Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Οι θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας Αμφίονας και Ζήθος


Ο Αμφίονας και ο Ζήθος γεννήθηκαν μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στις Ελευθερές,στα όρια της Αττικής με τη Βοιωτία.Η Αντιόπη η μητέρα τους καταδιωκόταν από τον πατέρα της, τον Νυκτέα, επειδή είχε μείνει έγκυος από τον Δία.Η Αντιόπη ηταν ξακουστή για την ομορφιά της και οταν βλέποντάς την ο Δίας, έμεινε έκθαμβος και θέλησε να την κατακτήσει μεταμορφωμενος σε σάτυρο.Την είχε συλλάβει ο θείος της ο Λύκος μετά από όρκο που είχε δώσει στον πατέρα της πριν τον θάνατο του τελευταίου, και την πήγαινε στη Θήβα. Στον δρόμο την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού και οι συνοδοί της αναγκάσθηκαν να την αφήσουν να γεννήσει στη σπηλιά τους δίδυμους Αμφίονα και Ζήθο.Ο Λύκος εγκατέλειψε μόνα τα νεογέννητα σε φαράγγι του Κιθαιρώνα και έφυγε με τη μητέρα τους στη Θήβα.

Τα τέκνα ανατράφηκαν από κάποιο βοσκό και μεγάλωσαν χωρίς να μάθουν τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν.Τα δυο αδέλφια καθώς μεγάλωναν στην ηρεμία της υπαίθριας ζωής, διαμόρφωσαν δυο εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες, παρουσιάζοντας διαφορετικές κλίσεις και ταλέντα. Ο Ζήθος ήταν δυνατός και σκληρός, ο τύπος του πρακτικού ανθρώπου. Επιδόθηκε στα όπλα, στο κυνήγι, στην ποιμενική και την καλλιέργεια της γης. Ο Αμφίονας ήταν τρυφερός κι ευαίσθητος, ο τύπος του θεωρητικού ανθρώπου. Του άρεσε να καταπιάνεται με τη μουσική, αγαπούσε το τραγούδι ενώ στα χέρια του η λύρα έκανε τους ανθρώπους να φτάνουν σε έκσταση και τα ζώα να ημερεύουν. Ο Ζήθος έγινε ο γενναίος πολεμιστής κι ο ατρόμητος κυνηγός, που κανένας δεν του παράβγαινε στη δύναμη και στην επιδεξιότητα των όπλων και της σαΐτας το σημάδι, που δεν αγαπούσε παρά μονάχα της μάχης τον αχό και το σπαρτάρημα των θυραμάτων. Ο Αμφίονας ήταν ο αγαπημένος λυράρης του Απόλλωνα και οι μαγικές νότες της χρυσόχορδης λύρας, που του χάρισε ο αργυροδοξαράτος θεός κατάφερναν να σαλεύουν ακόμα και τα δέντρα και τα βράχια. Η αντίθεση αυτή του χαρακτήρα τους, κατέστησε τα δύο αδέλφια στα μάτια του κόσμου, ώστε να γίνουν οι εκπρόσωποι της μουσικής αρμονίας, αλλά και των χειρονακτικών τεχνών, του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και της πρακτικής ζωής.Τα δυό παλληκάρια ζούσαν στο σπίτι του βοσκού δίχως να ξέρουν τους γονείς τους.
Κάποτε η Αντιόπη κατάφερε να δραπετεύσει και να τα βρει, αλλά εκείνα δεν την αναγνώρισαν ως μητέρα τους και την κράτησαν μάλιστα αιχμάλωτη.Μόνο με τη βοήθεια του Δία μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν, οπότε μετά τιμώρησαν σκληρά τους διώκτες της, τον Λύκο και τη σύζυγό του Δίρκη, και εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα τους στη Θήβα, όπου έγιναν θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας. Σε αυτούς αποδίδει ο μύθος την ανέγερση των πρώτων τειχών της «επτάπυλης» Θήβας: Ο Ζήθος βοήθησε να ανεγερθούν τα τείχη των Θηβών: Με τη μεγάλη του δύναμη μετέφερε στους ώμους του βράχους από τα γειτονικά βουνά, οι οποίοι, με τις θείες μελωδίες της λύρας του αδελφού του Αμφίονα, ανέβαιναν μόνοι τους και οικοδομούσαν τα τείχη. Ο Αμφίονας είχε μάθει αριστοτεχνικά να παίζει την επτάχορδη λύρα από τον θεό Ερμή (Απολλόδ. Γ 5, 5. Ορατίου Ωδή ΙΙΙ, 11, 1. Παυσ. Θ 17, 7. Ευσταθ. λ 263).

Οι δίδυμοι ήρωες ζούσαν ευτυχισμένοι στη Θήβα μέχρι που η σύζυγος του Αμφίονα, η Νιόβη, καυχήθηκε ότι είναι πολύ πιο ευτυχισμένη και εύτεκνη από τη Λητώ. Τότε τα παιδιά της Λητώς, οι θεοί Απόλλων και Άρτεμις, σκότωσαν τα παιδιά της Νιόβης και ο Αμφίονας αυτοκτόνησε.
Ο Παυσανίας (Θ 17, 4) μας παραδίδει ότι οι Θηβαίοι φρουρούσαν προσεκτικά τον τάφο του Αμφίονα γιατί, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, αν οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Τιθορέας έπαιρναν ποτέ χώμα από τον τάφο και το μετέφεραν στον τάφο της Αντιόπης στην Τιθορέα, η περιοχή τους θα γινόταν εύφορη και η περιοχή γύρω από τη Θήβα άγονη.

Αναφέρεται ότι ο Ζήθος έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών.
 Η ιστορία των αδελφών Αμφίονα και Ζήθου, κυκλοφορούσε κατά την αρχαιότητα σε πολλές παραλλαγές, Αυτό προκύπτει από τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίες πηγές. Οι διαφορετικές εκδοχές βασικά αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο έφυγε η Αντιόπη από τη Θήβα.
Ο Ευριπίδης έκανε μια σύνθεση αυτών των παραδόσεων, κι από την ποικιλία των μύθων έγραψε την τραγωδία “Αντιόπη”. Η επιλογή και η σύνθεσή του επεκράτησε σαν ένας πλέον ενιαίος μύθος. Έχουν διασωθεί κάποια αποσπάσματα, από τα οποία φαίνεται πως βασική υπόθεση του έργου ήταν η σύγκρουση δύο ανθρώπινων τύπων, του θεωρητικού Αμφίονα και του πρακτικού Ζήθου. Έχουμε την αντιπαράθεση δύο πλευρών της ζωής, που εκφράζεται μέσα από τον χαρακτήρα και τις πράξεις δυο ανθρώπινων τύπων, που είναι δίδυμοι, που έχουν κυηθεί στην ίδια κοιλιά. Αυτή η αντίθεση, που προκύπτει από την φύση, οδηγεί στην εξέλιξη, παράγει έργο, δίνει ώθηση για κινητικότητα και υπερνίκηση της αδράνειας.
Την ίδια αντίθεση συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις της μυθολογίας μας, όπως στην περίπτωση του Κάστορα και του Πολυδεύκη, του γήινου και του ουράνιου, του θνητού και του αθάνατου. Η Μυρώ από το Βυζάντιο, ποιήτρια επών και ελεγείων, λέει πως ο Αμφίων πρώτος ίδρυσε βωμό για τον Ερμή και σ’ αντάλλαγμα πήρε απ’ αυτόν τη λύρα. Λένε πως ο Αμφίων τιμωρείται στον Άδη, γιατί κι αυτός είχε μεμφθεί τη Λητώ και τα παιδιά της. Το επικό ποίημα “Μινυάς” κάνει λόγο για την τιμωρία του Αμφίονα, αναφερόμενο από κοινού στον Αμφίονα και στο Θράκα Θάμυρι. Όταν η οικογένεια του Αμφίονα ξεκληρίστηκε από επιδημική αρρώστια και όταν το γιο του Ζήθου τον σκότωσε από κάποιο λάθος η μητέρα του και ο ίδιος ο Ζήθος πέθανε από λύπη, οι Θηβαίοι επανέφεραν το Λάιο και τον έκαναν βασιλιά». Σε κατάλογο μουσικών, που βρέθηκε στη Σικυώνα, ο Αμφίονας βρισκόταν στην κορυφή, ενώ η παράδοση αναφέρει πως ανάμεσα στους μουσικούς, όπως οι Ορφέας, Θάμυρις, Λίνος, Αρίων, ο μουσικός της Θήβας θεωρούνταν ο αρχαιότερος.Το ορμητήριο των δύο αδελφών, όταν εξεστράτευσαν κατά της Θήβας, ήταν η Εύτρησις, κοντά στα Λέυκτρα, στα νοτιοδυτικά της Θήβας. Οι δυο γιοι της Αντιόπης είχαν πριν οχυρώσει την Εύτρηση, όλως αργότερα θα οχυρώσουν και τη Θήβα. 
Ο τύμβος των Αμφίονα και Ζήθου ανακαλύφθηκε και ανασκάφτηκε κατά τα έτη 1971-73 από τον αρχαιολόγο Θεόδωρο Σπυρόπουλο, στον λόφο που βρίσκεται πίσω από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, προς το βόρειο τμήμα της πόλης. ( Θ.Σπυρόπουλος, “ Αμφείον : Έρευνα και Μελέτη του Μνημείου του Αμφείου Θηβών ”, 1981 ). Τo πιο σημαντικό στον τύμβο του Αμφείου έγκειται στο γεγονός πως είναι το μοναδικό κτίσμα στην Ελλάδα με σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας, ανάλογο με αυτήν του Ζοζέρ στην Αίγυπτο, που αποτελεί το αριστούργημα του Ιμχοτέμπ.Το μνημείο αυτό ανάγεται στην προμυκηναϊκή- πρωτοελλαδική περίοδο, ενώ ο κιβωτιόσχημος τάφος στην κορυφή του λόφου ανάγεται στην Μεσοελλαδική εποχή. Δηλαδή το Αμφείο είναι ένα πανάρχαιο μνημείο, σύγχρονο των Αιγυπτιακών βαθμιδωτών πυραμίδων της 5ης και 6ης Δυναστείας ( 2500-2000 π.χ.).
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο αρχαιολόγος, που ανέσκαψε τον λόφο, στο περιοδικό “ Τρίτο Μάτι ”, για την τοποθεσία και την ονοματοθεσία του λόφου υπήρχαν βάσιμες και ασφαλείς καταγραφές της αρχαίας παράδοσης. Οι τραγικοί μας ποιητές του 5ου και 4ου π.χ. αιώνα, που η θεματογραφία των δραματικών τους έργων υπήρξε ο “ Θηβαικός Κύκλος ”, όπως ήταν αναγκαίο τοπογράφησαν τις θέσεις των φυσικών και μνημειακών αναφορών τους, στα πλαίσια των οποίων εξελίχθηκε η δράση των ηρώων των τραγωδιών τους. Ο Αισχύλος, όπως προκύπτει από την τραγωδία “ Επτά επί Θήβας ”, κάνει μια λαμπρή αναφορά αλλά και περιγραφή για τα φυσικά ορόσημα της Θηβαϊκής ακρόπολης, της περίφημης Καδμείας, επίσης περιγράφει και τις πύλες του τείχους. Όλοι οι μελετητές της Θηβαϊκής μνημειακής τοπογραφίας, όπως ο Fabricius, o Willamowitz και ιδιαίτερα ο Αντ. Κεραμόπουλος, συμφωνούν στην τοπογραφική θέση του Αμφείου, δηλαδή πως είναι ο λόφος που βρίσκεται βόρεια της Καδμείας. Απ’ αυτήν τον χωρίζει ένας αυχένας, που ήταν βαθύτερος αρχικά, όμως ρηχότερος σήμερα λόγω προσχώσεων. Ο Αισχύλος ( “ Επτά επί Θήβας”, 526 ) γράφει:
« Τον δε πέμπτον αυ, λέγω
πέμπταισι προσταχθέντα βορραίαις πύλας
τύμβον κατ’ αυτόν διογενούς Αμφίονος ».
Είναι προφανές πως “ αι Βορραιαί Πύλαι ”, που αναφέρει ο Αισχύλος, μόνο στο βόρειο άκρο της ωοειδούς Καδμείας μπορούν να τοποθετηθούν, η οποία μάλιστα σ’ αυτό το άκρο στενεύει. Απέναντι απ’ αυτές τις πύλες υπάρχει μόνον ο λόφος και ο τύμβος των Διογενών αδελφών, που φέρει το όνομα “ Αμφείον ”. Γύρω απ’ αυτό το λόφο απλώνεται η εύφορη Θηβαϊκή πεδιάδα, το αρχαίο “Αόνιον Πεδίον ”. O Αισχύλος επίσης αναφέρει το ταφικό μνημείο ως μετέωρο, δηλαδή σαν υψηλό ορόσημο. Στην τραγωδία “ Ικέτιδες ”, 662, γράφει :
« Αρμάτων δ’ οχήματα ( ορώ )
ένερθε σεμνών μνημάτων Αμφίονος ».
Ο Ευριπίδης ιστορεί πως ο Παρθενοπαίος για να παρατάξει τον στρατό του προ των πυλών της Καδμείας, αυτών που λέγονται “ Βορραίες ” ή “ Ωγύγιες Πύλες ”, παρέκαμψε τον λόφο με το μνήμα του Ζήθου ( Ευριπίδου, “ Φοίνισσαι, 145 ) : « αμφί μνήμα Ζήθου περά ». Σχετική είναι και η αναφορά του Παυσανία : « Ζήθω δε και Αμφίονι εν κοινώ Γης χώμα έστιν ου μέγα ». Έτσι ο περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα αναπαράγει την παράδοση που θέλει τους Θηβαίους Διόσκουρους να έχουν ταφεί στο ίδιο μνήμα, αλλά περιγράφει και τον τύμβο, που επισκέφθηκε.
Τον κοινό τάφο αποκάλυψε ο Θ. Σπυρόπουλος κατά την περίοδο 1970-1973, οπότε η μυθολογική παράδοση ενός σεπτού και σημαντικού μνημείου του προϊστορικού πολιτισμού της πατρίδας μας, αποδείχτηκε πέρα για πέρα ακριβής. Ο τύμβος, που κάλυπτε τον κοινό τάφο, αποδείχτηκε πως δεν ήταν απλά χώμα. Ήταν μια κατασκευή σε σχήμα κόλουρου κώνου, φτιαγμένη με πλίνθους, όπου στο βόρειο τμήμα της είχε γίνει ο κιβωτιόσχημος τάφος των δυο ηρώων. Ανακαλύφτηκε μια μνημειώδης ταφική εγκατάσταση με πελώρια καλυπτήρια πλάκα και διπλή πόρτα στη βόρεια πλευρά της.Ο τάφος δεν ήταν ανέπαφος, αλλά συλημένος. Σ’ αυτόν βρέθηκαν διασκορπισμένα σκελετικά λείψανα και τρία χρυσά κοσμήματα κρινοπαπύρων ύψους 33mm ( χιλιοστών ), με διπλή αντιθετική σπείρα στη βάση των ανθήρων και στέλεχος που κατέληγε σε θηλιά ανάρτησης. Σίγουρα θα υπήρχαν περισσότερα τμήματα από ένα ή δύο περιδέραια, τα οποία αναδείκνυαν το βασιλικό και ιερατικό αξίωμα των Διοσκούρων. Τα χρυσά κοσμήματα, από τα ωραιότερα του Ελληνικού χώρου, και τα άλλα ευρήματα του τάφου ( σκύφος, σαλτσιέρα ) χρονολογούν την κατασκευή του τάφου και του τύμβου, που τον καλύπτει, κατά τους πρωτοελλαδικούς ΙΙ χρόνους, δηλαδή κατά την περίοδο 2700-2400 π.χ.
Οι κλιτύες του λόφου του Αμφείου έχουν διαμορφωθεί τεχνητά σε επάλληλα κωνικά άνδηρα, ώστε το όλο μνημείο να αποκτήσει κλιμακωτή μορφή πυραμίδας με τέσσερις βαθμίδες, με στόχο να είναι ορατό από μακριά ( τηλεφανές ). Ο λόφος, λοιπόν, είχε λαξευτεί ώστε να πάρει το τρίβαθμο σχήμα, στην κορυφή του οποίου χτίστηκε ο τύμβος με τον κοινό τάφο του Αμφίονα και του Ζήθου. 
Ζήθος ονομάζεται ο μεγαλύτερος κρατήρας πάνω στον δορυφόρο Θήβη του πλανήτη Δία.

Η μουσική πρακτική της αρχαίας Ελλάδας

Τη μεγάλη σημασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη μουσική φανερώνουν πλήθος ποιητικές αναφορές, παραστάσεις και μύθοι.Ο Ορφέας με την λύρα του γοήτευε τ' άγρια θηρία, οι πέτρες, γοητευμένες από το παίξιμο του Αμφίονα, πήγαιναν χορεύοντας και έμπαιναν μόνες τους στη θέση που έπρεπε όταν πρωτοκτιζόταν η Θήβα, και ο Αρίωνας γοήτευε με την κιθάρα του τα δελφίνια της θάλασσας. Οι μύθοι αυτοί φανερώνουν μια βαθιά πίστη στη δύναμη της τέχνης των ήχων και παραπέμπουν σε πεποιθήσεις για τις μαγικές ιδιότητες της μουσικής, κοινές σε όλους σχεδόν τους μουσικούς πολιτισμούς του κόσμου.Η αρχαία ελληνική μουσική ήταν μονοφωνική. Από τις σωζόμενες πηγές μαρτυρείται επίσης ένα είδος ετεροφωνίας, ενώ η πολυφωνία φαίνεται ότι δεν ήταν σε χρήση. Το αρχαιοελληνικό μέλος ταυτιζόταν απόλυτα με την ποίηση με τρόπο που ήχος και λόγος συνταιριάζονταν σε ένα αδιαίρετο σύνολο, όπου ο ρυθμικός στίχος υπαγόρευε το ρυθμό της μελωδίας (μέτρο) και δενόταν μαζί του. Γι' αυτό και τις περισσότερες φορές, ποιητής και συνθέτης ήταν το ίδιο πρόσωπο. Έτσι το μέτρο της ποίησης καθόριζε και το μέτρο της μουσικής που έφτασε σε μεγάλη ποικιλία, παρακολουθώντας την πλούσια ποιητική μετρική και τους τρόπους της απαγγελίας.

Την πρώτη μορφή έντεχνης ποίησης και μουσικής τη συναντάμε στην μορφή του ομηρικού έπους. Σε αυτά τα χρόνια οι αοιδοί (ποιητές και μουσικοί ταυτόχρονα) ιστορούσαν - άλλοτε σε συμπόσια και άλλοτε σε επίσημες γιορτές και αγώνες - πολεμικές δόξες και κατορθώματα, συνοδεύοντας την απαγγελία τους με τη λύρα ή την κιθάρα. Φήμιος, Θάμυρης, Δημόδοκος είναι ονόματα αοιδών που αναφέρει ο Όμηρος σαν τους πιο ξακουστούς της εποχής του.Στους ίδιους καιρούς ήταν γνωστά και διάφορα άλλα λαϊκά τραγούδια, όπως ο θρήνος και ο ιάλεμος (μοιρολόι), ο λίνος (θρηνητικό τραγούδι για τον αποχωρισμό θέρους και φθινοπώρου), ο υμέναιος (τραγούδι του γάμου), ο κώμος (που έκλεινε τα γλέντια) και άλλα.Σε αντίθεση με την επική, η λυρική ποίηση, που αναπτύχθηκε τον 7ο και 6ο αιώνα, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα του ποιητή. Με τις ωδές, τους παιάνες, τα επινίκια, τα παρθένεια, τα επιθαλάμια, ανάδειξαν την άφταστη τέχνη τους σειρά ολόκληρη από λυρικούς ποιητές ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέοντας, ο Πίνδαρος, η Κόριννα, ο Στησίχορος είναι οι πιο γνωστοί της εποχής εκείνης.

Ο 5ος π.Χ. αιώνας είναι ο αιώνας ακμής της αττικής τραγωδίας και κωμωδίας, που φαίνεται να έχει τις ρίζες της στη λατρεία του Διονύσου και ιδιαίτερα στο διθύραμβο και σε άλλα χορευτικά τραγούδια, όπως τα φαλλικά, με σκωπτικό και άσεμνο πολλές φορές περιεχόμενο. Το νέο αυτό δραματικό είδος έδενε αναπόσπαστα ποίηση, μουσική και χορό. Έτσι τα χορικά μέρη, τραγουδιόνταν με συνοδεία αυλού, ενώ οι μονόλογοι και οι διάλογοι γίνονταν με συνοδεία λύρας ή κιθάρας.Η ενόργανη μουσική (αυλητική και κιθαριστική τέχνη) αναπτύσσεται και αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό από το β' μισό του 5ου αι. π.Χ. Στους διάφορους μουσικούς αγώνες, που διοργανώνονταν, οι καλύτεροι αυλητές και κιθαρωδοί, έπαιρναν χρηματικά ή άλλου είδους βραβεία. Ανάμεσά τους ακουστός ο αυλητής Σακάδας, θριαμβευτής στους Δελφικούς αγώνες, και ο Τιμόθεος από τη Μίλητο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενόργανη αυτή συνοδεία του τραγουδιού, χρησιμοποιούσε, πολλές φορές, διάφορα μετρικά μελωδικά στολίδια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αλλοιωνόταν έτσι, και ο μονόφωνος χαρακτήρας της μουσικής, αφού μοναδικός σκοπός του ενόργανου ήχου, ήταν η υπογράμμιση του ρυθμού, που λογαριαζόταν ως το βασικότερο στοιχείο της μουσικής.

Από τη μουσική πρακτική της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν σήμερα ελάχιστα δείγματα με τη μορφή σημειογραφίας, ανάμεσα στα οποία, ολοκληρωμένα είναι μόνο τα παρακάτω: δύο Δελφικοί Ύμνοι, τρεις Ύμνοι στον Απόλλωνα και μια επιτάφια πλάκα (Επιτάφιος του Σεικίλου), που πάνω της έχει χαραγμένο ένα «σκόλιον». Τα υπόλοιπα λείψανα είναι αρκετά αποσπασματικά.Μα αν τα λείψανα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι πολύ λίγα, οι θεωρητικές πληροφορίες που έχουμε γι' αυτήν είναι πολύ περισσότερες, έτσι που να μπορούμε να σχηματίσουμε κάποια γνώση της θεωρίας της. Αυτές τις πληροφορίες τις βρίσκουμε διάσπαρτες στα συγγράμματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στα Αρμονικά του Αριστόξενου, στα συγγράμματα του Ευκλείδη, στο Περί Μουσικής του Πλούταρχου, στα συγγράμματα Βυζαντινών, Λατίνων συγγραφέων και αλλού. Από τις πηγές αυτές παίρνουμε διάφορες θεωρητικές πληροφορίες, όπως π.χ. για τα τετράχορδα, τα γένη τους (διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο), τους τρόπους, τις αρμονίες, και τα «ήθη» αυτών.

Τις βάσεις της μουσικής θεωρίας και της μουσικής ακουστικής θεωρείται ότι τις έθεσε ο Πυθαγόρας με τους μαθητές του. Αυτός καθόρισε τη σχέση ανάμεσα στο ύψος του ήχου και στο μήκος της χορδής, κάνοντας πειράματα πάνω στον λεγόμενο «κανόνα» ή «μονόχορδο του Πυθαγόρα». Όσο μεγαλώνει το μήκος της χορδής, τόσο χαμηλότερος (βαρύτερος) γίνεται ο ήχος που παράγεται από αυτήν και το αντίστροφο. Πέρα από τους Πυθαγόρειους ασχολήθηκαν και άλλοι με τη θεωρία της μουσικής, ο Αριστοτέλης, ο Αριστόξενος, ο Πλούταρχος κ.ά. Ο Αριστόξενος μάλιστα με τα έργα του Ρυθμικά στοιχεία και Αρμονικά άρχισε να δίνει βασική σημασία, όχι στις μαθηματικές αναζητήσεις, όπως έκαναν οι Πυθαγόρειοι, αλλά στην πραγματική ακουστική σχέση ανάμεσα στους ήχους, όπως αυτή προέκυπτε από τη μουσική πρακτική. Η αντίθεση αυτών των δύο θεωριών διατηρήθηκε και καθόρισε δύο διαφορετικές πορείες στις μουσικοθεωρητικές έρευνες. Την εποχή του Αριστόξενου διαμορφώθηκε και ο μουσικός τονισμός των φθόγγων και ο προσδιορισμός του με συμβατικά σημεία. Για να αποδώσουν τους μουσικούς φθόγγους οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν γράμματα του αλφαβήτου σε διάφορες θέσεις (όρθια, ανάποδα, πλάγια), ενώ άλλη σημειογραφία χρησιμοποιούσαν για την φωνητική μουσική και άλλη για την οργανική.Όσο για τα μουσικά τους όργανα, αυτά ήταν έγχορδα, κρουστά και πνευστά. Τα έγχορδα ήταν συνήθως του τύπου της λύρας, όπως χέλυς, βάρβιτος, κιθάρα, φόρμιγξ, ψαλτήρι κ.α. Στα τέλη τουλάχιστον του 7ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται η άρπας (τρίγωνον), ενώ από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται οι αρχαίες πανδουρίδες (έγχορδα του τύπου του λαούτου), οι οποίες θεωρούνται πρόγονοι του σημερινού ταμπουρά και μπουζουκιού, τόσο κατασκευαστικά, όσο και ετυμολογικά.

Στα πνευστά συγκαταλέγονταν συνήθως οι αυλοί, μονοί ή διπλοί, με διπλή συνήθως γλωσσίδα, σαν τον σημερινό ζουρνά και οι σύριγγες, μονοκάλαμες ή πολυκάλαμες. Κλασικός στην ελληνική λογοτεχνία είχε γίνει ο συνδυασμός της λύρας (ή κιθάρας) με τον αυλό. Ένα ακόμη όργανο της εποχής αποτελεί και η ύδραυλις, το οποίο, λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, χρησιμοποιούνταν συχνά σε εορταστικά και αθλητικά γεγονότα (π.χ. ιπποδρομίες).Κρουστά ήταν τα κρόταλα ή κρέμβαλα, τα τύμπανα, τα κύμβαλα, καθώς και διάφορα σείστρα και κουδούνια (κώδωνες). Η χρησιμοποίηση του κρουστών δεν ήταν τόσο διαδεδομένη στα αρχαία ελληνικά μουσικά δρώμενα, όσο στις διονυσιακές τελετές οργιαστικού χαρακτήρα, όπου γινόταν χρήση κυρίως τυμπάνων, κυμβάλων και κουδουνιών.Στην ελληνιστική εποχή ο λόγος, η μουσική και ο χορός αρχίζουν να διαχωρίζονται σε ξεχωριστούς κλάδους και να μην αποτελούν σαν και πρώτα μια τέλεια ενότητα. Έτσι, ο διθύραμβος, από ομαδικό, λατρευτικό τραγούδι που ήταν, τώρα τραγουδιέται από ένα πρόσωπο για να φανερωθεί και να επιβληθεί, ένα πνεύμα δεξιοτεχνίας. Αρχίζει η εποχή των "βιρτουόζων", που είναι περιζήτητοι και πληρώνονται μεγάλα ποσά.

Ευθύνη!... Ενα βήμα προς την Ελευθερία!

Καθημερινά λαμβάνουν χώρα πολυάριθμες συζητήσεις μεταξύ ανθρώπων για το πόσο άσχημα πάνε τα πράγματα, πόσο έχουν υποβαθμιστεί οι κοινωνικές δομές και η ζωή γενικότερα.

Είναι αλήθεια ότι είμαστε οι σύγχρονοι ελεύθεροι πολιορκημένοι. Αυτή τη φορά όμως, μπορούμε να κινούμε το σώμα μας ελεύθερα, αλλά το πνεύμα και η ψυχή μας έχουν φυλακιστεί από τα δεσμά του φόβου και της απραξίας, που αυτός συνεπάγεται και μιας αδιάκοπης κριτικής, που μόνο σκοπό έχει "έτσι να τα πω, να ξεθυμάνω…".

Κάθε φορά η συζήτηση ακολουθεί την ίδια πορεία: πληθώρα αρνητικών παρατηρήσεων που παρουσιάζουν τα κακώς κείμενα (κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, ηθικά), κριτική σε όλους και όλα (οι πολιτικοί, το σύστημα, η κρίση), άστοχη ονειροπόληση "τί ωραία που θα ήταν αν..." και τελικά αδιέξοδο και συμβιβασμός "δεν βαριέσαι..., γεννηθήκαμε σε άσχημη εποχή..., όπου φτωχός και η μοίρα του κ.α." και φτου κι από την αρχή.

Τις πταίει;

- Όλοι και όλα αλλά και κανείς! – Εύκολη και βολική απάντηση.

Αλήθεια σε όλες αυτές τις άπειρες συζητήσεις πόσοι άραγε αναρωτήθηκαν:
«Ωραία τα λέω και ρίχνω και το φταίξιμο εκεί που χρειάζεται , αλλά εγώ που είμαι μέσα σε όλο αυτό;
Πώς περιμένω να αλλάξει το όλο «σύστημα» αν δεν αλλάξουν τα μέρη που το συνθέτουν, ένα εκ των οποίων είμαι κι εγώ;
Τί θα μπορούσα να κάνω άραγε;
Τί αντίκτυπο έχουν οι επιλογές και οι δράσεις μου σε ό,τι συμβαίνει;
Ποια είναι η ευθύνη μου ως μέλος της κοινωνίας;»

Ευθύνη...!

Μια λέξη που μάθαμε να τη φοβόμαστε ή τουλάχιστον να την αποφεύγουμε. Μάθαμε ότι η Ευθύνη είναι βάρος, ένα χρέος που έχουμε να εκπληρώσουμε, κι έτσι κάπου κάπως νιώσαμε ότι χρωστάμε.

Όχι… η Ευθύνη δεν είναι βάρος και πολύ περισσότερο δεν είναι χρέος.

Αναλαμβάνω την Ευθύνη μου σημαίνει γίνομαι κύριος του Εαυτού μου.
Δεν δέχομαι παθητικά ό,τι συμβαίνει, αλλά συμμετέχω ενεργά ως δράστης επηρεάζοντας το περιβάλλον μου.
Αναλαμβάνω την Ευθύνη μου σημαίνει αλλάζω, εξελίσσομαι.
Αναλαμβάνω την Ευθύνη μου σημαίνει ότι είμαι συνεπής στο Λόγο και τις Πράξεις μου.
Αναλαμβάνω την Ευθύνη μου σημαίνει ότι γνέθω ο ίδιος το υφαντό της Μοίρας μου με τις συνειδητές επιλογές και δράσεις μου.
Αναλαμβάνω την Ευθύνη μου σημαίνει διεκδικώ το δικαίωμα να εκδηλώσω την Αλήθεια μου και να είμαι χρήσιμος.

Δεν χρωστάμε τίποτα και σε κανένα.

Η Ευθύνη αφορά τη σχέση με τον ίδιο μας τον Εαυτό. Αφορά στην κατανόηση του ποιός είμαι και τί κάνω στον κόσμο αυτό.

Η Ευθύνη είναι ένα μεγάλο βήμα προς την Ελευθερία!
Ν. Καζαντζάκης

Η αγάπη μας. Το δικαίωμα του ''πλησίον''


Μου λες να σ’ αγαπώ μα πριν παλέψω να βρω το πώς, πες μου εμένα ποιος με δίδαξε τον τρόπο να αγαπάω τον δικό μου τον εαυτό πρώτα;

Ποιός με άφησε να νιώσω όμορφα με όλα εκείνα που μου αρέσουν; Να με δω, να με μάθω, να με αποδεχθώ; Ποιος μου έδειξε την αγάπη του στις αόριστες εμμονές μου; Ποιος άφησε μέσα στα περιθώρια τα ‘θέλω’ μου; Ποιος με κανάκεψε για τα λάθη μου; Ποιός τα κοίταξε με συμπάθεια; Ποιος μάζεψε το δάκτυλο από το πρόσωπό μου όταν είχε το δικαίωμα να το απλώσει; Ποιος; Ποιός μου χάρισε το δικαίωμα, όταν του ανήκε;

Και στο τέλος, άνθρωπε, ποιος σου είπε πως σε αγαπάω λιγότερο από όσο αγαπάω εμένα; Τι μου λες; Δεν σου αρέσει η αγάπη μου; Τότε πριν μου τη ζητήσεις θα έπρεπε πρώτα να αναρωτηθείς τον τρόπο που αγαπιέμαι.

Μην αγωνιάς, μην θλίβεσαι για εμένα, και μην τρομάζεις ύπουλα πως τάχα με νοιάζεσαι, ετούτο που βλέπεις στα μάτια μου δεν είναι μίσος ούτε οτιδήποτε άλλο.., αγάπη είναι. Μην ταράζεσαι. Αγάπη μιας ιδιαίτερης μορφής. Αυτήν έχω και αυτή σου δίνω. Ετούτο δεν παρακάλεσες; Αν δεν σου αρέσει μάθε με τον τρόπο. Δείξε μου την δική σου αγάπη, τον δικό σου έρωτα, τον προσωπικό σου τρόπο να δίνεις. Μετά απαιτείς. Φίλα μου το δάκτυλο που σε δείχνει γιατί εγώ δεν είμαι τέλειος. Είμαι γεμάτος ειλικρινείς κακίες και οι κακίες που φανερώνονται μοιάζουν λιγότερο επικίνδυνες από τις αλήθειες που κρύβονται. Τι λες, συμφωνείς; Αποδέξου με πρώτα, εμπράκτως για να με πείσεις.

Δύσκολο ε; Δεν σε κατηγορώ. Κι εγώ σαν και εσένα είμαι, μονάχα που εγώ το λέω. Δεν ντρέπομαι. Είμαι κακός και αγαπάω τα λάθη σου γιατι είναι και δικά μου. Πλάκα δεν έχει; Άλλοι άνθρωποι, όμοια λάθη. Να μια άλλη θεώρηση. Άκου τι σκέφθηκα τώρα... Να αφήσουμε όλοι τα λάθη μας στο τραπέζι .

Τρελή ιδέα! Το κάνω πρώτος. Να, η λύπη μου στη χαρά σου. Χαχαχα… Το ‘ξερες; Το ‘ξερες, γιατί ήταν όμοια με την δική σου λύπη στην δική μου χαρά. Ωραίοι δεν είμαστε εντελώς γδυτοί; Δεν το αντέχεις; Μα ακόμα δεν αρχίσαμε... Καλά εντάξει. Δεν πειράζει ένα πείραμα κάναμε, μία προσπάθεια.

Όλοι χαζεύουμε την όμοια θέα και παρακαλάμε τις ίδιες χαρές, τις ίδιες απολαύσεις, τις εξαίσιες αποδοχές με το χέρι απλωτό και την καρδιά σφραγισμένη… Εμείς φταίμε που η εποχή γουστάρει τις καβάτζες; Τα άλλοθι; Τα μίση το ίδιο και τα πάθη, τις κακίες, την γυναίκα του γείτονα ή τον άντρα της γειτόνισσας. Δεν βαριέσαι…

Όμως, να που συμφωνούμε πως όλοι χορεύουμε ταγκό με τους φόβους και τις κρυφές μας χαρές που σαλιώνουν λάγνες ηδονές στα μυαλά και στα βρακάκια μας μέσα. Μας βλέπεις άριστε; Δες πως αγκαλιαζόμαστε και πώς υποκρινόμαστε τους αδιάφορους! Τον βλέπεις τον εχθρό; Όχι;

Σαν δεν τον βλέπεις στον δείχνω, στέκει στην αγκαλιά σου μέσα, σφιχτά προφυλαγμένος από κάθε γιατρειά. Και να σου πω και κάτι; Κανείς μας δεν πρόλαβε να χαρεί το αμάρτημα των προπατόρων. Την δίκαιη απάτη. Ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα. Κορόιδα πιαστήκαμε.

Καταραμένοι απάνθρωποι νόμοι, καταραμένοι φραγμοί, καταραμένη βαλτή συνείδηση. Και τι είναι λευτεριά; Να μην ντρέπομαι είναι. Να μην νιώθω ένοχος είναι. Να μην σε πειράζω με τις πράξεις μου, με τις χαρές μου με τις ανάγκες μου, είναι. Την αντέχεις την λευτεριά μου; Θα αντέξεις και την αγάπη μου.

Πολεμήσαμε γυρεύοντας την ήττα. Αποδεχθήκαμε ως σωτήριο τον θάνατο του εαυτού μας και πιστέψαμε σε κάτι μακρινό που προσφέρθηκε με την μορφή του τυριού στην φάκα. Και ο αφέντης ήταν ο πιο πονεμένος. Ο περισσότερο κακός.

Μα φυσικά. Δεν ήξερες ότι εκείνος που ‘’πονάει’’ δεν δείχνει οίκτο; Δεν σου πέρασε από το μυαλό ότι έρχεται σαν επακόλουθο -η απονιά-, της ίδιας του της στέρησης η επιβολή της στους άλλους;

Ε, άνθρωποι... μονάχα στην χαρά προσφέρετε. Περίσσευμα δίνετε, ποτέ υστέρημα. Μονάχα στην σιγουριά της υπεροχής σας γίνεστε ελεήμονες. Μονάχα τότε χαμογελάτε κι εκεί ευελπιστώντας παινέματα. «Μα τι καλός!»

Ο πόλεμος έχει αρχίσει. Εδώ και χρόνια βροντάνε τα κανόνια ήχους βαρείς μα κανείς δεν φαίνεται ικανός να αποδεχθεί, να σηκώσει το γάντι σε ετούτη τη μάχη γιατί έχει πολλά να μοιράσει όχι με ξένους μα με τον εαυτό του τον ίδιο. Τον δυσκολότερο εχθρό του. Τον μεγαλύτερο άγνωστο. Και τον χειρότερο από όλους. Τον χειρότερο δυστυχώς.

Οι φωλιές μας καραδοκούν λερωμένες μέχρι τα μπούνια. Πώς να νικήσει κανείς εκείνο που διαμορφώνει την σκέψη του και γίνεται αιτία της ίδιας του κατάφωρης ύπαρξης;

Ο καθρέφτης ποτέ δεν λάθεψε, η ματιά μας δεν επικέντρωσε. Απέφυγε.

Κοίτα την μούρη σου φίλε και γύρνα να σε ιδώ κι εγώ κομμάτι…

Όχι, μα τον διάβολο τον ίδιο δεν μου αξίζει η αγάπη σου. Με τρομάζει πιότερο και από το χειρότερο μίσος σου. Εκείνο τουλάχιστον είναι πιο αξιοπρεπές απ’ τις σκέψεις σου και πιο ειλικρινές από τα καλά σου τα λόγια. Αυτό δα μου έλειπε να με αγαπάς σαν και τον εαυτό σου. Εάν υπάρχει Θεός!

Κι αν γίνηκα κι εγώ κακός ή το παράδειγμα τα χείλη ολονών σας δείξτε μου τον φταίχτη. Μιλήστε μου για αυτόν ή για τους εαυτούς σας, το ίδιο κάνει.

Στην ίδια πισίνα φέρνουμε βόλτες διαλαλώντας ευχές και παραινέσεις. Νέες σχέσεις, νέες αρχές όμοιοι άνθρωποι συναλλάσουμε τα χνώτα τα φιλιά μας τις ιδέες μας ευελπιστώντας σε κάτι που όλοι γνωρίζουμε πως στέκει μακριά και μας χλευάζει.

Μην ερμηνεύεις την πράξη, δεν ερμηνεύεται. Είναι απόρροια όλων εκείνων που από την γέννα σου έχτιζε η μοίρα με όλους τους άλλους ερήμην σου, στο κορμί και στο μυαλό σου μέσα. Μην μου λες να σε δω με αγάπη. Κοίτα να με κάνεις να αγαπήσω εμένα πρώτα, να νιώσω σίγουρος κι έπειτα ασφαλής ων, να δω τι θα μπορέσω κάνω με σένα…

Μη γνωρίζοντας


Το να βλέπω τον Εαυτό μου όπως είμαι, θα ήταν να προσλαμβάνω ότι είναι πραγματικό, μια άμεση πρόσληψη, που είναι δυνατή μόνο σε μια κατάσταση ελεύθερη από κάθε καθορισμό. Πιστεύω ότι Εγώ ψάχνω. Αλλά δεν βλέπω ότι η ίδια η αναζήτησή μου παραλύει από αυτό που την κινεί.

Αναζητώ έναν τρόπο να μην περιορίζομαι από τον καθορισμό της σκέψης μου, της μνήμης μου, από αυτό που πιστεύω ότι γνωρίζω. Αναζητώ να προχωρήσω παραπέρα. Προσπαθώ: κάνω προσπάθειες να Εργαστώ, να είμαι Παρούσα. Αλλά σε αυτό χάνομαι - χάνομαι ολοκληρωτικά, σε όλη τη διάρκεια της προσπάθειας μου. Η πρώτη σκέψη, που με εμποδίζει, είναι ότι "Εγώ εργάζομαι".

Δεν βλέπω ποιος Εργάζεται, δεν βλέπω ότι ο νους είναι ένα εμπόδιο. Βάζω μια λέξη ή μια ιδέα σε αυτό που αναζητώ, και έτσι προβάλλω μια εικόνα και ξεκινώ από ένα αίσθημα έλλειψης να πάω προς το ζητούμενο.

Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να γνωρίζω τι ψάχνω. Η αναπαράσταση καταντά πιο σημαντική από την αναζήτηση της αλήθειας. Η σχέση μου με το μυαλό που κάνει τις σκέψεις πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να βλέπω τον καθορισμό του και να χάσω κάθε ψευδαίσθηση της ικανότητάς του να αντιλαμβάνεται άμεσα ότι είναι πέρα από τη λειτουργία του.

Απλά η Αλήθεια δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα σκέψης. Δεν μπορεί να αναζητηθεί από την σκέψη μόνο, ή από την επιθυμία να αποκτήσω ή να γίνω. Η αλήθεια δεν γίνεται - Είναι. Χρειάζομαι να βλέπω ότι η σκέψη μου δεσμεύεται από την εμμονή σε μια ιδέα ή από την προσκόλληση σε μια μορφή.

Την ίδια τη στιγμή που το βλέπω αυτό, ο νους απελευθερώνεται από την ιδέα ή τη μορφή, και μπορεί λάβει χώρα να μια νέα πρόσληψη. Το να έχω μία άμεση πρόσληψη, θα σήμαινε να ανακαλύψω κάτι εντελώς νέο, κάτι άγνωστο που δεν μπορεί ποτέ να φέρει ο νους.

Γιατί ο νους μου δεν ανακαλύπτει ποτέ κάτι νέο; Είμαι αιχμάλωτη όλων των εντυπώσεων που έχουν εναποτεθεί μέσα μου. Καθορίζομαι από τη δεξαμενή της μνήμης, από το αποτέλεσμα που είναι χαραγμένο μέσα μου από τις επιδράσεις που με άγγιξαν.

Είναι όλα όσα έχω για να απαντήσω μες στη ζωή. Σιγά-σιγά, δέχομαι ασυνείδητα αυτή την κατάσταση του καθορισμού, και η ενέργεια του νου φθίνει. Ο νους εξασθενεί σε ότι αφορά τη ζωτικότητα και τη δύναμή του. Απλά συσσωρεύει όλο και περισσότερες πληροφορίες.

Μπορώ να πειθαρχήσω το νου μου, να εξευγενίσω τη γνώση μου. Μπορεί ακόμη και να γίνει λαμπρός. Αλλά θα παραμένω στη σφαίρα του γνωστού. Πώς θα μπορούσα να πάω πέρα από αυτόν τον τρόπο νόησης, για να μπορεί να εμφανιστεί κάτι νέο; Χρειάζομαι να είμαι αρκετά ελεύθερη ώστε να απορρίπτω τα πάντα και να ερωτώ, χωρίς να περιμένω μία απάντηση.

Καταλαβαίνω ότι το να μη γνωρίζω, το να απορρίπτω τα πάντα, είναι η υψηλότερη μορφή νόησης, και ότι αν έρθει μία απάντηση, θα είναι ψευδής. Πρέπει να μένω δίχως απαντήσεις και να μάθω να βλέπω, να βλέπω χωρίς να κρίνω, χωρίς σκέψεις, χωρίς ούτε μια λέξη.

Το να βλέπω είναι μια εξαιρετική πράξη που απαιτεί μία άγνωστη σε μένα προσοχή. Αυτός είναι ο παράγοντας που απελευθερώνει, που φέρνει μια νέα σκέψη, ένα νέο νου. Η προσοχή είναι η ουσιώδης ενέργεια στον άνθρωπο. Και αυτή η ενέργεια μπορεί να εμφανιστεί μόνο όταν κάποιος είναι συνεχώς απασχολημένος να βλέπει, να ακούει, να ρωτά – ποτέ να μην γνωρίζει με το μυαλό που κάνει τις σκέψεις.

Πρέπει να δώσουμε την πλήρη προσοχή μας στο ερώτημα που έχουμε μπροστά μας. Η προσοχή δεν θα είναι πλήρης εάν αναζητούμε μια απάντηση. Η πλήρης προσοχή είναι η διαδικασία της Ενδοσκόπησης. Με επαγρύπνηση και Ενδοσκόπηση, μπορεί να μου αποκαλύπτεται η φύση της σκέψης, ο τρόπος που λειτουργεί.

Αν αναγνωρίσω με όλο τον Εαυτό μου ότι "Εγώ δεν γνωρίζω", δε βασίζομαι πλέον στη μνήμη μου για να βρω μια απάντηση. Αυτή τη στιγμή, και μόνο αυτή τη στιγμή, απελευθερώνομαι από τον καθορισμό μου, τη φυλακή της μνήμης μου, και μπορώ να έχω άμεση πρόσληψη αυτού που είναι πέρα από αυτό. Βλέπω το ρόλο της σκέψης ως παράγοντα ενθύμησης, Μόνο ως ένα παράγοντα ενθύμησης.

Jeanne de Salzmann «Η πραγματικότητα της ύπαρξης»

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ


ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΜΑ ΔΕΝ ΖΩ

Τι είναι αυτό που με σηκώνει από το κρεβάτι κάθε πρωί;

Τι είναι αυτό που με κρατάει όρθιο από τη μία μέρα στην άλλη;

Τι είναι, τέλος πάντων, αυτό που με κρατάει ζωντανό;

Η απάντηση, υπαρξιακά μιλώντας, είναι το νόημα που αντιλαμβάνομαι ότι έχει η ύπαρξή μου και κατά συνέπεια η ζωή μου.

Πολύ απλά, η ζωή χωρίς κάποιο νόημα μας φαίνεται ακατανόητη, άσκοπη, ελάχιστα επιθυμητή. Μπροστά σε αυτό το τρομακτικό ενδεχόμενο, η ανάγκη να της προσδώσουμε ένα νόημα προβάλλει επιτακτική. Αλλιώς, γιατί να τη ζήσουμε; Γιατί να μπούμε σε τόσο κόπο;

Το κρίσιμο ερώτημα, τώρα, είναι αν ο κόσμος μας έχει κάποιο εγγενές, δοσμένο νόημα από μόνος του.

Υπάρχει μόνο ένα πραγματικά σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα και αυτό είναι […] αν αξίζει ή όχι να ζει κανεί

Albert Camus

 ΠΟΣΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;

Η πραγματικότητα και ο κόσμος γύρω μας υπάρχουν, σωστά;

Τέτοιου είδους οντολογικά ερωτήματα (που σχετίζονται, δηλαδή, με τη φύση της πραγματικότητας ή του όντος), συνήθως δεν βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Τον περισσότερο καιρό δεν μας απασχολούν. Απλώς εκλαμβάνουμε την πραγματικότητα ως κάτι δεδομένο, διαχρονικό και αναλλοίωτο και ξεμπερδεύουμε με αυτή την ιστορία.

Εδώ θα εξετάσουμε μια τελείως διαφορετική θέση. Ότι, παρόλο που την εκλαμβάνουμε ως πραγματική, ως να υπάρχει ανεξάρτητα από τη βούλησή μας, η πραγματικότητα δεν είναι σταθερή, ούτε δεδομένη. Αντίθετα, είναι κοινωνικά κατασκευασμένη, δηλαδή μεταβάλλεται ανάλογα την ιστορική στιγμή και τις επικρατούσες πολιτισμικές συνθήκες (1).

Πρόκειται για θέση σαφώς προκλητική, σχεδόν ενάντια στην κοινή λογική, που αμφισβητεί, αν όχι ακυρώνει, τις διαδεδομένες επιστημονικές πεποιθήσεις περί όσων γνωρίζουμε, αλλά και τις πεποιθήσεις της καθημερινής ζωής. Μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, το νόημα που του αποδίδουμε και, συνολικά, η κοσμοθεωρία μας, είναι ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένα (2) .

Οι παραπάνω ιδέες μας οδηγούν μοιραία στη δεύτερη υπόθεση που υιοθετούμε εδώ: ότι δεν υπάρχει ένα μοναδικό, δοσμένο ή εγγενές νόημα κάπου εκεί έξω που περιμένει να το ανακαλύψουμε.

Στην πράξη, ασφαλώς έχουν υπάρξει και συνεχίζουν να υπάρχουν πολλές προσπάθειες περιγραφής και εξήγησης του κόσμου. Οι κοινωνίες, οι ιδεολογίες, οι θρησκείες, αναλόγως την ιστορική στιγμή, έχουν δώσει τις δικές τους απαντήσεις στο ερώτημα «πώς να ζήσω εντός αυτού του κόσμου», προσφέροντας συνεκτικά οικοδομήματα νοήματος ικανά να υποβαστάξουν τις ζωές πάρα πολλών ανθρώπων για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η πρόταση νοήματος άλλοτε αφορά την ενάρετη ζωή και τη δημιουργία οικογένειας (χριστιανισμός), άλλοτε την κοινωνική επανάσταση (κομμουνισμός), άλλοτε την απόκτηση οικονομικής ισχύος (καπιταλισμός), άλλοτε την πίστη σε ανώτερες ιδέες (ιδεαλισμός) και πάει λέγοντας.

Ενώ όμως στο παρελθόν υπήρξαν εποχές που το νόημα του κόσμου, για την συντριπτική πλειοψηφία, ήταν συγκεκριμένο, επιβαλλόταν σχεδόν δια νόμου και απέκλειε τις αποκλίσεις (π.χ. κατά το Μεσαίωνα), σήμερα τα πράγματα είναι λίγο πιο ζόρικα.

Το σημερινό Zeitgeist (πνεύμα των καιρών), η ονομαζόμενη μεταμοντέρνα εποχή (3), δεν παρέχει την ασφάλεια ενός έτοιμου, καθολικού νοήματος. Αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά και επιτρέπει σχεδόν όλες τις επιλογές, προσφέροντας πολλαπλά νοήματα. Ο καθένας φαίνεται να μπορεί να διαλέξει ό,τι θέλει, δεν υπάρχουν οι σταθερές του παρελθόντος. Οι λεγόμενες μεγάλες ιδεολογίες (διαφωτισμός, χριστιανισμός, κομμουνισμός κ.λπ.) έχουν χάσει τη αλλοτινή δύναμη και επιρροή τους. Κάποιοι, μάλιστα, μιλούν σήμερα για το τέλος της ιστορίας, εννοώντας ακριβώς αυτό. Το τέλος των μεγάλων ιδεολογιών, το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων/εξηγήσεων της ζωής.

Με βάση όσα, αδρομερώς, εκτέθηκαν παραπάνω, το μόνο ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε, αναφερόμενοι στη σημερινή εποχή είναι ότι φαίνεται να «υπάρχουν τόσοι ‘πραγματικοί κόσμοι’ όσοι είναι και οι άνθρωποι»! (4)

 ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΝΟΗΜΑ

Η κατασκευή προσωπικού νοήματος μοιάζει να είναι, επομένως, ιστορικό απαιτούμενο. Ελλείψει έτοιμης πρότασης, καλούμαστε να δημιουργήσουμε ένα νόημα με ιδιαίτερη σημασία για εμάς προσωπικά, με άλλα λόγια καλούμαστε εμείς να αποφασίσουμε για το πώς θα ζήσουμε.

Το δυσκολότερο κομμάτι, όμως, είναι άλλο. Η μεγάλη πρόκληση για τον καθένα μας είναι, αφού δημιουργήσουμε το προσωπικό μας νόημα, να καταφέρουμε να ξεχάσουμε ότι το δημιουργήσαμε (5). Προκειμένου να το ακολουθήσουμε σταθερά πρέπει να πιστέψουμε ότι δεν είναι απλά ένα κατασκεύασμα, ένα δικό μας εφεύρημα, αλλά κάτι που μας υπερβαίνει, κάτι που έχει τη δική του βαρύτητα και ύπαρξη στον κόσμο ανεξάρτητα από εμάς.

Όταν κατασκευάζουμε το δικό μας προσωπικό νόημα, λειτουργούμε ως ενεργητικά, δρώντα υποκείμενα, επαρκώς ανεξάρτητα και με περισσότερο έλεγχο στα πράγματα, αν και με την επιλογή μας, αποκλείουμε πλήθος άλλων επιλογών. Είναι το αναπόφευκτο τίμημα που πληρώνουμε εξασκώντας την ελευθερία μας.

Η κατάσταση του δρώντος υποκειμένου, παρόλο που συχνά δημιουργεί ανασφάλεια και αβεβαιότητα, από την άλλη μας επιτρέπει να νιώσουμε κύριοι του εαυτού μας και της ζωής μας, μία κατάσταση του γίγνεσθαι που, πιστεύω, είναι από τα βασικά προαπαιτούμενα αυτού που θα ονομάζαμε Καλή Ζωή.

Προφανώς και υπάρχουν περιορισμοί στη διαδικασία κατασκευής νοήματος. Για βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, πολιτισμικούς ή άλλους λόγους, δεν είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε τα πάντα. Για παράδειγμα, όσο και να θέλουμε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πετάξουμε. Εντός των δεδομένων περιορισμών, όμως, μπορούμε να κάνουμε πάρα πολλά. Ακόμα και όσα απαγορεύονται δια νόμου ή όσα θεωρούνται ανάρμοστα ή ανόητα για κάποιες κοινωνικές ομάδες.

Το σηματικό είναι να είμαστε προετοιμασμένοι να επιλέξουμε υπεύθυνα καταβάλλοντας συγχρόνως το ανάλογο τίμημα. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι έχουμε ανάγκη/επιθυμούμε να παραμείνουμε εντός κοινωνικής ομάδας. Το μεγάλο στοίχημα όλης αυτής της ιστορίας μοιάζει να είναι αυτό: πώς θα μπορέσω να ζήσω τη ζωή που εγώ νομίζω, ακόμα και κόντρα στις επιταγές της πλειοψηφίας, χωρίς να απομονωθώ. Πώς θα μπορέσω να κάνω το δικό μου συνυπολογίζοντας την (έμφυτη;) ανάγκη μου να ανήκω σε μια κοινωνική ομάδα.

Αυτός που έχει ένα 'γιατί' για να ζήσει μπορεί να αντέξει σχεδόν οποιοδήποτε 'πώς'

Friedrich Nietzsche

 ΑΝ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΖΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΙΟΜΑΣΤΕ;

Αν ο καθένας έχει διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο και διαμορφώνει διαφορετική κοσμοθεωρία για τη ζωή, πώς είναι δυνατόν να συνυπάρξουμε; Τι θα μπορούσε να ενώνει τις διαφορετικότητές μας;

Συναντιόμαστε στα πολύ βασικά και θεμελιώδη. Στην κοινή αφετηρία και στο, αναπόφευκτο, κοινό τέλος. Στην αγωνία για την ύπαρξη και στην ανάγκη να βρούμε κάτι να μας στηρίζει σε αυτή τη ζωή. Στην ανάγκη του ενός για τον άλλον, που συνυπάρχει με την ανάγκη να είμαστε ο εαυτός μας μαζί με τους άλλους. Στην ομαδική ζωή όταν συνολικά διεκδικούμε κάτι προς όφελος όλων.

Αν και διαφορετικοί, συναντιόμαστε όταν στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον (ατομικά ή σε ομάδες) με αμοιβαίο σεβασμό για τους διαφορετικούς κόσμους όπου ανήκουμε. Όταν ακούμε ο ένας την ανάγκη του άλλου να συνεχίσει να υπάρχει με τον τρόπο που επιθυμεί. Όταν αποφεύγουμε να επιβάλλουμε τη δική μας κοσμοθεωρία στους άλλους ή να ερμηνεύσουμε τις δικές τους επιλογές ζωής με τα εργαλεία/κανόνες του δικού μας κόσμου. Όταν αποδεχόμαστε το ενδεχόμενο να υπάρχουν πολλοί κόσμοι και πολλές αλήθειες.

Ιδανικά, θα μπορούσαμε ακόμα και να πάρουμε σημαντικά μαθήματα ζωής από τη διαφορετικότητα του άλλου. Η στάση μας, τότε, θα άλλαζε από το «Νοιάζομαι για σένα γιατί είσαι ίδιος με μένα», στο «Σε τιμώ και σε θεωρώ πολύτιμο γιατί είσαι διαφορετικός από μένα».(6)

 ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΣΗ

Η ψυχολογία έχει (και πρέπει να έχει) λόγο σε όλα τα ζητήματα που αναφέρονται εδώ. Και ακόμα πρέπει να τοποθετηθεί ως προς τη δική της κοσμοθεωρία, ως προς τη δική της πρόταση ζωής.

Πρέπει να αποφασίσει αν επιθυμεί να είναι μια συντηρητική δύναμη, διευκολύνοντας τους ανθρώπους να προσαρμοστούν στα κυρίαρχα συστήματα ιδεών, ή αν τολμάει να γίνει επαναστατική, διευκολύνοντας τις επιλογές των ανθρώπων να φτιάξουν τον κόσμο όπως τον επιθυμούν ακόμα και κόντρα στα κυρίαρχα ιδεώδη.

Και ακόμα, η ψυχολογία πρέπει να τοποθετηθεί ως προς τη στάση της απέναντι στο κοινωνικό πλαίσιο όπου διαβιεί το άτομο που θεραπεύει. Φροντίζει αποκλειστικά το νόημα ζωής του ατόμου, ως εκείνο να βρίσκεται στο κενό, ή συνυπολογίζει το βαθμό στον οποίο οι κοινωνικοί παράγοντες διαπλέκονται, συνεργάζονται ή συγκρούονται με την ατομική διάσταση;    

Η πολιτική θέση που αναδύεται μέσα από όλη αυτή την κουβέντα είναι προφανής.

Καταρχάς, ας διατυπώσουμε το αυτονόητο. Ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται κοινωνικοπολιτικά από τις ομάδες που έχουν δύναμη στα χέρια τους. Με άλλα λόγια, ως πραγματικότητα, συνηθίζεται να προβάλλεται ή επιβάλλεται, μέσα από πλήθος μηχανισμούς (εκκλησία, σχολείο κ.λπ.), η ιδεολογία της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης.

Σε θεωρητικό επίπεδο όμως, αν ισχύει η υπόθεση ότι κάθε πρόταση ζωής και κάθε νόημα για τον κόσμο είναι κοινωνική κατασκευή, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε τη μία ή την άλλη πρόταση καλύτερη ή χειρότερη, ανώτερη ή κατώτερη. Συνειδητοποιούμε, έτσι, ότι το εκάστοτε κυρίαρχο νόημα ζωής δεν επιβάλλεται επειδή είναι το καλύτερο ή το ορθότερο, αλλά επειδή εξυπηρετεί τα συμφέροντα εκείνων που έχουν την εξουσία να το επιβάλλουν.

Πολιτικά μιλώντας (ουτοπικά ίσως πουν κάποιοι), τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν δινόταν χώρος σε κάθε ξεχωριστή κοσμοθεωρία να υπάρξει, ως να έχει αξία από μόνη της, χωρίς να αντλεί την όποια δύναμή της από την πλειοψηφία που τη στηρίζει ή από το μερίδιο εξουσίας που απολαμβάνουν οι υποστηρικτές της.

ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

1) Έχω καταλάβει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το δικό μου νόημα ζωής είναι ένα μόνο από το πλήθος των νοημάτων. Ενώ ξέρω, όμως, ότι είναι εξίσου κατασκευασμένο, υποκειμενικό και ιδεολογικό όπως όλα τα υπόλοιπα, δεν θέλω να ξεχνάω στιγμή ότι είναι το νόημα που εγώ επέλεξα να στηρίξω και να με στηρίξει στο εδώ και τώρα μου. Αυτή η επιλογή μου, όπως έλεγε κάποτε ένας καθηγητής φιλοσοφίας (7), παρόλο που είναι βαθιά υποκειμενική και μοιάζει αυθαίρετη δεν είναι καθόλου τυχαία. Έχει αιτία (τους δικούς μου λόγους που την επέλεξα) και έχει ιστορία (τη δική μου ιστορία).

2) Η ζωή βρίσκεται διαρκώς σε ροή και υπόκειται συνεχώς σε αλλαγή. Έχω καταλήξει ότι είναι βοηθητικό (προσωπικά, κοινωνικά και πολιτικά) να θυμόμαστε που και που ότι ο κόσμος μας είναι κατασκευασμένος. Η γνώση αυτή μας επιτρέπει να είμαστε περισσότερο ανοιχτοί στο καινούργιο, με μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμοστικότητα, ελεύθεροι από αγκυλώσεις, δογματισμούς ή φανατισμούς, χωρίς αγωνία υπεράσπισης του κόσμου μας ως ορθότερου και κυρίως χωρίς αγωνία επιβολής του στους άλλους.

Η επίγνωση αυτή απαιτεί μεγάλη ωριμότητα, υψηλή ανοχή στην αβεβαιότητα και ικανότητα λήψης δύσκολων αποφάσεων. Την ίδια στιγμή όμως, προσφέρει μια ζωή με περισσότερα χρώματα, μια ζωή συναρπαστικότερη, γεμάτη περιπέτειες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

(1) Η ιδέα ότι η πραγματικότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη διατυπώνεται εκτενώς στο: Berger, P. L. and Luckmann, T. (2003). Η Κοινωνική Κατασκευή της Πραγματικότητας (2η έκδοση). Αθήνα: νήσος.
(2) Ποταμιάνος, Γ. Α. και Συνεργάτες. (2002). Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική (5η έκδοση). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα – (p. 23).
(3) Μεταμοντερνισμός (μετανεωτερικότητα): κίνημα το οποίο εκφράζει την αμφισβήτηση και την απόρριψη των θεμελιωδών θέσεων του μοντερνισμού (νεωτερικότητας). Η μοντέρνα εποχή χρωματίστηκε από τις ιδέες του Διαφωτισμού ότι υπάρχει μια «κρυμμένη» δομή στον κόσμο την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε, και να οδηγηθούμε έτσι στην κατάκτηση της «αλήθειας» και του «σωστού» τρόπου ύπαρξης στον κόσμο. Ο μεταμοντερνισμός απορρίπτοντας αυτές τις θέσεις, έδωσε έμφαση στην συνύπαρξη πολλαπλών και ποικίλων τρόπων ζωής εξαρτώμενων από τις εκάστοτε συνθήκες. Στο: Ποταμιάνος, Γ. Α. και Συνεργάτες. (2002). Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική (5ηέκδοση). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα – (p. 25).
(4) Στο: Rogers, C. (2006). Ένας Τρόπος να Υπάρχουμε. Αθήνα: Ερευνητές – (p.92).
(5) Στο: Yalom, I. D. (2007). Η Μάνα και το Νόημα της Ζωής. Αθήνα: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ – (p.19).
(6) Στο: Rogers, C. (2006). Ένας Τρόπος να Υπάρχουμε. Αθήνα: Ερευνητές – (p.93).
(7) Μεταξόπουλος, Α. (2005). Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική: Όψεις του Μετανεωτερικού Κόσμου υπό το Φως της Θεωρίας της Κοσμοκατασκευής.

Aντί να πέσεις, πέταξε

To βραβευμένο animation φιλμ μικρού μήκους Fallin Floyd για τον πόνο της κατάθλιψης, τον έρωτα και τη δύναμη της μουσικής

Ο μουσικός του δρόμου Floyd, αφού τον παρατάει η φίλη του για κάποιον άλλο, αρχίζει να υποφέρει από κατάθλιψη, η οποία εκδηλώνεται σαν ένας μικρός μαύρος δαίμονας που διαταράσσει την καθημερινή του ζωή και ολοένα και μεγαλώνει. Τι θα γίνει για να μπορέσει ο Floyd να συνεχίσει τη ζωή του;

Το πολυβραβευμένο animation ταινιάκι Fallin Floyd των Albert ‘t Hooft and Paco Vink χαρακτηρίζεται ως χιουμοριστικό δράμα και δεν έχει ούτε μισό διάλογο. Οι εικόνες, η μουσική και οι καταστάσεις μιλάνε από μόνες τους.

 

Δεν υπάρχουν νικητες και χαμένοι

Ηττημένος είναι μόνο όποιος τα παρατάει. Στον κύκλο της φύσης δεν υπάρχει νίκη ούτε ήττα: υπάρχει κίνηση. Ο χειμώνας μάχεται να επικρατήσει, στο τέλος όμως αναγκάζεται να παραχωρήσει τη νίκη στην άνοιξη, που φέρνει μαζί της λουλούδια κι αρώματα. Το καλοκαίρι θέλει να κρατήσουν οι ζεστές του μέρες για πάντα, γιατί είναι πεπεισμένο ότι η ζέστη είναι ευερ­γετική για τη γη. Τελικά όμως αποδέχεται την άφιξη του φθινοπώρου, που επιτρέπει στην γη να ξεκουραστεί.

Η γαζέλα τρώει το χορτάρι και την καταβροχθίζει το λιοντάρι. Το θέμα δεν είναι ποιος είναι ο πιο δυνατός, αλ­λά πως αντιλαμβανόμαστε τον κύκλο του θανάτου και της ζωής. Στον κύκλο αυτό δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, μονάχα στάδια που πρέπει να ολοκληρωθούν. Όταν το καταλάβει αυτό η καρδιά του ανθρώπου αλλάζει η οπτική γωνία που αντιλαμβάνεται στην ζωή του. Τότε αποδέχεται χωρίς πόνο τις δύσκολες στιγμές και δε αφήνεται να ξεγελαστεί από τις στιγμές της δόξας. Μόνον τότε έχει τον Ελέγχο πάνω στην ζωή και στον θάνατο.

Η μία κατάσταση θα διαδε­χτεί την άλλη, και ο κύκλος συνεχίζεται μέχρι να φύγει η ψυχή από τη σάρκα και ή να ενωθεί με την Κοσμική Ενέργεια ή να ξαναγυρίσει στην ύλη ή να φαγωθεί.
 
Έτσι, όταν ο παλαιστής βγει στην αρένα -είτε από δι­κή του επιλογή είτε επειδή τον έστειλε εκεί το πεπρωμένο του-, ας νιώθει χαρά το πνεύμα του για τη μά­χη που δίνει. Αν διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την τιμή του, δε χάνει ποτέ, ακόμα κι αν χάσει τον αγώ­να, επειδή η ψυχή του μένει άθικτη. 
 
Και δε κατηγορει κανέναν γι’ αυτό που του συμ­βαίνει. Από τότε που αγάπησε για πρώτη φορά και τον απέρριψαν κατάλαβε πως αυτό δε σκότωσε την ικανότη­τά του να αγαπάει. Ό,τι ισχύει στον έρωτα ισχύει και στον πόλεμο και σε κάθε παιχνίδι. Μην ξεχνάμε πως ολόκληρη η ζωή και τα μυστήρια της είναι ένα παιχνίδι. 
 
Όταν χάνουμε μια μάχη ή όλα όσα νομίζαμε πως εί­χαμε, ζούμε στιγμές δυστυχίας. Όταν όμως οι στιγμές αυ­τές περνούν, ανακαλύπτουμε μια άγνωστη δύναμη που υπάρχει μέσα στον καθένα από μας, μια δύναμη που μας εκπλήσσει και αυξάνει τον αυτοσεβασμό μας. 
 
Κοιτάζουμε γύρω μας και λέμε στον εαυτό μας: «Επιβίωσα» και χαιρόμαστε με την δυναμη και τα λόγια μας αυτα. 
 
Μόνο όσοι δεν αναγνωρίζουν τη δύναμη αυτή λένε: «Έχασα», και νιώθουν λύπη. 
 
Άλλοι όμως, ακόμα κι αν υποφέρουν από την ήττα και ταπεινώνονται από τις ιστορίες που διαδίδουν γι’ αυτούς οι νικητές, επιτρέπουν στον εαυτό τους να δακρύσει, μα ποτέ δε νιώθουν αυτολύπηση. Ξέρουν απλώς πως η μάχη διακόπηκε και πως τη συγκεκριμένη στιγμή οι ίδιοι βρίσκο­νται σε μειονεκτική θέση. 
 
Ακούν τους χτύπους της καρδιάς τους. Προσέχουν πως βρίσκονται σε ένταση. Πως φοβούνται. Κάνουν έναν απο­λογισμό της ζωής τους και ανακαλύπτουν πως, παρά τον τρόμο που αισθάνονται, η Φλόγα της Δύναμης, καίει ακόμα στην καρ­διά τους και τους ωθεί προς τα εμπρός. 
 
Προσπαθούν να μάθουν πού έκαναν λάθος και πού όχι. Εκμεταλλεύονται τη στιγμή που είναι πεσμένοι κάτω για να ξεκουραστούν, για να γιατρέψουν τις πληγές τους, να ανακαλύψουν νέες στρατηγικές και να εξοπλιστούν καλύτερα. 
 
Και φτάνει μια μέρα που τους χτυπά την πόρτα μια καινούρια μάχη. Ο φόβος υπάρχει ακόμα, όμως πρέπει να δράσουν - αλλιώς θα μείνουν πεσμένοι για πάντα. Ση­κώνονται, αντικρίζουν τον αντίπαλο και θυμούνται τον πόνο που έζησαν και δε θέλουν να ξαναζήσουν. 
 
Η προηγούμενη ήττα τούς αναγκάζει να νικήσουν τού­τη τη φορά, αφού δε θέλουν να ξαναζήσουν τον ίδιο πό­νο. 
 
Κι αν η νίκη δεν έρθει αυτή τη φορά, θα έρθει την επό­μενη. Κι αν όχι την επόμενη, τη μεθεπόμενη. Το χειρό­τερο δεν είναι να πέφτεις, είναι να μη σηκώνεσαι. 
 
Ηττημένος είναι μόνο όποιος παραιτείται. Οι άλλοι εί­ναι όλοι νικητές.  Και θα έρθει η μέρα που οι δύσκολες στιγμές γίνονται μονάχα ιστορίες τις οποίες θα αφηγούνται περήφανοι σε όποιον θέλει να τους ακούσει. Και όλοι τους ακούν με σε­βασμό, και μαθαίνουν να έχουν τρία σημαντικά πράγμα­τα: Επιμονή, Υπομονή,να περιμένουν τον σωστό χρονισμό να κάνουν την κίνηση τους.
Χρονισμός, ν' αντιλαμβάνονται την κατάλληλη χρονική στιγμή για να δράσουν. 
Διάκριση, για να μην αφήσουν την επόμενη ευκαιρία να ξεφύγει. 
Περηφάνια για τις ουλές τους.
 
Οι ουλές είναι μετάλλια χαραγμένα στη σάρκα τους με φωτιά και σίδερο και τρομάζουν τους εχθρούς τους, γιατί δείχνουν πως ο άνθρωπος που στέκεται απένα­ντι τους έχει μεγάλη εμπειρία στη μάχη. Συχνά αυτό μας κάνει να επιζητάμε το διάλογο και να αποφεύγουμε τις συγκρούσεις.
 
Οι ουλές μιλούν πιο δυνατά από την κόψη του σπα­θιού που τις δημιούργησε. 

Της τελείας αρετής είδη εστί τέτταρα


Της τελείας αρετής είδη εστί τέτταρα.
Εν μεν φρόνησις, εν δε δικαιοσύνη, άλλο δ' ανδρεία, τέταρτον σωφροσύνη.

Τούτων η μεν φρόνησις αιτία του πράττειν ορθώς τα πράγματα.

Η δε δικαιοσύνη του εν κοινωνίαις και τοις συναλλάγμασι δικαιοπραγείν. 
 
Η δε ανδρεία του εν τοις κινδύνοις και φοβεροίς μη εξίστασθαι τρειν (δειλιάσει και φύγει), αλλά μένειν. 
 
Η δε σωφροσύνη του κραττείν των επιθυμιών και υπό μηδεμιάς ηδονής δουλούσθαι, αλλά κοσμίως ζην. 
 
Της αρετής άρα το μεν εστι φρόνησις, άλλο δικαιοσύνη, τρίτον ανδρεία, τέταρτον σωφροσύνη.
 
Αριστοτέλης

Ο Δημιουργός

Κανένας δεν τον είδε όταν ξεμπάρκαρε μέσα στην ομόθυμη νύχτα, κανένας δεν είδε το κανό από μπαμπού που χωνόταν στην ιερή λάσπη, μα, λίγες μέρες αργότερα, όλοι ήξεραν ότι ο σιωπηλός άνθρωπος ερχόταν από το νοτιά κι ότι πατρίδα του ήταν ένα από τ’ αμέτρητα χωριά που βρίσκονται προς τις πηγές του ποταμού, στην απότομη πλαγιά του βουνού, εκεί όπου η γλώσσα δεν έχει διαβρωθεί από τα ελληνικά και η λέπρα σπανίζει.

Το βέβαιο είναι ότι ο μουντός εκείνος άνθρωπος φίλησε τη λάσπη, σκαρφάλωσε στην όχθη χωρίς να παραμερίσει (ίσως χωρίς να αισθανθεί) τα κοφτερά χαμόδεντρα που του πλήγωναν τη σάρκα, και γλίστρησε, ζαλισμένος και ματωμένος, ώς τον κυκλικό περίβολο που πάνω του δεσπόζει ένα πέτρινο άλογο ή τίγρη και που, κάποτε, είχε το χρώμα της φωτιάς και τώρα το χρώμα της στάχτης.
Αυτός ο κύκλος είναι κάποιος ναός που, παλιά, τον κατασπάραξαν οι πυρκαγιές και τον βεβήλωσε το βαλτωμένο δάσος, και που το θεό του δεν τον τιμούν πια οι άνθρωποι.
 
Ο ξένος ξάπλωσε κάτω απ’ το βάθρο.Τον ξύπνησε ο ήλιος ψηλά. Σιγουρεύτηκε, χωρίς να παραξενευτεί, πως οι πληγές του είχαν γιατρευτεί· έκλεισε τα ξεθωριασμένα μάτια του και κοιμήθηκε, όχι γιατί δεν άντεχε το σώμα του, αλλά γιατί έτσι είχε αποφασίσει. Ήξερε ότι εκείνος ο ναός ήταν ο τόπος που ζητούσε ο ακατανίκητος σκοπός του.
 
Ήξερε ότι τα πυκνά δέντρα δεν μπόρεσαν να στραγγαλίσουν τα ερείπια ενός άλλου ναού, στην κάτω μεριά του ποταμού, ενός ναού κάποιων θεών που κάηκαν και πέθαναν κι εκείνοι· ήξερε ότι αυτό που έβιαζε, ήταν ο ύπνος. Γύρω στα μεσάνυχτα, τον ξύπνησε η απαρηγόρητη στριγκλιά ενός πουλιού.

Χνάρια από ξυπόλυτα ποδάρια, λίγα σύκα, ένα σταμνί, τον έκαμαν να καταλάβει πως οι άνθρωποι της περιοχής είχαν παραφυλάξει με σεβασμό τον ύπνο του και ζητούσαν την προστασία του ή φοβόvταν τα μάγια του. Ένιωσε το σύγκρυο του φόβου, έψαξε στα γκρεμισμένα τείχη την κόγχη ενός κεvοτάφιου και σκεπάστηκε με κάτι παράξενα φύλλα.
 
Ο σκοπός του, αν και υπερφυσικός, μ’όλο που ξεπερνούσε τα μέτρα της φύσης, δεν ήταν κάτι το αδύνατο. Ήθελε νά τόν ονειρευτεί ολόκληρο, μέ κάθε λεπτομέρεια καί νά τόν μεταφέρει στήν πραγματικότητα. Αυτός ο μαγικός σκοπός, είχε γεμίσει ολόκληρο τό χώρο τής ψυχής του. «Αν κανείς τόν ρωτούσε τ’ όνομά του η κάτι χαρακτηριστικό οπό τήν περασμένη του ζωή, δέ θά κατάφερνε ν’ απαντήσει.
 
Ό εγκαταλειμμένος καί γκρεμισμένος ναός τού ταίριαζε, γιατί ήταν κάτι τό ελάχιστο τού ορατού κόσμου κι ακόμη, τόν βόλευε τό ότι ήταν κοντά οί χωρικοί, πού είχαν αναλάβει νά καλύπτουν τίς λίγες ανάγκες του. Τό ρύζι καί τά φρούτα τών προσφορών τους, ήταν αρκετή τροφή γιά τό κορμί του, πού τό ‘χε τάξει σ’ ένα μοναχά σκοπό τόν ύπνο καί τό όνειρο.
 
Στήν αρχή, τά όνειρά του ήταν ασυνάρτητα· λίγο μετά, έγιναν διαλεκτικής φύσης. ο ξένος ονειρευόταν τόν έαυτό του στό κέντρο ενός κυκλικού αμφιθεάτρου πού, κατά κάποιον τρόπο, ηταν ο καμένος ναός. Σύννεφα σιωπηλοί μαθητές βάραιναν τίς κερκίδες. Τά πρόσωπα τών πιό μακρινών άπ’ αυτούς κρέμονταν πολλούς αιώνες μακριά, σέ αστρικά ύψη. τά χαρακτηριστικά τους όμως, ξεχώριζαν ολοκάθαρα.
 
Ό άνθρωπος τούς δίδασκε ανατομία, κοσμογραφία, μαγεία: εκείνοι άκουγαν αχόρταγα καί προσπαθούσαν νά απαντήσουν έξυπνα, σά νά μαντεύαν τή σημασία αυτής τής εξέτασης, πού θά ελευθέρωνε κάποιον κι άπαυτους από τή φύση τού φάσματος, παραβάλλοντάς τον στόν πραγματικό κόσμο. Ό άνθρωπος, όσο ήταν ξυπνητός αλλά καί ήταν ήταν κοιμισμένος, μελετούσε τίς απαντήσεις τών φαντασμάτων του, χωρίς ν’ αφήνει νά τόν ξεγελάσουν μέ πονηριές καί μάντευε μές στήν αμηχανία τους μιά διαρκώς αυξανόμενη νοημοσύνη. Έψαχνε μιά ψυχή πού θ’ άξιζε νά μπεί μέσα στόν κόσμο.
 
‘Εννιά-δέκα νύχτες αργότερα, κατάλαβε μέ κάποια πίκρα πώς τίποτα δέν μπορούσε νά περιμένει από τούς μαθητές του πού δέχονταν παθητικά τό μάθημά του, ούτε ακόμα κι από κείνους πού, καμιά φορά, αποτολμούσαν κάποια λογική αντιλογία. Οί πρώτοι, αν καί ήταν κάπως συμπαθητικοί καί δέν τούς έλειπε κάποια άξία, δέν θά μπορούσαν νά θεωρηθούν τέλεια άτομα, όσο γιά τούς δούλους, προϋπήρχαν μόνο κάπως περισσότερο.
 
‘Ένα απόγευμα (τώρα καί τ’απογέματα ήταν στήν κυριαρχία τού ύπνου, τώρα δέν έμενε ξύπνιος παρά λίγες ώρες τά χαράματα) σχόλασε γιά πάντα τό μεγάλο φανταστικό σχολείο του κι έμεινε μ’ εναν μόνο μαθητή. Ήταν ενα σιωπηλό κιτρινιάρικο παιδί, δύστροπο μερικές φορές, μέ όψη κοφτερή, πού έμοιαζε μ’ εκείνον πού τ’ ονειρευόταν. Γι’ αρκετό καιρό, δέν τόν ανησυχούσε ή απότομη εξαφάνιση τών συμμαθητών του.

Μετά από λίγα ιδιαίτερα μαθήματα, ή πρόοδός τους έκανε τόν δάσκαλο νά εκπλαγεί. ‘Όμως ή καταστροφή δέν άργησε. Ό άνθρωπος, ανατέλλοντας μιά μέρα από τόν ϋπνο του, σάν μέσα από μιά γλοιώδη έρημο, μέσα στό άδειο φώς τού απογέματος πού μπερδεύτηκε ξαφνικά μέ τήν αυγή, κατάλαβε ότι δέν είχε ονειρευτεί. «Ολη τή νύχτα κι όλη τή μέρα τόν περιτύλιγε ή ανυπόφορη λάμψη τής αγρύπνιας.
 
Ήθελε νά εξερευνήσει τό δάσος, νά εξαντληθεί. μά ίσα ίσα πού πρόλαβε μέσα σέ θάμνους κώνειου. κάτι ριπίσματα αδύναμου ϋπνου, διανθισμένα μέ φευγαλέα, άχρηστα, συνηθισμένα όνειρα. Τού’ρθε νά ξανασυγκεντρώσει τήν τάξη του, μά μόλις πού πρόλαβε νά φωνάξει δυό τρία παραγγέλματα καί οί μορφές παραμορφώθηκαν κι έσβησαν. Στήν απέραντη αγρύπνια του, δάκρυα οργής τού πυρπολούσαν τά γερασμένα του μάτια.
 
Κατάλαβε πώς τό ν’ αποφασίσει κανείς νά μορφοποιήσει τή συγκεχυμένη καί ιλιγγιώδη ϋλη τού ονείρου, είναι τό πιό δύσκολο πράγμα μέ τό όποίο μπορεί νά καταπιαστεί, έστω κι αν μπορέσει νά διεισδύσει σ’όλα τά αινίγματα τής ανώτατης καί τής κατώτατης τάξης πραγμάτων: πιό δύσκολο απ’ τό νά πλέξεις από άμμο ένα σκοινί, ή νά αποτυπώσεις σέ νόμισμα τή μορφή τού όμορφου ανέμου.

Κατάλαβε πώς, στήν αρχή, μιά αποτυχία ήταν αναπόφευκτη.’Υποσχέθηκε στόν εαυτό του νά ξεχάσει τήν τεράστια παραίσθηση πού τόν έκαμε νά χάσει στήν αρχή τό δρόμο του κι έψαξε άλλη μέθοδο εργασίας. Πρίν νά τή δοκιμάσει, αφιερώθηκε ενα μήνα στήν ανανέωση τών δυνάμεων πού τού ‘χε αντλήσει τό παραλήρημα.

’Αφησε κατά μέρος κάθε λογής προετοιμασία νά ονειρευτεί καί, αμέσως σχεδόν, κατάφερε νά κοιμάται ενα λογικό διάστημα κάθε μέρα. Τίς σπάνιες φορές πού ονειρεύτηκε στήν περίοδο αυτή, δέν έδωσε προσοχή στά όνειρά του.Γιά νά ξαναπιάσει δουλειά, περίμενε νά γιομίσει όλότελα ό δίσκος τού φεγγαριού. Τό απόγεμα εκανε λουτρό καθαρμού στά νερά τού ποταμού, δεήθηκε στούς αστρικούς θεούς, πρόφερε τίς μυστικές συλλαβές ένός κραταιού ονόματος καί κοιμήθηκε. Σχεδόν aμέσως, ονειρεύτηκε μιά παλλόμενη καρδιά.
 
Τήν ονειρεύτηκε ζωντανή, θερμή, μυστική, στό μέγεθος γροθιάς, μέ χρώμα πορφυρό μές στό μισόφωτο ένός ανθρώπινου σώματος πού ακόμα δέν είχε ούτε φύλο, ούτε πρόσωπο. Τήν ονειρεύτηκε δεκατέσσερις λαμπερές νύχτες, προσέχοντας στοργικά τήν κάθε λεπτομέρεια. Καί κάθε νύχτα, τήν εβλεπε καθαρότερα. Δέν τήν άγγιζε, μονάχα βεβαιωνόταν γιά τήν παρουσία της, τή μελετούσε καί τή διόρθωνε μέ τό βλέμμα.
 
Τήν ένιωθε, τή ζούσε από διαφορετικές αποστάσεις, από διαφορετικές οπτικές γωνίες.Τήν δέκατη τέταρτη νύχτα ακούμπησε απαλά μέ τό δείχτη τού χεριού τήν πνευμονική αρτηρία κι ύστερα ολόκληρη τήν καρδιά, από έξω καί από μέσα.Ή εξέταση τόν ικανοποίησε.Μιά νύχτα, επίτηδες δέν ονειρεύτηκε.Μετά, ξαναπήρε τήν καρδιά, Επικαλέστηκε τό όνομα ένός πλανήτη κι άρχισε νά ονειρεύεται άλλα βασικά μέλη τού σώματος. Σ’ έναν χρόνο περίπου, έφτασε στό σκελετό, στά βλέφαρα. Τά αναρίθμητα μαλλιά ήταν ίσως ή πιό δύσκολη δουλειά.
 
‘Ονειρεύτηκε εναν ολόκληρο άνθρωπο, ένα παλικάρι, πού όμως δέν σηκωνόταν, δέ μιλούσε, ούτε μπορούσε ν’ ανοίξει τά μάτια του.Νύχτα τή νύχτα τόν ονειρευόταν κοιμισμένο.Στίς γνωστικές κοσμογονίες, οί δημιουργοί πλάθουν εναν κοκκινωπό ‘Αδάμ πού δέν μπορεί νά σηκωθεί. Τόσο χοντροφτιαγμένος καί πρωτόγονος όπως κι εκείνος ό χωματένιος ‘Αδάμ, ήταν καί ό ‘Αδάμ τού ονείρου πού έφτιαξαν οί κουραστικές νύχτες τού μάγου.’Ένα απόγεμα, κατάστρεψε σχεδόν ολόκληρο τό έργο του, αλλά μετάνιωσε (Θά ‘ταν καλύτερα γι’ αυτόν νά τό ‘χε καταστρέψει).
 
Έχοντας εξαντλήσει τίς επικλήσεις του στίς θεότητες τής γής καί τού ποταμού, πέφτει στά πόδια τού ειδώλου, πού ήταν πουλάρι ίσως ή τίγρη καί ζήτησε βοήθεια από τήν άγνωστη δύναμή του.

Τά χαράματα ονειρεύτηκε τό άγαλμα, τ ονειρεύτηκε ολοζώντανο, νά σπαρταρά: δέν ηταν διασταύρωση τρομερής τίγρης κι αλόγου αλλά, ταυτόχρονα, καί τά δύο άγρια όντα μαζί, καί μαζί ταύρος, τριαντάφυλλο καί καταιγίδα.
 
Αυτή ή πολλαπλή θεότητα τού αποκάλυψε ότι τό γήινο όνομά της ήταν Πύρ, κι ότι στόν κυκλικό αυτό ναό (καί σ’ άλλους παρόμοιους του) τής έκαμαν θυσίες καί τή λάτρεψαν καί ότι, μέ τρόπο μαγικό, θά έδινε ζωή στό πλάσμα τού ονείρου του έτσι πού, όλοι (εκτός από αυτόν τόν ίδιο πού τό ονειρεύτηκε κι εκτός από τήν ίδια τή φωτιά) νά τόν περνούν γιά άνθρωπο από σάρκα καί οστά.

Τόν διάταξε νά τόν στείλει νά μαθητέψει στίς τελετές πού γινόταν στά χαλάσματα τού άλλου ναού, εκείνου πού οί πυραμίδες του ορθώνονταν στήν κάτω μεριά τού ποταμού, γιά vά ύπάρχει σ’ εκείνο τό ερειπωμένο χτίριο μιά φωνή νά τήν δοξάζει.Μέσα στό ονειρό του, τό πλάσμα πού ονειρευόταν, ξύπνησε.
 
‘Ο μάγος εκτέλεσε τίς εντολές. Ορισε μιά προθεσμία (πού τελικά διάρκεσε δυό χρόνια) γιά νά αποκαλύψει στό παιδί τά μυστικά τού κόσμου καί τή λατρεία τής φωτιάς.Μέσα του τον πονούσε να τό αποχωριστεί.Και με το πρόσχημα τής παιδαγωγικής αναγκαιότητας, παράτεινε μέρα τή μέρα τίς ώρες πού αφιέρωνε στόν ύπνο.’Ακόμα, ξανάφτιαξε λιγάκι τό δεξί ώμο πού τού φαινόταν κάπως ατελής. Μερικές φορές τόν ανησυχούσε κάποια εντύπωση πώς όλα αυτά είχαν ξαναγίνει….
 
Γενικά όμως, οι μέρες του ήταν ευτυχισμένες, όταν έκλεινε τα μάτια του, σκεφτόταν : Τώρα θα βρεθώ με τον γιό μου.’Η πιό σπάνια: Ο γιός που γέννησα με περιμένει και δεν υπάρχει αν δεν βρίσκομαι μαζί του.
 
Σιγά σιγά, άρχιζε νά τόν συνηθίζει στήν πραγματικότητα.Κάποτε τόν διάταξε νά στήσει μιά σημαία σέ μιά μακρινή κορφή.Τήν άλλη μέρα ή σημαία ανέμιζε απάνω στήν κορφή. Δοκίμασε κι άλλα παρόμοια πειράματα, κάθε φορά καί πιό παράτολμα. Μέ πίκρα πιά κατάλαβε ότι ό γιός του ήταν έτοιμος, κι ότι ίσως μάλιστα ν’ αδημονούσε νά γεννηθεί. Κείνη τή νύχτα τόν φίλησε γιά πρώτη φορά καί τόν έστειλε στόν άλλο ναό, στά ερείπια πού άσπριζαν στήν κάτω μεριά τού ποταμού, μετά από λεύγες βάλτους καί δάσος πυκνό.
 
Προηγουμένως όμως (γιά νά μήν καταλάβει ποτέ πώς ήταν πλάσμα όνείρου καί νά θεωρεί τόν έαυτό του άνθρωπο σάν τούς άλλους) τού έμφυσσά τήν απόλυτη λήθη τού χρόνου τής μαθητείας του.
 
Τή νίκη καί τήν ηρεμία του, κηλίδωνε ή ανία. Τά δειλινά καί τά χαράματα, προσκυνούσε τήν πέτρινη μορφή καί φανταζόταν ότι ό ονειρικός του γιός τελούσε παρόμοιες τελετές, σέ άλλα κυκλικά ερείπια, στήν κάτω μεριά τού ποταμού.Τή νύχτα δέν ονειρευόταν ή ονειρευόταν όπως όλος ό κόσμος. Άντιλαμβανόταν τούς ήχους καί τίς μορφές τού σύμπαντος κάπως άτονα: γιατί ό γιός του, μακριά, τρεφόταν απ’αυτές τίς ελαττώσεις τής ψυχής του.
 
Ό σκοπός τής ζωής του είχε ολοκληρωθεί. Παράμενε σ’ ένα είδος έκστασης.’Ύστερα από καιρό, πού άλλοι αφηγητές τής ιστορίας αυτής τόν υπολογίζουν σέ χρόνια και άλλοι σέ πενταετίες, τόν ξύπνησαν μές στά μεσάνυχτα, δυό κωπηλάτες. Δέν μπόρεσε νά δεί τά πρόσωπά τους, αλλά τού μίλησαν γιά κάποιο μάγο, σ’ένα ναό στά βόρεια, πού μπορούσε νά περπατάει στή φωτιά χωρίς νά καίγεται.Ό μάγος, θυμήθηκε ξαφνικά τά λόγια τού Θεού.
 
Θυμήθηκε πώς από όλα τά όντα τού σύμπαντος, μονάχα ή φωτιά ήξερε πώς ό γιός του ήταν φάντασμα.Αυτή ή ανάμνηση, πού τόν ηρεμούσε στήν αρχή, τώρα τόν τυραννούσε.Φοβόταν μήπως συλλογιστεί ό γιός του αυτό του τό αφύσικο προνόμιο κι ανακαλύψει τήν πραγματική του φύση: ένα είδωλο.Νά μήν είσαι άνθρωπος, αλλά προβολή τού ονείρου άλλου ανθρώπου-ταπείνωση φοβερή, ίλιγγος!
 
Κάθε πατέρας νοιάζεται γιά τά παιδιά πού γέννησε (πού επέτρεψε νά υπάρξουν) μ’ ενα άπλό σύμπλεγμα η σέ μιά στιγμή ευτυχίας. Είναι φυσικό λοιπόν νά φοβάται ό μάγος γιά τό μέλλον τού γιού του, πού τόν μελέτησε έντερο μέ έντερο, κάθε χαρακτηριστικό ξεχωριστά, σέ χίλιες καί μιά μυστικές νύχτες.
 
Οί λογισμοί του σταμάτησαν απότομα, άν καί τό τέλος τους τό είχαν ήδη προμηνύσει κάποια σημάδια.Καί πρώτα, (μετά από μεγάλη ξηρασία) φάνηκε πάνω σ’ ένα βουνό, ένα μακρινό σύννεφο, ανάλαφρο σάν πουλί.’Ύστερα, πρός τά νότια, ό ουρανός πήρε ενα χρώμα μενεξελί, όπως τά ούλα τής λεοπάρδαλης. Μετά οί καπνοί, πού σκούριασαν τό μέταλλο τής νύχτας. Κατόπιν ό πανικός τών θηρίων πού φεύγαν.
 
Γιατί έγινε πάλι, εκείνο πού’χε γίνει πολλούς αιώνες πρίν. Τά ερείπια τού ίερού τής φωτιάς, πυρπολήθηκαν. Καί μιάν αυγή χωρίς πουλιά, ό μάγος είδε νά κυλάει, κυκλώνοντας τούς τοίχους, ή φωτιά. Γιά μιά στιγμή σκέφτηκε νά καταφύγει στά νερά, ύστερα όμως, κατάλαβε ότι ό θάνατος ερχόταν νά στεφανώσει τά γηρατειά του καί νά τόν απαλλάξει όπό τούς κόπους του.
 
Περπάτησε πρός τά λεπίδια τής φωτιάς.Μά εκείνα, δέν τού δάγκωσαν τή σάρκα του τόν χάιδεψαν καί τόν πλημμύρισαν χωρίς νά τόν κεντίσουν. ‘Αλαφρωμένος, έντρομος, ταπεινός, κατάλαβε ότι κι ό ίδιος ήταν όνειρο, πού κάποιος άλλος τό ονειρευόταν.
 
Jorge Luis Borges

Βγες από την ζώνη ασφαλείας

Η ασφάλεια σαν έννοια δεν υπάρχει είναι άλλη μια παρανόηση, μια ψευδαίσθηση μια σκιά στον τοίχο. Όσο μένεις στη ζώνη ασφαλείας σου, τίποτα δεν αλλάζει στην ζωή σου. Και από τη στιγμή που επέλεξες να διαβάσεις αυτό το άρθρο, σημαίνει ότι ψάχνεις τρόπους για να βγεις. Παρακάτω σου γράφω 9 λόγους – τρόπους να σκέφτεσαι – που θα σε διευκολύνουν να κάνεις το μεγάλο βήμα …  

1) Κάνε ό,τι μπορείς για να μην είσαι επικεντρωμένος στον εαυτό σου. Δεν μπορείς να δεις τις άπειρες δυνατότητες και την ομορφιά του κόσμου εάν είσαι συνεχώς επικεντρωμένος σε αυτό που σου συμβαίνει. Εντάξει, το είδες, το ανέλυσες και τώρα κοίταξε λίγο τον ορίζοντα… Κουράγιο είναι ο φόβος που έχει κάνει τις εργασία του, μαζεύει τα κομμάτια του και προχωράει μπροστά.

2) Μέσα στο κρανίο σου έχεις έναν εγκέφαλο, μέσα στα παπούτσια σου έχεις πόδια. Μπορείς να στρέψεις τον εαυτό σου σε όποια κατεύθυνση ΕΣΥ επιλέξεις. Και ξέρεις ότι ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ! Και ΕΣΥ θα αποφασίσεις που θα πας. Μην αφήνεις κανέναν να σου υποδεικνύει ποιο είναι το σωστό για σένα ή ποιος είναι ο δρόμος σου. Ο δικός σου δρόμος είναι ΜΟΝΟ δικός σου και κανένας άλλος δεν τον γνωρίζει. Μπορείς να ακούσεις συμβουλές, αλλά ΕΣΥ αποφασίζεις.

3) Ο άνθρωπος ζει διαμέσου της εμπειρίας και όχι δια μέσου της σκέψης. Δεν πρόκειται να ζήσεις ποτέ τη ζωή σου στο μυαλό σου. Η ζωή είναι εκεί έξω. Άσε τον γρύλο και… κολύμπα! Ντύσου όμορφα, βάλε το άρωμά σου, άνοιξε την πόρτα και… ζήσε!

4) Μην φοβάσαι τον φόβο. Ο φόβος είναι ευκαιρία να κατακτήσεις κάτι καινούργιο. Ο φόβος δεν σου λέει ότι κάτι είναι κακό. Σου λέει απλά ότι είναι άγνωστο. Εκεί λοιπόν, σε αυτό το άγνωστο, είναι η ζωή που ονειρεύεσαι. Κάνε τον φόβο σου φίλο και δες τον σαν μια ευκαιρία να ζήσεις καινούργιες εμπειρίες. Κάντο κι ας φοβάσαι…

5) Νικητής είναι αυτός που αποδέχεται τα λάθη του και τις αποτυχίες του. Δεν έχει νόημα να μην τα παραδέχεσαι, διότι ΕΣΥ γνωρίζεις ότι υπάρχουν. Από εσωτερική άποψη, δεν υπάρχει απολύτως καμία αποτυχία και απολύτως κανένα λάθος. Από τη στιγμή όμως που πιστεύεις ότι απέτυχες κάπου, αποδέξου το, μάζεψε τις εμπειρίες που έμαθες και ξεκίνα πάλι από την αρχή.

6) Ο δρόμος προς την επιτυχία είναι πάντα υπό κατασκευή! Δεν πρόκειται ποτέ να φτάσεις στην απόλυτη προσωπική επιτυχία εάν ψάχνεις να βρεις έναν έτοιμο στρωμένο δρόμο. Οι στρωμένοι δρόμοι έχουν ονόματα άλλων και δεν θα γίνουν ποτέ δικοί σου δρόμοι. Τον δικό σου δρόμο τον φτιάχνεις εσύ. Γι αυτό και πάντα χρειάζεται εργασία και κούραση. Για την ακρίβεια, εάν δεν συμβαίνει αυτό στον δρόμο σου, τότε σίγουρα περπατάς σε κάποιου άλλου το μονοπάτι. Όσο όμορφο κι αν είναι όμως αυτό το μονοπάτι, δεν θα σε κάνει ποτέ να αισθανθείς πλήρης.

7) Κανείς δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις κατώτερος χωρίς τη συγκατάθεσή σου. Ο κόσμος ασκεί συνέχεια κριτική, σε όλους, στα πάντα και ακόμα περισσότερο στον ίδιο του τον εαυτό. Πάντα λοιπόν θα υπάρχουν κάποιοι που θα προσπαθήσουν να σε κάνουν να αισθανθείς κατώτερος. Αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία, γιατί το μόνο που μετράει είναι αυτό που πιστεύεις εσύ για τον εαυτό σου. Εάν εσύ είσαι ο πρώτος που υποτιμά, προσβάλλει και ασκεί ανελέητη κριτική στον εαυτό του, τότε, όσα κομπλιμέντα και να σου κάνουν, εσύ θα αισθάνεσαι πάντα χάλια. Εάν όμως αρχίσεις να αποδέχεσαι τον εαυτό σου όπως είναι, με κατανόηση ότι είσαι άνθρωπος και ότι κάνεις λάθη, θα συνειδητοποιήσεις ότι είσαι απόλυτα μοναδικός. Ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος από κανέναν. Θα είσαι απλά ο μοναδικός εσύ! Κι όταν αυτό συμβεί, πως θα μπορεί κάποιος άλλος να σε κάνει να αισθάνεσαι κατώτερος;

8) Η ηλικία είναι μια μεγάλη ανοησία. Επειδή συμφώνησαν κάποιοι στο παρελθόν ότι θα μετρούν τον χρόνο σύμφωνα με τις περιστροφές της γης γύρω από τον Ήλιο, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ο δικός σου τρόπος μέτρησης. Όταν κουράζεσαι είσαι 120 ετών, όταν είσαι χαρούμενος είσαι 17 και όταν σκέφτεσαι την καριέρα σου μπορεί να είσαι 40. Είσαι αυτό που αισθάνεσαι. Και δεν υπάρχει καμία αντικειμενικότητα σε αυτό. Μια μέρα άκουσα κάτι πολύ σοφό! Ότι ένας άνθρωπος γερνάει όταν πλέον αυτά για τα οποία μετανιώνει είναι περισσότερα από αυτά που ονειρεύεται. Και όσο η ζυγαριά γέρνει, τόσο κι αυτός γερνάει… Είναι στο χέρι σου λοιπόν να είσαι ό,τι ηλικία θέλεις!

9) Δεν έχει νόημα να ψάχνεις την ευτυχία σου στο ήδη γνωστό. Εάν η ευτυχία σου ήταν εκεί, τότε θα την είχες ήδη βρει. Άρα, η ευτυχία είναι κάπου στο άγνωστο. Όσο κι αν σε φοβίζει το άγνωστο, θυμήσου ότι κάπου εκεί κρύβεται η ευτυχία σου. Για την ακρίβεια, η ευτυχία κρύβεται μέσα σου. Αλλά για να οδηγηθείς μέσα σου πολλές φορές, χρειάζεται να δεις τον έξω κόσμο. Χρειάζεσαι τις εμπειρίες που θα σου επιτρέψουν να εισέλθεις μέσα σου. Καινούργιες εμπειρίες λοιπόν μπορείς να βρεις μόνο στο άγνωστο… Ξεκίνα… μια ιδέα είναι μόνο…

10) .... μιας κι έφτασες μέχρι εδώ, μπορείς να συμπληρώσεις ό,τι θέλεις !

