Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Ο Κύκλος των Πολεμιστών

Ο Πρίγκηπας Σεκ αναζήτησε τον Δάσκαλο του Ξίφους. Ο ήλιος ήδη είχε ανεβεί ψηλά στο μοναστήρι, όταν ξύπνησε, και ο Πρίγκηπας ένιωθε ότι επιτέλους είχε βρει τον Δάσκαλο που πάντα έψαχνε. «Που θα βρω τον Δάσκαλο;» ρώτησε το καλόγερο που ήταν συνοδός του. «Ο Δάσκαλος μου παρήγγειλε ότι σας περιμένει στον Κύκλο των Πολεμιστών» ήταν η απάντηση. Ο Πρίγκηπας αφού έφαγε κάτι πρόχειρο, ζώστηκε την χρυσή αρματωσιά του και το εξαίσιο ξίφος του και συνοδευόμενος από την ακολουθία του, είκοσι επίλεκτους σωματοφύλακες ξεκίνησε.

«Που είναι ο Κύκλος των Πολεμιστών», ρώτησε το καλόγερο-συνοδό του. –«Δεν γνωρίζω Υψηλότατε» -«Αν δεν γνωρίζεις που είναι ο Κύκλος, τι διάολο συνοδός είσαι; Οδήγησε με στο Δάσκαλο, ξέρεις που είναι τέτοια ώρα;» -«Αν δεν κάνω λάθος Υψηλότατε αυτή την ώρα θα βρίσκεται στη κεντρική σάλα, όπου μοιράζονται οι εργασίες μεταξύ των καλογέρων» -«Τότε βλάκα, κάνε κάτι χρήσιμο και πήγαινέ με εκεί!»

Στη κεντρική σάλα ήταν μαζεμένοι σταυροπόδι σε κύκλο οι καλόγεροι, και στη μία πλευρά ο Δάσκαλος όπου συντόνιζε τη συζήτηση, τι ήταν αναγκαίο να γίνει, και ποιος θα εκτελέσει τη κάθε εργασία. Οι σωματοφύλακες με θόρυβο εισήλθαν στην αίθουσα, κλωτσώντας τους καλόγερους, τους υποχρέωναν να προσκυνήσουν και να ανοίξουν δρόμο για να περάσει ο γιός του Αυτοκράτορα, ο Πρίγκηπας Σεκ. Ο Πρίγκηπας είπε:
 
-«Δάσκαλε του Ξίφους, ταξίδεψα τη μισή αυτοκρατορία για να σε βρω και να μάθω την απαράμιλλη τεχνική σου στο ξίφος! Είμαι έτοιμος να ξεκινήσουμε το μάθημα, δείξε μου άμυνα, δείξε μου επίθεση, δείξε μου πώς να κινούμαι στη μάχη!»
 
-«Αγαπητέ μου φίλε Πρίγκηπα. Κάποτε ασχολούμουν με το να μάχομαι με το ξίφος. Τώρα πια ξέρω όμως ότι η μεγαλύτερη μας δύναμη βρίσκεται μέσα μας και είναι πέρα από άμυνα και επίθεση, είναι στο να ενσαρκώνουμε τη Δύναμη του Θεού, χωρίς να κάνουμε καμία μάχη. Επιπλέον δεν διδάσκω εδώ και τώρα. Διδάσκω στο Κύκλο των Πολεμιστών, και αυτή τη στιγμή καταμερίζουμε τις δουλειές στο μοναστήρι. Ξέρεις εδώ είμαστε όλοι ίσοι, τόσο στη μορφή όσο και στην εργασία μας. Αν λοιπόν θες να μείνεις εδώ και να μάθεις από εμένα, το πρώτο που πρέπει να μάθεις είναι ότι δεν είσαι καλύτερος ή ανώτερος από οποιονδήποτε καλόγερο του μοναστηριού.
 
Θα πρέπει να στείλεις την ακολουθία σου πίσω στο παλάτι και να μείνεις μόνος. Εδώ έχει ένα ράσο, βγάλε τη χρυσή αρματωσιά και το σπαθί σου και φόρεσε το ράσο μας. Όσον αφορά την εργασία σου, η πρώτη εργασία που κάνει κανείς εδώ είναι να πιάσει τη σκούπα και να αρχίσει με το σκούπισμα της σάλας. Ξεκίνα το σκούπισμα λοιπόν, ή φύγε από δω!»

Μία απόλυτη ησυχία επικράτησε στη σάλα. Ο Νιουκ, ο πρώτος σωματοφύλακας του Πρίγκηπα του είπε: «Υψηλότατε, αφήστε με να αποκεφαλίσω αυτόν τον αναιδή!» Ο Πρίγκηπας του έγνεψε να πάψει, και απάντησε στον Δάσκαλο: «Πως είναι δυνατόν να μου ζητάς αυτό το ανήκουστο πράγμα; Να αφήσω την ακολουθία μου, να φορέσω ράσο και να σκουπίσω; Ξεχνάς ότι γεννήθηκα Πρίγκηπας;» -«Ναι, αλλά αν θέλεις να συνεχίσεις θα πρέπει να σταματήσεις να είσαι Πρίγκηπας και να γίνεις καλόγερος.»               
 
-«Όχι Δάσκαλε, θέλω να με διδάξεις, θέλω να έρθω στο Κύκλο των Πολεμιστών, αλλά δεν μπορώ να απαρνηθώ αυτό που είμαι. Θα φύγω!»
-«Όπως θέλεις Πρίγκηπα. Μείνε τουλάχιστον αυτή τη νύχτα και φύγε αύριο το πρωί.»
-«Ας γίνει έτσι Δάσκαλε». Ο Πρίγκηπας έκανε μεταβολή, και οι σωματοφύλακες φεύγοντας κοιτούσαν με αποστροφή, περιφρόνηση και θυμό το Δάσκαλο.
 
Εκείνη τη μέρα ο Πρίγκηπας περιπλανήθηκε στα άγρια βουνά που ήταν τριγύρω από το μοναστήρι, και το βράδυ κουρασμένος έπεσε να κοιμηθεί στο καλύτερο δωμάτιο του μοναστηριού. Είχε σκοπό να φύγει αύριο το πρωί, χωρίς να ξανάβλεπε τον Δάσκαλο. Μία παράξενη μελαγχολία κυριαρχούσε στη καρδιά του. Σύντομα τον πήρε ο ύπνος.
 
Ένα χτύπημα στη πόρτα, στο μέσο της νύχτας, τον ξύπνησε. -«Υψηλότατε, ο Δάσκαλος σας περιμένει στο Κύκλο των Πολεμιστών» είπε ο συνοδός καλόγερος. Ο Πρίγκηπας φόρεσε την χρυσή αρματωσιά του και το εξαίσιο ξίφος του. Παραξενεύτηκε που κανένας σωματοφύλακας του δεν ήταν ξύπνιος, η λαχτάρα του όμως ήταν τόσο μεγάλη που άφησε την ακολουθία του πίσω και ακολούθησε μόνος τον συνοδό καλόγερο στο δρόμο για το Κύκλο των Πολεμιστών.   

Ο Πρίγκηπας οδηγήθηκε μέσα από το μισοσκόταδο, στα σοκάκια του μοναστηριού. Αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα του μοναστηριού πιο γαλήνια, και οι εικόνες γύρω του φαίνονταν να πάλλονταν με ένα παράξενο τρόπο, που το απέδωσε ότι ήταν μία εντύπωσή του, μιας και είχε μόλις ξυπνήσει. Στο κεντρικό προαύλιο του μοναστηριού, μπήκαν στην αίθουσα του «Κύκλου των πολεμιστών». Ο Πρίγκηπας θα ορκιζόταν ότι ήταν εκεί που το πρωί ήταν η κεντρική σάλα.
 
Λιβάνια καίγονταν παντού, και ο Πρίγκηπας καταλάβαινε ότι εισέρχεται σε ένα ιερό μέρος. Στην είσοδο μία επιγραφή: «Ένα ξίφος, μια ιστορία». Ο Πρίγκηπας καταλάβαινε ότι εδώ ήταν το μέρος που είχε γεννηθεί με σκοπό να εισέλθει. Με αποφασιστικό βήμα μπήκε μέσα και το κάθε μόριο λες του αίματός του ήταν ζωντανό και επάγρυπνο για αυτό που επρόκειτο να συναντήσει.
 
Αντίκρυσε ένα μεγάλο Κύκλο, και γύρω του καθισμένοι σταυροπόδι ήταν Πολεμιστές ντυμένοι με τις πιο μεγαλοπρεπείς πανοπλίες που είχε δει ποτέ του ο Πρίγκηπας. Ο Δάσκαλος του Ξίφους ήταν στο κέντρο του κύκλου και φορούσε μία πανοπλία από ένα άγνωστο υλικό, λες και ήταν από διαμάντια που ακτινοβολούσε φως ολόγυρα.
 
- «Καλωσήρθες Σεκ! Χαιρόμαστε που σε ξαναβλέπουμε κοντά μας.» του είπε ο Δάσκαλος.
 
-«Έχω ξανάρθει στο Κύκλο των Πολεμιστών;»
 
-«Ο κύκλος των Πολεμιστών υπάρχει πέρα από το χρόνο, Σεκ. Πάντα ήσουν μέλος του, ωστόσο σε μία ομαδική ψευδαίσθηση που οι άνθρωποι καλούν Κόσμο, και όπου όλα φαίνονται να είναι ξεκομμένα και διαχωρισμένα από αυτό που υπάρχει στην Αλήθεια χρειάστηκε να στείλουμε ένα πολεμιστή μας με μία αποστολή: Να γίνει ο καλύτερος Ξιφομάχος, ο καλύτερος μαχητής.»
 
-«Ναι, από πάντα γνώριζα ότι κάτι έχω που με συνδέει με το ξίφος. Πάντα ήθελα να γίνω ο καλύτερος μαχητής. Θα με βοηθήσετε να γίνω ο καλύτερος ξιφομάχος; Θα πρέπει να οδηγήσω την Αυτοκρατορία σε πολέμους, να κατακτήσουμε τη χώρα των λευκών ανθρώπων και τη χώρα των μελαψών ανθρώπων στη Δύση, τα νησιά της Ιαπωνίας στην Ανατολή;»
 
-«Όχι, Σεκ. Ο στόχος σου ως μαχητής, είναι να μη σκοτώνεις πια, να μη βάφεις τα χέρια σου με αίμα, να μην κατακτάς κάτι με τη βία.»
 
-«Μα πως γίνεται αυτό; Ο πρώτος κανόνας του σπαθιού είναι ότι ο ικανότερος ζει, ο αδύνατος πεθαίνει ή υποτάσσεται.»

-«Όχι Σεκ, εδώ ήρθες για να μάθεις ότι το κάθε ξίφος έχει μία ιστορία να σε διδάξει. Η μεγαλύτερη δύναμη του Ξίφους είναι όταν το χρησιμοποιείς για να δημιουργείς και όχι για να σκοτώνεις. Το Ξίφος όταν το χρησιμοποιείς σαν μία προέκταση των χεριών σου για να σκοτώνεις, αποκτάς μία τεχνική, αλλά σίγουρα γερνάς, σίγουρα κάποτε θα βρεθεί κάποιος καλύτερος από σένα και θα πεθάνεις. Όταν το Ξίφος το χρησιμοποιείς σαν μία προέκταση της Ψυχής σου, τότε δεν σκοτώνεις, αλλά τροποποιείς τη ψευδαίσθηση, το κόσμο, γύρω σου και δημιουργείς. Τότε έχεις την απόλυτη δύναμη. Τότε είσαι ξανά αθάνατος και αήττητος ταυτόχρονα.»
 
-«Πως μπορώ να είμαι αυτός ο αήττητος μαχητής;»
 
-«Όταν ξεχάσεις το μίσος και καταλάβεις ότι δεν είσαι απλά ο Σεκ, αλλά είσαι ο κάθε άνθρωπος ταυτόχρονα, ακόμα και ο άνθρωπος που δεν γνώρισες ποτέ. Είσαι επίσης ο εχθρός σου, ο κάθε άνθρωπος που μάχεσαι είσαι επίσης εσύ, αν δεις τη πραγματικότητα από εκεί που τη βλέπουμε εμείς. Έτσι φίλε μου καταλαβαίνεις ότι σε αυτή τη μάχη δεν μπορείς ποτέ να είσαι ο νικητής. Μόνο με τη γνώση μπορείς να ξεφύγεις από αυτή την αέναη, μάταιη μάχη.»
 
-«Δάσκαλε, θέλω στο εξής να εισέλθω στο Κύκλο των Πολεμιστών.»
 
-«Σεκ, από αυτή τη στιγμή είσαι ξανά στο Κύκλο.»
 
Ο Πρίγκηπας ένιωθε να τραντάζεται. «Υψηλότατε, πρέπει να ξυπνήσετε, ξημέρωσε πια και πρέπει να φύγουμε» του είπε ο Νιουκ, ο αρχηγός της σωματοφυλακής του. Ο Πρίγκηπας άνοιξε τα μάτια του, αντίκρυσε ξανά τη μονότονη γκρίζα πραγματικότητα. Ένα όνειρο ήταν αυτό που είδε. Αλλά όχι ένα συνηθισμένο όνειρο.
 
«Νιουκ, φύγετε χωρίς εμένα για το παλάτι.» -«Υψηλότατε, τι είπατε; …» - «Νιουκ, σε ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν σε χρειάζομαι πια…» -«Υψηλότατε  σας ικετεύω να σκεφτείτε πιο λογικά …» - «Δεν χρειάζεται να σκεφτώ τίποτα Νιουκ, σε διατάζω να φύγετε.» - Ο παλιός στρατιώτης με μία θλίψη στα μάτια έκανε μεταβολή φεύγοντας, ενώ ο Πρίγκηπας αναζητούσε τα ρούχα που θα φορούσε. Σε ένα κάθισμα στη γωνία περίμενε ένα ράσο και μία σκούπα…
 
«Τι έκανε λέει, ο γιός μου έγινε με τη θέλησή του ένας φτωχοκαλόγερος από αυτούς που τρώνε κάθε μέρα χυλό;» -«Ναι Μεγαλειότατε αυτή είναι η αλήθεια» απάντησε ο Νιουκ ο αρχηγός της σωματοφυλακής του Πρίγκιπα, καθώς έδινε αναφορά στον Αυτοκράτορα της Κίνας για το ταξίδι που έκανε ο Πρίγκιπας Σεκ στα βόρεια της χώρας, με σκοπό να γίνει ο καλύτερος  ξιφομάχος.
 
-«Μα καλά Νιουκ, πως μπόρεσες να τον αφήσεις και να φύγεις» ρώτησε ο Αυτοκράτορας.
 
-«Μεγαλειότατε, η εκπαίδευσή μου έγινε στο να εκτελώ τις  διαταγές, όσο και αν δεν συμφωνώ με αυτές, όσο και αν μου φαίνονται παράλογες. Έπρεπε να εκτελέσω τη διαταγή του Πρίγκιπα, αλλά βλέπετε ήρθα σε Εσάς για να αναφέρω πλήρως το συμβάν.»
 
«Το στερνοπαίδι μας καλόγερος; Μα που ακούστηκε; Εγώ ποτέ δεν θεωρούσα ότι αυτό θα ήταν επιλογή ενός μέλους της Αυτοκρατορικής οικογένειας!» είπε η Αυτοκράτειρα.
 
«Σωστά», είπε ο Αυτοκράτορας, «το φυσιολογικό θα ήταν να είναι στρατάρχης σε κάποια από τις εκστρατείες μας, να διατάζει τους στρατηγούς μας εκεί που μύριοι  κάθε μέρα βλέπουν το θάνατο. Θα μπορούσε να είναι Διοικητής επαρχίας ή κρατιδίου, να απομυζά όλο το χρυσό, να οδηγεί τους απλούς ανθρώπους σε απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση και να διασκεδάζει μάλιστα εκτελώντας τακτικά κάποιους κακομοίρηδες από αυτούς, που προτίμησαν να κλέψουν αντί να πεθάνουν από τη πείνα, και έτσι τρομοκρατώντας, να τον προσκυνάνε και να τον μακαρίζουν οι υπόλοιποι.»

«Θα μπορούσε», είπε η Αυτοκράτειρα, «να κάθεται εδώ στο παλάτι. Το πρωί να πηγαίνει για κυνήγι ελαφιών και το βράδυ να σκαρώνει στιχάκια και ποιήματα, να διοργανώνει γλέντια και γιορτές και στο κρεβάτι του να έρχεται κάθε νύχτα και διαφορετική παρθένα παλλακίδα. Θα μπορούσε να κάνει περιοδείες και επισκέψεις στα πέρατα του Βασιλείου μας, να βρίσκει χίλια δυο υπέροχα πράγματα να μου φέρνει για δώρο όταν επιστρέφει.»
 
«Ναι, αυτή θα ήταν μια φυσιολογική συμπεριφορά.» πρόσθεσε ο Αυτοκράτορας. «Εγώ είχα σχέδια για αυτόν, θα τον πάντρευα με τη κόρη κάποιου από τους εχθρούς μου και με τον τρόπο αυτό θα τον έκανα φίλο μου. Με ποιο δικαίωμα μου άλλαξε αυτά τα σχέδια; Μα πες μου Νιουκ, με τι μπορεί να ασχολείται εκεί στο μοναστήρι που τον άφησες; »
 
-«Πιθανότατα θα σκουπίζει, Μεγαλειότατε.»
 
«Ο γιος μου να σκουπίζει!» ξέσπασε η Αυτοκράτειρα. «Μα εσύ άντρα μου, τελικά είσαι ή δεν είσαι Αυτοκράτορας της Κίνας; Θα λογικέψεις ή όχι το γιο μας που ζουρλάθηκε και έγινε καλόγερος; Θυμήσου! Αυτό το παιδί μας γεννήθηκε και θα πεθάνει Πρίγκιπας, όχι κάτι άλλο.»
 
Ο Αυτοκράτορας με επιβλητικό ύφος έδωσε διαταγές στο Νιουκ, ενώ ταυτόχρονα ο γραφέας συνέτασσε το απαραίτητο αυτοκρατορικό έγγραφο: «Νιουκ, θα πάρεις χίλιους από τους καλύτερους μου πολεμιστές, όσο χρυσάφι χρειαστείς, και θα μου φέρεις πίσω τον Πρίγκιπα. Αν χρειαστείς να σκοτώσεις οποιονδήποτε σου αντισταθεί, σκότωσε. Αν ο Πρίγκιπας κρύβεται στο μοναστήρι, κάψτο. Αν ο Πρίγκιπας σου αντισταθεί, χρησιμοποίησε πάνω του βία. Αν δεν μπορέσεις να κάνεις αλλιώς, φέρε τον Πρίγκιπα εδώ πίσω, έστω και νεκρό. Προτιμώ να κηδευτεί σαν Πρίγκηπας παρά να ζει σαν καλόγερος και να με ρεζιλεύει. Πήγαινε!»
 
Ο Νιουκ έφυγε και άρχισε να εκτελεί τις εντολές του Αυτοκράτορα με ζήλο. Σύντομα διάλεξε προσωπικά και συγκέντρωσε χίλιους από τους καλύτερους πολεμιστές. Τους οργάνωσε σε λόχους και ξεκίνησε για το βορρά. Για το μοναστήρι όπου ήταν ο Δάσκαλος του Ξίφους…
 
Εντωμεταξύ, ο Πρίγκιπας Σεκ, που τώρα είχε γίνει απλά ο καλόγερος Σεκ, συνέχιζε καθημερινά να ασχολείται με τις δουλειές του μοναστηριού: Σκούπισμα, κουζίνα, χωράφια. Παράλληλα έρευνα και επίκληση του Θεού. Το βράδυ με το σώμα του του ονείρου επισκεπτόταν το Κύκλο των πολεμιστών. «Μα σε τι μου χρησιμεύει όλη μέρα να κάνω τόσες αγγαρείες εδώ στο μοναστήρι; Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι πιο ενεργητικό;»
 
«Φίλε μου Σεκ», του απάντησε ο Δάσκαλος του Ξίφους, «μέσα από τη χαζή και μουντή καθημερινότητα είναι που προετοιμάζεσαι. Αν κάθε στιγμή μπορείς και παρατηρείς τον εαυτό σου, θα δεις ότι αναβλύζουν χαρακτηριστικά του χαρακτήρα σου που δεν θα ήθελες να έχεις: Φόβος, θυμός, θλίψη, υπερηφάνεια, μίσος. Αν κάθε στιγμή είσαι επάγρυπνος τα ανακαλύπτεις και συνειδητά μπορείς να αλλάζεις τη στάση στη ζωή, επιλέγοντας το τι θα κάνεις. Επιπλέον όταν είσαι επάγρυπνος αισθάνεσαι τον πραγματικό αήτητο και αθάνατο Εαυτό σου που ζει στο σώμα σου και τον καταλαβαίνεις μόνο στο εδώ και τώρα. Νιώθοντας Αυτόν, έχεις ήδη βρει την ευτυχία, και με χαρά αφήνεις πίσω το μίζερο ανθρωπάριο που ήσουν και γίνεσαι ο αυθεντικός άνθρωπος που μπορεί να κάνει τα πάντα.»
 
«Όσο για το ότι θα ήθελες να κάνεις κάτι πιο ενεργητικό, η μοίρα πρόκειται να σε φέρει στο να δώσεις τη πρώτη σου μάχη…»    

«Η πρώτη μου μάχη;» αναρωτήθηκε ο Σεκ. Στο νου του ήρθε όλη η σειρά των αντιπάλων του που είχε νικήσει με το ξίφος, αυτός ο τόσο δεινός Ξιφομάχος. Μα τώρα πια στο μοναστήρι είχε διδαχθεί έναν νέο τρόπο να αγωνίζεται. Να πολεμάει όχι για να υποτάξει ή να σκοτώσει κάποιον άλλον, αλλά για να μπορέσει να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού του.
 
Ενώ ήταν στο Κύκλο των Πολεμιστών του είπε ο Δασκαλος του Ξίφους: «Σεκ, πρόκειται να δώσεις τη πρώτη σου μεγάλη μάχη και πρέπει να προετοιμαστείς για αυτήν. Θα πρέπει να μπορέσεις να ξεπεράσεις αυτό τον κόσμο το γνωστό, τους περιορισμούς της λογικής, ότι σου φαίνεται πιθανό, για να μπορέσεις να νικήσεις»
 
-«Ποιος θα είναι ο αντίπαλός μου, θα είναι ένας, δύο ή περισσότεροι μαχητές;»
 
-«Είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις έναν πολύ ισχυρότερο μαχητή από δέκα ξιφομάχους μαζί. Ο αντίπαλός σου θα είναι ο ίδιος ο εαυτός σου, ο εαυτός σου που ζει στο κύκλο των γνωστών πραγμάτων.»
 
-Μα τι εννοείς Δάσκαλε, είναι δυνατόν ο αντίπαλός μου να είναι ο ίδιος ο εαυτός μου; Σίγουρα θα μπορούσα να είμαι καλύτερος, να ήμουν πιο σοφός, πιο ανεκτικός, πιο εργατικός…»
 
-«Όχι, λέγοντας ότι ο αντίπαλος είναι ο εαυτός σου εννοώ κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν εννοώ να φορτωθείς τύψεις για αυτό που είσαι γιατί έτσι δεν θα πας πουθενά. Για πες μου σε όλη σου τη ζωή τι έψαχνες, ποια πορεία αναζητούσες;»
 
-«Σε όλη μου τη ζωή καταλάβαινα ότι έψαχνα το κάτι που θα έκανε τη ζωή μου να γίνει πιο ενδιαφέρουσα, πιο αληθινή, πιο ζωντανή. Πίστευα ότι αν γινόμουν ο καλύτερος σε κάτι, τότε αυτή μου η χειραφέτηση σήμαινε ταυτόχρονα ότι το πλησιάζω.»
 
-«Κοίταξε Σεκ, αυτή η χειραφέτηση, το να ζητάμε αναγνώριση από τους άλλους επειδή είμαστε άξιοι και ικανοί σε κάτι, σε πρώτο επίπεδο, απλά κρύβει τη δική μας ανεπάρκεια και τη μη ικανοποίηση στη δική μας μίζερη και ανούσια ζωή. Σε δεύτερο επίπεδο όμως, όταν αρχίζουμε να ξεπερνάμε τη γνώμη των άλλων για εμάς, καταλαβαίνουμε ότι το να γίνουμε καλύτεροι σε κάτι, είναι ο δικός μας προσωπικός δρόμος στο να φτάσουμε στην αυθεντική, αληθινή μας ύπαρξη.»
 
«Εσύ για παράδειγμα, μέσα από το να γίνεις όλο και καλύτερος στο Ξίφος, διαμορφώνεις ένα προσωπικό δρόμο στο να υπερβείς τα όρια σου. Το να βγεις έξω από τα όρια σου ακριβώς είναι ένας αρχέγονος τρόπος για να φτάσεις στον Αληθινό σου Εαυτό. Όπως ο Ορειβάτης αναζητάει όλο και ψηλότερο βουνό, όπως ο μουσικός αναζητάει δυσκολότερο μουσικό κομμάτι. Όλοι αυτοί οι δρόμοι συγκλίνουν, μέσα από τα λάθη, την εμπειρία και τη προσπάθεια προς τον Αληθινό Εαυτό σου».
 
«Καταλαβαίνεις ότι πλησιάζεις σε Αυτόν, όσο περισσότερο είσαι απλά ευτυχισμένος και χαρούμενος χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Αυτό που αναζητάς φίλε μου είναι αυτό που αναζητάμε όλοι μας, συνειδητά ή ασυνείδητα: Να αποκτήσουμε επιτέλους την ελευθερία μας. Από το χρόνο, από το θάνατο, από τη φτώχεια και την ανικανότητα. Να ξέρεις ότι είναι δυνατόν σε εσένα να κάνεις τα πάντα. Μπορείς να κάνεις τα στοιχεία της Φύσης να σε υπακούν, μπορείς να διαμορφώνεις γύρω σου τα πράγματα όπως επιθυμείς, κάνοντας με απλές κινήσεις εξάσκησης της θέλησης σου αυτό που οι άλλοι αποκαλούν θαύμα.»
 
«Ο αντίπαλός σου λοιπόν, το ζητούμενο, είναι να μπορέσεις να βγεις έξω από αυτό το κύκλο των γνωστών πραγμάτων που διαμορφώνει η σκέψη μας και περιλαμβάνει ότι έχουμε δει, ότι έχουμε ακούσει, σε ότι εκπαιδευτήκαμε, σε ότι βιώσαμε, όλα αυτά που δεχόμαστε σαν πιθανά και αληθινά και διαμορφώνουν το κύκλο των γνωστών πραγμάτων που έχει εγκλωβιστεί ο νους σου. Υπάρχει ένα φράγμα, ένα όριο σε αυτόν τον κύκλο που δεν μας αφήνει να πάμε παραπέρα. Είναι ο συνειδητός και ο ασυνείδητος φόβος αυτό το όριο του κύκλου.»

«Ο φόβος, υποτίθεται, μας προστατεύει από την επίγνωση του άγνωστου αυτού και ενδεχομένως επικίνδυνου κόσμου που βρίσκεται έξω από το κύκλο των γνωστών πραγμάτων. Μας περιορίζει όμως όπως το κέλυφος ένα σαλιγκαράκι της θάλασσας, και δεν μπορούμε να βιώσουμε το Μεγάλο, Αυθεντικό και Παντοδύναμο Ον που είμαστε. Είμαστε τόσο ισχυροί που έχουμε την εξουσία να περιοριστούμε σε ένα ασήμαντο σαλιγκαράκι, εγκλωβιζόμενοι στο κύκλο του φόβου».
 
«Αν θες να βιώσεις την ελευθερία και την εξουσία σου, την αυθεντική ευτυχία και τη χαρά, θα πρέπει να βρεις τη δύναμη να βγεις έξω από αυτό τον κύκλο που σε περιορίζει. Να ξεπεράσεις το φόβο σου και να αγνοήσεις ότι σου προκαλεί φόβο.»
 
-«Μα πως μου ζητάς να βγω έξω από το κύκλο των γνωστών πραγμάτων; Έξω υπάρχει μόνο σκοτάδι.»
 
-«Όχι, έξω από το κύκλο υπάρχει το φως, και η αληθινή ζωή. Τόλμησε να βγεις, ξεπέρασε αυτό που ήσουν! Δώσε τη πρώτη σου μάχη!»
…...
 
Ο Σεκ ξύπνησε από τις φωνές των καλογέρων του μοναστηριού. Ο στρατός του Νιουκ είχε μόλις φτάσει έξω από το τείχος, και παντού ακούγονταν φωνές τρόμου: «Τι θα κάνουμε, τι θα απογίνουμε, πως θα επιζήσουμε;»  
......

Ο Νιουκ είχε έρθει με το στρατό του ολόγυρα από το μοναστήρι. Οι τοξότες ετοιμάζαν τα φλεγόμενα βέλη τους για να κάψουν, οι μηχανικοί στους καταπέλτες στοίβαζαν πέτρες για να αρχίσουν να εκτοξεύουν και να γκρεμίζουν και οι λογχοφόροι και οι ξιφομάχοι ήταν έτοιμοι να μοιράσουν το θάνατο όταν δωθεί το σύνθημα για την έφοδο.
 
«Να έρθει αμέσως ο αρχηγός σας, στο όνομα του Αυτοκράτορα!» μύνησε ο Νιουκ, έχοντας θέση στο κέντρο του μετώπου του στρατού του. «Είμαι βέβαιος ότι μέσα σε αυτή τη μέρα το σπαθί μου θα γεμίσει με αίμα καλογέρων, και το μοναστήρι αυτό θα σταματήσει να υπάρχει» σκέφτηκε.
 
Πάνω στις υποτυπώδεις επάλξεις του μοναστηριού ήταν μαζεμένοι οι καλόγεροι και παρακολουθούσαν με τρόμο τους στρατιώτες που στοιχισμένοι περιμέναν. Η πύλη άνοιξε και ο Δάσκαλος του Ξίφους, μόνος και ατάραχος, εντελώς άοπλος βάδιζε προς τους στρατιώτες.
 
Ο Νιουκ μόλις είδε τον Δάσκαλο έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του με οργή. «Αυτός ο παλιοδάσκαλος είναι που τρέλανε τον Πρίγκιπά μου και τον έκανε να απαρνηθεί τα πάντα και να γίνει καλόγερος. Έννοια σου και θα σε τακτοποιήσω όπως σου χρειάζεται αχρείε!» σκέφτηκε. Απευθύνθηκε στον επικεφαλής των τοξοτών. «Μόλις σας κάνω σήμα, εκτελέστε τον» του είπε. «Σίγουρα αυτός ο παλιοδάσκαλος θα μου κάνει το καμπόσο ή θα αρνηθεί τη συνεργασία, οπότε θα τον κάνουν σουρωτήρι τα βέλη μας».
 
Ο Δάσκαλος του Ξίφους έφτασε απέναντι από το Νιουκ και έκανε μια κωμική υπόκλιση. «Καλωσήρθατε Στρατηγέ μου», είπε στον Νιουκ, «Αλλά γιατί δείχνετε έτοιμοι για πόλεμο, απέναντι σε ένα μοναστήρι με φιλήσυχους και ειρηνικούς καλογέρους;»
 
-«Μη κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις τρελοκαλόγερε! Έχω εντολή από τον Αυτοκράτορα να μου παραδώσετε πίσω και ζωντανό τον Πρίγκιπα. Απαιτώ αυτό να γίνει αμέσως, ειδάλλως θα κάψω το μοναστήρι και δεν θα αφήσω κανέναν σας ζωντανό!»
 
-«Βεβαίως Στρατηγέ μου να εκτελέσουμε τις διαταγές του Αυτοκράτορα και τις δικές σας! Θα σας παραδώσουμε αμέσως τον Πρίγκιπα!»    
 
Ο Νιουκ παραξενεύτηκε από αυτά τα λόγια. «Κρίμα γιατί του είχα άχτι αυτού του τρελοκαλόγερου, τώρα δεν μπορώ να τον εκτελέσω, αλλά άμα είναι να μου παραδώσουν τον Πρίγκιπα ζωντανό, δεν πειράζει», σκέφτηκε.
 
Ακόμα περισσότερο παραξενεύτηκε ο Σεκ: «Μα καλά, ο Δασκαλος του Ξίφους, αυτός που ξέρω ότι είναι τόσο σοφός και έχει τόσες δυνάμεις να διαλέξει να μην πολεμήσει και απλά να με παραδώσει; Κάτι έσπασε μέσα του. Μια αμφιβολία τον συνεπήρε: Μήπως ο Δασκαλος του Ξίφους ήταν απλά ένας ψεύτικος Δάσκαλος, ένας απατεώνας που ήξερε μόνο να λέει φανταχτερά λόγια και τίποτα άλλο;»
 
Ο Δάσκαλος του Ξίφους επέστρεφε προς τη πύλη του μοναστηριού και ο Σεκ, νικημένος, με σκυμμένους τους ώμους και τη συνείδησή του ράκος από την αμφιβολία κατέβαινε από τις επάλξεις. Οι δυο τους συναντήθηκαν στη πύλη. Ο Δάσκαλος φαινόταν χαρούμενος που είχε αποφύγει τη καταστροφή του μοναστηριού. Ο Σεκ εξαντλημένος και προδομένος πήγε να βγει προς τα έξω.
 
Ο Δάσκαλος τον σταμάτησε: «Μα που πας έξω έτσι όπως είσαι με το ράσο και τη σκούπα; Πρέπει να πας αμέσως να φορέσεις τη πανοπλία και το ξίφος σου!»
 
-«Μα για ποιο λόγο;»
 
-«Γιατί έξω από τη πύλη πρέπει να δώσεις τη πρώτη σου μάχη!»
 
Ο Πρίγκιπας δεν άντεξε, και είπε με αγανάκτηση: «Περίμενα μία μεγαλύτερη υποστήριξη από σένα, για κάποιον που αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο σου. Αντί για αυτό εσύ με διώχνεις, δε δίνεις καμμία μάχη, δε ρισκάρεις τίποτα και με βάζεις μόνο μου να αντιμετωπίσω έναν στρατό χιλίων ανδρών; Έχω καμμία ελπίδα;»
 
-«Φίλε μου Σεκ, υπάρχει κάποια στιγμή, που έρχεται η ώρα να παρατήσεις τη σκούπα και να πιάσεις το ξίφος. Εξάλλου αυτή έξω είναι η δική σου πρώτη μάχη, όχι η δική μου…»
 
Ο Σεκ πια ήταν σίγουρος για τη προδοσία του Δάσκαλου. Πήγε ωστόσο να φορέσει τη πανοπλία και να ζωστεί το σπαθί του. Δεν θα τους έκανε τη χάρη να τα αφήσει στο μοναστήρι.
 
Σε λίγο, βγαίνοντας από τη πύλη, αντίκρυσε απέναντί του χίλιους ετοιμοπόλεμους στρατιώτες. Δεν ήταν σίγουρος αν θα έδινε καν τη πρώτη του μάχη… 
...
Ο Σεκ βλέποντας τους χίλιους πολεμιστές απέναντί του κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Μπροστά από τα μάτια της φαντασίας του άρχισαν να περνάνε εικόνες από το παρελθόν του στο παλάτι. Πολυτέλεια, χλιδή, υποκρισία, βαρεμάρα, φθόνος και φόβος, παντού φόβος, και η εξουσία να μην βασίζεται στη σοφία, να μη βασίζεται στη γνώση, αλλά μόνο στο φόβο. Χρόνια ολόκληρα σε αυτό το γκρίζο εφιάλτη.
Και αυτός μια μοναδική φιγούρα να εξασκείται μέρες ατελείωτες στο ξίφος, και αυτός να ιδρώνει προσπαθώντας να ξεπεράσει τον εαυτό του. Μια ζωή να γίνεται καλύτερος και καλύτερος στο ξίφος, στη τέχνη της επικράτησης απέναντι στον άλλον. Τώρα επιτέλους κατάλαβε γιατί είχε γίνει τόσο καλός στο ξίφος.
 
Το ξίφος ήταν το προσωπικό του μέσον για να ξεφύγει από τη ζοφερή πραγματικότητα.
 
Όχι, δεν είχε γεννηθεί για να ζήσει σε μία κοινωνία σκλάβων, ακόμα και αν γινόταν ο ίδιος αυτοκράτορας. Τώρα ήταν η πρώτη του πραγματική μάχη. Εδώ στο μοναστήρι είχε βιώσει ότι υπάρχει μία άλλη ζωή, μια άλλη πραγματικότητα, μία μέρα εδώ άξιζε περισσότερο από όλη του τη προηγούμενη του ζωή. Αν και ο Δάσκαλος του Ξίφους τον πρόδωσε, δεν αλλάζει μέσα του το ότι, ποτέ πια, δεν ήθελε να ξαναεπιστρέψει στη μετριότητα.
 
«Τουλάχιστον ας πεθάνω σαν πολεμιστής» σκέφτηκε. Εκτελώντας ένα πανάρχαιο τελετουργικό έβγαλε το σπαθί του από τη θήκη, το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε φέρνοντας το στο στόμα του, το φίλησε, και στη συνέχεια το ξανασήκωσε ψηλά. Ήταν ο πανάρχαιος χαιρετισμός του θανάτου που κάναν οι πολεμιστές. Ο Νιουκ ανταπέδωσε το χαιρετισμό στο θάνατο και μαζί του όλοι οι πολεμιστές, σηκώνοντας ο καθένας το όπλο του, φιλώντας το και μετά ξανασηκώνοντάς το.
 
Ο Νιουκ έπρεπε να διατάξει: «Η πρώτη διμοιρία ξιφομάχων να βγει μπροστά και να αντιμετωπίσει τον Πρίγκιπα. Μόλις ο Πρίγκιπας περάσει από αυτούς τους είκοσι άντρες» (ο Νιουκ ήταν βέβαιος ότι ο Πρίγκιπας θα τους νικούσε), «οι τοξότες να τον εκτελέσουν!». Ένα δάκρυ έβρεξε το πρόσωπο του Αρχηγού Νιουκ. «Τι ειρωνία, από τότε που γεννήθηκε ο Πρίγκιπας Σεκ, η μοναδική μου αποστολή ήταν να προστατεύω τη ζωή του. Και εγώ μόλις τώρα διέταξα το θάνατό του…»
 
Ο Σεκ προχώρησε ίσια απέναντι στους είκοσι στρατιώτες. Ένα γνώριμο του αίσθημα τον κυρίεψε. Κάθε φορά που έδινε μία μάχη σταματούσε η σκέψη του. Γινόταν ο ίδιος ένα άγριο αιλουροειδές που αντιλαμβανόταν τα πάντα γύρω του. Γινόταν ο ίδιος ένα μέρος του ανέμου που κέρναγε απλόχωρα τον θάνατο. Γινόταν αυτός γρήγορος σαν σκιά ενώ οι άλλοι αργά κουνώντας τα σπαθιά τους δεν τον προλαβαίνανε, και πάντα με απορία θα βιώνανε το πέρασμα απέναντι που τους έκανε ο μαύρος βαρκάρης…
 
Σε εκείνες τις στιγμές λες και σταμάταγε ο χρόνος. Τότε ένα περαστικό πουλί έμεινε ακίνητο με τις φτερούγες ανοικτές. Τότε οι σημαίες και τα λάβαρα μείνανε να ανεμίζουν ακίνητα, και όλοι οι πολεμιστές λες και μαρμαρώσανε. Ο Δάσκαλος ξεφύτρωσε στη κυριολεξία από το πουθενά στο μέσον των είκοσι στρατιωτών.

 «Δάσκαλε, τι έγινε;»

-«Σεκ με την απόφασή σου να βγεις έξω από το κύκλο της μετριότητας και των γνωστών πραγμάτων, βγήκες επίσης έξω από το χρόνο. Βγαίνοντας έξω από τη λογική άνοιξες το δρόμο στο να βιώσεις αυτό που επίσης μπορεί να συμβεί, αν και όλοι οι άλλοι το αποκαλούν απίθανο, αδύνατο, θαύμα. Αυτή τη στιγμή έχει σταματήσει ο χρόνος. Δώσε λοιπόν τη μάχη σου τώρα! Ζήσε χωρίς πια να υιοθετείς όλα τα ψέμματα και τους περιορισμούς. Τώρα που πιστεύεις ότι η σκέψη σου διαμορφώνει τη πραγματικότητα, όλα τα μπορείς!»
 
Ο Σεκ ένιωθε εκείνη τη στιγμή πιο σίγουρος και πιο δυνατός από ποτέ. Επιτέλους κατάλαβε ότι έφτασε στο τέλος του ταξιδιού του. Το ταξίδι του ήταν απλά να βρει τον πραγματικό Εαυτό του.
 
Τώρα πια δεν ήθελε να σκορπάει το θάνατο. Με μία φυσική σοφία και ικανότητα σε μια στιγμή βρέθηκε στη κορυφή του γειτονικού λόφου. Με τη δύναμη της θέλησής του ξαναέβαλε το χρόνο να κυλάει. Οι στρατιώτες πανικοβλήθηκαν βλέποντας τον σε ένα δευτερόλεπτο να έχει κάνει απόσταση 3.000 βημάτων. Ο Νιουκ αντέδρασε δυναμικά: «Όλοι οι σπαθοφόροι, επίθεση, προς το λόφο!»
 
Ο Σεκ έχοντας πια τη Πίστη, ύψωσε το ξίφος στον Ουρανό και στη συνέχεια αργά το κατεύθυνε στη Γη. Η Γη άρχισε να τραντάζεται και ένα χάσμα, μια βαθιά κοιλάδα άρχισε να διαμορφώνεται μεταξύ των στρατιωτών και του Σεκ. Η Γη κατάπινε τα πάντα διαμορφώνοντας ένα χάσμα και όλοι οι στρατιώτες πανικόβλητοι βάλθηκαν να τρέχουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα μακριά, πετώντας τα όπλα τους.
 
Ο Νιουκ αλλόφρονας και αυτός έτρεχε για να γλυτώσει. «Αυτή τη μάχη δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να τη κερδίσει. Αντίο Πρίγκιπα Σεκ.»

«Οι πόρνες σας δείχνουν τον δρόμο προς την βασιλεία του Θεού». Χριστός


images«Το να απέχει κανείς από την αμαρτία όταν πια δεν μπορεί να αμαρτήσει, δεν σημαίνει ότι έχει εγκαταλείψει την αμαρτία, αλλά ότι η αμαρτία εγκατέλειψε αυτόν». Άγιος Αυγουστίνος

Της οσίας πόρνης Μαρίας της Αιγυπτίας (1 Απριλίου).

«…ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ…» ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 21:31
Αυτός ο ξεκάρφωτος λόγος του Χριστού ήταν επόμενο να κουφάνει τον χριστιανικό κόσμο.
Τέτοια «κοτσάνα» δεν είχε εύκολο να χωνευτεί  ακόμη και μέσα στο ποιο αστόχαστο τσερβέλο. Ούτε φυσικά η εξήγηση του ίδιου του Χριστού, ο οποίος στήριξε την κοτσάνα του αυτή ως εξής: επειδή λέει τον Ιωάννη τον πίστεψαν οι τελώνες και οι πόρνες κι όχι ο υπόλοιπος λαός του Ισραήλ. Πιάσε δηλαδή το αυγό και κούρεψ΄ το.  Πού είναι γραμμένο και ποιος το είπε ότι τον Ιωάννη τον πρόδρομο τον πίστεψαν μοναχά οι τελώνες και οι πόρνες;  Άλλ’ αντ’ άλλων. Αυτοί που έγραψαν τα ευαγγέλια, κι απ’ εδώ φαίνεται ότι δράμι μυαλό δεν είχαν στο κεφάλι τους. Ιστορίες για χαζούληδες.
Οι χαζούληδες όμως είναι και πολύ μεγάλες κουφάλες. Για να ξεπεράσουν την κουφαμάρα αυτή του Χριστού, έπιασαν οι ερίφηδες και μετέφεραν στην νεοελληνική το επίμαχο αυτό σημείο «προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ » ως εξής: «θα μπουν πριν από σας στην βασιλεία του Θεού», αντί του ορθού «σας δείχνουν τον δρόμο προς την βασιλεία του Θεού». Σιγά τα λάχανα. Ποιος τώρα θα κάτσει να την ψάξει, υπολόγισαν. Ξέχασαν οι απατεώνες τον διάβολο, ο οποίος ποτέ δεν τους αφήνει να ησυχάσουν και ο οποίος τους ελέγχει συνεχώς όσον αφορά στις υποκρισίες και τα ψέματά τους.

Φυσικά ακόμη και μετά απ’ αυτή την αλχημική ερμηνεία, το πρόβλημα δεν εξαφανίζεται. Έστω κι έτσι. Αλλά για ποιόν λόγο οι τελώνες και οι πόρνες θα μπουν πριν από πολλούς άλλους στην βασιλεία του θεού; Επειδή κάποιοι και κάποιες κάποτε πίστεψαν στον Ιωάννη τον βαπτιστή; Αυτή η εξήγηση δεν πείθει ούτε τους βλάκες.
Ναι αλλά ο Θεός ο ίδιος δεν μπορεί να αμόλησε κοτσάνες. Μάλιστα ούτε μια. Τώρα τι κάνουμε; Δεν ρίχνουμε ρε βλάμηδες στο συναξάρι και καμμιά δυο τρεις οσίες  πόρνες να ξεμπερδεύουμε; Καλή ιδέα. Να την λοιπόν η οσία Μαρία Η Αιγυπτία η Πόρνη. Γιατί έγινε οσία; Διότι όταν πέρασε πια η μπογιά της μετανόησε κι έγινε μια πολύ καλή και άγια γυναίκα. Μα και άλλες πόρνες μετανόησαν στα γεράματά τους. Αυτές δεν είναι οσίες;
 Από την άλλη τους εξάψαλμους που της έχουν σύρει της πορνείας οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι άγιοι, για να τους συμμαζέψει κανείς χρειάζεται ολόκληρους τόμους (βλ. Η πορνεία και η θεραπεία της)

Η ΦΡΙΚΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: ΙΔΟΥ Η ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΠΟΡΝΗΣ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΟΝ

porni2
3E4E289E041949C2D3D05F1EDC0A05BE

Ο ρόλος του Κλήρου

Σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας των Ελλήνων, ο ρόλος του κλήρου υπήρξε καταλυτικά αρνητικός σε κάθε ιδέα ξεσηκωμού του Γένους. Ορθόδοξος και καθολικός κλήρος, όχι απλώς συνιστούσαν υποταγή στον σουλτάνο, αλλά με κάθε τρόπο παρεμπόδιζαν κάθε ιδέα εξέγερσης. Άλλωστε ο κλήρος απολάμβανε προνομίων και δεν είχε κανέναν λόγο να αλλάξει η κατάσταση. Δούλοι του Θεού και δού­λοι του σουλτάνου έπρεπε να παραμείνουν εσαεί οι δύσμοιροι ραγιά­δες. Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Το είχε διακηρύξει ο πιο επίσημος θεϊκός εκπρόσωπος, ο γνήσιος ερμηνευτής της θέλησης του Θεού, ο Απόστολος Παύλος, ο επιλεγόμενος Απόστολος των Εθνών, ο πρώ­ην Εβραίος Σαούλ, ο νεαρός Μπίν Λάντεν των Εβραίων, για τους χρι­στιανούς της εποχής του, στην αρχή της πολυτάραχης σταδιοδρομίας του. Το ’λεγε και το ’γράψε, μήπως και το ξεχάσουν οι άνθρωποι. Τα γραπτά μένουν, scripta manent, που έλεγαν και οι Λατίνοι. Και ήλθαν ύστερα οι διάδοχοι - δεν τους όρισε κανείς, μόνοι τους χρίστηκαν διά­δοχοι - πήραν τα γραπτά του και με την κληρονομική αποστολική εξουσία, που δημιούργησαν για τον εαυτό τους, τα ενέταξαν εκεί όπου έπρεπε να τα εντάξουν, τα περιτύλιξαν με μία δήθεν θεοπνευστία και τα καθιέρωσαν πλέον ως δόγμα, αδιαφιλονίκητη εντολή και επιθυμία του Θεού. Και όποιος τυχόν δεν ήθελε να το πιστέψει, τον περίμενε η αιώνια φωτιά και η βρασμένη πίσσα στην κόλαση.
Άντε τώρα εσύ να πείσεις τους αγράμματους ραγιάδες ότι δεν εί­ναι έτσι τα πράγματα και ότι ο Θεός δεν μπορούσε να θέλει τον άν­θρωπο δούλο ούτε δικό Του, ούτε κάποιου άλλου συνανθρώπου του. Δεν ακούστηκε ποτέ, ούτε γράφτηκε πουθενά, ότι ο Αδάμ και η Εύα ήταν και πλάστηκαν δούλοι για να γίνουν τέτοιοι και οι απόγονοί τους. Τη θεωρία αυτή την κατασκεύασε ο Παύλος και τα κατάφερε μια χαρά, ώστε να καταστήσει πράγματι τον άνθρωπο δούλο, όχι μό­νο του Θεού και του Ιερατείου, αλλά και κάθε ισχυρού αχρείου, αφού δίδασκε ότι, κάθε τάση για ελευθερία και ανυπακοή στην εξουσία, ήταν αντίθετη προς την εντολή του Θεού.


Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο τον Παύλο να μας εξηγεί τη θεωρία του:

Αναφέρεται σε περισσότερες από μία επιστολές του, από αυτές που τις ακούμε (και δεν τις καταλαβαίνουμε), τακτικά στις εκκλησίες.
Και μάλιστα για να μην υπάρξει καμμιά αμφιβολία και αμφισβή­τηση ότι όντως ομιλεί εξ ονόματος του Θεού, σε μία από αυτές το το­νίζει καθαρά:
«Παϋλος, άπόστολος Ιησού Χριστού, κατ’ εντολήν του Θεού και του Σωτήρος μας και του Κυρίου Ιησού Χριστού, επιτάσσω:
1. Όσοι εισιν υπό ζυγόν δούλοι, τους ιδίους δέσποτας πάσης τιμής άξιους ήγείσθωσαν, ϊνα μή τό όνομα τοΰ Θεοΰ και ή διδασκαλία βλασφημήται».1 Προς Τιμόθεον Α' κεφ. 6, στ. 1.
Κατ’ εντολήν λοιπόν του Θεού και του Χρίστου, διατάσσω: Όσοι εί­ναι δούλοι, να εκτιμούν ιδιαίτερα τους κυρίους τους για να μη δυ­σφημείται το όνομα του Θεοΰ και η διδασκαλία Του.
Τώρα μαθαίνω και εγώ ότι, όταν δεν υπακούς και δεν εκτιμάς το βάρβαρο αφεντικό σου, διαπράττεις δυσφήμηση του Θεού και της δι­δασκαλίας του.
Ευτυχώς το ιερατείο δεν έχει θεσμοθετήσει ακόμη τις βρισιές και τις κατάρες κατά των πάσης φύσεως τυράννων, πέρα από την περιύ­βριση της αρχής, και ως συκοφαντική δυσφήμηση του Θεού και του Ευαγγελίου Του!
«Πάσα ψυχή έξουσίαις υπερεχοΰσαις ύποτασσέσθω. Ου γάρ έστιν εξουσία ει μή υπό Θεοΰ, αί δε ουσαι έξουσίαι υπό του Θεοΰ τεταγ- μέναι είσίν, ώστε ό άντιτασσόμενος τή εξουσία τή τοΰ Θεοΰ διαταγή άνθέστηκε. Οί δε άνθεστηκότες έαυτοις κρίμα λήψονται. Θέλεις δέ μή φοβεϊσθαι τήν εξουσίαν; τό άγαθόν ποίει, καί έξεις έπαινον έξ αυτής. Θεοΰ γάρ διάκονός έστί σοι εις τό άγαθόν. Έάν δέ τό κακόν ποιης φοβοΰ. Ου γάρ είκή τήν μάχαιραν φόρεί Θεοΰ γάρ διάκονος έστιν εις οργήν εκδικος τω το κακον πράσσοντι. Διό ανάγκη ύποτάσσεσθαι ού μόνον διά την οργήν, άλλά και διά την συνείδησιν».2  Προς Ρωμαίους, Κεφ.13. 1-5.


Κάθε άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στις ανώτερες αρχές, διότι δεν υπάρχει καμμιά εξουσία, χωρίς τη θέληση του Θεού, οι εξουσίες δε που υπάρχουν, έχουν ορισθεί από τον Θεό, εις τρόπον ώστε, εκεί­νος που αμφισβητεί την εξουσία, αντιτάσσεται στη διαταγή του Θεού.
Όσοι δε, δεν υπακούουν θα τιμωρηθούν. Θέλεις να μη φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό και θα επαινεθείς από αυτήν, διότι η εξουσία είναι υπηρέτης του Θεού και αποβλέπει στο καλό σου. Εάν όμως πράξεις το κακό, τότε να φοβάσαι, διότι δεν είναι έτσι άσκοπα ζωσμένη με το μαχαίρι, έτοιμη να εκδικηθεί εκείνον που κάνει το κα­κό. Επομένως πρέπει να υποτάσσεσθε, όχι μόνον για να αποφύγετε την οργή,3  Της εξουσίας. αλλά και δια λόγους συνειδήσεως...!»
Ωραίος ο Παύλος. Όλα μέλι γάλα, αρκεί να μην βγάζεις γλώσσα στην εξουσία και να κάνεις ό,τι σου λέει, αφού υπάρχει και λειτουρ­γεί ως όργανο του Θεού και θέλει πάντα το καλό σου. Κάτσε λοιπόν φρόνιμα, γιατί δεν είναι μόνο που θα πας στην κόλαση, αλλά θα δο­κιμάσεις πρώτα και το μαχαίρι της στον λαιμό σου. Μπράβο ρε, Παύλο. Αλλά αφού έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, θεϊκά δοσμέ­να, γιατί μωρέ κατηγορείτε και μας λέτε άλλα στο σχολείο και άλλα στην κοινωνία, ότι ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Πινοσέτ και τόσοι πολλοί άλλοι, για να περιορισθώ μόνο στη νεότερη εποχή, ήσαν δικτάτορες, αιμοσταγείς δολοφόνοι, χασάπηδες, θηρία, ανθρωπόμορφα κτήνη; Αυτοί δεν είχαν ορισθεί από τον Θεό και δεν ήσαν όργανά του και ο Θεός δεν τους είχε εφοδιάσει με το μαχαίρι τους;
Εάν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, γιατί επιτρέπει τις επανα­στάσεις, την αντίσταση κατά της τυραννίας και τους ξεσηκωμούς για την ελευθερία;
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, έπρεπε όλοι να έχουμε συμμορφωθεί στις εντολές του Παύλου ασυζητητί και να προσκυνάμε, ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, ακόμη τον σουλτάνο, που θα μας επέτρεπε να ζού- με υπό την Προστασία Του και τη Σκέπη του Μωάμεθ! Ή μήπως Παύλο, ο Αλλάχ δεν είναι Θεός;
Τώρα, βέβαια, μου γεννήθηκε μία απορία: Τί θα γίνει από εδώ και πέρα με τους νεωτερισμούς του κ.κ.4  Με δυο κ., γιατί είναι δυο φορές Κύριος, ενώ παντού τον Θεό, τον αναφέρου­με με ένα Κ. Χριστόδουλου, να διαβάζο­νται στην εκκλησία τα ευαγγέλια και οι απόστολοί στην καθομιλουμένη γλώσσα; Πώς θα δικαιολογούν πλέον τις παραπάνω περίεργες φιλομοναρχικές θεωρίες του Παύλου, που φρόντισε να τις εξοπλίσει με θεϊκό κύρος;
Και που να ακούσει το εκκλησίασμα, τί γράφει ο Παύλος για τις γυναίκες. Φοβάμαι ότι θα ξεσηκωθούν και οι πέτρες εναντίον του! Αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Νομίζω ότι ήταν καλύτερα τα πράγματα, ως είχαν. Οι νεωτερισμοί είναι κακό πράγμα. Ξυπνούν τον κόσμο και αρχίζει να ρωτάει. Πώς, γιατί, και τέτοια. Ενώ με την καθιερωμένη μιξοβάρβαρη γλώσσα των Αποστόλων, είναι ζήτημα αν ένας στους χίλιους καταλάβαινε τί θέλει να πει ο Παύλος και οι άλλοι. Δεν ήταν ηλίθιοι αυτοί που διατήρησαν “την παράδοση”, αφού ήξεραν καλά ότι το δυσνόητο είναι και ακατανόητο, και το ακατανόητο δεν δημιουργεί ερωτηματικά, ενώ τα ερωτηματικά δημιουργούν απορίες και οι απορίες αμφισβητήσεις. Γι’ αυτό σου λέω, πίστευε και μη ερεύνα!
Είναι πικρή αλήθεια ότι μετά τη βιαίη επιβολή του χριστιανισμού, ο κόσμος σκοτείνιασε, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα σίγησε, το πλήθος των ελεύθερων ανθρώπων μεταβλήθηκε σε ποίμνιο και η ζωή έγινε κολαστήριο. Παντού ενοχές, φωτιές, σκοτάδι πυκνό. Ακολούθησαν αιώνες σκοτεινοί, εγκληματικοί, βάρβαροι, με τους Κωσταντίνους, τους Κωνστάντιους, του Θεοδόσιους, τους Ιουστινιανούς και τα τόσα άλλα αστοιχείωτα ανδράποδα δεκανέων, υποδεκανέων, χιλιάρχων και υποχιλιάρχων, που δεν άφησαν τίποτε όρθιο, από τη μέχρι τότε πρόοδο του ανθρωπίνου γένους. Η Ελλάδα είχε την ατυχία να υποστεί πρώτη τον εκβαρβαρισμό της νέας τάξης πραγμάτων και μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων και το κλείσιμο των Φιλο­σοφικών Σχολών, παραδόθηκε αμαχητί στο μεσαιωνικό Ιερατείο, που από τότε και στο εξής, δυστυχώς και μέχρι σήμερα, θα αποφά­σιζε όχι μόνο το τί θα τρώει και τί θα πίνει και πώς θα ντύνεται, ο ονομαζόμενος πλέον, όχι ελεύθερος άνθρωπος, αλλά πιστός ή αμνός, αλλά και τί θα διαβάζει και τί θα σπουδάζει και τί θα διδάσκει. Η γνώση και η διδασκαλία πέρασε στην απόλυτη δικαιοδοσία, από τους φιλοσόφους και τους ποιητές στους άξεστους καλόγηρους και στους υποκριτές! Έτσι καθιερώθηκε ελέω Ιερατείου και κοσμικής εξουσίας να κάνει κουμάντο, σε ό,τι αφορά την παιδεία, η εκάστοτε ηγεσία της Εκκλησίας. Είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο που δι­ατηρούμε σήμερα κοινό Υπουργείο Θρησκείας και Παιδείας, όπου το είδος και το εύρος της εθνικής παιδείας, καθορίζει, όχι η Πολι­τεία, αλλά η Εκκλησία. Η διαπίστωση αυτή, κάνει τον κύριο εκφρα­στή, του λεγάμενου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, συντηρητικό, δε­ξιό ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, να διαμαρτύρεται από τον περασμέ­νο ήδη αιώνα5 Σημειωτέον ότι στην Γαλλία, ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας έγινε τον περασμένο αιώνα, συγκεκριμένα το 1901. Στην Ελλάδα, εκατό και πλέον έτη, διατη­ρείται ακόμη το δίπτυχο Κράτος-Εκκλησία. για την κατάσταση αυτή του εκκλησιασικού κατεστη­μένου και να γράφει σε ιδιαίτερο κεφάλαιο με τον τίτλο: Ή Εκκλησία ήμέλησε τον έξελληνισμό των αλλόγλωσσων, «Το καθ’ ημάς ήθέλομεν άνεχθή άπαντα τά λοιπά αυτού 6 αμαρτήματα, την θυσίαν τών προνομίων, τον έξευτελισμόν, την φιλοχρηματίαν, εάν έφρόντιζε να υπηρέτηση το μέγιστο τών συμφερόντων εκείνων του 'Ελληνισμού, αφού είχε προς τούτο δύναμιν και καιρόν».
Αποκαλυπτικός, όμως, για την παρεχόμενη εκπαίδευση στο ελλη­νικό κράτος, στο τέλος του 19ου αιώνα, είναι ο ιστορικός Π. Σ. Φωτιάδης, που γράφει:
«...σήμερον έξερχόμενοι τών σοφών γυμνασίων μας οί πλεΐστοι ούτε τούς προγόνους συγγράφεις έννοοϋμεν ούτε, ώφέλειάν τινα ήθικήν έξ αυτών συνεπαγόμεθα ούτε Γσως ορθογραφίαν γιγνώσκομεν, χωρίς να προσθέσωμεν ότι πάντες άνεξαιρέτως αγνοούμεν τά στοιχειωδέστατα τής βοτανικής, τής χημείας, τής ζωγραφικής και των λοιπών εκείνων γνώσεων, αϊτινες σήμερον θεωρούνται καί εισί πράγ­ματι το άναποσπαστον εφόδιον παντός τά εγκύκλια πεπαιδευμένου άνθρώπου».7  Περιοδικό “Παρνασσός”, Μάρτιος 1879.


Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην εξάρτηση της εκπαίδευσης από την Εκκλησία, η οποία το μόνο που θα ήθελε να γνωρίζει ο χριστια­νός είναι απλή ανάγνωση και γραφή για να μπορεί να διαβάζει τη Βίβλο και τους Ψαλμούς! Όλες οι υπόλοιπες γνώσεις οδηγούν, κατά την Εκκλησία, στην αθεΐα. Γι αυτό και για να μας προφυλάξει από την πλάνη, έχει αναλάβει εργολαβικά, από της συστάσεως του ελληνικού κράτους, διά του περιβόητου Υπουργείου Παιδείας και Θρη­σκευμάτων την παιδεία των ελληνοπαίδων.
Καλύτερη απόδειξη για τον αρνητικό ρόλο της Εκκλησίας στην παι­δεία των υπόδουλων Ελλήνων και τη συνεργασία τους με τον κατακτητή δεν έχουμε, παρά τα ίδια τα λόγια του πρωτεργάτη του Ξεση­κωμού του Γένους Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που γνώριζε καλά από πρώτο χέρι και έζησε τα γεγονότα. Σε ομιλία του προς τους φοιτητές στην Αθήνα, στις 8 Οκτωβρίου το 1838, τοποθέτησε τα πράγματα έτσι όπως έπρεπε. Καυτηρίασε τη στάση του κλήρου - δηλαδή των αρχιερέων - γιατί οι απλοί παπάδες, όντες παντελώς αγράμματοι, ήσαν άβουλα ενεργούμενά τους -για την εχθρική τους στάση κατά των ελληνικών γραμμάτων ειδικώς και της προόδου γενικότερα, και αναγνώρισε τη σπουδαία συμβολή των Ελλήνων και των ξένων δια­νοουμένων του εξωτερικού και των οπαδών του Διαφωτισμού στην επανάσταση και στην αναγέννηση της Ελλάδας. Είπε ο Κολοκοτρώνης τότε: «Σαν είδε τούτο8 διόρισε έναν Βιτσερέ 9  Ιταλικό, vicere = αντιβασιλέα.- έναν Πατρι­άρχην- 10  Στα 1453.και τού έδωκε την εξουσίαν τής Εκκλησίας. Αυτός και ό λοιπός κλήρος έκαμαν ο,τι τούς έλεγεν ό Σουλτάνος. "Ύστερον έγιναν οί Κοτσαμπασήδες εις όλα τά μέρη. Ή τρίτη τάξις και οί προ­κομμένοι το καλύτερο μέρος των πολιτών, μη ύποφέροντες τον ζυγόν έφευγαν, και οί γραμματισμένοι έπήραν και έφυγαν άπο την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι έμεινε ό λαός, όστις στερημένος άπο τά μέσα τής προκοπής έκατήντησεν εις άθλίαν καταστάσιν καί αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα, διότι άν εύρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με όλίγην μαθήσιν, τον έλάμβανε ό κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή έσύρετο άπο τον έμπορον τής Ευρώπης ώς βοηθός του, ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί, μην ύποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου καί βλέποντες τες δόξες αύτες και τες ηδονές, όπου απελάμβαναν αύτοί, άφηναν την πίστην τους καί εγένοντο μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ημέραν ό λαός ελίγνευε κα'ι έπτώχαινε».11  Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, Αθήναι 1846, σ. Στη συνέχεια της ομιλίας του ξεκαθάρισε ότι οι ραγιάδες συνειδητοποίησαν την ελληνική τους καταγωγή και αποφάσισαν να ξεσηκωθούν, όταν για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν το παρελθόν τους, μέσα απο τα έργα των αρχαίων Ελλήνων, τα οποία μέχρι τότε ήταν άγνωστα, εξαιτίας της καταδίκης τους και της απαγορεύσεώς τους από την Εκκλησία. Οι Έλληνες και ξένοι διανο­ούμενοι που μετέφρασαν την αρχαία ελληνική γραμματεία και αποκάλυψαν τη σοφία της στους λαούς της Ευρώπης, βοήθησαν με τον τρόπο αυτό να αναπτυχθεί ένα μεγάλο κίνημα συμπαράστασης και υποστήριξης του ελληνικού Αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλά­δας από τον τουρκικό ζυγό. « Εις αυτήν τήν δυστυχισμένην κατα- στάσιν μερικοί άπο τούς φυγάδες γραμματισμένους έμετάφραζαν και έστελναν εις τήν Ελλάδα βιβλία -και εις αυτούς πρέπει να χρω­στούμε ευγνωμοσύνην-, διότι εύθύς όπου κανένας άνθρωπος άπο τον άπλό λαό έμάνθανεν τά κοινά γράμματα, έδιάβαζεν αύτά τά βιβ­λία, και έβλεπε ποιους είχαμε προγόνους καί τί εκαμεν ό Θεμιστοκ­λής, ό Αριστείδης κα'ι οί άλλοι παλαιοί μας, και έβλέπαμε και εις ποίαν κατάστασιν εύρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν είς τον νουν νά τούς μιμηθούμε και νά γίνωμε ευτυχέστεροι».12  Τερτσέτης, Άπαντα, εκδ. Βαλέτα, τ. F, σ. 254.
«Η βυζαντινή ιστορία», γράφει ο Ιάκωβος-Ρίζος Νερουλός, αναφε ρόμενος στα έργα του κλήρου, «είναι άλληλένδετος σχεδόν, και μακροτάτη σειρά πράξεων μικρών και αισχρών βιαιοτήτων του εις του εις τό Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού Κράτους. Είναι στηλογραφία έπονείδιστος τής έσχάτης άθλιότητος και έξουθενώσεως τών Ελλήνων»,13  Ομιλία του στην Ακρόπολη, 25 Μαϊου 1841.ενώ ο ιστορικός Κ. Κοΰμας προσδιορίζο­ντας τον ρόλο του πατριάρχη, αποφαίνεται ότι« ούτος δε άνελάμβανε δυο τα πρώτιστα καθήκοντα : Να έπαγρυπνή εις τους χριστιανούς να διατηρώσιν άπαρασάλευτον τήν θρησκείαν των, και μετά τούτο, άκλόνητον ύπακοήν εις τήν εξουσίαν».14  Κ. Κοΰμας Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, Βιέννη 1832 Βιβλίον Γ
Ο πατριάρχης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν μόνο απλά πνευματικός ηγέτης των χριστιανών, αλλά ταυτόχρονα και πο­λιτικός.
Ο Άγγλος ιστορικός Ουϊλιαμ Μίλλερ το ξεκαθαρίζει ρητά: «...εν τή οθωμανική αυτοκρατορία οί επίσκοποι είναι συνήθως πρώτον μέν πολιτευταί, έπειτα δέ πνευματικοί άρχηγοί...»,15  W. Millet. Η Τουρκία καταρρέουσα, εκδ. Δωδώνη 1994, ο. 264.ενώ ο δικός μας ιστορικός Δημ. Φωτιάδης γράφει ότι «Η πολυπόθυτη λευτεριά άργη­σε πάρα πολύ να έλθη, γιατί το πατριαρχικο-φαναριώτικο κράτος κατέπνιγε κάθε ελευθερωτική πνοή με αφορισμούς, αρές, κατάρες και διαβρώσεις μέσω πολυπληθών ρασοφόρων του, και ιδιαίτερα των αργόσχολων καλογέρων του, εκτός από το “σφάξε με, αγά μου, για ν’ αγιάσω”.
Ο Πατριάρχης πάλι, όχι μόνο δεν είχε μυηθεί στη Φιλική Εται­ρεία, αλλά δεν ήθελε καν να ακούσει την λέξη “επανάσταση”.
«Πατριάρχης εταίρος,16  δηλ. μέλος της Φ. Ε. ό έστί συνωμότης κατά τής τουρκικής εξουσίας, δεν ήτο, και όχι μόνον ουδόλως ένθάρρυνε τήν έλληνικήν εθνεγερσίαν, άλλά πάντοτε έπέτρεπε τους προς ους διελέγετο φιλεπαναστάτας, θεωρών έθνοφθόρον τό τοιοΰτον τόλμημα».17  Τρικουπης όπ. παρ.,


Η εξουσία του κλήρου, μετά την επανάσταση είχε σχεδόν εκμηδενισθεί. Και αυτό εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Τούρκους. Οι κοτζαμπάσηδες και ο κλήρος σύρθηκαν υποχρεωτικά με το μέρος των επαναστατών, γιατί είχε γίνει φανερό πια ότι οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει την εξόντωσή τους. Η προσχώρηση των κοτζαμπάσηδων και του ανώτερου κλήρου στην Επανάσταση δεν ήταν αυθόρμητη. Ήταν κατάσταση ανάγκης για όλους αυτούς. Ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου.
«Η σκανδαλώδης σε ανηθικότητα διαγωγή του κλήρου τον είχε αποξενώσει από το ποίμνιο, ενώ οι ανελεύθερες ιδέες του, η εχθρό­τητά που έδειξε αρχικά εναντίον του επαναστατικού κινήματος, προ- κάλεσαν την καταφρόνηση του καλύτερα πληροφορημένου τμήματος του έθνους».18  Julius Millingen, Memoirs of the Affairs of Greece, London 1831.
Φυσικά ο Millingen αναφέρεται στον ανώτερο κλήρο. Ο ανώτε­ρος κλήρος αποτελούσε μία αριστοκρατική ομάδα που επέβαλε ζυγό στον τράχηλο των Ελλήνων, καταπιεστικό όσο σχεδόν και του πασά. Για να εξασφαλίσει ο επίσκοπος την προστασία των τουρκικών αρ­χών πρόσφερε δώρα κάθε χρόνο με δαπάνες φυσικά του ποιμνίου του και εξαγοράζοντας σιωπηρά την ατιμωρησία, μπορούσε να ικα­νοποιεί ανενόχλητα τις αρπακτικές του επιθυμίες ή αν είχε μεγάλες φιλοδοξίες να συσσωρεύει πλούτη που θα του χάριζαν μια πλουσιό­τερη επισκοπή,19  'Οτι ακριβώς γίνεται και σήμερα. ακόμη και το πατριαρχικό αξίωμα, το οποίο έπαιρ­νε ο μεγαλύτερος πλειοδότης.
Γιατί οι “κοσμοπαπάδες”, όπως αποκαλεί τους λαϊκούς παπάδες των χωριών, ζούσαν και αυτοί τη μίζερη ζωή των συγχωριανών τους. Για να επιβιώσουν δούλευαν χειρωνακτικά, όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι πολίτες.
«Η φτώχια, η εξαθλίωση και η αμάθειά τους δεν επέτρεπαν την ελάχιστη επιρροή πάνω στον λαό. Έτσι γίνονταν παθητικά όργανα στα χέρια του ανώτερου κλήρου. Αντίθετα οι ιεράρχες ζούσαν σαν μεγιστάνες. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους, η συνοδεία τους ήταν ελάχιστα κατώτερη από την κουστωδία του πασά.
Η διαγωγή τους και η διαγωγή των μοναχών γενικά ήταν πολύ ανήθικη. Και για να μην αναφέρω άλλους, ο Αρχιεπίσκοπος Άρτας και ο Παπαφλέσσας, καθώς και ο επίσκοπος Μεθώνης και Κορώνης βαρύνονται με κατάφωρα εγκλήματα».20  Millingen, όπ. παρ., σ. 312.
Τις κατηγορίες αυτές υιοθετεί και η Ελληνική Νομαρχία:21  έκδ. Βαγιονάκη. Ανωνύμου, Ελληνική Νομαρχία, σ. 130.
« Ή μέν Σύνοδος, όπου εξοδεύει διά νά κάμη τον πατριάρχην όπως θέλει, λαμβάνει ευθύς από τον ίδιον τα όσα έξώδευσεν, ομοίως και ό πατριάρχης τα ξαναλαμβάνει άπο τους άρχιεπισκόπους, διπλά και τρίδιπλα. Άλλά αυτοί, αφού λάβουν μέρος άπο τους επισκόπους, τα λοιπά πρέπει νά τά έβγάλουν άπο τους χριστιανούς και εις αύτο μιμούνται τους ’Οθωμανικούς διοικητάς τής άρχιεπισκοπής των, άπδ τους οποίους εις άλλα δεν διαφέρουσι ειμή οτι οί άρχιεπίσκοποι πληρώνουν αύτους [τούς Τούρκους] και αύτοι τούς δίδουν την άδεια να κλέψωσι όσα ήμπορούσι. Ό χώρος των επισκόπων άκολουθεί μετά τούς άρχιεπισκόπους. Αύτοι πάλι είναι λύκοι, χειρότεροι από τούς πρώτους, έπειδή κυριεύουσι τούς χωρικούς και ίδιώτας. Ανεκδιήγητα είναι τά άνομήματά τους και ή σκληρότης των διαπε­ρνά κατά πολλά εκείνην τής ιδίας παρδάλεως».
Και συνεχίζει η Ελληνική Νομαρχία.22  όπ. παρ., σ.132-133. «Πώς ζώσιν αύτοι οί άρχιεπίσκοποι εις τάς μητροπόλεις των κα'ι όποϊαι είσιν αι άρεται των; Τρώγωσι και πίνωσι ώς χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας την νύκτα και δύο ώρας την ημέρα μετά το μεσημέρι, λειτουργούσι δυο φοράς τον χρόνον και οταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τά πλέον άναίσχυντα και ουτιδανά εργα οπού τινάς ήμπορεί νά στοχασθή. Ό Άρτης, ό Γρεβενών και ό Ίωαννίνων είναι οί πρώτοι προδόται του τυράννου, καθώς όλοι το γνωρίζουσι. Ό ύστερος άπο αύτούς ίκέτευσεν τον τύραννον και έκούρευσε τον έγγονά του ώς να του έγίνετο νουνός. Ό Αρτης ήπάτησεν και έπρόδωσεν τούς ήρωας Σουλιώτας. Είναι δέ και οί τρεις ασελγείς, άσωτοι εις άκρον, μοιχοί, πόρνοι, και άρσενοκοιται  φανεροί. Και ούτως είς τον βόρβορον τής άμαρτίας και εις την Ιδίαν άκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα και οί άναστεναγμόί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες».
Και παρακάτω : «Δεν είναι κρύφον, άλλ’ όλοι το ηξεύρουν ότι είς τα Ιωάννινα οί πνευματικοί άναφέρουσι κάθε ύπόθεσιν οπού άκούουσιν από τους χριστιανούς είς τον αρχιερέα και αυτός ευθύς κάμνει ένα κατάλογόν με προσθήκην και τον προσφέρει του τυράν­νου, είς τρόπον όπου ή έξομολόγησις είναι την σήμερον εν μέσον προδοσίας».
Ο Αρχιεπίσκοπος Άρτας Πορφύριος, που αναφέρεται παραπάνω, στην εποχή της Επανάστασης πήρε το μέρος του Μαυροκορδάτου και βυσσοδομούσε σε βάρος του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών. Σε μία συνάντηση που είχε με τον Κολοκοτρώνη, φαί­νεται να τον απείλησε, στηριζόμενος στις πλάτες του φίλου του Μαυροκορδάτου, για να πάρει την απάντηση από το λιοντάρι του Μόριά: «Μη μου βροντάς εμένα το πόδι παπά, γιατί βροντώ το σπαθί και σου παίρνω το κεφάλι».23
Επίσης σύμφωνα με την μαρτυρία του Βλαχογιάννη, που την ανα­φέρει ο ιστορικός της επανάστασης Κασομούλης, διάβασε συγχωρητική ευχή στους τάφους των δολοφόνων του Καποδίστρια.
Ο Γάλλος περιηγητής Bartholdy, επισημαίνει τον ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο των μοναστηριών και του μοναχικού βίου στην εξέλιξη του νέ­ου ελληνισμού. «Αυτοί οι καλόγεροι καλλιεργούν κάθε δεισιδαιμο­νία, επιτρέπουν κάθε δολιότητα, καταδιώκουν τους φωτισμένους αν­θρώπους. Όσες φορές βρέθηκα πλάι σε καλόγερους διαπίστωσα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πως είναι ιδιοτελείς, φιλοχρήματοι, μοχθηροί, απελέκητοι και απίθανα ρυπαροί. Είναι βδέλλες που απομυζούν το αίμα του λαού και βρίσκουν πάντοτε τον τρόπο να αρπάζουν για λο­γαριασμό τους το καλύτερο».**  * J.L.S. Bartholdy, Voyage en Grece fait dans les annees 1803 et 1804, Paris 1807.
Ο ίδιος επισκέπτεται μοναστήρι της Χίου και βρίσκει τα βιβλία στην αποθήκη ανάμεσα σε λάδια, τυριά και άλλα τρόφιμα, πνιγμένα στη σκόνη. Στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου στην Πάτμο, ρώτησε τον ηγούμενο αν υπήρχαν στη μονή χειρόγραφα και πήρε την εξής απάντηση: «Θεός φυλάξοι! Εμείς είμαστε ορθόδοξοι και όσα έγρα­ψαν αυτοί οι Ελληνοβριοί, όλο αιρετικά πράγματα, τα κάψαμε».
Ο κλήρος είχε εντελώς εξαχρειωθεί. Στα Γιάννενα ήταν όργανο του πασά. Ο Αλής χρησιμοποιούσε τους δεσποτάδες για να ελέγχει καλύτερα τους υπηκόους του. «Κι έτσι οι Έλληνες ήταν διπλά υπο­δουλωμένοι, διπλά καταπιεσμένοι και ηθικά εξουθενωμένοι».
Αναρίθμητα τα χρονικά και αμέτρητες οι μαρτυρίες για τη στάση του κλήρου. Εχθρικός σε κάθε προοδευτικό δάσκαλο, εχθρικός του διαφωτισμού και της αναγέννησης. Οι δάσκαλοι που επιχειρούσαν να φωτίσουν το Γένος, να μεταλαμπαδεύσουν τις νέες ανθρωπιστι­κές και δημοκρατικές ιδέες της Ευρώπης στην Ελλάδα, αντιμετώπι­ζαν λυσσαλέο διωγμό από την ηγεσία της Εκκλησίας. «Κάθε προο­δευτική, νεωτεριστική, εθνοπαιδευτική προσπάθεια, η εισαγωγή εκ- συχρονισμένων συστημάτων και η διδασκαλία των επιστημών χαρα­κτηρίζονταν από τους φωτοσβέστες ανώτερους κληρικούς και τα όρ­γανά τους επιβουλή του Σατανά, της αθεΐας παρακίνηση...»24  Κυρ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Γ1 σ.196 .αφού «Οί Νεύτωνες καί οι Καρτέσιοι και τά τρίγωνα και αί φυσικοί έπιστήμαι και τά τοιούτα εφεραν άδιαφορίαν πρός τά θεία».25  Α. Κοραή: Άπαντα, επιμ. Βαλέτα, τ.1, σ.45.
Στα Γιάννενα εμπόδια για τη λειτουργία των σχολείων παρενέβαλλε η Εκκλησία και όχι ο Αλή Πασάς. Η διδασκαλία του Βολταίρου προ- καλούσε υστερία. Τον σπουδαίο δάσκαλο της σχολής Ιωαννίνων Ψαλλίδα, έσωσε από τον αφορισμό και την κατηγορία για αθεΐα και τον προστάτευσε ο ίδιος ο Αλή πασάς. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και για τον νεωτεριστή και φωτισμένο δάσκαλο Γεώργιο Σουγδουρή που πρωτοδίδαξε στα Γιάννενα, Φυσική και Φιλοσοφία, τον οποίο αφό­ρισε ο μητροπολίτης Κλήμης. Ο περίφημος Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο πρώτος που δίδαξε συστηματικά Γεωμετρία, Άλγεβρα και Τριγωνομετρία στην Ελλάδα, χαρακτηρίστηκε, εξ αυτού του λόγου άθεος, καθαιρέθηκε - ήταν ιεροκήρυκας - και η διδασκαλία του αφορίστηκε από τον πατριάρχη Ιερεμία Γ'. Ο άλλος γίγαντας των ελληνικών γραμμάτων κληρικός Ευγένιος Βούλγαρις που δίδασκε Φυσική και έκανε πειράματα, κατηγορήθηκε για αθεΐα και υποχρεώθηκε να ανακαλέσει.
Ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Βολταίρος26  Κ. Κΰρρη, Ανέκδοτος επιστολή του Σέργιου Μακραίου, Λευκωσία 1968, σ. 1694-1778.  ήταν το κόκκινο πανί για την Εκκλησία, εξ αιτίας της διδασκαλίας του, ότι για να γίνει ο άνθρωπος ευτυχισμένος έπρεπε να απαλλαγεί από τα δεσμά της θρησκείας, πηγής κάθε φανατισμού, από τη μεταφυσική θεώρηση των πραγμάτων, πηγής επίσης δυστυχίας για τον άνθρωπο, από τα δόγματα, την κληρικοκρατία, τους λειτουργούς κάθε θρη­σκείας και τις λειτουργίες της και να αμφισβητήσει τα πολιτικά κα­θεστώτα.
Αυτόν λοιπόν τον καταξιωμένο παγκόσμια φιλόσοφο, έρχεται να τον αντικρούσει, ποιός νομίζετε; Ο Κύπριος... γίγαντας του πνεύμα­τος καλόγερος Σέργιος! Ακούστε με ποιον τρόπο και με ποια επιχει­ρήματα αντικρούει τον Βολταίρο: «Είναι αμαθής ιστορικός, συγκε­χυμένος λογοποιός, αδιανόητος διαλεκτικός, χυδαιότατος φρονηματίας, ασυλλόγιστος γεωγράφος, χρονολογικός ταραξίας, αναιδέστα­τος ψεύτης, αδιάκριτος κριτικός, ακατάστατος συγγραφεύς, ασύνε­τος, φλύαρος, ψευδώνυμος φιλόσοφος, αηδέστατος κωμωδός και βδελυρός αδολέσχης, πάντολμος τολμητίας, κακεντρεχέστατος άθε­ος, και των ασεβών απάντων εξωλέστατος, του σύμπαντος χρόνου αφρονέστατον έκτρωμα, και της εσχάτης απονοίας αντάρτης του Θε­ού και των αγίων γραφών».27
Τώρα μάλιστα. Έτσι μπράβο Σέργιε. Τον ξέσκισες τον Βολταίρο. Από βρισιές σκίζεις. Δεν έχεις το ταίρι σου. Βρισιές και κατάρες. Η ειδικότητα του κλήρου.
Το 1819 ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' με εγκύκλιό του στρέφεται ανοικτά κατά της διδασκαλίας των Θετικών Επιστημών και της Φι­λοσοφίας και το μόνο που δέχεται είναι η γνώση μίας στείρας γραμ­ματικής και των απλών πράξεων της αριθμητικής.
Ιδοΰ η εγκύκλιος: «Επιπολάζει ενιαχού μια καταφρόνησις περ'ι τα Γραμματικά μαθήματα και διόλου παράβλεψις περι τάς Λογικάς και Ρητορικάς τέχνας, και περι αυτήν έπι πάση τήν διδασκαλίαν τής υψηλότατης Θεολογίας, προερχομένη έκ τής όλοτελούς άφοσιώσεως μαθητών όμου καί διδασκάλων εις μόνα τα μαθηματικά και τάς έπιστήμας, και αδιαφορία εις τάς παραδεδομένας νηστείας, προκύπτουσα έκ τινών διεφθαρμένων άνδραρίων, τά όποια καθώς τά ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου, ούτω και αυτά μεταξύ τών πεπαιδευμέ­νων τού Γένους ανεφύησαν, πλανώμενα ύφ’ αυτών και πλανώντα τούς άφελεστέρους και άπεριφράκτους τήν διάνοιαν».
Η τοποθέτηση αυτή του πατριάρχη κάνει τον Κοραή να δηλώσει ότι: «Περισσότερον ήθελε ώφελήσει τό Γένος σήμερον όστις καίει, παρά οστις γράφει Γραμματικάς».
  Παύλος, Προς Κορινθίους.

Ο τελευταίος χορός του πολεμιστή

Πάτησε το βίντεο κι άκου την μουσική ΠΡΙΝ διαβάσεις το άρθρο … και νοιώσε το με την αριστερή συνείδηση. Ο τελευταίος χορός … ο τελευταίος

«…Με κοίταξε σα να ‘θελε να δει το αποτέλεσμα των λόγων του επάνω μου.

«Αυτό είναι το μέρος που θα πεθάνεις», είπε με απλή φωνή.

Αναταράχτηκα νευρικά, αλλάζοντας θέση, κι εκείνος χαμογέλασε.

«Θα πρέπει να ρθώ μαζί σου σ’ αυτόν το λόφο πολλές φορές», είπε. «Και κατόπιν θα πρέπει να έρχεσαι μόνος σου ώσπου να κορεσθείς απ’ αυτόν, ώσπου ο λόφος να σε διαποτίσει ολόκληρο. Θα καταλάβεις μόνος σου πότε θα γίνει αυτό. Πάντως, αυτή η κορφή, όπως είναι τώρα θ’ αποτελέσει στο μέλλον το μέρος του τελευταίου σου χορού».

«Τι εννοείς λέγοντας ο τελευταίος μου χορός, Δον Χουάν;»

«Το μέρος αυτό είναι ο τελευταίος σου σταθμός θα πεθάνεις εδώ, αδιάφορο αν θα βρίσκεσαι εδώ ή όχι. Κάθε πολεμιστής έχει ένα δικό του μέρος για να πεθάνει, ένα μέρος της δικής του προτίμησης που είναι γεμάτο από αξέχαστες αναμνήσεις και σημαδεμένο από σημαντικά γεγονότα. Ένα μέρος όπου έχει παραστεί μάρτυρας θαυμαστών πραγμάτων, όπου του έχουν αποκαλυφθεί μυστικά, κι όπου έχει τοποθετήσει το απόθεμα της προσωπικής του δύναμης.

«Ο πολεμιστής είναι υποχρεωμένος να επιστρέφει στο μέρος της προτίμησής του, κάθε φορά που αιχμαλωτίζει δύναμη, για να την αποθηκέψει εκεί. Επιστρέφει πραγματικά, πεζοπορώντας ή διαμέσου του ονείρου.

«Και τελικά, μια μέρα, όταν ο γήινος χρόνος του τελειώσει και νιώσει το άγγιγμα του θανάτου του στον αριστερό του ώμο, το πνεύμα του, που είναι πάντα έτοιμο, πετάει στο μέρος της προτίμησής του κι εκεί ο πολεμιστής χορεύει μέχρι να πεθάνει.
    «Κάθε πολεμιστής έχει έναν ξεχωριστό τύπο, μια ξεχωριστή στάση δύναμης την οποία τελειοποιεί σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Πρόκειται για ένα είδος χορού, για μια σειρά κινήσεων που κάνει ο πολεμιστής κάτω από την επίδραση της προσωπικής του δύναμης.
    Αν ο πολεμιστής που πεθαίνει έχει περιορισμένη δύναμη, ο χορός του είναι σύντομος. Αν η δύναμή του είναι μεγάλη, ο χορός του είναι εξαίσιος. Ανεξάρτητα όμως από το αν η δύναμή του είναι μικρή ή μεγάλη, ο θάνατος πρέπει να σταθεί και να επιβεβαιώσει τον τελευταίο σταθμό του πολεμιστή στη γη. Ο θάνατος δεν μπορεί να πλήξει τον πολεμιστή που αναμετράει τον μόχθο της ζωής του για τελευταία φορά, μέχρι που να τελειώσει τον χορό του».
Τα λόγια του Δον Χουάν μου έφεραν ρίγος. Η ησυχία, το λυκόφως, το εξαίσιο τοπίο, όλα έμοιαζαν να έχουν τοποθετηθεί εκεί για να πλαισιώσουν την εικόνα του τελευταίου χορού του πολεμιστή.

«Μπορείς να με διδάξεις αυτό το χορό παρόλο που δεν είμαι πολεμιστής;» ρώτησα.
    «Κάθε άνθρωπος που κυνηγάει τη «δύναμη» πρέπει να μάθει αυτό το χορό», είπε. «Δεν μπορώ όμως να σου τον διδάξω εγώ. Σύντομα μάλλον θα έχεις ένα άξιο αντίπαλο και τότε θα σου δείξω την πρώτη κίνηση της «δύναμης». Θα πρέπει να προσθέσεις και άλλες κινήσεις μόνος σου από κει και πέρα. Καθεμιά απ’ αυτές τις νέες κινήσεις πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας πάλης με τη «δύναμη». Έτσι, η στάση του σώματος, η φόρμα που υιοθετεί ο πολεμιστής, είναι στην πραγματικότητα η ιστορία της ζωής του, ένας χορός που αναπτύσεται όσο εκείνος αναπτύσσει την προσωπική του δύναμη».
«Στέκεται πραγματικά ο θάνατος για να δει έναν πολεμιστή να χορεύει;»
    «Ο πολεμιστής είναι μονάχα άνθρωπος. Ένας ταπεινός άνθρωπος. Δεν μπορεί να ανατρέψει τα σχέδια του θανάτου. Αλλά το τέλειο πνεύμα του, που έχει συσωρεύσει δύναμη ύστερα από εκπληκτικά κατορθώματα, μπορεί σίγουρα να συγκρατήσει τον θάνατό του για μια στιγμή, μια στιγμή αρκετά μεγάλη που θα του επιτρέψει να χαρεί για τελευταία φορά αναπολώντας την δύναμή του. Μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για μια χειρονομία που ο θάνατος κάνει μονάχα σ’ εκείνους που έχουν τέλειο πνεύμα».
Ένιωσα μια ανησυχία να με πλημμυρίζει ολόκληρο και άρχισα να μιλώ μόνο και μόνο για ν’ απαλλαγώ απ’ αυτή. Τον ρώτησα να είχε γνωρίσει πολεμιστές που είχαν πεθάνει και με ποιο τρόπο ο τελευταίος τους χορός επηρέασε το θάνατό τους.

«Παράτα το αυτό», έκανε ο Δον Χουάν απότομα. «Ο θάνατος είναι μια τεράστια υπόθεση. Είναι κάτι περισσότερο απο το να κλωτσάς τα πόδια σου και να μουδιάζεις».

«Θα χορέψω κι εγώ στο θάνατό μου, Δον Χουάν;»

«Σίγουρα. Κυνηγάς τη «δύναμη» παρόλο που δεν ζεις σαν πολεμιστής ακόμα. Σήμερα ο ήλιος σου έδωσε έναν οιωνό. Οι καλύτερες δουλειές της ζωής σου θα γίνουν προς το τέλος της μέρας. Προφανώς δεν σου αρέσει το γεμάτο νεανικό σφρίγος φως του πρωινού. Δεν σε τραβάει το πρωινό ταξίδι. Προτιμάς τον ήλιο που βασιλεύει, κιτρινωπός και μειλίχιος. Δεν σου αρέσει η λάμψη. Προτιμάς την ανταύγεια.»
    «Θα ‘ρθεις λοιπόν και θα χορέψεις στο θάνατό σου πάνω εδώ, σ’ αυτή την κορφή, στο τέλος της ημέρας. Και καθώς θ

α χορεύεις τον τελευταίο χορό σου, θα ιστορείς τους αγώνες σου, τις μάχες που κέρδισες και τις μάχες που έχασες. Θα μιλήσεις για τις χαρές και για τα βάσανα που πέρασες αναζητώντας την προσωπική σου δύναμη. Ο χορός σου θα ιστορεί τα μυστικά και τα θαυμάσια πράγματα που αντιμετώπισες στη ζωή σου.
Και ο θάνατός σου θα κάθεται εδώ και θα σε παρακολουθεί να χορεύεις. Ο ήλιος που θα βασιλεύει, θα λούζει το σώμα σου με φως χωρίς να το καίει, όπως έγινε σήμερα. Ο αέρας θα ‘ναι ήρεμος και γλυκός και η κορφή του λόφου σου θα τρέμει. Καθώς θα ζυγώνεις προς το τέλος του χορού σου, θα κοιτάξεις τον ήλιο γιατί δεν θα τον ξαναδείς ποτέ ούτε ξύπνιος ούτε στο όνειρό σου, και τότε ο θάνατός σου θα δείξει προς το νοτιά. Προς την απεραντοσύνη».
Περί θανάτου του πολεμιστή

* Ο πολεμιστής σκέφτεται το θάνατό του όταν τα πράγματα γύρω του γίνονται ομιχλώδη. Το μόνο που ταράζει την ψυχή μας είναι η ιδέα του θανάτου.

* Ο θάνατος είναι παντού. Ο θάνατος μπορεί να είναι τα φώτα ενός αυτοκινήτου στην κορυφή ενός λόφου, πέρα μακριά. Μπορεί να παραμένουν ορατά για λίγο και έπειτα να χαθούν στο σκοτάδι λες και τα σάρωσε ένα φτυάρι – μόνο για λίγο όμως, γιατί σύντομα θα ξαναφανούν στην κορυφή ενός άλλου λόφου, για να χαθούν και πάλι.

Αυτά είναι τα φώτα πάνω στην κεφαλή του θανάτου. Ο θάνατος τα φοράει σαν καπέλο και έπειτα αρχίζει να καλπάζει, κερδίζοντας έδαφος, πλησιάζοντάς μας όλο και περισσότερο. Μερικές φορές σβήνει τα φώτα του. Όμως ο θάνατος δεν σταματά ποτέ.

* Κάθε ψήγμα γνώσης που μετατρέπεται σε δύναμη εκπορεύεται από το θάνατο. Ο θάνατος συνεισφέρει με το έσχατο άγγιγμα. Και ότι αγγίζει ο θάνατος πράγματι μετατρέπεται σε δύναμη.

* Μόνο η σκέψη του θανάτου προσφέρει στον πολεμιστή την ανεξαρτησία που θα του επιτρέψει να εγκαταλείψει τον εαυτό του μπροστά σε οτιδήποτε. Ξέρει ότι ο θάνατός του τον παραμονεύει και δε θα του δώσει το χρόνο να αγκιστρωθεί σε κάτι, κι έτσι λοιπόν δοκιμάζει, χωρίς λαχτάρα, τα πάντα.

* Ο θάνατος είναι ένας στρόβιλος. Ο θάνατος είναι ένα λαμπερό σύννεφο πέρα στον ορίζοντα. Ο θάνατος είμαι εγώ που σου μιλάω. Ο θάνατος είσαι εσύ και το σημειωματάριό σου. Ο θάνατος είναι τίποτα. Τίποτα! Είναι εδώ, κι ωστόσο δεν είναι.

* Ο θάνατος είναι ο μόνιμος σύντροφός μας. Βρίσκεται πάντοτε στα αριστερά μας και πίσω μας, σε απόσταση τόση όση ενός τεντωμένου χεριού, και είναι ο μόνος σοφός σύμβουλος του πολεμιστή. Όποτε αισθάνεται ότι όλα πάνε στραβά και πρόκειται να εκμηδενιστεί, μπορεί να στραφεί προς το θάνατό του και να τον ρωτήσει αν τα πράγματα έχουν έτσι στ’ αλήθεια. Ο θάνατός του θα του πει ότι κάνει λάθος. Ότι τίποτα δεν έχει πραγματική σημασία εκτός από το άγγιγμά του. Ο θάνατός του θα του πει: «Δε σε έχω αγγίξει ακόμα».

* Σε έναν κόσμο όπου ο θάνατος είναι κυνηγός δεν υπάρχει χρόνος για τύψεις ή αμφιβολίες. Υπάρχει μονάχα χρόνος για αποφάσεις. Δεν έχει σημασία ποιες είναι αυτές οι αποφάσεις. Τίποτα δεν μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο σοβαρό από οτιδήποτε άλλο. Σε έναν κόσμο όπου ο θάνατος είναι ο κυνηγός δεν υπάρχουν μικρές ή μεγάλες, σημαντικές ή ασήμαντες αποφάσεις. Υπάρχουν μόνο αποφάσεις που παίρνει ο πολεμιστής μπροστά στον αναπόφευκτο θάνατό του.

* Ο πολεμιστής πρέπει να εστιάζει την προσοχή του στον κρίκο που συνδέει τον ίδιο με το θάνατό του. Χωρίς τύψεις, λύπη ή ανησυχία, πρέπει να εστιάζει την προσοχή του στο γεγονός ότι δεν έχει αρκετό χρόνο και έτσι αφήνει τις πράξεις του να ακολουθούν ανάλογη ροή. Πρέπει να επιτρέπει σε καθεμία από τις πράξεις του να είναι η τελευταία του μάχη πάνω στη γη. Μόνο κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις οι πράξεις του θα φέρουν μέσα τους την ενάρετη δυναμή τους. Αλλιώς, για όσο ζει, θα είναι οι πράξεις ενός ανόητου.

* Ο θάνατός μας περιμένει, και αυτή η πράξη που τελούμε τώρα μπορεί να είναι η τελευταία μας μάχη πάνω στη γη. Την ονομάζω μάχη γιατί είναι ένας αγώνας. Οι περισσότεροι άνθρωποι ακολουθούν μια διαδοχή πράξεων χωρίς αγώνα ή σκέψη. Αντίθετα, ο πολεμιστής-κυνηγός υπολογίζει καθετί που κάνει. Και, εφόσον διαθέτει βαθιά γνώση του θανάτου του, βαδίζει με σύνεση, λες και κάθε πράξη του είναι η τελευταία του μάχη. Μόνο ένας ανόητος θα αδυνατούσε να συλλάβει το πλεονέκτημα του πολεμιστή-κυνηγού έναντι των συνανθρώπων του. Ο πολεμιστής-κυνηγός αντιμετωπίζει την τελευταία του μάχη με το σεβασμό που της αρμόζει. Είναι φυσικό λοιπόν, κάνοντας την τελευταία του πράξη πάνω στη γη, να δώσει τον καλύτερό του εαυτό. Είναι πιο ευχάριστο έτσι. Αμβλύνει το φόβο του».

* Ο πολεμιστής είναι μόνο ένας άνθρωπος, ένας ταπεινός άνθρωπος. Δεν μπορεί να αλλάξει το πεπρωμένο του θανάτου του. Αλλά το άμεμπτο πνεύμα του, το οποίο έχει αποθηκεύσει δύναμη έπειτα από αφάνταστες δυσκολίες, μπορεί σίγουρα να αναβάλει το θάνατό του για μια στιγμή, και η στιγμή αυτή αρκεί για να του επιτρέψει να αγαλλιάσει για τελευταία φορά ανακαλώντας τη δύναμή του. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή είναι μια χειρονομία που επιφυλάσσει ο θάνατος σε όσους έχουν άμεμπτο πνεύμα.

* Ο πολεμιστής θεωρεί τον εαυτό του ήδη νεκρό, κι έτσι δεν έχει τίποτα να χάσει. Το χειρότερο του έχει ήδη συμβεί, άρα είναι αγνός και νηφάλιος. Κρίνοντάς τον από τις πράξεις του ή από τα λόγια του, κανείς δε θα υποπτευόταν ότι έχει δει τα πάντα.

* Ο πολεμιστής πεθαίνει δύσκολα. Ο θάνατός του πρέπει να παλέψει για να τον πάρει. Ο πολεμστής δεν παραδίδει τον εαυτό του στο θάνατο τόσο εύκολα.

* Ο θάνατος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της υποχρέωσης να πιστέψεις. Χωρίς την επίγνωση του θανάτου, όλα είναι κοινά, τετριμμένα. Μόνο και μόνο επειδή ο θάνατος τον παραμονεύει, ο πολεμιστής οφείλει να πιστέψει ότι ο κόσμος είναι ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο. Το γεγονός ότι οφείλει να πιστέψει κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις εκφράζει την ενδόμυχη προτίμηση του πολεμιστή.

* Η ολότητα της ύπαρξής μας είναι πολύ παράξενη υπόθεση. Χρειαζόμαστε μόνο έαν πολύ μικρό μέρος της για να εκπληρώσουμε ακόμα και τους πιο περίπλοκους στόχους της ζωής μας. Ωστόσο, όταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε μαζί με την ολότητα της ύπαρξής μας.

* Όταν ένας πολεμιστής αποφασίζει να αναλάβει δράση, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να πεθάνει. Αν είναι προετοιμασμένος να πεθάνει, δεν πρέπει να υπάρχουν κακοτοπιές, ανεπιθύμητες εκπλήξεις ή περιττές ενέργειες. Όλα θα πρέπει να έρχονται σιγά σιγά στη θέση τους, επειδή δεν προσδοκά τίποτα.

* Η δύναμη που κυβερνά το πεπρωμένο όλων των ανθρώπινων όντων ονομάζεται Αετός, όχι επειδή είναι αετός ή έχει σχέση με τον αετό, αλλά επειδή εμφανίζεται στο μάτι του ενορατικού σαν ένας πελώριος κατάμαυρος αετός, που στέκεται ψηλά, φτάνοντας στο άπειρο.

* Ο Αετός καταβροχθίζει την επίγνωση όλων των πλασμάτων που, καθώς τη μια στιγμή είναι ζωντανά πάνω στη γη και την άλλη έχουν πεθάνει, έχουν γλιστρήσει στο ράμφος του Αετού, σαν ένα σμήνος από πυγολαμπίδες, για να συναντήσουν αυτό απ’ όπου εκπορεύτηκαν, το λόγου που είχαν κάποτε ζωή. Ο Αετός αποσυνθέτει αυτές τις μικροσκοπικές φλόγες, τις λειαίνει, όπως ένας βυρσοδέψης τεντώνει ένα κομμάτι δέρμα, κι έπειτα τις καταβροχθίζει. Γιατί ο Αετός τρέφεται με την επίγνωση.

* Το να περάσεις στην ελευθερία δε σημαίνει αιώνια ζωή με την κοινώς αποδεκτή έννοια – δε σημαίνει, δηλαδή, ότι ζεις για πάντα. Σημαίνει μάλλον ότι οι πολεμιστές μπορούν να διατηρήσουν την επίγνωσή τους, η οποία συνήθως μας εγκαταλείπει τη στιγμή του θανάτου. Τη στιγμή της μετάβασης, το σώμα στην ολότητά του φλέγεται από γνώση. Κάθε κύτταρο αποκτά την ίδια στιγμή επίγνωση του εαυτού του και της ολότητας του σώματος.

* Για έναν ενορατικό η αλήθεια είναι ότι όλα τα ανθρώπινα όντα αγωνίζονται για να πεθάνουν. Αυτό που σταματάει το θάνατο είναι η επίγνωση.

* Το χειρότερο που θα μπορούσε να μας συμβεί είναι ότι πρέπει να πεθάνουμε, και από τη στιγμή που αυτό είναι ήδη το αναπόφευκτο πεπρωμένο μας, είμαστε ελεύθεροι. Αυτοί που έχουν χάσει τα πάντα δεν έχουν πια τίποτα να φοβηθούν.

* Ο πολεμιστής σκέφτεται μόνο τα μυστήρια της επίγνωσης. Αυτό που έχει σημασία είναι το μυστήριο. Είμαστε ζωντανά όντα. Πρέπει να πεθάνουμε και να εγκαταλείψουμε την επίγνωσή μας. Όμως, αν μπορούσαμε να το αλλάξουμε αυτό, έστω και στο ελάχιστο, τι μυστήρια θα μας περίμεναν… Τι μυστήρια!

* Ο άνθρωπος κατέχει απροσμέτρητες δυνάμεις. Ο θάνατος υπάρχει μόνο επειδή τον έχουμε σκοπεύσει από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Ο σκοπός του θανάτου μπορεί να παραταθεί μετατοπίζοντας το σημείο συναρμογής.

* Στον κόσμο της καθημερινότητας, οι αποφάσεις ή τα λόγια κάποιου μπορούν πολύ εύκολα να ανακληθούν. Το μόνο οριστικό πράγμα του κόσμου της καθημερινότητας είναι ο θάνατος. Στον κόσμο των σαμάνων, από την άλλη, ο φυσιολογικός θάνατος μπορεί να ανακληθεί, όχι όμως και τα λόγια των σαμάνων. Στον κόσμο των σαμάνων οι αποφάσεις δεν μπορούν να αλλάξουν ή να αναθεωρηθούν. Από τη στιγμή που έχουν ληφθεί, ισχύουν για πάντα.

Don Juan Matus προς τον Carlos Castaneda