Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ


Φιλόσοφοι, ιστορικοί του ανθρώπινου πνεύματος και συγγραφείς έψαξαν στην ανατολική θρησκεία της Ινδίας, στη θρησκεία της Αίγυπτου ή του Ζωροάστρη, να βρουν τις βαθιές ρίζες της ηρακλειτικής «μεταφυσικής», ενώ άλλοι επιχείρησαν να τη συλλάβουν κάτω από το φως των ελληνικών μυστηρίων. Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ο επονομαζόμενος Σκοτεινός, κατέχει μια κεντρική θέση στο σύνολο της ελληνικής φιλοσοφίας και σ’ ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία της σκέψης. Ξεπερνά την κοσμολογία της σχολής της Μιλήτου, ενώ οι Ελεάτες ανοίγουν ένα διάλογο που στρέφεται εναντίον του. Ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης ξεκινούν το μεγάλο αγώνα ενάντια στη σκέψη του· οι στωικοί, οι σκεπτικοί, ίσως ακόμα και οι κυνικοί, κάνουν δικές τους – μετατρέποντάς τες – ορισμένες δικές του σκέψεις. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς τον βγάζει χριστιανό. Ο Χέγκελ τον ανακαλύπτει ξανά και βεβαιώνει πως δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηράκλειτου που δεν θα την έβαζε και στη δική του Λογική. Ο Λένιν τον αναγορεύει πατέρα του διαλεκτικού υλισμού. Ο Κίρκεγκωρ αποκαλεί τον εαυτό του μαθητή του Ηράκλειτου, κι ο Νίτσε πιστεύει πως ο κόσμος, εφόσον αιωνίως χρειάζεται την αλήθεια, αιωνίως θα χρειάζεται και τον Ηράκλειτο. Άλλοι υπογραμμίζουν τη σχέση του Ηράκλειτου με τους φιλοσόφους της Αναγέννησης και με τον Πασκάλ, τον Σπινόζα, τον Γκαίτε, τον Χαίλντερλιν, τον Νοβάλις, τον Σοπενχάουερ, τον Προυντόν, τον Μπερξόν, τον Φρόυντ, το σουρεαλισμό. Ο Χάιντεγκερ, τέλος, στρέφεται αποφασιστικά προς τον πρώτο μεγάλο στοχαστή της Δύσης….
 
Υπήρξαν και ερευνητές που. προκειμένου να συναντήσουν τον Εφέσιο, μπήκαν σε δρόμους όχι ιστορικούς αλλά δρόμους διάφορων συστημάτων. Έτσι, τον μελέτησαν απ’ τη σκοπιά της λογικής, της φυσικής, της ψυχολογίας, της πολιτικής….

Η ερωτηματική σκέψη που ελπίζει ότι θα συναντήσει τη σκέψη του Ηράκλειτου, κινδυνεύει να χαθεί μέσα σ’ αυτό το δάσος των συσχετισμών. Κι όταν στην πορεία της φωτίζεται από τέτοιο πλήθος φώτα, υπάρχει, κίνδυνος τελικά να μη δει τίποτα. Κι αυτό γιατί το κρεβάτι του Προκρούστη χρησιμοποιήθηκε σαν μέσο σε πάρα πολλές απ’ αυτές τις προσπάθειες που απολυτοποιούν μια μόνο πλευρά του προβλήματος. Ο Ηράκλειτος δεν εξηγείται ή δεν ερμηνεύεται με τον Σοπενχάουερ, ούτε και το αντίστροφο γίνεται· το κέντρο της σκέψης του δεν είναι ούτε κυρίως θεολογικό ούτε αποκλειστικά φυσιοκρατικό.

Άλλο δρόμο πρέπει να πάρουμε, κι αυτός ο δρόμος μας ζητά να προσπαθήσουμε να βρούμε τον προσανατολισμό μας. Πρέπει να διατρέξουμε μεθοδικά αυτόν το δρόμο του προσανατολισμού και να μην τον αφήσουμε να προσπεράσει τα μεγάλα ιστορικά στάδια – εκείνα δηλαδή που γίνονται θεμέλια Ιστορίας – του πεπρωμένου που γνώρισε ο ηρακλειτικός στοχασμός. Η τοποθέτηση του Ηράκλειτου μέσα στο συνολικό γίγνεσθαι της φιλοσοφίας και της σκέψης σημαίνει για μας να δούμε όλες τις σχέσεις που είναι δυνατό να συνδέουν τη δική του σκέψη μ’ άλλες σκέψεις, διαφορετικών εποχών και διαφορετικού περιεχομένου, χωρίς ποτέ vex μας διαφεύγει πως αυτές οι σχέσεις – μολονότι περιλαμβάνονται ίσως στην πρωταρχική και πρωτότυπη θεωρία του στοχαστή που μας απασχολεί – έχουν δημιουργηθεί εκ των υστέρων από εκείνους που διαδέχθηκαν τον Ηράκλειτο. Συνεπώς, όλοι αυτοί οι φωτισμοί, που είναι μονόπλευροι, θα προσπαθήσουν να συγκλίνουν προς το σχηματισμό μιας άποψης που θέλει να είναι συνολική και συνθετική, αν και θα έχει συνείδηση του γεγονότος ότι δεν μπορεί να είναι τέτοια. Έτσι η μελέτη που γίνεται από μας και για μας, τωρινούς ερμηνευτές, θα σμίξει με τη μελέτη του περιεχομένου της παλιάς «δοξασίας» του Ηράκλειτου, που θα τον πάρουμε αυτούσιο και γι’ αυτό που είναι, και θα είναι αυστηρά θεμελιωμένη στο κείμενο, δηλαδή στα ηρακλειτικά αποσπάσματα που θεωρούνται τα αυθεντικά του κείμενα, και στις δημογραφικές μαρτυρίες των αρχαίων.

Μ” αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε ίσως να φέρουμε στο παρόν την παλιά μα ζωντανή σοφία του Ηράκλειτου, που δεν είναι μια φιλοσοφία για βιβλιοθήκη αλλά μια σκέψη που ασκεί ακόμα, και κυρίως σήμερα, την ποιητική της δύναμη σαν αφηρημένη σκέψη. Μ’ αυτή την απόπειρα τοποθέτησης, στο τώρα – με την αναζήτηση της δυνατότητας ενός διαλόγου με τον ηρακλειτικό λόγο – θα προσπαθήσουμε, όσο πιο καθαρά μπορούμε, να ξεχωρίσουμε άλλοτε ρητά κι άλλοτε άρρητα, τα δύο επίπεδα, δηλαδή αυτό που έχει πει ο Ηράκλειτος και τη δική μας ερμηνεία. Επειδή θ’ αποπειραθούμε να κάνουμε έκδηλο αυτό που είναι άδηλο, αυτονόητο είναι πως παίρνοντας το δρόμο των δικών μας ερμηνειών παίρνουμε και την ευθύνη για μια κάποια περιπέτεια.
Κάθε μεγάλη σκέψη έχει τη δύναμη της υπέρβασης και της αυτοϋπέρβασης. Η σκέψη του Ηράκλειτου υπερβαίνει πράγματι τις ίδιες τις προθέσεις της, τα χωροχρονικά της πλαίσια, και ζωογονεί κι άλλες εστίες σκέψης, ζωογονεί εμάς τους ίδιους. Για να κατανοήσουμε την πολύπλευρη και πολύμορφη υπέρβαση που πραγματοποιεί αυτή η σκέψη, που είναι και η πρώτη σκέψη, πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε το ενωτικό θεμέλιο που περιέχει (θεμέλιο απ’ όπου ξεκινούν κι αναπτύσσονται οι άλλες «περιφερειακές» διαστάσεις), δικαιώνοντας έτσι τον Montaigne που, στο κεφάλαιο Περί Δημόκριτου και Ηράκλειτου των Δοκιμίων, γράφει πως όταν ξεκινά κανείς από το τίποτα δεν μπορεί να δει το όλο.

Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι όχι η ανατομία μιας σκέψης, αλλά ν’ αγγίξουμε το οργανικό της κέντρο και να χαράξουμε τα ακραία όρια της περιφέρειάς της. Αυτός ο κεντρικός πυρήνας είναι η ζωντανή ψυχή κάθε σκέψης άξιας αυτού του ονόματος. Η αστραφτερή εστία μιας φωτεινής σκέψης μπορεί να έχει σχηματιστεί από στοιχεία αντιθετικά χωρίς αυτό να διασπά την ενότητά της αν η ενότητα αυτή είναι ενότητα των αντιθέτων. Κι επειδή κάθε σκέψη που προχωρεί κάνει βήματα προς τα εμπρός, υπάρχει κίνδυνος να μη τη φτάσουμε ποτέ αν δε συντονιστούμε στη δική της κίνηση. Όψιμοι δοξογράφοι διαίρεσαν αυθαίρετα την ηρακλειτική «φιλοσοφία» σε Φυσική, Θεολογία και Πολιτική. Η διαίρεση αυτή αλλοιώνει τη φύση της και τη σχηματοποιεί, και δεν είναι βέβαια καθόλου ηρακλειτική. Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου ακολουθώντας την κίνηση των ομόκεντρων σφαιρών της, που συγχέονται και συγχωνεύονται. Αυτές αποτελούν τις θεμελιακές διαστάσεις της ηρακλειτικής σκέψης που αντικατοπτρίζεται στους (καθόλου αυτόνομους) «τομείς» του Λόγον και του Κόσμον, του Ανθρώπου και της Πόλης. Στην προσπάθεια αυτή θα φροντίσουμε ακόμα να ξεχωρίσουμε την αληθινή ενότητα της ενωτικής σκέψης του Ηράκλειτου απ’ τη δική μας ενοποιητική δουλειά. Είναι επιτακτική η ανάγκη μιας σχέσης ζωντανής με μια σκέψη που μοιάζει πεθαμένη. Είναι επιτακτικό το καθήκον να ξαναζήσουμε ένα όραμα εντάσσοντας το ξανά στη σκέψη μας. Εξίσου επιτακτική είναι κι η αναγκαιότητα μιας δεσμευτικής επικοινωνίας με κείμενα που δείχνουν μακρινά. Τίποτα δεν μπορούμε να πιάσουμε απ’ τη ματιά και τη ζωή ενός ανθρώπου αν δεν επικοινωνήσουμε με τη δραματική τους ένταση. Χωρίς κοινή δόνηση δεν είναι δυνατό να υπάρξει διάλογος· μόνο μ’ αυτή την ενθουσιώδη συμμετοχή μπορούμε να πετύχουμε την καθαρότερη ματιά, εκείνη που είναι ελευθερωμένη απ’ τους πλαστούς μύθους και τις μυθοποιήσεις. Θα γίνει ίσως έτσι φανερό πως δεν μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτόν το σκοπό όταν κάνουμε μια δουλειά που την καθορίζει ο στεγνός τεχνικισμός, η περίκομ- ψη ακαδημαϊκή ανία και ο φτηνός ελληνιστής κι ανθρωπιστής ελληνισμός. Ο δικός μας ήρωας της αφηρημένης σκέψης δεν είναι κανένας καθηγητής της φιλοσοφίας. Αυτός που έχουμε να μελετήσουμε είναι ο Ηράκλειτος στοχαστής και ποιητής αρχαϊκός, και θα τον μελετήσουμε ξέροντας πως η μελέτη της ιστορίας της φιλοσοφίας είναι μελέτη και της φιλοσοφίας, ίσως μάλιστα να είναι και φιλοσοφία στοχαστική.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου