Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ο Καλυδώνιος Κάπρος

αρχείο λήψης (28)Ο ΟΙΝΕΥΣ, βασιλιάς της Καλυδώνας, στην Αιτωλία, παντρεύ­τηκε την Αλθαία. Αυτή του γέννησε πρώτα τον Τοξεα, πού ο Οινεύς τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια επειδή έκανε την άποκότιά να πηδήσει πάνω από την τάφρο πού έσκαβαν για την άμυνα της πόλης και κατόπιν του γέννησε τον Μελέαγρο, πού λέγεται ότι στην πραγματικότητα ήταν γιος της από τον Άρη. Όταν ο Μελέαγρος ήταν επτά ημερών, οι Μοίρες πήγαν στην κρεβατοκάμαρα της , Αλθαίας και της ανάγγειλαν ότι το παιδί θα ζούσε μόνο όσο δεν θα καιγόταν ορισμένο ξύλο στο τζάκι . Η Αλθαία τράβηξε αμέσως το ξύλο από τη φωτιά, το έσβησε μ’ έναν κουβά νερό, και ύστερα το έκρυψε σε μια κασέλα.

 Ο Μελέαγρος μεγάλωσε κι έγινε ανδρείος και άτρωτος πολεμιστής και ο πρώτος ακοντιστής στην Ελλάδα, όπως το απέδειξε στους νεκρικούς αγώνες του Ακαστου. Ο Μελέαγρος θα μπορούσε να ζει ακόμη, αν ο ΟΙνεύς δεν είχε διαπράξει κάποιο καλοκαίρι την απρονοησία να ξεχάσει να περιλάβει την Άρτεμη στις ετήσιες θυσίες του προς τούς δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Η Άρτεμις, όταν ο Ήλιος την πληροφόρησε γι’ αυτή την ολιγωρία, έστειλε τεράστιο αγριόχοιρο να σκοτώσει τα γελάδια του ΟΙνέα και τούς δουλευταδες του, και να τσαλαπατήσει τα σπαρτά του αλλά ο ΟΙνεύς έστειλε κήρυκες και κάλεσε τούς ανδρειότερους πολεμιστές της Ελλάδας να βγουν να κυνηγήσουν τον κάπρο, με την υπόσχεση ότι οποίος τον σκότωνε, θα έπαιρνε το δέρμα του και τούς χαυλιόδοντες του.

Στο κάλεσμα αποκρίθηκαν πολλοί, και ανάμεσα τους ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης από τη Σπάρτη, ο Ίδας και ο Λυγκεύς από τη Μεσσήνη, ο Θησεύς από την Αθήνα, ο Πείριθους από τη Λάρισα, ο Ιάσων από την Ιωλκό, ο Άδμητος από τις Φερές, ο Νέστωρ από την Πύλο, ο Πηλεύς και ο Ευρυτίων από τη ΦθΙα, ο Ιφικλής από τη Θήβα, ο Αμφιάραος από το Αργος, ο Τελαμών από τη Σαλαμίνα, ο Καινεύς από τη Μαγνησία και τέλος ο Αγκαίος και ο Κηφεύς από την Αρκαδία, συνοδευόμενοι από τη συμπατριώτισσα τους, την αγνή γοργοπόδαρη Αταλάντη, μοναχο­κόρη του Ίασου και της Κλυμενης. Ο Ίασος ήθελε αρσενικό κληρονόμο, και η γέννηση της Αταλάντης τον απογοήτευσε τόσο βαθιά ώστε την πέταξε στο όρος Παρθένιο κοντά στην Καλυδώνα, όπου τη θήλασε αρκούδα πού την έστειλε η ‘Άρτεμις σε βοήθεια της . Η Αταλάντη μεγάλωσε και έγινε γυναίκα ανάμεσα στο σοι των κυνηγών που τη βρήκαν και την ανάθρεψαν, άλλά έμεινε παρθένα και πάντοτε κουβαλούσε απάνω της όπλα. Κάποια φορά έφτασε σκασμένη στη δίψα στα Κύφαντα, και εκεί, επικαλούμενη την Άρτεμη και χτυπώντας έναν βράχο με την αιχμή από το δόρυ της, έκανε να αναβλύσει πηγή. Αλλά ακόμη δεν είχε συμφιλιωθεί με τον πατέρα της.

 Ο Οινεύς φιλοξένησε τούς κυνηγούς με βασιλικό τρόπο επί εννέα ημέρες και όταν ο Αγκαίος και ο Κηφεύς αρνήθηκαν στην αρχή να κυνηγήσουν συντροφιά με γυναίκα, ο Μελέαγρος δήλωσε για λογαριασμό του Οινέα ότι αv δεν δέχονταν να αποσύρουν την ένσταση τους, θα ματαίωνε εντελώς το κυνήγι . Η αλήθεια είναι ότι ο Μελέαγρος ήταν παντρεμένος με την κόρη του Ίδα, την Κλεοπάτρα, αλλά τώρα ένιωσε ξαφνικών έρωτα για την Αταλάντη και ήθελε να κερδίσει τη συμπάθειά της. Οι θείοι του, τα αδέλφια της Αλθαίας, αντιπάθησαν το κορίτσι από την πρώτη στιγμή, πεπεισμένοι ότι η παρουσία του μόνο φασαρίες μπορούσε να φέρει, επειδή ο Μελέαγρος άλλο δεν έκανε παρά να αναστενάζει και να αναφωνεί: «Α, τι ευτυχισμένος ο άνδρας που θα την παντρευτεί !» Έτσι το κυνήγι άρχισε με κακούς οιωνούς όσο γι ‘αυτό, είχε φροντίσει και η ίδια η Άρτεμις.

Ο Αμφιάραος και η Αταλάντη ήταν οπλισμένοι με τόξα και βέλη, άλλοι είχαν ειδικές λόγχες, κοντάρια ή πελέκια και όλοι αδημονούσαν τόσο να κερδίσουν ο καθένας για λογαριασμό του τη δορά ώστε η πειθαρχία του κυνηγίου παραμελήθηκε. Με υπόδειξη του Μελέαγρου η συντροφιά προχώρησε σε σχήμα μισοφέγγαρου μέσα στο δάσος όπου είχε τη μονιά του ο αγριόχοιρος, σε απόσταση μερικών βημάτων ο ένας από τον άλλο.

Το πρώτο αίμα πού χύθηκε ήταν ανθρώπινο. Όταν η Αταλάντη πήρε θέση στο άκρο δεξιό πλευρό, σε κάποια απόσταση από τούς άλλους κυνηγούς, δύο Κένταυροι, ο Υλαιος και ο Ροικος, πού είχαν έρθει για να πάρουν μέρος στο κυνήγι, αποφάσισαν να τη βιάσουν ο καθένας βοηθώντας τον άλλο με τη σειρά του. Αλλά αμέσως μόλις έτρεξαν προς τη μεριά της, αυτή τούς σκότωσε και τούς δύο με το τόξο της και πήγε να κυνηγήσει στο πλευρό του Μελέαγρου.

Σε λίγο ξετρύπωσαν τον κάπρο από ρέμα κατάφυτο με ιτιές. Το ζώο βγήκε πηδώντας, σκότωσε δύο από τούς κυνηγούς, σακάτέψε άλλον και ανάγκασε τον νεαρό Νέστορα, πού αργότερα πολέμησε στην Τροία, να σκαρφαλώσει σε δέντρο . Ο Ιάσων και μερικοί άλλοι έριξαν στον αγριόχοιρο άστοχα κοντάρια, και μόνο ο Ιφικλής κατόρθωσε να του γδάρει τον ώμο. Τότε ο Τελαμών και ο Πηλεύς προχώρησαν θαρρετά με τις λόγχες τους άλλά ο Τελαμών σκόνταψε στη ρίζα ενός δέντρου, και ενώ ο Ηλεύς τον τραβούσε για να τον στήσει στα πόδια του, ο κάπρος τούς είδε και όρμησε. Η Αταλάντη έριξε την κατάλληλη στιγμή ένα βέλος, πού χώθηκε πίσω από το αυτί του κάπρου κάνοντας τον να τρέξει μανιασμένος . Ο Αγκαίος ξεφώνισε:

- Δεν είναι κυνήγι αυτό! Τώρα θα δείτε!

Στριφογύρισε το πολεμικό του πελέκι κατά τον κάπρο καθώς εκείνος εφορμούσε, άλλά ο Αγκαιος δεν ήταν άρκετα γρηγόρος , την άλλη στιγμη βρεθηκε κατάγης, ευνουχισμενός και ξεκοιλιασμενός. Πάνω στην εξαψη του, ο Πηλεύς σκό­τωσε τον Ευρυτίωνα με δόρυ πού προοριζόταν για τον κάπρο, τον οποιο ο Αμφιαραος είχε κατορθώσει να τυφλώ­σει μ’ ένα βελος. Κατοπιν ο κάπρος ρίχτησε στον Θησεα πού το ακόντιό του είχε ξαστοχησει. Αλλά ο Μελεαγρος εριξε κι αυτός και δίαπέρασε το άριστερό πλευρό του κάπρου, και υστερα, καθώς το ζωο από τον πόνο στροβιλιζόταν γύρω γύρω, προσπαθώντας να άπάλλαγει από το ακόντιο, ο Μελεαγρος του εμπηξε την κυνηγετικη του λόγχη βαθιά κάτω από την άριστερη σπάλα, ως την καρδιά . Ο κάπρος επεσε επιτέλους νεκρός . Ο Μελεαγρος εγδαρε ευθύς τον κάπρο και προσφερε τη δορά στην Aταλάντη λεγοντας της:

- Εσύ εχυσες το πρωτο αιμα, και αν εμεις ειχαμε άφησει το ζωο ησυχο, δεν θα αργουσε να υποκύψει στο βελος σου.

 Οι θειο του Μελεαγρου προσβληθηκαν βαθιά, ο πρεσβύτερος ο Πλεξιππος, υποστηριξε ότι τη δορά την είχε κερδΙσει ο ίδιος ο Μελεαγρος, και αν δεν την ηθελε, η δορά επρεπε να πάει στον σεβασμιότερο από τούς παρισταμενους, δηλαδη στον ίδιο, σαν γαμπρος του ΟΙνεα πού ήταν. Ο νεότερος άδελφός του υποστηριξε τον Πλεξιππο με το επιχεΙρημα ότι ο Ιφικλης ήταν εκείνος πού εχυσε το πρωτο αΙμα και όχι η Αταλάντη . Ο Μελεαγρος μέσα στην οργη του ερωτευμενου, τούς σκότωσε και τούς δύο.

Η ΑλθαΙα, καθώς παρακολουθουσε να φερνουν πΙσω τούς νεκρούς, κατάραστηκε τον Μελεαγρο, πραγμα που τον εμπόδισε να υπέρασπιστει την Καλυδώνα όταν οι δύο επισαν πολλούς από τούς υπέρασπιστες της. Τελικά η γυναΙκα του η Κλεοπάτρα επεισε τον Μελεαγρο να πάρει τα οπλα και αυτός σκότωσε και τούς δυό εκείνους θεΙους του, παρ’ ότι τούς υποστηριζε ο Απόλλων οπότε οι Ερινύες ορμηνεψαν την ΑλθαΙα να πάρει από την κασελα το ακαφτο κλαρΙ και να το ρΙξει στη φωτιά. Ο Μελεαγρος ενιωσε ξαφνικη φλόγωση στα σωθικά του, και ο εχθρός τον κατέβαλε με ευκολΙα. Η ΑλθαΙα και η Κλεοπάτρα κρεμάστηκαν μόνες τους και τις άδελφες του Μελεαγρου πού θρηνουσαν, η Aρτεμις τις μεταμόρφωσε, εκτος από δύο, σε μελεαγρΙδες, πού τις πηγε στο νησΙ της τη Λερο, τον τοπο των κακων άνθρώπων.

Ευχαριστημένος από την επιτυχία της Αταλάντης ο Ίασος την άναγνώρισε επιτελους για κορη του αλλα οταν εκείνη εφτασε στο ανακτορο, τα πρωτα λόγια του Ίασου ήταν :

- Κόρη μου, ετοιμασου να παντρευτεις . Αγγελία δυσάρεστη δεδομενου ότι το Μαντειο των Δελφων είχε προει­δοποιησει την Αταλάντη να μην παντρευτεΙ.

Εκείνη άπάντησε:

- Πατερα, δεχομαι, με έναν ;oρο. Όποιος ζητησει το χερι μου, πρεπει είτε να με νικησει σε άγώνα δρόμου εΙτε άλλιως να με άφησει να τον σκοτώσω.

- Ας γΙνει ετσι, εΙπε ο Ίασος.

Πολλοι δυσμοιροι, ηγεμονόπαιδες εχασαν ετσι τη ζωη τους επειδη, η Αταλαντη ήταν το γρηγοροτερο πράγμα που υπηρχε στον κοσμο. Άλλα ο Μελανιων, γιος του Αμφιδάμαντα από την ΑρκαΔία, επικαλεστηκε τη βοηθεια της , ΑφροδΙτης. Εκείνη του εδωσε τρΙα χρυσά μηλα και του εΙπε:

- Καθώς θα τρεχετε, καθυστερησε την ‘Αταλάντη αφηνοντας να σου πεσουν αυτά τα μηλα, το ένα μετα το άλλο.

Το στρατηγημα πετυχε . Η Αταλάντη σταμάτησε για να μαζέψει τα μηλα ένα ένα, και εφτασε στο τερμα λΙγο πιο πΙσω από τον ΜελανΙωνα.

Ο γάμος έγινε, άλλά η προειδοποιηση του μαντεΙου επαληθεύτηκε, επειδη κάποια μέρα, καθώς περνουσαν από τεμενός του Δία, ο ΜελανΙων επεισε την Αταλάντη να μπουν μέσα και να πλαγιασουν μαζι. ‘Έξω φρενων πού το τεμενός του είχε βεβηλωθει, ο Ζευς τούς μεταμόρφωσε και τούς δύο σε λιονταρια και τουτο επειδη τα λιονταρια δεν ζευγαρώνουν με λιονταρια άλλά μόνο με λεοπαρδάλεις. Και ετσι ο ΜελανΙων και η Αταλάντη δεν μπόρεσαν πιά να χαρουν ξανα ο ένας τον άλλο. Αυτή ήταν η τιμωρΙα πού επεβαλε η ΑφροδΙτη στην Αταλάντη, πρωτα για το πεισμα της να μεΙνει παρθένα, και υστερα επειδη η Ατα­λάντη παρέλειψε να δεΙξει την ευγνωμοσύνη της σχετικά με τα χρυσά μηλα. Μερικοι όμως λένε ότι πριν άπ’ αυτό η Αταλαντη είχε απατησει τον Μελανιωνα και είχε γεννησει από τον Μελεαγρο παιδι που λεγοταν Παρθενοπαιος και πού αύτη το είχε εκθεσει στο ιδιο βουνό όπου είχε θηλάσει την ιΔία η άρκούδα. Ο Παρθενοπαιος επεζησε κι αυτός και κατοπιν νΙκησε τον Ίδα στην ΙωνΙα και πηρε μερος στην εκστρατεΙα των Επτα Πολεμάρχων κατά της Θηβας. Σύμ­φωνα με άλλους, πατέρας του ΠαρθενοπαΙου ήταν ο Αρης και όχι ο Μελεαγρος σύζυγος της Αταλάντης ήταν όχι ο ΜελανΙων άλλά ο Ιππομενης και η Αταλάντη ήταν κόρη του Σχοινεα, πού βασΙλευε στον βοιωτικό Ογχηστο. Προστιθεται οτι οι δυό σύζυγοι βεβηλωσαν Ιερό όχι του Δία άλλά της Κυβελης, η οποία τούς μεταμόρφωσε σε λιονταρια και τούς εζεψε στο αρμα της

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου