Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Αντίοχος Γ’ ο Μέγας

Η επιστήμη της Ιστορίας έχει προ πολλού ξεπεράσει το στάδιο της απλουστευμένης αφήγησης πολιτικών και πολεμικών γεγονότων. Αναζητεί πρωτίστως τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που διαμορφώνουν σταθερές και σηματοδοτούν μεταβολές στην πορεία του χρόνου. Για πολλούς από τους πιο αξιόλογους μελετητές της Ιστορίας το πλέον ενδιαφέρον αντικείμενο είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Ιστορία νοοτροπιών (Histoire de mentalités).

Ωστόσο, η πολιτική ιστορία διατηρεί την αξία της: η σημασία κάποιων γεγονότων είναι τόσο καταλυτική που κανείς δεν μπορεί να την παραγνωρίσει. Από την άποψη αυτή, η πολεμική αναμέτρηση που, τον Γενάρη του 189 π.Χ., έφερε αντιμέτωπες, στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία, τις ρωμαϊκές λεγεώνες και τα στρατεύματα του Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχου Γ΄αποτελεί την πλέον καθοριστική σύγκρουση των ελληνιστικών χρόνων, καθώς συμβολίζει την επικράτηση της Ρώμης στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου και την παρακμή των ελληνιστικών βασιλείων.
Ρώμη: Η θέση της Ρώμης πριν από τη σύγκρουση που επρόκειτο να αποβεί καθοριστική μπορεί να περιγραφεί αρκετά απλά. Αφού ξεπέρασε την περιπέτεια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου, όταν η εκστρατεία του Αννίβα έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της, η Ρώμη έχει εξασφαλίσει, μετά την επικράτηση στη Ζάμα το 202, τον απόλυτο έλεγχο της Δυτικής Μεσογείου. Συνεπώς, μπορεί να στρέψει την προσοχή της στα ανατολικά. Την ευκαιρία θα της τη δώσει η επεκτατική πολιτική του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας.  Το φθινόπωρο του 201, Ρόδιοι και Περγαμηνοί αποστέλλουν πρεσβείες στη Ρώμη για να ζητήσουν την επέμβασή της στην Ελλάδα. Η Σύγκλητος θα δεχθεί το αίτημά τους και θα στείλει στρατεύματα εναντίον του Φιλίππου. Για ποιούς λόγους δέχτηκε η Ρώμη να εμπλακεί στην περιπέτεια του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου, όταν η οικονομία και οι πολίτες της είναι εξαντλημένοι μετά τον σχεδόν εικοσαετή Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο; Όπως εξήγησε ο Edouard Will στο μνημειώδες έργο του “Πολιτική Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου” (“Histoire politique du monde hellénistique“, Presses universitaires de Nancy, 2η έκδ. 1979-1982, επανέκδ. Seuil, 2003, τ. II, σ. 142 επ.) τα αίτια της απόφασης αυτής πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια τη Ρώμη: η ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις υπαγορεύθηκε από τον ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό. Αν μέχρι τότε η Ρώμη δεν είχε αναμειχθεί στις υποθέσεις της Ανατολής, αυτό συνέβη γιατί δεν είχε την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς ήταν απασχολημένη στη δυτική Μεσόγειο. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, όμως, και ελεύθερη από “υποχρεώσεις” είναι και πολλοί αντιμετωπίζουν θετικά το ενδεχόμενο μιας νέας πολεμικής περιπέτειας: όχι μόνον οι πληβείοι που ως λεγεωνάριοι προτιμούν να συνεχίσουν να απολαύουν των πλεονεκτημάτων του στρατιωτικού επαγγέλματος (βλ. μισθοί και … μπόνους με τη μορφή λάφυρων), αλλά και οι πατρίκιοι, μεταξύ των οποίων υπάρχουν πολλοί με φιλοδοξίες για πολιτική εξουσία και πλουτισμό. Για αυτούς ο πόλεμος στην Ελλάδα αποτελεί ευκαιρία καταξίωσης και εκπλήρωσης των προσδοκιών τους. Η επιλογή θα αποδειχθεί ορθή: μετά από δύο χρόνια δυσκολιών, η εκλογή του ιδιοφυούς Φλαμινίνου ως υπάτου και η ανάθεση σ’ αυτόν της αρχηγίας των στρατευμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την αποφασιστική νίκη στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας (Ιούνιος 197) και την επικράτηση επί του Φιλίππου. Η Ρώμη έχει πλέον τον πολιτικό έλεγχο του ελληνικού χώρου και μπορεί να καθορίζει σύμφωνα με τις επιθυμίες της το μέλλον της Ελλάδας. Αυτό που ο Πολύβιος ονόμαζε “συμπλοκή”, αναφερόμενος στην αλληλεξάρτηση των εξελίξεων σε Δύση και Ανατολή, αποτελεί πραγματικότητα.

ΑΝΤΙΟΧΟΣ Γ΄ Ο ΜΕΓΑΣ
Περισσότερο αξίζει να σταθούμε στην μέχρι τότε πορεία του αντίπαλου της Ρώμης, του Αντίοχου Γ΄. Από όλα τα ελληνιστικά βασίλεια, η μοναρχία των Σελευκιδών ήταν αυτή με τα περισσότερα εγγενή προβλήματα. Κυβερνώντας μια αχανή έκταση (από τα μικρασιατικά παράλια ως τις παρυφές της Ινδίας), με ανομοιογενή πληθυσμιακή σύνθεση και διοικητική οργάνωση, οι Σελευκίδες μονάρχες καλούνταν διαρκώς να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες στα δύο άκρα της επικράτειάς τους.

Η άνοδος του Αντίοχου στον θρόνο: Το 226 π.Χ., ανέβηκε στο θρόνο της Αντιόχειας ο Σέλευκος Γ΄ ο Σωτήρ, ο επονομαζόμενος και Κεραυνός, διαδεχόμενος τον πατέρα του, τον Σέλευκο Β΄. Οι μακροχρόνιες δυναστικές έριδες του οίκου των Σελευκιδών είχαν δώσει στους φιλόδοξους Ατταλίδες της Περγάμου την ευκαιρία να αποσπάσουν αρκετά εδάφη στη Μικρά Ασία. Ο Σέλευκος έκρινε ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να τα ανακτήσει κι έτσι, το 223, πέρασε την οροσειρά του Ταύρου, επικεφαλής μεγάλου στρατεύματος. Ενώ, όμως, βρισκόταν στη Φρυγία, δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Τα στρατεύματα έσπευσαν να ανακηρύξουν επί τόπου ως βασιλέα τον Αχαιό, συγγενή του δολοφονημένου μονάρχη. Ο Αχαιός, δεύτερος εξάδελφος του Σέλευκου Β΄, ήταν περίπου τριάντα ετών και όλοι τον θεωρούσαν ικανό και έμπειρο στρατηγό. Εντούτοις, επέλεξε να αρνηθεί την πρόταση και αναγνώρισε τα δικαιώματα του νόμιμου διαδόχου, δηλαδή του Αντίοχου, αδελφού του Σέλευκου. Πολύ γρήγορα, πιθανότατα ύστερα από πρόταση του Αχαιού, ο οποίος θα πρέπει να ασκούσε επιρροή στον νεαρό μονάρχη (ο Αντίοχος δεν πρέπει να ήταν πάνω από 19 ετών), ορίσθηκαν ο μεν Αχαιός ως γενικός διοικητής των δυτικών σατραπειών (με αποστολή να ανακτήσει από τους Ατταλίδες τα χαμένα μικρασιατικά εδάφη), ο δε Μόλων, ως τότε σατράπης της Μηδίας, γενικός διοικητής των Άνω Σατραπειών, δηλαδή των εδαφών ανατολικά της Βαβυλώνας. Ωστόσο, το ισχυρότερο πρόσωπο στην αυλή της Αντιόχειας ήταν ο “επί των πραγμάτων” (σαν να λέμε πρωθυπουργός) Ερμίας, ο οποίος πρέπει να κατείχε το αξίωμά του ήδη από τα χρόνια του Σέλευκου Β΄. Η βουλιμία του να ελέγξει με απόλυτο τρόπο την εξουσία θα προκαλέσει σειρά από αναταράξεις. Καταρχάς, το καλοκαίρι του 222 θα στασιάσει στα Εκβάτανα ο Μόλων. Ο Αντίοχος, κατόπιν προτροπής του στρατηγού Επιγένη, θα θελήσει να καταπνίξει ο ίδιος την εξέγερση του διοικητή των Άνω Σατραπειών. Ο Ερμογένης θα τον αποτρέψει: το σημαντικό είναι η ανάκτηση της Κοίλης Συρίας, της περιοχής που περιλαμβάνει τον Λίβανο, τη νότια Συρία και την Ιουδαία και την οποία κατέχουν από τα χρόνια του Τρίτου Συριακού Πόλεμου οι Λαγίδες της Αλεξάνδρειας. Όσο για τη στάση στη Μηδία, αυτή μπορεί να την αντιμετωπίσει και κάποιος από τους στρατηγούς της Αντιόχειας. Οι προτάσεις του Ερμία θα αποδειχθούν, φυσικά, εντελώς άστοχες: η εκστρατεία του 221 στην Κοίλη Συρία θα αποτύχει οικτρά, όπως ακριβώς κι ο μισθοφόρος στρατηγός Ξενοίτας, τον οποίο θα συντρίψει ο Μόλων στις όχθες του Τίγρη. Η αντίδραση του Ερμία θα είναι η αναμενόμενη από έναν ειδικό στις ραδιουργίες: θα βάλει να δολοφονήσουν τον πολιτικό του αντίπαλο Επιγένη. Αυτό θα βάλει σε υποψίες τον νεαρό Σελευκίδη, ο οποίος, για πρώτη φορά, θα αγνοήσει τις συμβουλές του Ερμία και θα στείλει ενάντια στον σατράπη της Μηδίας ένα φέρελπι νεαρό στρατηγό, τον Ζεύξι. Η πρωτοβουλία θα αποδειχθεί σωτήρια, γιατί το καλοκαίρι του 221 ο Μόλων θα συντριβεί και θα αυτοκτονήσει. Η επιτυχής έκβαση της εκστρατείας θα ενισχύσει την πεποίθηση του Αντίοχου ότι πρέπει να απαλλαγεί από τον Ερμία, του οποίου τελικά θα διατάξει τη δολοφονία.
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι έχει αποκατασταθεί η ηρεμία στο εσωτερικό του βασιλείου, το φθινόπωρο του 220 ο Αντίοχος θα πληροφορηθεί τα πιο απροσδόκητα δυσάρεστα νέα. Ο Αχαιός, ο άνθρωπος στον οποίο ο Αντίοχος χρωστούσε τον θρόνο του, εξεγέρθηκε και ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τον στρατό στη Λαοδίκεια της Φρυγίας. Η απόφαση του Αχαιού, που είχε αποδείξει την αφοσίωσή του στον νόμιμο διάδοχο, φαίνεται δύσκολο να εξηγηθεί. Η προσωπική φιλοδοξία, την οποία προτείνει ο Πολύβιος, φαίνεται ανεπαρκής ως αιτιολογία. Κατά πάσα πιθανότητα, το αίτιο της στάσης του Αχαιού ήταν ακριβώς η αντιπαλότητά του με τον Ερμία και η πεποίθηση ότι η επιρροή του δεύτερου έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Όταν ο Αχαιός πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Ερμία ήταν πλέον πολύ αργά για να κάνει πίσω. Σε κάθε περίπτωση, καμία από τις δύο πλευρές δεν αντέδρασε άμεσα: ο Αχαιός παρέμεινε στις Σάρδεις για να οργανώσει τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά της Περγάμου, ενώ ο Αντίοχος έδωσε προτεραιότητα στην επιχείρηση ανάκτησης της Κοίλης Συρίας.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΣΥΡΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Πράγματι, η συγκυρία φαινόταν ευνοϊκή για μια εκστρατεία κατά των Λαγιδών. Το 221 πέθανε ο Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης, και τον διαδέχθηκε ο δεκαεφτάχρονος γιος του, ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ. Ο νεαρός Λαγίδης, που είχε δάσκαλό του τον Ερατοσθένη, ήταν άπειρος και έδειχνε από νωρίς την προτίμησή του για τις πνευματικές αναζητήσεις και, κυρίως, για τις απολαύσεις της Αλεξάνδρειας. Την ουσιαστική εξουσία ασκούσαν οι αυλικοί Σωσίβιος και Αγαθοκλής. Στην αρχή, η εκστρατεία του Αντίοχου φάνηκε ότι θα είναι επιτυχής: εκμεταλλευόμενος την αδράνεια των Πτολεμαίων και την αποστασία του Θεόδοτου, του Αιτωλού μισθοφόρου στρατηγού ο οποίος διοικούσε την Κοίλη Συρία για λογαριασμό της Αλεξάνδρειας, ανέκτησε τη Σελεύκεια της Πιερίας, το επίνειο της Αντιόχειας που κατείχαν οι Λαγίδες από τα χρόνια του Τρίτου Συριακού Πολέμου. Μπροστά στον κίνδυνο εισβολής, ο Σωσίβιος οργάνωσε την οχύρωση των συνόρων της Αιγύπτου και, με περισσή οξυδέρκεια, παρέσυρε τον Αντίοχο σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες διήρκεσαν ακριβώς όσο χρόνο απαιτούσε η οργάνωση επαρκούς και αξιόμαχου στρατεύματος, το οποίο θα περιλάμβανε για πρώτη φορά και Αιγύπτιους “μάχιμους” οπλίτες. Όταν ο Αντίοχος κατάλαβε ότι οι διαπραγματεύσεις αποτελούσαν παγίδα, ήταν πλέον αργά. Στο τέλος της άνοιξης του 217 ο Φιλοπάτωρ ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια με 75.000 άνδρες. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 23 Ιουνίου του 217 στη Ράφια, στο νότιο άκρο της Παλαιστίνης. Ο Αντίοχος επιχείρησε να καταδιώξει το ιππικό του Πτολεμαίου, κίνηση που παρέσυρε και τη φάλαγγά του. Καθώς το πεζικό του Αντίοχου άφησε τις θέσεις του και έχασε τη συνοχή του ηττήθηκε κατά κράτος από την “αιγυπτιακή” φάλαγγα. Ο Φιλοπάτωρ είχε σώσει την Αίγυπτο: μετά τη Ράφια ανέκτησε εύκολα την Κοίλη Συρία, χωρίς όμως να επιχειρήσει να εισβάλει στο εσωτερικό του βασιλείου του αντιπάλου του. Ο Αντίοχος, μάλιστα, κατάφερε να κρατήσει τη Σελεύκεια. Άρα, είχε κάποιο κέρδος σε σύγκριση με την προ του πολέμου κατάσταση, πλην όμως είχε αποτύχει όσον αφορά τον κύριο σκοπό του.
Παρά την ήττα, ο Αντίοχος είχε ετοιμοπόλεμες αρκετές δυνάμεις ώστε να επιχειρήσει να καταστείλει τη στάση του Αχαιού. Για τον σκοπό αυτό, δεν δίστασε να συμμαχήσει με τον μισητό εχθρό, τον Άτταλο Α΄ της Περγάμου. Αφού το 216 πέρασε την οροσειρά του Ταύρου, προέλασε χωρίς να συναντήσει αντίσταση μέχρι τη Λυδία και το 215 κατέλαβε τις Σάρδεις: ο Αχαιός οχυρώθηκε στην ακρόπολη της πόλης, απ΄ όπου αντιστάθηκε για δύο χρόνια, μέχρι τελικά να τον νικήσει ο Αντίοχος και να διατάξει την εκτέλεσή του. Ο Ζεύξις θα αναλάβει πλέον τη γενική διοίκηση των σατραπειών της Μικράς Ασίας και ο Αντίοχος θα συνεχίσει τις προσπάθειές του με νέο στόχο.
 http://rogerios.files.wordpress.com/2009/11/bactriane07b.jpg?w=300&h=142

Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ
Το σχέδιο του Αντίοχου είναι σαφές: θέλει να αποκαταστήσει τα σύνορα του βασιλείου του όπως αυτά είχαν στα χρόνια του Σέλευκου Α΄: δηλαδή εκτός από την Κοίλη Συρία, τη Μικρά Ασία και τη Θράκη πρέπει να ανακτήσει και τα εδάφη που χάθηκαν στα ανατολικά. Πράγματι, η κατάσταση στις Άνω Σατραπείες είναι εξαιρετικά ανησυχητική: πέρα από την πάντα πιστή Βαβυλωνία, οι Σελευκίδες ελέγχουν πλέον μόνο την Ελυμαΐδα και τη Μηδία. Η Παρθία-Υρκανία έχει καταληφθεί από τους νομάδες που θα πάρουν το όνομα Πάρθοι. Η Περσίδα, η Γεδρωσία και η Καρμανία εξεγείρονται συνεχώς και έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο της Αντιόχειας. Η Βακτριανή, μαζί με τη Σογδιανή και την Αρία, αποτελεί πια ανεξάρτητο ελληνιστικό βασίλειο, από τα χρόνια του Διόδοτου.
Η “Ανάβαση” του Αντίοχου ξεκινά το 212 π.Χ. με μια εκστρατεία κατά της Αρμενίας: ο Ιρανός μονάρχης της, ο Ξέρξης, δηλώνει υποτέλεια στον Αντίοχο. Ο βασιλιάς παραμένει το διάστημα 211-210 στη Μηδία, προσπαθώντας να συλλέξει τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας. Φτάνει ως το σημείο να υπεξαιρέσει το θησαυρό του ναού της Αναΐτιδος (Αναχίτα) στα Εκβάτανα. Έπειτα, ξεκινά το 209 να αντιμετωπίσει τους Πάρθους. Ο μονάρχης τους, ο Αρσάκης Β΄, θα αναγκαστεί, μετά από μερικές ήττες στα πεδία των μαχών, να συνάψει συνθήκη με τον Αντίοχο, αποδεχόμενος τον όρο να αφήσει ελεύθερη την εμπορική οδό που επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Το 208, ο Σελευκίδης μονάρχης θα επιτεθεί κατά του Ευθύδημου της Βακτριανής, τον οποίο θα πολιορκήσει στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα. Η πολιορκία θα κρατήσει δύο χρόνια. Ο Αντίοχος δεν θα πετύχει να καταλάβει την ακρόπολη και τελικά θα προτιμήσει να συνάψει συνθήκη με τον ηγεμόνα της Βακτριανής, ο οποίος θα αναγνωρίσει τον Σελευκίδη ως επικυρίαρχό του. Στη συνέχεια, ο Αντίοχος θα προχωρήσει ως τους Παροπαμισάδες και την Αραχωσία, όπου θα αποσπάσει τις δηλώσεις υποτέλειας κάποιων Ινδών βασιλίσκων. Θα επιστρέψει στη βάση του από το Νότο, μέσω των ακτών του Περσικού Κόλπου και της Αραβίας, μαζεύοντας λάφυρα. Μολονότι, επί της ουσίας και σε σχέση με τον αρχικό στόχο, η Ανάβαση του Αντίοχου είχε σχετική μόνο επιτυχία, υπήρξε οικονομικά επικερδής και από άποψη προπαγάνδας εξαιρετικά σημαντική. Όπως αναφέρει και ο Πολύβιος στο τέλος του ενδέκατου βιβλίου του: “Τὸ μὲν οὖν πέρας τῆς εἰς τοὺς ἄνω τόπους στρατείας Ἀντιόχου τοιαύτην ἔλαβε τὴν συντέλειαν, δι᾽ ἧς οὐ μόνον τοὺς ἄνω σατράπας ὑπηκόους ἐποιήσατο τῆς ἰδίας ἀρχῆς, ἀλλὰ καὶ τὰς ἐπιθαλαττίους πόλεις καὶ τοὺς ἐπὶ τάδε τοῦ Ταύρου δυνάστας, καὶ συλλήβδην ἠσφαλίσατο τὴν βασιλείαν, καταπληξάμενος τῇ τόλμῃ καὶ φιλοπονίᾳ πάντας τοὺς ὑποταττομένους: διὰ γὰρ ταύτης τῆς στρατείας ἄξιος ἐφάνη τῆς βασιλείας οὐ μόνον τοῖς κατὰ τὴν Ἀσίαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς κατὰ τὴν Εὐρώπην”. Μετά την ολοκλήρωση της Αναβάσεως, ο Αντίοχος παίρνει τον τίτλο “Βασιλεύς Μέγας”, και μπορεί να στραφεί στην ανάκτηση της Κοίλης Συρίας.


ΠΕΜΠΤΟΣ ΣΥΡΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΛΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο Πτολεμαίος Φιλοπάτωρ αδιαφόρησε εντελώς για τις κρατικές υποθέσεις, των οποίων τη διαχείριση είχε αφήσει στο δίδυμο Σωσίβιου-Αγαθοκλή. Το καλοκαίρι του 204 ο Φιλοπάτωρ πεθαίνει σε ηλικία μικρότερη των 35 ετών και τον διαδέχεται ο ανήλικος γιος του, ο Πτολεμαίος Ε΄, ο λεγόμενος και Επιφανής. Κανονικά την αντιβασιλεία πρέπει να την ασκήσει η Αρσινόη, η μητέρα του ανήλικου βασιλιά, πλην όμως θα δολοφονηθεί από τον Αγαθοκλή. Η πολιτική αστάθεια στην Αλεξάνδρεια παρέχει στον Αντίοχο μια εξαιρετική ευκαιρία για να επιτύχει τα επεκτατικά σχέδιά του. Τον χειμώνα του 203-202, θα συνάψει συμμαχία με τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας, με αντικείμενο τη διανομή των κτήσεων του κράτους των Λαγιδών. Έπειτα, θα συγκεντρώσει στρατεύματα και θα εισβάλει στην Κοίλη Συρία. Ο Πέμπτος Συριακός Πόλεμος θα εκπληρώσει όλες τις προσδοκίες του Αντίοχου. Ο στρατός του θα κάνει περίπατο μέχρι τη Γάζα, όπου και θα συγκρουσθεί με τον Αιτωλό Σκόπα, που διοικεί τα πτολεμαϊκά στρατεύματα. Η αντίδραση αυτή απλώς θα καθυστερήσει το μοιραίο για την Αλεξάνδρεια. Δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη Ράφια. Στην αποφασιστική αναμέτρηση που θα δοθεί στο Πάνιον το 200 π.Χ., ο Αντίοχος θα πετύχει συντριπτική νίκη. Όλη η Κοίλη Συρία μέχρι και την Ιουδαία θα καταστεί μέρος της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών.
Έχοντας επιτύχει κατά τα δύο τρίτα τους στόχους του, ο Αντίοχος είναι ελεύθερος να στρέψει τις βλέψεις του προς τη Δύση. Πρώτα η Μικρά Ασία, έπειτα η Ευρώπη. Εκείνη τη χρονική στιγμή, δεν είναι δυνατό να υποψιασθεί ότι η προσπάθειά του θα προσκρούσει στην αρτιότερη πολεμική μηχανή που θα γνώριζε η Αρχαιότητα.

 Ο ΑΝΤΙΟΧΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΣΙΠΥΛΟΥ

http://rogerios.files.wordpress.com/2009/11/ancg-seleuk-sg6934-1.jpg?w=300&h=160Ο Αντίοχος θα αρχίσει την προσπάθεια επέκτασης στη Δύση το 198 π.Χ. με επιχειρήσεις κατά της Περγάμου: ο στρατηγός Ζεύξις εισβάλλει στα εδάφη του Αττάλου Α΄, κατά παράβαση της συνθήκης που είχε συνάψει ο Αντίοχος με τον Ατταλίδη μονάρχη λίγα χρόνια πριν, όταν δηλαδή ήθελε να εξασφαλίσει τα νώτα του προκειμένου να ανακτήσει την Κοίλη Συρία. Το 197, ο Αντίοχος συμμαχεί με τον Προυσία Α΄, βασιλιά της Βιθυνίας και φυσικό εχθρό των Περγαμηνών. Η είδηση αυτής της συμφωνίας δεν πρέπει να χαροποίησε ιδιαίτερα τον Ευμένη Β΄, που είχε μόλις διαδεχθεί τον πατέρα του στον θρόνο της Περγάμου.Την ίδια χρονιά, ο Σελευκίδης ηγεμόνας θα επιτεθεί κατά των κτήσεων των Λαγιδών στη Μικρά Ασία και το Αιγαίο και θα επιχειρήσει να καταλάβει εδάφη από τα νοτιοδυτικά μέχρι τα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας και ως τα στενά του Ελλήσποντου: πόλεις όπως τα Πάταρα, η Ξάνθος, ο Κολοφών, η Φώκαια και η Άβυδος θα βρεθούν υπό την κυριαρχία του Αντίοχου. Οι κινήσεις του Σελευκίδη θα προκαλέσουν τελικά την πρώτη διπλωματική αντιπαράθεσή του με τη Ρώμη: δύο ελληνικές πόλεις, η Σμύρνη και η Λάμψακος, θα ζητήσουν από τη Ρώμη να εγγυηθεί την ανεξαρτησία τους έναντι του Αντίοχου.

Ο “ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ” ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ
Το 196, μια ρωμαϊκή πρεσβεία υπό τον Λ. Κορνήλιο Λέντουλο θα συναντηθεί με τον Αντίοχο στη Λυσιμάχεια της Θράκης, προτείνοντάς του, μάλιστα, τη ρωμαϊκή διαμεσολάβηση στη διαμάχη Σελευκιδών και Λαγιδών. Ο Αντίοχος βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής του κι έχει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να αποκρούσει την πρόταση της Ρώμης: “όπως δεν ανακατεύομαι στις υποθέσεις της Δύσης, έτσι και η Ρώμη πρέπει να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις της Ανατολής. Άλλωστε είμαι εδώ στη Θράκη για να πάρω αυτά που ανήκουν κληρονομικά στο βασίλειό μου: τα εδάφη που κατέκτησε ο πρόγονός μου, ο Σέλευκος, όταν νίκησε τον Λυσίμαχο. Όσο για το αίτημα της Σμύρνης και της Λαμψάκου, αυτό θα μπορούσε να παραπεμφθεί στη διατησία των Ροδίων, αλλά, πάντως, όχι της Ρώμης”.   Μολονότι βρισκόμαστε ακόμη σε μια περίοδο που καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί τη σύγκρουση, ο Αντίοχος έχει σίγουρα κερδίσει την πρώτη διπλωματική μάχη.
Το σημαντικό γεγονός του 195 αφορά τον Αννίβα: εξόριστος από την πατρίδα του, ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατιωτικός ηγέτης καταφεύγει στην αυλή της Αντιόχειας. Η αντίδραση της Ρώμης είναι προς τον παρόν συγκρατημένη. Βεβαίως, σχεδόν αντανακλαστικά, η υπερδύναμη θα εκλέξει ως ύπατο τον θριαμβευτή της Ζάμας, τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό. Ο Αννίβας, πάντως, θα προσπαθήσει να μη δώσει τροφή στη ρωμαϊκή καχυποψία: θα αποτελέσει, άλλωστε, σαφώς μετριοπαθή σύμβουλο του Αντίοχου. Γενικά, στη Ρώμη φαίνεται να επικρατεί η πολιτική γραμμή του Φλαμινίνου, ο οποίος κρίνει ότι η ειρήνη στην Ελλάδα δεν απειλείται πλέον και ότι ο Αντίοχος δεν αποτελεί ουσιαστικό κίνδυνο. Όταν, το 193, μια πρεσβεία του Σελευκίδη φθάνει στη Ρώμη, ο Φλαμινίνος θέτει τον εξής όρο: είτε ο Αντίοχος θα αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Θράκη, οπότε η Ρώμη δεν πρόκειται να αναμιχθεί στα πράγματα της Ασίας, είτε θα παραμείνει στη Θράκη, με συνέπεια η Ρώμη να διατηρεί το δικαίωμα να συνάπτει συμμαχίες και συμφωνίες με τις πόλεις της Ασίας. Οι πρεσβευτές του Αντίοχου, αφού διαμαρτυρηθούν τυπικά, θα ζητήσουν χρόνο ώστε να μεταφέρουν την πρόταση στο βασιλιά τους και αυτός να απαντήσει μετά από ώριμη σκέψη. Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα, οι Ρωμαίοι θα στείλουν στην Ασία πρεσβεία υπό τους Σουλπίκιο και Βίλλιο. Οι Ρωμαίοι θα συναντηθούν στην Πέργαμο με τον Ευμένη (ο οποίος θα κάνει ότι μπορεί για να μεγαλοποιήσει τον κίνδυνο που συνιστά ο Αντίοχος), στην Έφεσο με τον Αννίβα και, τέλος, στη Λαοδίκεια με τον ίδιο τον Αντίοχο. Σύντομα, όμως, ο Αντίοχος θα αποχωρήσει από τις συνομιλίες, επικαλούμενος το πένθος λόγω του θανάτου του γιου και διαδόχου του. Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχισθούν, χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα.
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα υπάρχει ένας παράγοντας αστάθειας, η Αιτωλική Συμπολιτεία: δυσαρεστημένοι από τη Ρώμη, καθώς, μολονότι ήταν σύμμαχοί της κατά τον Β΄ Μακεδονικό Πόλεμο, κανένα από τα εδαφικά και πολιτικά αιτήματά τους δεν ικανοποιήθηκε, οι Αιτωλοί πασχίζουν με κάθε μέσο να προκαλέσουν πόλεμο κατά της Ρώμης. Φυσικά, η διεξαγωγή ενός τέτοιου πολέμου απαιτεί ισχυρούς συμμάχους. Έτσι, οι Αιτωλοί θα προσεγγίσουν τη Σπάρτη, τον Φίλιππο της Μακεδονίας και τελικά τον Αντίοχο. Ο τελευταίος δεν θα αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο συμμαχίας. Πεπεισμένοι ότι η βοήθεια του Αντίοχου είναι βέβαιη, οι Αιτωλοί (“άνθρωποι που πρώτα ενεργούσαν και μετά σκέφτονταν” κατά τον Ed. Will) θα ξεκινήσουν πολεμικές επιχειρήσεις, καταλαμβάνοντας τη Δημητριάδα. Ο Αντίοχος θα βρεθεί προ διλήμματος: αν θέλει να γίνει κυρίαρχος της Ελλάδας, η ευκαιρία είναι τώρα. Έτσι ο Σελευκίδης ηγεμόνας θα παρασυρθεί από τους νέους συμμάχους του. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι θα έπρεπε να ακούσει τις συμβουλές του Αννίβα και να μην αναμιχθεί στην ιστορία. Άλλωστε, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη στάση των Αιτωλών ως ένα ισχυρό διπλωματικό όπλο στις διαπραγματεύσεις του με τη Ρώμη. Αντί για αυτό, έμπλεξε σε μια περιπέτεια που επρόκειτο να αποβεί μοιραία.

 
Ο ΑΝΤΙΟΧΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΠΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ

http://rogerios.files.wordpress.com/2009/11/tyche_antioch_vatican_inv2672.jpg?w=198&h=300Οι Αιτωλοί είχαν υποσχεθεί στις ελληνικές πόλεις ότι ο Αντίοχος θα ερχόταν στην Ελλάδα με αμέτρητα στρατεύματα και με πολλούς, πάρα πολλούς πολεμικούς ελέφαντες. Στον Αντίοχο, τώρα, είχαν υποσχεθεί ότι όλοι οι Έλληνες θα έτρεχαν να συνταχθούν με αυτόν. Ο μεν Αντίοχος δεν είχε καμιά επιθυμία να εμπλέξει στη σύγκρουση το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του: όταν το 192 αποβιβάστηκε στη Δημητριάδα, τα στρατεύματά του δεν ξεπερνούσαν σε αριθμό τις 10.000, ενώ οι ελέφαντες ήταν όλοι κι όλοι έξι. Οι δε Έλληνες φάνηκαν απίστευτα διστακτικοί να υποστηρίξουν τον Σελευκίδη: λίγοι συμμάχησαν μαζί του (λ.χ. οι Μεσσήνιοι ή οι Βοιωτοί) κι αυτοί με πολλές επιφυλάξεις.

Ο Αντίοχος κατέλαβε τη Χαλκίδα κι έπειτα ο στρατός του οχύρωσε το πέρασμα των Θερμοπυλών, αναμένοντας τα ρωμαϊκά στρατεύματα που διοικούσε ο ύπατος Ακίλιος Γλάβριος. Η μάχη που δόθηκε στις Θερμοπύλες το 191 θυμίζει ως προς την εξέλιξή της την ιστορική σύγκρουση του 480 π.Χ.: ο στρατός του Αντίοχου απέκρουσε τις ρωμαϊκές επιθέσεις στα στενά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των ρωμαϊκών δυνάμεων παρέκαμψε το πέρασμα και επιτέθηκε στους Αιτωλούς που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή του ελληνικού στρατεύματος. Οι Αιτωλοί υπέστησαν συντριβή, ο στρατός του Αντίοχου, περικυκλωμένος πια από τις ρωμαϊκές δυνάμεις, είχε μεγάλες απώλειες κι ο Σελευκίδης αποφάσισε να υποχωρήσει κακήν κακώς και να επιστρέψει στην Ασία.


Ο ΑΝΤΙΟΧΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ
Οι Ρωμαίοι έκριναν ότι θα έπρεπε να αναθέσουν τη διεξαγωγή του πολέμου στον ικανότερο στρατιωτικό ηγέτη που διέθεταν. Επειδή, όμως, ο Σκιπίων ο Αφρικανός είχε ασκήσει το αξίωμα του υπάτου πολύ πρόσφατα και τυχόν επανεκλογή του θα αποτελούσε σκάνδαλο, εκλέχθηκε ως ύπατος ο αδελφός του, ο Λ. Κορνήλιος Σκιπίων. Έχοντας επίγνωση της κατάστασης, ο Λ. Κορνήλιος δήλωσε ευθύς εξαρχής ότι στην εκστρατεία θα τον συνόδευε ο αδελφός του, ο οποίος θα είχε, άλλωστε, και την ουσιαστική διοίκηση του στρατεύματος. Οι Σκιπίωνες και ο στρατός τους έφτασαν στην Ελλάδα την άνοιξη του 190. Ο Αφρικανός έκρινε ότι δεν άξιζε να ασχοληθεί προς το παρόν με τους Αιτωλούς και κινήθηκε προς τα στενά του Ελλησπόντου. Φυσικά, δεν ασχολήθηκε διόλου και με τον Πτολεμαίο, που πρώτος έτρεξε να προτείνει συμμαχία. Οι σύμμαχοι τους οποίους υπολόγιζε πραγματικά η Ρώμη ήταν η Πέργαμος και η Ρόδος.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ασία ξεκίνησαν ευνοϊκά για τον Αντίοχο. Ο γιος του έλαβε εντολή να επιτεθεί κατά της Περγάμου: ο νεαρός Σέλευκος έκανε περίπατο, μέχρι που σκόνταψε στα τείχη της πόλης. Στη θάλασσα, ο Αντίοχος κατάφερε να νικήσει κατά κράτος τους Ροδίους ανοιχτά της Σάμου. Ακολούθησαν πολλές συγκρούσεις σε ξηρά και θάλασσα με αμφίρροπη έκβαση: σε κάποια από αυτές αιχμαλωτίστηκε ο γιος του Σκιπίωνα του Αφρικανού. Η συνέχεια υπήρξε επιτυχέστερη για τη Ρώμη και τους συμμάχους της: τον Αύγουστο του 190, οι Ρόδιοι νίκησαν σε ναυμαχία κοντά στη Σίδη της Παμφυλίας τον στόλο που διοικούσε ο Αννίβας, ενώ τον Σεπτέμβριο η ρωμαϊκή συμμαχία συνέτριψε τον στόλο του Αντίοχου στη Μυόννησο. Ανενόχλητος, ο ρωμαϊκός στρατός πέρασε τα στενά και ενώθηκε με τα στρατεύματα του Ευμένη της Περγάμου. Η κατάσταση γινόταν ανησυχητική για τον Αντίοχο, ο οποίος αποφάσισε να διαπραγματευθεί με τον εχθρό, προτείνοντας να εκκενώσει τη Μικρά Ασία και να πληρώσει στους Ρωμαίος το ήμισι των πολεμικών δαπανών τους. Μόνο που οι Ρωμαίοι βρίσκονταν πια σε θέση ισχύος: αντιπρότειναν την αποχώρηση των δυνάμεων του Αντίοχου ανατολικά της οροσειράς του Ταύρου και την καταβολή του συνόλου των πολεμικών δαπανών τους. Η μόνη επιλογή που είχε ο Αντίοχος ήταν να πολεμήσει.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
Στις αρχές του χειμώνα του 190-189, οι ρωμαϊκές δυνάμεις παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Σκιπίων ο Αφρικανός αρρώστησε, ενώ πρωτίστως τον απασχολούσε η αιχμαλωσία του γιου του, για την απελευθέρωση του οποίου κατέβαλλε διαρκείς προσπάθειες. Όσο ο Σκιπίων ήταν άρρωστος, τη διοίκηση των στρατευμάτων ανέλαβε ο Κν. Δομίτιος Αενοβάρβος (δηλαδή ένας πολύ μακρινός πρόγονος του Νέρωνα), Οι Ρωμαίοι διέθεταν 30.οοο άνδρες, μεταξύ των οποίων τέσσερις εμπειροπόλεμες λεγεώνες. Σε αυτές τις δυνάμεις πρέπει να προστεθεί ο στρατός του Ευμένη της Περγάμου, που ανερχόταν σε περίπου 15 με 20.000. Αν πιστέψουμε τον Τίτο Λίβιο, ο Αντίοχος έστειλε μυστικά απεσταλμένους στον Σκιπίωνα, προτείνοντάς του την απελευθέρωση του αιχμάλωτου γιου του και μαζί ένα τεράστιο χρηματικό ποσό προκειμένου να αποχωρήσει από την Ασία. Ο Σκιπίων αρνήθηκε την πρόταση. Φυσικά, η αξιοπιστία του Τ. Λίβιου ελέγχεται ως προς το θέμα αυτό, καθώς τέτοια πρόταση μάλλον δεν έγινε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, ο Αντίοχος φέρθηκε ιπποτικά, καθώς απελευθέρωσε τον γιο του Σκιπίωνα χωρίς κανένα αντάλλαγμα.

Στην πραγματικότητα, ο Αντίοχος είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση: είχε συγκεντρώσει εξαιρετικά μεγάλο στράτευμα, γεγονός που του επέτρεπε την αισιοδοξία ότι θα μπορούσε να πετύχει αποφασιστική νίκη κατά των Ρωμαίων. Ο στρατός του αριθμούσε περισσότερους από 70.000 άνδρες. Η στρατιά ήταν αρκετά ανομοιογενής, αλλά περιλάμβανε εντυπωσιακές δυνάμεις ιππικού, σε μεγάλο βαθμό ιρανικές, δρεπανηφόρα άρματα και 64 ινδικούς ελέφαντες. Ο Σελευκίδης ηγεμών αποφάσισε να επισπεύσει την αναμέτρηση, ενώ ο Σκιπίων ήταν ακόμη άρρωστος (και μολονότι είχε στείλει μήνυμα στον Αντίοχο να μη δώσει μάχη προτού αναρρώσει ο ίδιος και αναλάβει τη διοίκηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων). Ως πεδίο μάχης, ο Αντίοχος επέλεξε τη Μαγνησία του Σιπύλου, στην κοιλάδα του Έρμου ποταμού, κάπου 50 χιλιόμετρα βόρεια της Σμύρνης. Ο Αντίοχος έκρινε ότι η μορφολογία του εδάφους τον ευνούσε, καθώς του επέτρεπε να παρατάξει το ιππικό και τα άρματά του και να επιχειρήσει να περικυκλώσει τους Ρωμαίους. Η μάχη που δόθηκε τον Γενάρη του 189 ξεκίνησε με αισιόδοξα μηνύματα για τους Σελευκίδες: επικεφαλής του ιππικού του, ο Αντίοχος επιχείρησε να προκαλέσει ρήγμα στις ρωμαϊκές δυνάμεις και φάνηκε να τα καταφέρνει. Οι Ρωμαίοι ωστόσο ανασυντάχτηκαν, ενώ είχαν και την τύχη να τους συμβουλεύει ο Ευμένης, άριστος γνώστης τόσο του πεδίου της μάχης όσο και των τακτικών και μεθόδων πολέμου που ακολουθούσαν και εφάρμοζαν οι ασιατικές στρατιές. Παράλληλα, οι καιρικές συνθήκες συμμάχησαν με τη Ρώμη: η ομίχλη και η συνεχής βροχή δυσχέραναν αφάνταστα τις κινήσεις του ιππικού και των αρμάτων του Αντίοχου, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η φάλαγγα του Σελευκίδη αμφιταλαντεύτηκε για τον αν θα έπρεπε να υποστηρίξει την επίθεση του ιππικού ή να κρατήσει τις θέσεις της: το αποτέλεσμα ήταν να χάσει τη συνοχή της. Οι Ρωμαίοι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία, αντεπετέθηκαν και συνέτριψαν το πεζικό του Αντίοχου. Ο Τ. Λίβιος μιλά για 50.000 νεκρούς μεταξύ των στρατιωτών του Αντίοχου, αριθμός φυσικά υπερβολικός. Αναμφίβολα, όμως, η αναμέτρηση της Μαγνησίας υπήρξε ολέθρια για τον Σελευκίδη βασιλιά.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΠΑΜΕΙΑΣ
Ο Αντίοχος θα μπορούσε να αποσυρθεί στα εδάφη του και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Σίγουρα θα μπορούσε να συγκεντρώσει ικανά στρατεύματα για να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους και να ανατρέψει υπέρ του την κατάσταση. Αντ’ αυτού, επέδειξε απίστευτα παθητική στάση και δέχτηκε γρήγορα να συνθηκολογήσει. Στους προηγούμενους όρους της Ρώμης (εκκένωση της Θράκης και όλης της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας μέχρι τον Ταύρο, πολεμική αποζημίωση που υπολογίστηκε στα 15.000 τάλαντα) προστέθηκε η απαίτηση για την παράδοση είκοσι ομήρων, μεταξύ των οποίων ο γιος του Αντίοχου που έφερε το ίδιο όνομα με τον πατέρα του (ο μελλοντικός Αντίοχος Δ΄) και κάποιοι σύμβουλοι του βασιλιά, του Αννίβα περιλαμβανομένου (τον οποίο πάντως ο Αντίοχος άφησε να διαφύγει). Μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, η συνθήκη κυρώθηκε από τους πληρεξούσιους των δύο αντιπάλων στην Απάμεια της Φρυγίας (αρχές του 188). Ο μεγάλος νικητής ήταν η Ρώμη, που πλέον είχε καταστεί αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του ελληνικού κόσμου. Κερδισμένοι φυσικά ήταν και οι σύμμαχοι της Ρώμης: ο Ευμένης της Περγάμου από απλός τοπικός δυνάστης γινόταν κυρίαρχος της Μικράς Ασίας, της Ανατολίας και της Θράκης. Οι Ρόδιοι ανταμείφθηκαν με τη Λυκία και την Καρία. Ωστόσο, η εξουσία της Περγάμου και την Ρόδου ήταν δοτή: συμβαλλόμενα μέρη της συνθήκης ήταν μόνο η Ρώμη και ο Αντίοχος. Ό,τι κατείχε η Ρόδος και η Πέργαμος ήταν δώρο της Ρώμης, το οποίο η υπερδύναμη θα μπορούσε να ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή (και πράγματι, στην περίπτωση της Ρόδου αυτό δεν άργησε και τόσο να συμβεί).
Όσο για τον μεγάλο ηττημένο, αυτός δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να διεκδικήσει την ηγεμονία της οικουμένης, ούτε να ξαναβρεί τη χαμένη δόξα του. Όχι ότι οι διάδοχοί του δεν θα το προσπαθούσαν. Γρήγορα όμως θα καταλάβαιναν ότι μια προσταγή της υπερδύναμης θα αρκούσε για να σβήσει τις πιο ένδοξες νίκες που κατακτήθηκαν στο πεδίο της μάχης. Ο ίδιος ο Αντίοχος αναγκάστηκε πολύ σύντομα α να πάρει τον δρόμο της Ανατολής. Η είδηση της συντριβής στη Μαγνησία σίγουρα θα αναζωπύρωσε τις αποσχιστικές τάσεις στις Άνω Σατραπείες. Την άνοιξη του 188, ο Αντίοχος βρέθηκε στη Βαβυλώνα για τις γιορτές του βαβυλωνιακού νέου έτους. Έπειτα κατευθύνθηκε προς την Ελυμαϊδα, όπου προσπάθησε να συγκεντρώσει χρήματα (ίσως για μια νέα εκστρατεία στα ανατολικά, ίσως για να μαζέψει το ποσό των πρώτων δόσεων της υπέρογκης πολεμικής αποζημίωσης που έπεπε να καταβάλει στη Ρώμη): ενώ επιχειρούσε να λεηλατήσει ένα ναό έξω από τα Σούσα, δολοφονήθηκε από το εξαγριωμένο πλήθος. Κι έτσι άδοξα γράφτηκε η τελευταία σελίδα του πιο ένδοξου Σελευκίδη, αυτού που με λίγη τύχη παραπάνω (ή με λίγο περισσότερη οξυδέρξκεια) θα μπορούσε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου.
Αξίζει να επισημανθεί ότι δύο, τουλάχιστον, καβαφικά ποιήματα αναφέρονται στη Μάχη της Μαγνησίας: πρόκειται για το  ομώνυμο ποίημα (του οποίου, όμως, κεντρικός ήρωας είναι ο Φίλιππος Ε΄, βασιλιάς των Μακεδόνων) και για τον Τεχνουργό κρατήρων.


ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΤΟΥ 3ου  ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΟΥΒΡΟΥ
 Βασιλείς
Σέλευκος Α’ Νικάτωρ
Αντίοχος Α’ Σωτήρ
Αντίοχος Β’ Θεός
Σέλευκος Β’ Καλλίνικος
Σέλευκος Γ’ Κεραυνός
Αντίοχος Γ’ ο Μέγας
Σέλευκος Δ’ Φιλοπάτωρ
Αντίοχος Δ’ Επιφανής
Αντίοχος Ε’ Ευπάτωρ
Δημήτριος Α’ Σωτήρ
Αλέξανδρος Α’ Βάλας
Δημήτριος Β’ Νικάτωρ
Αντίοχος ΣΤ’ Διόνυσος
Διόδοτος Τρύφων
Αντίοχος Ζ’ Σιδήτης
Αλέξανδρος Β’ Ζαβινάς
Αντίοχος Η’ Γρυπός
Αντίοχος Θ’ Κυζικηνός
Σέλευκος ΣΤ’
Αντίοχος Ι’ Ευσεβής
Αντίοχος ΙΑ’ Επιφανής
Δημήτριος Γ’ Εύκαιρος
Φίλιππος Α’ Φιλάδελφος
Αντίοχος ΙΓ’ Ασιατικός
Φίλιππος Β’ Φιλορωμαίος

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου