Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Έξι φιλόσοφοι μιλούν για την καλή ζωή

Ο δημοφιλής Βρετανός φιλόσοφος Alain de Botton, παρουσιάζει έξι στοχαστές που έχουν επηρεάσει την ιστορία με τις ιδέες τους σχετικά με την ευτυχία και την καλή ζωή.
Έχουμε την τάση να αποδεχόμαστε πως ό,τι λέει η κοινή γνώμη και οι άνθρωποι με θέσεις εξουσίας είναι και σωστό. Παρ’ όλα αυτά, φιλόσοφοι, όπως ο Σωκράτης ή ο Νίτσε, διαφωνούν και μας προτρέπουν να σκεφτούμε λογικά και να κρατήσουμε αποστάσεις από την ανοησία που δέρνει συχνά τα τηλεοπτικά κύματα, την κοινή γνώμη και τους πολιτικούς.

Ο Σωκράτης και ο Νίτσε είναι δύο από τους έξι στοχαστές που παρουσιάζονται στο best seller του Alain de Botton “The Consolations of Philosophy” (Παρηγοριά στη Φιλοσοφία). Οι υπόλοιποι είναι ο Επίκουρος, ο Σενέκας, ο Μονταίν και ο Σοπενχάουερ. Όλοι τους έχουν επηρεάσει την ιστορία με τις ιδέες τους σχετικά με το τι είναι ευτυχία και πώς αποκτάται η ευτυχισμένη ζωή.

Σύμφωνα με τους φιλοσόφους αυτούς, τα έξι στοιχεία που συνθέτουν την ευτυχία του ανθρώπου είναι: η εμπιστοσύνη στον εαυτό, η ελευθερία, η τόλμη, η αυτοεκτίμηση, η αγάπη και η θέληση.

Όπως σημειώνει ο Alain de Botton, το φως που σκορπούν θα μπορούσε να διαφωτίσει ορισμένα από τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα, όπως για παράδειγμα η έλλειψη δημοτικότητας, η φτώχεια, η ανεπάρκεια, η μοναξιά και η δειλία.

Αλλά γιατί να ασχοληθεί κανείς με τη φιλοσοφία;
Επειδή είναι η μόνη πραγματική άμυνα που μπορεί να έχει ο άνθρωπος απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής. Και το μεγαλύτερο στήριγμα, γιατί αυτή του δίνει τα απαραίτητα εφόδια για να ζήσει καλά.

Ο Σωκράτης για την εμπιστοσύνη στον εαυτό: Γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι ακολουθούν το κοπάδι και αρνούνται να υποστηρίξουν αυτό που πραγματικά πιστεύουν; Εν μέρει επειδή είναι πιο εύκολο να ακολουθείς τη γραμμή της ελάσσονος αντίστασης, δηλαδή τη γνώμη των «πολλών», και εν μέρει επειδή δεν γνωρίζουν πότε πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στη δική τους.

Ο Επίκουρος για την ηδονή: Η ευτυχία, και η ηδονή που απορρέει από αυτήν, ήταν πάντοτε το μεγάλο ζητούμενο της φιλοσοφίας. Για τον Επίκουρο, ο οποίος δεν ήταν επικούρεια λαίμαργος ή προκλητικά καταναλωτικός ή οπαδός του ηδονοθηρικού βίου, συστατικά της ευτυχίας είναι «οι φίλοι, η ελευθερία και ο γαλήνιος στοχασμός».

Ο Σενέκας για την οργή: Ο Ρωμαίος συγκλητικός Λεύκιος Ανναίος Σενέκας, γνωστός ως Σενέκας ο Νεώτερος, ήταν ο πιο διάσημος και δημοφιλής φιλόσοφος της εποχής του. Από τα πιο γνωστά βιβλία του είναι το “Περί οργής” (De Ira). Ο Σενέκας πήρε το θέμα του θυμού αρκετά σοβαρά, αρνούμενος να δει το θυμό ως ένα παράλογο ξέσπασμα επί του οποίου δεν έχουμε κανέναν έλεγχο. Αντ’ αυτού το είδε ως φιλοσοφικό πρόβλημα, το οποίο επιδέχεται θεραπεία με λογικά επιχειρήματα.

Ο Μισέλ ντε Μονταίν για την αυτοεκτίμηση: Εξετάζοντας το πρόβλημα της αυτοεκτίμησης, ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ ντε Μονταίν (16ος αιώνας) διέκρινε τρεις κύριους λόγους για τους οποίους μπορεί κάποιος να αισθάνεται άσχημα με τον εαυτό του –τη σεξουαλική ανεπάρκεια, την αδυναμία να ακολουθήσει τους κοινωνικούς κανόνες και την πνευματική κατωτερότητα– και στη συνέχεια πρόσφερε πρακτικές λύσεις για την αντιμετώπισή τους.

Ο Σοπενχάουερ για τον έρωτα: Ο Alain de Botton στο βιβλίο του “The Consolations of Philosophy” ερευνά τη σκέψη του Γερμανού φιλοσόφου του 19ου αιώνα Άρθουρ Σοπενχάουερ, ο οποίος, εμπνευσμένος από τον Έρωτα της ησιόδειας Θεογονίας, πίστευε ότι είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή, επειδή αποτελεί την κινητήρια δύναμη βάσει της οποία υπάρχει η «θέληση για ζωή».

Ο Νίτσε για τις αντίξοες συνθήκες: Χαρακτηριστική είναι η θέση του φιλόσοφου και ελληνιστή Φρίντριχ Νίτσε για το ρόλο που παίζουν οι κακουχίες και οι αντιξοότητες στην ανθρώπινη εξέλιξη. Για τον Νίτσε, όλα τα αξιόλογα επιτεύγματα στη ζωή προέρχονται από την εμπειρία της υπέρβασης των δυσκολιών. Γι “αυτόν, κάθε ύπαρξη που ζει πάρα πολύ άνετα είναι άνευ αξίας, όπως είναι τα «ναρκωτικά» του ποτού και της θρησκείας.

Εμπιστευθείτε το ένστικτό σας

Αναγνωρίζει πότε σας λένε ψέματα καλύτερα από τη λογική σας, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Έχετε αισθανθεί ποτέ ότι κάποιος δεν σας λέει την αλήθεια αλλά δεν μπορείτε να «στηρίξετε» αυτή την αίσθηση με λογικά επιχειρήματα; Αντί να απορρίψετε την ιδέα σας ως παράλογη, ίσως θα ήταν καλύτερο να την εμπιστευθείτε. Μελέτη που έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες διαπίστωσε πως τελικά το ένστικτό μας είναι πολύ καλύτερο στο να αναγνωρίσει πότε κάποιος μας λέει ψέματα από ό,τι η συνειδητή σκέψη και η λογική μας. Υποσυνείδητα, λένε οι επιστήμονες, οι άνθρωποι είναι τελικά εξαιρετικοί «ανιχνευτές ψεύδους».

Τυχαίες επιδόσεις σε συνειδητό επίπεδο
Δεκάδες μελέτες έχουν δείξει ως τώρα ότι οι άνθρωποι δεν είναι και τόσο καλοί στο να εντοπίσουν έναν ψεύτη - αντιθέτως, κατορθώνουν συνήθως να αναγνωρίσουν πότε κάποιος λέει ψέματα σε επίπεδα τα οποία μπορούν να αποδοθούν απλώς στην τύχη.
«Αν σας δώσω δέκα βίντεο στα οποία πέντε άτομα λένε ψέματα και πέντε όπου λένε την αλήθεια μπορώ να προβλέψω ότι τόσο εσείς όσο και οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος θα έχει σωστές επιδόσεις κατά περίπου 50%» δήλωσε μιλώντας στον δικτυακό τόπο επιστημονικών ειδήσεων LiveScience η Λεάνε τεν Μπρίνκε, κοινωνική ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ και εκ των συγγραφέων της νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Psychological Science». «Αυτό σημαίνει ακρίβεια τόση όση το να παίξει κανείς "κορόνα-γράμματα"».
Οι τόσο φτωχές επιδόσεις στην ανίχνευση του ψεύδους δεν έχουν εξελικτικό «νόημα» σύμφωνα με τους επιστήμονες: το να ξεχωρίζουμε την αλήθεια από το ψέμα είναι μια ικανότητα σημαντική για την επιβίωσή μας, οπότε δεν ακούγεται και τόσο λογικό να τη διαθέτουμε σε τόσο μικρό βαθμό.
Για τον λόγο αυτόν η κυρία Τεν Μπρίνκε και οι συνεργάτες της σχεδίασαν ένα πείραμα προκειμένου να διερευνήσουν μήπως τελικά η ικανότητα αυτή λειτουργεί καλύτερα στο ασυνείδητό μας.
Το ασυνείδητο καλύτερος κριτής
Οι επιστήμονες «στρατολόγησαν» φοιτητές τους οποίους χώρισαν σε δύο ομάδες ζητώντας τους να μπουν και να «ψαχουλέψουν» ένα άδειο δωμάτιο. Οι εθελοντές της πρώτης ομάδας θα έβρισκαν 100 δολάρια μέσα σε κάποιο βιβλίο, τα οποία και θα έπρεπε να πάρουν λέγοντας όταν κάποιος τους ρωτούσε ότι δεν είχαν ιδέα σχετικά με τα χρήματα.
Οι εθελοντές της δεύτερης ομάδας δεν είχαν ανάλογες οδηγίες. Μετά τη σκηνοθετημένη «κλοπή» ένας ερευνητής «ανέκρινε» όλους τους εθελοντές και οι συνομιλίες βιντεοσκοπήθηκαν.
Στη συνέχεια οι ερευνητές έδειξαν τις βιντεοσκοπημένες «ανακρίσεις» σε 72 άλλους φοιτητές ζητώντας τους να εντοπίσουν ποιοι έλεγαν ψέματα και ποιοι αλήθεια. Οπως σε όλες τις ανάλογες μελέτες που έχουν γίνει στο παρελθόν, αυτοί εντόπισαν τους ψεύτες μόνο στο 43% των περιπτώσεων και εκείνους που έλεγαν την αλήθεια μόνο στο 48%.
Παράλληλα όμως οι ειδικοί έκαναν και άλλα τεστ προκειμένου να μετρήσουν τις υποσυνείδητες αντιδράσεις των εθελοντών μέσω των έμμεσων, «αυτόματων» συνειρμών.
Σε αυτά τα τεστ οι επιδόσεις αποκαλύφθηκαν εξαιρετικά καλύτερα, καθώς όλοι οι συμμετέχοντες είχαν περισσότερες πιθανότητες να συνδέσουν εκείνους που έλεγαν ψέματα με λέξεις όπως «αναληθής», «ανέντιμος» ή «απατηλός» και εκείνους που έλεγαν την αλήθεια με χαρακτηρισμούς όπως «έντιμος» ή «έγκυρος».
Ένα δεύτερο πείραμα επιβεβαίωσε ότι τελικά οι ασυνείδητες εντυπώσεις των εθελοντών σχετικά με την αλήθεια και το ψέμα ήταν πολύ πιο ακριβείς από τις συνειδητές κρίσεις τους.
Η γενική εντύπωση το καλύτερο «σημάδι»
Οι ειδικοί θεωρούν πως το γεγονός ότι σε συνειδητό επίπεδο οι ψεύτες μπορούν εύκολα να μας ξεγελάσουν ενδεχομένως να είναι αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας να ανιχνεύσουμε το ψέμα με βάση λανθασμένα στερεότυπα.
Υπάρχει για παράδειγμα μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι όσοι λένε ψέματα αποφεύγουν να κοιτάξουν τον συνομιλητή τους στα μάτια ή κάνουν νευρικές κινήσεις, όμως επιστημονικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι τα «σημάδια» αυτά είναι συνήθως απατηλά. «Το ασυνείδητό μας όμως ίσως εντοπίζει τα σωστά δείγματα, τα οποία πράγματι υπάρχουν» τόνισε η κυρία Τεν Μπρίνκε.
Οπως ανέφερε η ψυχολόγος, οι εθελοντές που είπαν ψέματα δήλωσαν ότι ένιωσαν περισσότερο στρεσαρισμένοι και φοβισμένοι κατά τη διάρκεια της βιντεοσκόπησης ενώ μιλούσαν πιο γρήγορα και ήταν λιγότερο συνεργάσιμοι, οπότε ενδεχομένως ο εγκέφαλός μας να είναι σε θέση να «συλλαμβάνει» αυτές ή άλλου είδους μικρές διαφορές, τις οποίες και αξιολογεί συνολικά ως δείγματα απάτης.
Στο κάτω-κάτω, επεσήμανε, αν το δούμε εξελικτικά, ενδεχομένως να μην είναι απαραίτητο να εντοπίζουμε ξεκάθαρα το ψέμα - μια αόριστη εντύπωση που μας προδιαθέτει δυσάρεστα σε σχέση με κάποιο πρόσωπο ίσως να είναι αρκετή ώστε να μας κάνει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντί του ή και να το αποφύγουμε.
«Δεν είναι ανάγκη να γίνεται συναγερμός με καμπανάκια που χτυπάνε στο κεφάλι μας λέγοντάς μας "μην τον εμπιστεύεσαι"» υπογράμμισε η κυρία Τεν Μπρίνκε.