Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Δεισιδαιμονία

Η καταδίκη της δεισιδαιμονίας από τους Έλληνες φιλοσόφους.

Σύμφωνα προς τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους τα εξής τρία κοινωνικά φαινόμενα, δηλαδή:
α΄) η ειδωλολατρία,
β΄) η φυσεοφοβία (Παγανισμός), και
γ΄) η μαγεία,
αποτελούσαν μέρη της πνευματικής μάστιγας που ονομαζόταν γενικά δεισιδαιμονία.
Η δεισιδαιμονία ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στους απαίδευτους ανθρώπους, ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.
Οι ιερείς της αρχαιότητας θεωρούσαν, ότι το Θείον μπορούμε να τον πλησιάσουμε μόνο μέσα από την έρευνα και την φιλοσοφία. Η αναζήτηση της αλήθειας γύρω από το πρόσωπο και τη φύση του Θεού ήταν ότι σημαντικότερο για τον αρχαίο Έλληνα σε αντιδιαστολή φυσικά με το χριστιανικό «πίστευε και μη ερεύνα»: «Για τούτο η αναζήτηση της αλήθειας, και μάλιστα αυτή που αναφέρεται στους θεούς, είναι έντονη ορμή προς τη θεότητα. Η σχετική μάθηση και η έρευνα είναι όμοια κατά κάποιο τρόπο με ανάληψη ιερών καθηκόντων και έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς…» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 351Ε)…
Ο Πλούταρχος, λοιπόν, υποστήριζε ότι η μελέτη και η έρευνα γύρω από την θεία φύση είναι σημαντικότερη ακόμα και από την ανάληψη ιερατικών καθηκόντων.
Ο άνθρωπος, που ενώ δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι θρήσκος τότε θα καταλήξει στην δεισιδαιμονία:…
«Η αμάθεια και η άγνοια σχετικά με τους θεούς χωρίζεται ευθύς εξ αρχής σε δύο ρεύματα, από τα οποία το ένα δημιουργεί στους σκληρούς χαρακτήρες, σαν πάνω σε τραχύ έδαφος, την αθεΐα, και στους μαλακούς (λεπτούς) χαρακτήρες, σαν σε υγρά εδάφη, τη δεισιδαιμονία. Οποιαδήποτε ψευδής αντίληψη, ιδίως αν αφορά τα ζητήματα αυτά, είναι πολύ κακό πράγμα αν μάλιστα δημιουργείται και πάθος, είναι πράγμα κάκιστο. Κάθε πάθος άλλωστε μοιάζει με νοσηρή απάτη. Όπως λοιπόν οι εξαρθρώσεις που συνοδεύονται από τραυματισμό είναι άσχημες, έτσι και οι ψυχικές διαστροφές που συνοδεύονται από πάθος είναι ακόμα πιο άσχημες» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 164Ε)
Εξίσου αρνητική με την δεισιδαιμονία, είναι η αθεΐα. Τόσο οι δεισιδαίμονες όσο και οι άθεοι προσβάλλουν τους θεούς με την συμπεριφορά τους διότι αμφότεροι έχουν εξαπατηθεί και εγκλωβιστεί στην πόλωση τους, υπερβαίνοντας την αρχή του «μέτρου άριστου» έτσι διαταράσσουν την ισορροπία που διδάσκει η ιδεολογία του Ελληνισμού ισορροπία μεταξύ ύλης και πνεύματος.:
«… η αθεΐα, αφ’ ενός, καθώς είναι λανθασμένη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει τίποτα μακάριο και άφθαρτο, φαίνεται να οδηγεί, με την έλλειψη πίστης στη θεότητα, σε κάποιου είδους έλλειψη αντίληψης, και καταλήγει με το να μην πιστεύει στους θεούς στο να μην τους φοβάται. Από την άλλη μεριά, η δεισιδαιμονία, όπως φανερώνει και το όνομα της, είναι αντίληψη που συνοδεύεται από πάθος, και κρίση που δημιουργεί δέος το οποίο ταπεινώνει και συντρίβει εντελώς τον άνθρωπο, ο οποίος πιστεύει πως υπάρχουν μεν θεοί αλλά πως αυτοί προκαλούν λύπη και βλάβη. Όπως φαίνεται, λοιπόν, ο άθεος είναι ακίνητος όσο αφορά τη θεότητα, ενώ ο δεισιδαίμων κινείται με τρόπο που δεν πρέπει, εκτρεπόμενος από το σωστό (…) Έτσι η αθεΐα είναι λόγος που αποδείχτηκε ψευδής, ενώ η δεισιδαιμονία πάθος που προέρχεται από ψευδή λόγο» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 165Β)
Μερικές αράδες παρακάτω, ο Πλούταρχος λέει σχετικά με όσους θεοποιούν από τον φόβο του αγνώστου τις δυνάμεις της φύσης:
«Όποιος όμως φοβάται τους θεούς φοβάται τα πάντα, τη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό, το σκοτάδι, το φως, τον θόρυβο, τη σιωπή, το όνειρο» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 165Ε).
Ο Πλούταρχος, στο χριστιανικό δίλημμα «κόλαση ή παράδεισος» που κατατρέχει τους ανθρώπους και δίνει στον κλήρο θεϊκή εξουσία μέσω της «άφεσης αμαρτιών» απαντά (αν και… αγνοούσε τον Χριστιανισμό) βάση των Ελληνικών λαϊκών παραδόσεων περί μεταθανάτιων τιμωριών:
«Γιατί όμως μακρηγορούμε; «Για όλους τους ανθρώπους ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής», αλλά όχι και της δεισιδαιμονίας, αφού αυτή περνάει τα σύνορα της ζωής προς το επέκεινα, κάνοντας τον φόβο πιο μακροχρόνιο από τον βίο, συνδέοντας με τον θάνατο την αντίληψη περί κακών αθανάτων, και θεωρώντας, τη στιγμή που απαλλάσσεται από τα δεινά, ότι τότε μπαίνει σε βάσανα που δεν έχουν τελειωμό. Ανοίγουν τότε κάποιες βαθιές πύλες του Άδη, και πύρινοι ποταμοί ενώνονται με ρεύματα της Στυγός, και το σκοτάδι γεμίζει από τρομακτικές εικόνες φανταστικών μορφών, που επιτίθενται βγάζοντας φοβερές φωνές, ενώ δικαστές και τιμωροί, χαράδρες και κόλποι, βρίθουν μύριων κακών. Με τον τρόπο αυτό η κακοδαίμων δεισιδαιμονία, με την υπερβολική προσπάθεια της ν’ αποφύγει οτιδήποτε φαίνεται φοβερό, χωρίς να το καταλαβαίνει υποβάλλεται από μόνη της σε κάθε είδους δεινά» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 166F).
Σύμφωνα προς τον Πλούταρχο δεν υπάρχει «Θεός τιμωρός», παρά μόνο μέσα στα μυαλά των δεισιδαιμόνων:
«Για τον δεισιδαίμονα, όμως, κάθε σωματική ασθένεια καθώς και η απώλεια χρημάτων και οι θάνατοι των παιδιών του και η κακή του πορεία και αποτυχία στην πολιτική ζωή ονομάζονται πλήγματα από τον θεό, χτυπήματα από τη θεία τύχη. Έτσι δεν τολμάει να επιχειρήσει να επανορθώσει το κακό ούτε να το εξαλείψει ή να το αντιμετωπίσει, για να μη δώσει την εντύπωση ότι αντιδικεί με τον θεό και αντιδρά στην τιμωρία που του επιβάλλεται, αλλά, όταν είναι άρρωστος, διώχνει τον γιατρό, όταν πενθεί, δεν αφήνει να μπει ο φιλόσοφος που θα τον συμβουλεύσει και θα τον παρηγορήσει. «Άσε με», του λέει, «άνθρωπε μου, να τιμωρηθώ ο ασεβής, ο καταραμένος, ο μισητός από θεούς και δαίμονες» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 168C).
Ενάντια στην λαϊκή πίστη που θέλει τον Θεό τιμωρό, είχε καταφερθεί πριν τον Πλούταρχο, ο Πλάτων:
«Τα αίτια των συμφορών κάπου αλλού πρέπει να αναζητάμε και όχι στο θεό» (Πλάτων, «Πολιτεία», 379c).
«Μάταια οι άνθρωποι κατηγορούν τους θεούς, υποστηρίζοντας ότι από ’κείνους προέρχονται οι συμφορές τους» (Πλάτων, «Αλκιβιάδης Α΄», 142d).
Κατά της δεισιδαιμονίας έχει γράψει και ο Πρόκλος:
«… μήτε να με αποπλανήσει το γένος δεισιδαιμόνων ανθρώπων από την ιεράν οδόν την φεγγοροβόλον, με τους λαμπρούς καρπούς» (Πρόκλος, «Ύμνος εις τας Μούσας»).
Ο Ευριπίδης, επίσης, έχει δριμύτατα καταφερθεί εναντίον της βασκανίας, μια μορφή δεισιδαιμονίας που σχετίζεται με την μαγεία:
«Είναι καθήκον σου να θεωρείς εχθρό το βάσκανο άνθρωπο
και να ακολουθείς τους σοφούς και όσους έχουν καλή ανατροφή» (Ευριπίδης, «Αποσπάσματα»).
Τέλος, ο Πλούταρχος μας προειδοποιεί, ότι πρέπει να βρισκόμαστε σε εγρήγορση για να μην καταλήξουμε στα άκρα. Δηλαδή στην δεισιδαιμονία και την αθεΐα. Κάτι τέτοιο θα το καταφέρουμε μόνο αν έχουμε ορθή γνώση του Θεού, κρατώντας σε ισορροπία στην κρίση μας την λογική με το συναίσθημα:
«… διότι ορισμένοι τυφλώθηκαν εντελώς και γλίστρησαν προς τη δεισιδαιμονία, ενώ άλλοι, αποφεύγοντας τον βούρκο της δεισιδαιμονίας, έπεσαν, χωρίς να το καταλάβουν, στο γκρεμό της αθεΐας.
»68. Γι’ αυτό πρέπει για τα θέματα τούτα κυρίως να πάρουμε από τη φιλοσοφία τον λόγο ως μυσταγωγό και να σκεφτόμαστε με ευλάβεια καθετί απ’ όσα λέγονται ή γίνονται στις τελετές, για να μην κάνουμε κι εμείς λάθος…» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 378A).
Ο Ελληνισμός ενάντιος και στην αιγυπτιακή δεισιδαιμονία
Ο Ελληνισμός, ως ζωντανή ιδεολογία ανθρωποκεντρικού περιεχομένου, είδε τους θεούς ανθρωπόμορφους. Όχι φυσικά επειδή ο Θεός ή οι θεοί μοιάζουν των ανθρώπων αλλά επειδή ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του.
Γι’ αυτό και μέσα από τα αλληγορικά μηνύματα των Ελληνικών μύθων, δόθηκαν στους θεούς ανθρώπινες αδυναμίες με σκοπό την ηθική διδασκαλία των ανθρώπων και την κωδικοποίηση αστρονομικής γνώσης και όχι για την διαπόμπευση των εκφράσεων του θείου. Αυτό μας το επιβεβαιώνει ο Πλούταρχος:
«Αλλά είναι ανόσιο να αποδίδουμε στους θεούς τα δικά μας ανθρώπινα πάθη ή να θεωρούμε ότι τα δικά μας πάθη είναι θεϊκά» (Πλούταρχος, «Ερωτικός»).
Στην αιγυπτιακή θρησκεία ίσχυαν εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες. Εκεί το επίκεντρο δεν ήταν ο άνθρωπος αλλά ο μονάρχης. Ο Φαραώ, που θεωρούνταν γιος του θεού και θεός ο ίδιος. Σε αυτήν την «ελέω θεού μοναρχία», ο Φαραώ ήταν και αρχιερέας συγκεντρώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του.
Κατά την προκατακλυσμιαία εποχή, η Αίγυπτος αποτελούσε τμήμα ενός κοινού πολιτισμού. Μετά την καταβύθιση της Αιγηίδας η χώρα τράβηξε τον δικό της δρόμο στην εξέλιξη της ιστορίας. Από τα «Αργοναυτικά» του Ορφέα γνωρίζουμε, ότι την βασική γνώση για τα θεία πράγματα, την δίδαξε ο Ορφέας. Ο ίδιος το ομολογεί στους παρακάτω στίχους:
«Επίσης (σου είπα) και όσα ιερά λόγια εξεγένησα (διεκήρυξα) εις την Αίγυπτον, όταν προσήγγισα εις την ιεράν Μέμφιν και τας ιεράς πόλεις του Άπιδος, τας οποίας στεφανώνει (περιβάλλει) ο Νείλος, που χύνει πολλά νερά» (Ορφέας, «Αργοναυτικά», στ. 42-44).
«απεκαλύπτων εις τους ανθρώπους τα θέσφατα (τους χρησμούς) εις την Αίγυπτον και εις την Λιβυήν» (Ορφέας, «Αργοναυτικά», στ. 102-104).
Η αντίληψη των Ελλήνων περί του Θείου, όμως, ήταν προϊόν ελεύθερης σκέψης προσαρμοσμένης φυσικά στις ανάγκες ελεύθερων ανθρώπων. Οι ελεύθεροι άνθρωποι, όπως είναι γνωστό, δεν ανέχονται μονάρχες και τυράννους. Η Αίγυπτος, όμως, δεν αποτελούνταν από ελεύθερους ανθρώπους, άρα έπρεπε να βρεθεί μία λύση στο θρησκευτικό ζήτημα. Η λύση τελικά βρέθηκε. Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί σχετικά:
«Άλλοι, τέλος, διηγούνται ότι κάποιος από τους φοβερούς και πανούργους εκείνους βασιλείς, καταλαβαίνοντας πως οι Αιγύπτιοι έχουν χαλαρό φρόνημα και είναι επιρρεπείς στις μεταβολές και τις επαναστάσεις κι ότι, πολυπληθείς καθώς είναι, είναι δύσκολο ν’ αντιμετωπιστούν και να κατασταλούν όταν ομογνωμούν και δρουν από κοινού, εγκατέσπειρε με τις διδαχές του δεισιδαιμονία, αιώνια αφορμή για ακατάπαυστη διχόνοια» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 380Α).
Η αιγυπτιακή θρησκεία ήταν δηλαδή μία καθαρά δεισιδαιμονική αντίληψη για τους θεούς, γεμάτη φόβους και ανασφάλειες. Καταλυτικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση των πιστών έπαιζαν και οι κτηνόμορφες εικόνες των θεών. Βεβαίως το ιερατείο και οι μυημένοι γνώριζαν ότι τα ζώα δεν είναι θεοί, αλλά σύμβολα. Αυτό, όμως, δεν το αποκάλυπταν στον λαό που τον ήθελαν ευκολόπιστο και φοβισμένο:
«Στην Αίγυπτο, όταν κάποιος πλησιάζει ένα τέμενος εντυπωσιάζεται από τη λαμπρότητα του, από τους ιερούς του κήπους, την μεγάλη είσοδο και την ομορφιά του, περιτριγυρισμένο καθώς είναι με επιβλητικές σκηνές, κι επίσης από τις γεμάτες δεισιδαιμονία ιεροτελεστίες που έχουν χαρακτήρα μυστηρίων× σαν μπει όμως παραμέσα, στα ενδότερα, βλέπει να προσκυνούν μια γάτα ή ένα πίθηκο ή ένα κροκόδειλο ή σκύλο ή τράγο. Η σκοπιμότητα είναι να νομίσει ο μυούμενος ότι πίσω απ’ αυτά κρύβεται κάποιο σπουδαίο νόημα. Και μπορεί μεν οι χριστιανοί να κοροϊδεύουν τους Αιγυπτίους, (που στο κάτω κάτω μας εξηγούν ότι τα ζώα τα λατρεύουν ως σύμβολα αοράτων, αιώνιων ιδεών και όχι – όπως νομίζει ο πολύς κόσμος – ως ζώα καθαυτά)…» (Κέλσος, «Αληθής Λόγος», Γ΄).
Οι Έλληνες, διαφωνούσαν με την τακτική υπόθαλψης της δεισιδαιμονίας των Αιγυπτίων. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, όπως και ο Ορφέας, είχε διδάξει στους Αιγυπτίους ιερά μυστήρια. Προσπαθώντας να τους συνεφέρει από την δεισιδαιμονία τους δίδασκε την ορθή φύση των θεών:
«Ο Ξενοφάνης, λοιπόν, ο Κολοφώνιος, έθεσε ως αρχή στους Αιγυπτίους, αν τους θεωρούσαν θεούς, να μην τους θρηνούν και, αν πάλι τους θρηνούν, να μην τους πιστεύουν για θεούς…» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 379B).
Όταν ο Ηρόδοτος προσπάθησε να «μπερδέψει» τα πράγματα ανάμεσα στην Ελληνική αντίληψη περί θείου και στο αιγυπτιακό πάνθεο, ισχυριζόμενος ψευδώς ,ότι οι Αιγύπτιοι δίδαξαν τα μυστήρια και την λατρεία των θεών στους Έλληνες, πήρε την παρακάτω οργισμένη απάντηση από τον ιερέα και φιλόσοφο Πλούταρχο:
«Λέει πως οι Έλληνες έμαθαν από τους Αιγυπτίους τις πομπές και τις πανηγύρεις και τη λατρεία των δώδεκα θεών× το όνομα, μάλιστα, του Διονύσου, λέει, έμαθε από τους Αιγυπτίους ο Μελάμπους, ο οποίος δίδαξε και τους άλλους Έλληνες. Τα μυστήρια επίσης και τις τελετές της Δήμητρας, λέει, μετέφεραν από την Αίγυπτο οι θυγατέρες του Δαναού. Υποστηρίζει πως οι Αιγύπτιοι στηθοκοπιούνται και πενθούν, αλλά δεν θέλει να αναφέρει προς τιμήν τίνος θεού, διότι προσέχει τα λόγια του στα ιερά ζητήματα. Για τον Ηρακλή, όμως, και για τον Διόνυσο, τους οποίους τιμούν οι Αιγύπτιοι, λέει ότι τους τιμούν ως αρχαίους θεούς, ενώ γι’ αυτούς που τιμούν οι Έλληνες λέει ότι τους τιμούν ως ανθρώπους που γέρασαν, χωρίς να δείχνει πουθενά την ίδια ευσέβεια. Υποστηρίζει, παρά ταύτα, ότι ο Αιγύπτιος Ηρακλής ανήκει στους δεύτερους θεούς και ο Διόνυσος στους τρίτους, υπό την έννοια ότι κάποτε άρχισαν να υπάρχουν και ότι δεν είναι αιώνιοι. Λέει όμως πως εκείνοι είναι θεοί, ενώ πως σε τούτους πρέπει να προσφέρουμε καθαρμούς, θεωρώντας τους θνητούς ήρωες, και όχι να τους προσφέρουμε θυσίες, θεωρώντας τους θεούς. Τα ίδια λέει και για τον Πάνα, ανατρέποντας με τις αλαζονικές μυθολογίες των Αιγυπτίων τα πιο σεβαστά και αγνά στοιχεία των Ελληνικών ιερών» (Πλούταρχος, «Περί της Ηροδότου κακοηθείας», 857C).
Ο Πλούταρχος υποστήριζε, όπως και ο Ορφέας, ότι οι Έλληνες ήταν εκείνοι που δίδαξαν την λατρεία των θεών στους Αιγυπτίους:
«… χρησιμοποιούν το όνομα Ίσις από το ίεσθαι (προχωρώ ορμητικά) με γνώση και κινούμαι, διότι είναι κίνηση που διαθέτει ψυχή και φρόνηση. Στην πραγματικότητα το όνομα τούτο δεν είναι βαρβαρικό, αλλά, όπως για όλους τους θεούς υπάρχει όνομα κοινό που προέρχεται από το θεατός και το θέων (αυτός που τρέχει), έτσι και τη θεά τούτη από την ακριβή γνώση και συνάμα την κίνηση Ίσιδα εμείς, Ίσιδα και οι Αιγύπτιοι αποκαλούν. (…) Ο Όσιρις πάλι έχει όνομα σύνθετο από το όσιος και ιερός, διότι είναι κοινός λόγος ανάμεσα στα πράγματα του ουρανού και του Άδη… (…) Δεν πρέπει όμως να απορεί κανείς με τον εξελληνισμό των ονομάτων, διότι βέβαια και πολλά άλλα, που έφυγαν μαζί με τους ξενιτεμένους Έλληνες, συνεχίζουν και υπάρχουν μέχρι και σήμερα απόδημα σε άλλους λαούς… (…) …διότι θεωρώ πως το πρώτο (Σάραπις) είναι ξενικό, ενώ το δεύτερο (Όσιρις) Ελληνικό…» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 375C&D).
Είναι ξεκάθαρο, ότι ο Ελληνισμός δεν αποδέχεται ειδωλολατρία, φυσεοφοβία (Παγανισμό) και θεοποίηση των ζώων. Όλα αυτά θεωρούνταν στοιχεία δεισιδαιμονίας και αποτελούσαν ξένο σώμα στην Ελληνική κοσμοθεωρία.

Η «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ» κατά της δεισιδαιμονίας
Πολλοί υποστηρίζουν, ότι ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 έγινε «για της πατρίδος την ελευθερία και του Χριστού την πίστη την Αγία». Αυτό είναι μερικώς ορθό. Διότι, εκείνοι που οραματίστηκαν την ελευθερία της Ελλάδας δεν ήταν ούτε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ούτε οι κοτσαμπάσηδες. Ήταν οι κύκλοι μορφωμένων (διαφωτιστών) Ελλήνων του εξωτερικού. Οι πατριώτες αυτοί αφού έμαθαν τα αρχαία κείμενα και τους αρχαίους συγγραφείς, και αφού ένιωσαν Έλληνες (και όχι Ρωμιοί), στην συνέχεια ξεκίνησαν την ιδεολογική προετοιμασία ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Έτσι και μετά από πολλές περιπέτειες, το έτος 1806 στην Ιταλία κυκλοφόρησε ένα επαναστατικό κείμενο που έμελλε να γίνει η ιδεολογική διακήρυξη της Ελληνικής εξέγερσης. Το έργο αυτό τιτλοφορήθηκε «Ελληνική Νομαρχία» και ο συγγραφέας του παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα, εφόσον επέλεξε την οδό της ανωνυμίας. Είναι ο διάσημος – άσημος, Ανώνυμος ο Έλλην.
Η «Ελληνική Νομαρχία» θεωρείται ως η μόνη εργασία Ελληνικής πολιτικής αγωγής που συντάχτηκε τα νεότερα χρόνια. Ουσιαστικά, όμως, είναι η ιδεολογία του Ελληνισμού προσαρμοσμένη στις επικρατούσες συνθήκες των αρχών του 19ου αιώνα.
Ο Ανώνυμος ήταν ένας άνθρωπος που είχε μελετήσει Ηρόδοτο, Πλάτωνα, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα και Πλούταρχο, όπως προκύπτει από την ανάγνωση της «Νομαρχίας». Ο ίδιος, όμως, επιλέγει να δώσει το βαθύτερο ιδεολογικό του στίγμα μνημονεύοντας ιδιαίτερα τον Πλούταρχο στο κείμενο του.
Οραματιζόμενος, λοιπόν, την νέα Ελλάδα την αισθάνθηκε απαλλαγμένη από τα δεσμά της δεισιδαιμονίας. Ο καυστικός του λόγος παρατίθεται δίχως σχόλια διότι περιττεύουν. Αρκεί, να καταλάβει ο αναγνώστης την διαχρονική διάσταση της αναγκαιότητας του μηνύματος του Ελληνισμού, αλλά και τα δεινά που προξενεί η δεισιδαιμονία στους ανθρώπους:
«Εσείς, ω αθάνατοι ψυχαί των ελευθέρων προγόνων μου, ενδυναμώσατε τώρα τον ζήλον μου με τα ηρωικά σας εντάλματα, δια να εκφράσω καθώς πρέπει τα της Ελευθερίας κάλλη εις τους απογόνους σας. Και συ, ιερά Πατρίς, εγκαρδίωσον και στερέωσον την προς σε αγάπην μου με την ενθύμησιν των παλαιών τερατουργημάτων σου, δια να παραστήσω με σαφήνειαν εις τα τέκνα σου τα φοβεράς χρείας σου και να ενθουσιάσω τας ελληνικάς των καρδίας με τον θείον σου έρωτα» (7).
«Αυταί αι τυραννίαι, ω Έλληνες, είναι συνθεμέναι από θεοκρατίαν και ολιγαρχίαν» (94).
«Η δε θεοκρατία είναι ο κλήρος. (α) Οι ιερείς αγαπητοί μου, φυλάττοντες ένα σκοπόν, καθόλου διάφορον από τους λοιπούς συμπολίτας, πάντοτε επροσπάθησαν με το μέσον της θεότητος να καταδυναστεύσουν τους συμπολίτας των καθώς μέχρι της σήμερον με την αμάθειαν και κακομάθησιν επέτυχον του σκοπού των. Αυτοί, καλύπτοντες με τίτλον αγιότητος τα πλέον φανερά ψεύματα, εγέμισαν τους αδύνατους νόας του λαού από μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ώστε όπου αντί να ονομάσουν ψεύμα το αδύνατον, το ονομάζουν άγιον…» (95).
«Από τότε λοιπόν έως εις τους 364 μετά Χριστόν, όπου διεμοιράσθη το Ρωμαϊκόν βασίλειον εις Ανατολικόν και Δυτικόν, οι Έλληνες υπόκειντο εις φοβεράν τυραννίαν και έπαθον ανήκουστα βάσανα και ταλαιπωρίας από τους διαφόρους σκληροτάτους ιμπεράτωρας οπού η Ρώμη τους έπεμπεν. Δεν εδύναντο να ελευθερώσι από τοιούτον ζυγόν (αγκαλά και τα ήθη των να μην ήτον παντάπασιν διεφθαρμένα και να υπόκειντο εις ξένην αρχήν) επειδή η επικράτεια ήτον μεγαλωτάτη και δεν υπέφερον όλοι εξ ίσου τας δυστυχίας και εξακολούθως δεν ημπορούσαν να ενωθούν όλοι μαζί δια να εξολοθρεύσουν τους τυράννους των (α). Από τότε λοιπόν όπου εστερεώθη ο χριστιανισμός έως εις τους 1453, αντίς να αυξήσουν τα μέσα της ελευθερώσεώς των, φευ! εσμικρύνοντο.
Η δεισιδαιμονία και ο ψευδής τε και μάταιος ζήλος των ιερέων και πατριαρχών κατεκυρίευσεν τας ψυχάς των βασιλέων, οι οποίοι, αντίς να επιμελούντο εις το να διοικώσι τον λάον καθώς έπρεπε, άλλο δεν εστοχάζοντο παρά να φιλονικώσι και να κτίζωσιν εκκλησίας. Τότε εις την Ελλάδα εφάνησαν τρεις κυριότητες: η Τυραννία, το Ιερατείον και η Ευγένεια, αι οποίαι δια ένδεκα αιώνας σχεδόν κατέφθειραν τους Έλληνας και κατερήμωσαν την Ελλάδα. Η ματαιότης των πατριαρχών και παπών επροξένησεν το σχίσμα ανάμεσον ημών και των λατίνων.
Και η δεισιδαιμονία ήνωσεν εις αυτό εν μίσος φοβερόν μέχρι της σήμερον.
»Αφού λέγω το Ιερατείον ηθέλησε να ενώση τα εκκλησιαστικά εντάλματα με τους πολιτικούς νόμους, δια να τιμάται εν ταυτώ και να ορίζη, χωρίς δυσκολίαν εκατάλαβεν ότι αναγκαίον ήτον πρότερον να τυφλώση τον λαόν με την αμάθειαν, δια να στερεώση καλλιότερα τον σκοπόν του. Και ούτως επροσπάθησεν να εσβήση κάθε σπουδήν εις την Ελλάδα και υπερασπίσθη την αμάθειαν. Αι επιστήμαι, οπού πρότερον ήνθιζον, άρχισαν να μαρανθώσι, τα σχολεία εσφαλίσθησαν, οι διδάσκαλοι εμωράνθησαν και η αλήθεια με την φιλοσοφίαν εξωρίσθησαν. Άλλο βιβλίον δεν ευρίσκετο ειμή τα πονήματα των ιερέων. Κάθε φιλόλογος άλλο δεν ημπορούσε να αναγνώση ειμή τα θαύματα και τους βίους των αγίων. Και οι ταλαίπωροι Έλληνες, αγκαλά και φιλελεύθεροι, υστερημένοι όμως από το φως της φιλοσοφίας, έγιναν σχεδόν δούλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δε από την αμάθειαν και δεισιδαιμονίαν υπήκουον και εφοβούντο τους τυράννους των χωρίς να ηξεύρουν το διατί.
Ένας αφορισμός του αρχιερέως ετρόμαζεν τόσα μιλούνια ανθρώπων. Ω δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά είσαι ανάμεσα εις τα ανθρώπινα πάθη και πόσον ουτιδανώνεις την ανθρωπότητα όταν κυριεύσης τας ψυχάς των απλών και αμαθών λαών× οι οποίοι τόσον απομωρώνονται, όπου τρέμουσιν εις την ψευδή λαλιάν σου, καθώς τα βρέφη φοβούνται ένα όφιν ξύλινον ή ένα χαλκούν λέοντα. Εις τοιαύτην κατάστασιν, αδελφοί μου, ευρίσκετο η Ελλάς όταν προ 453 χρόνων από την σήμερον η αυτή δεισιδαιμονία και η αμάθεια είχεν αναβιβάσει εις υψηλόν θρόνον ένα αχρείον αιθίοπα, ο οποίος ώρμησε με τα άρματα του ψεύδους και της πλάνης και εκυρίευσεν σχεδόν το τέταρτον της γης» (105 έως 108).
Ο Ανώνυμος γράφει αυτά τα σημαντικά και άλλα πολλά. Σημασία πάντως έχει, ότι από τα παραπάνω αποσπάσματα γίνεται κατανοητό το πόσο η αρχαία Ελληνική σκέψη είχε επηρεάσει τους διανοούμενους διαφωτιστές, που ονειρεύονταν την αναγέννηση του Ελληνισμού και όχι της διεθνιστικής Ρωμιοσύνης!
Ο Ανώνυμος επίσης καταγγέλλει ως ανθελληνική και εναντίον των συμφερόντων του Γένους, την ταύτιση Εκκλησίας και Κράτους. Ο ίδιος υποστηρίζει, ότι εξαιτίας αυτής της σχέσης έχουν προκληθεί στους Έλληνες μεγάλα δεινά. Και το κείμενο αυτό γράφτηκε 194 έτη πριν διατυπώσει τις επίμαχες απόψεις του ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης, από έναν γνήσιο Έλληνα πατριώτη και επαναστάτη, που έβλεπε την πατρίδα του υπόδουλη και τον Κλήρο στην πλειοψηφία του να συνεργάζεται και να ευλογεί τον κατακτητή.
Όπως και να το κάνουμε, η «Ελληνική Νομαρχία» είναι αδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο, αν και λίαν ενοχλητικό για κάποιους ρασοφόρους. Με το βιβλίο αυτό στο χέρι, πάντως, έκαναν οι Έλληνες επανάσταση το 1821. Με τα ιδεώδη του Ελληνισμού ζυμώθηκε ιδεολογικά και προετοιμάστηκε η εξέγερση εναντίον των Τούρκων, την οποία (για την ιστορία) ο Γρηγόριος ο Ε΄ την αφόρισε.
Το κεντρικό συμπέρασμα, πάντως, είναι ένα: ο Ελληνισμός, είναι θανάσιμος εχθρός της δεισιδαιμονίας. Και τότε αλλά και τώρα! Και όσοι επιμένουν στις δεισιδαιμονίες, δεν μετέχουν στην Ελληνική Παιδεία, άρα ούτε Έλληνες έχουν δικαίωμα να αυτοαποκαλούνται.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου