Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Τι ήταν και που βρίσκονταν τα «Ηλύσια Πεδία» (νησιά των Μακάρων)



Οι περισσότεροι από το γένος των ηρώων γνώρισαν την απλή μοίρα του θανάτου. Μια μικρή όμως μειοψηφία ευνοημένων ανθρώπων μεταφέρθηκαν από το Δία σε ένα ειδυλλιακό μέρος, στα νησιά των Μακάρων, στα οποία, σε αντίθεση με το σκοτεινό και ανήλιο Άδη, ο ήλιος λάμπει μέρα και νύχτα, χωρίς ποτέ να σκοτεινιάζει και οι κάτοικοί του (μόνιμοι ή φιλοξενούμενοι) ζουν μια ξέγνοιαστη παραδεισένια ζωή. Αρχικά η έκφραση «νήσοι Μακάρων» πρέπει να σήμαινε «τα νησιά των θεών», γιατί το επίθετο μάκαρες αναφέρεται κατεξοχήν σ' αυτούς.
Είναι γνωστό ότι οι ολύμπιοι θεοί δε μένουν διαρκώς στον Όλυμπο. Συχνά πηγαίνουν σε ακραίες περιοχές της γης, όπου επισκέπτονται αγαπημένους τους λαούς, όπως λ.χ. στους Αιθίοπες ή στους Υπερβόρειους, όπου έρχεται τους χειμερινούς μήνες να «παραθερίσει» ο Θεός Απόλλων και αλλού. Μάλιστα στα πέρατα της γης βρίσκεται και ο κήπος των θεών (ο κήπος των Εσπερίδων), καθώς και διάφορα εξαιρετικά πλάσματα, όπως ο Χρυσάωρ, οι Γοργόνες, οι Σειρήνες κ.ά.. Παρομοίως και τα νησιά των Μακάρων, βρίσκονται σε μακρινή χώρα, «Παρ' Ωκεανόν βαθυδίνην», εκεί όπου ορισμένοι θνητοί είχαν το προνόμιο να συνδειπνούν μαζί με τους θεούς.

Βασική προϋπόθεση της παραμονής στα νησιά των Μακάρων ήταν η «αθανασία» που χάριζαν οι θεοί στους αγαπημένους τους ήρωες και κυρίως σ' αυτούς που σκοτώθηκαν στην Τροία ή στη Θήβα. Στις σκηνές των μαχών της Ιλιάδας διαφαίνεται συχνά η πεποίθηση ότι ένας θεός μπορούσε ξαφνικά να απομακρύνει τον εκλεκτό του ήρωα από τα μάτια των ανθρώπων και να τον μεταφέρει αόρατα μακριά με την αύρα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Πηνελόπης, η οποία επιθυμεί να μεταφερθεί ζωντανή απ' τις Άρπυιες, τις καταχθόνιες θεότητες του ανέμου. Μάλιστα η Πηνελόπη, για να εξηγήσει στην Άρτεμη την επιθυμία της να μεταφερθεί ζωντανή στη μακρινή και ξεχωριστή «χώρα των Νεκρών», θυμάται το λαϊκό μύθο που συνήθιζαν να λένε οι γυναίκες για τις κόρες του Πανδάρεω.

Στην Οδύσσεια ακόμη και μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας, ο Αίας και ο Αγαμέμνων παρουσιάζονται στον Άδη ως απλές σκιές. Αντίθετα ο Μενέλαος, μόνιμος τρόφιμος των νήσων Μακάρων, πληροφορείται απ' τον θαλάσσιο γέροντα Πρωτέα ότι οι θεοί είχαν γι' αυτόν αποφασίσει, μιας και ήταν άνδρας της Ελένης, δηλαδή γαμπρός του Δία, «να μην τον αφήσουν να πεθάνει σαν κοινός άνθρωπος στο παλάτι του, αλλά να τον στείλουν στα Ηλύσια Πεδία, που βρίσκονται στα πέρατα του κόσμου, εκεί όπου ζει ο ξανθός Ραδάμανθυς, εκεί όπου οι άνθρωποι ζουν ξέγνοιαστα, χωρίς να τους ταλαιπωρούν ούτε χιόνια ούτε βροχή κι ούτε βαρύς χειμώνας, μόνο πάντα ο Ωκεανός χύνει το ήσυχο αεράκι του γλυκόπνευστου Ζεφύρου, φέρνοντας ανάσα στους ανθρώπους».



Αντίθετα με την ομηρική εικόνα της μεταθανάτιας ζωής, η οποία είναι «έργο παραίτησης και όχι ελπίδας», βλέπουμε ότι οι στίχοι αυτοί φανερώνουν έναν αισιόδοξο κόσμο για τον οποίο τα ομηρικά ποιήματα γενικά σιωπούν. Στην άκρη του κόσμου, δίπλα στον ποταμό Ωκεανό, βρίσκεται το «Ηλύσιο Πεδίο», όπου ο ουρανός είναι πάντα καθαρός, όπως δηλαδή και στη χώρα των θεών. Η χώρα αυτή δεν αποτελεί τμήμα του βασιλείου του Άδη, βρίσκεται στην επιφάνεια της γης, αλλά όχι ως τόπος διαμονής των εξαϋλωμένων ψυχών, μιας και οι μεταφερμένοι απ' τους θεούς κάτοικοί της δε «χωρίστηκαν από την ορατή υπόστασή τους». Βέβαια η μεθομηρική ποίηση είναι πλούσια σε αφηγήσεις «μεταφερμένων» ηρώων που σκοτώθηκαν αλλά επανήλθαν στη ζωή. Π.χ. οι δύο αντίπαλοι, ο Αχιλλέας και ο Μέμνονας, ελευθερώνονται από τη μοίρα των θνητών χάρη στις θεές-μητέρες τους. Τα νεκρά σώματά τους επανέρχονται στη ζωή, συνεχίζουν να ζουν, όχι ανάμεσα στους ανθρώπους ούτε ανάμεσα στους θεούς, αλλά σε μια απομακρυσμένη χώρα των θαυμάτων -ο Μέμνονας στην Ανατολή και ο Αχιλλέας στο «Νησί της Λευκής».

Όπως είδαμε παραπάνω, οι θεοί με τη θέληση και τη δύναμή τους υπόσχονται να «μεταφέρουν» το Μενέλαο ζωντανό σε απρόσιτη ευτυχισμένη χώρα, τη χώρα των μακάρων και όχι να του παραχωρήσουν αθάνατη ζωή στο σκοτεινό Άδη. Αυτοί λοιπόν οι ήρωες που «μεταφέρονται» στα Ηλύσια Πεδία δεν επηρεάζουν τον κόσμο των ζωντανών. Μολονότι μοιάζουν με τους θεούς στην αιώνια χαρά που τους παραχωρείται, δεν έχουν το παραμικρό μερίδιο στην παντοδυναμία τους, καθότι αυτός που κατέχει την αθανασία δεν κατέχει απαραίτητα και την «ισόθεον δύναμιν».

Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες για την αφετηρία και το χαρακτήρα των μύθων για τους «μεταφερμένους» εκλεκτούς (ήρωες) των θεών σε τόπους κατοικίας σαν τα Ηλύσια Πεδία. Οι μύθοι αυτοί δεν προέρχονται από κάποια προηγούμενη επίγεια λατρεία, αλλά είναι αποτέλεσμα των ποιητικών (και όχι των θρησκευτικών) αναγκών. Ο Rohde αναφέρει ότι η ελεύθερη ποιητική φαντασία δημιούργησε το «τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης φιλοδοξίας για το Ηλύσιο Πεδίο με ειδυλλιακές σκηνές μιας ήρεμης, ευχάριστης καθημερινής ζωής».

Οι Έλληνες ποιητές είχαν ανέκαθεν τη δελεαστική φαντασίωση μιας απομακρυσμένης χώρας μακαριότητας, στην οποία θα ήταν δυνατόν να «μεταφερθούν» κάποιοι ξεχωριστοί θνητοί, ευνοημένοι των θεών. Βέβαια σε μεταγενέστερους χρόνους, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, οι κάτοικοι της Σπάρτης και της ευρύτερης περιοχής της Λακωνίας τιμούσαν με ιδιαίτερα «λαϊκό» τρόπο τον Μενέλαο και την Ελένη στη Θεράπνη, τον Αχιλλέα (τον «κύριο της Μαύρης Θάλασσας») στο «νησί της Λευκής» κοντά στον Ευρώτα, την «Αλεξάνδρα», η οποία ταυτίστηκε αργότερα με την Τρωαδίτισσα ηρωίδα Κασσάνδρα και λατρευόταν στις Αμύκλες. Παρόλα αυτά όμως η ομηρική επίδραση πρέπει να ήταν πολύ σημαντική στα μεθομηρικά έπη, αφού η λατρεία αυτών των ηρώων «υπήρξε αποτέλεσμα και όχι κίνητρο ή αιτία του μύθου».

Σχετικό με τους ήρωες είναι επίσης και το γνωστό έργο του Ησίοδου Έργα και Ημέραι (στ. 109-201). Εδώ ο Ησίοδος, με ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες, παρουσιάζει το μύθο των Πέντε Εποχών των Ανθρώπων (Γένη), μεταξύ των οποίων ήταν και το τέταρτο γένος, που ήταν δικαιότερο και καλύτερο, καθώς ήταν το «ανδρών Ηρώων θείον γένος» (Ήρωες «Ημίθεοι»). Ο μύθος των γενών στην πραγματικότητα αποτελεί ένα δεύτερο αίτιο (μετά το μύθο του Προμηθέα και της Πανδώρας) στην προσπάθεια να δοθεί μια ερμηνεία για τις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τη ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη. Ο μύθος αυτός φαίνεται ότι περιλάμβανε αρχικά μόνο τέσσερα μεταλλικά γένη (χρυσό, αργυρό, χάλκινο, σιδερένιο), το ένα χειρότερο από το άλλο. Σ' αυτό το αρχικό σχήμα κάποιος (είτε ο ίδιος ο ποιητής είτε κάποιος πρόδρομός του) παρενέβαλε μεταξύ του χάλκινου και σιδερένιου γένους το γένος των Ηρώων (αυτών που πολέμησαν στην Τροία και τις Θήβες), το οποίο όμως διακόπτει την πορεία της παρακμής, αφού είναι καλύτερο απ' το προηγούμενό του, το χάλκινο.



Μετά απ' όλα τα παραπάνω γεννιούνται κάποια εύλογα ερωτήματα: Ποιος είναι ο λόγος που ορισμένοι εκλεκτοί ήρωες έχουν τέτοια εξαιρετική εύνοια από τους αθάνατους θεούς να μεταφέρονται -ακόμη και ζωντανοί- στους θεϊκούς παράδεισους; Η χώρα, στην οποία μεταφέρθηκαν ο Μενέλαος και οι υπόλοιποι ήρωες, ήταν ένας παράδεισος μόνο για τους ευσεβείς και τους δίκαιους ή για όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους;

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, με βάση την ομηρική αντίληψη, είναι μάλλον αρνητική, καθώς ο Μενέλαος ποτέ δε διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις υψηλές αρετές του στην ομηρική εποχή. Επομένως, ο λόγος αυτής της τύχης κάποιων επώνυμων ηρώων φαίνεται ότι δεν είναι ούτε η εύνοιά τους σε κάποιους «ηθικά καταξιωμένους» ούτε ο έρωτας των θεών ή κάτι ανάλογο, αλλά η στενή συγγένειά τους με τους θεούς. Ο Μενέλαος, στον οποίο, πριν ο θάνατος «ασκήσει τα φυσικά του δικαιώματα» επεμβαίνουν οι θεοί για να του χαρίσουν την αθανασία και να τον μεταφέρουν σ' εκείνο το λιβάδι, στην άκρη του κόσμου (όπου τον περιμένει «η παραδεισένια άνετη ζωή» και ένα ευχάριστο κλίμα), είχε αυτήν την εύνοια επειδή απλά ήταν σύζυγος της Ελένης και συνεπώς γαμπρός του Δία. Παρομοίως και ο μόνιμος κάτοικος των Ηλυσίων, ο Ραδάμανθυς που, μολονότι όλοι ανεξαιρέτως οι μεταγενέστεροι ποιητές του αποδίδουν την προσωνυμία «Δίκαιος», δεν πρέπει να ήταν η αρετή ή κάποια ξεχωριστή ικανότητά του ο λόγος που του χάρισαν οι θεοί την αιώνια μακαριότητα. Απλά και αυτός, ως αδελφός του Μίνωα, ήταν επίσης γιος του Δία.

Όχι μόνο στον Όμηρο, αλλά και στον Ησίοδο δεν είναι η ανώτερη ηθική των ηρώων εκείνη που διέκοψε τη σειρά των διεφθαρμένων γενεών. Αυτό που διακρίνει την Ηρωική εποχή από τις άλλες είναι ο τρόπος που κάποιοι Ήρωες φεύγουν από την παρούσα ζωή χωρίς να πεθάνουν, αφού «μεταφέρονται» στις ειδυλλιακές Νήσους των Μακάρων.

Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι μόνο αυτή η πολύ ευγενική καταγωγή (η στενή συγγένεια με τους θεούς), όπως προαναφέραμε, μπορεί να διαφυλάξει έναν άνθρωπο απ' την κάθοδο στο κοινό βασίλειο «της ανέλπιδας ανυπαρξίας μετά τον αποχωρισμό της ψυχής απ' το σώμα». Μόνο οι απόγονοι των θεών και των βασιλιάδων, δηλαδή η αριστοκρατία, είχε αυτήν την εκλεκτή μοίρα να μεταφερθούν στη χώρα της αιώνιας ευτυχίας. Όπως αναφέρει ο Παναγής Λεκατσάς, η παλιά παράδοση της προελληνικής μαγικοθεϊκής βασιλείας -ο βασιλιάς είναι ένας «θεός» και επομένως συγγενής των θεών- είναι αρκετά δυνατή για να επηρεάσει και τους αχαιούς βασιλιάδες του Ομήρου. Άλλωστε το προ-ελληνικό Ηλύσιο Πεδίο σε μεταγενέστερους χρόνους θα μετονομαστεί σε Νησιά των Μακάρων, στα οποία βασιλεύει ένας θεός-βασιλιάς, ο Κρόνος. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι πουθενά στον Όμηρο δεν αναφέρεται ένας γενικός κανόνας για όλους τους βασιλείς ή τους ήρωες.


Μετά απ' όλα τα παραπάνω επανερχόμαστε στο ερώτημα: Μόνο ορισμένοι εκλεκτοί των θεών ήρωες είχαν τη δυνατότητα να «επισκεφθούν» τα Ηλύσια Πεδία και να απολαύσουν την «τρυφή του Παραδείσου»; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό πρέπει απαραίτητα να αναφερθεί στη μεταγενέστερη -μεθομηρική- ποίηση και στη λαϊκή πίστη, οι οποίες μετέβαλαν το χαρακτήρα του ομηρικού Ηλυσίου Πεδίου.

Καταρχάς πρέπει να τονίσουμε ότι και η μεθομηρική ποιητική φιλοδοξία συνέχισε να «μεταφέρει» ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό λαμπρών προσωπικοτήτων «στη φωτεινότητα της αιώνιας ευτυχίας». Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Ε. Rohde, «ακόμη και τον 5ο π.Χ. αιώνα ένα λαϊκό τραγούδι μιλούσε για το Διομήδη σαν να μην είχε πεθάνει, αλλά να απολαμβάνει την αθάνατη ζωή στα "Νησιά των Μακάρων"».

Φαίνεται λοιπόν ότι οι ποιητές μεταγενέστερων εποχών, σε απομίμηση της ομηρικής φαντασίας, φαντάστηκαν τη μεταφορά πολλών άλλων ηρώων και ηρωίδων του μυθικού παρελθόντος στο Ηλύσιο Πεδίο ή Νήσους Μακάρων. Μάλιστα στη μεθομηρική εποχή και με την επίδραση των μυστικών λατρειών στο Ηλύσιο Πεδίο μπορούσαν να μεταβούν όλοι οι άνθρωποι, αρκεί να είχαν ζήσει με τρόπο έντιμο και ευχάριστο στους θεούς. Επίσης, σε αντίθεση με το ομηρικό Ηλύσιο που βρισκόταν στην επιφάνεια της γης, τώρα οι ποιητές τοποθετούν τα Ηλύσια Πεδία στο εσωτερικό της γης, δηλαδή σε μέρος απρόσιτο για όλους τους ζωντανούς, εκτός από τις εξαϋλωμένες ψυχές κάποιων εκλεκτών ηρώων.

Συνοψίζοντας αξίζει να επισημάνουμε γενικότερα ότι οι αντιλήψεις για τον θάνατο και τον Κάτω Κόσμο, καθώς και οι μεταθανάτιες ιδέες -λιγότερο σαφείς και ενιαίες από τις αντιλήψεις για τους θεούς- ήταν εκτεθειμένες σε μεγάλες και ριζικές μεταβολές. Έτσι, σύμφωνα με τη βασική αρχαιοελληνική αντίληψη ότι η ζωή συνεχίζεται μετά το θάνατο και ότι ο Κάτω Κόσμος δεν είναι παρά επανάληψη του Εδώ, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να ζουν και στην άλλη ζωή, όπως ακριβώς και πάνω στη γη. Βέβαια το ομηρικό έπος «αντιστάθηκε βίαια σε κάθε ιδέα συνειδητής ή δραστήριας ύπαρξης της ψυχής μετά το θάνατο». Η ομηρική αντίληψη περί θανάτου υπόσχεται στον άνθρωπο μόνο «ένα αδιάκοπο, άσκοπο φτεροκόπημα, δηλαδή μια ύπαρξη στερημένη από οποιαδήποτε ευχαρίστηση που θα την καθιστούσε αντάξια της ζωής».

Άλλωστε, από την ομηρική περί θανάτου αντίληψη λείπει το αίτημα της απονομής της δικαιοσύνης και συνεπώς της δικαίωσης των καλών ή αντίστοιχα της τιμωρίας των ασεβών και αδίκων. Στον ομηρικό Άδη δεν υπάρχουν ποινές και αιώνια βασανιστήρια. Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρώτη ακριβής περιγραφή των τριών κριτών του Άδη, δηλαδή του Μίνωα, του Ραδάμανθυ και του Αιακού να δικάζουν τις πράξεις των ανθρώπων στη γη, εμφανίζεται αρχικά στον Πλάτωνα, σε μία απλή περιγραφή του άλλου κόσμου, χωρίς βέβαια να απηχεί τις λαϊκές πεποιθήσεις της εποχής του, αφού λίγο αργότερα η αττική λαϊκή φαντασία θα προσθέσει και τον Τριπτόλεμο στη θέση του Μίνωα. Βέβαια υπάρχει η γνωστή ιστορία με τους δεσμώτες (Τιτυός, Τάνταλος, Σίσυφος κ.λπ.) της ομηρικής Νέκυιας, αυτή όμως αφενός μεν εκφράζει περισσότερο τη δύναμη και όχι τη δικαιοσύνη των θεών, αφετέρου θεωρείται «ως μια μεταγενέστερη παρεμβολή από ορφικούς κύκλους».



Η παρεμβολή μάλιστα αυτή είναι «η αρχή της μετατροπής του Κάτω Κόσμου σε τόπο τιμωρίας των ασεβών, όπως τον διαμόρφωσαν οι Ορφικοί, οι οποίοι εμφανίζονται με την υπόσχεση να εξασφαλίσουν στους μυημένους "μακαριότητα" στον Άλλο Κόσμο, σε αντίθεση με τους αμύητους». Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Erwin Rohde κάνει λόγο για μια «επανορθωτική δικαιοσύνη», δηλαδή για μια λαϊκή αντίληψη που αυτήν την έχει κερδίσει τη λαϊκή αποδοχή, σχετικά με την ανταμοιβή των ενάρετων και την τιμωρία των ανόμων σε μια μέλλουσα ζωή. Πιο συγκεκριμένα ο Ε. Rohde επισημαίνει ότι αυτήν την περίοδο οι καταπιεσμένοι και οι ενδεείς που αισθάνονται ότι στερούνται τα αγαθά αυτού του κόσμου, σκέφτονται πολύ απλά ότι μετά θάνατον πρέπει να υπάρχει και γι' αυτούς κάπου -πέρα από τα όρια αυτής της κοσμικής πραγματικότητας- ένας τόπος στον οποίο θα έχουν τη δυνατότητα «να απολαύσουν καρπούς που μόνο άλλοι (οι εκλεκτοί) επιτρέπεται να κόψουν στη γη».

Κατά συνέπεια, όσοι είχαν μυηθεί στα μυστήρια προσδοκούσαν το ευτυχισμένο μέλλον που είχαν φανταστεί. Αντίθετα, τους αμύητους τους περίμενε μια ζοφερή μοίρα. Αυτόν το διαχωρισμό των ανθρώπων σε δύο τάξεις, όπως δίδασκαν οι μυστηριακές λατρείες, τον βλέπουμε και στην κωμωδία του Αριστοφάνη (Βάτραχοι), κάτι που δείχνει ξεκάθαρα την αλλαγή που έχει συντελεσθεί από τη Νέκυια της Οδύσσειας. Βέβαια, στον Αριστοφάνη βλέπουμε ότι οι τιμωρίες που αρχικά προβλέπονταν για αυτούς που δεν ανήκουν στον ορφικό «τρόπο ζωής», τώρα εφαρμόζονταν σε όποιους υπέπιπταν σε ηθικά ατοπήματα της πολιτικής ζωής, όπως λ.χ. οι επίορκοι, οι πατροκτόνοι και οι βεβηλωτές των νόμων της φιλοξενίας. Και τούτο διότι οι πνευματικά αφυπνισμένοι άνθρωποι της εποχής είχαν συσχετίσει την ηθικότητα της θρησκευτικής ζωής με την ηθικότητα που έπρεπε να διέπει την καθημερινή ζωή τους ως πολιτών.

Συνεπώς, στον Ορφισμό και στις άλλες μυστικές λατρείες οφείλεται ο μετασχηματισμός της ομηρικής αντίληψης για το Ηλύσιο πεδίο ή αλλιώς Μακάρων νήσοι και από τόπος «μεταφοράς» και παραμονής αποκλειστικά για τους ζωντανούς εκλεκτούς ήρωες (Ησίοδος, Έργα 170-3) έγινε τόπος παραδεισένιας ευτυχίας για τις εξαϋλωμένες ψυχές όλων των δικαίων και κυρίως των μυημένων (και όχι αποκλειστικά μόνο κάποιων εκλεκτών ηρώων). Βέβαια στον «παράδεισο» δικαιούταν να πάει η ψυχή του νεκρού που θα είχε ζήσει μια ενάρετη ζωή και, κυρίως, που θα είχε μυηθεί σε μια μυστική λατρεία, ενωμένος στενά με κάποια θεότητα. Εάν αντίθετα κάποιος ήταν άδικος και ασεβής απέναντι στους θεούς, τότε μετά θάνατον η ψυχή του θα υποβαλλόταν σε φοβερά βασανιστήρια. Εάν πάλι δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός, η ψυχή του «παρέμενε» προσωρινά στον κήπο των ασφοδέλων, μέχρις ότου οι θυσίες των συγγενών του νεκρού «συγκινήσουν τους θεούς».



Ο Πίνδαρος μάλιστα, στο παλαιότερο κείμενό του με τίτλο «2ος Ολυμπιόνικος» (476 π.Χ.) σημειώνει για το Θήρωνα τον Ακραγαντίνο ότι υπάρχουν «τρεις δρόμοι στον Κάτω Κόσμο, τρεις δυνατότητες: όποιος έζησε με ευσέβεια και δικαιοσύνη βρίσκει στον Κάτω Κόσμο χαρούμενη ζωή, απαλλαγμένη από βάσανα, εκεί που τις νύχτες λάμπει ο ήλιος, ενώ οι κακοί υποφέρουν δεινά. Κατόπιν η ψυχή επιστρέφει στον Επάνω Κόσμο, όπου η τύχη της καθορίζεται από τις προηγούμενες πράξεις της• όποιος δοκιμαστεί τρεις φορές πηγαίνει στη Νήσο των Μακάρων».

Ολοκληρώνοντας την ενότητα αυτή θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφερθούμε στις συνθήκες ζωής των Νήσων Μακάρων ή αλλιώς Ηλύσια Πεδία, αφού όμως υποσημειώσουμε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες για την ετυμολογία της λέξης «Ηλύσιον».

Προηγουμένως αξίζει να επισημάνουμε ότι εάν παραβλέψουμε ότι τα Ηλύσια Πεδία σχετίζονται με κάμπους, πεδιάδες, λιβάδια, ενώ οι νήσοι των Μακάρων με μυθικά νησιά, οι δύο αυτοί παραδεισένιοι τόποι φαίνεται πως στη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων ταυτίζονταν. Και οι δύο μυθικοί τόποι βρίσκονταν στα πέρατα της γης, κοντά ή πέρα απ' τον Ωκεανό, και οι δύο έχουν τις ίδιες καιρικές συνθήκες και τέλος και στους δύο κυβερνήτες και δικαστές είναι ο Ραδάμανθυς, ο Αιακός και ο Μίνωας.

Ως προς τον τρόπο ζωής και τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στους εξωτικούς αυτούς τόπους, αυτονόητο είναι ότι οι πηγές σκιαγραφούν την εικόνα ενός παραδείσου, ο οποίος χαρίζει στους εκλεκτούς ευνοημένους ό,τι δεν μπορούν να χαρούν σι κοινοί άνθρωποι πάνω στη γη.



Λεπτομερή τοπογραφική και κλιματολογική περιγραφή των Μακάρων νήσων και της χαρισάμενης ζωής που περνούν εκεί οι μάκαρες μας δίνει ο Λουκιανός (120-192 μ.Χ.) στο έργο του Αληθή Διηγήματα ή Αληθής Ιστορία (Β ). Στο έργο αυτό, το οποίο θεωρείται παρωδία των φαντασιόπληκτων μυθιστορημάτων της ελληνιστικής εποχής, περιγράφεται με λεπτομέρεια η ζωή στα «νησιά των Μακάρων» (κεφ. 5-3 1). Τα βασικά στοιχεία ενός εξωτικού παραδεισένιου τόπου (ξέγνοιαστη ζωή, ήπιο κλίμα, ανθόσπαρτοι κάμποι, ποτάμια με γάλα, μέλι και κρασί κτλ.) έχουν και εδώ κρατηθεί, η γνωστή όμως ειρωνική διάθεση του συγκεκριμένου συγγραφέα τον σπρώχνει να επινοήσει πλήθος εξωφρενικές λεπτομέρειες, ακριβώς για να μην αφήσει στον αναγνώστη αμφιβολία πως παραμυθολογεί. Άλλωστε με τη δική του δήλωση, στην αρχή του έργου (κεφ. Α', 4), ο Λουκιανός διασαφηνίζει ότι στο έργο περιγράφει πράγματα που «ούτε τα έπαθε ούτε τα έμαθε από άλλους ούτε και έγιναν ποτέ»!

Αξίζει πάντως να γίνει μια σύντομη αναφορά σε μερικά μόνο στοιχεία της περιγραφής που κάνει ο Λουκιανός στο έργο του αυτό, καθώς της φαντασίας του τα δημιουργήματα ανήκουν ως ένα βαθμό στην περιοχή της μυθολογίας: Τα τείχη της πολιτείας των Μακάρων ήταν χτισμένα με σμαράγδια, τα σπίτια της υψώνονταν μαλαματένια, οι δρόμοι της ήταν στρωμένοι με φίλντισι, οι ναοί και οι βωμοί με μονόλιθους αμέθυστους (πολύτιμα πετράδια). Το έδαφος ήταν από ελεφαντοκόκαλο, ενώ γύρω από την πολιτεία τρέχει ένας ποταμός από την πιο διαλεχτή μυρωδιά. Όλα έχουν παραμυθένια ομορφιά, υπάρχει παντοτινή άνοιξη και οι «αναφείς και άσαρκοι» κάτοικοί της ζουν σε αιώνιο λυκαυγές, χωρίς να γερνούν πέρα από την ηλικία που είχαν όταν έφτασαν εκεί (στ. 12). Η χώρα στολίζεται από όλα τα είδη λουλουδιών. Τα πάντα είναι πολύ εύφορα, τα στάχυα βγάζουν έτοιμο ψωμί σαν μανιτάρια, τα αμπέλια καρποφορούν δώδεκα φορές το χρόνο, οι ροδιές, οι μηλιές και τα άλλα δέντρα δεκατρείς. Στην πολιτεία έβλεπες τριακόσιες εξήντα πέντε πηγές που έτρεχαν νερό, άλλες τόσες μέλι, και πεντακόσιες μικρότερες μύρο. Ρέουν επτά ποταμοί με γάλα και οκτώ με κρασί.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας (ο Λουκιανός) και οι σύντροφοί του μετέχουν σε ένα συμπόσιο, όπου έχουν υπηρέτη τον άνεμο. Απ' τα δέντρα αντί για καρπούς κρέμονται ποτήρια, τα οποία γεμίζουν μόνα τους κρασί κάθε φορά που κάποιος θέλει να πιει. Το γέλιο στη χώρα αυτή είναι άφθονο, καθώς οι Μάκαρες πίνουν από δύο πηγές, «η μεν γέλωτος, η δε ηδονής» (στ. 16).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι την ίδια περιγραφή των Ηλυσίων Πεδίων κάνουν και οι Βυζαντινοί λογοτέχνες, εμφανώς επηρεασμένοι απ' τον Λουκιανό. Δύο γνωστά εκτενή έργα, ο Τιμαρίων και ο Μάζαρις, είναι τα πιο χαρακτηριστικά των βυζαντινών σατιρικών καταβάσεων. Τέλος, και ο Βιργίλιος, στο έκτο βιβλίο της Αινειάδας, περιγράφοντας την κάθοδο του Αινεία στον Άδη για την αναζήτηση της Ευρυδίκης, αναφέρεται στα Ηλύσια Πεδία, με βάση τις ανάλογες ελληνικές περιγραφές

Συμβαίνει ΤΩΡΑ για πρώτη και τελευταία φορά μετά από 13,4 δισ. χρόνια ! Σκέψου το…

Κάνοντας τη βόλτα μου στο ίντερνετ, διαρκώς πέφτω σε τίτλους άρθρων όπως “Συμβαίνει κάθε 1500 χρόνια” ή “Συμβαίνει κάθε 50.000 χρόνια” και συνήθως αναφέρονται σε κάποιο περιοδικό φαινόμενο το οποίο λαμβάνει χώρα στις μέρες μας.
Και κάθε φορά αναρωτιέμαι… μα ποιο είναι το σπουδαίο ακριβώς σε ένα γεγονός που επαναλαμβάνεται κάθε 1000 ή 100.000 χρόνια;
Είμαι σίγουρη πως κάθε μέρα επαναλαμβάνεται ένα γεγονός που έχει συμβεί πριν δέκα, χίλια ή ένα εκατομμύριο χρόνια. Και τι να κάνουμε τώρα…

Θυμάμαι την τρέλα της ημερομηνίας 21/12/2012 που έκλεινε ένας κύκλος 50.000 ετών ή κάτι τέτοιο σύμφωνα με το ημερολόγιο των Μάγιας και άλλοι περίμεναν να καταστραφεί η Γη, άλλοι ότι θα αλλάξουμε διαστάσεις (!) και άλλα όμορφα και ρομαντικά σενάρια. Τελικά βέβαια, όπως θα το καταλάβατε κι εσείς, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Είμαστε ακόμα εδώ και πληρώνουμε τους φόρους μας, ή τουλάχιστον προσπαθούμε.

Όμως υπάρχει κάτι που πιστεύω ότι είναι πραγματικά σπουδαίο. Κάτι που σπάνια θα το δείτε να μνημονεύεται. Είναι ένα γεγονός που συμβαίνει τώρα, για πρώτη φορά μετά από 13,4 δισεκατομμύρια χρόνια, όσο χρονολογείται δηλαδή το σύμπαν μας. Είναι κάτι που θα συμβεί για πρώτη και τελευταία φορά.

Είσαι Εσύ, είμαι Εγώ, είναι όλα αυτά που ζούμε σήμερα. Μα πάνω απ’ όλα είσαι Εσύ. Σε τόσα δισεκατομμύρια χρόνια, δεν έχει υπάρξει ποτέ κάποιος σαν εσένα, με το ίδιο δαχτυλικό αποτύπωμα, με την ίδια ίριδα, με την ίδια φωνή, με τα ίδια συναισθήματα και με τις ίδιες εμπειρίες. Σκέψου το… Θα ζήσεις μέχρι τα 90 ή τα 100 σου και μετά… τσαφ! Μέχρι να τελειώσει κι αυτό το σύμπαν δεν θα ξαναυπάρξει κανένας πια σαν κι εσένα.

Για την ηλικία του σύμπαντος και για το μέγεθός του, είσαι ένας κόκκος άμμου που μέχρι να γίνει αντιληπτός, έχει κιόλας εξανεμιστεί… Κι όμως αυτός ο κόκκος άμμου δεν θα ξαναϋπάρξει ποτέ.

Κανείς δεν σε ήξερε πριν και το πιο πιθανό είναι ότι κανείς δεν θα σε θυμάται λίγο αργότερα.

Σου υπολείπονται από αυτή την απίθανη εμπειρία που ονομάζεται ζωή, 10 – 80 ή 90 χρόνια, ανάλογα με την ηλικία σου.

Δεν αξίζει να τα ζήσεις ευτυχισμένα;

Δεν αξίζει να ρουφήξεις τη ζωή με όλο σου το είναι;

Δεν αξίζει να ζήσεις έτσι ακριβώς όπως γουστάρεις χωρίς να δίνεις δεκάρα για το πως σε θέλουν οι άλλοι;

Δεν αξίζει όταν κλείσεις τα μάτια σου να πεις “Μα τι υπέροχο ταξίδι ρε γαμώτο…!”

Μπαίνει το παιδί σας στην εφηβεία; Τι να περιμένετε;

Αν τα παιδιά σας πλησιάζουν στην ιδιαίτερη περίοδο της ζωής τους που ονομάζεται εφηβεία, έχετε κάθε λόγο να είστε σε κατάσταση… συναγερμού.
Είναι η ηλικία που το σώμα ωριμάζει, η σεξουαλική ταυτότητα και οι σχέσεις με τους άλλους διαμορφώνονται, ο τρόπος σκέψης αλλάζει, ενώ παράλληλα οι σχολικές απαιτήσεις αυξάνονται και τα κλάματα ή οι καυγάδες γίνονται συχνότεροι. Αυτό σημαίνει πως θα ήταν καλό να είστε προετοιμασμένοι.

Παρακάτω, συγκεντρώνουμε συμβουλές για να διαχειριστείτε αυτή την ευαίσθητη περίοδο, μέσα από τις συμβουλές των ειδικών ψυχολόγων, όπως τις συγκέντρωσαν στον διεθνή οδηγό παιδικής ανάπτυξης του Κέντρου Υγείας και Πρόληψης Ασθενειών.

Πώς θα καταλάβετε ότι η εφηβεία… έφτασε

Δεν υπάρχει «φυσιολογικό» όριο. Το μήνυμα που θα πρέπει να περάσετε στο παιδί σας είναι ότι ο καθένας είναι διαφορετικός: Άλλος μπαίνει στην εφηβεία νωρίς, άλλος ωριμάζει αργά αλλά σταθερά, αλλά σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη του κάθε παιδιού ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς, και αυτοί είναι οι «φυσιολογικοί» για εκείνο. Η τριχοφυΐα, η αλλαγή της φωνής, η ακμή, η περίοδος στα κορίτσια, όλα αυτά είναι σημάδια της σωματικής «μεταμόρφωσης».

Η εφηβεία όμως συνοδεύεται και από εσωτερικές αλλαγές:

Το παιδί αρχίζει να «αποκόπτεται» από τους γονείς, να προσπαθεί απεγνωσμένα να γίνεται αρεστό σε συνομιλήκους του, να πειραματίζεται με την εξωτερική εμφάνιση και την ταυτότητά του και να διαμορφώνει τον δικό του «ηθικό κώδικα».

Συγκεκριμένα, οι σημαντικότερες αλλαγές που πλησιάζουν είναι οι εξής:

-Ενδιαφέρον για το αντίθετο φύλο:
Το σώμα των εφήβων αλλάζει, στέλνοντας σήματα σεξουαλικής ωριμότητας, ενώ όπως είναι φυσικό αρχίζουν και τα πρώτα σκιρτήματα.

-Η «αδιαφορία» για τους γονείς και η ανάγκη για ανεξαρτησία:
Οι έφηβοι συνήθως επιθυμούν να περνούν όλο και περισσότερο χρόνο με τους φίλους τους και λιγότερο με τους γονείς τους. Ωστόσο, δεν ισχύει πάντα το «στερεότυπο» των επαναστατών χωρίς αιτία εφήβων που καυγαδίζουν συνεχώς με τους γονείς τους. Ίσα ίσα, σε ορισμένες περιπτώσεις συνεπάγεται λιγότερη τριβή και επομένως λιγότερους καυγάδες – αν θεωρήσουμε βέβαια δεδομένο ότι οι γονείς δεν παίρνουν «προσωπικά» αυτή την αλλαγή, θεωρώντας πως κάπου σφάλλουν και πως η ανάγκη ανεξαρτησίας του παιδιού τους είναι πρόβλημα.

-Η μεγαλύτερη ικανότητα για ανάπτυξη συναισθηματικών δεσμών:
Οι έφηβοι αρχίζουν να διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους και ένα βασικό τους όχημα σε αυτή τη διαδρομή είναι οι βαθύτερες σχέσεις που μπορούν πλέον να χτίζουν σε διαπροσωπικό επίπεδο, είτε με συνομηλίκους τους είτε με όσους βλέπουν ως «μέντορες».

-Κρίσεις θλίψης ή κατάθλιψης:
Η συγκεκριμένη ηλικία είναι από τις πιο «ευάλωτες» στην παγίδα της κατάθλιψης, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε κακή σχολική επίδοση, σε καταχρήσεις, εξαρτήσεις και μη ασφαλές σεξ – γι’ αυτό και είναι μια περίοδος που «τρέμουν» πολλοί γονείς.

-Αλλαγές στην αντιληπτική ικανότητα:
Σε αυτή την ηλικία, ο άνθρωπος εισέρχεται σε μια περίοδο που μπορεί να αποκτήσει ευκολότερα πιο περίπλοκες ασχολίες και εργασιακές διαδικασίες, να επιδείξει ενδιαφέρον για τα μελλοντικά σχέδια στη ζωή του και να επιχειρηματολογήσει για τις επιλογές του, έχοντας καλύτερη αίσθηση του λάθος και του σωστού. Τι να κάνετε για να βοηθήσετε το παιδί σας σε αυτή την περίοδο της ζωής του.

Ακολουθούν μικρές αλλά χρήσιμες συμβουλές για γονείς που δυσκολεύονται να διαχειριστούν την εφηβεία των παιδιών τους:

-Ενημερωθείτε:
Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα να συμβουλευτείτε βιβλία και άρθρα ειδικών για την εφηβεία, ώστε να γνωρίζετε εις βάθος τις αλλαγές που βιώνει το άτομο αυτό το διάστημα

-Μιλήστε στο παιδί για την εφηβεία:
Ξεκινήστε από νωρίς συζητήσεις με ερωτήματα όπως «βλέπεις κάποια αλλαγή στο σώμα σου;» ή «υπάρχει κάτι που σε απασχολεί με την εμφάνισή σου» κ.ο.κ για να χτίσετε σχέση εμπιστοσύνης και όχι αποξένωσης με το παιδί, όταν αυτό σταδιακά μπει στην εφηβεία. Τότε, θα νιώσει άνετα να μοιραστεί μαζί σας τις αλλαγές και τις ανησυχίες του, αντί να στραφεί στην κρυψίνοια.

-Αξιολογήστε την δική σας στάση:
Ρωτήστε τον εαυτό σας αν είστε υπερβολικοί στον έλεγχο ή χειριστικοί, αν αφιερώνετε χρόνο στο να ακούτε αυτά που λέει (ή δεν λέει) το παιδί σας και αν του δίνετε τον απαραίτητο χώρο να διαφωνεί ή να συμφωνεί με τις απόψεις και τις επιλογές σας.

-Βάλτε τον εαυτό σας στη θέση του:
Θυμηθείτε πως έχετε υπάρξει κι εσείς έφηβοι και σκεφθείτε επίσης πώς είναι να μεγαλώνει κανείς υπό τις σημερινές συνθήκες.

-Προσέξτε τις «ενστάσεις» σας:
Συχνά, οι έφηβοι προχωρούν σε πράξεις μόνο και μόνο για να δηλώσουν στους γονείς τους πως δεν τους ελέγχουν πια – γι’ αυτό και είναι σύνηθες να «απειλούν» με ακραία look, piercings και τατουάζ. Φροντίστε να τους στείλετε το μήνυμα ότι δεν απορρίπτετε τις επιλογές τους συλλήβδην σαν εχθροί τους. Αν για παράδειγμα τους αφήσετε το περιθώριο να πραγματοποιήσουν τις πιο «άκακες» από αυτές τις ενέργειες, όπως π.χ. μια αλλαγή στην εμφάνιση, να ικανοποιηθεί η ανάγκη τους και να σταματήσουν εκεί οι «πειραματισμοί».

-Θέστε λογικές προσδοκίες:
Είναι άδικο να θέτετε στόχους για τα παιδιά σας που επιθυμείτε εσείς και όχι τα ίδια. Αλλά είναι και δείγμα έλλειψης ενδιαφέροντος αν τα αφήσετε στο… έλεος της μοίρας. Εξηγήστε τους με λογικά επιχειρήματα γιατί είναι σημαντικό όχι λόγου χάρη να περάσουν πρώτοι στην Ιατρική, αλλά να έχουν καλή επίδοση στο σχολείο ώστε να μπορούν να επιλέξουν ό,τι θελήσουν.

-Ενημερώστε τα παιδιά σας:
Κάντε τις απαραίτητες συζητήσεις περί σεξ ή περί κινδύνων με εξαρτήσεις ή ασθένειες που καραδοκούν.

-Σεβαστείτε τον προσωπικό του χώρο:
Για να καταφέρει το παιδί σας την μετάβαση από την εφηβεία στην ωριμότητα της ενήλικης ζωής, θα πρέπει να μάθει την σημασία της ιδιωτικότητας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα πρέπει να γνωρίζετε πού βρίσκεται ανά πάσα στιγμή, αλλά να του αφήσετε τον απαραίτητο χώρο να αναπτύξει την δική του ιδιωτική ζωή, με την σιγουριά ενός γονιού που το εμπιστεύεται.

-Γνωρίστε τα ανησυχητικά σημάδια:
Υπερβολική απώλεια βάρους ή το αντίστροφο, προβλήματα ύπνου, δραστικές αλλαγές προσωπικότητας, συνεχείς απουσίες από το σχολείο και βαθμοί που πέφτουν, αναφορές ακόμη και «για πλάκα» στην ιδέα της αυτοκτονίας, σημάδια χρήσης ουσιών ή παράνομες δραστηριότητες ανήκουν σε όσα θα πρέπει να σας ανησυχήσουν για βαθύτερο πρόβλημα στην ψυχολογία του παιδιού και να σας κάνουν να αναζητήσετε βοήθεια.

-Διαδίκτυο και εφηβεία:
Δείτε εδώ τον online οδηγό του σωματείου Μαζί Για Την Εφηβική Υγεία, για την ασφαλή χρήση του διαδικτύου και τους κινδύνους που σχετίζονται με την χρήση του internet από εφήβους.

Τα πάντα γύρω από το σεξ στην αρχαιότητα

 Oι αρχαίοι Έλληνες σκέφτονταν και ενεργούσαν με βάση το δικό τους σύνθετο δίκτυο εννοιών και πρακτικών. Το οποίο περιείχε και…μαστιγώματα, και όργια, και γεροντοκτονίες
«Δεν θα ισχυριστώ ότι οι Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. (…) παρά τους θεούς, τους δαίμονες, τα μιάσματα, την ενοχή του αίματος, τις θυσίες, τις γιορτές γονιμότητας και τη δουλεία έμοιαζαν πραγματικά σχεδόν τόσο άγγλοι τζέντλεμεν της βικτωριανής εποχής όσο, ας πούμε, κάποιοι άγγλοι τζέντλεμεν της βικτωριανής εποχής ήθελαν να πιστεύουν».
Στις περίφημες διαλέξεις Σάδερ του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, η ανάθεση των οποίων στον κόσμο των κλασικών φιλολόγων θεωρείται ισάξια με την απονομή του βραβείου Νομπέλ, ο βρετανός φιλόσοφος Μπέρναρντ Γουίλιαμς, μιλώντας το 1989 για τις ηθικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, προέβαινε εξαρχής σε μια διευκρίνιση. Οχι ότι οι σύγχρονοι του Περικλή δεν εμφορούνταν από τις πουριτανικές αξίες των συγχρόνων του Καρόλου Ντίκενς, αλλά ότι αντίθετα με τις τρέχουσες αντιλήψεις που τους θέλουν περίπου σαν και εμάς, απλώς χωρίς ηλεκτρισμό και Twitter, οι αρχαίοι σκέφτονταν και ενεργούσαν με βάση το δικό τους σύνθετο δίκτυο εννοιών και πρακτικών.
Δύο όψεις της αρχαιότητας μοιάζει να καλλιεργεί για το ευρύ κοινό ο 21ος αιώνας: μία ποπκόρν κινηματογραφική βερσιόν με λογχοφόρους πολεμιστές («Τροία», «Αλέξανδρος», «300» σέρνουν τον χορό) και έναν αποκαθαρμένο εκλαϊκευτικό πίνακα με φιλοσόφους και χιτώνες («Ο Πλάτωνας στο Googleplex» της φιλοσόφου Ρεμπέκα Νιουμπέργκερ Γκόλντσταϊν ή το «Τι θα έκανε ο Αριστοτέλης;» του ψυχολόγου Ελιοτ Κοέν αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα). Εκείνο που ξεχνάμε στη χολιγουντιανή εκδοχή της αρχαιότητας είναι τα πάντα πέρα από το φολκλόρ.
Εκείνο που ξεχνάμε στην εξιδανικευμένη εικόνα της είναι οι λεπτομέρειες των αντιφάσεων που καθιστούν τον αρχαίο κόσμο πραγματικά συναρπαστικό.
Γιατί εκτός από φιλοσοφία, ορθολογισμό και υψηλές έννοιες, η αρχαία Ελλάδα είναι μια κοινωνία που παράγει σε αντίστοιχες ποσότητες και θρησκευτικό ζήλο, τελετουργίες με σεξουαλικές συνδηλώσεις ή πρακτικές ευθανασίας. Οι αρχαίοι Ελληνες δεν πιστεύουν μόνο σε σοφιστές και φιλοσόφους που ερμηνεύουν τα φυσικά φαινόμενα με τα εργαλεία της διάνοιας αλλά και σε θεούς και δαίμονες, μάντεις και εξηγητές, ονειρικούς μαντατοφόρους και «σαμάνους», οι οποίοι μεταδίδουν πληροφορίες από κόσμους διαφορετικούς εκείνων της καθημερινής εμπειρίας του αγρού ή της αγοράς.
Ο ίδιος ο Σωκράτης, όχι κανένας λιγότερο φωτισμένος Αθηναίος, παίρνει στα σοβαρά τα όνειρα και τους χρησμούς και διατείνεται ότι υπακούει σε μια εσώτερη φωνή με ευρύτερη από αυτόν εποπτεία των ανθρώπινων πραγμάτων. «Καταδέσεις» και κέρινα ομοιώματα εχθρών προς μαγική κατανάλωση κυκλοφορούν κατά κόρον στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ τρεις αιώνες αργότερα, στον «παγκοσμιοποιημένο» πια κόσμο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, αστρολόγοι όπως ο Βώλος από τη Μένδη χαίρουν τέτοιας αποδοχής ώστε το όνομά τους να μνημονεύεται στην ίδια πρόταση με εκείνο του Αριστοτέλη.
«Οι άνθρωποι που δημιούργησαν τον πρώτο ευρωπαϊκό ορθολογισμό ουδέποτε υπήρξαν – ίσαμε την ελληνιστική εποχή – “απλοί” ορθολογιστές» θα γράψει ο μεγάλος βρετανός φιλόλογος Ερικ Ρόμπερτσον Ντοντς στο κλασικό έργο του «Οι Ελληνες και το παράλογο» (εκδ. Καρδαμίτσα). Αντίθετα, ήταν άνδρες που μαστιγώνονταν μέχρι θανάτου, όπως στο σπαρτιάτικο έθιμο της διαμαστίγωσης, γυναίκες που συμμετείχαν σε σκανδαλιστικές εορτές όπως τα αθηναϊκά Αδώνια και πρόσωπα που ίσως (ίσως, βέβαια, και όχι) να διέπρατταν γεροντοκτονίες για το κοινό καλό.

Η μάστιγα της Σπάρτης
Τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο ρήτορας Λιβάνιος, φιλόσοφος, ειδωλολάτρης, προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη και γόνος ξακουστής οικογένειας της Αντιόχειας, αναπολεί στην αυτοβιογραφία του τα χρόνια της φοίτησής του στην Αθήνα, μιλώντας περιληπτικά για όσα είδε στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, ταξιδεύει στην ιστορική Κόρινθο, όπως όφειλε τότε να κάνει κάθε ευσυνείδητος περιηγητής – παραδόξως, όμως, όχι χάριν της ίδιας αλλά καθ’ οδόν προς κάτι άλλο: πηγαίνοντας να παρακολουθήσει «εορτήν λακωνικήν, τας μάστιγας». Και δεν είναι ο μόνος. Από τον Ξενοφώντα και τον Πλούταρχο ως τον Παυσανία, τον Κικέρωνα και τον Σενέκα, από την κλασική εποχή ως τα ύστερα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, λόγιοι και λοιποί εύποροι της εποχής συρρέουν στη Σπάρτη προκειμένου να δουν με τα ίδια τους τα μάτια ένα αιματηρό έθιμο: τους εφήβους της πόλης να μαστιγώνονται στον Ναό της Ορθίας Αρτέμιδος.
Η «διαμαστίγωσις», όπως πλήθος άλλων ιδιότυπων ρυθμίσεων της αρχαίας Σπάρτης, αποδιδόταν στον Λυκούργο. Ο μυθικός νομοθέτης είχε μετατρέψει, κατά τον Παυσανία, την ανθρωποθυσία κάποιου με κλήρο (που υποτίθεται ότι απαιτούσε προκειμένου να εξευμενιστεί το ξύλινο άγαλμα της θεάς, η λατρεία της οποίας αναγόταν στη μυκηναϊκή εποχή) σε λιγότερο θανατηφόρα πρακτική, αυτή της ετήσιας τελετής μαστίγωσης των εφήβων της πόλης. Οι διάφορες μαρτυρίες συμφωνούν και επαυξάνουν: ο Πλούταρχος παραδίδει ότι οι νέοι μαστιγώνονται με χαρά καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας αμιλλώμενοι για τη νίκη που θα κατήγαγε ο τελευταίος που θα έμενε όρθιος, ο Κικέρων ότι κατά την παραμονή του στη Σπάρτη είχε ακούσει πως συχνά η διαδικασία κατέληγε στον θάνατο κάποιων, ο Λουκιανός ότι όσοι χάσουν τη ζωή τους τιμώνται με αγάλματα σε δημόσιο χώρο, ο Σενέκας ότι οι ίδιοι οι πατέρες προτρέπουν τους γιους τους να μην εγκαταλείψουν ακόμη και αν είναι ετοιμοθάνατοι. Και για όσους δύσπιστους έτρεφαν αμφιβολίες για το αυθεντικό της διαδικασίας, ο Παυσανίας προσθέτει ότι αν κάποιοι δοκίμαζαν να τη νοθεύσουν καταφέρνοντας «χαϊδευτικά» χτυπήματα σε όμορφους νέους ή σε συγγενείς υψηλά ιστάμενων, το ξύλινο άγαλμα βάραινε ξαφνικά ώσπου γινόταν ασήκωτο για την ιέρεια που το κρατούσε.
«Πρόκειται στην ουσία για μυητική τελετή» σχολιάζει ο Δημήτρης Κυρτάτας, καθηγητής Ιστορίας της Υστερης Αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. «Μια δοκιμασία με την οποία εντάσσεται κανείς στην κοινότητα όταν έχει ανδρωθεί. Οταν όμως φτάνουμε πια στον Πλούταρχο και στον Παυσανία, τον 1ο και τον 2ο μ.Χ. αιώνα, δεν υπάρχει τέτοιο πραγματικό αντικείμενο, έχει επιζήσει ως τουριστικό φολκλόρ».
Η Βρετανή Κάθριν Κράιμς στο βιβλίο της «Ancient Sparta. A Re-examination of the Evidence» (εκδ. Manchester University Press) περιγράφει διεξοδικά μια διαδικασία που θυμίζει μάχη, με ολοήμερες «επιθέσεις» των εφήβων στον βωμό της θεάς, «μαστιγοφόρους» που επιχειρούν να τις αποτρέψουν και τον τιμητικό τίτλο του «βωμονίκη» να συνοδεύει διά βίου τους νικητές. Πρόκειται για μια τόσο διάσημη περίσταση ώστε τους πρώτους αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας «μεγάλα ακροατήρια από όλη την Ελλάδα σπεύδουν να παρακολουθήσουν τη μαστίγωση».
Το απόγειο όμως της τουριστικής έλξης της διαμαστίγωσης έρχεται τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν ο αριθμός των θεατών αποβαίνει τέτοιος ώστε για χάρη της χτίζεται ολόκληρο μαρμάρινο αμφιθέατρο και εύποροι Ρωμαίοι της εποχής καταφθάνουν προκειμένου να την παρακολουθήσουν από κοντά. Ασχετα αν αυτό που βλέπουν δεν αποτελεί παρά το κενό ουσιαστικού περιεχομένου πλαίσιο ενός ένδοξου παρελθόντος. «Η Σπάρτη λόγω του ότι έχει παρακμάσει εντελώς πολιτικά προσπαθεί να επιζήσει με βάση την πολιτισμική της παράδοση. Δεν είναι στρατιωτική δύναμη, δεν ακολουθεί την “αγωγή”, έχει χτίσει τείχος, οι είλωτες έχουν απελευθερωθεί» σημειώνει ο Δημήτρης Κυρτάτας. Στα ρωμαϊκά χρόνια η αυστηρή Σπάρτη του Λυκούργου επιβιώνει μόνο ως ανάμνηση, «ένα κέλυφος», όπως λέει χαρακτηριστικά.

Οι ερωτικές ολονυχτίες της Αθήνας
Εξίσου εύκολα με την κοινωνική του παρουσία το εξωλογικό στοιχείο μπορούσε να λειτουργήσει ως διαιτητής στον ατέρμονο αγώνα κυριαρχίας μεταξύ των δύο φύλων. Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερη εικόνα της αρχαιότητας από το συμπόσιο, αυτή τη σύναξη καλής συντροφιάς με τη συνοδεία εκλεκτού φαγητού, ποτού και διαλόγου – αλλά όχι γυναικών. Εξόριστο από τον «ανδρώνα» στην ηθική της εποχής, το άφαντο έτερον ήμισυ προσφεύγει σε δικές του τελετουργίες για να οριοθετήσει τη θέση του. Αν στον καιρό της ισότητας το «bachelor’s party» (πάρτι εργένηδων) έχει το φυσιολογικό αντίστοιχό του στη «hen night» (νύχτα της εργένισσας), η ανισότητα της αρχαιότητας επιβάλλει, σύμφωνα με τον αμερικανό κοινωνιολόγο Ρίτσαρντ Σένετ, απέναντι στην ανδρική κοινωνική πρακτική του συμποσίου να τεθεί η γυναικεία θρησκευτική λατρεία του Αδωνη. Και μάλιστα με μια μάλλον επίμαχη διάσταση: «Τα Αδώνια», επισημαίνει ο Σένετ στο «Flesh and Stone. The Body and the City in Western Civilization» (εκδ. W. W. Norton & Company), «εξυμνούν τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία».
Ο μύθος θέλει τον Αδωνη αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ Αφροδίτης και Περσεφόνης με τον Δία σε ρόλο επιδιαιτητή. Τη σολομώντειο λύση της διανομής του χρόνου του στα τρία, ακολουθεί η απόφαση του Αδωνη να χαρίσει τον προσωπικό του χρόνο στη θεά του έρωτα και, τέλος, ο θάνατός του από τους χαυλιόδοντες ζηλόφθονου κάπρου σταλμένου από την Αρτεμη, τον Αρη ή τον Απόλλωνα στο πλαίσιο της διευθέτησης κάποιας από τις άπειρες βεντέτες των Ολύμπιων. Συνώνυμο της ηδονής, τιμημένος από την Αφροδίτη για τη μορφή του έρωτα που εκπροσωπούσε, ο Αδωνης βρισκόταν στους αντίποδες του Ηρακλή: ήταν μια προσωπικότητα του πανθέου που δεν κατανάλωνε θηλυκά με απληστία και λαιμαργία, όπως ο κατά συρροήν ερωτύλος ημίθεος ο οποίος στην επίγεια θητεία του έγινε πατέρας 72 γιων και μίας κόρης, αλλά ταυτιζόταν με την ικανοποίηση του γυναικείου φύλου.
Αποκλειστικά γυναικεία διαδικασία, ο εορτασμός του στην κλασική Αθήνα στα μέσα του Ιουλίου είχε αποκτήσει τη φήμη δραστηριότητας με λάγνα αστεία και παράνομους έρωτες: περιελάμβανε ολονυχτίες στις στέγες των οικιών, χορούς, μεθύσια και, για κάποιους μελετητές τουλάχιστον, λεσβιακές συνευρέσεις. (Η Σαπφώ στη σωζόμενη ποίησή της αναφέρεται ρητά στη λατρεία του: «- Πεθαίνει, Κυθήρεια, ο ευγενικός Αδωνις, τι να κάνουμε; – Χτυπήστε τα στήθη σας, κόρες, και σχίστε τους χιτώνες σας».)
Η επίσημη πολιτεία απέφευγε να αναγνωρίσει τα Αδώνια ή να τα εντάξει στο εορτολόγιο – επρόκειτο για ανεπίσημο θεσμό που οι άνδρες σχολίαζαν είτε κοροϊδευτικά ως σκανδαλιστική περίσταση (όπως ο Αριστοφάνης στη «Λυσιστράτη») είτε επικριτικά ως εφήμερη απόλαυση (όπως ο Πλάτωνας στον «Φαίδρο»). Για κατάργηση, φυσικά, ούτε λόγος. Αν «το έκφυλο στοιχείο και η αναισχυντία βρίσκονται στην καρδιά των Αδωνίων», όπως γράφει ο γάλλος ανθρωπολόγος Μαρσέλ Ντετιέν στο βιβλίο «Οι κήποι του Αδωνη» (εκδ. Πατάκη), ταυτόχρονα η πρακτική λειτουργεί ως «μια εικόνα αποπλάνησης». Οταν «οι εραστές θριαμβεύουν και οι γυναίκες συμπεριφέρονται ως απαιτητικές αφέντρες», επέρχεται ίσως και μια ισορροπία μεταξύ των δύο φύλων. Κύριοι του οίκου, της αγοράς, της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, οι άνδρες δεν μπορούν να τα έχουν όλα.

Αυτόχειρες υπέργηροι
Είναι όμως και ο ορθολογισμός των αρχαίων Ελλήνων που θα μπορούσε να οδηγεί σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που έχουμε συνηθίσει. Παράδειγμα, το παρακάτω απόσπασμα του αρχαίου ιστορικού Ηρακλείδη Λέμβου από τον 2ο αιώνα π.Χ., τμήμα επιτομής του χαμένου σήμερα έργου του Αριστοτέλη «Πολιτείαι»: «Δεδομένου ότι το νησί έχει κλίμα υγιεινό κι οι άνθρωποι φθάνουν σε βαθιά γεράματα, ιδιαίτερα οι γυναίκες, οι κάτοικοι δεν περιμένουν να πεθάνουν από γηρατειά, αλλά πριν αρρωστήσουν ή υποστούν κάποια αναπηρία δίνουν τέλος στη ζωή τους». Εδώ μοιάζει να υποδηλώνεται χαρακτηριστικά η απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο από τον αρχαίο κόσμο: η αμφιλεγόμενη σήμερα πρακτική της ευθανασίας ήταν πλήρως αποδεκτή σε τμήματα της τότε κοινωνίας – εν προκειμένω, στο νησί της Κέας.
Η Αγγελική Πετροπούλου, κύρια ερευνήτρια στο Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, επεσήμανε το 2000 στο άρθρο της «Αρχαίες Πρακτικές Ευθανασίας: Κέα και Μασσαλία» από το βιβλίο «Ευθανασία. Η σημαντική του “καλού” θανάτου» (εκδ. ΕΙΕ) ότι ο Στράβων αναφέρει τον 1ο αιώνα π.Χ. τη φήμη για την ύπαρξη νόμου που «πρόσταζε όσους έχουν περάσει τα εξήντα να πίνουν κώνειο για να επαρκεί για τους άλλους η τροφή», ο οποίος μάλιστα παραλίγο να εφαρμοστεί μαζικά στην περίπτωση μιας πολιορκίας από τους Αθηναίους, ενώ ο Αιλιανός τον 3ο αιώνα μ.Χ. παραθέτει την πληροφορία ότι «είναι έθιμο των Κείων (…) σα να προσκαλούν ο ένας τον άλλο σε επίσημο γεύμα ή εορταστική θυσία, να συγκεντρώνονται, να βάζουν στεφάνια και να πίνουν κώνειο» – μια αυτοκτονία εν είδει συμποσίου. Και ο Ρωμαίος Βαλέριος Μάξιμος, συγγραφέας τον 1ο αιώνα μ.Χ. μιας συλλογής από 967 θαυμαστές και παράδοξες ιστορίες, περιγράφει (ως αυτόπτης μάρτυρας μάλιστα) την «εθελοντική αυτοκτονία με κώνειο» μιας υπέργηρης αριστοκράτισσας του νησιού.
Η Αφροδίτη Αβαγιανού στο άρθρο της «”Ευθάνατος θάνατος”. Το “καλώς θανείν” στην αρχαία Ελλάδα» εξηγεί τη λογική πίσω από παρόμοιες πρακτικές υπό το πρίσμα με το οποίο κρινόταν η αυτοκτονία: «Η αυτοκτονία λόγω ανανδρίας και δειλίας είναι κατακριτέα», όχι όμως και αυτή για λόγους αιδούς, ενοχής, φόβου δύσκλειας, γήρατος ή ανίατης ασθένειας. «Η αυτοκτονία δεν δημιουργούσε ηθική αντίδραση, αποστροφή, αλλά έδινε στους ανθρώπους μια τιμητική απαλλαγή και απελευθέρωση από μια ανεπιθύμητη και ανυπόφορη ζωή». Εξ ου και οι περιστάσεις αυτοχειρίας υπέργηρων φιλοσόφων (Πυθαγόρας, Αναξαγόρας, Εμπεδοκλής, Ζήνων ο Στωικός, Διονύσιος Επικούρειος) που μπορούν να θεωρηθούν ως «περιπτώσεις κομψής ευθανασίας». Αν νομίζετε ότι οι αρχαίοι ήταν σαν τους γείτονές σας, ξανασκεφτείτε το.

Δείτε το παρακάτω βίντεο σχετικά με το σεξ στην Αρχαία Ελλάδα:
 

8 σούπερ οργανισμοί που «εξουσιάζουν» τον κόσμο!

«Η επιτυχία στην εξέλιξη ενός είδους και η κυριαρχία του στον κόσμο σε βάθος χρόνου δεν μετριέται μόνο από την εξυπνάδα, το πόσο τεχνολογικά προηγμένο είδος είναι ή την πολυπλοκότητα που το διακρίνει. Η προσαρμοστικότητα και η αναπαραγωγική επιτυχία έχουν μεγαλύτερη σημασία», σημειώνει ο βιολόγος Stephen G. Gould. Με αυτό κατά νου, οι 8 σούπερ προσαρμοστικές μορφές ζωής που θα δείτε στη συνέχεια είναι οι πιο παραγωγικοί και ευέλικτοι οργανισμοί που «κυβερνούν» τον κόσμο.

1. Βακτήρια



Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα βακτήρια είναι ο… δολοφόνος της φύσης και εμείς ζούμε σήμερα στην εποχή των βακτηρίων, όπως έχουν καταδείξει διάφοροι βιολόγοι. Πράγματι, τα βακτήρια μπορούν να βρεθούν σχεδόν παντού, στο έδαφος, στα απόβλητα, στο νερό, ακόμη και πολύ βαθιά μέσα στο φλοιό της Γης. Και επειδή τα βακτήρια δεν είναι εύκολο να τα κατανοήσει κάποιος όλα μαζί, ως ένα σύνολο μικροοργανισμών, καλό θα ήταν να τα μελετήσουμε μεμονωμένα. Πάρτε το Ε. coli, για παράδειγμα. Κατά τη διάρκεια της ζωής θα υπάρχουν περισσότερα Ε. coli που θα ζουν στο έντερο κάθε ανθρώπου από ό,τι ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που έζησαν ποτέ! Και σύμφωνα με τον βιολόγο Lynn Margulis «το 10% του ξηρού βάρους του σώματός μας αποτελείται από βακτήρια, με τα οποία, μάλιστα, αν και δεν αποτελούν εκ γενετής μέρος του σώματός μας, δεν μπορούμε να ζήσουμε χώρια!».

2. Φυτοπλαγκτόν



Το φυτοπλαγκτόν είναι μικροσκοπικοί οργανισμοί που καλύπτουν την επιφάνεια των ωκεανών και συγκεντρώνονται, επίσης, στο γλυκό νερό. Το μεγαλύτερο κομμάτι του πλαγκτόν δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αλλά επειδή υπάρχει σε τόσο μεγάλο αριθμό στο νερό μπορεί να αποχρωματίσει πραγματικά μεγάλες υδάτινες εκτάσεις. Αυτά τα μικροσκοπικά «πλάσματα» συμμετέχουν στο 50% του συνόλου της φωτοσυνθετικής δραστηριότητας στη Γη, γεγονός που, όταν σκεφτεί κανείς πόσα φυτά υπάρχουν στον πλανήτη, είναι πραγματικά εκπληκτικό. Ως αποτέλεσμα, το φυτοπλαγκτόν είναι στενά συνδεδεμένο με την παροχή οξυγόνου στον πλανήτη. Επίσης χρησιμεύσει ως βάση για την υδρόβια τροφική αλυσίδα, προσφέροντας ένα άμεσα διαθέσιμο… γεύμα στις φάλαινες. Όσον αφορά στους αριθμούς, υπάρχουν πάνω από 5.000 γνωστά είδη, αλλά επειδή συνεχώς ανακαλύπτονται καινούργια είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός τους.

3. Μυρμήγκια



Τα μυρμήγκια είναι από τα πιο επιτυχημένα είδη που γνώρισε ποτέ αυτός ο πλανήτης. Συχνά θεωρούνται ως «υπερ-οργανισμοί» εξαιτίας του τρόπου που κατασκευάζουν τις φωλιές τους, της εξελικτικής επιτυχίας τους -που έχει αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στο συντονισμό της κοινωνικής τους οργάνωσης- της ικανότητάς τους να τροποποιούν οικοτόπους, να αξιοποιούν τους πόρους που έχουν και να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους. Σχεδόν 12.500 είδη έχουν αναγνωριστεί μέχρι σήμερα, ωστόσο πιστεύεται ότι ο αριθμός μπορεί να φτάνει τα 22.000. Τα μυρμήγκια έχουν αποικίσει σχεδόν σε κάθε κομμάτι της χερσαίας επιφάνειας της Γης και υπάρχουν περισσότερα μυρμήγκια σε αυτόν τον πλανήτη, κατά βάρος, από ό,τι όλοι οι άνθρωποι μαζί! Και μια και μιλάμε με αριθμούς, ο εντομολόγος E.O. Wilson έχει υπολογίσει ότι υπάρχουν 10.000 τρισεκατομμύρια αυτόνομα ζωντανά μυρμήγκια κάθε στιγμή πάνω στη Γη.

4. Σκαθάρια



Τα κολεόπτερα, αυτά που κοινώς ονομάζονται σκαθάρια, περιλαμβάνουν περισσότερα είδη από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία εντόμων (περίπου το 25% όλων των γνωστών μορφών ζωής και το 40% όλων των γνωστών ειδών εντόμων – 400.000 συνολικά), με περίπου 500 αναγνωρισμένες οικογένειες και υποοικογένειες. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ περισσότερα! Έχει, μάλιστα, εκτιμηθεί ότι μπορεί να υπάρχουν ένα εκατομμύριο διαφορετικά είδη σκαθαριών. Εξαιρετικά ευπροσάρμοστα στο περιβάλλον τους, τα σκαθάρια μπορούν να βρεθούν σε όλους τους μεγάλους οικοτόπους (εκτός από τις θαλάσσιες και τις πολικές περιοχές), ενώ η ικανότητά τους να διασπούν ζωικά και φυτικά υπολείμματα για τη διατροφή, συμπεριλαμβανομένων των απορριμμάτων και των μυκήτων, τα καθιστούν ως τα πλέον ισχυρά έντομα στην επιβίωση σε δύσκολες συνθήκες.

5. Τερμίτες



Οι τερμίτες ανήκουν στα Ισόπτερα και -όσο κι αν φαίνεται παράξενο- μακρινή μόνο σχέση έχουν με τα μυρμήγκια, ενώ στην πραγματικότητα συγγενεύουν περισσότερο με τα σκαθάρια. Όπως τα μυρμήγκια, όμως, είναι κοινωνικά έντομα, που διαιρούν την εργασία τους, δημιουργώντας «κάστες», και φροντίζουν τα νεότερα μέλη συλλογικά. Υπάρχουν περίπου 4.000 είδη τερμιτών, ενώ οι αποικίες τους αριθμούν εκατοντάδες εκατομμύρια άτομα. Η ακόρεστη ανάγκη τους να καταβροχθίζουν τα ξύλα αλλά και παράλληλα η σπουδαία ικανότητά τους στην ανακύκλωσή του τα έχει καταστήσει ως ένα απαραίτητο είδος της βιόσφαιρας. Οι τερμίτες είναι τόσο παραγωγικοί, μάλιστα, ώστε αποτελούν μια πιθανή ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, σύμφωνα με το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ, λόγω της ικανότητάς τους να παράγουν άφθονη ποσότητα υδρογόνου.

6. Γρασίδι



Με απλά λόγια, το γρασίδι είναι η πιο κυρίαρχη μορφή βλάστησης στον πλανήτη. Μεταξύ των πιο ευέλικτων μορφών ζωής στη Γη, τα χόρτα έχουν προσαρμοστεί σε όλες τις κλιματικές συνθήκες: σε τροπικά δάση, ερήμους και βουνά. Είναι πλέον το πιο διαδεδομένο φυτό στον πλανήτη, και ως εκ τούτου, αποτελούν την κύρια πηγή τροφής για όλα τα είδη της άγριας ζωής.

7. Κατσαρίδες



Αν και αρχικά ήταν τροπικά έντομα, οι κατσαρίδες προσαρμόστηκαν ανησυχητικά καλά στην πορεία του χρόνου στον ανθρώπινο πολιτισμό. Αν και δεν είναι τόσο παραγωγικές σε σχέση με κάποια άλλα είδη της συγκεκριμένης λίστας, είναι εξαιρετικά ανθεκτικές και ευέλικτες. Μερικά είδη μπορούν να παραμένουν ζωντανά για μήνες χωρίς καθόλου τροφή ή να επιβιώνουν με… περιορισμένους πόρους, όπως, για παράδειγμα, με την κόλλα που υπάρχει στο πίσω μέρος των γραμματοσήμων! Επιπλέον, ορισμένες κατσαρίδες μπορούν να ζήσουν έως και 45 λεπτά χωρίς αέρα! Όσον αφορά τώρα στη γνωστή φράση ότι «οι κατσαρίδες μπορούν να επιβιώσουν από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα», μπορεί να υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σε αυτό: επειδή τα κύτταρά τους διαιρούνται μόνο μία φορά, οι κατσαρίδες έχουν υψηλότερη αντίσταση στην ακτινοβολία σε σχέση με τα περισσότερα σπονδυλωτά, ικανές να αντέξουν μία δόση 6 έως και 15 φορές μεγαλύτερη από ο,τι ένας άνθρωπος.

8. Ποντίκια



Τα ποντίκια είναι ίσως τα πιο ανθεκτικά θηλαστικά στον πλανήτη και -όπως η κατσαρίδα- έχουν επωφεληθεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Μπορούν να ζήσουν σε μια ευρεία ποικιλία οικοτόπων, ενώ είναι άριστοι άλτες, ορειβάτες και κολυμβητές. Γεννούν ασταμάτητα, μέχρι και 5 φορές το χρόνο, ενώ κάθε γέννα μπορεί να περιλαμβάνει από 6 έως 22 μικρά. Στην πραγματικότητα, ένα μόνο ζευγάρι ποντικών μπορεί να γίνουν 200(!) μέσα σε έναν μόνο χρόνο. Πιστεύεται ότι υπάρχουν δισεκατομμύρια ποντίκια σε αυτό τον πλανήτη, γεγονός που τα καθιστά ως τα πιο «επιτυχημένα» θηλαστικά (εκτός από τον άνθρωπο). Είναι, επίσης, πολύ δύσκολο να σκοτωθούν, αποκτώντας όλο και περισσότερη ανοσία στα δηλητήρια.

Γιατί τα πουλιά βάζουν αποτσίγαρα στις φωλιές τους;

perierga.gr - Γιατί τα πουλιά βάζουν αποτσίγαρα στις φωλιές τους; Για τους καπνιστές δεν υπάρχει τίποτα πιο άσχημο από το να τους βλέπεις να πετάνε τα αποτσίγαρα στους δρόμους. Τώρα όμως μια νέα έρευνα έρχεται να καταδείξει ότι και οι… γόπες χρησιμεύουν σε κάτι καλό στο αστικό περιβάλλον. Ποιο είναι αυτό; Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Μεξικού έχουν την απάντηση και είναι… απίστευτη!

Τα σπουργίστια που ζουν στις γειτονιές μαζεύουν κατά τη διάρκεια της μέρας αποτσίγαρα και τα μεταφέρουν στη φωλιά τους γιατί η μυρωδιά αυτή διώχνει τα παράσιτα και τα προστατεύει από ανεπιθύμητους επισκέπτες. Τα σπουργίτια ως γνωστόν φτιάχνουν τις φωλιές τους με κλαδάκια από δέντρα, πολλά από τα οποία λειτουργούν… αντιπαρασιτικά. Επειδή όμως τέτοια κλαδιά αδυνατούν να βρουν πλέον στις μεγαλουπόλεις βρήκαν μια εναλλακτική λύση. Έτσι καταφέρνουν με έναν διαφορετικό τρόπο να διώξουν τα ακάρεα, αφού η νικοτίνη τα απωθεί και με το παραπάνω.

Προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

Η προφορά τής κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας τού 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα διέφερε αξιοσημείωτα από τη σημερινή προφορά τής Νέας Ελληνικής, καθώς και από την προφορά τής ελληνιστικής και μεσαιωνικής Ελληνικής.

Το ζήτημα της προφοράς τής κλασικής Αρχαίας Ελληνικής άρχισε να μελετάται κατά τα τέλη του 15ου αιώνα από λογίους της Αναγέννησης. Αυτοί, αλλά και μεταγενέστεροι ερευνητές, βρήκαν στοιχεία που έδειχναν ότι η αρχαία ελληνική προφορά διέφερε ουσιωδώς από την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική. Ο ρόλος του Ολλανδού λογίου Εράσμου, ο οποίος πρότεινε έναν τύπο προφοράς της Αρχαίας Ελληνικής που έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ευρώπη ως ερασμική ή ερασμιακή προφορά, υπήρξε καθοριστικός, ώστε να επικρατήσει βαθμηδόν η επανασυντεθειμένη αρχαία προφορά, η οποία διδάσκεται μετά τον 16ο αιώνα στα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο.

Οι ιστορικοσυγκριτικές μελέτες τής σύγχρονης γλωσσολογίας επιβεβαίωσαν όσα ο Έρασμος και άλλοι είχαν από τον 16ο αιώνα τονίσει. Έχοντας τώρα πληρέστερη εικόνα τής δομής τής γλώσσας και ευρύτερη εποπτεία των λογοτεχνικών και μη πηγών, μπορούμε να αποκαταστήσουμε σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό την προφορά τής κλασικής Αρχαίας Ελληνικής. Για τον σκοπό αυτόν, όπως καταδεικνύεται αναλυτικότερα παρακάτω, η γλωσσολογία αντλεί τεκμήρια από τη φωνολογική δομή τής Αρχαίας Ελληνικής, από γραφές σε αρχαϊκά ελληνικά αλφάβητα, από τις νεοελληνικές διαλέκτους, από μαρτυρίες των αρχαίων γραμματικών και σχολιαστών, από αντίστοιχες λέξεις-δάνεια άλλων γλωσσών, καθώς και από τη μετρική των κειμένων.

Στην Ελλάδα, κατά τη διδασκαλία τής ανάγνωσης των κλασικών κειμένων, ακολουθούνται για πρακτικούς λόγους οι κανόνες τής σύγχρονης προφοράς τής νέας ελληνικής γλώσσας. Παρ’ ότι η επανασυντεθειμένη προφορά είναι κοινώς αποδεκτή στα ελληνικά πανεπιστήμια, ελάχιστες μόνο νύξεις της συναντώνται σε διδακτικά βιβλία . Η νεοελληνική κοινή γνώμη εν γένει δεν έχει σαφή γνώση τής διαφοράς μεταξύ αρχαιοελληνικής και νεοελληνικής προφοράς.

Ορισμός

Ως προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής νοείται η φωνητική απόδοση της γλώσσας των κλασικών κειμένων του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα με βάση τη δομή και τη λειτουργία του αρχαίου φωνολογικού συστήματος. Μολονότι η περίοδος αυτή καλύπτει κυρίως την αττική πεζογραφία και ποίηση ώς τον Δημοσθένη και τον Αριστοτέλη, στο άρθρο αυτό θα θεωρείται συμβατικά ότι περιλαμβάνεται επίσης η γλώσσα του 6ου αι., στην οποία ανήκουν οι λυρικοί ποιητές και οι ιστοριογράφοι (λ.χ. Ηρόδοτος).

Ιστορική τοποθέτηση του ζητήματος

Λόγιοι πριν από τον Έρασμο

Κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή και κυρίως πριν από την Αναγέννηση η κλασική παιδεία ήταν ανύπαρκτη στη δυτική Ευρώπη, όπου κυριαρχούσε η λατινική γλώσσα. Μόλις τον 13ο αιώνα, όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, χρηματοδοτήθηκε η πρώτη έδρα διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής, η οποία ωστόσο υπολειτουργούσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 1360 ο Ιταλός ποιητής Πετράρχης (Petrarca) ισχυρίστηκε ότι γνώριζε μόνον οκτώ Ιταλούς, οι οποίοι ήταν κάτοχοι της κλασικής Ελληνικής.

Ο Διαφωτισμός και η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 επέφεραν πραγματική αναγέννηση στην καλλιέργεια των κλασικών γραμμάτων, καθώς και στη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής. Πολλοί Έλληνες λόγιοι, κυρίως Φαναριώτες, κατέφυγαν στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου μεταδίδαξαν την κλασική γλώσσα, την οποία οι ίδιοι μελετούσαν και αντέγραφαν. Εντούτοις, όπως ήταν φυσικό, οι λόγιοι αυτοί χρησιμοποιούσαν την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική προφορά στην ανάγνωση και διδασκαλία των αρχαίων κειμένων, μεταφέροντας έτσι την προφορά της καθημερινής ομιλίας τους, της μητρικής τους γλώσσας στην κλασική γλώσσα.

Σύντομα, οι λόγιοι της Δύσης, οι οποίοι δεν έφεραν το βάρος της κληρονομημένης και εξελιγμένης προφοράς της Ελληνικής, αντιλήφθηκαν ότι η νεοελληνική προφορά απέδιδε ατελώς την κλασική γλώσσα και προκαλούσε προβλήματα στη διδασκαλία. Επί παραδείγματι, ήταν δύσκολο να εξηγηθεί η ιωτακιστική ποικιλία των γραφημάτων ι, η, υ, οι, ει, υι και επίσης η συμπεριφορά των διφθόγγων αυ, ευ, αλλά και η δυσερμήνευτη προφορά του αι ως /e/.

O πρώτος που διατύπωσε γραπτώς τις επιφυλάξεις του για την αξιοπιστία της νεοελληνικής προφοράς των κλασικών κειμένων φέρεται να είναι ο Ισπανός ανθρωπιστής και λόγιος Antonio de Nebrija (Αντόνιο δε Νεμπρίχα, γνωστός επίσης με το λατ. όνομα Antonius Nebrissensis, 1441-1522) σε κείμενά του που δημοσιεύθηκαν μεταξύ των ετών 1503 και 1516. Η εργασία του τιτλοφορείτο Errores Graecorum «Σφάλματα Ελλήνων» και ορισμένες παρατηρήσεις του για τη φωνητική υφή των π, β, φ, καθώς και για τα διπλά σύμφωνα αποκαλύπτουν καλή κρίση και διατηρούν την ισχύ τους.

Αξιοσημείωτος μεταρρυθμιστής υπήρξε επίσης ο σπουδαίος τυπογράφος Aldus Manutius (Άλδος Μανούτιος, 1458-1514), ο οποίος το 1508 δημοσίευσε το έργο Alphabetum Graecum «Ελληνικό αλφάβητο», όπου εξηγεί γιατί είναι λανθασμένη η πεποίθηση ότι τα αρχαία διγράμματα προφέρονταν μονοφθογγισμένα. Ο ίδιος μνημονεύει για πρώτη φορά ως επιχείρημα το γνωστό επιφώνημα βῆ βῆ, με το οποίο οι αρχαίοι δήλωναν το βέλασμα των προβάτων, για να εξηγήσει τη φωνητική αξία των εν λόγω φθόγγων.

Το έργο και η συμβολή τού Εράσμου

H κύρια προσέγγιση στην προφορά της κλασικής γλώσσας πραγματοποιήθηκε από τον μεγάλο Ολλανδό λόγιο Έρασμο (πλήρες όνομα Desiderius Erasmus Geert, 1466-1536), ο οποίος δίδαξε σε πανεπιστήμια τόσο στη Γερμανία όσο και στην Αγγλία. Ο Έρασμος δέχθηκε την ισχυρή επίδραση των λογίων που προαναφέρθηκαν, κυρίως δε των Ελλήνων τής Ιταλίας (όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Μάρκος Μουσούρος και κατ’ εξοχήν ο Ιανός Λάσκαρις), οι οποίοι ως μελετητές τής κλασικής γραμματείας είχαν διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με την αρχαία προφορά. Το 1528 ο Έρασμος προχώρησε στη δημοσίευση του κλασικού του έργου Dialogus de recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione «Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου», το οποίο είναι γραμμένο με τη μορφή διαλόγου μεταξύ μαθητή και δασκάλου (που αλληγορικά παριστάνονται σαν λιοντάρι και αρκούδα). Στο έργο αυτό ο Έρασμος κατέδειξε τις αδυναμίες της παραδεδομένης νεοελληνικής προφοράς της αρχαίας γλώσσας, εστιάζοντας την προσοχή στις ομόηχες και ηχομιμητικές λέξεις, στα δάνεια από την Ελληνική γλώσσα στη Λατινική, καθώς και σε φαινόμενα μεταπτώσεως, τα οποία θα παρέμεναν δυσερμήνευτα αν ακολουθείτο η νεοελληνική προφορά. Σχολιάζοντας την προφορά των φωνηέντων και των συμφώνων, παρέθετε στη συνέχεια τις ευρωπαϊκές γλώσσες που συνέχιζαν ή απομακρύνονταν από την αρχαία προφορά, θεωρώντας ότι έτσι συνέβαλλε στην αποκατάσταση τηςεὐλαλίας (όπως σημειώνει) του αρχαίου λόγου. Μολονότι ο ίδιος δεν φαίνεται να υιοθέτησε τον τύπο προφοράς που επανασυνέθεσε, προσκρούοντας τόσο στην απροθυμία των συγχρόνων του όσο και στην αντίδραση της Καθολικής εκκλησίας (η οποία τελικά τον αφόρισε), ο όρος pronuntiatio erasmiana «ερασμική προφορά» (εναλλακτικώς ητακιστική προφορά) έφθασε να δηλώνει όσους αποδέχθηκαν την επιχειρηματολογία του Εράσμου.

Ο λόγος για τον οποίο η ερασμική προφορά δεν καθιερώθηκε ευθύς αμέσως σχετιζόταν, αφ’ ενός μεν με τη θρησκευτική διχοτόμηση της Ευρώπης που περιγράφηκε παραπάνω, αφ’ ετέρου δε με την αντίδραση του ακαδημαϊκού κατεστημένου προς τη μεταρρύθμιση. Φορέας της αντίδρασης ήταν, κατ’ εξοχήν, ο Γερμανός λόγιος Γιοχάνες Ρόιχλιν (Johannes Reuchlin, 1455-1522), o οποίος επέμενε στη διατήρηση της βυζαντινής ή ιωτακιστικής προφοράς της κλασικής γλώσσας (που αποκλήθηκε ροϊχλίνεια). Κάτι που ιδιαίτερα ενοχλούσε τους οπαδούς της παραδοσιακής προφοράς ήταν ότι ο Έρασμος είχε διατυπώσει ανάλογες επιφυλάξεις σχετικά με την προφορά της έτερης κλασικής γλώσσας, της Λατινικής. Αυτό έθιγε τη μακρά παράδοση της προφοράς π.χ. του συμπλέγματος qu- ως [kv] αντί [k] ή [c], όπως συνηθιζόταν, ή των συλλαβών ti- και ce- ως [ti], [ke], αντί [tsi], [tse], όπως συνηθιζόταν.

Αποδοχή και επικράτηση της ερασμικής προφοράς στη Δύση

Δύο νέοι λόγιοι του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, οι Άγγλοι John Cheke και Thomas Smith, υπήρξαν οι πρωτεργάτες της εφαρμογής της ερασμικής προφοράς το 1540, οπότε εξελέγησαν καθηγητές της Ελληνικής και του Αστικού Δικαίου αντιστοίχως. Οι εν λόγω καθηγητές βασίστηκαν, όχι μόνο στη συλλογιστική του Εράσμου, αλλά και σε παράλληλες εξελίξεις της Αγγλικής γλώσσας, η οποία τότε διερχόταν ένα στάδιο διφθογγοποίησης συγκεκριμένων φωνημάτων καθώς και την αποκαλούμενη δεύτερη μετατόπιση συμφώνων, πράγμα που βοηθούσε τους μελετητές να αντιληφθούν την πορεία εξελίξεως των φωνηεντικών ακολουθιών. Εντούτοις, δεν μπόρεσαν να προωθήσουν αμέσως τις ιδέες τους. Το 1542, ενόσω ο Καθολικός επίσκοπος Gardiner διατελούσεπρύτανις του πανεπιστημίου, εκδίδεται διάταγμα που απαγορεύει τη χρήση της ερασμικής προφοράς στο Καίμπριτζ. H κατοπινή ενθρόνιση της βασίλισσαςΕλισάβετ και η ανεκτική της στάση προς τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και τη λόγια μελέτη ενεθάρρυνε τους Cheke και Smith να συστηματοποιήσουν τις προτάσεις τους περί αλλαγής της προφοράς.

Τελικά, με αφετηρία την Αγγλία, η ερασμική προφορά διαδόθηκε ευρέως στις υπόλοιπες ακαδημαϊκές κοινότητες της Ευρώπης, στη δε Ιταλία καθιερώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Εντούτοις, οι διαφορές μεταξύ των γλωσσών και αυτή καθ’ αυτήν η εξέλιξη της Αγγλικής καθιστούσαν απαραίτητες ορισμένες διορθώσεις στον τύπο της ερασμικής προφοράς που είχε καθιερωθεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αυτό επιτεύχθηκε το 1895, όταν το πανεπιστήμιο της Ουαλίας εξέδωσε το εγχειρίδιο των E.V. Arnold και R.S. Conway, The Restored Pronunciation of Greek and Latin («Η αποκατεστημένη προφορά της Ελληνικής και της Λατινικής»). Οι προτάσεις και οι διορθώσεις τους, συμπληρωμένες το 1908 με βάση τις εισηγήσεις της Ένωσης Κλασικών Φιλολόγων (της Μ. Βρετανίας), αποτελούν σήμερα το πρότυπο με το οποίο προφέρονται οι κλασικές γλώσσες στα αγγλικά και αμερικανικά πανεπιστήμια, καθώς και (με ελαφρές παραλλαγές) στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.

Η απήχηση της ερασμικής προφοράς στον ελληνικό πνευματικό κόσμο

Στον ελληνικό χώρο, ωστόσο, τα γεγονότα είχαν άλλη τροπή. Κατά την περίοδο κοντά στην Ελληνική Επανάσταση, οι Έλληνες λόγιοι που πληροφορούνται όσα διαδραματίζονταν στηνΕυρώπη σχετικά με την ερασμική προφορά την αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό ή και με απροκάλυπτη εχθρότητα. Σε αυτούς ανήκουν ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Αδαμάντιος Κοραής, οΑλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, κυρίως δε ο Θεόδωρος Παπαδημητρακόπουλος (συγγραφέας του έργου Βάσανος των περί ερασμιακής προφοράς ελληνικών αποδείξεων, 1889) και οΦαναριώτης λόγιος Κωνσταντίνος Οικονόμος (ο εξ Οικονόμων) (συγγραφέας του έργου Περί της γνησίας προφοράς της Ελληνικής γλώσσης, 1830).

Ποικίλα κίνητρα εντοπίζονται εν σχέσει με την κατηγορηματική θέση των περισσοτέρων Ελλήνων λογίων. Σημαντικό ρόλο έπαιξε, όπως προαναφέρθηκε, η σύνδεση της ερασμικής προφοράς με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση και την εναντίωση προς την Καθολική εκκλησία. Οι πηγές δείχνουν ότι πολλοί προτεστάντες λόγιοι της Δυτικής Ευρώπης, παρά την αναμφισβήτητη επιστημονική τους κατάρτιση, έτειναν να θεωρούν τους (Ορθοδόξους) Έλληνες λογίους της διασποράς αμόρφωτους, δεισιδαίμονες και «αμαθείς», διότι δεν διέσωσαν την «αληθή προφορά» (pronuntiatio recta) της κλασικής γλώσσας. Το γεγονός ότι το ελληνικό Γένος υπήρξε επί αιώνες υπόδουλο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επέσυρε την περιφρόνηση των λογίων της Δύσεως, οι οποίοι επιχείρησαν τώρα να διορθώσουν την κληρονομηθείσα υστεροβυζαντινή-νεοελληνική προφορά. Κάτι ακόμη που επέτεινε την αντίθεση των Ελλήνων λογίων ήταν ότι η ερασμική προφορά συνοδευόταν από πρότυπο ή σχήμα τονισμού, το οποίο ταίριαζε στα δεδομένα της Λατινικής, διότι στηριζόταν στην ποσότητα της συλλαβήςκαι όχι στον δυναμικό τόνο.

Ο πατέρας της επιστημονικής γλωσσολογίας στην Ελλάδα Γεώργιος Χατζιδάκις υπήρξε ο εισηγητής της νεωτεριστικής προφοράς στη χώρα, αποδεικνύοντας με μεθοδικό τρόπο ότι η προφορά της Ελληνικής είχε μεταβληθεί με την πάροδο των αιώνων. Αν και δεν εισηγήθηκε την εισαγωγή της μεταρρυθμισμένης προφοράς στην ελληνική εκπαίδευση (για πρακτικούς λόγους), εξήγησε ωστόσο ότι η παραθεώρηση της διαφοράς προσέδιδε παραπλανητική εικόνα για τη γλώσσα σε όσους δεν είχαν μελετήσει συστηματικά το θέμα.

Στις ακόλουθες ενότητες θα εξεταστούν τα τεκμήρια που αποδεικνύουν ότι η προφορά της κλασικής γλώσσας διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από την προφορά της υστεροβυζαντινής. Μολονότι η ερασμική απόδοση έχει σημαντικές ατέλειες, πολλές από τις οποίες έχουν επισημανθεί σε νεότερες μελέτες, εξακολουθεί να αποτελεί πιο αξιόπιστη προσέγγιση του φωνολογικού συστήματος της Αρχαίας Ελληνικής εν σχέσει με την εξελιγμένη νεοελληνική αντίστοιχη. Μερικά από τα στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια είχαν ήδη επισημανθεί από τα κείμενα του Εράσμου.
Τεκμήρια της αρχαίας προφοράς

Οι γνώσεις μας για την επανασύνθεση της αρχαίας προφοράς της κλασικής γλώσσας στηρίζονται στα εξής σημαντικά τεκμήρια:

Τεκμήρια του φωνολογικού συστήματος

Η ποικιλία των φθόγγων ι, η, υ, ει, οι, υι, ῃ που αντιστοιχούν σε νεοελληνική προφορά [i] και των ο, ω, ῳ με προφορά [o] θα αποτελούσε αδικαιολόγητη και περιττή πολυτέλεια για την κλασική γλώσσα. Οι περιπτώσεις συγχύσεως από ομοηχία θα ήταν πολλές: ἡμεῖς – ὑμεῖς, ὦμος – ὅμως, λείπει – λύπη – λίπη, χῶρος – χορός κ.ά.

Εντούτοις, σοβαρότερα επιχειρήματα προσφέρει αυτή καθ’ αυτήν η λειτουργία του φωνολογικού συστήματος και των αλλαγών που παρατηρούνται σε αυτό:
Η αποδοχή της νεοελληνικής προφοράς προσκρούει στις φωνηεντικές εναλλαγές που συμβαίνουν στο θέμα της λέξεως και είναι γνωστές ως μεταπτώσεις (Ablaut). Οι μεταπτωτικές βαθμίδες (ετεροίωση, έκταση, συστολή κτλ.) περιλαμβάνουν αλλαγή του θεματικού φωνήεντος (π.χ. φέρ-ω – φόρ-ος – αὐτό-φωρ-ος, φρήν – φρεν-ός – παρά-φρων, στέλ-λω – στολ-ή – ἐ-στάλ-ην) και μόνον η διφθογγισμένη προφορά μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά ότι το ίδιο συμβαίνει και σε περιπτώσεις όπως οι ακόλουθες: κεῖ-μαι – κοί-τη, ἀμείβ-ω – ἀμοιβ-ή, τεῖχ-ος – τοῖχ-ος, πείθ-ω – πέ-ποιθ-α κτλ. Η προφορά των διφθόγγων ως [ei], [oi], όχι [i], ερμηνεύει τη συνολική συμπεριφορά της μεταπτωτικής σειράς και την παρουσία της ετεροιωμένης βαθμίδας.
Η συνάντηση φωνηέντων εντός λέξεως οδηγεί συχνά σε συγχώνευση των αρθρωτικών χαρακτηριστικών τους, ώστε να προκύψει μακρό φωνήεν συγγενές προς τα συμβαλλόμενα. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό υπό τον παραδοσιακό όρο συναίρεση (αγγλ. contraction). Εφόσον η συναίρεση περιλαμβάνει συγχώνευση αρθρωτικών χαρακτηριστικών, αναμένεται ότι το προϊόν της θα παρουσιάζει στενή αρθρωτική συγγένεια συμβατή προς τη φωνητική υφή των συμμετεχόντων. Τα προϊόντα της συναιρέσεως θα ήταν δυσεξήγητα, αν δεν καθοριζόταν επακριβώς η προφορά των φθόγγων που συμμετέχουν στη μεταβολή. Τα ακόλουθα παραδείγματα το αποδεικνύουν:Το φαινόμενο της χρονικής αύξησης στους παρελθοντικούς χρόνους των ρημάτων προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια, αν παραβλέψουμε το ζήτημα της προφοράς των αρκτικώνδιφθόγγων. Παραδείγματα: αἰσθάνομαι – ᾐσθανόμην, οἰκῶ – ᾤκουν, όπου προστίθεται ο δείκτης της αυξήσεως ε- και ακολουθεί συναίρεση: [e] + [a] > [ē] {η}, χωρίς συμμετοχή του υποτακτικού στοιχείου της διφθόγγου {ι}.
ε + ο > ου, π.χ. ποιέ-ομεν > ποιοῦμεν. Η νεοελληνική προφορά των φωνηέντων [e], [o] δείχνει σαφώς ότι από τη συνάντησή τους δεν προκύπτει [u] αλλά [o] (λ.χ. Θεόδωρος > Θόδωρος, *νεωπός > νωπός, όπου έχουμε έκκρουση του κλειστότερου [e] από το ισχυρότερο [o]). Απεναντίας, προϊόν της συναιρέσεως αυτής είναι ένα μακρό κλειστό [o:]. Συνεπώς, η προφορά του ρήματος είναι [poïo:men].
ε + ε > ει, π.χ. θεωρέ-ετε > θεωρεῖτε. Η νεοελληνική προφορά του φωνήεντος [e] καθιστά σαφές ότι από τη συνάντησή τους δεν προκύπτει [i], αλλά νέο μακρό κλειστό φωνήεν [e:] (π.χ. γερμ. sehen «βλέπω»). Συνεπώς, η προφορά του τύπου είναι [theōre:te].
α + ο/ω > ω, π.χ. φάος > φῶς. Αν κατά τη συνάντηση των φωνηέντων ίσχυε η νεοελληνική προφορά, το ανοικτότερο [a] θα είχε υπερισχύσει (π.χ. μεσν. ἐχάωσα > ἐχάσα, από όπου σχηματίστηκε ο νεότερος αόριστος έχασα και, μεταρρηματικώς, ο τύπος χάνω). Απεναντίας, προέκυψε νέο μακρό κλειστό φωνήεν [o:] (π.χ. αγγλ. broad«πλατύς»). Συνεπώς, η προφορά του τύπου είναι [pho:s].

Σε συγκεκριμένα συμπλέγματα που περιλαμβάνουν ημίφωνο και ένα ή περισσότερα σύμφωνα, των οποίων προηγείται βραχύ φωνήεν, παρατηρείται το φαινόμενο που αποκαλούμεαναπληρωτική έκταση ή αντέκταση (αγγλ. compensatory lengthening). Για να αποφευχθεί σύμπλεγμα που αντίκειται στους φωνολογικούς κανόνες της αρχαίας γλώσσας, παρατηρούμε σίγηση ενός ή περισσοτέρων συμφώνων με ταυτόχρονη έκταση του βραχέος φωνήεντος. Παραδείγματος χάριν, στη δοτική πληθυντικού του ουσ. λέων, -οντος ο αναμενόμενος τύπος θα ήταν *λέοντ-σι (θέμα *λεοντ- + επίθημα -σι της δοτικής), που όμως περιλαμβάνει το σύμπλεγμα -ντσ- (αδύνατο για την αρχαία γλώσσα). Με σίγηση των συμφώνων -ντ- και έκταση του [o] σε [ο:] σχηματίστηκε ο τύπος λέουσι [leo:si], επειδή το μακρό κλειστό [o:] αποδιδόταν από το δίγραμμα ου.
Τεκμήρια από παλαιότερα αρχαιοελληνικά αλφάβητα και διαλέκτους

Πριν από τη μεταρρύθμιση του Αττικού αλφαβήτου κατά τα Ιωνικά πρότυπα το 403 π.Χ., το σύμβολο Η εχρησιμοποιείτο για να υποδηλώσει τη δασεία (ακριβώς όπως στο Λατινικό και στα περισσότερα σύγχρονα Ευρωπαϊκά αλφάβητα), ενώ ο φθόγγος η γραφόταν και αυτός “Ε” (π.χ. τα γνωστά όστρακα “ΘΕΜΙSΘOKLEΣ NEOKLEOΣ” «Θεμιστοκλής Νεοκλέους» ή η λίθινη επιγραφή “HOPOΣ EIMI TEΣ AΓOΡAΣ” «ὅρος εἰμὶ τῆς ἀγορᾶς»). Στο παλαιότερο αυτό Αττικό αλφάβητο το γράμμα Ε υποδήλωνε τους δύο παραπλήσια προφερόμενους φθόγγους ε (βραχύ κλειστό) και η (μακρό ημιάνοικτο), ενώ το γράμμα Ο τους τρεις παραπλήσια προφερόμενους φθόγγους ο (βραχύ κλειστό), ω (μακρό ανοικτό) και ου (μακρό κλειστό).

Η συχνή δωρική γραφή Ἀσάνα αντί Ἀθάνα, Ιωνικό: Ἀθήνη υποδηλώνει ότι στις δωρικές διαλέκτους τοθ ίσως προφερόταν όπως το νεοελληνικό θ και όχι όπως το αττικό (th), oπότε με το γράμμα Σ ο γράφων προσπαθούσε να προσεγγίσει τη φωνητική προφορά ενός φθόγγου για τον οποίο δεν υπήρχε εντελώς κατάλληλο σύμβολο.

Η ομοιότητα αλλα και οι διαφορές στην προφορά των η και α υποδηλώνεται επίσης από τους διαλεκτικούς τύπους ἁμέρα (Δωρική), ἠμέρη (Ιωνική), ἡμέρα (Αττική, Κοινή και Νεοελληνική).
Τεκμήρια από μεταγραφές άλλων αλφαβήτων

Αξιοσημείωτη μαρτυρία για την αρχαία προφορά προσφέρει επίσης η απόδοση ελληνικών λέξεων (κυρίως ονομάτων και τοπωνυμίων) σε άλλες γλώσσες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν διαφορετικό αλφάβητο. Το τεκμήριο αυτό έχει εντούτοις βοηθητικό και ενισχυτικό ρόλο σε όσα ήδη γνωρίζουμε από τη φωνολογική ανάλυση, η δε χρησιμότητά του εξαρτάται από τις επιλογές που ήταν διαθέσιμες στα άλλα αλφάβητα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα από τη λατινική γλώσσα.
Η απόδοση των αρχαίων ελληνικών ονομάτων στη Λατινική παρέχει ισχυρές ενδείξεις σχετικά με την υφή του φθόγγουη. Η λατινική μεταγραφή των ονομάτων Κρήτη: Creta, Πελοπόννησος: Peloponnesus, Θῆβαι: Thebae, Ἀθηνᾶ: Athena, Ἡρακλῆς: Heracles αποτελεί αξιόπιστη πρόσθετη μαρτυρία ότι το αρχ. η δεν προφερόταν [i] αλλά [ē], διότι η Λατινική είχε την επιλογή του γράμματος i, για να αποδώσει την προφορά [i]. Εξίσου διδακτικές είναι επίσης οι μεταγραφές λατινικών λέξεων και ονομάτων στο ελληνικό αλφάβητο: Caecus: Καῖκος (όχι Κέκος), Felix: Φῆλιξ (όχι Φίλιξ), censor: κήνσωρ (όχι κίνσωρ), edictum: ἤδικτον (όχι ἴδικτον) κ.ά.
Η μεταγραφή των αρχαίων Φοῖνιξ: Phoenix, Βάκχος: Bacchus, Φοῖβος: Phoebus παρέχει σοβαρές ενδείξεις ότι τα φ, χ αντιπροσώπευαν τους δασείς φθόγγους [ph], [kh] και όχι τα άηχα τριβόμενα [f], [x], διότι η Λατινική διέθετε τα γράμματα f, h προς απόδοσή τους. Κατόπιν οδηγούμαστε στο εύλογο συμπέρασμα ότι και το τρίτο σύμφωνο της τάξεως αυτής, τοθ, ανήκε επίσης στα δασέα και προφερόταν [th], όχι [θ].
Το Λατινικό αλφάβητο υιοθέτησε ξεχωριστό γράφημα για τον φθόγγο [ü], o οποίος δεν υπήρχε στη Λατινική και δεν αποδόθηκε από το γράμμα i. Το γράφημα αυτό αποκλήθηκε y Graecum «ελληνικό y» και απαντά αποκλειστικά σε δάνεια από την Ελληνική γλώσσα: π.χ. zelotypus, Zephyrus, Pyrrhus, Lyceum, Lydia.

Τεκμήρια από τις νεοελληνικές διαλέκτους

Μαρτυρία τής αρχαίας προφοράς παρέχουν επίσης οι νεοελληνικές διάλεκτοι. Αξιοποιήσιμα στοιχεία παρέχονται κατ’ εξοχήν από τις περιφερειακές διαλέκτους, οι οποίες διασώζουν περισσότερους αρχαϊσμούς: Κατωιταλική, Ποντιακή, Καππαδοκική, Κυπριακή, Τσακονική. Η αξιολόγηση των στοιχείων, όμως, απαιτεί προσοχή, ώστε να διαχωρίζονται οι αρχαϊσμοί από τους νεωτερισμούς και να μην παραβλέπεται η πιθανότητα ανεξάρτητων ή παράλληλων αλλαγών. Επειδή η Ελληνιστική Κοινή δεν ισοπέδωσε τις κατά τόπους αποκλίσεις, αλλά απέκτησε διαφορετικό τοπικό χρώμα, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε διδακτικές επιβιώσεις σε σύγχρονα ακόμη ιδιώματα.

Όταν χρησιμοποιούμε στοιχεία από τις νεοελληνικές διαλέκτους για να επανασυνθέσουμε την αρχαία προφορά, απαιτείται να αποκλείουμε την πιθανότητα φωνητικής αλλαγής, δανεισμού ή απλώς κακής / ελλιπούς γραφής. Επιπλέον, η μαρτυρία ενισχύεται όταν συγκεντρώνονται αποδείξεις από διαλέκτους ή ιδιώματα που ανήκουν στην ίδια ζώνη (δωρικής ή ιωνικής επιρροής).
Η διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων, κυρίως του -λλ-, στην Κυπριακή, την Κατωιταλική, καθώς και στα ιδιώματα της Δωδεκανήσου, αποτελεί σημαντική ενισχυτική ένδειξη ότι αυτή είναι η αρχαία προφορά τους (πβ. κυπρ. άλ-λος, φύλ-λο), αν συνδυαστεί με το γεγονός ότι η παρουσία τους στα αρχαία κείμενα καθιστούσε το προηγούμενο φωνήεν θέσει μακρό (στη μετρική). Η διάκριση αυτή μάλιστα καθορίζει τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος των διαλέκτων, όπως και της αρχαίας, έχοντας διαφοροποιητική αξία (πβ. νεοελλ. προβάλλω [pro'vallo] και προβάλω [pro'valo], πολλοί [po'lli] και πολύ [po'li]).
Ο φθόγγος -υ- ήταν ο τελευταίος που υπέστη ιωτακισμό, αφού αποστρογγυλοποιήθηκε μόλις τον 10ο αιώνα. Την ίδια πορεία ακολούθησε η πρώην δίφθογγος-οι-, με την οποία είχε επί αιώνες συμπέσει στην προφορά. Ενισχυτική μαρτυρία για την αρχαία προφορά παρέχουν σήμερα ελάχιστες λέξεις τής Νεοελληνικής Κοινής (π.χ. μουστάκι < ελνστ.μουστάκιον, υποκοριστικό του αρχ. μύσταξ, κουτί < ελνστ. *κυτίον, υποκοριστικό του αρχ. κύτος), αλλά και τύποι νεοελληνικών ιδιωμάτων, όπως της παλαιάς Αθήνας, των Μεγάρων, της Κύμης και της Αίγινας (π.χ. χιούρος < χοίρος, τšουλιά < κοιλία, τšούτομαι < κοίτομαι, θουγατέρα < θυγατέρα, κουτούλι < κοτύλη), καθώς και της Τσακονικής διαλέκτου (π.χ. κουέ < κύων, κουβάνε < αρχ. κυFάνεος / κυανοῦς).

Τεκμήρια από τη Νέα Ελληνική

Υπό ορισμένες συνθήκες η σύγχρονη νεοελληνική προφορά διατηρεί ίχνη της αντίστοιχης αρχαίας σε ειδικές θέσεις. Η επιβίωση αρχαϊκών στοιχείων σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με βάση την εξελιγμένη προφορά των φωνημάτων, παρά μόνο σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε από την ιστορία της γλώσσας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προφορά /ŋg/ ([ɲɟ]) στο συμφωνικό σύμπλεγμα του διπλού -γγ- σε λέξεις όπως άγγελος, συγγενής, αγγίζω / εγγίζω. Αν το γ προφερόταν όπως στη Νέα Ελληνική (ως εξακολουθητικός τριβόμενος φθόγγος), αυτό δεν θα δικαιολογούσε την αλλαγή στην εκφορά του διπλού -γγ-. Το ίδιο συμπέρασμα αντλούμε από την εξελιγμένη προφορά του συμπλέγματος -νδ- ως [nd], με αποτέλεσμα να γραφτεί -ντ- προκειμένου να σημανθεί η διαφορά: π.χ. άντρας (< ἄνδρα, αιτιατική του αρχ. ἀνήρ), ντύνω (< ελνστ. ἐνδύνω < αρχ.ἐνδύω), παντρεύομαι (< αρχ. ὑπανδρεύω < φρ. ὕπανδρος γυνή). Ομοίως εξηγείται η συμπεριφορά του συμπλέγματος -μβ-, που προφέρθηκε [mb], με αποτέλεσμα να γραφτεί -μπ-προκειμένου να σημανθεί η διαφορά: π.χ. μπαίνω < αρχ. ἐμβαίνω.

Τεκμήρια από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και σχολιαστών

Έμμεση μαρτυρία της προφοράς ορισμένων φθόγγων μάς δίνουν τόσο ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης όσο και οι μεταγενέστεροι γραμματικοί Διονύσιος ο Θραξ, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, οΗρωδιανός, ο Πρισκιανός και άλλοι. Οι περιγραφές τους, όμως, συνήθως στερούνται φωνητικής ακρίβειας ή περιέχουν όρους των οποίων η σημασία είναι ασαφής ή δυσδιάκριτη για εμάς. Ακόμη, επειδή οι εν λόγω γραμματικοί δεν είχαν ως επί το πλείστον γνώσεις άλλων γλωσσών πλην της μητρικής τους και αγνοούσαν σπουδαίες παραμέτρους της σύγκρισης γλωσσικών φαινομένων, πολλές φορές αστοχούσαν στην επιλογή παραδειγμάτων και ενσωμάτωναν ανόμοια φωνητικά στοιχεία στην ίδια κατηγορία. Συνεπώς, τα σχόλια που προέρχονται από τέτοιες πηγές έχουν ενισχυτική ή συμπληρωματική αξία, όταν προσφέρουν πληροφορίες που μπορούμε να διασταυρώσουμε και από αλλού.
Στο έργο του Τέχνη Γραμματική ο Διονύσιος ο Θραξ διακρίνει τα σύμφωνα σε δύο κατηγορίες, χρησιμοποιώντας τους (παροδηγητικούς για εμάς) όρους ἄφωνα (ἄφωνα δέ ἐστιν ἐννέα β, γ, δ, κ, π, τ, θ, φ, χ) και ἡμίφωνα, όπου εντάσσονται όλα τα υπόλοιπα. Από τις τωρινές μας γνώσεις σχετικά με την υφή των συμφώνων είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι άφωναονόμαζε τα στιγμιαία ή κλειστά σύμφωνα, ενώ ημίφωνα καλούσε τα διαρκή ή εξακολουθητικά.Ο ίδιος προχώρησε σε περαιτέρω ταξινόμηση των αφώνων / κλειστών: τούτων ψιλὰ μέν ἐστιν τρία, κ, π, τ, δασέα τρία, θ, φ, χ, μέσα δὲ τούτων τρία, β, γ, δ. Εν προκειμένω, ο εύστοχος όρος δασέα αποτελεί τον κομβικό παράγοντα της ταξινόμησης, διότι ψιλά ονομάζονται κατ’ ουσίαν τα μη δασέα, ενώ μέσα είναι όσα δεν ανήκουν σε καμμία από τις δύο προμνημονευθείσες κατηγορίες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμη και ορισμένα σύγχρονα εγχειρίδια ιστορικής γλωσσολογίας (μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον) έτειναν να απηχούν αυτή την ατελώς διατυπωμένη διάκριση, υιοθετώντας τους λατινικούς όρους με τους οποίους ο Πρισκιανός είχε αποδώσει την ορολογία της Τέχνης Γραμματικής: (Consonantes) Aspiratae«δασέα», Tenues «ψιλά», Mediae «μέσα».
Έμμεση μαρτυρία παρέχουν οι ηχομιμητικές λέξεις που παρατίθενται στα αρχαία κείμενα, είτε σχολιασμένες είτε εν παρόδω. Από τις γνωστότερες είναι η φράση από σωζόμενο απόσπασμα της κωμωδίας Διονυσαλέξανδρος του Κρατίνου “ὁ δ’ ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ βῆ λέγων βαδίζει“, όπου το βέλασμα των προβάτων αποδίδεται με το επιφώνημα βῆ βῆ. Επειδή δεν είναι πιθανό να άλλαξε ο ήχος του βελάσματος των προβάτων από την αρχαιότητα, προκύπτει το λογικό συμπέρασμα ότι ο δηλούμενος ήχος είναι [bee / be:] και όχι [vi]. Ομοίως η χρήση διαφορετικών ηχομιμητικών ρημάτων για τις κραυγές ζώων, όπως μυκῶμαι (για τα βόδια) αλλά μηκῶμαι (για τα ερίφια), δείχνει ότι τα γράμματα υ, η απέδιδαν διαφορετικά φωνήματα και όχι το σημερινό [i].Όπως σημειώθηκε παραπάνω, οι έμμεσες αυτές πηγές έχουν το μειονέκτημα ότι δεν παρέχουν εξαντλητικές πληροφορίες σχετικά με τη φύση των φθόγγων που περιέχουν. Επί παραδείγματι, ενώ κατανοούμε ότι το επιφώνημα βῆ αποδίδει μη ιωτακισμένο η, δεν μαθαίνουμε τίποτε περισσότερο για τον ακριβή ήχο του. Επιπρόσθετα, οι διαφορές των ηχομιμητικών ρημάτων μηκῶμαι, μυκῶμαι δεν μας διαφωτίζουν σχετικά με τη διαφορά των η, υ. Συνεπώς, η χρήση των ανωτέρω πληροφοριών μπορεί απλώς να αποκλείσει κάποια δυνατότητα, συμπληρώνοντας έτσι την εικόνα που έχουμε αποκτήσει από ανεξάρτητα άλλα τεκμήρια.
Η άμεση περιγραφή της προφοράς ορισμένων φθόγγων μπορεί, υπό ευνοϊκές συνθήκες, να φανεί χρήσιμη. Επί παραδείγματι, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς αναλύει την προφορά του φθόγγου κ ως εξής: λέγεται μὲν τῆς γλώττης ἀνισταμένης πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐγγὺς τοῦ φάρυγγος καὶ τῆς ἀρτηρίας ὑπηχούσης τῷ πνεύματι (Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων 14,140). Από την περιγραφή προκύπτει ότι ο φθόγγος κ ήταν άηχος υπερωικός (όπως στις λ. καρπός, κόρη, κωφός) και δεν είχε ακόμη εμφανιστεί το ουρανικό αλλόφωνο [c] (όπως στα νεοελληνικάκαιρός, κερί, κύκνος: [cerós], [cerí], [cíknos]).
Τεκμήρια από τη μετρική των ποιητικών κειμένων

Τα αρχαία ποιητικά κείμενα ακολουθούν ορισμένο μέτρο, το οποίο βασίζεται στη διαδοχή ή εναλλαγή μακρών και βραχειών συλλαβών, ανάλογα με την περίπτωση (π.χ. δακτυλικό, ιαμβικό, τροχαϊκό, αναπαιστικό κτλ.). Αν σε συγκεκριμένη συλλαβή αναμένουμε οπωσδήποτε φωνήεν ορισμένης ποσότητας (μακρό ή βραχύ), αυτό μπορεί να μας προσφέρει ενδείξεις της προφοράς, εφόσον υποστηρίζονται και από τις γνώσεις μας για το φωνολογικό σύστημα της γλώσσας. Επί παραδείγματι, το μέτρο καθιστά σαφές ότι τα μακρά η, ω δεν απαντούν (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) στη θέση βραχείας συλλαβής. Επίσης, διαπιστώνουμε ότι οι δίφθογγοι (γνήσιες ή νόθες, δηλ. προϊόντα αντεκτάσεως) συναντώνται σε θέση μακράς συλλαβής (π.χ.βαίνω, εἰμί, δοῦλος, βουλή), πράγμα που δείχνει ότι η ποσότητά τους αντιστοιχούσε περίπου σε μακρό φωνήεν.

Σημαντική είναι η συνεισφορά της μετρικής στα αποκαλούμενα δίχρονα φωνήεντα, για τα οποία δυσκολευόμαστε να υποθέσουμε αν είναι μακρά ή βραχέα χωρίς άλλη βοήθεια. Αν όμως σε θέση μακράς συλλαβής συναντήσουμε τύπους όπως κῦρος, μῖσος, όχι όμως φίλος, διακρίνουμε αμέσως τη διαφορετική ποσότητα του -ι- στις λέξεις αυτές.
Αναλυτικοί πίνακες προφοράς των αρχαίων ελληνικών φωνημάτων

Με αφετηρία τα τεκμήρια της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας συμπεραίνουμε με επαληθεύσιμο τρόπο ότι τα φωνήματα της Αρχαίας Ελληνικής προφέρονταν όπως φαίνεται στους ακόλουθους πίνακες:

Προφορά των συμφωνικών φωνημάτων
Γράμμα/ΦθόγγοςΑρχαϊκήΚλασικήΚοινή Ελνστ.ΜεσαιωνικήΕρασμική
β [b] [b] κατόπιν [v] [v] [b]
γ [g] [g] και [j] [g]
γ (+κ, + γ, +χ, +ξ) [ŋ]
δ [d]
ζ [zd] [zz] [z] [dz]
θ [d̥ʰ] [θ] [t]
Γράμμα/ΦθόγγοςΑρχαϊκήΚλασικήΚοινή Ελνστ.ΜεσαιωνικήΕρασμική
κ [k]
κχ [kkʰ] [kx] [k]
λ [l]
#λ- [l] ή [l̥] [l]
μ [m]
#μ- [m] ή [m̥] [m]
ν [n]
#ν- [n] ή [n̥] [n]
ξ [ks]
π [p]
πφ [ppʰ] [pɸ] [pf]
ρ [r] [r] → [ʁ]
#ρ [r̥] [r] [r] → [ʁ]
Γράμμα/ΦθόγγοςΑρχαϊκήΚλασικήΚοινή Ελνστ.ΜεσαιωνικήΕρασμική
σ [s]
σ (+β, +γ, +μ) [z] [s]
τ [t]
τθ [ttʰ] [tθ] [t]
φ [b̥ʰ] [ɸ] κατόπιν [f]
φθ [b̥d̥ʰ] [fθ] (?) [ft]
χ [g̊ʰ] [x][19] [k]
χθ [g̊d̥ʰ] [xθ] (?) [kt]
ψ [ps]
#δασύ φωνήεν [h] Ø Ø
διπλά σύμφωνα διπλά απλά απλά

Σημείωση: Το σύμβολο # δηλώνει αρκτικό μόρφημα λέξεως.

Προφορά των φωνηεντικών φωνημάτων

Σημαντικό ρόλο στην προφορά των φωνηέντων της Αρχαίας Ελληνικής παίζει η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων. Χρησιμοποιώντας ως βάση την Αττική διάλεκτο, όπως αναφέρεται στον πρόλογο, μπορούμε να διακρίνουμε πέντε (5) βραχέα και επτά (7) μακρά φωνήεντα. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η ακριβής πραγμάτωση των εν λόγω φωνηέντων σε κάθε χρονικό σημείο. Στο παρόν άρθρο ακολουθείται η γενικώς αποδεκτή σχηματοποίηση του W. Sidney Allen (βλ. βιβλιογραφία), η οποία ανταποκρίνεται τόσο στα γλωσσικά όσο και στα κειμενικά δεδομένα.
Βραχέα φωνήεντα Πρόσθια φωνήενταΟπίσθια φωνήεντα
μη στρογγύλο στρογγύλο μη στρογγύλο στρογγύλο
Κλειστά φωνήεντα Μη στρογγύλο κλειστό πρόσθιο: ι / ῐ Στρογγύλο κλειστό πρόσθιο: υ / ῠ
Μεσαία φωνηέντα Μη στρογγύλο ημιάνοικτο πρόσθιο: ε Στρογγύλο ημίκλειστο οπίσθιο: ο
Ανοικτά φωνήεντα Μη στρογγύλο ανοικτό κεντρικό: α / ᾰ

Μακρά φωνήεντα Πρόσθια φωνήενταΟπίσθια φωνήεντα
μη στρογγύλο στρογγύλο μη στρογγύλο στρογγύλο
Κλειστά Μη στρογγύλο κλειστό πρόσθιο: ι / ῑ Στρογγύλο κλειστό πρόσθιο: υ / ῡ
Ημίκλειστα Μη στρογγύλο ημίκλειστο πρόσθιο: /eː/ει Στρογγύλο ημίκλειστο οπίσθιο: /oː/ ου
Ημιάνοικτα Μη στρογγύλο ημιάνοικτο πρόσθιο: /ɛː/η Στρογγύλο ημιάνοικτο οπίσθιο: /ɔː/ ω
Ανοικτά Μη στρογγύλο ανοικτό κεντρικό: /aː/ α / ᾱ

Συγκριτική νεοελληνική προφορά

Ο ακόλουθος πίνακας περιέχει τη σημερινή προφορά των φθόγγων της ελληνικής γλώσσας. Η προφορά αυτή αποκαλείται επίσης βυζαντινή, επειδή προέκυψε από την κανονική φωνολογική εξέλιξη της γλώσσας, εφαρμόζεται δε και στην ανάγνωση των αρχαίων κειμένων. Υπό το φως των ιστορικών πληροφοριών που αναφέρονται στην εισαγωγή θα ονομαζόταν επίσης ιωτακιστική (διότι δεν διακρίνει τη διαφορά των φωνημάτων που συνέπεσαν κατόπιν στο μεσαιωνικό και νεοελληνικό /i/), αλλά η συγκεκριμένη ονομασία ανακαλεί τη διαμάχη μεταξύ των οπαδών του Εράσμου και του Γιοχάνες Ρόιχλιν, η οποία δεν έχει πλέον αντικείμενο στη σύγχρονη γλωσσολογία.
ΓράμμαΌνομαΝεοελληνική προφορά & Παρατηρήσεις
Α α άλφα a κεντρικό ανοικτό φωνήεν
Β β βήτα v διαρκές χειλοδοντικό ηχηρό
Γ γ γάμμα διαρκές υπερωικό ηχηρό προ των /a/, /o/ και /u/ (ου), ɣ; διαρκές ουρανικό ηχηρό προ των /i/ και /ɛ/, j
Δ δ δέλτα ð διαρκές οδοντικό ηχηρό
Ε ε έψιλον ɛ πρόσθιο μέσο φωνήεν
Ζ ζ ζήτα z συριστικό φατνιακό ηχηρό
Η η ήτα i πρόσθιο κλειστό φωνήεν
Θ θ θήτα θ τριβόμενο οδοντικό άηχο
Ι ι γιώτα i πρόσθιο κλειστό φωνήεν
Κ κ κάππα k κλειστό άηχο υπερωικό προ των /a/, /o/, /u/; c άηχο ουρανικό προ των /e/, /i/
Λ λ λάμδα l πλευρικό φατνιακό
Μ μ μυ m έρρινο διχειλικό ηχηρό
Ν ν νυ n έρρινο φατνιακό ηχηρό
Ξ ξ ξι ks συνδυασμός των φωνημάτων [k]+[s] (συνήθως άηχο: ξέρω /’ksɛrɔ/), ηχηρό όταν συνεκφέρεται με προηγούμενο έρρινο gz(μετά από n: δεν ξέρω /ðɛŋg’zɛrɔ/ ή σπανιότερα /ðɛg-/)
Ο ο όμικρον ɔ οπίσθιο μέσο φωνήεν
Π π πι p κλειστό διχειλικό άηχο
Ρ ρ ρω ɾ παλλόμενο φατνιακό
Σ σ/ς σίγμα s συριστικό φατνιακό άηχο (ενίοτε ηχηρό z, μόνον όταν έπεται άλλο ηχηρό σύμφωνο: σβέλτος, σμάλτο /zv-/, /zm-/)
Τ τ ταυ t κλειστό οδοντικό άηχο
Υ υ ύψιλον i πρόσθιο κλειστό φωνήεν, εκτός αν είναι β΄ μέλος τού δίψηφου φωνηέντος ου [u] ή των διφθογγικών αυ και ευ, οπότε οι συνδυασμοί προφέρονται [af], [εf] (εάν ακολουθεί άηχο σύμφωνο: αυτός [af'tɔs], εύκολος ['εfkɔlɔs]) ή [av], [εv] (εάν ακολουθεί ηχηρό σύμφωνο ή φωνήεν: αύριο ['avriɔ], ευαγγέλιο [εvaŋ'ɟεliɔ])
Φ φ φι f τριβόμενο χειλοδοντικό άηχο
Χ χ χι ç: τριβόμενο ουρανικό άηχο προ των /i/, /ɛ/ (χέρι, χήνα); x: τριβόμενο υπερωικό άηχο προ των /a/, /ο/, /u/ (χαρά, χορδή, χούφτα)
Ψ ψ ψι [ps] συνδυασμός των φωνημάτων [p]+[s]
Ω ω ωμέγα ɔ οπίσθιο μέσο φωνήεν

Σύγχρονη αποτίμηση και κριτική της ερασμικής προφοράς

Η ανάπτυξη της συγκριτικής γλωσσολογίας από τον 19ο αι. αύξησε αξιοσημείωτα τις γνώσεις μας για τη φωνολογία της Αρχαίας Ελληνικής. Σε αυτό συνέβαλε επίσης η διεύρυνση τωνσωμάτων κειμένων που λαμβάνονται υπ’ όψιν για την τεκμηρίωση κάθε φωνολογικής θεωρίας, καθώς ανακαλύφθηκαν μη λογοτεχνικοί πάπυροι και επιγραφές λιγότερο τυπικού ύφους. Η μαζική εισροή στοιχείων από συστήματα συγγενών γλωσσών ανέτρεψε επίσης την επί αιώνες κυριαρχούσα αντίληψη, ότι τα Ελληνικά είχαν κατ’ ουσίαν την ίδια προφορά από την αρχαιότητα. Οι έννοιες του φωνηεντικού τριγώνου, του συμφωνικού άξονα και οι διαδικασίες μεταβολής που είναι γνωστές ως αφομοίωση, ανομοίωση, αντέκταση, αναδιπλασιασμός κτλ. κατέδειξαν αναντίρρητα ότι οι φωνολογικές αλλαγές (που επηρεάζουν την προφορά) εξαρτώνται από το φωνητικό περιβάλλον, το οποίο ήταν πολύ διαφορετικό από της Νέας Ελληνικής γλώσσας.

Το γεγονός ότι η επιστημονική κοινότητα αποδέχεται τη συνεισφορά τού Εράσμου στον προσδιορισμό τής προφοράς τής Αρχαίας Ελληνικής δεν σημαίνει ότι η ερασμική προφορά είναι απολύτως ακριβής. Όπως συμβαίνει με κάθε σύστημα αποκαταστάσεως, περιέχει συμβάσεις οι οποίες δεν αντιστοιχούν πάντοτε στην εικαζόμενη αρχαία προφορά. Το γνωστό επίγραμμα του Σιμωνίδη τού Κείου για τους νεκρούς τής μάχης των Θερμοπυλών μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα αυτού του σημείου.
Κείμενο: Ὦ ξεῖν, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.
Επανασυντεθειμένη αρχαία προφορά: [o: kseːn aɲɟelleːn lakedaimonio:s hoti te:ide keimetha, tois keino:n rhe:masi peithomenoi]
Ερασμική προφορά: [o ksein aɲɟelein lakedaimoniois oti teide keimeťa, tois keinon remasi peiťomenoi]
Υστεροβυζαντινή / νεοελληνική προφορά: [o ksin aɲɟélin laceδemoníis óti tíδe címeθa, tis cínon rímasi piθómeni].

Παρατηρήσεις:

H ερασμική προφορά δεν ταυτίζεται επακριβώς με την επανασυντεθειμένη / αποκατεστημένη αρχαία προφορά, παρ’ ότι βρίσκεται εγγύτερα σε αυτήν από την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική αντίστοιχη. Από το δείγμα κειμένου που παρατέθηκε αντιλαμβανόμαστε ότι η ερασμική προφορά που διαμορφώθηκε στα πανεπιστήμια τής Αγγλίας αποδίδει ατελώς την προφορά τής κλασικής Ελληνικής σε αρκετά σημεία. Παραδείγματα:
Δεν διακρίνει τις γνήσιες διφθόγγους από τις «νόθες» (δηλ. αυτές που προκύπτουν από συναίρεση ή αντέκταση και σχηματίζουν στην πραγματικότητα μακρά κλειστά φωνήεντα). Επί παραδείγματι, τα μακρά φωνήεντα («νόθες» δίφθογγοι) που υπάρχουν στις λέξεις ἀγγέλλειν, Λακεδαιμονίοις, εξομοιώνονται στην ερασμική προφορά με τις δύο γνήσιες διφθόγγους τηςμετοχής πειθόμενοι. Από πρακτικής απόψεως, εντούτοις, θα ήταν αδύνατον να απαιτηθεί από κάθε αναγνώστη τής αρχαίας γλώσσας να κατέχει τόσο βαθιά γνώση, ώστε να μπορεί να διακρίνει κάθε επί μέρους περίπτωση.
Η ερασμική προφορά δεν αποδίδει τα διπλά σύμφωνα της Αρχαίας Ελληνικής.
Η ερασμική προφορά δεν αποδίδει επακριβώς τη διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, τα οποία συνήθως εκφωνούνται σαν να είναι ισόχρονα.
Τα άηχα δασέα σύμφωνα φ, θ, χ προφέρονται είτε απλώς [p, t, k] είτε [f, θ, x], ανάλογα με το φωνολογικό σύστημα της μητρικής γλώσσας που υπόκειται στον σπουδαστή τής ερασμικής προφοράς.
Το αρχικό δασύ σύμφωνο [h] παραλείπεται σε ορισμένες χώρες κατά την προφορά τών λέξεων, π.χ. ὅτι [oti] ≈ [hoti].

Συμπεράσματα:

Οι ιστορικοσυγκριτικές σπουδές έχουν συμβάλει στην ικανοποιητική βελτίωση της εικόνας μας για την αρχαία προφορά και την εξέλιξή της. Οι επιγραφικές και παπυρικές μελέτες τού S.T. Teodorsson (1974 κ.εξ.), του Gignac (1976), καθώς και άλλων (βλ. Horrocks 1997), απέδειξαν επιπλέον ότι βασικά χαρακτηριστικά τής ελληνιστικής φωνολογίας, όπως ο ιωτακισμός ή η προστριβοποίηση των ηχηρών κλειστών, είχαν ήδη παρουσιαστεί σε ανεπίσημα κείμενα της κλασικής Ελληνικής. Θεωρείται ότι τα εξελιγμένα αυτά δείγματα αποτελούν μέρος τού λιγότερο προσεγμένου λόγου/ύφους ή της γλώσσας των ομιλητών που ανήκαν σε κατώτερες τάξεις, αλλά δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε σε ποιον βαθμό χρησιμοποιούνταν στον πρότυπο προφορικό λόγο. Αρκετοί γλωσσολόγοι έτειναν στο παρελθόν να υποβαθμίζουν τέτοια στοιχεία, θεωρώντας τα περιθωριακά ή αποσπασματικά, αλλά ο όγκος και η διάχυση των δεδομένων συντείνει σήμερα στην άποψη ότι η ελληνιστική προφορά έχει περισσότερο βάθος χρόνου από όσο αρχικά πιστευόταν και είναι σαφές ότι οι φωνολογικές αλλαγές που άλλαξαν την ηχητική χροιά τής Ελληνικής ξεκίνησαν αρκετά νωρίτερα.

Προς το τέλος τού 19ου αι. ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις εισήγαγε πρώτος τα διδάγματα της συγκριτικής γλωσσολογίας σχετικά με την προφορά. Εντούτοις, μολονότι είναι παραδεκτό ότι η ερασμική προφορά πλησιάζει περισσότερο την αποκατεστημένη αρχαία, δεν υπήρξε ποτέ εισήγηση για υιοθέτησή της από τους Έλληνες λογίους και φοιτητές. Οι λόγοι είναι τρεις:
Δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένουμε ότι ο σπουδαστής τής Ελληνικής θα προφέρει διαφορετικά λέξεις και γραφήματα που συναντώνται αναλλοίωτα από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα. Οι λέξεις άνθρωπος, οδός, θάλασσα, καιρός και άλλες, καθώς και τα γραφήματα που περιέχουν, δεν είναι λογικό να προφέρονται διαφορετικά όταν συναντώνται σε αρχαίο, ελληνιστικό, μεσαιωνικό ή νεοελληνικό κείμενο.
Η υστεροβυζαντινή / νεοελληνική προφορά έχει τουλάχιστον χιλιετή ιστορία και, αν παραλείψουμε την τελευταία τροπή (ιωτακισμός τού -υ- [ü]), ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους και διαθέτει, ως εκ τούτου, μακρά παράδοση και χρήση. Οι αντιγραφείς των αρχαίων κειμένων τον Μεσαίωνα δεν προέφεραν διαφορετικά τα κείμενα που φρόντισαν να διασωθούν ώς τις ημέρες μας.
Η υιοθέτηση της ερασμικής προφοράς από τους ευρωπαίους λογίους ταίριαζε περισσότερο στα συστήματα των δικών τους γλωσσών και εξυπηρέτησε πρακτικά στην εκμάθηση και γραφή τής Αρχαίας Ελληνικής.

Ο Ιωάννης Σταματάκος, επί πολλά χρόνια καθηγητής τής Αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας, συνόψισε ως εξής το ζήτημα: Θὰ ἦτο ἑπομένως μωρία ἐκ μέρους μας νὰ δημιουργήσωμεν ἡμεῖς μεγάλας δυσκολίας παραδεχόμενοι τὴν Ἐρασμιακὴν προφοράν, καθ’ ἣν στιγμὴν ἀπὸ τῆς ἀρχαιότητος ἤδη εἶχεν ἀρχίσει ἡ ἐξέλιξις τῆς προφορᾶς πρὸς τὴν σημερινὴν πραγματικότητα. Διότι διὰ τοὺς ξένους ἡ Ἐρασμιακὴ προφορὰ δὲν ἀποτελεῖ ἐπανάστασιν, ἢ μᾶλλον ἀνατροπήν, ὑπαρχούσης καταστάσεως. Ἀντιθέτως εἴς τινα σημεῖα συμφωνεῖ πρὸς τὴν προφορὰν τῆς Ἐθνικῆς των γλώσσης, ἐν ᾧ δι’ ἡμᾶς τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνας τὸ πρᾶγμα εἶναι διάφορον: ἡμεῖς προφέρομεν κατὰ ἕνα τρόπον τοὺς φθόγγους καὶ τὰς λέξεις τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, θὰ ἦτο δὲ πολὺ δύσκολον νὰ συνηθίσωμεν νὰ προφέρωμεν κατὰ διάφορον τρόπον τοὺς ἰδίους φθόγγους (καὶ σχεδὸν τὰς ἰδίας λέξεις), ὅταν εἰδοποιήσωμεν τὸν ἑαυτόν μας ὅτι πρόκειται νὰ ἀναγνώσωμεν ἀρχαῖον κείμενον, δηλ. κατὰ παραγγελίαν, οὐ μόνον δὲ δύσκολον ἀλλὰ καὶ ἄσκοπον, καὶ ἑπομένως ἀνόητον.

Επομένως, μολονότι είναι σκόπιμο να παρέχονται στοιχεία τής αρχαίας προφοράς σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες στις οποίες υπάρχει επαφή με το αρχαίο κείμενο, δεν είναι εφικτό ούτε λογικό να ζητηθεί η χρήση της (ή της προσεγγίζουσας ερασμικής προφοράς) από τον Έλληνα σπουδαστή ή λόγιο.