Χρειάζονται Δύο

Χρειάζονται δούλοι για να υπάρχουν αφέντες. Χρειάζονται υπάλληλοι για να υπάρχουν αφεντικά. Χρειάζονται πρόβατα για να υπάρχουν θρησκείες. Χρειάζονται βλάκες για να τους κυβερνούν οι ηλίθιοι.

Κοντολογίς χρειάζονται ΔΥΟ παράγοντες για τον εξευτελισμό του ανθρώπου και ο ένας είναι ο ίδιος.

Γυναίκες σε διαμάχη

"Οι γυναίκες δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας" Ταπεινωτικά σχόλια, όπως το παραπάνω, άλλοτε αποθαρρύνουν τις γυναίκες και άλλοτε τις βγάζουν… εκτός εαυτού! Πρόκειται για μια αμφιθυμία, μια κατάσταση αμηχανίας που προκύπτει από την παραδοσιακή αντίληψη ότι δεν υπάρχουν γνήσιες γυναικείες σχέσεις, μια άποψη γένους ανδρικού, την οποία δυστυχώς συμμερίζονται και οι γυναίκες και συντηρείται αρκετά μέχρι τις μέρες μας.
 
Αυτή η παραδοσιακή “κατηγορία” εναντίον των γυναικών δεν μπορεί παρά να κατασκευάσθηκε από τον ανδρικό πληθυσμό του πλανήτη, μοναδικού άλλωστε διαμορφωτή όλων των κοινωνικών αντιλήψεων για… κάμποσες χιλιετηρίδες!
Οι άνδρες ποτέ δεν απειλήθηκαν από τις γυναικείες συγκρούσεις. Γιατί άλλωστε; Το πεδίο… μάχης ανάμεσα στις γυναίκες είχε πάντα λάφυρο τους ίδιους! Με οποιοδήποτε ρόλο -πατέρας, γιος, σύζυγος, κοινωνικός παράγοντας- ο άνδρας ασκούσε πάντα εξουσία.

Πρώτος σε κάθε ιεραρχία, στο σπίτι, στη δουλειά, στην κοινωνία, χάριζε την εύνοιά του στις γυναίκες, έδινε κάποιες παραχωρήσεις, αλλά με πολλούς όρους και αυστηρές προϋποθέσεις, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του και το συμφέρον της ανδρικής κοινότητας.
 
Γιατί λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι –χάριν της ανδρικής εύνοιας, της κοινωνικής αναγνώρισης- οι γυναίκες ανέπτυξαν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, μια αντιπαλότητα μεταξύ τους; Και γιατί πρέπει να κατηγορούνται για “φυσικές” ανικανότητες και κάποια εκ φύσεως γυναικεία χαρακτηριστικά, όταν πλέον γνωρίζουμε ότι οι κοινωνικοί και όχι οι βιολογικοί παράγοντες διαμορφώνουν τα στερεότυπα των ρόλων, τις κοινωνικές ταυτότητες και εν τέλει και τις συμπεριφορές;
 
Οι κοινωνίες υπήρξαν για χιλιετηρίδες πατριαρχικές, συντηρητικές και ιεραρχημένες, έτσι ώστε στην κορυφή της όποιας ιεραρχίας να βρίσκεται πάντα ένας άνδρας. Αυτό καθόριζε και νοηματοδοτούσε την κατάλληλη συμπεριφορά των μελών της ιεραρχίας, μοίραζε ρόλους και επέβαλλε την αναγκαία διαφορετικότητα στην ανατροφή αγοριών και κοριτσιών. Όπως σε κάθε ιεραρχία, ο ηγέτης της επιδιώκει και απολαμβάνει τα προνόμια και τις υπηρεσίες των μελών της, με αντάλλαγμα μια προνομιακή θέση ή μια ευνοϊκότερη μεταχείριση μέσα στην ομάδα.
 
Τσακώνονται λοιπόν οι γυναίκες για να κατακτήσουν την ανδρική εύνοια; Η επίδραση της ανδρικής εξουσίας, αλλά και της γυναικείας ανάγκης για την ανδρική παρουσία στη ζωή τους, οδήγησε τις γυναίκες να ορίζουν τις σχέσεις τους με επίκεντρο τους άνδρες και τη θηλυκότητα, όπως αυτή κατασκευάσθηκε και επιβλήθηκε στις πατριαρχικές κοινωνίες. Ουσιαστικά, πρόκειται για κοινωνική σύγκρουση μεταξύ των δυο φύλων, με μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου ανδρικής προέλευσης, όπου οι γυναίκες συναινούν και αποδέχονται τις κυριαρχικές ικανότητες των ανδρών, τις εσωτερικεύουν και τελικά τις θεωρούν ασυνείδητα δική τους επιλογή.
 
Ενοχή – παθητικότητα – επιθετικότητα. Είναι η ανεκτικότητα των γυναικών στις ανδρικές εντολές και το ενοχικό άγχος των γυναικείων συμμορφώσεων που μετέφερε το πεδίο σύγκρουσης στις γυναικείες σχέσεις, καθιστώντας τις γυναίκες άοπλες απέναντι στους άνδρες τους και… πάνοπλες μεταξύ τους, με όπλο τους τα στερεότυπα.
 
Πώς καθιερώθηκαν και συντηρούνται τα στερεότυπα; Τα στερεότυπα δε χρειάζονται εξηγήσεις, διαπερνούν άρρητα την κοινωνική ζωή, επιβάλλουν στάσεις και συμπεριφορές, δημιουργώντας ένα αίσθημα κοινωνικής ανεπάρκειας των γυναικών. Οι παροιμίες, τα παραμύθια, οι γελοιογραφίες, αλλά και τα σύγχρονα ΜΜΕ, όπως και τα αθώα, μοντέρνα ανεκδοτάκια διακωμώδησαν τις δύστροπες, τις στρίγγλες, τις άσεμνες, αλλά και τις φιλελεύθερες φεμινίστριες, καθιερώνοντας σε “πεδίον δόξης λαμπρόν” την τίμια γυναίκα, την ιδανική κόρη, την εξαιρετική μητέρα, την αξιόπιστη σύζυγο.
Από τη βρύση του χωριού στα σύγχρονα καφέ
 
Παρακολουθώντας ταινίες εποχής, στη θρυλική βρύση του χωριού, στο πλύσιμο της μπουγάδας στο ποτάμι, μια γυναίκα με χαρακτηριστικά “φαρμακόγλωσσας” εκπροσωπούσε τις ανδρικές, περί γυναικείων συμπεριφορών, άρρητες απαιτήσεις. Η φαρμακόγλωσσα, φορέας ηθικοπλαστικών διδαγμάτων, διέθετε και κάποια -κατά ανδρική εξουσιοδότηση- εξουσία, υπερλειτουργούσε σε σχέση με τις υπόλοιπες γυναίκες. Με τον εκβιασμό της έκθεσης καθόριζε τις ποινές. 
 
Η συμπαθέστατη για παράδειγμα Γεωργία Βασιλειάδου, το 1960 στο ρόλος της ως υποψήφια δήμαρχος, εκβίασε όλες τις γυναίκες του χωριού να την ψηφίσουν, διότι τις είχε καταχωρήσει στο… τετράδιο αμαρτημάτων της. Το παράδοξο όμως είναι, όπως τότε, και τώρα οι ίδιες οι γυναίκες διαδίδουν αδίστακτα τους -αρνητικούς για τις γυναίκες- χαρακτηρισμούς, μερικές φορές τους εμπλουτίζουν στα πλαίσια ενός ενδοφυλικού αγώνα με έπαθλο το “μήλο”, χαρισμένο από ένα άνδρα – φορέα εξουσίας ή έρωτα. 
 
Αν και σήμερα οι γυναίκες συγκεντρώνονται στα τρέντυ μπαράκια και τα κομψά καφέ, αναπαράγουν ασυνείδητα τα στερεότυπα για τις υποχρεωτικές γυναικείες συμπεριφορές, συχνά ασφυκτικές και αδικαιολόγητες για τις σύγχρονες συνθήκες της ισότητας και της ισοτιμίας. Οι γυναίκες συνεχίζουν να υπονομεύουν άθελά τους τις σχέσεις τους κάτω από ανδρικές συνθήκες διαμόρφωσης του ρόλου τους.
 
Τα παραμύθια τι λένε; Η ζωντάνια των παραμυθιών έχει τη δύναμη της ταύτισης των παιδιών με το ηρωικό πρότυπο. Συνήθεις αφηγητές των παραμυθιών είναι οι ίδιες οι γυναίκες: μητέρες, γιαγιάδες, μεγαλύτερες αδελφές εγγράφουν και διαμορφώνουν τους παραδοσιακούς ρόλους στα παιδιά τη θέση των κοριτσιών, όταν μεγαλώσουν, καθώς και τις υποχρεωτικές διαμάχες μεταξύ τους: Στα παραμύθια θα συναντήσουμε την αχάριστη γυναίκα, την κακιά μάγισσα, την τεμπέλα, την επιπόλαιη, την πονηρή που στο τέλος του παραμυθιού τιμωρούνται σκληρά από την ανδρική δύναμη και δικαιοσύνη.
 
Όσο για τα πανέμορφα, σεμνά, γεμάτα νοικοκυροσύνη κορίτσια έχουν “καλή τύχη”, δηλαδή παντρεύονται, κατά προτίμηση πάντα με ήρωες και βασιλόπουλα. Κι αν το παραμύθι αφορά κάποια γυναίκα που ρίχτηκε στον κίνδυνο και την περιπέτεια, αυτό γίνεται δεκτό μόνο ως εξαίρεση και μόνο αν η ηρωική συμπεριφορά αφορά στη σωτηρία αγαπημένων, το σύζυγο, τα παιδιά και τον πατέρα της. Φυσικά, μετά την ηρωική πράξη, πάντα επιστρέφει στην εστία και στα καθήκοντά της, κοντά στους γονείς ή το σύζυγο. Διάσημες …δυάδες!
 
Μάνα και κόρη. Συγκρούσεις ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη; Τίποτα πιο συνηθισμένο! Ο ανταγωνισμός και αντιπαλότητα της μάνας ξεκινά στην εφηβεία, όταν το κορίτσι μπαίνει στην ηλικία της επαναστατικής αμφισβήτησης και συνεχίζεται στην ενήλικη ζωή της κόρης. Οι μητέρες, άθελά τους, θα υποδείξουν τους κοινωνικούς κανόνες για το νοικοκυριό, την ανατροφή των παιδιών, τη συμπεριφορά στο σύζυγο και τα πεθερικά και θα αποτρέψουν μια πρόθεση διαζυγίου της κόρης ως “στίγμα” στη ζωή της. 
 
Η μητρική απειλή συχνά εκφράζεται με απαξιωτικούς όρους ή με την πρόσκληση και επίκληση του πατέρα-τιμωρού, δείγμα ότι η δύναμη της μάνας και είναι περιορισμένη και αντλείται από την πατρική εξουσία. Η προσβλητική μάχη μερικές φορές είναι εξοντωτική για τον ψυχισμό της έφηβης και αργότερα ώριμης γυναίκας.
 
Νύφη και πεθεράΣτον κόσμο των ανδρικών κοινωνικών αντιλήψεων, περισσότερο στις μικρές επαρχιακές πόλεις, “βασιλομήτωρ” είναι η μητέρα των αγοριών, ρόλο που αποδέχθηκαν γενιές ολόκληρες γυναικών. Αυτή την κυριαρχία δεν την αφήνει εύκολα η πεθερά. Η νύφη γι αυτήν είναι μια ξένη, ενώ η πεθερά κρατά λογαριασμούς κλεισμένους στο συρτάρι, τους οποίους εμφανίζει σε κάθε ευκαιρία με λανθάνουσα επιθετικότητα, τις γνωστές “μπηχτές”. Το “μήλο της έριδος” ο γιος, εγκλωβισμένος συχνά σε δυο μεγάλες αγάπες, περιπλέκει τα πράγματα, καθώς προσπαθεί να κρατήσει Σολομώντειες ισορροπίες.
 
Οι σύγχρονες αυτοαναφορές. Αν και οι παραδοσιακοί ρόλοι των δυο φύλων αλλάζουν, αν και η γυναικεία εξωστρέφεια συνεχώς αναπτύσσεται, οι γυναικείες διαμάχες ακόμα εμποδίζουν την αυτονομία των γυναικών.
 
Παρόλα αυτά, η αυτόνομη συναισθηματική μνήμη, αυτή που καταγράφει τα συναισθήματα και όχι τα γεγονότα, έχει καταχωρήσει την ενοχή, το αίσθημα ανεπάρκειας του γυναικείου και την ανησυχία για τη γυναικεία κατωτερότητα, έτσι όπως διδάχθηκε από τις μεγαλύτερες γυναίκες. Αυτός είναι ο λόγος που ενώ οι κοινωνικές συνθήκες αλλάζουν γρήγορα, καθυστερούν να αλλάξουν οι εσωτερικές μας στάσεις απέναντι στα στερεότυπα. 
 
Οι σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι σήμερα οι γυναικείες φιλίες και τα υποστηρικτικά δίκτυα ανάμεσα στις γυναίκες διαδραματίζουν ένα σπουδαίο ρόλο στη ζωή της. Η σπουδαία συναισθηματική ικανότητα της γυναικείας φύσης, η ενσυναίσθηση, η ήρεμη αγκαλιά μιας γυναίκας, ο ωκεανός της γλυκύτητας εμφανίζεται πλούσια στις γυναικείες σχέσεις.

Η ασθένεια της βιασύνης


Ζώντας σε ένα κόσμο που επείγεται, σε μια εποχή που όλο τρέχει, η ένταση γίνεται εθισμός. Όσο περισσότερο γεμίζουμε τη ζωή μας με μηχανήματα που γλιτώνουν χρόνο, τόσο πιο αγχωμένοι νιώθουμε. Όμως όσο πιο μακρύς είναι ο ανήφορος και όσο ψηλή είναι η κορυφή, τόσο η ταχύτητα αποκτά μικρότερη σημασία. Ποτέ οι ορειβάτες δεν ανεβαίνουν τρέχοντας.
 
Τα μεγάλα έργα και τα μεγάλα ύψη θέλουν χρόνο για να επιτευχθούν και να κατακτηθούν. Για μια βελανιδιά χρειάζονται 20 χρόνια, για μια κολοκυθιά 2 μήνες. Έχουμε χάσει την υπομονή μας. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τους αργοπορημένους, τους αδύνατους και όσους δεν μπορούν να μας …..   παρακολουθήσουν. Η ταχύτητα μας έκανε να χάσουμε την Μεγαλοσύνη που …όλα υπομένει

Αγαπημένη μου Καλημέρα


... Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.

Καλημέρα όλα εσείς κοντινά και μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω.

Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.
Απόσπασμα από το «Αγαπημένη μου» ποιητής Τάσος Λειβαδίτης

Η καταραμένη συκιά και η εκδίκησή της

«12 Την επόμενη μέρα, όταν βγήκαν από τη Βηθανία, ο Ιησούς πείνασε.13 Είδε από μακριά μια συκιά που είχε φύλλα, και πλησίασε μήπως βρει τίποτε σ’ αυτήν. ΄Οταν όμως έφτασε κοντά της, δε βρήκε τίποτε παρά μόνο φύλλα· γιατί δεν ήταν η εποχή των σύκων.14 Απευθύνθηκε τότε σ’ αυτήν και της είπε: «Ποτέ πια να μη φάει κανείς καρπό από σένα!»

Και τ’ άκουσαν αυτό οι μαθητές του. Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 11 (Μεγάλης Δευτέρας)
«και εξηράνθη παραχρήμα η συκή».  (Ματθ. 21/κα΄ 19).
 
Από τήν ώρα που ο πεινασμένος θεάνθρωπος ο Ιουδαίος Γεσουά, γνωστός ως Ιησούς, καταράστηκε τήν συκιά διότι δέν είχε εκείνη τήν στιγμή λόγω εποχής, σύκα επάνω της γιά νά φάει ο θεάνθρωπος, αυτή έκανε τό αντίθετο.

Έβγαλε κλώνους καί κλαριά καί σύκα πολλά καί γέμισε όλον τόν χριστιανικό κόσμο μέ σύκα.

Γέμισε όλο τό παπαδαριό, καθολικό καί ορθόδοξο καθώς καί όλο τό καλογερικό μαυρορασοφόρο συνάφι μέ συκιές. Κρυφές καί φανερές αγριοσυκές, άγιοσυκιές, παπαδίστικες, επισκοπικές, αρχιεπισκοπικές, Παπικές, Καρδινάλιες, λούγκρες καί μουχρίτσες όλων τών αποχρώσεων.

Ο Πάπας αποσύρεται στάς αγκάλας τού γοητευτικού του ερωμένου. Προτείνω νά κυρηχθεί η συκιά ως Αγία καί νά ορισθεί ημέρα εορτής τής Αγίας Συκής.

ΔΕΣ: Η «ΑΠΟΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ»

Χριστιανισμός και μόρφωση

Ο Αμβρόσιος (Ambrosius, 339-397), επίσκοπος Μεδιολάνου (σήμερα: Μιλάνο), ισχυρός παράγων του εκκλησιαστικού μηχανισμού και άγιος όλων των χριστιανικών δογμάτων, κήρυσσε ότι η επιστήμη ήταν ενάντια στο θεό (deus maiestatis) και μόνο τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού περιείχαν την αλήθεια.

Ο βυζαντινολόγος Steven Runciman παραθέτει στο βιβλίο του «Η τελευταία βυζαντινή Αναγέννηση» οτι: οι Βυζαντινοί λόγιοι δεν πέτυχαν να προσθέσουν κάτι στο σύνολο των γνώσεων της εποχής, δηλαδή αν συνέβαλαν στον παγκόσμιο πολιτισμό, απαντάει ο ίδιος αρνητικα http://sfr.ee.teiath.gr/historia/historia/selida301.htm#2
Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί το χριστιανισμό ως ενοποιητική δύναμη όλων των λαών της αυτοκρατορίας, ο οποίος είχε ήδη μια αξιόλογη διάδοση στις τάξεις των δούλων και άλλων απόκληρων ατόμων εκείνης της εποχής. Ο κύριος στόχος αυτής της επιλογής ήταν πολιτικός, δηλαδή η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας του απέραντου κράτους και γι” αυτό η επιβολή της ενοποιητικής θρησκείας έγινε, όχι δια της διδασκαλίας και της πειθούς, όπως διαδίδεται σήμερα μέσω της σχολικής εκπαίδευσης, αλλά διά πυρός και σιδήρου. Την εποχή του Θεοδόσιου Α” (Flavius Theodosius, 347-395) ίσχυαν πάνω από 100 νόμοι που τιμωρούσαν με αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων, εξορία, κατάσχεση περιουσιών και θάνατο, όσους πολίτες συνέχιζαν να ακολουθούν τις τελετουργίες των εθνικών θρησκειών.
Μια και δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί ενιαία εθνική ταυτότητα στην αυτοκρατορία, επιδιώχθηκε η ομογενοποίηση των πληθυσμών με τη θρησκευτική εξίσωση και μονολιθικότητα. Οι διώξεις, σφαγές και οι καταστροφές έργων τέχνης και πολιτισμού που συνέβησαν τους πρώτους αιώνες επικράτησης του χριστιανισμού, δεν έχουν παρουσιαστεί έκτοτε στην παγκόσμια ιστορία με τέτοια μαζικότητα (Βλ.Ρασσιάς: «Ιστορίες Αγάπης).
Με την πάροδο των δεκαετιών και αιώνων συγκροτεί η χριστιανική Εκκλησία, άλλοτε με την υποστήριξη του κράτους σε πνεύμα «συναλληλίας», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε η στενή συνεργασία των δύο φορέων, και άλλοτε με αξιοποίηση πολιτικών και πολεμικών γεγονότων, ένα επαγγελματικό ιερατείο με κλιμακωτή ιεραρχία, όπως στην ιουδαϊκή θρησκεία, και ένα εκτεταμένο διοικητικό μηχανισμό, ο οποίος απέκτησε μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία (δωρεές, κατασχέσεις, εξαγορές κ.ά.) και πηγές εσόδων με σημαντική ροή χρημάτων. Έτσι, αυτοεπιβαλλόμενη και ως αποκλειστικός διαμεσολαβητής μεταξύ επίγειου και θείου, αναδεικνύεται η Εκκλησία σταδιακά σε φορέα πλούτου και εξουσίας και λειτουργεί ως μηχανισμός πολιτικού, οικονομικού και πνευματικού καταναγκασμού και ελέγχου της ζωής σε Ανατολή και Δύση.
Η βίβλος του Νικήτα, 535 μ.Χ. Τα μηνύματα και οι ενέργειες για υποβάθμιση και περιθωροιοποίηση της γνώσης ήταν από την επιβολή του χριστιανισμού και σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα πάμπολλα. Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά μερικά χαρακτηριστικά μόνο:
Ο Αμβρόσιος (Ambrosius, 339-397), επίσκοπος Μεδιολάνου (σήμερα: Μιλάνο), ισχυρός παράγων του εκκλησιαστικού μηχανισμού και άγιος όλων των χριστιανικών δογμάτων, κήρυσσε ότι η επιστήμη ήταν ενάντια στο θεό (deus maiestatis) και μόνο τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού περιείχαν την αλήθεια.
Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος επιτίθεται σε «αιρετικούς», λέγοντας ότι «περιφρονώντας τα ιερά κείμενα του Θεού ασχολούνται με τη γεωμετρία. διότι είναι άνθρωποι της γης, μιλούν γήινη γλώσσα και δεν γνωρίζουν Εκείνον ο οποίος έρχεται από τον ουρανό. Με ζήλο μελετούν τη γεωμετρία του Ευκλείδη. Θαυμάζουν τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο. Μερικοί μάλιστα σχεδόν προσκυνούν τον Γαληνό».
Με νόμο του έτους 385 (Θεοδοσιανός Κώδιξ 9.16.12) καλούνται όλοι οι Μαθηματικοί (Mathematici) της Αυτοκρατορίας, είτε να μεταβούν σε διαρκή εξορία, είτε να παραδεχτούν τις «αμαρτίες» τους και να εκχριστιανιστούν.
Ο εκκλησιαστικός πατέρας Αυγουστίνος (Aurelius Augustinus, 354-430), επίσκοπος Ίππωνος της Λιβύης, επίσης άγιος όλων των χριστιανικών δογμάτων, έγραφε ότι οι «μηχανικές τέχνες» δεν ήταν χρήσιμες σε ένα χριστιανό, τα μαθηματικά ήταν «επικίνδυνα» και η ενασχόληση με την ποίηση «αμαρτία».
Στην οικουμενική σύνοδο της Εφέσου το έτος 431, δίνεται το σύνθημα για προβάδισμα της πίστης έναντι της λογικής: «… πίστευε τώ θαύματι καί μή ερεύνα λογισμοίς τό γενόμενον… »
Στον Ιουστιν. Κώδικα, Ι 1.3 και στα Βασιλικά, βιβλίον Α΄, τίτλος Α΄, διάταγμα γ΄ επιτάσσεται το κάψιμο των βιβλίων του Πορφύριου Μάλχου (3ος αιώνας μ.Χ.) και άλλων: «Θεσπίζομεν, πάντα όσα Πορφύριος υπό της εαυτού μανίας ελαυνόμενος ή έτερός τις κατά της των Χριστιανών ευσεβούς θρησκείας συνέγραψε, παρ” οιωδήποτε ευρισκόμενα πυρί παραδίδοσθαι. Πάντα γαρ τα κινούντα τον θεόν εις οργήν συγγράμματα και τας ψυχάς αδικούντα, ουδέ εις ακοάς ανθρώπων ελθείν βουλόμεθα.»
Tο έτος 1082 καταδικάστηκε στην Κων/πολη από τον πατριάρχη Ευστράτιο Γαρίδα ο «ύπατος των φιλοσόφων» Ιωάννης Ιταλός με έντεκα αναθέματα σε υποχρεωτικό μοναστικό εγκλεισμό, με το σκεπτικό ότι ο Ιταλός ήταν: «Ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και διέδιδε: «… μακάβριες διδασκαλίες των Ελλήνων (Πλάτωνα και Νεοπλατωνικών) σε σχέση με την ψυχή, τη μετεμψύχωση, το σώμα, με το οποίο θα αναστηθούν οι άνθρωποι κατά τη δεύτερη παρουσία, τήν άρνηση του εκκλησιαστικού δόγματος ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός…»
Το έτος 1163 απαγορεύει ο πάπας Αλέξανδρος ΙΙΙ σε όλους τους κληρικούς τη μελέτη της Φυσικής.
Ο Θωμάς Ακινάτης (Thommaso d” Aquino, 1225-1275), εκκλησιαστικός φιλόσοφος που αξιοποίησε τα κείμενα του Αριστοτέλη για την καθολική διδασκαλία, δηλώνει ότι «Η αναζήτηση γνώσης είναι αμαρτία, όταν δεν αποβλέπει στην αναζήτηση του θεού.»
Ο βιογράφος του Ιωάννη Ψυχαΐτη χαρακτηρίζει τον Όμηρο «πομφόλυγα» (=φούσκα) και τις επιστήμες της αστρονομίας, γεωμετρίας και αριθμητικής ανυπόστατες (Da Costa-Louillet: «Saints de Constantinople…», Brussels 1954.)
Το έτος 1380 απαγορεύει το αρμόδιο όργανο για την παιδεία στη Γαλλία κάθε ενασχόληση με τη Χημεία, ύστερα από εντολή του πάπα Ιωάννη XXII.
Ο Γεώργιος Σχολάριος, μετέπειτα υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος, γράφει στον κυβερνήτη της Πελοποννήσου πώς να τιμωρεί μέχρι θανάτου τους Ελληνιστάς – προφανώς αυτούς που μελετούσαν τα αρχαιοελληνικά φιλοσοφικά και λογοτεχνικά κείμενα: «… τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής … ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ.»
Σ΄αυτή την ατμόσφαιρα καταστροφής, συκοφάντησης και υποβάθμισης του πολιτισμού και της γνώσης γενικότερα, προφανέστατα δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει συνέχεια στην επιστήμη, τα γράμματα και τις τέχνες. Τα επιφανή πνεύματα που παρουσιάζονται σε κάθε εποχή, εύρισκαν κατά το Μεσαίωνα απασχόληση και μισθοδοσία στις διάφορες εκκλησιαστικές δραστηριότητες (ιεραποστολική, οργανωτική, δογματική, θεωρητική) και δεν χρειαζόταν πια να επιδίδονται με ίδιες δαπάνες και προσωπικό κίνδυνο (βλέπε τύχη της μαθηματικού Υπατίας, 370-415 μ.Χ.) στη μελέτη της φύσης, του ανθρώπου και της κοινωνίας, όπως αυτό συνέβαινε κατά την ελληνορωμαϊκή εποχή. Το επάγγελμα του κληρικού εξασφάλιζε ακόμα την απαλλαγή από στρατιωτικές και άλλες συναφείς υποχρεώσεις, καθώς επίσης τη δυνατότητα ισόβιας, ανεξέλεγκτης και αφορολόγητης πρόσβασης σε πακτωλό πλούτου. Τη διέξοδο της χειροτονίας ακολουθούσαν και όσοι, με ταπεινή καταγωγή, επεδίωκαν να λυτρωθούν από τη φτώχεια και να αποκτήσουν μια αξιοπρεπή κοινωνική θέση.
Να σημειωθεί δε ότι, οι τυχόν μορφωμένοι που προσχωρούσαν στο χριστιανισμό ή ήταν εκ γενετής μέλη της επίσημης κρατικής θρησκείας, ανέβαιναν εύκολα τις βαθμίδες της ιερατικής και διοικητικής κλίμακας, δεδομένου ότι στους πρώτους αιώνες υπήρχε και σημαντική έλλειψη μορφωμένων στελεχών στους κόλπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού. Στην οικουμενική σύνοδο της Εφέσου το έτος 431, στην οποία θεσπίστηκαν σημαντικά δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, πολλοί από τους συμμετέχοντες επισκόπους δεν γνώριζαν καν ανάγνωση και γραφή. Στη δε σύνοδο της Χαλκηδόνας το έτος 451, περίπου 40 επίσκοποι ήταν αποδεδειγμένα αναλφάβητοι!
Αντίπαλη ιδεολογία σ” αυτή την «επουράνια τάξη» που εγκαθίδρυσαν οι Ρωμαίοι στρατηγοί σε συνεργασία με τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, δεν ήταν ένας άλλος αυτοκράτορας, μία άλλη δυναστεία ή ένας άλλος πατριάρχης. Αντίπαλη ήταν η «τάξη των ανθρώπων», η Δημοκρατία, που στηρίζεται στην αμοιβαία αποδοχή και στη συναίνεση. Βέβαια, μεταξύ αθηναϊκής δημοκρατίας των πολιτών και της «θεόπνευστης» ασιατικής δεσποτείας (Φ. Μαλιγκούδης) δεν υπήρχε άμεση χρονική συνέχεια. είχαν παρεμβληθεί μερικοί αιώνες μεγαλομανών και εγωπαθών ηγετών που θεοποιούσαν τους εαυτούς τους ή τους συγγενείς και φίλους τους και οι οποίοι, μαζί με την ολιγαρχία της κάθε εποχής, κατασπατάλησαν το περίσσευμα πολιτισμού που είχε δημιουργηθεί στο χώρο ελληνικής επιρροής. Στη διάρκεια αυτής της ενδιάμεσης εποχής είχε μεθοδευτεί πλήθος ευτελισμών και ισοπεδώσεων από τις οπισθοδρομικές δυνάμεις κάθε μορφής, ώστε κάποια εποχή να φαντάζει σαν ανανέωση και πρόοδος η επιβολή της «ελέω θεού» αυτοκρατορίας, στηριγμένη στα όπλα μισθοφορικών στρατευμάτων και νομιμοποιημένη με ιδεολογήματα ανατολίτικων μυστικιστικών δοξασιών.
Δεν αποτελεί υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η επιστημονική πρόοδος στους 11 αιώνες του Βυζαντίου, με την αρχαιο-ελληνική και με τη σύγχρονη αντίληψη, μπορεί να θεωρηθεί από αμελητέα μέχρι ανύπαρκτη, αν εξαιρέσουμε μεμονωμένα επιφανή πνεύματα, τα οποία παρουσιάζονται σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία. Υπάρχει όμως ένας σημαντικός κλάδος μελέτης και έρευνας που δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε στο ανατολικό κράτος σ” αυτούς τους αιώνες της μορφωτικής υποβάθμισης και του σκοταδισμού: η δαιμονολογία! Αυτός ο κλάδος γεννήθηκε στην ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε, από τη μια με τις βαθιά ριζωμένες στο λαό και τους λόγιους θρησκευτικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες και από την άλλη με τις διαδιδόμενες από μοναχούς και λόγιους ιστορίες σχετικά με τη «φύση του σατανά και τις επιδράσεις του».
Η «πολυμορφική φύση των δαιμόνων» απαιτούσε τη συστηματική μελέτη τους με τελετουργίες και τεχνικές αναγνώρισης, εντοπισμού, εξορκισμού κλπ., κάτι σαν τη σύγχρονη αφρο-αμερικάνικη μαύρη μαγεία του «βουντού». Η δαιμονολογία μελετά οτιδήποτε έχει σχέση με τους δαίμονες και τα πνεύματα και αποτέλεσε προϊόν της ανάγκης των χριστιανών να εξερευνήσουν τη φύση του «εχθρού», ώστε να είναι δυνατή η «επιτυχής αντιμετώπισή του» (Χριστιανίδης κ.ά.: «Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα…», βλέπε Βιβλιογραφία). Ο εισαγόμενος από τη Μέση Ανατολή στον ελληνόφωνο χώρο σατανάς αποτέλεσε έτσι αίτιο για δημιουργία δήθεν «επιστημονικών κλάδων», με τους οποίους ασχολήθηκαν επισταμένως διάφοροι βυζαντινοί λόγιοι, κυρίως ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αιώνας). Βέβαια, ένα σύγγραμμα που αποδίδεται στον Ψελλό, με τίτλο «Περί Δαιμόνων», πιθανόν να έχει άλλον συγγραφέα.
Ο βυζαντινολόγος Steven Runciman παραθέτει στο βιβλίο του «Η τελευταία βυζαντινή Αναγέννηση» (βλέπε Βιβλιογραφία) τους σημαντικότερους δημιουργούς των ύστερων βυζαντινών αιώνων, των οποίων το έργο υποβαθμίζει όμως ο ίδιος χαρακτηρίζοντάς το κατά κανόνα ως ανεπαρκές, αφελές κ.ο.κ. Στο καταληκτικό ερώτημά του δε, αν οι Βυζαντινοί λόγιοι πέτυχαν να προσθέσουν κάτι στο σύνολο των γνώσεων της εποχής, δηλαδή αν συνέβαλαν στον παγκόσμιο πολιτισμό, απαντάει ο ίδιος αρνητικά, παραπέμποντας στο κλίμα παρακμής που χαρακτήριζε ειδικότερα τους 2-3 τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου. Με την έννοια αυτή, ο «μυστηριακός τρόπο λειτουργίας» του βυζαντινού κράτους που επικαλούνται μερικοί Ιστορικοί, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το ιδεολόγημα, σίγουρο είναι ότι δεν βοήθησε στην παραγωγή αξιομνημόνευτου πολιτισμικού έργου. 
Σήμερα, με την ύστερη γνώση των μετέπειτα εξελίξεων, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε ότι η αλλαγή από την «τάξη των ανθρώπων» στην «τάξη του θεού» οδήγησε τον ελληνόφωνο χώρο σε πολιτισμική και μορφωτική υποβάθμιση και ανέκοψε την επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξή του μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα περίπου, οπότε προσδέθηκε ουσιαστικά ο ελληνικός πληθυσμός στο επιστημονικό και τεχνολογικό τραίνο της Δύσης.