέφεται και τον Ωρίωνα παραφυλάει και μόνο αυτή μες στα νερά του Ωκεανού δε λούζεται.

Φτιάχνει και δυο όμορφες πόλεις θνητών ανθρώπων. Στη μία γάμοι γίνονται , συμπόσια μεγάλα , νύφες προβάλλουν από τα σπίτια τους και οι λαμπαδηφόροι από την πόλη περνούν κι αντιλαλούν τραγούδια , γαμήλια , πολλά.

Νέοι χορευτές στριφογυρνούν κι ανάμεσα τους κιθάρες και αυλοί παίζουν . Οι γυναίκες μπροστά στην πόρτα στέκονται και θαυμάζουν

Κόσμος συρρέει στην αγορά , όπου καβγάς θεριεύει. Δυο άντρες εκεί μαλώνουνε για την εξαγωρά ενός άντρα σκοτωμένου.

Ο ένας λέει πως τα έχει όλα ξεπληρώσει και βεβαιώνει το λαό , ενώ ο άλλος ισχυρίζεται πως τίποτα δεν πήρε.

Και οι δύο τέλος θέλουν στο δικαστή να πάνε , απόφαση να βγάλει. Οι άνθρωποι γύρω και τους δύο τους επιδοκιμάζουν και τους υποστηρίζουν.

Οι κήρυκες τον κόσμο συγκρατούσαν και οι γέροντες κάθονται πάνω σε λαξεμένους λίθους , μέσα στον κύκλο τον ιερό , στα χέρια τους κρατώντας τα ραβδιά των μεγαλόφωνων κηρύκων .

Σε αυτά έπειτα στηρίζονται και δικάζουν , καθείς με τη σειρά του . Και είναι στη μέση καταγής δύο τάλαντα χρυσά , για να δοθούν μετά τη δίκη σε όποιον πιο δίκαια μιλήσει .

Γύρω από την άλλη πόλη στρατοπεδεύουν δύο στρατοί πολυπληθείς με αστραφτερά τα όπλα . Δύο γνώμες έχουν κατά νου , ή να την καταστρέψουνε ή να μοιράσουνε στα δύο όσα πολύτιμα αγαθά η πόλη μέσα κρύβει .

Μα οι άλλοι (μέσα) δεν υποχωρούν και οπλισμένοι κρυφά παραμονεύουν . Στο τείχος πάνω στέκονται και το φρουρούν γυναίκες παντρεμένες , μικρά παιδιά και άντρες γερασμένοι .

Λυκομήδης, Νεοπτόλεμος, Δηιδάμεια

Οι άλλοι (έξω) ξεκινούν . Ο ’ρης και η Αθηνά η Παλλάδα είναι μπροστά , χρυσοί και οι δύο , χρυσά φορώντας ρούχα , όμορφοι , μεγαλόσωμοι , όπλα κρατώντας . Έτσι , θεοί αυτοί , απ` όλους ξεχωρίζουν . Οι άνθρωποι είναι μικρότεροι .

Φτάνουν σε τόπο που μπορούν να στήσουνε καρτέρι , σε ποταμό που πήγαιναν και πότιζαν τα ζώα , και καλυμμένοι κάθονται πίσω από τα λαμπερά , χάλκινά τους όπλα .

Πέρα , ψηλά , στέκονται δύο σκοποί στρατιώτες , που αγναντεύουν πρόβατα και βόδια με γυριστά τα κέρατα .

Γρήγορα περπατούν αυτά , με δυο βοσκούς κατόπι , που χαρούμενοι παίζουν τη φλογέρα . Το δόλο δε μυρίζονται .

Οι άλλοι (από την πόλη) σαν τους βλέπουν τρέχουν επάνω τους , γοργά τα κοπάδια των βοδιών και των αρνιών των άσπρων ξεχωρίζουν , σκοτώνουν και τους δυο βοσκούς .

Οι άλλοι (έξω) ακούν φωνή πολλή κοντά στα βόδια , εκεί που κάθονται στην ιερή συναγωγή συναθροισμένοι , αμέσως στα άλογα τα γοργοπόδαρα ανεβαίνουν και τους φτάνουν .

Σε μάχη παρατάσσονται και πολεμούν στου ποταμού τις όχθες . Με χάλκινα κοντάρια αλληλοχτυπιούνται .

Ανάμεσά τους η Έριδα , η Ταραχή της μάχης , του θανάτου η ολέθρια Μοίρα , άλλον κρατώντας ζωντανό μα μόλις πληγωμένο , άλλον απλήγωτο και άλλο νεκρό , στη μάχη σέρνοντάς τον από τα πόδια , ρούχο φοράει κόκκινο στους ώμους , βαμμένο από των ανθρώπων το αίμα .

Στριφογυρνούν και πολεμούν σαν ζωντανοί ανθρώποι και σέρνουν των νεκρών τα πτώματα ο ένας του άλλου. Ακόμα φτιάχνει (πάνω στην ασπίδα) χωράφι με χώμα μαλακό και εύφορο , τρεις φορές οργωμένο .Αγρότες πάνω του πολλοί στρέφουνε τα ζευγάρια και πάνω κάτω τα οδηγούν .

Κάθε φορά που στρίβουν στην άκρη του αγρού τους , κάποιος γλυκόπιοτο κρασί τους δίνει χέρι χέρι κι όταν γυρίζουν τη στροφή , ακολουθούν το αυλάκι , μέχρι να φτάσουνε βαθιά στου χωραφιού την άκρη .

Κι αυτό μαυρίζει πίσω τους , μοιάζει σαν οργωμένο κι ας είναι από χρυσό . Με θαυμαστή τη χύτευση , σαν θαύμα μοιάζει . Φτιάχνει ακόμα πάνω της κτήμα βασιλικό που το θερίζουνε εργάτες κρατώντας στα χέρια τους κοφτερά δρεπάνια .

Κι άλλα δεμάτια πέφτουνε στη γη μέσα στ` αυλάκια κι άλλα με καλαμόσχοινα δένουν οι δεματάδες . Τρεις από αυτούς εκεί στέκονται και δένουν . Πίσω μαζεύουν τα παιδιά , τα κουβαλούν στις αγκαλιές και βιαστικά τα δένουν .

Ανάμεσά τους στέκει σιωπηλός ο βασιλιάς τους , σκήπτρο κρατώντας επάνω στο αυλάκι , χαρά γεμάτος . Κήρυκες λίγο πιο μακριά τραπέζι ετοιμάζουν κάτω από βελανιδιά .

Βόδι μεγάλο σφάζουν και ετοιμάζουν , ενώ οι γυναίκες κοσκινίζουνε πολύ λευκό αλεύρι , οι εργάτες για να φάνε . Κι επάνω της βάζει μεγάλο αμπέλι , σταφύλια γεμάτο , όμορφο , χρυσό .

Μαύρα έχει εκείνο τα τσαμπιά και μ` ασημένια δίχαλα στηρίζονται τα κλήματα ως την άκρη . Στις δυο πλευρές χαράζει αυλάκι από κύανο και φράχτη σηκώνει τριγύρω από κασσίτερο.

Ένα δρομάκι μοναχό φτάνει μέχρι τ` αμπέλι και το περνούν κουβαλητές , σαν γίνεται ο τρύγος . Κορίτσια και αγόρια νεαρά και χαρούμενα το μελιστάλακτο καρπό μέσα σε πλεχτά κοφίνια κουβαλάνε .

Κι ανάμεσά τους ένα παιδί παίζει γλυκιά κι οξύφωνη κιθάρα , και τραγουδάει όμορφα , με τη λεπτή φωνή του . ’λλοι το συνοδεύουνε στο όμορφο τραγούδι , βγάζουν κραυγές , χτυπούν τα πόδια τους στη γη κι ακολουθούν .

Φτιάχνει ακόμα πάνω της κοπάδι βόδια με κέρατα όρθα , από χρυσό φτιαγμένα και κασσίτερο . Τα βόδια μουγκρίζουνε κι από το σταύλο τρέχουν για βοσκή στο βουερό ποτάμι , πλάι στο λυγερό καλαμιώνα .

Τέσσερις χρυσοί βοσκοί τα βόδια ακολουθούνε κι εννέα γοργοπόδαρα σκυλιά τους συνοδεύουν . Δύο λιοντάρια τρομερά στα πρώτα βόδια ανάμεσα έχουν αρπάξει ταύρο που μουγκρίζει .

Μουγκρίζει γοερά καθώς μακριά τον σέρνουν . Πίσω του τρέχουνε σκυλιά και άντρες γεροδεμένοι . Μα τα λιοντάρια σκίζουνε του μεγαλόσωμου βοδιού το δέρμα , σπαράσοντας τα σωθικά και πίνοντας το μαύρο του αίμα .

Οι βοσκοί μάταια σπρώχνουν τα γρήγορα σκυλιά τους να ορμήξουν . Τα σκυλιά δεν το τολμούν , λιοντάρια να δαγκώσουν . Κοντά τους μόνο στέκονται , γαβγίζουν , ξαναφεύγουν .

Φτιάχνει ακόμα πάνω της ο φημισμένος θεός με τα γερά τα χέρια , βοσκοτόπι σε όμορφο λιβάδι , με πρόβατα άσπρα και πολλά και στάνες και σκεπαστά καλύβια και μαντριά .

Κι ο ξακουστός θεός , ο δυνατός στα μπράτσα , τη στολίζει με χοροστάσι, όμοιο με εκείνο που κάποτε μες στη παλιά Κνωσσό ο Δαίδαλος για την ωριοπλέξουδη Αριάδνη με τέχνη είχε φτιάξει.

Νέοι ελεύθεροι και νεαρές παρθένες ,που προίκα δίνουν οι γαμπροί βόδια για να τις πάρουν , εκεί χορεύουν , πιασμένοι μεταξύ τους από τους καρπούς.

Λεπτά υφάσματα φορούν οι κοπελιές για ρούχα και οι νιοί χιτώνες έχουνε, λινούς καλοπλεγμένους , που αμυδρά γυαλίζουνε φτιαγμένοι από λάδι. Αυτές φοράνε όμορφα στεφάνια κι αυτοί μαχαίρια έχουνε χρυσά κι απ` τα ασημένια τα λουριά τους κρεμασμένα .

Κι άλλοτε τρέχουν ελαφριά με γυμνασμένα πόδια , τόσο ελαφριά , όσο το εργαλείο του τροχού με τα χέρια του δοκιμάζει καθιστός ο κεραμοποιός αν θα γυρίσει .

’λλοτε πάλι τρέχουν σε σειρές , αντίκρυ η μια στην άλλη . Κόσμος πολύς στέκει εκεί , γύρω από τον ερωτικό χορό κι ευχαριστιέται . Ανάμεσά τους ψάλλει θείος τραγουδιστής και παίζει την κιθάρα .

Από την αρχή του τραγουδιού δύο ακροβάτες στροβιλίζονται στη μέση . Βάζει ακόμα πάνω της ποτάμι , δυνατό και μεγάλο , τον Ωκεανό , στο ακριανό στεφάνι ολόγυρα της στεριοκάμωτης ασπίδας.

ΗΡΩΙΚΗ ΜΑΧΗ ΣΕ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΑΦΙΚΗΣ ΖΩΦΟΡΟΥ ΤΟΥ 4ΟΥ ΑΙΩΝΑ Π.Χ., ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ Μ. ΑΣΙΑ .ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΈΚΤΟΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ.

Ο πιο ξακουστός από όλους τους ήρωες ήταν ο γιος του Πηλέα, ο ίσος με τους θεούς, ο λεοντόκαρδος, ο φονιάς ανδρών και πορθητής πόλεων Αχιλλέας. Ο πατέρας του, ο Πηλέας, είχε προτρέψει το γιο του να είναι πρώτος σε όλα και έταξε στον ποταμό Σπερχειό την κώμη του Αχιλλέα και θυσία 100 βοδιών, εφόσον αυτός επέστρεφε σώος από την εκστρατεία. Ο συνολικός αριθμός των πλοίων του εκστρατευτικού σώματος έφτανε τα 1.186, τα οποία μετέφεραν πάνω από 100.000 άνδρες ή 135.000, σύμφωνα με έναν πιο ακριβή υπολογισμό. σο όμως και αν ήταν ισχυροί, όσο και αν ήταν πολυάριθμοι οι ήρωες των Αχαιών, των Αργείων, των Δαναών, γιατί έτσι αποκαλούνταν τότε οι ‘Ελληνες, είχαν και οι Τρώες όχι μόνο δικούς τους πολεμιστές ονομαστούς αλλά και συμμάχους πολλούς και φημισμένους.

Ο Σαρπηδόνας, ο γιος του Δία, και ο ήρωας Γλαύκος ήταν αρχηγοί των Λυκίων. Ήρθαν, μάλιστα, να βοηθήσουν το’Ιλιο και Μυσοί, Παφλαγόνες, Μαίονες και Φρύγες. Αλλά και οι Θράκες έσπευσαν να βοηθήσουν τους Τρώες από την αντίπερα όχθη του Ελλησπόντου και οι Παίονες από τις πολύ απομακρυσμένες θρακικές περιοχές, κοντά στον ποταμό Αξιό, με αρχηγό τους τον Αστεροπαίο, τον εγγονό του ποτάμιου θεού Αξιού. Οι Αχαιοί απέπλευσαν από την Αυλίδα της Βοιωτίας και, μόλις έφτασαν στην Τρωάδα, έσυραν τα πλοία τους έξω στην παραλία, αφού ο ηγεμόνας της Φυλάκης Πρωτεσίλαος, ο πρώτος από τους ήρωες που πήδηξε στην ακρογιαλιά, σκοτώθηκε από κάποιον Δαρδανό. Ύστερα από όλα αυτά ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας στάλθηκαν στην πόλη για να ζητήσουν πίσω την Ελένη και τους θησαυρούς, αλλά οι Τρώες απέρριψαν το αίτημα.

Τότε οι Αχαιοί επιχείρησαν να καταλάβουν την πόλη τρεις φορές, από την πλευρά που το τείχος ήταν πιο ευάλωτο, αλλά χωρίς επιτυχία. Γι’αυτό περιορίστηκαν να καταστρέφουν τα περίχωρα της πόλης του Ιλίου και να αρπάζουν τα κοπάδια από την Ίδη, αφού οι Τρώες που τους οδηγούσε ο ανδροφονιάς Έκτορας, επειδή φοβούνταν το γρήγορο Αχιλλέα, δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν πολύ από το τείχος τους. Και πέρασαν έτσι εννέα χρόνια. Άρχισαν να σαπίζουν τα ξύλα των πλοίων και να φθείρονται τα σχοινιά τους, αλλά η πόλη παρέμενε απόρθητη. Στο μεταξύ ο Αχιλλέας είχε καταστρέψει 12 παραλιακές πόλεις και 11 στο εσωτερικό της χώρας, αφού πρώτα σκότωσε, υποδούλωσε ή πούλησε ως σκλάβους τους κατοίκους τους. Τα νησιά Τένεδος και Λέσβος, οι πόλεις Λυρνησός, Πήδασος και Θήβες, όχι μακριά από τον κόλπο του Αδραμυττίου, υπέκυψαν στο ανίκητο δόρυ του. Μετά την άλωση των Θηβών πήρε ως λάφυρο Αγαμέμνονας τη Χρυσηίδα, την κόρη του ιερέα του Απόλλωνα Χρύση. Όταν έφτασε στα πλοία των Αχαιών ο ιερέας με δώρα και ανταλλάγματα για να απελευθερώσει την κόρη του, ο υπεροπτικός Αγαμέμνονας αρνήθηκε.

Γι’αυτή του τη συμπεριφορά οργίστηκε ο θεός Απόλλωνας και έστειλε θανατηφόρα ασθένεια στο στρατόπεδο των Αχαιών. Για να εξευμενίσει το θεό ο Αγαμέμνονας αναγκάστηκε να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της.Αλλά ο πιο ξακουστός από όλους τους ήρωες που εφόρμησαν τότε από την Ευρώπη στην Ασία ήταν ο γοργοπόδαρος γιος του Πηλέα, ο ίσος με τους θεούς,

ο λεοντόκαρδος, ο φονιάς ανδρών και πορθητής πόλεων Αχιλλέας. Ήταν αρχηγός των Μυρμιδόνων, των Αχαιών και των Ελλήνων της Θεσσαλίας και ήταν επικεφαλής ενός στόλου από 50 πλοία, το καθένα από τα οποία είχε πάνω του 50 άνδρες. Οι θεοί αγαπούσαν τον Πηλέα. Η θεά ‘Ηρα μάλιστα του είχε δώσει ως σύζυγο τη Θέτιδα, που ήταν Νηρηίδα, δηλαδή θαλάσσια θεότητα, την οποία η ίδια είχε αναθρέψει.

Ο ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΕΡΩΤΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ
ΨΥΧΟΡΡΑΓΟΥΣΑ ΑΜΑΖΟΝΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ


Όλοι οι θεοί παρευρέθηκαν σε αυτόν το γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας, και ως γαμήλιο δώρο χάρισαν σε αυτόν μια πλουμιστή πανοπλία και δύο αθάνατα άλογα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Του Πηλέα, που τον είχαν τόσο ευνοήσει οι θεοί, και της θεάς Θέτιδας ήταν γιος ο Αχιλλέας, στον οποίο δίδαξε τις τέχνες του πολέμου, του λόγου και της ιατρικής ο Χείρωνας, που, αν και ανήκε στο άγριο γένος των Κενταύρων, ήταν άνδρας πολύ σοφός και πολύ δίκαιος. Όταν ο Νέστορας και ο Οδυσσέας ήρθαν στη Φθία για να προσκαλέσουν τον Αχιλλέα στην εκστρατεία εναντίον του Ιλίου, έτυχαν θερμής φιλοξενίας και βρήκαν τον ήρωα έτοιμο να συμμετάσχει στον κοινό αγώνα. Ωστόσο, η μητέρα του η Θέτιδα είχε προφητεύσει ότι από αυτόν θα εξαρτιόταν εάν θα ζούσε μέχρι τα βαθιά του γεράματα στην αγαπημένη του Φθία ή θα πέθαινε με ένδοξο θάνατο, αλλά νέος ακόμη, στο ‘Ιλιο.

Αχιλλέως Βιογραφικά

Ο Αχιλλέας Ανήκει στον Οίκο των Αιακιδών. Πατέρας:του ο Πηλεύς, γιός του Αιακού. Μητέρα η Θέτις- Τέκνα: Νεοπτόλεμος Σύμφωνα με μία απλοϊκή άποψη το όνομα προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων άχος ( = βάσανο) + Ίλιον ( = Τροία) + λαός (κατάληξη -λευς κατά το βασιλεύς = στήριγμα, βάση του λαού) και σημαίνει «αυτόν που έφερε βάσανα στο λαό της Τροίας» (Αχ + ιλ + λευς).

Μία δεύτερη ετυμολόγηση είναι από την λέξη άχος ( = θλίψη) + ιλλεύς (περιπλανώμαι,τριγυρνώ) δηλ. αυτός που περιφέρεται θλιμμένος. (Αρκετά «τραβηγμένη»).

Μία ορθολογιστική ετυμολόγηση συνδέει το όνομα «Αχιλλεύς», καθώς και το όνομα του ποταμού «Αχελώος», με τις ονομασίες των λαών Αχαιοί και Ελείοι ( = Αιολείς = Έλληνες). Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, ο Αχιλλεύς ήταν ταυτόχρονα γιός ενός Αιολέα τοπάρχη (του Πηλέα) και μίας Αχαιής πριγκίπισσας(της Θέτιδας). Έτσι εξηγείται και η ανάπτυξη του μύθου περί της «ημίθεης» υπόστασής του που κατέληξε να τον θεωρεί θνητό μέν αλλά άτρωτο.Τα σημαντικότερα βιογραφικά στοιχεία του, πριν την άνοδό του στον θρόνο, είναι σύμφωνα με το έπος της Ιλιάδας του Ομήρου ο μεγαλύτερος και ο κεντρικός ήρωας του Τρωϊκού Πολέμου

ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΚΑΙ ΕΚΤΩΡ

Ο Αχιλλέας ανατράφηκε με πολλή φροντίδα. Εντόσθια λιονταριού και κάπρου και μεδούλι αρκούδας ήταν η τροφή του, έτσι λένε. Γι’ αυτό, απόχτησε δύναμη αφάνταστη κι ακαταδάμαστο θάρρος. Έμαθε γράμματα, μουσική και ιατρική. Έμαθε ακόμα, το πιο σπουδαίο, να σέβεται τους θεούς, να περιφρονεί την καλοπέραση και ν’ αγαπά τη δικαιοσύνη. Έγινε δηλαδή ένας τέλειος ήρωας.
Απαρομοίαστη η δεξιοσύνη του στο κυνήγι. Τα καλά του πατέρα του. Μα τον ξεπέρασε τον Πηλέα. Πάλευε με τα λιοντάρια και τους έπαιρνε τα μικρά, κυνηγούσε τ’ αγριογούρουνα. Στο τρέξιμο μπορούσε να παραβγεί με τα γρηγορότερα ελάφια και τα ‘πιανε ζωντανά.

Γέννηση

Ο Αχιλλέας ήταν γιός του Πηλέα, βασιλέα των Μυρμιδόνων της Φθίας και της Νηρηίδας Θέτιδας. Ο Ζευς και ο Ποσειδών συναγωνίστηκαν την ήθελαν για σύζυγό τους αλλά μία προφητεία προέβλεπε ότι θα γεννούσε ένα γιό ισχυρότερο από τον πατέρα του, οπότε και πολύ σοφά απεσύσθησαν. Σύμφωνα με το μετα-Ομηρικό μύθο, η Θέτις προσπάθησε να κάνει τον Αχιλλέα άτρωτο, βουτώντας τον στα ύδατα της λίμνης Στύγας, όμως πιάνοντάς τον από τη φτέρνα, της άφησε τρωτό σ’ αυτό το σημείο.

Ο Όμηρος, εν τούτοις, αναφέρει ένα ελαφρύ τραυματισμό του στην Ιλιάδα. Σε μια νεότερη και λιγότερο δημοφιλή εκδοχή, η Θέτιδα άλειψε το σώμα του με αμβροσία κι έπειτα το έβαλε πάνω από τη φωτιά ώστε να κάψει τα θνητά μέρη του. Διακόπηκε από τον Πηλέα, και εγκατέλειψε πατέρα και γιό, εξοργισμένη. Ο Πηλεύς, τον έδωσε (ίσως μαζί με το μικρό φίλο του Πάτροκλο) στον σοφό κένταυρο Χείρωνα, στο όρος Πήλιο, να τον μεγαλώσει.



Στην αυλή του Λυκομήδη

Σε μια μετα-Ομηρική (αλλά δημοφιλή) εκδοχή του μύθου, ο μάντης Κάλχας δήλωσε ότι οι Έλληνες δε θα μπορούσαν να νικήσουν τους Τρώες χωρίς τη βοήθεια του Αχιλλέα, όμως η μητέρα του, η Θέτιδα, ήξερε ότι θα πέθαινε αν πήγαινε στην Τροία.

Έτσι τον έστειλε στην αυλή του Λυκομήδη βασιλέα της Σκύρου, μεταμφιεσμένο σε κορασίδα. Εκεί ανέπτυξε ένα δεσμό με τη Δηιδάμεια με αποτέλεσμα ένα γιό, το Νεοπτόλεμο.

Ανακαλύφθηκε, όμως, από τον Οδυσσέα, τον Αίαντα τον Τελαμώνιο που έφθασαν εκεί μεταμφιεσμένοι σε εμπόρους με κοσμήματα και όπλα. Ο Αχιλλέας εντοπίστηκε από το γεγονός ότι ενδιαφέρθηκε για τα όπλα και όχι τα κοσμήματα. Στην συνέχεια πείσθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά της Τροίας, συνοδευόμενος από τον εξάδελφό του Πάτροκλο και το δάσκαλό του, Φοίνικα).



Συμμετοχή στον Τρωϊκό Πόλεμο

Ο Αχιλλέας κατέφθασε στην Τροία επικεφαλής των Μυρμιδόνων προτιμώντας να ζήσει έναν βραχύ αλλά ένδοξο βίο, παρά έναν μακροχρόνιο και άδοξο.

Οταν οι Έλληνες έπλευσαν για την Τροία, κατά λάθος σταμάτησαν στη Μυσία, όπου βασίλευε ο Τήλεφος. Στη μάχη, ο Αχιλλέας τραυμάτισε τον Τήλεφο. Η πληγή δεν έκλεινε κι έτσι ο Τήλεφος ρώτησε ένα μαντείο το οποίο δήλωσε ότι «αυτός που πλήγωσε θα θεραπεύσει».

Σύμφωνα με αναφορές άλλων περί το χαμένο έργο του Ευρυπίδη, ο Τήλεφος πήγε στην Αυλίδα, προσποιούμενος το ζητιάνο και ζήτησε από τον Αχιλλέα να του θεραπεύσει την πληγή.

Ο Αχιλλέας του αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε ιατρικές γνώσεις. Εναλλακτικά, ο Τήλεφος κράτησε τον Ορέστη όμηρο σε αντάλλαγμα με τη βοήθεια του Αχιλλέα στη θεραπεία της πληγής. Ο Οδυσσεύς συμπέρανε πως το δόρυ δημιούργησε την πληγή άρα το δόρυ θα έπρεπε να τη θεραπεύσει. Ξύσματα από το δόρυ τοποθετήθηκαν στην πληγή και ο Τήλεφος θεραπεύτηκε.

Στην Ιλιάδα ο Όμηρος περιγράφει με θαυμαστή γλαφυρότητα τις περιπέτειες του Αχιλλέα σ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας.

Ηγούμενος τω Μυρμιδόνων, ο Αχιλλέας κυρίευσε είκοσι τρεις από τις πόλεις τις συμμαχικές με την Τροία.



Η απόσυρση από τον πόλεμο

Στο δέκατο χρόνο του πολέμου, μετά την άλωση της Λυρνησσού, ο Αχιλλέας στη διανομή των λαφύρων πήρε ως σκλάβα την Βρισηίδα και ο Αγαμέμνων την Χρυσηίδα, την κόρη του ιερέα του Απόλλωνα.

Ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων, όμως, φέρθηκε άσχημα στον πατέρα της (Βρισηίδας) Χρυσηίδας, με αποτέλεσμα ο Απόλλων να φέρει λοιμό στο στρατόπεδο, για να τιμωρήσει τον ιερόσυλο Αγαμέμνονα.

Αυτός, μπροστά στον κίνδυνο, αναγκάστηκε να επιστρέψει στον πατέρα της την (Βρισηίδα) Χρυσηίδα, αλλά απαίτησε και έλαβε από τον Αχιλλέα τη δική του αιχμάλωτη, τη Βρισηίδα.



Ο Αχιλλέας εξοργισμένος από την προσβολή, που του είχε γίνει, αποσύρθηκε μαζί με τους Μυρμιδόνες του και αρνήθηκε, παρά τις εκκλήσεις των Αχαιών, να επανέλθει στον πόλεμο.

Αυτό έδωσε θάρρος στους Τρώες που, μη έχοντας να αντιμετωπίσουν πλέον το φοβερό αυτόν αντίπαλο, άρχισαν να κερδίζουν έδαφος και να προκαλούν πολλές ήττες στους Αχαιούς.

Μάταια ο Αγαμέμνων του έστειλε δώρα για να τον πείσει να υποχωρήσει στην απόφασή του.

Μεταξύ των προσφορών ήταν και επτά Μεσσηνιακές πόλεις:

Καρδαμύλη

Ενόπη

Ιρή, η «ποιήεσσα» (ίσως είναι η μεταγενέστερη Είρα)

Φηραί, η «ζαθέα» ( = δροσερή)

Άνθεια η «βαθύλειμος» ( = πολυύδρια)

Αίπεια, η «καλή» ( = ωραία)

Πήδασος, η «αμπελόεσσα»

Όταν όμως οι Τρώες απείλησαν να καύσουν το Αχαϊκό στρατόπεδο τότε αρκετοί ήρωες έσπευσαν να τον παρακαλέσουν να επανέλθει στον αγώνα και να σώσει τους Αχαιούς.

Η επάνοδος στην δράση

Αρχικά ο ήρωας είχε αντιρρήσεις τελικά όμως πείσθηκε να δώσει στον Πάτροκλο την πανοπλία που είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος, για να παραπλανήσει τους Τρώες, ότι δήθεν ήταν ο Αχιλλέας αυτός που έπαιρνε μέρος στη μάχη και να τον αφήσει να πολεμήσει επικεφαλής των Μυρμιδόνων. Ο Έκτορας όμως το κατάλαβε και στη μονομαχία που ακολούθησε σκότωσε τον Πάτροκλο.

Ο πόνος για το θάνατο του φίλου του εξόργισε τον Αχιλλέα, ρίχτηκε στη μάχη για να εκδικηθεί το χαμό του Πάτροκλου, σκοτώνοντας τον Έκτορα. Στην συνέχεια έδεσε το άψυχο σώμα του του αντίπαλου του στο άρμα του και το έσυρε γύρω από τον τάφο του Πάτροκλου και από τα τείχη της Τροίας.

Το τέλος του Αχιλλέα

Την ασέβειά του αυτή, την πλήρωσε ο ήρωας με το θάνατό του, γιατί προκάλεσε την οργή του Απόλλωνα για την πράξη του αυτή και ο θεός βοήθησε τον Πάριδα να ρίξει με το τόξο του εναντίον του Αχιλλέα. Το βέλος τον κτύπησε στη πτέρνα, στο μόνο τρωτό σημείο του σώματός του και τον σκότωσε. Σφοδρή μάχη έγινε γύρω από το σώμα του νεκρού, που τελικά το κέρδισαν οι Αχαιοί. Τον θρήνησαν η μητέρα του, οι Νηρηίδες και οι Μούσες για αρκετές ημέρες

Ταφή

Το σώμα του το έκαψαν με μεγαλόπρεπη τελετή ένδεκα ημέρες μετά από το θάνατό του και τη στάκτη του την έβαλαν σε ένα χρυσό αμφορέα, μαζί με τη στάχτη του φίλου του Πάτροκλου και τον έθαψαν στην ακτή του Ελλήσποντου με μεγάλες τιμές.



Περί του ονόματος του Έλληνα ήρωα Αχιλλέα

Τι σήμαινε το όνομα του Αχιλλέα;

Ο ισχυρότερος ήρωας των Αχαιών στην επική παράδοση φέρει όνομα, το οποίο έχει γνήσια μυκηναϊκή καταγωγή, αφού απαντά στις μυκηναϊκές πινακίδες της Εποχής του Χαλκού ως όνομα καθημερινών ανθρώπων και στην Κνωσό και στην Πύλο (Αχιλλεύς, Αχιλλήwει -ονομαστική και δοτική αντίστοιχα). Παλιότερα υπήρχε μια τάση να συνδεθεί το όνομα με το πρώτο στοιχείο του ονόματος των ποταμών Αχελώος και Αχέρων, όπου η ρίζα αχ- θα συνδεόταν με την έννοια «ύδωρ, νερό» και ίσως να είχε και χθόνιες συνδηλώσεις.

Σήμερα η άποψη αυτή έχει γενικά εγκαταλειφθεί και οι περισσότεροι ειδικοί συνδέουν το όνομα με τη ρίζα της λέξης ἄχος (=πόνος, θλίψη, στενοχώρια, άγχος αγωνία, λύπη). Η σύνδεση αυτή είχε γίνει ήδη από την αρχαία εποχή και αναβίωσε χάρη σε τρεις σπουδαίους φιλολόγους της σύγχρονης εποχής, τους Kretschmer, Palmer και Nagy.

Ο πρώτος θεωρεί ότι το όνομα σχηματίστηκε ως εξής (οι τύποι με αστερίσκο είναι υποθετικοί):

ἄχος > *ἀχίλος (όπως οργή > οργίλος) > Ἀχιλλεύς. Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα σήμαινε «αυτός που έχει τάση για ἄχος» με το ἄχος να έχει μια από τις σημασίες που αναφέρονται παραπάνω. Ομοίως οργίλος = αυτός που έχει τάση για οργή.

Οι Palmer και Nagy θεωρούν ότι το όνομα είναι σύνθετο, ἄχος + λαwός (= στρατός), και σχηματίστηκε ως εξής:

ἀχι- (η μορφή που παίρνουν αντίστοιχα ουσιαστικά κατά τη σύνθεση. Πβ. κῦδος > κυδι-άνειρα / κάλλος > καλλι-άνασσα) > *Ἀχί-λαwος > Αχιλλεύς. Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα ήταν υποκοριστικό. Πβ. Πατροκλέwης > Πάτροκλος, Εχέλαwος > Έχελος, Πενθίλαwος > Πένθιλος. Ο διπλασιασμός του συμφώνου (εδώ -λλ-) είναι συχνός στα υποκοριστικά (π.χ. Χάριλλος > Χαρίλαος, Κλεόμμας < Κλεομένης), το ίδιο και η κατάληξη -εύς (Αλεξεύς < Αλέξανδρος). Στην περίπτωση αυτή το όνομα θα σήμαινε «αυτός που προκαλεί ἄχος στον στρατό» [Πηγές: G. Holland, «The name of Achilles», Glotta 71, 1993, 17-27]

B) ΓΙΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΗΡΩΑ

«Το λάκκο τον ανοίγουμε μόνοι μας. Το φτυάρι και τον κασμά τον κρατούν οι κονδυλοφόροι από έδρας… Μυθοπλασίες και λόγια παραπλανητικά. Χωρίς ουσία, χωρίς υπόβαθρο, αλλά με …μέλλον.»

Έτσι είχα αρχίσει μια επιστολή πριν από αρκετά χρόνια και την έστειλα σε αθηναϊκή εφημερίδα. Δημοσιεύθηκε μια περίληψή της. Είναι η ώρα να δημοσιευθεί η ουσία της, τώρα, μέσα από τη δυνατότητα που μου δίνει το ελεύθερο βήμα των Blogs, χωρίς λογοκρισία, κοψο-ραψίματα και …αναμονές.

Μέσα στα πολλά βιβλία που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια βρίσκει κανείς διάφορες γνώμες, απόψεις, αμφισβητήσεις, διαστρεβλώσεις και διάφορα άλλα συμπλέγματα που διαμορφώνουν την εικόνα του γράφοντος για αρχέγονα κείμενα-σύμβολα του παγκόσμιου πολιτισμού. Όπως είναι τα μοναδικά Ομηρικά Έπη.

Επιχειρήθηκε στη δεκαετία του ’80 να γίνει μια προσέγγιση της ελληνικής μυθολογίας από τον τότε καθηγητή Ιωάννη Κακριδή και την ομάδα του. Δημοσιεύθηκε μάλιστα σε πολυτελή έκδοση πέντε τόμων από γνωστό εκδοτικό οίκο των Αθηνών. Κατηγορείται ο ελληνικός λαός από τη …γέννησή του γιατί έδινε ετυμολογικές εξηγήσεις στους ήρωες του που σύμφωνα με τον μακαρίτη, σήμερα, καθηγητή αυθαιρετούσε ακόμη και ο Όμηρος!!

Διαβάστε ένα μικρό κομμάτι για να …κουφαθείτε και εσείς!

Δεν ανήκε στους Έλληνες ο Οδυσσέας

«Γενικά, ο λαός ( ο ελληνικός) έχει την τάση και τα ξενικής καταγωγής ονόματα να τα ετυμολογεί αυθαίρετα, με το να συνδυάζει το όνομα του ήρωα με κάποιο στοιχείο είτε της δικής του ζωής είτε κάποιου προγόνου του. Για τον Οδυσσέα π.χ. δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχει προελληνικό όνομα, που αγνοούμε τι σήμαινε αρχικά. Και όμως, ήδη, στην Οδύσσεια (τ 406 κ.ε.)αναφέρεται πως στον ήρωα δόθηκε το όνομα αυτό, γιατί ο παππούς του ο Αυτόλυκος είχε προκαλέσει πολλών ανθρώπων το θυμό (ὀδύσσομαι= μισώ).

Ανατρέξαμε, λοιπόν, στο κείμενο του Ομήρου για να δούμε τι λέει για τον Οδυσσέα:

Έτσι βρήκαμε:

«τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Αὐτόλυκος ἀπαμείβετο φώνησέν τε· 405

«γαμβρὸς ἐμὸς θυγάτηρ τε, τίθεσθ᾽ ὄνομ᾽ ὅττι κεν εἴπω·

πολλοῖσιν γὰρ ἐγώ γε ὀδυσσάμενος τόδ᾽ ἱκάνω,

ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶν ἀνὰ χθόνα πουλυβότειραν·

τῷ δ᾽ Ὀδυσεὺς ὄνομ᾽ ἔστω ἐπώνυμον·»

Οδύσσεια Τ 405

που σύμφωνα με τη μετάφραση του Α. Εφταλιώτη θα πει:

«Κι ὁ Αὐτόλυκος ἀπάντησε· “Γαμπρὲ καὶ θυγατέρα,νά, τ” ὄνομα θὰ σᾶς πῶ νὰ βάλτε τοῦἀγοριοῦ σας.Περίσσιους δυσαρέστησα ἐγὼ ποὺ ἐδῶ σᾶς ἦρθα,γυναῖκες κι ἄντρες, πὰς σ” αὐτὴ τὴ γῆς τὴν τροφοδότρα·γι” αὐτὸ Δυσσέας νὰ λεχτῆ τ” ἀγόρι·»

Αυτή είναι η εξήγηση του Ομήρου για το πως προήλθε το όνομα του Οδυσσέας. Και αυτό αμφισβητείται από ένα σοβαρό κατά τα άλλα έργο του αναφερόμενου καθηγητή, δίχως έστω μια τεκμηρίωση. Απλά η γνώμη του θεωρήθηκε ως θέσφατο.

Ούτε ο Αχιλλέας ήταν Έλληνας

Πιο κάτω στο ίδιο βιβλίο θα διαβάσουμε και τα άλλα …βαρύγδουπα του Ι. Κακριδή:

Αξίζει τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά:

« Και ο Αχιλλέας δεν έχει ελληνικό όνομα, και όμως οι Έλληνες στην επιθυμία τους να το ετυμολογήσουν, θυμήθηκαν πως ο ήρωας είχε μεγαλώσει στη σπηλιά του Χείρωνα με τα εντόσθια και το μυαλό αγρίων θηρίων, αυτό σήμαινε πως δεν είχε πλησιάσει τα χείλη του στο μαστό της μητέρας του, γι’ αυτό πίστευαν πως το όνομά του έχει σχηματιστεί από το στερητικό α- και το ουσιαστικό χείλη (Απολλόδωρος 3, 172).

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΧΕΙΡΩΝΑΣ

«Πιο αυθαίρετη είναι εξήγηση ότι ο Αχιλλέας χρωστούσε το όνομά του στο ότι είχε καμένο το ένα του χείλος (Πτολεμαίος Χέννος, Καινή Ιστορία 7,1 – κάτι που θυμίζει τη νεοελληνική συνήθεια να δίνουν το όνομα Αχιλλέας ως παρωνύμιο σε όποιον έχει μεγάλα (α) χείλια! »

Κουφάθηκα! Δηλαδή τι …καλύτερο θα μπορούσε να γράψει ένας …ανθέλληνας;

Έτρεξα πάλι στην ελληνική γραμματεία, να δώ τι λένε αυτοί οι …αυθαίρετοι πρόγονοι…

Ο Απολλόδωρος γράφει:

«… καὶ ὠνόμασεν Ἀχιλλέα (πρότερον δὲ ἦν ὄνομα αὐτῷ Λιγύρων) ὅτι τὰ χείλη μαστοῖς οὐ προσήνεγκε.» (Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Γ, 13.6)

Με τα χείλη του, λέει, δεν βύζαξε, γι’ αυτό ονομάστηκε Αχιλλέας. Αυτή η εξήγηση δεν του άρεσε του καθηγητή, αλλά ούτε και του Πτολεμαίου του Χέννου που έγραψε τέσσερις αιώνες μετά τον Απολλόδωρο:

«Ὡς Ἀχιλλεὺς διὰ μὲν τὸ ἐκ πυρὸς αὐτὸν σωθῆναι καόμενον ὑπὸ τῆς μητρὸς Πυρίσσοος ἐκαλεῖτο, διότι δὲ ἓν τῶν χειλέων αὐτοῦ κατακαυθείη, Ἀχιλλεὺς ὑπὸ τοῦ πατρὸς ὠνομάσθη.» (Πτολεμαίου Χέννου, Καινή Ιστορία 7,1)

Στα δεξιά της σύνθεσης στέκεται ο Αχιλλέας, κρατώντας σκήπτρο. Στέκεται μπροστά από ένα τρίποδο, το άθλο για το νικητή. Μπροστά του τρέχουν πέντε άρματα. Στο πρώτο ηνίοχος είναι ο Οδυσσέας, στο δεύτερο ο Αυτομέδων, στο τρίτο ο Διομήδης, που ήταν κι ο νικητής σύμφωνα με τον Όμηρο και τα δύο τελευταία από το Δαμάσιππο και τον Ιπποθόωντα. Αριστερά διακρίνεται ένας κίονας, που αποτελούσε την αφετηρία.

Ονομάστηκε από τον πατέρα του Αχιλλέας γιατί ένα χείλι του είχε καεί. Αλλά ούτε αυτή η εξήγηση ήταν καλή για τον Ι. Κακριδή.

Αλλά εκτός από τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα που έβαλε στο …μάτι καταφέρεται και για αρκετούς άλλους ήρωες του Ομήρου. Αλλά και αυτά που τα βρίσκει ελληνικά τα θεωρεί πλασμένα από τους Ίωνες επικούς.

Έτσι γράφει τα εξής:

«Από τα ονόματα των ηρώων τα περισσότερα είναι γνήσια ελληνικά, πλασμένα κατά κύριο λόγο από τους επικούς της Ιωνίας: Αγαμέμνων, Μενέλαος, Διομήδης, Πρωτεσίλαος, Ετεοκλής, Πολυνείκης κτλ. Υπάρχουν όμως άλλα που δεν μπορούμε να τα αναγάγουμε σε ελληνικές ρίζες: Πέλοψ, Τυνδάρεως, Σίσυφος, Κάδμος, Μίνως, Ατρεύς, Πηλεύς, Τυδεύς και πλήθος άλλα, πρέπει λοιπόν να είναι προελληνικά.»

Τώρα, αν κάνουμε προσπάθεια ετυμολόγησής τους, θα μας πούνε πως διακατεχόμαστε και εμείς από αυθαιρεσία όπως ο Όμηρος, ο Απολλόδωρος, ο Πτολεμαίος και όλοι αυτοί οι …διαστρεβλωτές των αρχαίων κειμένων.


Ο ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΜΑΖΟΝΑ ΠΕΝΘΕΣΊΛΕΙΑ

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

Ένας απλός νέος ερευνητής γράφει: Αρχικά αναζητήσαμε την ετυμολογία του ονόματος στο Μέγα Λεξικό της ελληνικής γλώσσας των Liddll και Scott και στο λεξικό του Μπαμπινιώτη και διαπιστώσαμε πως το όνομα έχει σχέση με την υπόθεση της Ιλιάδας

Το όνομα Αχιλλέας προέρχεται από το ρήμα αχέω/αχεύω που σημαίνει θρηνώ, λυπούμε. Οπότε πιθανόν η αρχική σημασία του ονόματος Αχιλλέυς είναι αυτός που προξενεί θλίψη/πόνο στους ανθρώπους.

Στη συνέχεια αναζητήσαμε τη χρήση του ονόματος και βρήκαμε πως είναι ένα όνομα που δινόταν στα αγόρια από την αρχαιότητα έως σήμερα, δόθηκε επίσης σε τοποθεσίες, νησιά ακόμη και σε αστεροειδή.



Παραδείγματα:
Αχίλλειος: εκλεκτός, άριστος, έξοχος.
Αχίλλειος πτέρνα: το αδύνατο σημείο(μεταφορικά) κάποιου
Αχίλλειος τένων: ο πιο δυνατός τένοντας του γαστροκνημίου
Αχίλλεον: ανάκτορο στο χωριό Γαστουρι στην Κέρκυρα, της αυτοκράτειρας της
Αυστρουγγαρίας Ελισσάβετ,(Σίσσι) που λάτρευε την αρχαία ελληνική μυθολογία. Εδώ υπάρχει ένα περίφημο άγαλμα του Χέρτερ και ο ζωγραφ. Πίνακας(ο θρίαμβος του Αχιλλέα. Του Έρνεστ Έστερ)
Αχίλλειο: ονομασία χωριών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας:
Χωριό στο νομό Μαγνησίας, επαρχία Αλμυρού(λέγεται έτσι από το 1915 γιατί πιστεύεται ότι εκεί κοντά προσορμίστηκε ο στόλος του αχιλλεα.)
Χωριό στο νομό Λάρισας, κοινότητα Νίκης.
Χωριό στην επαρχία των Φαρσάλων, νομός Λάρισας.
Οικισμός: επαρχία Γυθείου, νομός Λακωνίας
Όρμος και λιμάνι στη Σκύρο: κατά την παράδοση, από εδώ αναχώρησε ο Αχιλλέας για την Τροία.
Αρχαίο οχυρό του ακρωτήριο Σιγείου της Τρωάδας. Τειχίστηκε από τους Μυτιληναίους και καταστράφηκε από τούς Ιλιείς μαζί με το Σίγειο. Εδώ έδειχναν τον τάφο του Αχιλλέα όπου ο Μ. Αλέξανδρος και ο Καρακάλλας διοργάνωσαν επιταφίους αγώνες.
Νησάκι κοντά στη Σάμο όπου υπήρχε βωμός.
Αχιλλέας: Ονομασία που δόθηκε σε αστεροειδή που επισημάνθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1906. Διεθνώς Achilles 588
Αχιλλέας: Σκόπελος στο Ιόνιο Πέλαγος.
Αχίλλεια: ( Achillea) φυτό πολυετές με φαρμακευτικές ιδιότητες.
Ζωγράφος Αχιλλέα: ονομάζεται ο άγνωστος ζωγράφος, ο κλασσικότερος της αττικής αγγειογραφίας, του 4ου π.χ που αναπαριστά σκηνές από τη ζωή του ηρώα.
Νησί Αχιλλέα: Βρίσκεται στον Εύξεινο Πόντο και στην αρχαιότητα είχε το άγαλμα του Αχιλλέα. Εκεί ήταν τα Ηλύσια πεδία, όπου ζούσαν οι ήρωες μετά θάνατον.
Η παράδοση θέλει τη Θέτιδα να διατάζει την ανάδυση του νησιού και τη μεταμόρφωση του σαν κατοικία του ήρωα. Ανήκει στη Ρουμανία, από το 1879.(ονομάζεται insula serpilar = φιδονήσι)
Αχίλλειος: (Άγιος της εκκλησιάς, εορτάζει στις 15 Μαΐου. Επίσκοπος πολιούχος Λάρισας.

Σύμφωνα με τον μύθο το όνομα του ήρωα ήταν αρχικά Λιγύρονας (λιγύς = ο έχων καθαρή φωνή, δυνατή) αλλά ο Χείρωνας τον ονόμασε Α-χιλλέα = αυτός που τα χείλη του δεν άγγιξαν το μητρικό μαστό ή αυτός που δεν έχει χείλη (ένας μύθος θέλει να κάηκαν από τις προσπάθειες της Θέτιδας να τον κάνει αθάνατο.)

Μόνος;


Πρόσφατα άκουσα πως η μεγαλύτερη επιδημία της εποχής μας είναι η μοναξιά. Έκτοτε αναρωτιέμαι: είναι αρρώστια το να είσαι μόνος; Και αν ναι, γιατρεύεται; Και τι γίνεται αν δεν την προλάβεις; Εξαπλώνεται, σαν καρκίνωμα;

Πολλοί μπορεί να βρουν τα ερωτήματα αφελή, καθώς ποιος μπορεί να είναι σε θέση να ξέρει για τις επιλογές των άλλων. Άλλοι πάλι ενδέχεται να μην έχουν υπάρξει ποτέ τους μόνοι και συνεπώς να μην καταλαβαίνουν καν το λόγο ύπαρξης του συγκεκριμένου κειμένου.
 
Εξακολουθώ όμως και αναρωτιέμαι. Επιλέγεις τη μοναξιά; Καταλήγεις μόνος έπειτα από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις; Είναι η εποχή που την ευνοεί;
 
Γύρω σου υπάρχουν άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια, που ψάχνουν, βρίσκουν για λίγο. Δεν ικανοποιούνται. Και μένουν πάλι μόνοι. Και αυτό μπορεί να κρατήσει καιρό, πολύ καιρό. Και μία μέρα ίσως ξυπνήσεις και πεις στον εαυτό σου: «Μπορεί και να μείνω μόνος».

Σκέφτεσαι εκείνους που είναι μόνοι. Τους φέρνεις στο μυαλό σου. Σκέφτεσαι τις εκφράσεις τους. Τους φαντάζεσαι όταν μένουν μόνοι, όταν μαγειρεύουν, πλένουν, κοιτάζουν τηλεόραση ή κοιμούνται μόνοι. Σκέφτεσαι: Είναι ευτυχισμένοι; Γιατί έμειναν μόνοι; Δεν πήγε κάτι καλά;
Είναι τελικά επιλογή η μοναξιά; Η συντροφικότητα; Η συντροφικότητα είναι επιλογή; Και αν υπάρχουν διαδρομές στη ζωή, ποιος ο δρόμος που σε οδηγεί στη μία ή την άλλη;
 
«Η ζωή αποκτά νόημα όταν δημιουργείς ζωή», μου είπαν πρόσφατα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει να μην μείνεις μόνος, τουλάχιστον να μην μείνεις μόνος για ένα διάστημα. Αλλά και να αποφασίσεις ότι ενδεχομένως, φέρνοντας στον κόσμο μία νέα ύπαρξη, ποτέ δεν θα παραμείνεις μόνος στο εξής. Αλλά είναι για όλους η συγκεκριμένη εξέλιξη; Μήπως για μερικούς η ζωή αποκτά νόημα και όταν προσπαθούν να της το δώσουν μόνοι τους; Μήπως όλοι μας να το οφείλουμε στον εαυτό μας;
 
Χωρίς να έχω διάθεση να μπω σε φράσεις κλισέ, τύπου «μόνος γεννιέσαι, μόνος πεθαίνεις», όσο την έχω ζήσει και ο ίδιος, μπορώ να δηλώσω ότι πάνω μου λειτουργεί και ως ευχή και ως κατάρα.

Ὁ Θεὸς Ἥλιος εἰς τὴν μυθολογίαν

Ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ παντεπόπτης θεϊκὸς ἡλιακὸς ἀστὴρ καὶ ὁ τῆς ὁράσεως δωροδότης. Κατ' Ὅμηρον καὶ Ἡσίοδον ὁ Ἥλιος γεννᾶται ἐκ Θείας καὶ Ὑπερίωνος, Τιτάνων, Οὐρανοῦ καὶ Γαίας γένος.

Θεία δ’ ᾿Ηέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
᾿Ηῶ θ’, ἣ πάντεσσιν ἐπιχθονίοισι φαείνει
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
γείναθ’ ὑποδμηθεῖσ’ ῾Υπερίονος ἐν φιλότητι.

[Ἡσιόδου Θεογονία, 371-374]

Ὁ ὁμηρικὸς ὕμνος περιγράφει "τὸν ἀκάμαντα Ἥλιον, ὅμοιον τοῖς ἀθανάτοις, ὃν φαίνει θνητοῖσοι καὶ αθανάτοισι θεοῖσιν ἵπποις εμβεβαώς" καὶ τρομερό εἶν’ τὸ βλέμμα του ἀπ’ τὸ χρυσό του κράνος, αἱ ἀκτῖναι του ἀπαστράπτουσαι, καὶ εἰς τοὺς κροτάφους του αἱ περιγναθίδαι λαμπραὶ ἀπὸ ψηλὰ καὶ μὲ χάριν καλύπτουν τὸ τηλαυγές πρόσωπόν του. Καὶ καλός, περί σώματι λάμπει λεπτοΰφαντος χιτὼν "πνοιῇ ἀνέμων, ὑπὸ δ' ἄρσενες ἵπποι". Οἱ ἵπποι ὀνομάζονται Ἐῷος, Αἴθων, Πυρόεις καὶ
Φλέγων, πνέουν δε πῦρ ἐκ τοῦ στόματος καὶ μυκτήρων. Στήσας τὸ χρυσόζυγον ἅρμα του, πέμπει τοὺς ἵππους του παρὰ τὸν θεσπέσιον Ὠκεανὸν, ὅπου αἱ Ὧραι τοὺς περιποιοῦνται καὶ τρέφουν οὗτους μὲ ἀμβροσίαν. Τὴν νύκτα ὁ Ἥλιος πλέει τὸν Ὠκεανὸν ἐν χρυσῷ κυπέλλῳ, ὃν Ἥφαιστος ἐτεχνούργησεν καὶ τὸ πρωὶ φθάνει καὶ πάλι εἰς ἀνατολὴν, ἀρχὴν τῆς ἡμερησίας διαδρομὴς του. Καλεῖται δὲ ἀκάμας διὰ τὸ ἀδιάλειπτον τῆς πορείας του.

Ἥλιον ἀκάματον καὶ πλήθουσαν Σελήνην

[Ἰλιὰς, Σ, 484]
Οἱ βόες τοῦ Ἡλίου
Ὁ Ὅμηρος λέγει ὅτι ὁ Ἥλιος ἔχει θαυμαστοὺς βοῦς, ζῷα μὲ ἄσπιλην λευκότητα καὶ χρυσὰ κέρατα, εὐρισκομένους ἐν νῆσῳ Θρινακίᾳ.

Καὶ στὴ νῆσο Θρινακία θε να φθάσεις, που περίσσια
βόσκουν βόδια τοῦ Ἡλίου μὰ καὶ πρόβατα θρεμμένα·
εἶναι ἑπτὰ βοδιὼν ἀγέλες καὶ ἀρνιῶν τόσα κοπάδια,
τὸ καθένα ἀπὸ πενήντα· ποτὲ τούτα δὲ γεννοῦνε
καὶ ποτὲ δεν λιγοστεύουν· θεὲς εἶναι οἱ ποιμενίδες,
νύφες καλλιπλοκαμοῦσες, Φαέθουσα καὶ Λαμπετία,
που γέννησε ἡ θεία Νέαιρα ἀπὸ τὸν Ἤλιο.

[Ὀδύσσεια, μ, 127-134]

Κατ' Ἀριστοτέλην, ὁ ἀριθμὸς 350, τὸ σύνολον δηλαδὴ τῶν 7 ἀγελῶν, συσχετίζεται καὶ μὲ τὰς 350 ἡμέρας τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους. Τὰ μῆλα τοῦ Ἡλίου εἶναι ἱερά. Ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ σύντροφοί του ἐπροειδοποιήθησαν ἐκ τοῦ Τειρεσίως ἵνα μὴν βλάψουσιν τοὺς βοῦς, κατὰ τὴν ἄφιξίν των εἰς Θρινακίαν νῆσον. Ἀλλ΄ οἱ σύντροφοι τοῦ Ὀδυσσέως τῇ ἀφορμῇ τῆς ἀπνοίας πολλῶν ἡμερῶν διαρκοῦσης ἀθετοῦν τὴν ὑπόσχεσίν των καὶ σφάζουν κρυφῶς ζῷα ἐκ τῶν ἱερῶν ἀγελῶν.

μὰ δεινοῦ θεοῦ εἲν' τούτα τὰ θρεμμένα ἀρνιά καὶ βόδια,
τοῦ Ἡλίου, που τὰ πάντα τὰ θωρεῖ κι ἀκούει τὰ πάντα.

[Ὀδύσσεια, μ, 322-323]


Ὁ θεὸς Ἥλιος τὸ ἔμαθε κι ἐζήτησε τὴν τιμωρίαν των, διὰ τὸ ἀσεβὲς, εἰδάλλως θὰ κατέλθει εἰς ᾍδην νὰ φωτίζῃ τοὺς νεκρούς, ἀποστρέφων τὰς εὐεργετικὰς του ἀκτῖνας ἀπὸ τοῦ ὑπολοίπου κόσμου. Ἀδιανόητον τοῦτον γὰρ ὁ κόσμος τῶν ζώντων ἐξ Ἡλίου φωτίζεται. Ἡ ἔννοια τοῦ ᾍδου τρόπον τινὰ "ὀριοθετεῖται" ἀπὸ τοῦτο, ὅτι τὸ ἠλιακόν φῶς δὲν φθάνει ἐκεῖ (μὲ ὅποια ἔκφρασιν παίρνει τὸ "ἐκεῖ", π.χ. τὸ ἐσωτερικόν τῆς γῆς ὅπου ἀποθέτουμε τὸν νεκρὸν).

ἐὰν ζῇ ἀκόμα κάπου καὶ θωρεῖ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,
ἢ ἂν πέθανε καὶ εἶναι μέσ' στα δώματα τοῦ ᾍδου.

[Ὀδύσσεια, δ, 834-835]

Ἄλλο παράδειγμα τῶν ὁρίων εἶναι τὸ σημεῖον ὅπου ὁ Ἥλιος σταματᾷ τὸ ἅρμα του καὶ ἀφήνει τοὺς ἵππους του νὰ ἀναπαυθούν καὶ νὰ τραφούν μὲθ' ἀμβροσίης παρὰ τὸν θαυμαστὸν Ὠκεανόν. Ὁ ἴδιος ἐπιβιβάζεται τοῦ χρυσοῦ κυπέλλου του καὶ διασχίζει τὸν Ὠκεανόν, καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς νυκτός. Ὁ ποιητής τοποθετεῖ τοῦτον παρὰ τὸν Ὠκεανόν, ὁλίγον πρὶν τὸν ἀσφόδελον λειμῶνα, ποῦ τυπικῶς θεωρεῖται ἡ ἀρχὴ τοῦ ᾍδου.

Τὴν Λευκὴ Πέτρα περάσαν καὶ τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ῥεῦμα,
καὶ τις πύλες τοῦ Ἡλίου καὶ τὸν δῆμο τῶν Ὀνείρων
διαβήκαν, καὶ γοργὰ φθᾶσαν στὸ λιβάδι μ' ἀσφοδέλους,
ὅπου οἱ ψυχὲς διαμένουν, εἴδωλα τῶν πεθαμένων.

[Ὀδύσσεια, ὠ, 11-14]

Ὁ ῥόλος τοῦ Ἠλίου εἰς τὴν διατήρησιν τοῦ δικαίου, τὸν ὁδηγεῖ πάντοτε νὰ τὸ ἀναζητῇ καὶ ὡς Φαέθων, φαείνει μὲ τὸ φάος (φῶς) του, καὶ ὠς Φαναῖος φανερώνει, ἔτσι πάντοτε ἀνευρίσκει τὴν ἀλήθειαν. Ὥστε ὁ Ἥλιος ἀεὶ ἄσπιλος φωτοβολεῖ. Ὅσο ἄτοπον εἶναι νὰ ἀποσυρθῇ ἀπὸ τὸν κόσμον τῶν ζώντων καὶ νὰ φωτίζῃ τοὺς νεκρούς, τόσο και τὸ δίκαιο νὰ μὴν ἰσχύσῃ καὶ οἱ ἔνοχοι νὰ μὴν τιμωρηθοῦν. Ὁ Δίας εἰσακούει τὸν λόγον τοῦ Ἠλίου καὶ ῥίπτει κεραυνόν κατὰ τοῦ πλοίου τοῦ Ὀδυσσέως. Ὅλοι του οἱ σύντροφοι πνίγονται καὶ μόνον ὁ Ὀδυσσεὺς ἐπιζεῖ, ὁ ὁποῖος τηρήσας τὴν ὑπόσχεσίν του δὲν βλάπτει τοὺς βοῦς, παρά τὰς δυσκολίας τῆς παρατεταμένης ἀπνοίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπιστίας τῶν συντρόφων του.

Οἱ ἔρωτες τοῦ Ἡλίου
Ὁ Ἥλιος ἠνώθη μὲ τὴν Ῥόδην, κόρην τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀμφιτρίτης Ἁλιᾶδος, ἣ προσωνυμεῖται Ἀφροδίτης παῖς, διὰ τὸ κάλλος της.

ὑμνῶντας τὸ παιδὶ τῆς Ἀφροδίτης, τὴν νύμφην τοῦ Ἠλίου, τὴν Ῥόδον

[Πίνδαρος, Ὀλύμπια, ᾠδὴ 7]
Ὁ μῦθος τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Ῥόδης εἶναι ἀπὸ τοὺς γνωστότερους (ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις). Ὁ Πίνδαρος ἀφηγεῖται πῶς ὅταν ὁ Ζεὺς καὶ οἱ ἀθάνατοι ἐμοίραζαν τὴν χθόνα Γῆ, ἡ Ῥόδος οὐκ φανερὴ ἦν ἐπάνω ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ πόντου ἀλλὰ σὲ ἁλμυρὰ βάθη εὑρίσκετο ἡ νῆσος. Καθῶς ὁ Ἥλιος ἀπουσίαζε, ἑξαιρέθη τοῦ λαχνοῦ κι ἔμεινε δίχως μερίδιον εἰς τὴν πλατιὰ γῆ ὁ ἁγνὸς θεός. Ὁ Ζεὺς μόλις τὸ ἀντελήφθη, ἐθέλησε νὰ κάνῃ νέαν διανομήν, μὰ ὁ Ἥλιος δὲν τὸν ἄφησε, ἐπειδὴ εἶπε ὅτι κάτι λαμπρὸν βλέπει νὰ μεγαλώνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, γῆ πολύτροφην διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ καλόφρονην διὰ τάς ἀγέλας.

Κι εὐθὺς ὁ θεὸς ἐκέλευσε τὴν χρυσότροχην Λάχεσιν νὰ ὑψώσῃ τὰς χείρας της καὶ νὰ προφερῃ τὸν μέγαν ὅρκον τῶν θεῶν, ὄχι μόνη της ἀλλὰ μετά νεῦματι τοῦ Κρονίωνος, πῶς ὅταν ἡ γῆ θὰ φανεῖ εἰς τὸν αἰθέρα θὰ ἀποδοθεῖ εἰς αὐτὸν, καὶ νὰ εἶναι ἐκείνη κορωνίς τῆς κεφαλῆς του, ἀφοῦ θὰ ἔμενε πίσω ταὶς τιμαὶς.

Καὶ ὅταν ὁλοκληρώθησαν οἱ λόγοι, εἰς τάς κορυφὰς τῆς ἀληθείας ἔφθασαν, κι ἐβλάστησε ἐκ τῆς ὑγρῆς θαλάσσης, νῆσος, ἣν ἔχει ὁ γενέθλιος πατὴρ τῶν ὀξειῶν ἀκτίνων, ὁ ἄρχων τῶν ἵππων τῶν πνεόντων πῦρ. Ἐκεῖ εἰς τὴν Ῥόδον μιχθεῖς μετὰ τῆς νύμφης, ἐγέννησεν ἑπτὰ παῖδας, τοὺς καλοῦμενους Ἡλιάδας, ὀνόματι Ὄχιμος, Κέρκαφος, Ἄκτης, Μάκαρ, Κάνδαλος, Τρίοπας, Τενάγης, διὰ τοὺς ὁποίους ἦταν παραδεκτόν ὅτι ἦσαν σοφότατοι ἀπ’ ὅλους τοὺς παλαιοὺς ἄνδρας, καὶ μία κόρην, τὴν Ἠλεκτρυόνην, ἡ ὁποία ἀπέθανε παρθένος καὶ ἔλαχε ἡρωικῶν τιμῶν ἀπὸ τοὺς Ῥοδίους.

Συμφώνως πρὸς τὸν συγγραφέα τῶν Διονυσιακῶν, ἦσαν δε οἱ πάντες ἀστρολόγοι, διέταξαν τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ εἰσήγαν νέας πρακτικὰς είς ναυσιπλοΐαν. Φθονήσαντες δὲ τινὲς αὐτῶν τὸν Τενάγην ὠς εὐφυέστερον τὸν ἐφόνευσαν καὶ φωραθέντες ἐξορίσθησαν ἀπὸ τὴν νῆσον. Ὁ Μάκαρ ἐπέρασεν εἰς Λέσβον, ὁ Κάνδαλος εἰς Κῶ, ὁ Ἄκτις εἰς Αἴγυπτον, ὅπου ἔκτισεν τὴν Ἡλιούπολιν πρὸς τιμὴν τοῦ πατρὸς του καὶ ἐδίδαξε τὴν ἀστρολογίαν, καὶ ὁ Τρίοπας εἰς Καρίαν, ἀπὸ τον οποῖον ὀνομάσθη τὸ Τριόπιον ἀκρωτήριον.

Οἱ λοιποὶ υἱοὶ ἐκρίθησαν ἀθῷοι καὶ ἔμειναν εἰς τὴν Ῥόδον νῆσον, ὅπου ἐβασίλευσεν ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν Ὄχιμος. Ὁ Ὄχιμος ἐκ τῆς Ἠγητορίας νύμφης ἐγέννησεν τρεῖς υἱούς, τὸν Κάμιρον, τὸν πρεσβύτατον Ἰάλυσον καὶ τὸν Λίνδον. Οὗτοι ἐμοίρασαν τὴν γῆ που ἔχουν ἀπὸ τὸν πατέρα των σὲ τρία μέρη, ὄπως ἐπίσης καὶ τάς μοίρας τῶν πατρῴων πόλεων. Ἔκτοτε ἔτσι ὀνομάζονται αἱ πόλεις ὅπου ἔχουν τάς ἔδρας των. Θεαὶ ἀγαπημέναι τοῦ Ἡλίου ἀναφέρονται ἐπίσης αἱ Ὠκεανίδαι Κλυμένη καὶ Περσηὶς. Ἐκ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Κλυμένης γεννᾶται ὁ Φαέθων διὰ τὸν ὁποῖον θὰ κάνουμε λόγον παρακάτω. Ἐκ τοῦ Ἡλίου καὶ τῆς Περσηίδος, γεννῶνται ἡ Κίρκη καὶ ὁ Αἰήτης, σημαντικὰ πρόσωπα εἰς τὴν μυθολογίαν περὶ τῶν Ἀργοναυτῶν καὶ περὶ τοῦ Ὀδυσσέως. Ἄλλοι μῦθοι λέγουν ὅτι γόνοι τους εἶναι ἐπίσης ἡ Πασιφάη (ἡ σύζυγος τοῦ Μίνωος) καὶ ἡ Καλυψὼ.

Εἰς ἀκούραστον Ἥλιον ἐγέννησεν ἡ ξακουστὴ Ὠκεανίνη,
ἡ Περσηίς, τὴν Κίρκην καὶ τὸν βασιλέα Αἰήτην.
Καὶ ὁ Αἰήτης ὁ υἱὸς τοῦ Ἡλίου τοὺς ἀνθρώπους που φωτίζει,
τὴν κόρην τοῦ Ὠκεανοῦ, τέλους τῶν ποταμῶν ἁπάντων,
ἔλαβε μὲ τῶν Θεῶν τὴν βούληση, τὴν καλλιπάρηον Ἰδυίαν.
Κι ἐκείνη τὴν καλλίποδην Μήδειαν γέννησε στὸν ἔρωτα του
δαμασμένη ἀπ’ τὴν χρυσὴν Ἀφροδίτην.

[Ἡσιόδου Θεογονία, 956-962]

Ὁ Αἰήτης εἶναι ὁ μέγας βασιλεὺς τῆς Αἰαίας καὶ πατὴρ τῆς Μήδειας. Ἡ κόρη τοῦ Αἰήτου, ὄπως καὶ ἡ Κίρκη εἶναι μία κόρη σοφή, που γνωρίζει τὰς δυνάμεις τῶν βοτανῶν, τὰς κινήσεις τῶν ἀστέρων καὶ τὰς μαγικὰς ῥήσεις, ὠς προστατευόμενη τῆς Θεάς Ἑκάτης, τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται. Ἡ Μήδεια μὲ τὴν τέχνην της θὰ βοηθήσει τὸν Ἰάσονα καὶ τοὺς συντρόφους του νὰ κερδίσουν τὸ δέρας τοῦ χρυσομάλλου Κριοῦ, που εἶχε φέρει τὸν Φρίξον εξ’ Ἄργους ἐς Κολχίδαν καὶ ἐς βασιλέα Αἰήτην.

Ἀφοῦ ἄφησε τὸ πλοῖο τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ῥεῦμα,
ἔφθασε μετὰ στὸ κῦμα τῆς πλατύδρομης θαλάσσης
καὶ στὴ νῆσο Αἰαία ὅπου τῆς Αὐγῆς τοῦ ὄρθρου κόρης
οἱ χοροὶ κι ἡ οἰκία εἶναι κι οἱ ἀνατολές τοῦ Ἡλίου

[Ὀδύσσεια, μ, 1-4]

Μετ’ ἐπεμβάσεως τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν συμβουλεύει καὶ τοῦ δίνει τὴν βοτάνην μῶλυ, ὁ Ὀδυσσεὺς δεν καταβάλλεται καὶ ἡ Κίρκη ὁρκίζεται να τοῦ παρέχῃ κάθε βοήθειαν

Καὶ ἐφθάσαμε στην νῆσο τὴν Αἰαία· ἐκεῖ ζοῦσε
ἡ καλλιμαλούσα Κίρκη, Θεὰ ἀνθρωπολαλούσα,
αὐταδέλφη τοῦ Αἰήτη, που ὀλέθρια σκέψη εἶχε.
Καὶ οἱ δύο γεννηθήκαν ἀπ' τὸν φωτοδότηἭλιο
κι ἀπὸ τη μητέρα Πέρση, που ὁ Ὠκεανὸς ἐγέννα

[Ὀδύσσεια, κ, 135-139]

Ὁ Ὅμηρος διηγεῖται πὼς ἡ Αἶα εὑρίσκεται εἰς τὴν μακρινὴν ἀνατολήν, πέραν τῆς χώρας τῶν Κιμμερίων Σκυθῶν, βορείως τῶν ὀρέων τοῦ Καυκάσου. Ἐκεῖ εἶναι τὰ δώματα τῆς Ἠοῦς, καὶ μία ἐκ τῶν ἐποχιακῶν ἀνατολῶν τοῦ Ἡλίου. Ἡ Κίρκη καὶ ἡ δύναμίς της θὰ ἀποτελέσουν δοκιμασία διὰ τὸν Ὀδυσσέα καὶ τοὺς συντρόφους του, κατὰ τὴν ἄφιξίν των εἰς τὴν νῆσον ὅπου ἡ θεὰ κατοικεῖ, καὶ οἱ πλέον ἀπρόσεχτοι ἐξ’αὐτῶν μεταμορφώνονται σὲ γουρούνια. Ἡ Κίρκη, ὠς κάθε θεὸς που προέρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἡλίου, ἔχει ἔντονον τὸ στοιχεῖον τῆς καθαρότητος. Οἱ ἡλιακοὶ γόνοι ἀποστρέφονται τοὺς ἀκαθάρτους, ἡ παρουσία τους καὶ μόνον, ἐμφανίζει τὸ ὅποιον ἀκάθαρτον στοιχεῖον, καθιστώντας τοῦτον ἔκδηλον καὶ πασιφανὲς.

Ἀπό τοὺς μύθους, τοὺς ἀναφερόμενους εἰς τοὺς ἔρωτας τοῦ Ἡλίου, πολὺ γνωστὰ εἶναι τὰ περὶ τῆς Κλυτίης καὶ Λευκοθόης. Ὁ Ἥλιος, ὁ πρῶτος ποὺ ἀνακάλυψε τὸν κρυφὸν ἔρωτα τῆς Ἀφροδίτης καὶ τοῦ Ἄρεως, εἰδοποιεῖ τὸν Ἥφαιστον, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ τέχνασμα τῶν ἀοράτων δεσμῶν .

Ἡ καλλίγραμμη Ἀφροδίτη πρὸς ανταπόδοσιν, τοῦ ἐμπνέει παράφορον ἔρωταν διὰ τὴν Λευκοθόην, κόρην τῆς Εὐρυνόμης καὶ τοῦ Ὀρχάμου, βασιλέως τῆς Περσίας. Ὁ Ἥλιος ὅμως τότε ἐτιμοῦσε μὲ τὸν ἔρωτὰ του τὴν νύμφην Κλυτίαν. Ὁ Ὀβίδιος ἀφηγεῖται εἰς τὰςΜεταμορφώσεις: "Ναί, αἱ φλόγαι σου φθάνουν ὠς τὴν ἄκρην τῆς γῆς μὰ κι ἐσὺ ὁ ἴδιος καίγεσαι ἀπὸ νέα φλόγα. Τὸ βλέμμα σου ὅλα πρέπει να τὰ ἀγκαλιάζῃ μὰ σὺ ἔχεις τοὺς ὀφθαλμοὺς σου στρέψει εἰς Λευκοθόην καὶ δίνεις εἰς μία μόνον κόρην τὸ βλέμμα που ὅλος ὁ κόσμος ἀποζητεῖ." Ἄλλοτε ὑψωνόταν πολὺ νωρὶς εἰς τὴν ἀνατολὴν κι ἄλλοτε καθυστεροῦσε να δύσῃ διὰ νὰ τὴν βλέπῃ, παρατείνοντας τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος. Ἄλλοτε φόβον εἶχε εἰς τὴν καρδίαν του καὶ τοῦτο ἐμόλυνε τὰς λαμπρὰς του ἀκτῖνας, προκαλῶντας φόβον εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

Τόσος ὁ ἔρως τοῦ θεοῦ πρὸς Λευκοθόην που καὶ Κλυμένης καὶ Ῥόδης καὶ Κίρκης μητρὸς καὶ Κλυτίας ἀπεῖχε. Διὰ νὰ πλησιάσῃ τὴν ἀγαπημένην του ὁ Ἥλιος διὰ τῆς μορφῆς τῆς μητρὸς της τῆς ζητεῖ να ἀφήσει τὰς φίλας της ώστε νὰ τῆς φανερώσῃ μυστικόν τινά. Ἡ Λευκοθόη ἀνυποψίαστη διώχνει τὰς συνοδούς της καὶ τότε ὁ ἐρωτευμένος Ἥλιος ἐμφανίζεται ἐμπρὸς της. Λουόμενη τῇ λάμψει τοῦ θεοῦ ἡ νεαρά κόρη δέχεται τὸν ἔρωτὰ του. Ἡ Κλυτία ὅμως ὑποφέρωντας ποὺ ἐστερήθη τὸ βλέμμα τοῦ Ἡλίου, ἀποκαλύπτει εἰς τὸν πατέραν τῆς Λευκοθόης τὰ συμβάντα. Ὀργισθεῖς ὁ βασιλεὺς διατάσσει νὰ θάψουν ζωντανὴ τὴν κόρην ὑπὸ σωρῶν ἄμμου. Ὁ Ἥλιος καταφθάνει καὶ προσπαθεῖ να ξαναδώσῃ ζωὴν εἰς τὴν ἀγαπημένην του. Μόνον ὁ θάνατος τοῦ υἱοῦ του, Φαέθοντος, τοῦ εἶχε προκαλέσει ἀνάλογον πόνον.

Ἀλλ’ ἡ Λευκοθόη εἶχε συνθλιφθεὶ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς γῆς καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἐγερθῇ. Τότε ὁ Ἥλιος ἄλειψε τὸ σῶμα της μὲ νέκταρ καὶ εἶπε "θὰ φθάσεις εἰς τὸν οὐρανόν" τότε τῇ θέσει της ἐφύτρωσε θάμνος τοῦ ὁποίου τὸ προϊὸν καιόμενον φθάνει εἰς τὸν οὐρανόν. Πρόκειται διὰ τὸν λίβανον, ἔξοχον θρησκευτῶν θυμίαμα. Ἔκτοτε ὁ Ἥλιος ἀπέλειψε ἐκ τῆς καρδίας του τὴν Κλυτίαν. Ἐκείνη λιώνοντας ἀπὸ θλίψιν οὔτ’ ἔτρωγε οὔτ’ ἔπινε καὶ κατόπιν ἐννέα ἡμερῶν μεταμορφώθη εἰς τὸ φυτόνἡλιοτρόπιον. Λέγεται δὲ ὅτι διαρκῶς φλέγεται ἀπὸ ἔρωτα διὰ τὸν θεὸν καὶ διὰ τοῦτον ὁ ἀνθὸς τοῦ ἡλιοτροπίου στρέφεται καὶ ἀκολουθεῖ τὴν πορείαν τοῦ Ἡλίου.

Φαέθοντος Μύθος
Ἀπὸ τοὺς παλαιότερους μύθους, κατέχει διάκριτην θέσιν εἰς τὴν μυθολογίαν. Ἔχει δὲ ἰδιαιτέρα ἀστρολογικὴν σημασίαν διὰ τὰ οὐράνια φαινόμενα ποὺ περιγράφει.Ὁ Ὠκεανὸς ἐκ τῆς ἀρχεγόνου ἐνώσεώς του μετὰ τῆς Τηθύος, ἔκανε τὴν Κλυμένην, ἀρίστη τῶν Νηιάδων, παρθένον κραταιάν. Ἐκείνης ὁ Ἥλιος ὠς εἶδεν τὴν μορφήν, ἄναψε ὁ πυρσὸς τοῦ Ἔρωτος ἐντὸς του, πιὸ δυνατὸς κὶ ἀπὸ τὰς ἀκτῖνας του, ποὺ ἄλικα βάφουν τὰ ὕδατα τοῦ Ὠκεανοῦ. Κὶ ἔβλεπε τὴν παρθένον ὁπότε γυμνὴ ἄστραφτε ὡσὰν τὴν πανσέληνον, λουόμενη εἰς τὰ ὕδατα τοῦ πατρὸς της.
Ἔτσι, ὁ Ὠκεανὸς ἔδωσε τὴν κόρην του εἰς τὸν αἰθέριον ἁρματηλάτην, κὶ ἐκείνη ἐδέχθη τὸν θερμὸν τῆς σύντροφον εἰς τὴν ψυχρὴν της ἀγκάλη. Τὴν λαμπρὴν ἕνωσιν ἑσυνόδευσαν αἱ Ὥραι καὶ ὁ χορὸς τῶν Νηιάδων, ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἀστὴρ Ἑωσφόρος καὶ αἱ ἀκτίναι τῆς Σελήνης, οἱ ἀλαλαγμοὶ τῶν Ἑσπερίδων νυμφῶν καὶ ἡ μελῳδία τοῦ Ὠκεανοῦ. Ἡ Κλυμένη ἐκ τῆς γονίμου ἐνώσεώς της μετὰ τοῦ Ἡλίου, ἐγέννησε βρέφος θεϊκὸν καὶ φωτοφόρον, τόσο ποὺ ὁ πατὴρ, ἔδωσε τὸ δικὸν του ὄνομα τῷ υἱῷ. Καὶ τὸ λαμπρὸ πρόσωπον τοῦ μικροῦ Φαέθοντος σήμαινε ἐμφανῶς τὴν καταγωγὴν του. Ἐγέννησε καὶ κόρας ὀκτὼ ἐκ τοῦ Ἡλίου ἡ Κλυμένη - αἱ Μερόπη, Ἡλίη, Φοίβη, Αἰθερίη, Αἴγλη, Διοξίππη, Φαέθουσα καὶ Λαμπετίη, καλοῦμεναι Ἡλιάδαι.
Ἀργότερα ἡ Κλυμένη ἔλαβε σύζυγον θνητόν τὸν Μέροπα, βασιλέα τῶν Αἰγυπτίων, ὃς ἀνέθρεψε τὰ τέκνα της ἀπὸ τὸν Ἥλιον. Ὁ Φαέθων μεγαλώνοντας ἔγινε εἷς λαμπρὸς νέος, καὶ ἐμπνεόμενος ἐκ τοῦ πατρός του, ποθοῦσε σφοδρῶς νὰ ὁμοιάσῃ μὲ ἐκεῖνον. Συνομήλικος τοῦ Φαέθοντος, εἰς τὰ ἔτη καὶ τὴν καταγωγήν, ὁ Ἰναχίδης Ἔπαφος τῆς Αἰγύπτου, ἐνοχληθεὶς ἀπὸ τὴν περηφάνειαν τοῦ νεαροῦ, ἀμφισβήτησε μίαν ἡμέραν τὴν τοῦ Φαέθοντος πατρότηταν, μετὰ σκληρῶν λέξεων.
Ὁ Φαέθων εὐθὺς ὠς ἄκουσε ἐκεῖνα, ἔσπευσε πρὸς τὴν μητέραν του λυπηθεῖς ἀλλὰ καὶ ὀργισθεῖς διὰ τὸ συμβάν, ζητώντας ἀκλόνητον ἀπόδειξιν ὅτι ἀληθῶς ὁ Ἥλιος ἐστὶ ὁ πατὴρ του. Ἡ Κλυμένη καθησύχασε τὸν υἱὸν της καὶ ὑψώνοντας τὰς χεῖρας της πρὸς τὸν Ἥλιον, ἐπικαλουμένη ἐκεῖνον ὠς μάρτυρα ὁρκίσθη πὼς ἀληθῶς εἶναι ὁ πατὴρ τοῦ Φαέθοντος. Εἶπε δὲ τῷ υἱῷ της πὼς δύναται νὰ συναντήσῃ ὁ ἴδιος τὸν πατέρα του καὶ νὰ τὸν ῥωτήσει, διότι ἡ χώρα ἀπὸ ὃπου ἀνατέλλει συνορεύει μὲ τὴν Αἴγυπτον. Καὶ ὁ Φαέθων εὐθὺς ἀνεχώρησε πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ πατρὸς του.
Ὅταν ἔφθασε εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἡλίου, ηὕρε τὸν πατέραν του εἰς τὰ δώματά του. Ἐκείνος εὐθὺς τὸν ἐγνώρισε καὶ τὸν ἐδέχθη μὲ πολλῄ χαρᾴ. Τότε ὁ Φαέθων ἀπηύθυνε παράκλησιν μεγάλην, ζητώντας ἀπὸ τὸν πατέραν του, ἀπόδειξιν φανερὴν τοῖς ἅπασι, πὼς ἀληθῶς εἶναι ὁ υἱὸς του καὶ νὰ θέσῃ τέλος εἰς τὰς ὅποιας ἀμφιβολίας. Ὁ Ἥλιος ἀφηνοντας πλὰι του τὸν ἐκθαμβωτικὸν του στέφανον, ἀγκάλιασε τὸν Φαέθοντα, κι ἐπρόφερε τὸν μέγα ὅρκον τῶν Θεῶν, εἰς τὰ ὕδατα τῆς Στυγός, πὼς θὰ πραγματοποιήσει ὅποιαν χάριν τοῦ ζητήσει ὁ νέος, ὥστε νὰ καταστῃ ὁλοφάνερη ἡ ἡλιακὴ του καταγωγὴ καὶ ἡ καρδία του νὰ ἠρεμήσῃ. Καὶ ὁ Φαέθων ἐζήτησε τὴν μεγίστην χάριν, νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ὁδηγήσῃ ἐκεῖνος τὸ λαμπρὸν ἅρμα τοῦ Θεοῦ διὰ μίαν ἡμέραν. Μάταια ὁ Ἥλιος μὲ γλυκούς λόγους ἐπιχείρησε νὰ τὸν μεταπείσῃ.

Ὤ, τέκνον Ἡλίου, τοῦ Ὠκεανοῦ γένος ἀγαπητὸν,
ἄλλο προνόμιο ζήτα, τὶ σχεσιν ἔχεις μὲ τοῦ Ὀλύμπου τὸ ἅρμα;
ἀπαίδευτος εἶσαι ἱππικῆς, διὰ τοῦτον οὒ δύνασαι
τὸ ἅρμα μου νὰ ὁδηγήσῃς, ποὺ κι ἐγὼ μόλις τὸ καταφέρνω.
Οὔτε ποτὲ ὁ ὁρμητικὸς Ἄρης ὁπλίσθη μὲ φλογερὸν κεραυνόν,
ἀλλὰ τὴν σάλπιγγα ἠχεῖ καὶ ὄχι τὰς βροντάς,
οὔτε τὰ νέφη, ὁ Ἥφαιστος, τοῦ πατρὸς του συλλέγει,
μήτε καλεῖται Νεφεληγερέτης, ὠς ὁ Κρονίων,
ἀλλὰ πλησίον τῆς πυρᾶς τὸν σίδηρον κτυπᾷ μὲ τὸ σφυρί του,
καὶ τεχνητῶς ποιεῖ τὸ φύσημα τῶν τεχνητῶν ἀνέμων,
κύκνον ἔχει ὁ Ἀπόλλων πτερωτὸν κὶ ὄχι ταχὺν ἵππον,
μήτε τὴν πύρινην ἀστραπὴν ἐγείρει, τοῦ προγόνου του,
κὶ ὁ Ἑρμῆς ῥάβδον ἔχει, ὄχι τὴν αἰγίδα τοῦ πατρὸς του.
ἀλλὰ θὰ πεῖς "τῷ Ζαγρῇ ἔδωσε κεραύνιον σπινθῆρα".
Ὁ Ζαγρεὺς τὸ σκῆπτρον ὕψωσε καὶ τῷ ὀλέθρῳ ὁδηγήθη,
Ἔχε σέβας παιδὶ μου, παρόμοια συμφορὰ νὰ μὴν πάθῃς.

[Νόννος, Διονυσιακά, 38, 196-211]

Ἀλλ' ὁ Φαέθων δὲν ἐπείθετο τοῖς σοφοῖς λόγοις τοῦ πατρὸς του, ἐπιμένων δὲ εἰς τὴν παράκλησιν, ὁ Ἥλιος ὑπεχώρησε, ἔχοντας λάβει μέγα ὅρκον ποὺ ὄφειλε ὄπως τηρήσῃ. Γνωρίζοντας τὴν πιθανὴν ἀτυχὴν ἔκβασιν, ἐπιχειρησε νὰ διδάξῃ ὀσο καλύτερα ἠδύνατο τὸν νεαρὸν Φαέθοντα, περὶ τῆς τοῦ ἡλιακοῦ ἅρματος ἠνιοχίας.

Δώδεκα εἶναι ὅλοι οἱ τοῦ πυρώδους αἰθέρος οἶκοι,
στοῦ γλαφυροῦ Ζῳδιακοῦ τὴν κυκλικὴν περιφέρειαν ὁρισμένοι,
ἀκολουθώντας σὲ σειρά, διάκριτοι, ἐκεῖνοι μόνοι ἀποτελοῦνε
τὴν λοξὴν πολυέλικτον ἀτραπὸν τῶν ἀεικινήτων πλανητῶν.
Κὶ ἐλίσσεται ὁ Κρόνος γύρω ἀπὸ ἕκαστον οἶκον, εἰς τὴν ἑβδόμην τοῦ κύκλου ζώνην,
ἔρποντας στὰ βαριὰ του γόνατα ἕως ποὺ μόλις, μετὰ ἀπὸ καιρὸν
τελειώνει, σὲ τριάντα κύκλους τῆς παλίνδρομου Σεληνης.
Στο ὕψος τῆς ἕκτης, ταχύτερος ἀπὸ τὸν πρόγονόν του
ἔχει τὸν δρόμον του ἀπὸ τὴν ἀπέναντι πλευρὰ ὁ Ζεύς,
διατρέχοντας ἕκαστον οἶκον σὲ ἕνα ἡλίου ἔτος,
εἰς δὲ τὴν τρίτην σὲ ἐξήντα ἡμέρας παρέρχεται ὁ ἔμπυρος Ἄρης,
γείτων τοῦ πατρὸς σου· καὶ εἰς τὴν τετάρτην ἀνατέλλω ἐγὼ ὁ ἴδιος
στεφανωμένος τέμνοντας μὲ τὸ ἅρμα μου ὅλον τὸν οὐρανὸν
ὠς ἀκολουθῶ τῶν οὐρανίων ἑλίκων τοὺς πολυκαμπεῖς κύκλους,
φέροντας πιστᾶ τὰ μέτρα τοῦ χρόνου, κυκλούμενος ἀπὸ τὰς Ὧρας
περὶ τῶν τροπῶν, ἕως ὁλόκληρον τὸν οἶκον νὰ ὀδεύσω,
πληρώντας ὠς συνήθως ἔναν τέλειον μῆνα· ποτὲ τὴν πορεία μου
δὲν ἀφήνω ἐλλιπῆ γυρνώντας σὲ ἀνάδρομον πορεία,
οὔτε πάλι ὀρθοδρομῶ, ἀφοῦ οἱ ἄλλοι πολυκαμπεῖς ἀστέρες
πάντα ἔχουν ἀντίθετας πορείας κατὰ τὴν περιπλάνησίν των,
πισωδρομώντας, τελοῦν καὶ τὰς δύο κινήσεις, ἐμπρός καὶ πίσω,
καὶ σὰν φθάσουν τὸ ἥμισυ τῆς διαδρομῆς των ἀνάδρομα κινοῦνται,
δεχόμενοι ἀμφοτέρωθεν τὴν μονοπλεύρην λάμψιν μου.
Ἐξ ἐκείνων, μία εἶναι ἡ κερασφόρος Σελήνη ποὺ τὸν οὐρανὸν λευκαίνει,
μόλις πληρεῖ ὅλον τὸν κύκλον της καὶ μὲ τὸ σοφὸν της πῦρ τὸν μῆνα γεννᾷ,
ἠμιφανῆς, ἐπίκυρτος καὶ πλήθουσα ὅταν δείχνει ὁλο τὸ πρόσωπόν της.
Ἀπέναντι τῆς Μήνης ἐγὼ τὴν σφαῖραν μου ἑλίσσω,
τὴν λαμπρὴν θρέπτειραν τῶν γεννημάτων τῶν ἀγρῶν,
καὶ γύρω ἀπὸ τοῦ ζῳδιακοῦ τὰς τροπὰς ὀδεύω τὸν ἀτέρμονον κύκλον μου,
γεννῶντας τὰ μέτρα τοῦ χρόνου καθὼς περνῶ ἀπὸ οἶκον σὲ οἶκον,
τελειώνοντας δὲ ἔναν ὁλόκληρον κύκλον, φέρω τὸ ἔτος.
Νὰ προσέχῃς τὰ σημεῖα τῶν συνδέσμων μου μὲ ἐκείνην, διότι σὰν πλησιάσεις,
θὰ ἕλξεις μὲ τὸ ἅρμα σου τὸν σκιερὸν τῆς κῶνον,
ποὺ θὰ κλέψει ὁλο τὸ φέγγος ἐπισκιάζοντας τὸ ἅρμα σου.
Οὔτε νὰ παρεκλίνῃς ἀπὸ τὴν συνήθην τοῦ κύκλου μου πορείαν,
μήτε τοὺς πολύπλεκτους ἕλικες μὲ τοὺς πολυκαμπεῖς δεσμούς,
τῶν πέντε παραλλήλων κύκλων νὰ ἔχῃς τὴν ἐπιθυμία νὰ δῇς,
καὶ ἀφεθείς, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὰς συνήθειας τοῦ πατρὸς σου,
μὴν σὲ ἐκτρέψουν ἀπὸ τῆς πορείας σου ἐν αἰθέρι οἱ ἀφηνιασμένοι ἵπποι.
Οὔτε καθώς κοιτᾷς τοὺς δώδεκα κύκλους τῆς πορείας σου,
νὰ βιασθῇς νὰ τοὺς διασχίσεις, καὶ καθὼς τὸ ἅρμα σου
διατρέχει τὸν Κριὸν μὴν ἐπιχειρήσεις νὰ περάσῃς ἀπ΄ τὸν Ταῦρον.
Τὸν γείτονά του μὴν ζητεῖς, τὸν προάγγελον τοῦ ὀργώματος,
τὸν ἀστερόφοιτον Σκορπιόν, ὅταν ἀπὸ τὸν Ζυγὸν διελαύνῃς,
πρὶν νὰ συμπληρώσῃς τριάντα μοίρας.
Ἀλλὰ σὺ ἀκουσε μὲ κὶ ἐγὼ τὰ πάντα θὰ σοῦ διδάξω.
Τὸ κέντρον ὅλου τοῦ κόσμου, τὸ μεσόμφαλον ἄστρον τοῦ Ὀλύμπου,
τὸν Κριὸν καθως διαβαίνω, φθάνω τὴν ἐξαρσίν μου, τὸ ἔαρ αὐξάνοντας,
καὶ τὴν τροπικὴν τοῦ Ζεφύρου προάγγελον καμπύλην περνώντας,
ποὺ τὴν νύκτα μὲ τὴν ἡμέρα ἰσορροπεῖ,
ἄγω τὸν δροσερὸν δρόμον τῆς χελιδονοφόρου ἐποχῆς,
Τοῦ Κριοῦ δὲ ὅταν διατρέχω τὸν ἀπέναντι νέρτερον οἶκον,
εἰς τῶν Χηλῶν τοὺς δύο ζυγοὺς στέλνω ἰσομερῶς τὸ φῶς μου,
φέροντας καὶ πάλι τὴν ἰσοζυγίαν μεταξὺ νυκτὸς καὶ ἡμέρας,
καὶ τὸν φυλλοσείστην δρόμον ἄγω τῆς φθινοπωρίδος ἐποχῆς,
φέγγοντας λιγότερο κατὰ τὴν διέλευσίν μου ἀπὸ τὴν χαμηλότεραν τροπὴν
τοῦ φυλλοβόλου μηνός, καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸν χειμῶνα κομίζω,
τὸν βροχερὸν, ἀπὸ τὴν ῥάχιν τοῦ ἰχθυόεντος Αἰγοκέρωτος,
ὥστε εἰς τοὺς γεωργοὺς ἡ γαῖα νὰ γεννήσει τὰ φερέσβια δῶρα της,
γονιμοποιηθεῖσα ἀπὸ τὸν ὄμβρον καὶ ἔχοντας διὰ μαῖαν τὴν δρόσον.
Καὶ τὸ θέρος ἑτοιμάζω, τὸν σταχυόκομον ἄγγελον τοῦ θερισμοῦ,
μαστιγώνοντας μὲ θερμοτέραις ἀκτῖναις τὴν πυρωμένην γαῖαν,
ὅταν διελαύνω ἀπὸ τὴν ὑψηλότερην τροπήν μου,
τὸν Καρκίνον, ἀπέναντι τοῦ παγεροῦ Αἰγοκέρωτος,
αὐξάνοντας ἀμφότερους τὸν Νεῖλον καὶ τοὺς στάφυλους.
Σὰν ἀρχίσῃς τὸν δρόμον σου νὰ περάσῃς κοντὰ ἀπὸ τὸν Κέρνην,
καὶ τοῦ Φωσφόρου τὸν ἀπλανῆν δρόμον νὰ ἀκολουθήσῃς,
ποὺ προηγεῖται τοῦ ἅρματός σου, ἔτσι θὰ κρατήσεις τὴν πορεία,
καὶ τὸν δρόμον σου θὰ διευθύνουν αἱ δώδεκα κυκλάδαι Ὧραι.

[Νόννος, Διονυσιακά, 38, 222-290]

Καὶ ὁ Ἥλιος ἑτοποθέτησε τὸν χρυσὸν του στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Φαέθοντος καὶ τοῦ ἐδωσε τὸ ἅρμα. Αἱ Ὧραι ἔφεραν τοὺς φλογεροὺς ἵππους καὶ ὁ Ἑωσφόρος ἔλαβε θέσιν ἐμπρος του. Ὁ Φαέθων ἐπιβιβάσθη τῷ πύρινω ἅρματι καὶ κρατώντας τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων ὑψώθη ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀρχίζοντας τὴν πρώτην του πορείαν. Σὰν ὑψώθη καὶ ἀντίκρυσε τὴν γῆ ἀπὸ ψηλᾶ καὶ τοὺς ἀστέρας τῆς ἡλιακῆς διαδρομῆς, τὸ θέαμα τὸν συνέπηρε.
Ὅμως ἀδυνατοῦσε νὰ ὁδηγήσῃ μὲ μέτρον καὶ ἄλλοτε μαστίγωνε τοὺς ἵππους ἀναγκάζοντας τους σὲ ταχύτερην πορείαν κὶ ἄλλοτε τοὺς συγκρατοῦσε ἀπότομα. Οἱ ἵπποι διαισθανόμενοι τὴν διαφορὰν τοῦ ἠνιόχου ἐταράχθησαν κι ἐτράπησαν εἰς ἀνεξέλεγκτον καλπασμον. Ἐταράχθη καὶ ὁ Φαέθων ποὺ δὲν ἐγνώριζε πὼς νὰ τοὺς ἠρεμήσῃ καὶ νὰ συγκρατήσῃ τὴν ὁρμὴν των. Εἰς μεταγενέστερην ἐκδοχήν τοῦ μύθου, οἱ ἵπποι ἀφηνιάζουν ὅταν τὸ ἅρμα περνάει ἀπό τὸν ἀστερισμόν τοῦ Σκορπιοῦ.Ἔτσι τὸ ἅρμα προχωροῦσε δίχως μέτρον καὶ ῥυθμόν, διελαύνοντας ἀπὸ τοὺς οἴκους σὲ ἀνίσους περιόδους, ἐνῶ τὰ μέτρα τοῦ χρόνου καὶ ἡ διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς εἰχαν διαταραχθεῖ.
Μὰ καὶ οἱ ἀστέρες δὲν ἔμειναν ἀνεπηρέαστοι ἀλλὰ ὁ αἰωνίως ῥυθμικὸς χορὸς των ἐταράχθη διότι τὸ ἅρμα ἀπομακρύνθη ἐκ τοῦ ζῳδιακοῦ δρόμου. Καὶ ἂλλοτε μὲν ἀνέβαινε εἰς τὰ ὕψη καὶ ἄνθρωποι καὶ γῆ ἐφθείροντο ἀπὸ τὸ ψῦχος ἐνω ὁ οὐρανός κατεφλέγετο, ἂλλοτε δὲ ἐφέρετο προσγειότερον κατακαίοντας ὄρη καὶ ξηραίνοντας ποταμοὺς ἐνῶ ἡ θάλασσα ἔβραζε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν θέρμην. Τοῦτα βλέποντας ὁ Ζεύς, διὰ νὰ παύσῃ τὸ κακὸν, ἠναγκάσθη νὰ κατακεραυνώσῃ τὸν Φαέθοντα καὶ τὸ σῶμα του ἔπεσε εἰς τὸν Ἠριδανὸν ποταμὸν, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ἐταῦτισαν μὲ τὸν Πάδον ποταμὸν τῆς Ἰταλίας.
Ὁ Ζεὺς ἐρρύθμισε πάλι τὸν χορὸν τῶν ἄστρων, ἔσβησε τὰς πυρκαγιὰς ποὺ εἶχαν ἀνάψει ἐπὶ γῆς καὶ ἐπέστρεψε τὸ ἅρμα εἰς Ἥλιον. Εἰς μεταγενέστερους μύθους ἀναφέρεται πὼς ὁ Φαέθων καταστερίσθη εἰς τὸ ἄστρον τοῦ Ἠνιόχου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται πλησίον τῶν ἀστέρων τοῦ Ἠριδανοῦ. Ὅμως οἱ παλαιότεροι συσχετίζουν τὸν Ἠνίοχον μὲ τὸν ἥρωα Ἐριχθόνιον. Αἱ ἀδελφαὶ τοῦ Φαέθοντος ἦλθαν πλησίον τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔθαψαν ἐκεῖ τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ των.

Ἐθρήνησαν πολὺ τὸν θάνατον τοῦ Φαέθοντος καὶ δὲν ἔπαυαν κλαίουσαι ἡμέρα καὶ νύκτα, ἔτσι μεταμορφώθησαν εἰς λεύκας, αἱ ὁποῖαι τὴν ἴδιαν ἐποχὴν ἐτησίως ῥίπτουν δάκρυα ποὺ σκληραίνουν τῇ ἐκθέσει των εἰς Ἥλιον καὶ γίνονται ἐκεῖνο ποὺ οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν ἤλεκτρον, οἱ δὲ νῆσοι ἐπὶ τοῦ Πάδου ποταμοῦ ὀνομάσθησαν Ἠλεκτρίδαι. Ἔκτοτε καὶ ὁ Ἥλιος ἔλαβε τὴν προσωνυμίαν Ἠλέκτωρ πρὸς τιμὴν τοῦ υἱοῦ του.
Τὸ δὲ ἤλεκτρον χρησιμοποιεῖται εἰς τούς θρήνους διὰ ὅσους πεθαίνουν νέοι ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν γαμήλιαν ἀμφίεσιν τῶν Ῥωμαίων νυμφῶν.
Ἥλιος καὶ Ἀπόλλων

ἣν ἁρμόζεται
Ζηνὸς εὐειδὴς Ἀπόλλων πᾶσαν, ἀρχὴν καὶ τέλος
συλλαβών, ἔχει δὲ λαμπρὸν πλῆκτρον ἡλίου φάος

[Σκυθίνος]

Ἂν καὶ ὁ Ἥλιος ταυτίζεται συνήθως μὲ τὸν Θεὸν Ἀπόλλωνα, ἐν τούτοις ὑπάρχει μία σημαντικὴ διάκρισις μεταξὺ των. Ὁ Ἥλιος εἶναι αἰσθητὸν ὂν καὶ ἀντανάκλασις τοῦ νοητοῦ Θεοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῶν Ἰδεῶν του ἐπὶ τοῦ αἰσθητοῦ πεδίου. Ἔτσι δὲν εἶναι ὀρθόν νὰ θεωροῦμε ὃτι ταυτίζονται ἀλλ' ὃτι ὁ Ἥλιος προέρχεται ἐκ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἀποτελεῖ μία ἐκ τῶν ἐλλογίμων ἐκφράσεων τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ ὁρατὸς θεὸς ἐνῶ ὁ Ἀπόλλων ὁ νοητός, ὁ ὁποῖος εἶναι αἴτιον καὶ ἀρχή τοῦ ὁρατοῦ. Ἡ ὕπαρξις τοῦ Ἡλίου ὀφείλεται εἰς Ἀπόλλωνα ἐνῶ ἡ ὑπαρξις τοῦ Ἀπόλλωνος δὲν ὀφείλεται εἰς Ἥλιον ἀλλ΄εἶναι αὐθύπαρκτος, ἀπορρέουσα ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ του.

'...ἂν βέβαια σύμφωνα μὲ τὴν δικὴν σας ἄποψιν πρέπει νὰ νομίζουμε πὼς ὁ Ἀπόλλων καὶ ὁ Ἣλιος δὲν εἶναι δύο θέοι ἀλλὰ εἷς'. Καὶ ὁ Σαραπίων εἶπε 'κι ἐσύ δὲν τὸ νομίζεις καὶ θεωρεῖς ὃτι ὁ Ἥλιος διαφέρει τοῦ Ἀπόλλωνος;' 'ἐγῶ', εἶπα,'πιστεύω ὃτι διαφέρει τόσο ὄσο ὁ Ἥλιος ἀπὸ τὴν Σελήνην, μόνο ποὺ ἐκείνη δὲν κρύπτει συχνᾶ οὔτε καὶ ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον τὸν Ἥλιον, ἐνῶ ὁ Ἥλιος ἔχει κάνει τοὺς πάντας σχεδὸν νὰ μὴν προσέχουν τὸν Ἀπόλλωνα, ἀποστρέφοντας μὲ τὴν αἴσθησιν τὴν διάνοιαν ἀπὸ τὸ ἀληθές ὂν πρὸς τὸ φαινόμενον'.

[Πλούταρχος, Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν]

Τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ που ἀποδίδουν μυθολογικῶς οἱ Ἕλληνες εἰς Ἥλιον
Ὁ Ἥλιος εἶναι ὁ κατ' ἐξοχὴν Θεὸς τῆς ὁράσεως καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ φωτὸς του ἡ ὅρασις γίνεται ἐφικτή. Συμφώνως πρὸς τὸν Πλάτωνα, τὸ κυριότερον ὄργανον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ ὀφθαλμοὶ του, καλοῦνται δὲ φωσφόροι.

Τὸ ἀνόθευτον πῦρ τῆς ψυχῆς εἶναι ὁμοειδὲς μὲ τὸ ἠλιακὸν φῶς καὶ ῥέει ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν λεῖο καὶ πυκνὸ. Καθως τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως ῥέει πρὸς τὰ ἔξω, συνενώνεται μὲ τὸ ὁμοειδὲς του ἡλιακὸν φῶς, δημιουργώντας ἓνα ὁμοιογενὲς πεδίον, οἰκεῖον, τῇ εὐθείᾳ τῶν ὀφθαλμῶν. Ἔτσι ὅπου κι ἂν εὑρίσκεται τὸ ἐξωτερικὸ ἀντικείμενον εἰς τὸ ὁποῖον προσκρούει τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως μεταφέρει τὰς κινήσεις ποὺ προκαλοῦνται κατὰ τὴν πρόσκρουσιν, διαμέσου ὅλου τοῦ σώματος, εἰς τὴν ψυχήν μὲ ἀποτέλεσμα τὴν γέννησιν τῆς αἰσθήσεως ποὺ ὀνομάζεται ὅρασις.
Ἐνῶ ὅταν τὸ ἀδελφικὸ πρὸς τὸ ῥεῦμα τῶν ὀφθαλμῶν ἠλιακὸ φῶς χάνεται, καθὼς ἐπέρχεται ἡ νῦξ, τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως κατευθύνεται πρὸς κάτι ἀνόμιον καὶ "σβήνει" προσκρούοντας ἐπάνω του, ἔτσι ἡ ὅρασις τὴν νύκτα εἶναι δύσκολη ἢ ἀδύνατη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει πλέον, ὁ ὕπνος ἐπέρχεται καὶ τὰ βλέφαρα, οἱ προστάται τῆς ὁράσεως, καλύπτουν τοὺς ὀφθαλμούς.
Ὁ Ἥλιος δύναται νὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀδυνάμην ὅρασιν ἢ τὴν τύφλωσιν, ἢ νὰ τυφλώσῃ ἐκείνους ποὺ τὸν προσβάλλουν. Ὠς ἄσπιλος καὶ ἁγνός, εἶναι ὁ προστάτης τῶν ἱερέων εἰς τοὺς ὁποίους μεταδίδει τὴν δύναμιν τῆς ὁράσεως αὐτοῦ. Μία ἐκ τῶν δυνάμεων τῶν ἀποδιδομένων εἰς ἱερεῖς εἶναι ἡ δύναμις τοῦ καθάριου βλέμματος ἡ ὁποία διαχέεται ὡσὰν τὰ βέλη τοῦ τόξου. Ὁ ἁγνὸς ἱερεὺς δύναται νὰ ἐξαγνίσῃ ἢ ἀκόμη καὶ νὰ καταρασθῇ ὅσους ἀσεβοῦν καὶ μόνον ῥίπτοντας τὸ βλέμμα του ἐπὶ ἐκείνων.

ὅλη ἡ τοῦ Ἡλίου γενεά εἶναι πασίδηλος, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἀπὸ μακριὰ
τὸ βλέμμα των ἀστράπτει καθώς τοξεύει τὰς λαμπρὰς του ἀκτῖνας

[Ἀπολλώνιος Ῥόδιος, Ἀργοναυτικὰ, 4, 727-729]

Βλέπει δὲ τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦτο, τὸν ἐπικαλοῦνται συχνὰ ὠς μάρτυρα τῶν ὅρκων. Ἁγνὸς καὶ ἀψευδὴς θὰ ἀναφέρει εὐθὺς τυχὸν ἐπιορκίαν εἰς τοὺς δαίμονας, τοὺς ἁρμοδίους διὰ τὴν τιμωρίαν τῶν ἐπιόρκων. Τὸ μεγά ἀθηναϊκὸν δικαστήριον, ἡ Ἡλιαία, ἔλαβε τὴν προσωνυμίαν του ἐκ τοῦ Ἡλίου, οἱ δὲ δικασταὶ ὀνομάζοντο Ἡλιασταί.

κὶ ἔφθασαν εἰς Ἥλιον, ποὺ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἐπισκοπεῖ

[Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητρα]

Αἱ ἀπεικονίσεις του χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ἡλιακὴν κορώνα, τὸν φλογερὸν στέφανον τοῦ Ἡλίου ποὺ καλεῖται διάδημα μυρίων ἀκτίνων. Ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸν Ἑωσφόρον, τὰς τέσσαρας Ὥρας (ἐποχάς) καὶ τὰς δώδεκα Ὥρας ποὺ ἄλλοτε σημαίνουν τοὺς μῆνας καὶ ἄλλοτε τὰς ὥρας τῆς ἡμέρας (αἱ ἀρχαῖαι ἡμερήσιαι ὥραι ἰσοδυναμοῦν μὲ δύο σημερινὰς ὥρας). Ἡ ἔκλειψις δὲ τοῦ Ἡλίου ἐθεωρεῖτο καταστροφικὸς οἰωνὸς διὰ ὁτιδήποτε εὑρίσκετο ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴν της.

Ἀκτὶς ἡλίου, πολυδερκή, τὶ ἔχεις κατὰ νοῦ; Ὧ, μῆτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ποὺ ἐκλάπης ἀπ' ἐμᾶς ἐνὼ ἤταν ἡμέρα! Γιατὶ καθιστᾷς ἀνωφελῆ τὴν ἰσχὺν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς σοφίας τὴν ὀδόν, εἰσερχόμενο σὲ σκοτεινὴν ἀτραπόν; Φέρεις κάποιο νέο ἢ πρὸ τῆς ὥρας του συμβάν; Ἀλλά, πρὸς Διός, σὲ ἱκετεύω θεϊκὲ ἠνίοχε, σὲ κάποιο εὐτυχὲς καὶ ἀβλαβὲς συμβὰν μετατρέψου διὰ τὰς Θήβας

Κάποιου πολέμου τὸ σημεῖον μήπως φέρεις ἢ τῶν καρπῶν τὴν φθίσιν, ἢ χιονοθύελλα ἀνειπώτου σθένους, ἢ ὀλέθριαν ἐξέγερσιν, ἢ θαλάσσης ὑπερχείλισιν σὲ πεδιάδα, ἢ παγετὸν ἐπὶ γῆς, ἢ νότια θέρμη μὲ ὄμβρους ἀκατάπαυστους, ἢ τὴν γαῖαν κατακλύζοντας θέσεις νέων ἀνδρῶν γένος ἐξ ἀρχῆς; Ἐγὼ διόλου δὲν θὰ θρηνήσω για ὅτι πάθω μαζὶ μὲ ὅλους

[Πίνδαρος, Παιάν, απόσπασμα 52]

Αἱ ἀκτίναι του φέρουν τὴν αὔξησιν τῶν καρπῶν, διὸ καὶ καλεῖται κάρπιμος, καὶ ἐπιταχύνουν τὴν διαδικασίαν τῆς σήψεως. Αἱ συχνότεραι προσωνυμίαι τοῦ Ἡλίου εἶναι:

Ὑπερίων = ὁ ὑψηλὰ εὑρισκόμενος
Ὑπεριονίδης = υἱὸς τοῦ Ὑπερίονος
Τιτάν = εὐμεγέθης ἀλλὰ καὶ ἀπρόσμικτος
Ἠλέκτωρ = ἀκτινοβόλος
Φαέθων = ἐκεῖνος ποὺ φωτίζει
Παιάν λυτρωτὴς, σωτὴρ, ἰατρός

Πτηνόν ἀφιερωθὲν εἰς Ἥλιον ἐστὶ ὁ Ἱέραξ, διὰ τὸ ἱερὸν τὸν ὀφθαλμῶν του, ἡ δὲ πρωταρχικὴν σημασίαν τῆς λέξεως ἱερὸς εἶναι ἰσχυρὸς καὶ εὔρωστος, ἐξ οὖ καὶ ἱερεύς. Ἐκ τῶν ζῴων, εἰς Ἥλιον ἀφιερώνονται οἱ λευκοὶ ἵπποι. Φυτὰ καὶ λίθοι ἐκ τῶν ἀπορροιῶν τοῦ θεοῦ θεωροῦνται τὸ χρυσάνθεμον, ὁ ὑάκινθος καὶ τὸ ἡλιοτρόπιον, ὁ ὑάκινθος λίθος (εἴδος ῥουμπινίου), ὁ ἠλιόδωρος (χρυσὸς βήρυλλος), τὸ ἤλεκτρον, τὸ ῥουτίλιον (χαλαζίας μὲ πρόσμιξιν χρυσοῦ) κ.ἄ. Μέταλλα, ὁ χρυσός. Θυμίαμα ὁ λίβανος. Τροφαί τὸ μέλι καὶ τὰ πορτοκάλια.

Μικρά Ασία : Aρχαία Άβυδος.

Η αρχαία Άβυδος (Nağara) βρίσκεται στην Τρωάδα, σε ένα ακρωτήριο στα στενά των Δαρδανελίων, 5 χλμ. βόρεια του σημερινού Çanakkale. Στην Αρχαιότητα γειτνίαζε στα βορειοανατολικά με την Αρίσβη και στα νοτιοδυτικά με τη Δάρδανο. Στα νότια και ανατολικά της εκτείνονταν οροσειρές. Απέναντι από την Άβυδο, στη Θρακική χερσόνησο, βρισκόταν η Σηστός. Οι δύο πόλεις συχνά εμφανίζονται μαζί στις φιλολογικές πηγές, καθώς εκεί γίνονταν οι αποβάσεις μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.

Η στρατηγικής σημασίας θέση της Αβύδου επάνω στον Ελλήσποντο έγινε νωρίς αντιληπτή στην Αρχαιότητα. Αυτό είχε αποτέλεσμα να εξελιχτεί η πόλη σε ορμητήριο επιχειρήσεων και ελέγχου των θαλάσσιων επικοινωνιών του Ελλησπόντου μέχρι και την Οθωμανική περίοδο, αλλά και να βρεθεί στο κέντρο πολλών διενέξεων για τον έλεγχο της περιοχής.

Ιστορική επισκόπηση

Η ιστορία της Αβύδου, όπως παρουσιάζεται παρακάτω, μας είναι γνωστή σχεδόν αποκλειστικά από φιλολογικές πηγές. Παραμένει άγνωστο πότε ιδρύθηκε ο αρχικός οικισμός της Αβύδου.

Αναφορές Ομήρου – Αρχαϊκοί χρόνοι

Η Άβυδος πάντως ήταν γνωστή στον Όμηρο ως πόλη της Τρωάδας (την αναφέρει τρεις φορές).1 Η Σηστός, που βρισκόταν απέναντι από την Άβυδο στη Θρακική χερσόνησο, καθώς και η Αρίσβη στα βορειοανατολικά της, ήταν επίσης γνωστές στον Όμηρο. Σύμφωνα με το Στράβωνα, μετά τον Τρωικό πόλεμο η Άβυδος κατοικήθηκε από Θράκες.

Ο Στράβωνας μάς πληροφορεί ακόμη ότι με άδεια του Γύγη, του βασιλιά των Λυδών, η Μίλητος εγκατέστησε αποίκους στην Άβυδο. Εάν η πληροφορία αυτή αληθεύει, πρέπει να υποθέσουμε ότι κατά το α΄ μισό του 7ου αι. π.Χ. η περιοχή αυτή ανήκε στο βασίλειο της Λυδίας ή ελεγχόταν από αυτό. Η ίδρυση της αποικίας της Αβύδου εντασσόταν στο πρόγραμμα επέκτασης της οικονομικής δραστηριότητας της Μιλήτου στη Μαύρη θάλασσα με την ίδρυση σειράς από αποικίες. Στην Προποντίδα οι Μιλήσιοι ίδρυσαν επίσης το Πάριον και την Κύζικο.

Η ιστορία της πόλης κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Με την περσική κατάκτηση του λυδικού βασιλείου στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. άρχισε μια περίοδος αστάθειας λόγω του περσικού επεκτατισμού. Η Άβυδος πρέπει να πέρασε στον έλεγχο των Περσών περίπου το 515 π.Χ. Σύμφωνα με το Στράβωνα, ο Δαρείος Α΄ την κατέστρεψε μαζί με άλλες πόλεις της Προποντίδας, όταν έμαθε ότι οι Σκύθες ετοίμαζαν εκστρατεία εναντίον του, φοβούμενος να μη χρησιμοποιήσουν τις πόλεις αυτές για να περάσουν στην Ασία.

Η Άβυδος έλαβε μέρος στην Ιωνική επανάσταση κατά των Περσών στο τέλος του 6ου και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Μετά την ήττα των Ελλήνων έπεσε στα χέρια των Περσών μαζί με τη Δάρδανο, την Περκώτη, τη Λάμψακο και την Παισό.5 Οι Πέρσες εκμεταλλεύτηκαν τη στρατηγική θέση της για να προωθήσουν τα σχέδια κατάκτησης της κυρίως Ελλάδας. Το 480 π.Χ. ο Ξέρξης, δημιουργώντας μια γέφυρα, πέρασε από την Άβυδο στη Σηστό, στην απέναντι ακτή της Θρακικής χερσονήσου, για να κατακτήσει την Ελλάδα.

Κλασικοί χρόνοι

Το 479/478 π.Χ. η Άβυδος έγινε μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας της Αθήνας η οικονομία της ήταν αρκετά ανεπτυγμένη. Στους ετήσιους καταλόγους φόρου που πλήρωναν οι συμμαχικές πόλεις στην Αθήνα φαίνεται ότι η Άβυδος κατέβαλλε 4-6 τάλαντα, πολύ σημαντικό πόσο, ενδεικτικό του οικονομικού σθένους της πόλης.

Στον Πελοποννησιακό πόλεμο, που ξέσπασε το 431 π.Χ. ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη, η Άβυδος ήταν με το μέρος των Αθηναίων. Το τελευταίο μέρος του πολέμου, ο λεγόμενος Ιωνικός πόλεμος, διαδραματίστηκε στη Μικρά Ασία, και ειδικά στην περιοχή του Ελλησπόντου. Με τη βοήθεια των Περσών, οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να αποκόψουν τους Αθηναίους από τον Ελλήσποντο και να σταματήσουν τη μεταφορά καλαμποκιού από τη Μαύρη θάλασσα προς την Αθήνα. Η στρατηγική θέση της Αβύδου στην Προποντίδα είχε συνέπεια την εμπλοκή της σε αυτήν τη διένεξη. Το 411 π.Χ., με την ενθάρρυνση και τη βοήθεια των Σπαρτιατών και του Πέρση σατράπη του Ελλησπόντου Φαρναβάζου, η Άβυδος και η Λάμψακος επαναστάτησαν κατά των Αθηναίων και τάχθηκαν με το μέρος των Σπαρτιατών και των Περσών. Η σημασία της Αβύδου για τον έλεγχο του Ελλησπόντου γίνεται φανερή από τα λόγια του Θουκυδίδη, ο οποίος γράφει ότι οι Αθηναίοι, μην μπορώντας να πάρουν πίσω την πόλη από τους Σπαρτιάτες, πέρασαν στην απέναντι όχθη και κατέστησαν τη Σηστό κέντρο ελέγχου όλου του Ελλησπόντου. Την ίδια χρονιά, σε μια σημαντική μάχη που έγινε στην περιοχή και είναι γνωστή ως μάχη της Αβύδου, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι σώθηκαν από ολική καταστροφή μόνο μετά την επέμβαση του Φαρναβάζου.

Στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., η Αθήνα έχασε τον Πελοποννησιακό πόλεμο και τον έλεγχο στην περιοχή της Μικράς Ασίας μετά την ήττα στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.), ενώ οι Σπαρτιάτες σταδιακά απέκτησαν τον έλεγχο όλων σχεδόν των πόλεων της Τρωάδας. Η Άβυδος μάλιστα ήταν το σημαντικότερο ορμητήριο των επιχειρήσεων των Σπαρτιατών στον Ελλήσποντο κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους εκεί. Σύντομα όμως ήρθαν σε διένεξη με τους Πέρσες και τους Αθηναίους, κυρίως για την τύχη των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η διένεξη κατέληξε στην ήττα των Σπαρτιατών το 394 π.Χ. στην Κνίδο από τους Πέρσες.

Μετά την ήττα των Σπαρτιατών μόνη η Άβυδος από τις πόλεις της Τρωάδας παρέμεινε στην κατοχή τους μέχρι το 387/386 π.Χ. Τότε αυτοί, θέλοντας να εμποδίσουν την Αθήνα να αποκτήσει πάλι ναυτική δύναμη, σύναψαν συνθήκη με τους Πέρσες, τη λεγόμενη Ανταλκίδειο ειρήνη ή ειρήνη του Βασιλέως. Με τη συνθήκη αυτή η Άβυδος, όπως και όλες οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, πέρασαν στην κατοχή των Περσών.

Από την εποχή αυτή και έπειτα οι πληροφορίες των πηγών για την Άβυδο είναι πολύ περιορισμένες. Γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο των πενήντα χρόνων μεταξύ της Ανταλκιδείου ειρήνης και της κατάκτησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Άβυδος είχε τυραννικό πολίτευμα, είναι μάλιστα γνωστό το όνομα ενός τυράννου της, του Ιφιάδη. Η Άβυδος φαίνεται πως την εποχή αυτή ενεπλάκη στις διενέξεις μεταξύ των σατραπών της περιοχής και μαθαίνουμε ότι κατέλαβε τη Σηστό και το Πάριον.

Ελληνιστικοί χρόνοι

Το 334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε στη Μικρά Ασία από την Άβυδο και η περιοχή της Τρωάδας προσαρτήθηκε στο μακεδονικό κράτος. Μετά το θάνατό του ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους διαδόχους του για την κυριαρχία των κτήσεών του. Το 319 π.Χ. ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ένας από τους στρατηγούς του Αλεξάνδρου, έγινε διοικητής της Μικράς Ασίας και αργότερα αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς. Την ίδια εποχή η Άβυδος έγινε μέλος της συμμαχίας που ιδρύθηκε μάλλον από τον Αντίγονο με κέντρο το ιερό της Αθηνάς στο Ίλιον.

Με το θάνατο του Αντιγόνου το 301 π.Χ. στη μάχη της Ιψού, ο Λυσίμαχος μπόρεσε να κυριαρχήσει για λίγο στην περιοχή, αλλά το 281 π.Χ., μετά τη μάχη στο Κουρουπέδιο, η Άβυδος, όπως και όλη σχεδόν η Μικρά Ασία, πέρασε στον έλεγχο των Σελευκιδών, όπου παρέμεινε για το μεγαλύτερο μέρος του 3ου αι. π.Χ. Ο αιώνας αυτός γνώρισε τον αγώνα για κυριαρχία ανάμεσα στις δυναστείες των Σελευκιδών και των Ατταλιδών του Περγάμου, οι οποίοι από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. εξελίχθηκαν σε σοβαρή απειλή για τους Σελευκίδες. Το 227/226 π.Χ. ο Άτταλος Α' νίκησε τον Αντίοχο Ιέρακα δίνοντας έτσι τέλος στην κυριαρχία των Σελευκιδών στην περιοχή της Τρωάδας. Η Άβυδος τότε πρέπει να έγινε αυτόνομη πόλη υπό την επιρροή ή τον έλεγχο των Ατταλιδών. Οι Σελευκίδες, αλλά και οι Πτολεμαίοι, μπόρεσαν να κερδίσουν την Άβυδο για σύντομα χρονικά διαστήματα, έχασαν όμως οριστικά τον έλεγχό της το 188 π.Χ.

Το 200 π.Χ. η Άβυδος καταστράφηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε', σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πολυβίου. Το 200 π.Χ. ο Φίλιππος ξεκίνησε επίθεση κατά των πόλεων του Ελλησπόντου, με στόχο να σταματήσει το εμπόριο καλαμποκιού από τη Μαύρη θάλασσα. Θέλοντας να περάσει στην Ασία μέσω της Σηστού και της Αβύδου, κατέστρεψε την τελευταία, της οποίας οι κάτοικοι αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια του στρατού του. Η έκκληση των Ρωμαίων στο Μακεδόνα βασιλιά να σταματήσει την επιχείρηση αυτή δεν εισακούστηκε.

Με τη συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.) περιορίστηκε το κράτος των Σελευκιδών στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και έτσι η Άβυδος πέρασε οριστικά στη σφαίρα επιρροής του Περγάμου. Μετά τη συνθήκη η πόλη γνώρισε περίοδο ανάπτυξης, όπως και άλλες πόλεις της Τρωάδας. Τότε μάλιστα μπόρεσε να ενσωματώσει στη σφαίρα επιρροής της τη γειτονική Αρίσβη, αυξάνοντας έτσι την οικονομική της ισχύ.

Ρωμαϊκοί χρόνοι

Το 129 π.Χ. δημιουργήθηκε η ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας, στην οποία υπήχθη και η Άβυδος. Με τη σημαντική γεωγραφική της θέση είναι σχεδόν σίγουρο ότι γνώρισε ευημερία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, αν και οι πληροφορίες που σώζονται είναι λιγοστές. Στην πόλη λειτουργούσαν νομισματοκοπεία επί Αυγούστου και επί Νέρωνα.

Βυζαντινοί – Νεότεροι χρόνοι

Οι φιλολογικές μαρτυρίες δείχνουν ότι η Άβυδος συνέχισε να κατοικείται ανελλιπώς μέχρι περίπου το 17ο αιώνα. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ανήκε στο βυζαντινό κράτος και ήταν σημαντικό οχυρό και σταθμός ελέγχου της κυκλοφορίας από και προς τον Ελλήσποντο. Η πόλη πρέπει να αριθμούσε σημαντική χριστιανική κοινότητα και στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο είχε δικό της επίσκοπο, ενώ τουλάχιστον ένα μοναστήρι αναφέρεται εκεί κατά τον 8ο αιώνα. Εξαιτίας της στρατηγικής της σημασίας τον έλεγχό της διεκδίκησαν κατά καιρούς οι Άραβες, οι Βενετοί και οι Οθωμανοί Τούρκοι και έγινε έτσι θέατρο πολλών μαχών σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο. Οι φιλολογικές πηγές δίνουν την εντύπωση ενός κοσμοπολίτικου φρουρίου, όπου το διαμετακομιστικό εμπόριο έπαιζε σημαντικό ρόλο. Οι Οθωμανοί Τούρκοι εμφανίζονται διεκδικώντας την Άβυδο ήδη από το 10ο αιώνα. Στα μέσα του 14ου αιώνα η Άβυδος πέρασε στα χέρια του Οθωμανού εμίρη Ορχάν. Κατά το 16ο αιώνα το οχυρό της πόλης υπήρχε ακόμη· Ευρωπαίοι ταξιδιώτες παραδίδουν ότι η πόλη είχε και τζαμί. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα ταξιδιώτες περιγράφουν ερείπια που ήταν ακόμη εμφανή.


Χρυσό νόμισμα της Αβύδου.

Οικονομία

Η οικονομική ευημερία της Αβύδου οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη γεωγραφική της θέση και στο προστατευμένο λιμάνι της. Τα διόδια που επέβαλλε για είσοδο και έξοδο στον Ελλήσποντο και η αλιεία αποτελούσαν τις κύριες πηγές των εισοδημάτων της. Γνωρίζουμε ακόμη ότι στην περιοχή υπήρχαν χρυσωρυχεία και άλλα μεταλλεύματα.Κατά την Αρχαιότητα ήταν επίσης γνωστή για τα οστρακοειδή της.14 Το 18ο και 19ο αιώνα η περιοχή ήταν γνωστή για την κεραμοποιία της, καθώς και για την παραγωγή βαμβακιού, για τη βιοτεχνία καραβόπανου, πλοίων και για την επεξεργασία δέρματος από το Μαρόκο.

Ανέκδοτα
Χαρακτηριστικό ανέκδοτο που λεγόταν στην αρχαιότητα για την Άβυδο ήταν το "Αβυδηνόν επιρρόφημα" ή "Αβυδηνόν επιφόρημα". Οι κάτοικοι της Αβύδου είχαν τη συνήθεια (συνειδητά ή όχι) μετά το δείπνο να παρουσιάζουν στους επισκέπτες τους τα μικρά παιδιά τους που τα συνόδευαν βέβαια οι παραμάνες τους που όμως εκείνα άρπαζαν αποφάγια, φώναζαν παρενοχλούσαν και τελικά οι επισκέπτες έφευγαν. Έτσι επικράτησε να αποκαλείται ως "Αβυδηνό επιρρόφημα", κάθε βεβιασμένη διάλυση προσκεκλημένων ή θαμώνων όποτε συνέβαινε τέτοιο, υπήρξε δε και αρκετά προσφιλής ελληνική πολιτική έκφραση προπολεμικά.

Παροιμίες
Από την ετυμολογία όμως του ονόματος οι αρχαίοι Έλληνες των άλλων πόλεων δεν άργησαν να παραμορφώσουν αυτήν είτε από φιλοπαίγμονα ή σαρκαστική διάθεση είτε από τις συνήθειες των κατοίκων της που τους θεωρούσαν αφιλόξενους, φλύαρους, αλλά προπάντων άσελγους και διεφθαρμένους. Έτσι η Άβυδος έγινε Άβυσσος (=χωρίς βυθό) και κατ΄ επέκταση ακόρεστη, αχόρταγη.

Επίσης η ακολασία των Αβυδινών υπήρξε περιβόητη. Διάσημες εταίρες της αρχαιότητας έφεραν το προσωνύμιο "Άβυδος" χωρίς να σημαίνει καταγωγή.
Το κακό ξεκίνησε από την ξακουστή εταίρα της πόλης "Σινώπη" τόσο που το όνομά της έφθασε να γίνει ρήμα "σινωπίζω" και να σημαίνει "φέρομαι άσεμνα, ελευθερωμένα".
Η φράση "άβυδος ανήρ" που χρησιμοποιείτο σε Ελληνικές πόλεις σήμαινε τον συκοφάντη δηλαδή τον ανεπιθύμητο.
Τέλος η φράση "Άβυδον πατείν" σήμαινε την πολυέξοδη παραμονή των ξένων στη ακριβή αυτή πόλη και λεγόταν για κάθε πανάκριβη διαμονή σε οποιοδήποτε μέρος αλλά και για κάθε απερίσκεπτη πράξη.

Βέβαια η Άβυδος παρά τον δυσφημιστικό της διασυρμό στην αρχαιότητα ήταν πόλη ακριβή πλούσια και ευδαίμων που οφείλονταν σε δύο σημαντικούς λόγους, αφενός στα φυσικά χρυσωρυχεία που ήταν κοντά στη πόλη, αφετέρου στον ασφαλή και ωραίο λιμένα της, μεγάλος σταθμός ανεφοδιασμού μεταξύ δύο ηπείρων.

Πώς να διώξετε το άγχος από το μυαλό και το σώμα

Πώς να διώξετε το άγχος από το μυαλό και το σώμα σας

Επειδή η αγωνία προκαλείται από άγχος, κι επειδή το άγχος και η αγω­νία είναι ο τρόπος που αντιδρά ο καθένας από εμάς στα γεγονότα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προσδιορίσετε τι ακριβώς σας δημιουργεί άγχος και, κατά συνέπεια, αγωνία. Αν αφιερώσετε λίγο χρόνο για να ανακαλύ­ψετε τις πηγές του άγχους σας, θα έχετε μεγαλύτερη ευχέρεια να διαχει­ριστείτε την αντίδρασή σας σε αυτές. Αν συνειδητοποιήσετε ποιες ώρες της ημέρας έχετε άγχος και ποια είναι τα γεγονότα και οι άνθρωποι που το προκαλούν, τότε θα είστε σε θέση είτε να τα απομακρύνετε από τη ζωή σας ολοσχερώς, μια πολυτέλεια που δυστυχώς δεν έχουμε πάντα, είτε να μάθετε πώς να τα αντιμετωπίζετε πιο αποτελεσματικά.

Το χρονοδιάγραμμα του άγχους

Μην ανησυχείτε, δεν σας προτείνουμε να εντάξετε μέσα στην εβδομάδα σας αγχωτικές δραστηριότητες, απλώς να τις καταγράψετε όταν συμβαί­νουν!

Ακόμα κι αν υποφέρετε από χρόνιο άγχος, είναι σημαντικό να κατα­γράψετε τις αντιδράσεις σας απέναντι σε μικρότερα, καθημερινά γεγο­νότα που ίσως να επιδεινώνουν το άγχος αυτό ή να προσθέτουν μια πίεση, η οποία εξελίσσεται σε αγωνία. Αν απαλλαγείτε από αυτά ή ελα­χιστοποιήσετε τις συνέπειές τους, τότε θα διαπιστώσετε ότι αντιμετω­πίζετε πιο εύκολα και τις μακροχρόνιες πιέσεις.

Με τη βοήθεια των παρακάτω ερωτήσεων, καταγράψτε για μία εβδο­μάδα οτιδήποτε σας προκαλεί κάποια αγχώδη αντίδραση.

Τι συνέβη;

Τι κάνατε εκείνη την ώρα;

Με ποιον ήσασταν μαζί;

Πού ήσασταν;

Πώς νιώσατε;

Τι σκεφτόσασταν;

Τι κάνατε;

Πώς νιώσατε σωματικά;

Πόσο αγχωμένοι νιώσατε;

Δεν έχει σημασία πόσο μικρός ή μεγάλος είναι ο κατάλογος. Μπορεί μέσα στην εβδομάδα να συμβούν πενήντα μικρά αγχωτικά γεγονότα που σας ταλαιπωρούν ή ένα τεράστιο. Αυτό που έχει σημασία είναι να προσ­διορίσετε πότε και πώς συνέβη, πώς νιώσατε όταν συνέβη και πώς συμπεριφερθήκατε. Επίσης, όταν δείτε τα γεγονότα αυτά καταγεγραμμένα, θα μπορέσετε να τα εκτιμήσετε αντικειμενικά. Μπορεί να γράψατε «Το να πρέπει να πλύνω τα ρούχα, ενώ έχω πολλή δουλειά» και να γελάσετε, μεπειδή, συγκριτικά με οτιδήποτε άλλο υπάρχει στον κατάλογο, το πλύ­σιμο των ρούχων δεν σας ενοχλεί καθόλου. Και μάλιστα σας δίνει την ευκαιρία να κάνετε ένα διάλειμμα από την οθόνη του υπολογιστή. Είναι περίεργο πόσο συχνά πιστεύουμε ότι κάποια πράγματα μας προσθέτουν άγχος, χωρίς όμως να έχουμε σκεφτεί σοβαρά αν όντως κάτι τέτοιο ισχύ­ει. Αν αναγνωρίζετε ότι κάποιο ανήκει σε αυτή την κατηγορία, μπορείτε να το σβήσετε από τη λίστα σας και να έχετε μια αιτία ανησυχίας λιγό- τερη!

Ερωτήσεις που πρέπει να θέσετε στον εαυτό σας στο τέλος της εβδο­μάδας:

Ποια είναι τα συνηθέστερα θέματα του άγχους και της αγωνίας σας; (Πρόκειται για ένα μεγάλο γεγονός / για πολλά μικρά γεγονότα που σχετίζονται με το αρχικό / για πολλά μικρά, άσχετα μεταξύ τους γε­γονότα; Με τι έχουν να κάνουν;

Καταγράψτε το έναυσμα σε κάθε περίπτωση και να είστε συγκεκρι­μένοι (π.χ., από τους δώδεκα παράγοντες άγχους που σημειώσατε μήπως οι επτά σχετίζονται με εκείνη την πραγματικά ενοχλητική κοπέλα από το λογιστήριο;).

Τώρα εξετάστε αν υπάρχει κάτι που μπορείτε να κάνετε γι’ αυτό. Μήπως μπορείτε να περιορίσετε την επαφή σας με τη συγκεκριμένη κοπέλα από το λογιστήριο; Μπορείτε να της στέλνετε μέιλ αντί να της τηλεφωνείτε; Μήπως μπορείτε να αναθέσετε αυτό το κομμάτι σε κά­ποιον συνάδελφό σας; Αν όχι, μήπως μπορείτε να ορίσετε μια συνά­ντηση μαζί της, για να συζητήσετε πώς θα συνεργαστείτε καλύτερα στο μέλλον;

Πώς βιώσατε αρχικά το άγχος; (Σκεφτήκατε «Αυτό δεν μπορώ να το διαχειριστώ» ή μήπως σφίχτηκε το στομάχι σας;) Αν συνειδητοποιήσετε ότι, συγκριτικά με οτιδήποτε άλλο υπάρχει στον κατάλογο, το πλύ­σιμο των ρούχων δεν σας ενοχλεί καθόλου. Και μάλιστα σας δίνει την ευκαιρία να κάνετε ένα διάλειμμα από την οθόνη του υπολογιστή. Είναι περίεργο πόσο συχνά πιστεύουμε ότι κάποια πράγματα μας προσθέτουν άγχος, χωρίς όμως να έχουμε σκεφτεί σοβαρά αν όντως κάτι τέτοιο ισχύ­ει. Αν αναγνωρίζετε ότι κάποιο ανήκει σε αυτή την κατηγορία, μπορείτε να το σβήσετε από τη λίστα σας και να έχετε μια αιτία ανησυχίας λιγότερη!

Ερωτήσεις που πρέπει να θέσετε στον εαυτό σας στο τέλος της εβδο­μάδας:

Ποια είναι τα συνηθέστερα θέματα του άγχους και της αγωνίας σας; (Πρόκειται για ένα μεγάλο γεγονός / για πολλά μικρά γεγονότα που σχετίζονται με το αρχικό / για πολλά μικρά, άσχετα μεταξύ τους γε­γονότα; Με τι έχουν να κάνουν;

Καταγράψτε το έναυσμα σε κάθε περίπτωση και να είστε συγκεκρι­μένοι (π.χ., από τους δώδεκα παράγοντες άγχους που σημειώσατε μήπως οι επτά σχετίζονται με εκείνη την πραγματικά ενοχλητική κοπέλα από το λογιστήριο;).

Τώρα εξετάστε αν υπάρχει κάτι που μπορείτε να κάνετε γι’ αυτό. Μήπως μπορείτε να περιορίσετε την επαφή σας με τη συγκεκριμένη κοπέλα από το λογιστήριο; Μπορείτε να της στέλνετε μέιλ αντί να της τηλεφωνείτε; Μήπως μπορείτε να αναθέσετε αυτό το κομμάτι σε κά­ποιον συνάδελφό σας; Αν όχι, μήπως μπορείτε να ορίσετε μια συνά­ντηση μαζί της, για να συζητήσετε πώς θα συνεργαστείτε καλύτερα στο μέλλον;

Πώς βιώσατε αρχικά το άγχος; (Σκεφτήκατε «Αυτό δεν μπορώ να το διαχειριστώ» ή μήπως σφίχτηκε το στομάχι σας;) Αν συνειδητοποιήσετε ποια ήταν η αρχική σας αντίδραση στο άγχος, θα μπορέσετε να την αναγνωρίσετε και στο μέλλον, έτσι ώστε, την επόμενη φορά που τριγυρίζει στο μυαλό σας μια αρνητική σκέψη, να ξέρετε ότι μπορεί­τε να την αμφισβητήσετε ή, την επόμενη φορά που θα σφιχτεί το στομάχι σας, να γνωρίζετε ότι θα επακολουθήσουν αρνητικές σκέψεις ή συμπεριφορά.

Οποιοδήποτε πρόβλημα έχετε καταγράψει στο χρονοδιάγραμμα άγ­χους μπορεί να διορθωθεί -και θα διορθωθεί- με τη βοήθεια των τεχνι­κών που παρουσιάζουμε σε αυτό το βιβλίο.

Με λίγα λόγια

Δεν μπορείτε να σταματήσετε εντελώς την αγωνία,αλλά μπορεί­τε να αλλάξετε τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετωπίζετε.

Το χρονοδιάγραμμα άγχους θα σας αναγκάσει να αντιμετωπίσετε το άγχος και την αγωνία, αντί να τα δεχτείτε απλώς ως φυσικά, μόνιμα χαρακτηριστικά της ζωής σας.