Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Νεκροταφείο θεών



«Επιμένω πως ένα καμπαναριό εκκλησίας με αλεξικέραυνο στην κορυφή, δείχνει έλλειψη αυτοπεποίθησης». 
Νταγκ Μακλέοντ


I am an atheist still, thank God
(Luis Buñuel)

1.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να παραδοξολογεί κανείς. Ο ασφαλέστερος είναι να λέει απλές αλήθειες κόντρα στις πεποιθήσεις της μεγάλης πλειονότητας των συνανθρώπων του. Συνήθως ζούμε με και μέσα σε εθνικούς, θρησκευτικούς και ιδεολογικούς μύθους. Δηλαδή σε καταστάσεις που λίγη σχέση έχουν με αυτό που αποκαλούμε αντικειμενική πραγματικότητα. Οι άνθρωποι νομίζουμε ότι το έθνος, η θρησκεία, η ιδεολογία μας είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να υπάρξει. Όσο απομακρυνόμαστε απ’ αυτούς τους μύθους, τόσο το καλύτερο για το έθνος, τη θρησκεία, την ιδεολογία μας.
Ιδίως σε ό,τι αφορά τα ζητήματα της θρησκείας, τα πράγματα είναι εντελώς ρευστά. Διότι πρόκειται για ένα χώρο όπου κανείς πρέπει να παραιτηθεί από το λογικό του για να μπορεί να πιστέψει τα απίστευτα. Εξ ού και ο διαρκής πόλεμος της θρησκείας κατά της λογικής, αυτής της «πόρνης του διαβόλου», όπως την αποκαλεί ο μοχθηρός Λούθηρος.

Πριν αρχίσουμε να αποκτούμε συνείδηση του κόσμου που μας περιβάλλει, μαζί με το γάλα της μάνας μας δεχόμαστε και τη θρησκεία της. Συνεπής προς αυτή την πρακτική είναι και ο χριστιανικός (κατοχυρωτικός) νηπιοβαπτισμός, μια ευτράπελη τελετή, όπου ο άμεσα ενδιαφερόμενος, το νήπιο, δεν ομολογεί κανέν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών πουδεν έχει διαπράξει. Ο και ψυχολόγος Γεώργιος Βιζυηνός έχει δείξει (στο Διατὶ ἡ μηλιὰ δὲν ἔγινε μηλέα) πώς οι παραστάσεις που εγκαθίστανται πρώτες μέσα στο παιδικό μυαλό, θρονιάζονται εκεί και αρνούνται να παραχωρήσουν τη θέση τους σε νέες. Ενώ ο βαρόνος D’Holbach στο Le christianisme devoilé (Ο χριστιανισμός χωρίς πέπλο) και αλλού, έχει εξηγήσει γιατί ο ενήλικας αποφεύγει ή ραθυμεί να αποτινάξει από πάνω του τις θρησκευτικές ιδέες και δόγματα που του ενσταλάχτηκαν από την παιδική ηλικία. Δόγματα που ένα φφφουουού να τους κάνεις θα πέσουν. Αναφέρει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν: «Όταν ήμουν νέος και πρόωρα ανεπτυγμένος, άρχισε να με εντυπωσιάζει η ματαιότητα των ελπίδων (…) Η πρώτη διέξοδος ήταν η θρησκεία που ενσταλάζεται σε κάθε παιδί με την παραδοσιακή μηχανή της εκπαίδευσης. Έτσι κατέληξα σε μια βαθιά θρησκευτικότητα (μολονότι ήμουν παιδί άθρησκων –Εβραίων– γονέων), η οποία ωστόσο, έφτασε σε αιφνίδιο τέλος στην ηλικία των δώδεκα. Διαβάζοντας εκλαϊκευμένα επιστημονικά βιβλία, γρήγορα έφτασα στο συμπέρασμα ότι πολλές από τις ιστορίες της Βίβλου δεν μπορεί να είναι αληθινές. Αποτέλεσμα ήταν ένα όργιο ελευθερίας της σκέψης, καθώς και η εντύπωση ότι το κράτος εξαπατά σκοπίμως τους νέους με ψέματα· η εντύπωση αυτή ήταν συνταρακτική» (σ. 208). Ας αναφερθούμε λοιπόν σε μερικές τέτοιες παραδοξολογίες.

2.
Λόγος του θεού/θεών δεν υπάρχει. Απλώς διάφοροι επιτήδειοι, προκειμένου να δώσουν κύρος στα λεγόμενά τους, ισχυρίστηκαν ότι δεν πρόκειται για δικές τους απόψεις, αλλά ότι τους τις «αποκάλυψε» κάποιος θεός με υπερφυσικό τρόπο. Μερικοί απ’ αυτούς πραγματικά πίστευαν ότι «άκουγαν φωνές», ένα φαινόμενο που στις μέρες μας εμπίπτει στις αρμοδιότητες της ψυχιατρικής. Οι θεοί ούτε εμφανίστηκαν, ούτε μίλησαν ποτέ σε κανέναν. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο ανήκει σε μια από τις δύο περιπτώσεις που μόλις αναφέρθηκαν. Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε. Ο παρουσιαζόμενος ως λόγος του θεού εμφανίζει ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες αδυναμίες, οδηγώντας μας έτσι στους επινοητές του. Διότι αφελώς παρουσιάζουν το θεό να έχει βούληση και πάθη εντελώς ανθρώπινα. Παρατηρούμε επίσης πως όσο η ανθρώπινη ευπιστία μειώνεται, μειώνονται ανάλογα και οι ισχυρισμοί περί εμφανίσεων των θεών, θαυμάτων κ.τ.τ. Ο λεγόμενος λόγος του θεού, με βάση τις «προδιαγραφές» που έχουν ορίσει γι’ αυτόν οι άνθρωποι, (οφείλει να) είναι πάνσοφος, πανάγιος, πανάγαθος, παντοδύναμος, παντογνώστης· όλα στην κλίμακα του παν-. Τυχαίνει επίσης ο εν λόγω λόγος να αξιώνει αιώνιο κύρος. Δηλαδή άπαξ και «εκφράστηκε» είναι αδύνατον να αλλάξει. Αυτό είναι και η Αχίλλειος πτέρνα του, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω.
Η προσεκτική εξέταση τού παρουσιαζόμενου ως λόγου του θεού, αποδεικνύει ότι για ανθρώπινες παρόλες πρόκειται. Διότι ο λόγος αυτός προδίδει τη γνωσιακή, ηθική, ακόμη και τη γλωσσική στάθμη των ανθρώπων που τον επινόησαν. Ο θεόπνευστος λοιπόν λόγος αποδεικνύεται υπερβολικά ανθρώπινος.[1] Έτσι, αρκετά νωρίς πολλοί δύσπιστοι άνθρωποι άρχισαν να προβληματίζονται αν αυτού του επιπέδου οι διηγήσεις μπορεί να αποτελούν τον λόγο και τις πράξεις των θεών. Σε όχι λίγες μάλιστα περιπτώσεις, τα υπέρ λόγον θεϊκά «λόγια», προσεκτικά εξεταζόμενα, αποδεικνύονται μωρίες. Συνοπτικά: τα λόγια του θεού είναι τα λόγια ανθρώπων που δήθεν μιλούν εξ ονόματός του.

3.

Συμβαίνει όμως τα θεϊκά λόγια, όπως τα προσδιορίσαμε παραπάνω, κάποτε να (κατα-)γράφονται, να μεταβάλλονται σε κείμενα. Ιεράκείμενα. Μέχρι αυτά να παγιωθούν σε κανόνα, υπάρχει ευχέρεια παντοίων επεμβάσεων και τροποποιήσεων. Σβησίματα, διορθώσεις, προσθήκες, αλλαγές, ξανα-γραψίματα κ.λπ. Αυτό συνήθως γίνεται για να αντιμετωπιστεί η κριτική των αντιπάλων. Η ίδια η πράξη τής κατά το δοκούν επέμβασης, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οιεπεμβαίνοντες δεν πιστεύουν πραγματικά ότι πρόκειται για τον λόγο του θεού. Αν το πίστευαν, θα σέβονταν τα «θεϊκά λόγια» και θα άφηναν τα κείμενα άθικτα στην πρωτογενή τους μορφή. Συνάγουμε λοιπόν ότι πρόκειται για έργαανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα, που απλώς απευθύνονταν στους ανυποψίαστους της εποχής τους. Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε ότι μερικά απ’ αυτά τα κείμενα έχουν ενίοτε αξία ως fiction, ως λογοτεχνία (λ.χ. το κυριολεκτικά creative writing της βιβλικής Δημιουργίας).
Άπαξ και κάποιο κείμενο θεωρηθεί ιερό και ενταχθεί στον κανόνα, η αλλοίωσή του είναι αδύνατη. Το κείμενο, όπως και οι περιεχόμενες σ’ αυτό «επιστημονικές» ή ηθικές αρχές, θεωρούνται πλέον πράγματα αιώνια, αμετάβλητα και απαραβίαστα. Ακινητοποιούνται. Ο χρόνος και η εξέλιξη σταματάνε στο χρόνο της παγίωσης. Η ανθρωπότητα όμως συνεχίζει να εξελίσσεται, επιστημονικά, ηθικά κ.λπ. Η εξέλιξη αυτή έχει σαν συνέπεια να καθιστά σταδιακά τα παγιωμένα ιερά κείμενα εκτός τόπου και χρόνου. Επομένως δεν μπορούν να συνομιλήσουν αξιοπρεπώς με το εκάστοτε «σήμερα», αφού πλέον σε πλείστα όσα σημεία έχουν καταστεί επιστημονικώς ή ηθικώς απαράδεκτα. Ιδού λοιπόν ένας λόγος γιατί οι λογής επαγγελματίες της πίστης αντιτίθενται σε κάθε πρόοδο, που – πέραν των άλλων – μας απομακρύνει από τα ιερά κείμενα. Υπ’ αυτή την έννοια ο θρησκευτικός λόγος καταντάει μια τεράστια επιστημονική και ηθική τροχοπέδη. Εξ ού και τα υποψιασμένα πνεύματα προτείνουν την αγνόηση των «επιστημονικών αληθειών» των Γραφών, την αποσύνδεση της ηθικής από τη θρησκεία, την καθιέρωση μιας μεταθεϊστικής ηθικής (πβ. σ. 219). Εκτός των άλλων και διότι η εξαχρείωση της θρησκείας εξαχρειώνει και την ηθική (πβ. σ. 331). Εν τούτοις, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πολλοί άνθρωποι, καίτοι θρήσκοι, υπήρξαν εξόχως ηθικοί. Δηλαδή: ούτε οι θεϊστές ούτε οι άθεοι έχουν το μονοπώλιο της ηθικής. Τα κριτήρια της οποίας μόνο εκκοσμικευμένη βάση μπορεί να έχουν· ώστε να ισχύουν για το σύνολο της κοινωνίας.
Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι γενικά πιστεύουν, ιδίως τα παιδιά, ότι ο θεός (τους) είναι όχι απλώς καλός, αλλά η προσωποποίηση του Καλού· έστω κι αν διατάσσει, απαιτεί ή ανέχεται φρικαλεότητες. Το ζήτημα βέβαια παραμένει: πώς ένας πανάγαθος και παντοδύναμος θεός επιτρέπει την ύπαρξη του Κακού, του φυσικού κακού συμπεριλαμβανομένου. Το πρόβλημα του Κακού αποτελεί τον σταυρό του μαρτυρίου των θεολόγων. Κάποιος απ’ αυτούς βρήκε τη λύση: Κακό δεν υπάρχει!

4.

Μια προσπάθεια διάσωσης του διαρκώς υποσκαπτόμενου κύρους των ιερών κειμένων γίνεται διά της ερμηνείας. Έτσι οι θεολόγοι, δηλαδή οι άνθρωποι που επάγγελμα έχουν να δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα, πότε ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τα ιερά κείμενα κατά γράμμα, πότε ότι πρόκειται για αλληγορίες, πότε ότι πρόκειται για «υψηλά νοήματα» που αδυνατεί να συλλάβει ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους, κ.τ.τ. Σε άλλες περιπτώσεις προχωρούν σε ερμηνείες μετωπικά αντίθετες με το γράμμα όσο και με το (όποιο) πνεύμα των κειμένων. Όμως όλες αυτές οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες. Ανόητες περικοπές δεν μπορεί παρά να έχουν ανόητες εξηγήσεις (πβ. σ. 273). Αναγνωρισμένες αυθεντίες των χριστιανικών ιερών κειμένων είναι οι λεγόμενοι Πατέρες της Εκκλησίας, ερμηνευτές που οι πιστοί θεωρούν κολοσσιαίου κύρους. Και όμως: Ο βίος του Ιησού, ως messiah, ελληνικά χριστού (= χρισμένου), έχει μυθολογηθεί με βάση την εβραϊκή Βίβλο. Αλλά κανείς σχεδόν από τους άγιους Πατέρες δεν γνώριζε εβραϊκά, οπότε οι ερμηνευτικές συμβολές ή εξηγήσεις αυτών των αμετακίνητων ογκόλιθων της πίστης ελάχιστο βάρος έχουν. Είναι σαν κάποιος αλλόγλωσσος να προσπαθεί να μας εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε ο Όμηρος στο τάδε σημείο, όταν γνωρίζει το ομηρικό κείμενο από παραφράσεις ή από δεύτερη και τρίτη μετάφραση. Οι άνθρωποι αυτοί οπωσδήποτε φλογίζονταν από πίστη· μερικοί σε βαθμό αυτανάφλεξης. Άλλοι θυσίασαν ακόμη και τη ζωή τους, ή κάποιο ανεκτίμητο μέλος του σώματός τους· για παράδειγμα ο Ωριγένης. Εν τούτοις η πίστη σε οτιδήποτε δεν υποκαθιστά τη γνώση. Ούτε η θυσία κάποιου για τις ιδέες του καθιστά τις ιδέες ορθές. Ούτε καν ορθόδοξες.
Ποια είναι λοιπόν τα κριτήρια του θρησκευτικώς ορθού; Υπάρχει μια νηπιακά απλή αρχή: ορθό είναι ό,τι Εμείς πιστεύουμε. Ό,τι πιστεύουν οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, είναι λάθος, πλάνη, αίρεση. Λόγου χάριν οι καθολικοί είναι βέβαιοι ότι οι προτεστάντες θα πάνε σίγουρα στο διάβολο και στην κόλαση. Το ίδιο πιστεύουν και οι προτεστάντες για τους καθολικούς. Το ίδιο και οι ορθόδοξοι για αμφότερους τους προαναφερθέντες. Μέχρι που ο άθεος τους στέλνει όλους μαζί εκεί που αυτοί νομίζουν ότι θα πάνε οι άλλοι. Που αποτελούν την κόλασή τους.

5.

Μιλήσαμε παραπάνω για (τον) λόγο του θεού. Όμως υπάρχει θεός (ώστε να έχει και λόγο); Το ερώτημα τίθεται παραπλανητικά. Πρόκειται για leadingquestion όπως λένε στη δικανική πρακτική. Για μια ερώτηση που εμπεριέχει και την απάντηση. Προϋποθέτει έναν και αρσενικό θεό, τον δικό «μας». Ο άνθρωπος όμως διαμέσου των αιώνων έχει δημιουργήσει και παραδεχτεί χιλιάδες θεούς, κάθε φύλου και γούστου. Στις προϊστορικές εποχές μάλιστα έχουν έντονη παρουσία οι θηλυκές θεότητες (λ.χ. η μεσογειακή Μεγάλη Θεά). Όλοι αυτοί οι θεοί ήταν παντοδύναμοι, παντογνώστες και αθάνατοι. Εν τούτοις είναι όλοι νεκροί. (Πβ. σ. 195). Ο δυτικός χριστιανισμός, που οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι προσπάθησε να κρατήσει κάποιες επαφές με τον ορθό λόγο, επιχείρησε να αποδείξει με λογικά επιχειρήματα την ύπαρξη του (δικού του, εννοείται) θεού. Για να ακριβολογούμε, τηνυπόθεση περί ύπαρξης του θεού.[2] Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι ο χριστιανικός ένας και …μονός θεός, είναι ο θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιησού. Δηλαδή ο Γιαχβέ, ο εθνικός θεός των Εβραίων. Ένας θεός που όχι μόνο δεν πολυγνοιαζόταν για τα άλλα έθνη, αλλά η Βίβλος τον εμφανίζει να διατάσσει ή και να συμπαρίσταται στον εξολοθρεμό τους.
Εξ άλλου κάθε λαός δημιούργησε τους θεούς που εκείνος μπορούσε να συλλάβει. Τα επιχειρήματα που προσκομίσθηκαν για την ύπαρξη «του» θεού –επιχειρήματα προερχόμενα από πιστούς και μόνο[3]– δεν υπήρξαν ικανά να πείσουν κανένα, παρά μόνο τους ήδη πιστούς. Η ανατολική εκδοχή του χριστιανισμού, μάλλον κράτησε αποστάσεις από τον ορθό λόγο, νόσημα που συχνά ταυτίζει με τη Δύση. Έτσι δεν μπήκε στις αντίστοιχες αποδεικτικές περιπέτειες. Τα δόγματά του είναι πιο free, πιο χύμα. Εδώ ο καθένας μπορεί να λέει κυριολεκτικά ό,τι θέλει αρκεί: α) να μεγαλύνει τον θεό, των ορθοδόξων εννοείται, και β) να παραθέτει αφειδώς αμετάφραστα citata από ελληνόφωνους Πατέρες· κατά προτίμηση από τα πιο ακατανόητα. Ως γνωστό Μητέρες της Εκκλησίας δεν υπάρχουν. Η θρησκεία είναι for men only.

6.

Παραδόξως ο μονοθεϊσμός θεωρείται πρόοδος στις θρησκευτικές ιδέες, έναντι του πολυθεϊσμού. Που συκοφαντείται ως ειδωλολατρία και αχαλίνωτη ανηθικότητα. Ο Ντιντερό όμως έχει παρατηρήσει ότι η ηθική διαφθείρεται οπουδήποτε αποδέχονται έναν Θεό.[4] Εν τούτοις έχω την άποψη ότι ο χριστιανισμός, ιδίως στην ορθόδοξη και δη την ελληνορθόδοξη εκδοχή του, τόσο στο δόγμα όσο και στη λατρεία, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί μονοθεϊστική θρησκεία. Εδώ οι ορθόδοξοι ας μην εξεγερθούν. Αφού έτσι δέχομαι έμμεσα ότι διαφθείρει λιγότερο την ηθική. Στον αυστηρά ένα και μοναδικό θεό του Ιησού, τον Γιαχβέ, η ελληνορθοδοξία έχει προσθέσει: τον ίδιο τον Ιησού, το άγιο Πνεύμα, την πολύτεκνη, πλην αειπάρθενο, μάνα του Ιησού, τους δώδεκα αποστόλους (ένας για κάθε φυλή του Ισραήλ), κάμποσους ισαποστόλους, τους αγγέλους, αγίους, οσίους, μάρτυρες κ.λπ., κ.λπ. Ένα ατέλειωτο πάνθεο. Οι «ειδωλολάτρες» Έλληνες είχανμόνο δώδεκα.
Ούτε μη-ειδωλολατρική-θρησκεία μπορεί να θεωρηθεί ο ανατολικός χριστιανισμός. Διότι πέρα από τη θεοφαγία, οι πιστοί –παρά την κατηγορηματική απαγόρευση των Γραφών– εθίζονται να προσκυνούν ζωγραφισμένα ξύλα, λογής ιερά αντικείμενα, κόκαλα ανθρώπων αγνώστου φύλου, θρησκείας και προέλευσης κ.λπ. Κυρίως δε εθίζονται να προσκυνούν τους χρυσοποίκιλτους τιτλούχους και λοιπούς βαθμοφόρους της θρησκείας, μια μη εξουσιοδοτημένη αντιπροσωπεία του θεού. Συχνά βέβαια προκύπτει έντονος προβληματισμός στους πιστούς, πώς ο θεός επιτρέπει να αντιπροσωπεύεται από ορισμένους εξ αυτών.

7.

Μιλήσαμε στην αρχή αυτού εδώ του α-θεόπνευστου κειμένου, για αλήθειες, απλές αλήθειες. Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι: αλήθεια ή θρησκεία; Στο ερώτημα ο ορθόδοξος χριστιανός απαντάει με το γνωστό του Ντοστογιέφσκι: «Αν ήταν να διαλέξω ανάμεσα στον Χριστό και την αλήθεια, θα διάλεγα τον Χριστό». Το ρητό αυτό επικαλούνται συχνά οι ιεροκήρυκες χωρίς ούτε οι ίδιοι, ούτε το ποίμνιό τους, να έχουν συνείδηση της ιταμότητας της δήλωσης.[5] Είναι βέβαια γνωστό ότι στα Ευαγγέλια ο Ιησούς φέρεται να ταυτίζει τον εαυτό του με την αλήθεια: «εγώ είμαι η αλήθεια». Ανάμεσα σε πλείστα άλλα «ἐγὼ εἰμί…», αυτοπροσδιοριστικές δηλώσεις, που οι ψυχολόγοι θα θεωρούσαν εγωτικές. Όταν ο γιος της Μαριάμ ρωτήθηκε από τον Πιλάτο Τί ἐστιν ἡ ἀλήθεια; σιωπά. Εν τούτοις, σε κάποιο απόκρυφο ευαγγέλιο σκαρώνεται μια δήθεν απάντηση του Ιησού. Γεγονός που μας οδηγεί στην άποψη ότι το όλον πράγμα αποτελεί fiction. Η Αλήθεια όμως είναι ένα πολύ σπουδαίο πράγμα, απείρως σπουδαιότερο από τησωτηρία της ψυχής (σωτηρία από τι;). Διότι ακόμη και οι πιο φανατικοί πιστοί θα συμφωνήσουν ότι, διάολε, δεν μπορεί να ζούμε με ψέματα. Πολύ απλά, η αλήθεια ταυτίζεται με την πραγματικότητα. Και η αλήθεια είναι ότι η πραγματικότητα των θεϊκών πραγμάτων υπήρξε και παραμένει ζοφερή. Αρκεί να σκεφτούμε την, κυρίως μέσω Ισλάμ, απειλητική «επιστροφή του Θεού» στις μέρες μας. A propos: Ο Ιησούς διαβεβαίωσε κάποτε τους ακροατές του με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι θα επιστρέψει κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, ενόσω ορισμένοι απ’ αυτούς θα βρίσκονται ακόμη στη ζωή. Πέρασαν είκοσι αιώνες και οι άνθρωποι ακόμη περιμένουν. Το ίδιο αναληθής αποδείχθηκε η προειδοποίηση του Γιαχβέ προς τους πρωτόπλαστους (δευτερόπλαστοι υπάρχουν;) ότι αμέσως μόλις φάνε τον διαβόητο «καρπό» θα πεθάνουν. Τον έφαγαν, αλλά δεν πέθαναν.
Αν το καλοεξετάσει κανείς, εκείνοι που αποδίδουν τέτοιες δηλώσεις στους θεούς τους, στην ουσία τους εκθέτουν. Διότι αν δεν τους εμφανίζουν να πλανώνται, τους εμφανίζουν να λένε ψευτιές. Μήπως ασεβούμε; Πάντως όχι εναντίον των θεών. Ο Δημόκριτος έχει επισημάνει ότι «ἀσεβὴς δὲ οὐχ ὁ τοὺς τῶν πολλῶν θεοὺς ἀναιρῶν, ἀλλ’ ὁ τὰς τῶν πολλῶν δόξας θεοῖς προσάπτων» (Διογ. Λαέρτ. 10, 123). Που θα πει: ασεβής δεν είναι αυτός που ελέγχει και απορρίπτει τους θεούς του πλήθους, αλλά εκείνος που αποδίδει τις γνώμες των πολλών στους θεούς.

8.

Όπως και να ’χει, μας λένε, η Ορθοδοξία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του έθνους των Ελλήνων. Συμφωνώ ότι μέσα σε μια διαδικασία που κράτησε μέχρι τον 9ο αιώνα, ο χριστιανισμός επιβλήθηκε σταέθνη του ελλαδικού χώρου, όπως και στους άλλους υπόδουλους λαούς της ρωμαιο-βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στον μεσαιωνικό κόσμο ίσχυε η αρχή «cujus regio, ejus et religio». Δηλαδή όποια θρησκεία πρεσβεύει ο κυρίαρχος μιας περιοχής, αυτή δικαιούται να επιβάλει και στο λαό του. Μ’ αυτή τη λογική, όπως λέει κάπου έξυπνα ο Λα Μπρυγιέρ (1645-1696) “un dévot est celui qui sous un roi athée serait athée” (ευλαβής είναι εκείνος που υπό έναν άθεο βασιλιά θα γίνει άθεος).
Στο θεοκρατικό και θεο-σκότεινο Βυζάντιο, τα δόγματα της θρησκείας αποτελούσαν θεμελιώδεις νόμους του κράτους. Κάτι σαν σύνταγμα. Που σημαίνει πως όποιος δεν τα ακολουθούσε ήταν όχι απλώς κακόδοξος, αλλά εγκληματίας. Και αντιμετωπιζόταν σαν τέτοιος. Αν όμως η θρησκεία αποτελεί χαρακτηριστικό ενός έθνους, τούτο σημαίνει ότι με το βίαιο ξερίζωμα της εθνικής θρησκείας των Ελλήνων, αλλοιώθηκε και ο εθνικός τους χαρακτήρας. Όπως άλλωστε άλλαξε και το όνομά τους, που στο στόμα των χριστιανών κατάντησε ύβρις. Έτσι οι Έλληνες γίνανε Ρωμιοί. Η δε λ. Ρωμιός σημαίνει τον (με παντοίους τρόπους) εκχριστιανισμένο υπόδουλο της ρωμαιο-βυζαντινής αυτοκρατορίας, κάτοικο της χώρας που κάποτε κατοικούσαν οι Έλληνες. Ποιους παντοίους τρόπους; Πέραν των λοιπών πηγών, η θρησκευτική ρωμαιο-βυζαντινή νομοθεσία μαρτυρεί αδιάψευστα και αυθεντικά για τις μεθόδους εκχριστιανισμού των πολιτών και των υπόδουλων της πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σε απλά ελληνικά, οι υπόδουλοι λαοί της Ρώμης είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στο σωτηριώδεςχριστιανικό βάπτισμα και τον θάνατο. Οι Έλληνες, που κάποτε «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου», υπέκυψαν στο βάπτισμα. Και ό,τι αυτό συνεπαγόταν.
Με το σύστημα του καισαροπαπισμού, η Εκκλησία βαθμιαία κατέστη ανάπηρη και ανίκανη να επιτελέσει το όποιο έργο της. Στο κράτος, μηχανισμό άσκησης του μονοπωλίου της νόμιμης βίας, εναποτέθηκε πλέον η άσκηση και της θρησκευτικής βίας. Με συνέπεια, ιδίως στην καθ’ ημάς Ανατολή, να μη γνωρίζει κανείς πού σταματάει το κράτος και πού αρχίζει η θρησκεία. Πού σταματάει η Αθήνα και πού αρχίζει η Τεχεράνη. Εξ ού και οι ενστικτώδεις οιμωγές των επαγγελματιών της πίστης, όποτε τίθεται ζήτημα χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να λειτουργήσουν μόνοι.
 

9.

Εν τούτοις οι θεοί πέθαναν, έτσι δεν είναι; Όχι βέβαια! Εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο λατρεύουν σήμερα χιλιάδες θεούς, εξίσου ζωντανούς (μέσα στη φαντασία τους) όσο και οι Ένας-θεοί των μονοθεϊστικών θρησκειών. Έστω. Για τον χριστιανικό όμως κόσμο, οι θεοί έχουν πεθάνει. Πλέον πιστεύουμε (;) στον Ένα και Αληθινό Θεό. Ξέρουμε κανένα λαό που να ισχυρίζεται ότι πιστεύει σε ψεύτικο θεό; Στον μονοθεϊσμό εκκολάπτεται ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία, ο θρησκευτικός φασισμός. Εκεί ακόμη και οι ομόθρησκοι καταντούν πρόθυμοι να αλληλοσφαχτούν για ένα –que.[6] Πρόκειται για τον ιμπεριαλισμό στον χώρο της θρησκείας. Η πλατιά διάδοση (επιβολή) του χριστιανισμού στον κόσμο αποτελεί ακριβώς ένα από τα αποτελέσματα της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, αρχαίου και νεώτερου. Οφείλω όμως να συμφωνήσω ότι όντως, για τους χριστιανούς, οι θεοί πέθαναν. Πώς όμως; Και πού βρίσκονται τα νεκροταφεία τους; Ο Νίτσε, γιος λουθηρανού πάστορα, έχει πει πως οι θεοί πέθαναν από τα γέλια όταν ένας ανάμεσά τους βγήκε και υποστήριξε ότι είναι ο μοναδικός. Όσο για τα νεκροταφεία των θεών, ας μελετήσει ο αναγνώστης τη συμβολή του H.L. Mencken «Μνημόσυνο» (σ. 191 επ.) στον τόμο που ο πολλά μοχθήσας Άρης Μπερλής μας έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάζουμε.
Νομίζω ότι οι χριστιανοί θεολόγοι διαπράττουν ένα ακόμη λάθος σε βάρος του θεού (τους). Λένε και προπαγανδίζουν, ιδίως οι εξ αυτών με «φιλοσοφικές» τάσεις, ότι με τηνενανθρώπιση ο θεός «κατέβηκε» στη Γη και εισήλθε αυτοπροσώπως στην Ιστορία.Δηλαδή εν τόπω και χρόνω. Αλλά αν ούτε ο ίδιος ο θεός μπόρεσε να διορθώσει τον κόσμο (κατά την άποψη των χριστιανών ο διάβολος είναι ο κύριος του αιώνος τούτου), αν –αντίθετα– ο κόσμος από πολλές απόψεις έγινε χειρότερος, τότε ποιος θα τον διορθώσει; Όπως είπε ο Ιησούς, κάθε δέντρο, από τους καρπούς του θα κριθεί. Και τους καρπούς του χριστιανισμού τους είδαμε. Γιατί λοιπόν να παίξουν το «χαρτί» του θεού τόσο αφρόνως; Γιατί οι άνθρωποι να οδηγούνται στην απελπισία; Όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού. Διότι ο ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος, ο άνθρωπος που δεν επιτρέπει σε τρίτους να του υποδεικνύουν πώς και τι θα σκέπτεται, ξέρει ότι μόνο στον συν-Άνθρωπο μπορεί να πιστεύει, Αυτόν να λατρεύει, Αυτόν να υπηρετεί. Ίσως η αποτυχία (της υπόθεσης) του θεού, να φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά.

10.

Υπήρξαν λοιπόν πολλοί άνθρωποι, που σε όλες τις εποχές εξεγέρθηκαν και αμφισβήτησαν τα θρησκευτικά (και όχι μόνο) δόγματα, τις χειροπέδες που χαλκεύει ο νους για τον εαυτό του (πβ. σ. 197). Αυτοί οι άνθρωποι, που διέγραψαν την πορεία από το Μύθο στο Λόγο, που θέλησαν να φωτίσουν τα σκοτάδια, που εναντιώθηκαν στηνευσεβή απάτη, ονομάστηκαν αμφισβητίες, άπιστοι, άθεοι, αιρετικοί·δηλαδή με ιδιαίτερα τιμητικούς χαρακτηρισμούς.
Οι ελευθερόφρονες, στηριζόμενοι όχι σε οράματα, υπνοφαντασιές ή επιληπτικές καταστάσεις, αλλά έχοντας εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο νου και μόνο, διαπίστωσαν ότι: α) δεν είναι δυνατόν οι θεοί να είναι τόσο παράλογοι ή/και τόσο κακοί όσο τους εμφανίζουν τα ιερά κείμενα και οι «λειτουργοί» τους και β) οι άνθρωποι δημιουργούν τους θεούς τους μέσα στο μυαλό τους. Εκεί γεννιούνται και εκεί πεθαίνουν οι θεοί. Συνεπώς ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από τους θεούς, ούτε ο χοϊκός άνθρωπος από τα χέρια κάποιου θεού αγγειοπλάστη. Ο κόσμος, συμπεραίνει η επιστήμη, δεν δημιουργήθηκε μέσα σε έξι ημέρες υπερτέλειος, όπως επιμένει να βεβαιώνει η μυθολογία της θρησκείας, αλλά βρίσκεται διαρκώς εν τω γίγνεσθαι. Υπ’ αυτή την έννοια εξακολουθεί να «δημιουργείται».
Ο Δαρβίνος –που κάποια στιγμή αισθάνθηκε ότι τα ευρήματά του φονεύουν τον θεό– εξαγρίωσε τους θρήσκους, όχι τόσο για την επιστημονική του ανακάλυψη, όσο για τις συνέπειές της. Η απόδειξη της εξελικτικής πορείας του κόσμου και των ειδών, ιδίως δε του ανθρώπου, μεταβάλλει σε μύθο την πλάση του ανθρώπου από τα χέρια του θεού και την διήγηση της Πτώσης.
Μέχρις εδώ μικρό το κακό. Θίγεται η Παλαιά και όχι η «Καινή» Διαθήκη. Αν όμως δεν υπήρξε Πτώση των πρωτοπλάστων, αν κανένα «μήλο» δεν φαγώθηκε, τότε δεν υπήρχε ούτε ανάγκη κάποιου Λυτρωτή (ποιος ζήταγε λύτρα;) που θα «κατέβαινε» στη Γη για να ελευθερώσει τους ανθρώπους από το «προπατορικό αμάρτημα». Που αρρωστημένοι νόες φόρτωσαν μισάνθρωπα σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο είδος. Για τη σημασία του Δαρβίνου βλ. το χαρίεν κείμενο του Μάικλ Σέρμερ, σσ. 341-3.
Υπήρξαν λοιπόν σε όλες τις εποχές κάποιοι σπουδαίοι άνθρωποι, όχι μεγάλοι αμφισβητίες, αλλά αμφισβητίες μεγάλων ψευδών. Άνθρωποι που δεν διέθεταν την απαραίτητη τυφλότητα ώστε να πιστεύουν ξεπερασμένους μύθους. Που είδαν ότι η άγνοια και η δεισιδαιμονία είναι οι βασικοί πυλώνες των θρησκειών. Αυτοί είναι οι απελευθερωτές της ανθρωπότητας από τους χιλιάδες θεούς. Και κυρίως από τους αυτόκλητους «αντιπροσώπους» τους.

11.

Ένας τέτοιος απελευθερωτής υπήρξε και ο αγγλοαμερικανός διανοητής Κρίστοφερ Χίτσενς (1949-2011). Με σπουδές φιλοσοφίας, πολιτικών και οικονομικών επιστημών, δημοσίευσε πολλά βιβλία και πάμπολλα άρθρα, συμμετείχε σε πλήθος τηλεοπτικές εκπομπές, ομιλίες και διαλέξεις. Ο Χίτσενς, που τον Ιούνιο 2010 στην ακμή της απόδοσής του, διαγνώσθηκε με καρκίνο του οισοφάγου, δεν μείωσε ποτέ την οξύτητα της αντιδογματικής κριτικής του σε κάθε παραλογισμό.[7] Ήταν θαρραλέος, ευφυής, πνευματώδης, αστραπιαία ετοιμόλογος, αντισυμβατικός αριστερός, αρνητής φαντασμάτων και ελεγκτής πολλών αγκυλώσεων. Γενικά το πέρασμά του από τούτο τον κόσμο, τον μοναδικό υπαρκτό, υπήρξε ενοχλητικό για πολλούς. Συνεπώς ουχί απαρατήρητο. Ο «αντι-θεϊστής» Χίτσενς είναι αρκετά γνωστός στην Ελλάδα, όπου έχουν κυκλοφορήσει όλα σχεδόν τα βιβλία του. Ούτε η Ελλάδα, όπου άφησε την τελευταία της πνοή η μητέρα του το 1973, απουσιάζει από τα έργα του (Χούντα, Κυπριακό, Ελγίνεια). Στο πρώτο γάμο του παντρεύτηκε Ελληνοκύπρια, λόγο για τον οποίο «ασπάστηκε» το ελληνορθόδοξο δόγμα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος:
«Μια των ημερών, έχοντας στην διάρκεια της ζωής μου υπάρξει αγγλικανός που σπούδασα σ’ ένα σχολείο μεθοδιστών, που έγινα ελληνορθόδοξος για να μπορέσω να παντρευτώ, αναγνωρίστηκα από τους οπαδούς του ως προσωποποίηση του Σάι Μπάμπα [Ινδός μυστικιστής γκουρού], και που με ξαναπάντρεψε ένας ραβίνος, θα είμαι σε θέση να ελέγξω και να εκσυγχρονίσω το Παραλλαγές της θρησκευτικής εμπειρίας του Γουίλιαμ Tζέιμς».[8]
Πολύ σχετικό με τον άρτι μεταφρασθέντα «Άθεο» είναι και το Ο Θεός δεν είναι μεγάλος: Πώς η θρησκεία δηλητηριάζει τα πάντα (Scripta 2008, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, επιμ. Άρης Μπερλής).

12.

Το The Portable Atheist, όπως είναι ο τίτλος του πρωτοτύπου, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2007. Σημαίνει κάτι σαν φορητό, βιβλίο τσέπης. Εν τούτοις πρόκειται για έναν επιβλητικό τόμο υπερεξακοσίων σελίδων. Το atheist μπορεί να σημαίνει άθεος, αλλά και αθεϊστής. Αθεϊστής δε είναι ο ενεργά άθεος. Αμφότερα προϋποθέτουν το άπιστος. Λέει περιεκτικά ο Καρλ βαν Ντόρεν: «Όταν λέω ότι είμαι άπιστος, δεν εννοώ απλώς ότι δεν είμαι μορμόνος ή μεθοδιστής, ούτε καν ότι δεν είμαι χριστιανός ή βουδιστής. Αυτά για μένα είναι ασήμαντες διαιρέσεις και υποδιαιρέσεις της πίστης. Εννοώ ότι δεν πιστεύω σε κανέναν επινοημένο θεό, σε κανένα εξ αποκαλύψεως δόγμα, σε κανένα σχήμα αθανασίας» (σ. 186).
Όπως και να ’χει, η επιλογή του ελληνικού τίτλου ως Η Βίβλος του άθεου, ίσως είναι εμπορικά πετυχημένη. Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ο άθεος αντιμετωπίζει αυτή τη «Βίβλο» όπως ο πιστός τη δική του: με φόβο και τρόμο. Πρόκειται για 53 επιλεγμένα αγνωστικιστικά, αθεϊστικά και αντιθρησκευτικά κείμενα, τα περισσότερα τμήματα μεγαλύτερων έργων, που ξεκινούν από τον Λουκρήτιο και φθάνουν μέχρι τις μέρες μας. Από τις σελίδες του παρελαύνουν διανοητές όπως: Λουκρήτιος, Χομπς, Σπινόζα, Ντ. Χιουμ, Σέλλεϋ, Μιλ, Μαρξ, Δαρβίνος, Ανατόλ Φρανς, Μαρκ Τουαίν, Τζ. Κόνραντ,[9] Έμα Γκόλντμαν, Χ.Φ. Λάβρκραφτ, Κ. βαν Ντόρεν, Μένκεν, Φρόυντ, Αϊνστάιν, Τζ. Όργουελ, Μπ. Ράσελ, Φ. Λάρκιν, Καρλ Σαγκάν, Τζ. Άπντάικ, Άγιερ, Ντώκινς, Ίαν Μακιούαν, Σ. Ράσντι, Σαμ Χάρις, και άλλοι.
Σημαντικό είναι το 41ο μέρος του βιβλίου, όπου ο Ibn Warraq σ’ ένα συναρπαστικό και εκτενές δοκίμιο με τίτλο «Γιατί δεν είμαι μουσουλμάνος» (σ. 487-568) εξετάζει τον ισχυρισμό ότι το Κοράνι είναι ο τελεσίδικος και αναλλοίωτος λόγος του θεού (τι πρωτοτυπία, θεέ τους!). Ο τόμος κλείνει, φυσιολογικά, με «Το τέλος της πίστης», απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο του Σαμ Χάρις, και την «Άπιστη» της Σομαλής Αγιάν Χιρσί Αλί.
Έστω κι αν ο Χίτσενς φαίνεται να έχει κατά νου τον αγγλοσάξονα αναγνώστη, έστω κι αν παραχωρεί ικανό χώρο σε λογοτέχνες, έστω κι αν απουσιάζουν αρκετοί κεντροευρωπαίοι διώκτες των θρησκευτικών νεφών, με κορυφαία παράλειψη τον Νίτσε,ληξίαρχο του θανάτου του θεού, είναι φανερό ότι ο συγγραφέας μας στηρίζεται «σε ώμους γιγάντων». «Πολλοί άνθρωποι, πολύ πριν από τον Δαρβίνο και τον Αϊνστάιν, ή ακόμη και τον Γαλιλαίο, αμφέβαλλαν για τους ισχυρισμούς των ραβίνων, των παπάδων και των ιμάμηδων» (σ. 23). Η ρητή αποκήρυξή τους απαιτούσε όμως μεγάλο θάρρος. Θάρρος που πολλοί δεν διέθεταν. Ο Χίτσενς χωρίζει τα επιχειρήματα υπέρ του αθεϊσμού σε δύο κύριες κατηγορίες: α) σ’ εκείνα που αμφισβητούν την ύπαρξη του θεού και β) σ’ εκείνα που δείχνουν τις κακές, ενίοτε ολέθριες, συνέπειες της θρησκείας (σ. 25).
Δύσκολα θα λέγαμε ότι τα κείμενα αυτά αποτελούν το σύνολο του «κανόνα» του αθεϊσμού, του αγνωστικισμού ή του πανθεϊσμού. Ένας τέτοιος κανόνας θα απαιτούσε όχι ένα portable βιβλίο, αλλά μια βιβλιοθήκη ίση σε όγκο με τους εκατοντάδες τόμους τηςPatrologia Graeca και της Patrologia Latina του Migne μαζί. Διότι, όπως αναφέρει κάπου ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ «όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι αθεϊστές». Πολλοί δε εξ αυτών (το) γράφουν. Άλλωστε ακόμη και οι πιο φανατικοί πιστοί, είναι άθεοι σε ό,τι αφορά τους θεούς των άλλων (πβ. σ. 21, στην Εισαγωγή). Γράφει ο Χίτσενς: «Ανοίξτε την εφημερίδα ή την τηλεόραση και δείτε τι κάνουν τα κόμματα του θεού στο Ιράκ, προσπαθώντας να υποβιβάσουν μια κάποτε εξελιγμένη κοινωνία στο επίπεδο του Αφγανιστάν ή της Σομαλίας» (σ. 28).
Βέβαια στην Ευρώπη δεν διαπράττουμε πλέον τέτοια εγκλήματα. Οφείλεται αυτό στο ότι η θρησκεία που μας επιβλήθηκε είναι καλύτερη, ανώτερη, πιο πολιτισμένη; Τουναντίον. Οφείλεται στο γεγονός ότι η Ευρώπη και ο δυτικός κόσμος γενικά, με πολύ αίμα και θυσίες κατάφερε –στο βαθμό που κατάφερε– να διώξει τα σκοτάδια της δεισιδαιμονίας που για αιώνες σκέπαζαν τον ουρανό της. Να αποτινάξει την κυριαρχία των επαγγελματιών της πίστης που «τρέμουν την πρόοδο της επιστήμης, όπως οι μάγισσες τρέμουν τον ερχομό της αυγής» (Τόμας Τζέφερσον, σ. 365). Οι οποίοι, στις αρχές τουσωτηρίου 21ου αιώνος, ξεδιάντροπα κηρύσσουν ότι είναι προτιμότερο οι άνθρωποι να θερίζονται από το AIDS παρά να χρησιμοποιούν προφυλακτικά.
Ενώ τελείωνε αυτό το άρθρο, ένας χριστιανός ρεπουμπλικανός υποψήφιος για τη γερουσία στις ΗΠΑ δήλωσε ότι «ακόμη κι όταν η ζωή ξεκινάει με αυτή τη φρικτή εμπειρία του βιασμού, αυτό είναι κάτι που ο Θεός θέλησε να συμβεί»!!! (Η Καθημερινή24.10.2012). Όχι με δαύτους, Κύριε. Ούτε μ’ αυτό τον τρόπο. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

13.

Οι συντελεστές του βιβλίου σεβάστηκαν και τον συγγραφέα και το έργο. Ο Άρης Μπερλής, δόκιμος μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας και homme des lettres, όχι μόνο απέδωσε ισόκυρα το πρωτότυπο, αλλά έχει προσθέσει και άφθονες σημαντικές σημειώσεις του, που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση των κειμένων. Μου έδωσε την αίσθηση ότι μεταφράζοντας και επιμελούμενος τον προκείμενο τόμο, εκπληρώνει κάποιο εσώτερο χρέος. Θα ήταν συνεπώς ανούσιος σχολαστικισμός να αναφερθώ στα ελάχιστα μικροσφάλματα που εντόπισα. Σεβασμό στον αναγνώστη φανερώνει και η ύπαρξη Ευρετηρίου προσώπων και πραγμάτων στο τέλος του τόμου, κάτι σπάνιο στην ημεδαπή βιβλιοπαραγωγή. Το εξώφυλλο του συνολικά καλαίσθητου βιβλίου, ένα εγκεφαλικόμαυροκίτρινο εύρημα. Στα χρώματα του σκοταδιού και του μίσους· που οι συγγραφείς του τόμου πάσχισαν να εξαλείψουν. Ή της ένδοξης υμών Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αν θέλετε.

[1] Για να ακριβολογούμε, θεόπνευστος λόγος δεν σημαίνει θεϊκός.
[2] Στο κείμενό του που φιλοξενείται στον τόμο, ο Victor Stenger (σσ. 397- 415) εξηγεί γιατί η περί θεού υπόθεση είναι μια εντελώς απορριπτέα υπόθεση.
[3] Ο αγνωστικιστής, ο άθεος, ο αθεϊστής δεν έχουν λόγο να επινοήσουν επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του θεού των άλλων.
[4] J. Reinach, Diderot, Παρίσι 1894, σ. 170. Για τις ηθικές συνέπειες του αθεϊσμού, βλ. το εδώ κρινόμενο βιβλίο σ. 330 επ..
[5] Βλ. καλοπληρωμένη απάντηση της Ελίζαμπεθ  Άντερσον (σσ. 423-441) στην εξίσου αβδηριτική ρήση του Ντοστογιέφσκι, πως αν ο θεός δεν υπάρχει, όλα επιτρέπονται.
[6] Πβ. Γ. Παμπούκης, Στην τροχιά του Ενός Θεού, ΕΛΙΑ, Αθήνα 1999, σ. 261: «οι χριστιανοί, μόλις ησύχασαν από τους διωγμούς, άρχισαν να κατασπαράζονται μεταξύ τους με τις διάφορες αιρέσεις».
[7] Η περίπτωσή του θυμίζει κάπως εκείνη του Ζίγκμουντ Φρόυντ. Ο οποίος, σε τροχιά θανάτου από τον δικό του καρκίνο, έγραψε το επαναστατικό Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (1939).
[8] W. Mann (επιμ.), The Quotable Hitchens,Da Capo Press 2011, σ. 131.
[9] Για την εκ μέρους του Τζόζεφ Κόνραντ χρήση της Βίβλου διαβάζουμε το εξής χαριτωμένο: «Κάποτε, είπε η Κόρα, μου είπε [ο Κόνραντ] ότι είχε μάθει αγγλικά διαβάζοντας τη Βίβλο. Να ’σαι σίγουρος ότι δεν ήταν πιστός, αλλά το ίδιο σίγουρα δεχόταν πάντα ένα αντίτυπο της Αγίας Γραφής. Το μοίραζαν οι διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις για την πνευματική υγεία των Άγγλων ναυτικών στο πλοίο. Του Κόνραντ του άρεσαν τα λεπτά, γιαπωνέζικα φύλλα χαρτί επειδή ήταν τέλεια για να στρίβει τα τσιγάρα του, αλλά πάντα διάβαζε τη σελίδα προτού την καπνίσει». Ed. White, HoteldeDream, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Πατάκη, Αθήνα 2010, σ. 94-95.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου