Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Πορνεία στην αρχαία Ελλάδα

Η πορνεία αποτελούσε στοιχείο του βίου των αρχαίων Ελλήνων ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Στις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις και κυρίως στα λιμάνια, αποτελούσε σημαντική οικονομική δραστηριότητα απασχολώντας σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρούταν παράνομη: οι πόλεις δεν την απαγορεύουν και η λειτουργία των οίκων ανοχής ήταν φανερή.

Στην Αθήνα, στο μεγάλο νομοθέτη Σόλωνα αποδίδεται η ίδρυση κρατικών πορνείων με προσιτές τιμές. Ωστόσο η δραστηριότητα αυτή δεν κατανεμόταν ίσα ανάμεσα στα δύο φύλα: γυναίκες όλων των ηλικιών καθώς και νεαρά αγόρια εκδίδονταν, για μια πελατεία που απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες.

Γυναικεία πορνεία: Ο Ψευδοδημοσθένης, σε λόγο που απευθυνόταν σε ένα δικαστικό σώμα του 4ου αιώνα π.κ.ε. αναφέρει: «διαθέτουμε πόρνες για την απόλαυσή μας, παλλακίδες για να μας παρέχουν καθημερινή φροντίδα και συζύγους για να μας παρέχουν νόμιμα τέκνα και για να αποτελούν τους πιστούς φύλακες του οίκου μας». [1]

Παράλληλα, οι νόμοι απαγόρευαν αυστηρά τις σχέσεις εκτός γάμου με μία γυναίκα από την τάξη των ελεύθερων πολιτών. Ο απατημένος σύζυγος είχε το δικαίωμα να θανατώσει τον αντίζηλό του αν τον έπιανε επ’ αυτοφόρω,[2] ομοίως και κάποιον βιαστή. Καθώς η μέση ηλικία γάμου για τους άνδρες ήταν τα 30 έτη, ο νεαρός Αθηναίος που επιθυμούσε να έχει ετεροφυλοφιλικές σχέσεις δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί στις δούλες του ή στις πόρνες.

Η ύπαρξη εκδιδόμενων γυναικών με πελατεία άλλες γυναίκες δεν είναι επιβεβαιωμένη. Ο Αριστοφάνης, ως πρόσωπο που λαμβάνει μέρος στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, αναφέρει τις «εταιρίστριες» [3] στην ιστορία του για τον Έρωτα, όπου όλοι οι άνθρωποι προήλθαν από τη διαίρεση πλασμάτων με δύο κεφάλια και οχτώ μέλη.

Για εκείνον, οι γυναίκες που προέκυψαν από τα κομμάτια των πρωτόγονων γυναικών δεν έχουν μεγάλη επιθυμία για άνδρες: προτιμούν τις γυναίκες, και από εκεί προήλθαν οι «εταιρίστριες». Ορισμένοι φιλόλογοι υποθέτουν πως αναφέρεται σε εκδιδόμενες γυναίκες που προσανατολίζονταν στη γυναικεία πελατεία με λεσβιακές προτιμήσεις.[4] Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς αναφέρεται στην πρακτική αυτή στο έργο «Διάλογος για τις πόρνες», ωστόσο είναι πιθανόν απλά να πρόκειται για αναφορά στο απόσπασμα αυτό του Πλάτωνα. [5]

Φωτογραφίες: 

1. Μία μουσικός δένει το υμάτιόν της, ενώ ο πελάτης της παρακολουθεί. Αττικό ερυθρόμορφο κύπελλο, περ. 490 π.κ.ε. Βρετανικό Μουσείο.

2. Ο φιλόσοφος Σωκράτης αναζητεί τον Αλκιβιάδη στο σπίτι της Ασπασίας. Έργο του Jean-Léon Gérôme (1861).

3. Μία πόρνη σε ερωτικές περιπτύξεις με πελάτη της. Το πουγγί με τα χρήματα υποδηλώνει τη φύση της συναλλαγής. Αττικός ερυθρόμορφο κύλικας, Μόναχο, Ιδιωτική Συλλογή.

4. Ώριμος άνδρας προσεγγίζει αγόρι για σεξουαλικές υπηρεσίες προσφέροντάς του χρήματα σε αντάλλαγμα. Αθηναϊκός ερυθρόμορφος κύλικας, 5ος αιώνας π.κ.ε Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης

5. Δύο εταίρες αρωματίζονται. Περίπου 500 π.κ.ε. Αρχαιολογικό Μουσείο Ταρκυνίας.

6. Δύο κωμαστές σε ερωτικό παιχνίδι με μια εταίρα. Ερυθόμορφος στάμνος.Περίπου 440 π.κ.ε Παρίσι-Λούβρο

7. Τρυφερή σκηνή ζευγαριού, πιθανότατα άνδρα και εταίρας. Αττική ερυθρόμορφη κύλικα υπογεγραμμένη από τον αγγειοπλάστη Ιέρονα και αποδιδόμενη στον αγγειογράφο Μάκρονα. 490-480 π.κ.ε. Παρίσι – Λούβρο.

8. Παιδεραστικό ζεύγος. Σκυφοειδές αγγείο 530-520 π.κ.ε. Βοστώνη.


Πόρνες: Οι εκδιδόμενες γυναίκες μπορούν να ταξινομηθούν σε διάφορες κατηγορίες. Τελευταίες στην κλίμακα κατατάσσονταν οι πόρνες, οι οποίες σύμφωνα και με την ετυμολογία της λέξης – προέρχεται από το ρήμα «πέρνημι» που σημαίνει «πουλώ» – ανήκαν στους «πορνοβοσκούς», δηλαδή σε προαγωγούς που κρατούσαν τμήμα των εσόδων τους.[6]

Οι τελευταίοι μπορούσαν να είναι πολίτες και τα έσοδα από την πορνεία αντιμετωπίζονταν όπως αυτά από άλλες δραστηριότητες. Ένας ρήτορας του 4ου αιώνα αναφέρει δύο πόρνες σαν τμήματα της περιουσίας του. Ο Θεόφραστος αναφέρει τον προαγωγό πλάι στον πανδοχέα και τον συλλέκτη φόρων σε έναν κατάλογο επαγγελμάτων που είχε συντάξει.[7] Ένας τέτοιος ιδιοκτήτης μπορούσε επίσης να ανήκει στην τάξη των μετοίκων.

Κατά την κλασική εποχή, οι πόρνες ήταν δούλες βαρβαρικής καταγωγής. Από την ελληνιστική εποχή και μετά εμφανίζονται και νεαρές πόρνες οι οποίες εκτέθηκαν από τον πολίτη πατέρα τους, και οι οποίες θεωρούνταν δούλες μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Η περίπτωση αυτή μοιάζει συνηθισμένη, σε σημείο που ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, τον 2ο αιώνα μ.κ.ε., προειδοποιεί εκείνους που συχνάζουν σε πορνεία για τον κίνδυνο της αιμομιξίας
«πόσοι πατεράδες, έχοντας ξεχάσει τα παιδιά που εγκατέλειψαν, έχουν, εν αγνοία τους, συνάψει ερωτικές σχέσεις με το γιο τους που εκδίδεται ή με την κόρη τους που έγινε πόρνη»[8]
Αυτές οι γυναίκες εργάζονταν τις περισσότερες φορές σε οίκους ανοχής, σε συνοικίες που ήταν διαβόητες για τη φιλοξενία τέτοιων δραστηριοτήτων, όπως ο Πειραιάς (το λιμάνι της Αθήνας) ή ο Κεραμεικός. Οι τελευταίες υποδέχονταν ναυτικούς και φτωχούς πολίτες.

Στην κατηγορία αυτή άνηκαν και οι πόρνες που εργάζονταν στους κρατικούς αθηναϊκούς οίκους ανοχής. Σύμφωνα με τον Αθήναιο,[9] που με τη σειρά του επικαλείται τον κωμικό ποιητή Φιλήμονα [10] και τον ιστορικό Νίκανδρο από την Κολοφώνα,[11] ήταν ο νομοθέτης Σόλων αυτός που «ανυπόμονος να καλμάρει τις ορμές των νεαρών ανδρών, (…) πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει οίκους ανοχής και να εγκαταστήσει εκεί νεαρές γυναίκες αγορασμένες». Έτσι, ένα από τα πρόσωπα στις «Αδελφές» του Φιλήμονα ξεσπά:
«Εσύ, Σόλων, έφτιαξες ένα νόμο κοινής ωφέλειας, καθώς είσαι εσύ εκείνος που πρώτος, θα έλεγε κανείς, κατάλαβε την ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου δημοκρατικού και αγαθοεργούς ιδρύματος, ας είναι μάρτυράς μου ο Ζευς! Είναι σημαντικό να το πω αυτό. Η πόλη μας έβριθε νεαρών αγοριών τα οποία η φύση εξανάγκαζε με σκληρότητα να παρασύρονται σε λάθος δρόμους. Για εκείνα αγόρασες και κατόπιν εγκατέστησες κορίτσια σε διάφορες συνοικίες, εξοπλισμένες και έτοιμες για τη δουλειά.
Στέκονται γυμνές, από φόβο μήπως έσφαλλες, ρίξε μια ματιά στα πάντα. Ίσως δεν νιώθεις στην καλύτερή σου φόρμα, ίσως έχεις κάτι που σε στενοχωρεί. Αλλά η πόρτα τους παραμένει ανοιχτή. Τιμή, ένας οβολός, μπες μέσα! Δεν υπάρχει ίχνος σεμνοτυφίας ή ανοησίας, ούτε τραβιέται μακρυά σου. Αντίθετα θα πάρεις για τα χρήματά σου ό,τι θες και όπως το θες. Βγαίνεις. Πες της να πάει να πνιγεί, είναι ένα τίποτα για σένα».
Όπως υπογραμμίζει το πρόσωπο αυτό, οι οίκοι ανοχής του Σόλωνα παρείχαν σεξουαλική απόλαυση προσιτή σε όλους, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Μάλιστα ο Σόλων κατασκεύασε χάρις στους φόρους που επέβαλε στα σπίτια αυτά ένα ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη Πάνδημο, δηλαδή στην Αφροδίτη όλου του λαού. Ακόμη κι αν η αλήθεια της παραπάνω αφήγησης είναι υπό αμφισβήτηση[εκκρεμεί παραπομπή], γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι Αθηναίοι θεωρούσαν την πορνεία συστατικό της δημοκρατίας[εκκρεμεί παραπομπή].

Όσον αφορά τις τιμές υπάρχουν διάφορες αναφορές στην τιμή του ενός οβολού για τις πόρνες με τις χαμηλότερες αμοιβές και τις λιγότερες σεξουαλικές υπηρεσίες. Είναι άγνωστο αν πρόκειται για αληθινή τιμή ή στερεοτυπική φράση.

Ανεξάρτητες πόρνες: Μια βαθμίδα παραπάνω βρίσκονταν οι πόρνες που κάποτε ήταν δούλες και έχουν κερδίσει την ελευθερία τους. Η θέση τους ήταν κοντά σε εκείνη της εταίρας ή της παλλακίδας. Εκτός από την ευκαιρία να παρουσιάζονται ενώπιον των πιθανών πελατών τους, είχαν και πρόσβαση στο δημόσιο βίο. Έχουν βρεθεί σανδάλια των οποίων οι σόλες ήταν έτσι κατασκευασμένες ώστε να αφήνουν στο έδαφος το αποτύπωμα «ΑΚΟΛΟΥΘΙ»,[6] που σημαίνει «ακολούθησέ με». Χρησιμοποιούσαν επίσης έντονο μακιγιάζ. Ο Εύβουλος, ποιητής της Μέσης Κωμωδίας, τις περιγελά:

«σοβαντισμένες με στρώματα λευκού μολύβδου, μάγουλα βαμμένα με χυμό από μούρα. Κι αν βγείτε κάποια μέρα του καλοκαιριού, δύο αυλάκια από μελάνι τρέχουν από τα μάτια σας, και ο ιδρώτας που κυλά από τα μάγουλά σας πάνω στο λαιμό αφήνει χρωματιστό αυλάκι, ενώ οι τρίχες που πετούν γύρω από τα πρόσωπά σας μοιάζουν γκρίζες, τόσο γεμάτες από λευκό μόλυβδο». [12]

Η προέλευση αυτών των γυναικών ποικίλλει: Γυναίκες μέτοικοι που δεν έβρισκαν άλλο επάγγελμα στη νέα τους πατρίδα, φτωχές χήρες, παλαιές πόρνες που εξαγόρασαν την ελευθερία τους, συχνά με πίστωση. Στην Αθήνα ήταν υποχρεωμένες να καταγράφονται σε μητρώα και να καταβάλλουν φόρους. Ορισμένες μάλιστα κατάφεραν να φτιάξουν περιουσία από το επάγγελμά τους. Κατά τον 1ο αιώνα π.κ.ε. στην Κόπτο της ρωμαϊκής Αιγύπτου, τα διόδια για τις πόρνες ανέρχονταν στις 108 δραχμές, ενώ οι υπόλοιπες γυναίκες κατέβαλλαν μόλις 20.[13]

Το ποσό με το οποίο χρέωναν τις υπηρεσίες τους είναι δύσκολο να εκτιμηθεί: Τον 4ο αιώνα π.κ.ε. ο Θεόπομπος αναφέρει ότι οι πόρνες δεύτερης κατηγορίας ζητούσαν ένα στατήρα (τέσσερις δραχμές), ενώ τον 1ο αιώνα π.κ.ε. ο επικούρειος φιλόσοφος Φιλόδημος από τα Γάδαρα αναφέρει [14] ένα σύστημα συνδρομών σύμφωνα με το οποίο καταβάλλονταν πέντε δραχμές για δώδεκα επισκέψεις. Τον 2ο αιώνα π.κ.ε. στο έργο του «Διάλογος για τις πόρνες», ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς βάζει την πόρνη Αμπέλιδα να θεωρεί την τιμή των πέντε δραχμών ανά επίσκεψη μέτρια τιμή. [15]

Στο ίδιο κείμενο, μια νεαρή παρθένα μπορεί να ζητήσει μία μνα, δηλαδή εκατό δραχμές,[16] ακόμη και δύο μνες, αν ο πελάτης ήταν επιθυμούσε έντονα. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπορούσε να πετύχει καλύτερη τιμή από μία συνάδελφό της μεγαλύτερης ηλικίας, αν και η εικονογραφία από τα κεραμικά αγγεία καταδεικνύει την ύπαρξη ειδικής αγοράς για τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Επίσης ρόλο έπαιζε το αν ο πελάτης απαιτούσε αποκλειστικότητα. Υπήρχαν επίσης ομαδικές συμφωνίες: μια παρέα φίλων μπορούσε να αγοράσει την αποκλειστικότητα, με τον καθένα τους να δικαιούται προκαθορισμένο χρόνο.

Στην κατηγορία αυτή κατέτασσαν τις μουσικούς και τις χορεύτριες που προσέφεραν ψυχαγωγία στα συμπόσια των ανδρών. Ο Αριστοτέλης [17] αναφέρει ανάμεσα στις αρμοδιότητες δέκα αξιωματούχων, των αστυνόμων (πέντε εντός των τειχών και πέντε στον Πειραιά), την εποπτεία των γυναικών που έπαιζαν τον αυλό ή τη λύρα ή την κιθάρα ώστε να μην χρεώνουν ποσά άνω των δύο δραχμών τη βραδιά. Οι σεξουαλικές υπηρεσίες μπορούσαν να αποτελούν μέρος της συμφωνίας, παρά τον έλεγχο των αστυνόμων, με τις τιμές ολοένα και να ανεβαίνουν ανάλογα με την περίοδο.

Εταίρες: Οι εταίρες βρίσκονταν στην κορυφή των εκδιδόμενων γυναικών. Δεν περιορίζονται στο να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες, με την ίδια τη λέξη «εταίρα» να σημαίνει «σύντροφος». Στις περισσότερες περιπτώσεις διέθεταν ευρεία μόρφωση και μπορούσαν να λάβουν μέρος σε συζητήσεις καλλιεργημένων ανθρώπων, για παράδειγμα στα συμπόσια.

Αποτελούν τις μοναδικές γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, με εξαίρεση τις Σπαρτιάτισσες, που απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους και μπορούσαν να διαθέτουν προσωπική περιουσία. Ένα τέτοιο είδος παλλακίδας δεν πληρωνόταν για κάθε συνέρευση, αλλά έπαιρνε δώρα από τους «εταίρους» και τους «φίλους» της ώστε να ζει μια άνετη ζωή. Παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν οι γκέισες στην ιαπωνική παράδοση.

Στην πλειοψηφία τους οι εταίρες άνηκαν στην τάξη των μετοίκων, με διάσημα παραδείγματα τη Νέαιρα, η οποία καταγόταν από την Κόρινθο και τη Φρύνη από τη Βοιωτία. Ωστόσο η επιφανέστερη γυναίκα του 5ου αιώνα π.κ.ε. ήταν η Ασπασία, η εταίρα που αποτέλεσε τη σύντροφο του Περικλή. Στον κύκλο της άνηκαν διάσημοι φιλόσοφοι και καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Σωκράτης και οι μαθητές του, αλλά και ο γλύπτης Φειδίας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, «δέσποζε ανάμεσα στους επιφανέστερους των πολιτικών και ενέπνεε στους φιλοσόφους μια επιρροή που δεν ήταν ούτε ισχνή ούτε αμελητέα». [18]

Στην κλασική εποχή συναντούμε τη Θεοδότα, σύντροφο του Αλκιβιάδη, με την οποία ο Σωκράτης συζητά στα «Απομνημονεύματα».[19] Επίσης τη Νέαιρα, εταίρα που αποτελεί το κυρίως θέμα ενός ρητορικού λόγου του Ψευδο-Δημοσθένη. Η Φρύνη ήταν το μοντέλο για την Αφροδίτη της Κνίδου, έργο του Πραξιτέλη, του οποίου υπήρξε ερωμένη, καθώς επίσης και του Υπερείδη, ο οποίος την υπερασπίστηκε σε μια δίκη.

Η Λεόντιον ήταν σύντροφος του Επίκουρου και φιλόσοφος η ίδια. Κατά την ελληνιστική περίοδο μαθαίνουμε για την Πυθονίκη, σύντροφο του Άρπαλου, του θησαυροφύλακα του Αλεξάνδρου του Μέγα ή ακόμη για τη Θαΐδα, ερωμένη του ίδιου του Αλεξάνδρου και κατόπιν του Πτολεμαίου του Σωτήρος. Επίσης γνωστή εταίρα ήταν και η Λάμια, κόρη αθηναίου πολίτη και ερωμένη του Δημητρίου του Πολιορκητή.

Ορισμένες από τις εταίρες αυτές είχαν μεγάλη περιουσία. Ο Ξενοφών περιγράφει τη Θεοδότα περιτριγυρισμένη από δούλους, πλουσιοπάροχα ντυμένη και κάτοικο ενός πολυτελούς σπιτιού. Άλλες ξεχώριζαν εξαιτίας των χρηματικών ποσών που ξόδευαν: η Ροδόπις, Αιγυπτία που απελευθέρωσε ο αδερφός της ποιήτριας Σαπφούς, έμεινε στην ιστορία επειδή ζήτησε την ανέγερση μιας πυραμίδας. Ο Ηρόδοτος αμφιβάλλει για την αλήθεια αυτής της αφήγησης,[20] ωστόσο αναφέρεται σε μια πολυτελή επιγραφή που η ίδια αφιέρωσε στους Δελφούς.

Τα χρηματικά ποσά που πληρώνονταν οι εταίρες δεν ήταν σταθερά για όλες, ωστόσο ήταν υψηλότερα από εκείνα που εισέπρατταν οι συνηθισμένες πόρνες. Στη Νέα Κωμωδία, κυμαίνονται από τις 20 έως τις 60 μνες για έναν ακαθόριστο αριθμό ημερών. Ο Μένανδρος αναφέρει μια εταίρα που κέρδιζε τρεις μνες την ημέρα, όσο δηλαδή δέκα πόρνες μαζί. [21] Αν πιστέψει κανείς τον Αύλο Γέλλιο, οι παλλακίδες της κλασικής εποχής ζητούσαν μέχρι και 10.000 δραχμές τη βραδιά. [22]

Κάποιες φορές είναι δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα στις εταίρες και τις απλές πόρνες: και στις δύο περιπτώσεις η γυναίκα μπορούσε να είναι ελεύθερη ή δούλη, ανεξάρτητη ή εργαζόμενη για κάποιο προαγωγό.[23] Οι αρχαίοι συγγραφείς σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούν αδιακρίτως και τους δύο όρους. Κατ’ επέκταση ορισμένοι μελετητές αμφιβάλλουν αναφορικά με τη διάκριση ανάμεσά τους, ή ακόμη και για το αν η λέξη εταίρα δεν ήταν παρά ένας ευφημισμός.

Η ιερή πορνεία:  Στην Ελλάδα δεν άνθησε το φαινόμενο της ιερής πορνείας στο βαθμό που αυτό συνέβη στην Εγγύς Ανατολή. Οι μόνες γνωστές περιπτώσεις αφορούν περιοχές στα όρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου, όπως στη Σικελία, την Κύπρο, τον Πόντο ή την Καππαδοκία. Διάσημη ωστόσο είναι η περίπτωση του ιερού ναού της Αφροδίτης στην Κόρινθο όπου υπηρετούσε μεγάλος αριθμός πορνών τουλάχιστον από την κλασική εποχή κι έπειτα.

Το 464 π.κ.ε. ένας άνδρας από την Κόρινθο, ο Ξενοφών, νικητής των αγώνων δρόμου και του πεντάθλου στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφιέρωσε στην Αφροδίτη ως ένδειξη ευγνωμοσύνης εκατό νεαρές κοπέλες. Η ιστορία αυτή διασώθηκε μέσω ενός ύμνου του Πινδάρου για τις «φιλόξενες κοπέλες, υπηρέτριες της Πειθούς στην πολυτελή Κόρινθο».[24] Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, σύμφωνα με το Στράβωνα,[25] ο ναός απασχολούσε πάνω από χίλιες κοπέλες που εκδίδονταν στο όνομα της θεάς. Ο Οράτιος γράφει: «δεν έχει ο καθένας τη δυνατότητα να πάει στην Κόρινθο»,[26] κάτι που τονίζει αφενός το πόσο ευχάριστη ήταν η διαμονή εκεί, αφετέρου το πόσο κόστιζε.

Σπάρτη: Ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, μόνο η Σπάρτη κατέχει τη φήμη πως δεν φιλοξένησε ποτέ οίκο ανοχής. Ο Πλούταρχος [27] αποδίδει το φαινόμενο στην απουσία πολύτιμων μετάλλων και πραγματικού χρήματος – η Σπάρτη χρησιμοποιούσε νόμισμα από σίδερο που δεν αναγνωριζόταν από κανέναν άλλο και το οποίο κανείς δεν ενδιαφερόταν να υιοθετήσει. Συνεπώς δεν υπάρχουν σήμερα ίχνη της δραστηριότητας αυτής στην Σπάρτη κατά την αρχαϊκή ή κλασική εποχή. Η μόνη μαρτυρία που διαθέτουμε ανήκει σε ένα βάζο του 6ου αιώνα π.κ.ε [28] το οποίο και παρουσιάζει μια ομάδα γυναικών που έπαιζαν τον αυλό σε ένα δείπνο ανδρών.

Ωστόσο μοιάζει να μην αφορά πραγματικά μια απεικόνιση της καθημερινότητας στην πόλη, αλλά ένα τυχαίο μοτίβο εικονογραφίας. Η παρουσία ενός φτερωτού δαίμονα, φρούτων, χλωρίδας κι ενός βωμού αφήνουν να εννοηθεί πως πρόκειται για κάποιο τελετουργικό δείπνο προς τιμήν κάποιας θεότητας της γονιμότητας, ίσως της Ορθίας Αρτέμιδος ή του Υακύνθιου Απόλλωνα.

Εντούτοις, κατά την κλασική περίοδο απαντώνται στη Σπάρτη εταίρες. Ο Αθήναιος κάνει αναφορά στις παλλακίδες με τις οποίες περνούσε τις νύχτες του ο Αλκιβιάδης κατά την εξορία του στη Σπάρτη. Ο Ξενοφών [29] από την πλευρά του, αφηγούμενος τη συνωμοσία του Κινάδωνα (αρχές 4ου αιώνα π.κ.ε.) αναφέρεται σε μία πανέμορφη γυναίκα, η οποία κατηγορήθηκε ότι διέφθειρε τους άνδρες, γέρους και νέους, που επισκέπτονταν τον Αυλώνα. Πιθανότατα πρόκειται για κάποια εταίρα.

Από τον 3ο αιώνα π.κ.ε. κι έπειτα, οπότε και μεγάλες ποσότητες ξένου χρήματος άρχισαν να κυκλοφορούν στη γη της Λακωνίας, η Σπάρτη αρχίζει να υιοθετεί συνήθειες των έτερων ελληνικών πόλεων. Κατά την ελληνιστική περίοδο, ο Πολέμων από το Ίλιον, περιγράφει στο έργο «Προσφορές στη Λακεδαίμονα» [30] ένα διάσημο πορτραίτο της εταίρας Κοττίνας, καθώς και μια αγελάδα από μπρούτζο που η ίδια αφιέρωσε. Προσθέτει δε πως κάποτε του έδειξαν σαν αξιοθέατο τον οίκο ανοχής που εκείνη διατηρούσε κοντά στο ναό του Διονύσου.

Συνθήκες διαβίωσης:  Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν στην κατοχή τους ελάχιστα στοιχεία αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των εκδιδόμενων γυναικών κατά την αρχαιότητα. Δεν επιβιώνει καμία μαρτυρία σχετικά με τον τρόπο ζωής τους ούτε περιγραφή των οίκων όπου εργάζονταν. Ωστόσο είναι πολύ πιθανόν οι ελληνικοί οίκοι ανοχής να παρουσίαζαν σημαντικές ομοιότητες με εκείνους που περιγράφουν οι ρωμαϊκές μαρτυρίες ή με εκείνους που βρέθηκαν στις στάχτες της Πομπήιας: ανήλιαγοι χώροι, στενοί, με δυσάρεστη μυρωδιά.

Ένας από τους πολλούς όρους της ελληνικής αργκώ για να περιγράψει κανείς μια πόρνη ήταν η λέξη «χαμαιτυπής», στην κυριολεξία «εκείνη που χτυπά τη γη», υπονοώντας ότι η πράξη λάμβανε χώρα απευθείας στο έδαφος.

Ορισμένοι συγγραφείς βάζουν στα έργα τους τις πόρνες να μιλούν σε πρώτο πρόσωπο: ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς στο «Διάλογος για τις πόρνες» και ο Αλκίφρων στη συλλογή του από επιστολές. Ωστόσο πρόκειται καθαρά για λογοτεχνικά έργα. Οι πόρνες που αναφέρονται άλλωστε είναι ανεξάρτητες ή εταίρες: καμία πηγή δεν παρέχει πληροφορίες για τις δούλες, εκτός κι αν μιλάει για τις οικονομικές προεκτάσεις του επαγγέλματος.

Γενικότερα καταδεικνύουν μια τάση αποδοκιμασίας από τους Έλληνες προς τις πόρνες καθώς η δραστηριότητά τους ήταν εμπορευματοποιημένη. Για έναν Έλληνα, το οποιοδήποτε πρόσωπο που εκδιδόταν, άνδρας ή γυναίκα, το έκανε από φτώχεια ή επιθυμία πλουτισμού: η σεξουαλική επιθυμία δεν φαινόταν να αποτελεί κίνητρο. Η απληστία των πορνών ήταν συχνό μοτίβο στην κωμωδία.

Στην Αθήνα οι πόρνες ήταν οι μοναδικές γυναίκες που διαχειρίζονταν χρήματα, κάτι που επίσης πιθανώς υποκινούσε την εχθρότητα των ανδρών. Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι η καριέρα μιας πόρνης ήταν σύντομη και τα κέρδη της μειώνονταν με το πέρασμα των χρόνων. Κατ’ επέκταση για να εξασφαλίσουν τα γεράματά τους, οι πόρνες έπρεπε να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν κατά τη νεανική τους ηλικία.

Οι ιατρικές πραγματείες μας αφήνουν να ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο μιας πόρνης, ωστόσο οι αναφορές είναι τμηματικές και ατελείς. Οι δούλες – πόρνες, προκειμένου να συνεχίζουν να μαζεύουν χρήματα απερίσπαστα έπρεπε να αποφύγουν την εγκυμοσύνη με κάθε κόστος. Οι τεχνικές αντισύλληψης των αρχαίων Ελλήνων είναι λιγότερο γνωστές σε σχέση με εκείνες των Ρωμαίων. Σε μια πραγματεία που αποδίδεται στον Ιπποκράτη, [31] ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρεια την περίπτωση μιας χορεύτριας «που συνηθίζει να πηγαίνει με άνδρες»: τη συμβούλεψε να χοροπηδά πάνω κάτω αγγίζοντας με τις φτέρνες τα οπίσθιά της, έτσι ώστε το σπέρμα να αποβληθεί και να αποφευχθεί το ρίσκο.

Οι ιερόδουλες της Κορίνθου φαίνεται πως ακολουθούσαν απλούστερη μέθοδο: ζητούσαν από τους πελάτες τους να εφαρμόζουν το σοδομισμό προκειμένου να αποφύγουν την εγκυμοσύνη.[32] Είναι ακόμη πιθανό οι πόρνες να κατέφευγαν στην έκτρωση ή την θανάτωση των νεογέννητων με έκθεση. Για την περίπτωση των ανεξάρτητων γυναικών, οι πληροφορίες είναι ανεπαρκείς. Μια κόρη θα μπορούσε να εκπαιδευτεί στο επάγγελμα, να διαδεχτεί τη μητέρα της και να την υποστηρίξει οικονομικά στα γεράματά της.

Μια άλλη πηγή για τη ζωή των εκδιδόμενων γυναικών είναι τα κεραμικά αγγεία της εποχής. Η απεικόνισή τους, αρκετά συχνή, μπορεί να διαχωριστεί σε τέσσερις κατηγορίες: σκηνές δείπνων, σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου, σκηνές στην τουαλέτα και σκηνές κακοποίησης. Στις σκηνές τουαλέτας ήταν σύνηθες η πόρνη να απεικονίζεται με σώμα κάθε άλλο παρά ιδανικό: στήθος γερασμένο, δίπλες στο δέρμα κτλ. Ένας κύλικας μάλιστα απεικονίζει μια πόρνη να ουρεί σε ένα δοχείο.

Στις απεικονίσεις σεξουαλικών περιπτύξεων η πόρνη διακρίνεται εύκολα από την παρουσία ενός πουγγιού με χρήματα, ώστε να είναι καταφανής η εμπορική σημασία της συνουσίας. Η στάση που απεικονίζεται συχνότερα είναι αυτή του σοδομισμού, με τη γυναίκα διπλωμένη στα δύο, τα χέρια να ακουμπούν στη γη. Αξίζει να σημειωθεί πως η στάση αυτή θεωρούταν εξευτελιστική για έναν ενήλικα και ελάχιστα κολακευτική για μία γυναίκα.[33] Τέλος, συγκεκριμένος αριθμός βάζων παρουσιάζουν σκηνές όπου η κοπέλα απειλείται από ένα ραβδί ή ένα σανδάλι, ενώ υποχρεώνεται να δεχτεί σεξουαλικές επαφές υποτιμητικές για τους αρχαίους

Έλληνες: πεολειχία, σοδομισμό ή με δύο συντρόφους ταυτόχρονα.

Αν και οι εταίρες ήταν οι πιο απελευθερωμένες γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, αρκετές αναζήτησαν το σεβασμό της κοινωνίας βρίσκοντας σύζυγο ή σταθερό σύντροφο: η Νέαιρα κατάφερε να μεγαλώσει τρία παιδιά προτού ξαναβγεί στην επιφάνεια το παρελθόν της ως εταίρα. Ομοίως, ο Περικλής επέλεξε την Ασπασία για παλλακίδα ίσως και σύζυγο, σύμφωνα με τις πηγές. Ο Αθήναιος τονίζει πως οι πόρνες που αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον έγγαμο βίο ήταν σε πολλές περιπτώσεις καλύτερες από εκείνες που μεγαλοπιάνονταν με την αρετή τους.[34]

Κατόπιν παραθέτει μια λίστα μεγάλων ανδρών που γεννήθηκαν από την ένωση ενός πολίτη και μιας παλλακίδας, όπως για παράδειγμα ο Τιμόθεος, γιος του Κόνωνος. Από την άλλη, δεν γνωρίζουμε την περίπτωση καμίας γυναίκας από την τάξη των πολιτών που να επέλεξε να ζήσει ως εταίρα.

Οι πόρνες στην αρχαία γραμματεία:  Την εποχή που ανθούσε η Νέα Κωμωδία, κατά το μοτίβο των σκλάβων, οι πόρνες έγιναν οι πραγματικές πρωταγωνίστριες των κωμικών έργων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό: αν και η Παλαιά Κωμωδία καταπιανόταν με πολιτικά θέματα, η Νέα Κωμωδία ενδιαφέρθηκε για την καθημερινότητα των πολιτών.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής για να απολαμβάνουν σεβασμό οι γυναίκες πρέπει να μην βγαίνουν από το σπίτι, ενώ η ιστορία της εκάστοτε κωμωδίας διαδραματιζόταν συνήθως σε εξωτερικούς χώρους. Οι μόνες γυναίκες που συναντούσε κανείς εκεί ήταν οι πόρνες.

Έτσι η πλοκή στα κωμικά έργα περιστρέφεται συχνά γύρω από τις εκδιδόμενες γυναίκες. Ο Οβίδιος στους «Έρωτές» [35] του αναφέρει: «Για όσο οι δούλοι παραμένουν πονηροί, οι πατεράδες σκληροί, οι μαστροποί χυδαίες και οι πόρνες θωπευτικές, ο Μένανδρος θα ζει». Η πόρνη μπορεί να είναι το αντικείμενο του έρωτα του πρωταγωνιστή: στην περίπτωση αυτή, ελεύθερη και ενάρετη, καταλήγει στο επάγγελμα αυτό επειδή κάποτε την εγκατέλειψαν ή επειδή τη μεγάλωσαν πειρατές.

Αφού την αναγνωρίσει η οικογένειά της χάρη σε κάποια στολίδια που άφησαν στα σπάργανά της, η νεαρή γυναίκα, απαλλαγμένη από τη δυστυχία της μπορεί να παντρευτεί. Επίσης είναι συχνά δευτεραγωνίστρια: η αγάπη της με το φίλο του πρωταγωνιστή αποτελεί τη δεύτερη ερωτική ιστορία του έργου. Ο Μένανδρος δημιούργησε στο πλευρό του χαρακτήρα της ακόρεστης πόρνης, εκείνη της γυναίκας με τη χρυσή καρδιά στο έργο του «Δύσκολος», η οποία επιφέρει το ευτυχισμένο τέλος στην αφήγηση.

Αντίστροφα, στους ουτοπικούς κόσμους των Ελλήνων οι πόρνες δεν έχουν θέση. Στις «Εκκλησιάζουσες» [36] η ηρωίδα, η Πραξαγόρα, τους απαγορεύει την είσοδο στην ιδανική πολιτεία:

«Τις ακόλαστες, όσες κι αν είναι, σκοπεύω να τις διώξω από την πόλη… για να διατηρήσω το αρρενωπό σφρίγος το νέων για αυτές τις γυναίκες. Δεν είναι σωστό εξαπατημένες δούλες να κλέβουν από τις γεννημένες ελεύθερες γυναίκες την απόλαυση. Ας αφήσουμε στις παλλακίδες να κοιμούνται με τους δούλους».

Οι πόρνες θεωρούνται δόλιες ανταγωνίστριες. Σε ένα έργο πολύ διαφορετικής φύσης, ο Πλάτων [37] ανακηρύσσει τις ιερόδουλες της Κορίνθου παράνομες, από κοινού με τα αττικά ζαχαροπλαστεία, κατηγορώντας αμφότερα για την εισαγωγή στην ιδανική κοινωνία της πολυτέλειας και της αταξίας. Ο κυνικός Κράτης,[38] κατά την ελληνιστική περίοδο, περιγράφει ακολουθώντας το παράδειγμα του Πλάτωνα μια ουτοπική πόλη όπου η πορνεία απαγορεύεται.

Ανδρική πορνεία:  Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν πολλοί άνδρες που εκδίδονταν, γνωστοί και ως «πόρνοι». Μέρος αυτών απευθυνόταν σε γυναίκες, όπως φαίνεται από δύο αποσπάσματα του Αριστοφάνη. Στον «Πλούτο» [39] ο συγγραφέας προσωποποιεί μια ηλικιωμένη γυναίκα να παρέχει στο νεαρό εραστή της χρήματα, τρόφιμα, ακόμη και ρούχα.[40] Νεαροί άνδρες που πωλούνταν, ευνούχοι που τιμολογούνταν υψηλά ως «προϊόντα» πολυτελείας, δείχνουν πως στην ελληνική κοινωνία είχε και θέση η απόλαυση χωρίς συναισθηματισμούς[εκκρεμεί παραπομπή]. Στη Σικυώνα της Πελοποννήσου, άνδρες εκδίδονταν με χαρά στο όνομα του θεού Διονύσου.

Πορνεία και παιδεραστία: Αντίθετα με τη γυναικεία πορνεία, η οποία και απασχολούσε γυναίκες όλων των ηλικιών, η ανδρική αφορούσε μοναχά εφήβους. Η σχέση ανάμεσα σε ενήλικα και παιδί, δεν ήταν εμπορική συναλλαγή, αλλά μορφή διαπαιδαγώγησης. Αρσενικά παιδιά γίνονταν ευνούχοι εξαιτίας μιας διαδεδομένης συνήθειας, χάνοντας τμήμα των γεννητικών τους οργάνων. Ο Σόλων απαγόρευσε την εκπόρνευση των νέων επικαλούμενος την ηθική, ωστόσο δεν απαγόρευσε την πώληση σκλάβων που προορίζονταν για το σκοπό αυτό. Ο Ψευδο-Λουκιανός, στους «Έρωτές» του,[41] αναφέρει:

«Η γυναίκα, από την εφηβική παρθενία μέχρι τη μέση ηλικία, και πριν οι τελευταίες ρυτίδες αυλακώσουν τα χαρακτηριστικά της, είναι ένα αντικείμενο άξιο να δεχτεί την αγκαλιά και την τρυφερότητα ενός άνδρα, και, όταν περάσει η εποχή της ακμής της, η πείρα της μπορεί να μιλήσει πολύ πιο εύγλωττα από εκείνη των νεαρών αγοριών. Ωστόσο αυτός που απευθύνεται σε έναν νέο άνδρα των είκοσι ετών μου φαίνεται αφύσικα λάγνος και πως αναζητά διφορούμενη αγάπη. Τα μέλη ενός τέτοιου νέου, έχοντας πάρει τη μορφή εκείνων ενός άνδρα, είναι σκληρά και νευρώδη. Το κάποτε απαλό του πρόσωπο πλέον είναι τραχύ από τα γένια που το ντύνουν και οι καλοσχηματισμένοι του μηροί είναι αγκαθωτοί από τρίχες».

Η περίοδος κατά την οποία οι έφηβοι θεωρούνταν επιθυμητοί εκτεινόταν από την εφηβεία μέχρι την έλευση γενειάδας, εφόσον η τριχοφυΐα θεωρούταν αηδιαστική για τους άνδρες. Στην πράξη υπήρχαν και σχέσεις που εκτείνονταν πέρα από την εφηβεία του νέου, ο οποίος ωστόσο κατέφευγε στην αποτρίχωση.

Όπως με την γυναικεία, η ανδρική πορνεία δεν αποτελούσε σκάνδαλο για τους αρχαίους Έλληνες. Οι οίκοι ανοχής όπου εργάζονταν νεαροί σκλάβοι λειτουργούσαν φανερά, κι όχι μόνο στις γειτονιές του Πειραιά, του Κεραμεικού και του Λυκαβηττού, αλλά παντού στην πόλη. Ένας από τους διασημότερους άνδρες που βρέθηκαν σε αυτή τη θέση ήταν ο Φαίδων από την Ηλεία. Μετά την κατάκτηση της πόλης του οδηγήθηκε στη σκλαβιά κι εξαναγκάστηκε να εκπορνευθεί.

Τον απελευθέρωσε ο Σωκράτης και ο Φαίδων έγινε μαθητής του. Ο ομώνυμος πλατωνικός διάλογος, όπου περιγράφεται ο θάνατος του Σωκράτη, έχει ονομαστεί από αυτόν. Οι πόλεις όριζαν φόρους και στους άνδρες που εκδίδονταν. [42] Σε έναν από τους λόγους του, εκείνον κατά του Τιμάρχου, ο ρήτορας Αισχίνης περιγράφει στο δικαστικό σώμα ένα ανδρικό πορνείο.[43] Ο πελάτης ενός τέτοιου σπιτιού δεν τιμωρείται ούτε από το νόμο, ούτε επικρίνεται από την κοινή γνώμη.

Πορνεία και πολιτικά δικαιώματα: Η ύπαρξη της αρσενικής πορνείας σε μεγάλη κλίμακα υποδηλώνει πως η παιδεραστία δεν απευθυνόταν μόνο στις υψηλότερες κοινωνικές τάξεις. Αν και οι φτωχότεροι πολίτες δεν διέθεταν ούτε τα μέσα ούτε το χρόνο να ακολουθήσουν τη μέθοδο των αριστοκρατών (επίσκεψη σε γυμναστήρια, ερωτική προσέγγιση, δώρα), μπορούσαν ωστόσο να καταφύγουν στους οίκους ανοχής.

Ο νόμος προστάτευε, όπως και τις γυναίκες, τους νεαρούς από το βιασμό, ενώ δεν είναι γνωστές περιπτώσεις σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα σε αφέντη και σκλάβο, προτού πραγματοποιήσει μια σχετική αναφορά ο Ξενοφών. Ένα ακόμη κίνητρο για την καταφυγή στην πορνεία ήταν το ότι η πεολειχία θεωρούταν από τους αρχαίους Έλληνες πράξη ιδιαίτερα υποτιμητική.[44] Κατ’ επέκταση, σε μια παιδεραστική σχέση, ο εραστής δεν μπορούσε να ζητήσει αυτή τη χάρη από τον ερωμένο του και μέλλοντα πολίτη και απευθυνόταν από έναν εκδιδόμενο νεαρό.

Η πορνεία αν και νόμιμη ήταν κοινωνικά κατακριτέα. Ασκούταν από δούλους ή από μη πολίτες. Στην Αθήνα είχε σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις και μπορούσε να επιφέρει μέχρι και την αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»). Στο δικανικό λόγο «Κατά Τιμάρχου», ο ρήτορας Αισχίνης έχει δεχτεί επίθεση από τον Τίμαρχο. Για να υπερασπίσει τον εαυτό του ο πρώτος κατηγορεί τον Τίμαρχο ότι κατά τη νεανική του ηλικία ασκούσε πορνεία.

Σαν αποτέλεσμα ο Τίμαρχος έπρεπε να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να καταθέσει μήνυση στα δικαστήρια εναντίον κάποιου πολίτη. Η εξώθηση ενός νεαρού στην πορνεία ή προσφορά χρημάτων ώστε να ικανοποιήσει κάποια σεξουαλική επιθυμία απαγορευόταν αυστηρά, γιατί με τον τρόπο αυτό μελλοντικά θα έχανετο δικαίωμα να λαμβάνει μέρος στην πολιτική ζωή.

Η λογική αυτή επεξηγείται από τον Αισχίνη, ο οποίος κάνει αναφορά στην έννοια της «δοκιμασίας»: ο πολίτης που είχε επιδοθεί στην πορνεία («πεπορνευμένος») ή συντηρείται με τον τρόπο αυτό («ἡταιρηκώς») χάνει το δικαίωμα να βγάζει δημόσιους λόγους επειδή «εκείνος που πουλά το σώμα του για την απόλαυση άλλων («ἐφ’ ὕβρει») δεν θα διστάσει να «πουλήσει» το συμφέρον της κοινωνίας σαν σύνολο».

Σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, οι κατηγορίες του Τίμαιου του Ταυρομενίτη[45] ενάντια στον Αγαθοκλή των Συρακουσών στηρίζονται ακριβώς στα ίδια επιχειρήματα: «κοινός πόρνος διαθέσημος στους πιο ακόλαστους, μια καλιακούδα, ένα αρπακτικό πτηνό,[46] που παρουσιάζει τον πισινό του σε όποιον τον θέλει».

Ο Αισχίνης διαχωρίζει την περίπτωση του κατά συρροή εκπορνευόμενου άνδρα από εκείνου που παραμένει για καιρό εραστής ενός συγκεκριμένου προσώπου.[47] Θεωρεί πως αν ο Τίμαρχος είχε επιλέξει να παραμείνει με τον πρώτο του εραστή [48] τότε το κρίμα του δεν θα ήταν τόσο μεγάλο. Ωστόσο εκείνος επέλεξε να εγκαταλείψει τον άνδρα αυτό, που δεν είχε πια τα μέσα να τον συντηρεί, και άρχισε να συλλέγει προστάτες, αποδεικνύοντας, σύμφωνα πάντα με τον Αισχίνη, πως δεν ήταν απλός «εταιρικός», αλλά πρόστυχος εκπορνευόμενος.

Αντίτιμο: Όπως και στην περίπτωση των γυναικών, οι πελάτες κατέβαλαν ποικίλα ποσά. Ο Αθήναιος αναφέρει ένα νεαρό που πρόσφερε τον εαυτό του για έναν οβολό.[49] Ο Στράτων από τις Σάρδεις, ένας επιγραμματοποιός του 2ου αιώνα π.κ.ε. αναφέρει μια συναλλαγή για πέντε δραχμές.[50] Ένα γράμμα του Ψευδο-Αισχίνη υπολογίζει πως τα κέρδη κάποιου με το όνομα Μελανόπους ανέρχονταν στις 3.000 δραχμές, ίσως καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του.
-----------------------
Παραπομπές
  1. Δημοσθένης, «Κατά Νέαιρας», 122
  2. Pomeroy (1995), σελ. 87
  3. Πλάτων, «Συμπόσιο», 191e 2-5
  4. Halperin (1990), σελ. 180, n2.
  5. Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, «Διάλογος για τις πόρνες», V
  6. Halperin (1990), σελ. 109.
  7. Θεόφραστος, «Χαρακτήρες», VI, 5.
  8. Φώτιος, «Παιδαγωγός», ΙΙΙ, 3.
  9. Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», XIII, 23.
  10. Φιλήμων, «Αδελφές», fgt. 4.
  11. Νίκανδρος, «Ιστορία της Κολοφώνος» = «Fragmente der griechischen Historiker» 271-272 fgt. 9.
  12. Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», XIII, 6.
  13. W. Dittenberger, «Orientis Græci inscriptiones selectæ», Leipzig, 1903-1905, II, 674.
  14. Φιλόδημος, «Παλατινή Ανθολογία», V, 126.
  15. Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, «Διάλογος για τις πόρνες», VIII, 3.
  16. Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, «Διάλογος για τις πόρνες», VII, 3.
  17. Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία», L, 2.
  18. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Περικλής», XXIV, 2.
  19. Ξενοφών, «Απομνημονεύματα», III, 11, 4.
  20. Ηρόδοτος, «Ιστορία», II, 134-135.
  21. Μένανδρος, «Κόλαξ», 128-130.
  22. Αύλος Γέλλιος, «Αύλος Γέλλιος», I, 8.
  23. Kurke (1997), σελ. 108.
  24. Πίνδαρος, 122
  25. Στράβων, «Γεωγραφία», VIII, 6, 20.
  26. Οράτιος, «Επιστολές», I, 17, 36 : « Non cuivis homini contingit adire Corinthum », ή όπως επίσης απαντάται « Non licet omnibus adire Corinthum ».
  27. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», IX, 6.
  28. Conrad M. Stibbe, «Lakonische Vasenmaler des sechtsen Jahrhunderts v. Chr.», νο 191 (1972), pl. 58. Cf. Maria Pipili, «Laconian Iconography of The Sixth Century BC», Oxford University Committee for Archaeology Monograph, νο 12, Oxford, 1987.
  29. Ξενοφών, «Ελληνικά», III, 8.
  30. Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», XIII, 34a.
  31. Ιπποκράτης, «Περί σπέρματος», 13.
  32. Dover (1989), σελ. 101, βασιζόμενος στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, 149-152.
  33. Keuls (1993), σελ. 174-179.
  34. Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», XIII, 38.
  35. Οβίδιος, «Έρωτες», I, 15, 17-18.
  36. Αριστοφάνης, «Εκκλησιάζουσες», 716-719
  37. Πλάτων, «Πολιτεία», III, 404d
  38. Διόδορος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», II, 55-60.
  39. Αριστοφάνης, «Πλούτος», 960-1095
  40. Αριστοφάνης, «Εκκλησιάζουσες», 877-1111
  41. Λουκιανός, «Έρωτες», 25-26.
  42. Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου», 119.
  43. Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου», 74.
  44. Halperin (1990), σελ. 96 και Dover (1989), σελ. 99.
  45. Πολύβιος, «Ιστορίες», XII, 15, 1.
  46. Στα αρχαία ελληνικά, ο όρος για το αρπακτικό πτηνό ήταν «τριόρχης», που κυριολεκτικά σημαίνει «αυτός που έχει τρεις όρχεις». Έτσι το ζώο αυτό είναι σύμβολο της ακολασίας. Dover (1989), σελ. 103.
  47. Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου», 29.
  48. Αισχίνης, «Κατά Τιμάρχου», 51-52.
  49. Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», VI, 241.
  50. Στράτων, «Παλατινή Ανθολογία», XII, 239.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου