Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Μιλούν τα Αγάλματα ! Τι λένε;

Για τον sir James George Frazer όλη η κοινωνική ζωή είναι μία θεσμική έκφραση συμβολισμών, μία αναπαράσταση κάποιου άλλου πράγματος και το βιβλίο του «The Golden Bough» έχει κύριο θέμα τον αποσυμβολισμό ή την ερμηνεία αυτών των συμβολισμών. Το έργο του έχει χαρακτηριστεί σαν μία αίθουσα με μία σειρά από ατελείωτους καθρέπτες όπου το κάθε σύμβολο αντικατοπτρίζεται μέσα στο άλλο κατά αναλογικό τρόπο παρουσιάζοντας μία συνεχή ερμηνευτική μετατόπιση.

Το περιβάλλον μας πάντα ήταν γεμάτο με εικόνες και σύμβολα που παίρνουν ποικίλες μορφές και ερμηνείες, με τα οποία βρισκόμαστε σε μία συνεχή αλληλεπίδραση δημιουργώντας συνδέσμους πέρα από τον αντιληπτό για εμάς χώρο και χρόνο. Ακόμα και ο Frazer στο βιβλίο του σημειώνει ότι οι ερμηνείες στους συμβολισμούς που δίνει δεν είναι απόλυτες και δίνει έμφαση στο γεγονός ότι το μέγιστο που μπορούμε να φιλοδοξούμε σε αυτά τα θέματα είναι να τα προσεγγίζουμε με ένα λογικό βαθμό πιθανότητας.

Παρόλο την πολυδιαστατικότητα των συμβόλων αυτά πάντα μιλούσαν και μιλούν σε εμάς μέσα από ένα σημείο επαφής μεταδίδοντας πληροφορίες, κάτι όμως που απαιτεί τον συντονισμό μεταξύ πομπού και δέκτη.Ο συντονισμός αυτός γίνεται γνωρίζοντας τα κλειδιά ή τη γλώσσα που θα ξεκλειδώσει τους συμβολισμούς, ώστε να μπορέσουμε να τους προσεγγίσουμε, μία γλώσσα που αν και ξεχασμένη από εμάς είναι ικανή να μας κάνει να αντιληφθούμε τη δύναμή τους.

Μία τέτοια κωδική γλώσσα ήταν και αυτή των αγαλμάτων στην αρχαιότητα, όπου όσοι την ήξεραν μπορούσαν να αντιληφθούν τη λειτουργία των θείων δυνάμεων και να αντλήσουν γνώση και δύναμη. Εσφαλμένα, μάλλον καλύτερα εσκεμμένα η χριστιανική παράδοση προώθησε την εικόνα μίας ειδωλολατρικής αρχαιότητας, όπου τα αγάλματα κατασκευάστηκαν και λατρεύτηκαν για την ύλη από την οποία ήταν φτιαγμένα. Αυτά όλα ήταν συκοφαντίες προς το πρόσωπο της Ελληνικής θρησκείας και νομίζω ότι καταλαβαίνετε για ποιους λόγους.
Αντιθέτως, τα αγάλματα θεωρούνταν από τους αρχαίους Έλληνες ότι είναι υποδοχείς και δέκτες κοσμικής ενέργειας.
Ο Πορφύριος στο έργο του Κατά Χριστιανών αναφέρει ότι
«όποιος σέβεται τους θεούς δεν τους ταυτίζει με το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα αγάλματά τους.»
Την ίδια θέση ο Πορφύριος είχε την ευκαιρία να την αναπτύξει σε ένα άλλο του έργο το «Περί Αγαλμάτων». Δυστυχώς, όμως, το έργο του σώζεται αποσπασματικά μέσα στο κεφάλαιο «Περί της Φυσικής Θεολογίας των Ελλήνων» στο βιβλίο «Ευαγγελική Προπαρασκευή» του επισκόπου Καισαρείας Ευσεβίου Παμφίλου.

Φυσικά, όπως και με άλλα έργα της αρχαιότητας σκοπός των παραπομπών αυτών σε χριστιανικά βιβλία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά να αντικρουστούν και να απορριφθούν. Μέσα στην ατυχία, είμαστε τυχεροί που έστω και με αυτόν τον τρόπο σώθηκαν κάποια αποσπάσματα από το συγκεκριμένο έργο του Πορφυρίου, που πιθανότερα ο πλήρης τίτλος του πρέπει να ήταν «Περί της εξ Αγαλμάτων φυσιολογίας». Αξίζει να παραθέσουμε ένα σχετικό κομμάτι από την πρώτη παράγραφο του έργου σε μετάφραση:

« “Θα απευθύνω τον λόγο μου σε όσους είναι θεμιτό, κλείστε τις θύρες στους βέβυλους,” δεχόμενος αυτά τα νοήματα σοφίας του Θεολόγου[σσ. αναφέρεται στον Ορφέα], αναφέρομαι σε όσους υποδούλωσαν τον Θεό και τις δυνάμεις του Θεού, με σύμφυτες προς την αίσθηση εικόνες αποτυπώνοντας τα αόρατα σε ορατά δημιουργήματα, τα οποία σαν ένα είδος ανοικτών βιβλίων περιγράφουν τις βασικές γνώσεις για τους θεούς σε όσους γνωρίζουν να τα διαβάζουν. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι αμαθέστατοι των ανθρώπων θεωρούν τα αγάλματα ξύλα και πέτρες, αφού και τα γράμματα έτσι τα θεωρούν οι ανόητοι, βλέποντας τις ενεπίγραφες στήλες σαν απλές πέτρες, τις πινακίδες σαν ξύλα και τα βιβλία σαν υφασμένο πάπυρο.»

Λίγα λόγια για τα αγάλματα: Τα αρχαία Ελληνικά αγάλματα μιλούσαν μέσα στην ψυχή των ανθρώπων γεγονός που το δηλώνει και η ίδια η λέξη. Σύμφωνα με το Λεξικό του Ησύχιου από την Αλεξάνδρεια
άγαλμα είναι κάθε τι με το οποίο αγάλλεται κάποιος,
δηλαδή κάτι που τον γεμίζει συναισθήματα χαράς, τον αναζωογονεί και τον εντυπωσιάζει. Η λέξη άγαλμα συναντάται για πρώτη φορά στα ομηρικά έπη και η αρχική της σημασία είναι
«κόσμημα, στόλισμα, αφιέρωμα στους θεούς.»
Ταυτόχρονα, όμως με αυτή την σημασία της υπήρχε και εκείνη του γλυπτού όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα. Τους επόμενους αιώνες η χρήση της λέξης συνδέθηκε περισσότερο με τη λατρεία προς το θείο και την σχέση του ανθρώπου με αυτό.

Οι αττικοί συγγραφείς και σοφιστές της δίνουν και την σημασία του «ομοιώματος» που προσφέρεται σε έναν θεό. Κάποιοι, όπως ο ρήτορας Ισοκράτης διακρίνει τα αγάλματα από τις εικόνες, με τα πρώτα να αφορούν τα ομοιώματα των θεών και τα δεύτερα τα ομοιώματα του ανθρώπου. Το περιεχόμενο, λοιπόν, της λέξης αποκτά μία πολυσημαντικότητα, η οποία συναντάνται γραπτώς και στα αναθήματα που αφιέρωναν οι πιστοί στα ιερά. Η στερεότυπη φράση «ο/η τάδε με ανέθηκεν περικαλλές άγαλμα» βρίσκεται χαραγμένη σε κάθε μορφής ανάθημα είτε πρόκειται για άγαλμα είτε για ένα μικρό αγγείο αφού η λέξη
άγαλμα σήμαινε οποιοδήποτε ήταν αντικείμενο θαυμασμού.
Σε κάποιες μάλιστα εξαιρετικές περιπτώσεις οι αρχαίοι πίστευαν ότι συγκεκριμένα αγάλματα ασύλληπτης ομορφιάς είχαν πέσει στη γη από τον ίδιο το Δια, τα λεγόμενα διοπετή αγάλματα (κάτι αντίστοιχο με αυτό που αργότερα θα βαφτίσουν οι χριστιανοί σαν αχειροποίητες εικόνες ή «η τάδε εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης» κτλ., ).

Τα αγάλματα αποτελούσαν το σημείο της ένωσης μεταξύ των θεών και των ανθρώπων και ήταν αυτά που γεφύρωναν την επικοινωνία μεταξύ τους. Όπως θα αναλύσουμε παρακάτω ήταν το μέσο της υπενθύμισης για τους πιστούς χωρίς να πιστεύουν ότι ο ίδιος ο θεός ή μέρη του έχουν κλειστεί μέσα σε αυτό. Πάνω σε αυτό το ψέμα πάτησε αργότερα η χριστιανική εκκλησία μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουλιανού και κατηγόρησε την παλαιά θρησκεία σαν ειδωλολατρική ισχυριζόμενη ότι μέσα στα αγάλματα κατοικούν δαίμονες.

Δεν είναι τυχαίο ότι έργα γλυπτικής τέχνης και έκφρασης δεν ενθαρρύνθηκαν από τους μετέπειτα Βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά και κάθε εκδήλωση που αφορούσε τη γλυπτική περιορίστηκε αποκλειστικά σχεδόν στην διακόσμηση των χριστιανικών εκκλησιών (κυρίως ξυλογλυπτική σε τέμπλα, άμβωνες, εικόνες κτλ.). Μεγάλη άνθιση και πάλι της γλυπτικής εμφανίστηκε στη Δ. Ευρώπη την Αναγέννηση μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο θαυμασμού για τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο, ενώ την ίδια περίοδο στη μεσαιωνική Ελλάδα τα πράγματα παρέμειναν στάσιμα.

Ο Πορφύριος στο Κατά Χριστιανών, αναφέρει ότι οι πιστοί δεν θεωρούν ότι αν ακρωτηριαστεί ένα μέρος του αγάλματος μειώνεται και η δύναμη του θεού. Το ίδιο μας υπενθυμίζει με το δικό του τρόπο ο Κ. Καβάφης σε ένα από τα ποιήματά του:
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.»
Τι να είναι αυτό που να έχει πεθάνει άραγε; Μήπως ξεχάσαμε να ακούμε τη γλώσσα των αγαλμάτων και συντονιζόμαστε, όχι τυχαία, αποκλειστικά σε κακέκτυπα; Ας δουμε παρακάτω γιατί ήταν τόσο σημαντική η ανθρωποκεντρική μορφή των αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων και ποιος ο ρόλος τους σαν δέκτες και πομποί της κοσμικής ενέργειας.

Μία συντετριμμένη από τα χέρια κάποιων ομορφιά που προκαλεί ακόμα θαυμασμό: Τα αγάλματα που κοσμούσαν τους αρχαίους ελληνικούς ναούς και ιερά, τις οικείες, τα δημόσια κτήρια, τα θέατρα, τους δρόμους δεν ήταν απλά και μόνο έργα τέχνης και επίσης, δεν κατασκευάστηκαν σαν αντικείμενα λατρείας. Αυτό που έκανε λειτουργικό έναν λατρευτικό χώρο ή ναό, εκεί δηλαδή που υπήρχε λατρεία του θεού και λάμβανε ουσιαστικά χώρα σαν ένα δρώμενο δεν ήταν μπροστά στο άγαλμά του.

Ένας βράχος, ένα σπήλαιο ή ακόμα και μία πηγή μπορούσε να αποτελέσει χώρο λατρείας χωρίς τη φυσική παρουσία ενός λατρευτικού αγάλματος. Βλέπετε, δυστυχώς, πολλές από τις εικόνες που έχουμε για την αρχαιότητα τις υιοθετούμε από τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Για να υπάρχει, λοιπόν, λατρεία ενός ή περισσοτέρων θεών απαραίτητη ήταν η ύπαρξη βωμού προσφορών όπου εκεί γίνονταν και οι πράξεις λατρείας. Η παρουσία λατρευτικού αγάλματατος είναι μεν συχνή, αλλά όχι απαραίτητη.

Σε άλλο διασωθέν απόσπασμα από το έργο του Κατά Χριστιανών, ο Πορφύριος συμπληρώνει τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα (απόσ. 76):
«ότι οι πρόγονοι των Ελλήνων δημιούργησαν τους ναούς και τα αγάλματα που τους διακοσμούν για την διαρκή υπενθύμιση των θεών (ὑπομνήσεως γὰρ ἕνεκα). Με αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν στους παρεβρισκομένους να ανάγονται στην έννοια του θεού (εἰς ἔννοιαν γίνεσθαι τοῦ θεου) και να ζητούν από αυτούς ό,τι έχουν ανάγκη μέσω προσευχής και ικεσίας.»
Σε αυτό το σημείο του κειμένου ο Πορφύριος προσπαθεί να διαχωρίσει την εικόνα/είδωλο/άγαλμα από την ίδια την έννοια του θείου υπογραμμίζοντας ότι το πρώτο αποτελεί ένα μέσο το οποίο χρησιμοποιεί ο πιστός για να αποδώσει τιμή στους θεούς. Το μέσο αυτό δεν θα μπορούσε να έχει κάτι άλλο από ανθρωπομορφικό σχήμα γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος υπερέχει σε ομορφιά όλων των ζώων και ο ίδιος αποτελεί εικόνα του θεού.

Ο Πορφύριος στο Περί αγαλμάτων αναφέρει ότι:
«οι άνθρωποι αποτύπωσαν τους θεούς με ανθρώπινη μορφή γιατί το θείο είναι λογικό και τους απέδωσαν ωραιότητα γιατί το κάλλος σε εκείνους είναι άφθαρτο»
Ένας από τους εκπροσώπους του κινήματος της Δεύτερης Σοφιστικής, ο Δίων Χρυσόστομος εξηγεί γιατί η τέχνη της αγαλματοποιητικής επέλεξε την ανθρώπινη μορφή στο λόγο του Περί Βασιλείας(Α, 1.12):
«τον νου και την φρόνηση αυτή καθαυτή δεν είναι ικανός να απεικονίσει κανένας, ούτε αγαλματοποιός, ούτε ζωγράφος διότι τέτοιες δυνάμεις είναι αόρατες και παντελώς άγνωστες σε όλους. Έτσι, καταφεύγουμε στο ανθρώπινο σώμα στο οποίο οτιδήποτε αποδίδουμε δεν υπονοείται απλώς, αλλά και αναγνωρίζεται. Και επειδή το θεωρούμε ως σκεύος φρονήσεως και λόγου το συνδέουμε με τον θεό, λόγω ελλείψεως και απουσίας άλλου παραδείγματος αυτών, επιζητώντας να δείξουμε με το φανερό και απεικονιζόμενο το αφανές και το ανεικονικό, χρησιμοποιώντας το ανθρώπινο σώμα σαν σύμβολο δυνάμεων.»
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι και άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς με τον Πορφύριο έκαναν ιδιαίτερες μνείες στα έργα τους πάνω στο συγκεκριμένο θέμα για το τι είναι και τι απεικονίζει ένα άγαλμα στα μάτια του πιστού. Είναι μάλλον προφανές, ότι οι κινήσεις αυτές με σκοπό να δοθούν εξηγήσεις για μία παράδοση που ήταν ζωντανή εδώ και πολλούς αιώνες έχει άμεση σύνδεση με τον συκοφαντικό πόλεμο που δέχθηκε η αρχαία Ελληνική θρησκεία από τους εκπροσώπους της χριστιανικής εκκλησίας εκείνη την εποχή.

Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τα έργα των Ελλήνων φιλοσόφων οι πιστοί που θυσιάζουν παρουσία αγαλμάτων των θεών, δεν τιμούν ούτε θυσιάζουν στην ύλη από την οποία είναι φτιαγμένα, αλλά τιμούν το θεό και όχι το υποκείμενό του, δηλ. το ομοίωμά του. Σε καμία όμως περίπτωση δεν υπάρχει ταύτιση, όπως αργότερα υποστήριξαν οι χριστιανοί μεταξύ του θείου και των εκδηλώσεών του, δηλ. αγαλμάτων. Και αυτό γιατί σύμφωνα με τον Πορφύριο τα αγάλματα είναι κάτι πολύ παραπέρα από το σχήμα που τα περιγράφει, είτε αυτό εκδηλώνεται με την πραγματική φυσιολογική τους στάση ή με την λεκτική τους περιγραφή.

Σκεφθείτε την παρακάτω αναλογία, για παράδειγμα, δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι οι ηλεκτρικές συσκευές (αγάλματα) δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα σημεία και τα σύμβολα του ηλεκτρικού ρεύματος (θείο). Το σωστό είναι να θεωρήσουμε, για παράδειγμα, μία ηλεκτρική κουζίνα σαν μία «προσδιορισμένη εκδήλωση (άγαλμα) του ηλεκτρικού ρεύματος (θείου). Βασιζόμενοι στην παραπάνω αναλογία μπορούμε να πούμε ότι κάθε άγαλμα υπονοεί την ύπαρξη μίας ενέργειας (θείον) που εκδηλώνεται στα μάτια μας σαν παραγόμενο έργο. Για να κατανοήσουμε αυτή την ενέργεια ή τους συμβολισμούς που είναι αποτυπωμένοι στη μορφή ενός αγάλματος χρειαζόμαστε κάποια λοιπόν κλειδιά.

Το έργο του Πορφυρίου Περί Αγαλμάτων είναι ολόκληρο αφιερωμένο σε αυτό το θέμα προσέγγισης των συμβολισμών που επικεντρώνονται κυρίως στο φυσιολογικό επίπεδο της αγαλματικής παράστασης (δηλ. στάση σώματος, μορφή, εξωτερικά χαρακτηριστικά). Το Περί Αγαλμάτων ανήκει σε μία συγγραφική παράδοση στην οποία βασίστηκαν αρκετοί φιλόσοφοι και συγγραφείς της αρχαιότητας ανάμεσά τους και Στωϊκοί, ο Πλούταρχος, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, και οι Νεοπλατωνικοί. Χρήση της ετυμολογίας των ονομάτων για να επεξηγήσει τη φύση των θεών συναντάται και στον Κρατύλο του Πλάτωνα και στο έργο Saturnalia του Μακροβίου.

Στο έργο του ο Πορφύριος εξηγεί γιατί οι θεοί και οι θεές παίρνουν τις συγκεκριμένες μορφές στα αγάλματά τους και πώς τα ονόματά τους και οι συμβολισμοί είναι αλληγορικές αναφορές των Δυνάμεων της Φύσης και των κοσμικών αρχών του σύμπαντος. Στην ίδια παράδοση ανήκουν και τα έργα του Πλούταρχου Περί Ίσιδος και Οσίριδος και του Σαλλούστιου Περί Θεών και Κόσμου. Ας παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το Περί Αγαλμάτωνπου αφορά τον συνήθη τρόπο του απεικονίζεται ο Δίας (αποσπ. 4):
«…το ομοίωμα του Διός το έπλασαν κατά την ανθρώπινη μορφή, διότι νους ήταν και σύμφωνα με αυτόν δημιουργούσε, ολοκληρώνοντας τα πάντα δια σπερματικών λόγων. Τον εμφανίζουν να κάθεται, υπαινισσόμενοι την σταθερότητα της δυνάμεώς του. Έχει γυμνό το πάνω μέρος του σώματός καθότι είναι φανερός στα νοερά και στα ουράνια μέρη του κόσμου, ενώ τα πρόσθια και κάτω μέρη είναι σκεπασμένα, καθότι είναι αφανής και απόκρυφος στα κάτω μέρη του κόσμου. Στο αριστερό χέρι έχει το σκήπτρο, καθόσον στην αριστερή πλευρά εδρεύει και λειτουργεί η καρδιά, που είναι το πιο ηγεμονικό και νοερό σπλάχνο όλων των μερών του σώματος αφού βασιλεύς του κόσμου είναι ο δημιουργικός νους. Στο δεξί χέρι φέρει είτε τον αετό, καθότι προΐσταται των θεών του αέρος, όπως ο αετός που είναι μεταρσιωτικό* πτηνό, είτε άγαλμα νίκης, διότι αυτός ενίκησε τα πάντα.»
[*μετάρσιος: αυτός που είναι σηκωμένος ψηλά στον αέρα, ο μετέωρος.]

Από εκεί και πέρα η Κλίμακα των Ερμηνειών για τον καθένα είναι ανοικτή και όποιος ήθελε και ήταν έτοιμος να τη βαδίσει το έκανε. Ο κάθε πιστός προσέδιδε σε κάθε θεό τα ιδιαίτερα σύμβολά του τα οποία είχαν εννοιολογική συνάφεια και σχέση με τον απεικονιζόμενο θεό. Θεωρούσαν, λοιπόν και οι αγαλματοποιοί, αλλά και οι πιστοί που πλησίαζαν ένα άγαλμα ότι τα σχήματα και οι μορφές συγκρατούν μέσα τους συγκεκριμένες ιδιότητες, οι οποίες αποτυπώνονται στο υλικό και για αυτό το κάθε άγαλμα περιβάλλεται από τα δικά του συγκεκριμένα σχήματα, δηλαδή εκείνο τον ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας. Μέσω αυτών των συμβόλων άρρητων και μη αποκαλύπτεται το θείο σε αυτόν που προσεγγίζει το άγαλμα.

Στο έργο του Πρόκλού Περί της Ιερατικής Τέχνης(εκδ. Joseph Bidez: 149.20 κ.ε.) αναφέρεται ότι οι ιερείς χρησιμοποιούσαν επιπρόσθετα σύμβολα για να ενισχύσουν την επικοινωνία με το θείο. Τα σύμβολα αυτά βασίζονταν στη δύναμη της αρχής της συμπάθειας, δηλαδή τη χρήση ίδιων πραγμάτων που προκαλούν ίδια αποτελέσματα. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν βότανα και φυτά που οι ιδιότητές τους είχαν τις ίδιες αντίστοιχες ιδιότητες με αυτές των θεών.

Σχέση Πομπού και Δέκτη, μία σχέση ενέργειας: Είδαμε παραπάνω ότι δινόταν πολύ μεγάλη προσοχή σε αυτόν τον φανερό ή μυστικό διάλογο μεταξύ του αγάλματος και του πιστού που ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό την σημασία που δίνουμε σήμερα στον τρόπο που εκλαμβάνουμε γενικότερα τα μηνύματα (οπτικά και μη). Σήμερα είμαστε συντονισμένοι να αντιλαμβανόμαστε μόνο την επιφανειακή όψη των πραγμάτων και τυφλά να εισπράττουμε τα μηνύματα των πομπών θεωρώντας τα απλά σαν εικόνες.

Σαν παθητικοί δέκτες απορροφάμε εικόνες χωρίς όμως να κάνουμε διάλογο μαζί τους και δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις θα έπρεπε να διακόψουμε κάθε επαφή μαζί τους, είτε οπτική είτε αυτή που γίνεται με την ψυχή μας. Γιατί ναι, οι εικόνες εξακολουθούν να μιλούν ακόμα και σήμερα, αλλά ποιος τις ακούει; Ακούει μόνο μία ανομοιογενή φασαρία και αναταραχή χάνοντας μέρα με τη μέρα την ικανότητά της να εστιάζει στα επιμέρους σημεία, όπως εστίαζαν οι αρχαίοι Έλληνες στη θέα μίας εικόνας ή αγάλματος. Πόσο, λοιπόν, ακοίμητα είναι τα μάτια μας;

Ο αρχαίος Ελληνικός κόσμος είχε αντιληφθεί σε μεγάλο βαθμό την αξία και τη λειτουργία των εικόνων που πολύ προσεκτικά επέλεγε για να ντύσουν την καθημερινότητά του. Ακόμα και ίσως άσχημες για την αισθητική μας εικόνες (άσχημες γιατί ξεχάσαμε τη συμβολική τους γλώσσα) είναι πολύ προσεκτικά διαλεγμένες στον τόπο που θα τοποθετούνταν. Σκεφθείτε λίγο τι απεικονίζεται πολύ συχνά στις ασπίδες των αρχαίων Ελλήνων πολεμιστών που τις βλέπουμε σε αγγεία.

Ήξεραν πολύ καλά, λοιπόν, τους τρόπους που τα αγάλματα είναι δέκτες και υποδοχείς ενέργειας και η τελική τους μορφή συντελούσε σε μεγάλο βαθμό κατά πόσο ήταν λειτουργικά σε αυτό το κομμάτι. Το Λεξικό της Σούδας αναφέρει κάποιον Ηραΐσκο από την πόλη της Αλεξάνδρειας που περιγράφει την ανταλλαγή αυτής της ενέργειας. Λέει, λοιπόν τα εξής το αντίστοιχο λήμμα για τον Ηραΐσκο:
«Ο Ηραΐσκος εκ γενετής είχε την ικανότητα να διαισθάνεται τα ζώντα από τα μη ζώντα ιερά αγάλματα. Πράγματι, μόλις έστρεφε το βλέμμα του στο άγαλμα δεχόταν ένα κύμα ενθουσιασμού στην καρδιά και αναπηδούσε το σώμα και η ψυχή του, σαν να καταλαμβανόταν από θεία ενέργεια. Εάν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το άγαλμα εκείνο ήταν άψυχο και άμοιρο θείας επίπνοιας.»
Τα αγάλματα σαν πρότυπα ομορφιάς και ευγονικής: Ο πρωτοπόρος για την εποχή του (3ος αι. π.Κ.Ε.) ιατρός Ηρόφιλος από την Αλεξάνδρεια υποστήριζε ότι η αίσθηση της όρασης λειτουργεί ως εξής: το «εσωτερικό πνεύμα» που βρίσκεται στο μάτι είναι αυτό που συλλαμβάνει τις εικόνες. Πάνω, λοιπόν, στο πνεύμα αποτυπώνεται το οποιοδήποτε αντικείμενο είναι ορατό και το πνεύμα το μεταφέρει στα νεύρα σαν πληροφορία και εκείνα με την σειρά τους την αποτυπώνουν στην ψυχή εκείνου που βλέπει. Ακόμα και αν σήμερα η επιστήμη διαφωνεί με τον Ηρόφιλο βλέπετε πόσο σημαντικό ήταν για τους αρχαίους ποια εικόνα με τη μορφή ενέργειας, σκεπτομορφής ή ενθουσιασμού θα φόρτιζε τη ψυχή τους μέσω της όρασης. Θυμηθείτε και πάλι τι σημαίνει άγαλμα.

Η παράδοση λέει ότι όταν η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της παραδέχθηκε ότι γεννήθηκε με έναν τόσο άθλιο χαρακτήρα που την οδήγησε σε αυτήν την πράξη, γιατί όταν εκείνη ήταν ακόμα στην κοιλιά της μητέρας της, η μητέρα της δεν φρόντισε να περιτριγυρίζεται από περικαλλή αγάλματα. Η άποψη ότι τα χαρακτηριστικά των παιδιών προσδιορίζονται από τις σκέψεις των γονέων τους, κυρίως από την μητέρα την στιγμή της σύλληψής τους ήταν αρκετά διαδεδομένη.

Ο προ-σωκρατικός φιλόσοφος Εμπεδοκλής υποστήριζε ότι υπήρχαν περιπτώσεις όπου συχνά γυναίκες που κυοφορούαν ερωτεύονταν αγάλματα και αργότερα έφερναν στον κόσμο απογόνους που έμοιαζαν στο αντικείμενο του πόθου τους. Ο Ηλιόδωρος στα Αιθιοπικά(4.8) αναφέρει ότι από ένα ζευγάρι γονέων που ήταν και οι δύο μαύροι ήρθε στον κόσμο ένα λευκό κοριτσάκι. Η ίδια η μητέρα ομολογεί ότι την στιγμή της σύλληψής της κοιτούσε μία εικόνα όπου απεικόνιζε μία ερωτική σκηνή με την Ανδρομέδα γυμνή και τον Περσέα.

Για να μην υπάρχουν ανάλογες περιπλοκές, ο Γαληνός απαγόρευε την ύπαρξη ζωγραφικών πινάκων στα υπνοδωμάτια γιατί μπορεί η σύλληψη να έχει ως αποτέλεσμα μία τερατογένεση, αφού υπάρχει η πιθανότητα η φαντασία της μητέρας να διεγερθεί από μία μη πρέπουσα εικόνα. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης συμβούλευε (Πολιτικά, 7.18) τις μητέρες να κρατούν το πνεύμα τους όσο πιο ήσυχο γίνεται.

Έτσι, λοιπόν, ένας άλλος σπουδαίος ιατρός του 2ου αιώνα μ.Κ.Ε., ο Σωρανός από την Έφεσο υπογραμμίζει ότι η ποιοτική κατάσταση της ψυχής την ώρα της συνουσίας επιφέρει μεταβολές στα παιδιά που θα ενδέχεται να γεννηθούν. Συμβουλεύει τις μητέρες ότι για να αποφύγουν τη γέννηση ενός άσχημου παιδιού εξαιτίας των αλλόκοτων φαντασιών της ψυχής, όταν αυτή βρίσκεται υπο την επήρεια οποιασδήποτε μέθης, καλό θα ήταν να είναι νηφάλιες την ώρα της ερωτικής συνουσίας γιατί
«η ομοιότητα των γεννηθέντων τέκνων προς τις μητέρες τους αφορά όχι μόνο το σώμα, αλλά και στην ψυχή» (ΓυναικείωνΑ, 1.39).
Οι άσχημες ή μη πρέπουσες εικόνες στην συγκεκριμένη περίπτωση της σύλληψης έχουν μεγάλη σημασία για τον Σωρανό καθώς αναφέρει ότι κάποιες γυναίκες κατά τη διάρκεια της συνουσίας τους έβλεπαν πιθήκους και γέννησαν παιδιά πιθηκόμορφα. Σε αντιπαράθεση αυτού, συνεχίζει ο Σωρανός, ο κυβερνήτης των Κυπρίων αν και ήταν άσχημος, όταν πλησίαζε ερωτικά τη σύζυγό του την υποχρέωνε να βλέπει όμορφα αγάλματα, με αποτέλεσμα να γίνει πατέρας όμορφων παιδιών. Ακόμα και στην περίοδο που ζευγαρώνουν τα άλογα, εκείνοι που τα εκτρέφουν κρατούν μπροστά στα θυληκά για να τα βλέπουν αρσενικά άλογα ευγενικής καταγωγής.

Μία εικόνα χίλιες σκέψεις: Αν όλα αυτά σας φαίνονται υπερβολικά ρίξτε μία ματιά γύρω σας και κοιτάξτε τι από όλα αυτά που έχει δημιουργήσει το ανθρώπινο χέρι σας δημιουργεί αγγαλίαση και μιλάει στην καρδιά σας; Αν δεν βρείτε τίποτα, κοιτάξτε τις εικόνες, τα γλυπτά και τα αγάλματα που κοσμούν το περιβάλλον σας. Κοιτάξτε τις εικόνες και τους ήχους που μας πλημμυρίζουν καθημερινά. Όλα αυτά μας μιλάνε, ακόμα και αν δεν τα ακούμε και αποτυπώνουν τις κακέκτυπές τους μορφές στην ψυχή μας.

Είναι σε έναν μονόλογο μαζί μας γιατί συντονίζονται σε αυτή την συχνότητα «της παράδοσης άνευ όρων.» Μην αναρωτιέστε γιατί πάμε όπως πάμε κατά διαόλου σήμερα. Αν σας ενοχλούν αυτά που «κοσμούν» τους χώρους που ζείτε και εργάζεστε μην τα κοιτάτε παθητικά. Είπαμε…είναι πομποί, αλλά και δέκτες και θα κλείσω με ένα πολύ όμορφο κομμάτι από την εισαγωγή της του σχολιαστή της Ελληνικής έκδοσης του Περί Αγαλμάτων(εκδ. Ηλιοτρόπιον):
«Αν θέλαμε να διακρίνουμε αδρομερώς την ανθρωπότητα, θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι διαιρείται σε τρεις κατηγορίες: Σε αυτούς που φτιάχνουν αγάλματα, σε αυτούς που τα καταστρέφουν και στο επαμφοτερίζον πλήθος. Με άλλα λόγια: στους Δημιουργούς, τους Καταστροφείς και τους Αδιάφορους. Το επαμφοτερίζον πλήθος είναι που κάνει τη ζυγαριά να γέρνει πότε από τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση. Δημιουργικότητα και καταστροφικότητα φαίνεται πως έχουν κοινή ενεργειακή βάση, αλλά εντελώς διαφορετική πορεία. Η πρώτη είναι δρόμος, ενώ η δεύτερη σύνδρομο. Συχνά η ανικανότητα προς δημιουργία «δημιουργεί» ικανότητα προς καταστροφή.»
Το έργο του Πορφυρίου αν και είχε την ίδια τύχη με τα ακρωτηριασμένα αγάλματα, συνεχίζει να μιλάει μέσα από τους ακρωτηριασμένους του βραχίονες, ίσως γιατί αυτά που λέει δεν κατοικούσαν πότε πίσω από τις γραμμένες από χέρι λέξεις.

Για την συγγραφή χρησιμοποιήθηκε το ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ - ΠΕΡΙ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ.

Όλα τα “έργα τέχνης” και τα αγάλματα είναι του  “καλλιτέχνη” Alejandro Colunga σκέψου λοιπόν, να έχεις στο δωμάτιο σου, κάποιο από τα έργα της ζωγραφικής του, τι παιδί θα κάνεις ή τι σκεπτομορφές αναπτύσσεις. Δεν είναι φυσικά ο μόνος, ενδεικτικά τον αναφέρω, δες Η Σαυροειδής Αδελφότητα του Vigeland Park επίσης Sfera con Sfera συνέχισε Yvon Le Bellec “Κένταυρος – Λασέρτα” … Κήπος των τεράτων (Monster Park) … Maman the Spider και όχι δεν έχει τέλος ο κατάλογος των «καλλιτεχνών» της μπαρούφας όπως μπορείς να δεις γύρω σου, ή μήπως δεν είναι και τόσο μπαρούφα αλλά κάτι άλλο;
Η Τέχνη, της Τέχνης για την διαμόρφωση της Πνευματικότητας, είναι τεράστιος, επειδή ακριβώς επιφέρει την ισορροπία των ψυχικών δυνάμεων και βάσει αυτού, επέρχεται και ισορροπία του πολιτισμού, εφ’ όσον μειώνεται στο ελάχιστο η καταδυνάστευση από μονοκρατορικές δυνάμεις και γιατί το ωραίο που συνεισφέρει η τέχνη, αφαιρεί τις αιχμές από την σκληρή πραγματικότητα.
Η τέχνη επιβάλλεται να παριστάνει ωραία πράγματα, παρά ίσως ανατριχιαστικά, όπως συμβαίνει με τα εκτρώματα που πιο πάνω βλέπετε, και εμβολιάζουν τους ανθρώπους με το μικρόβιο του κακού, το οποίο παρασταίνεται ακριβώς για να αποκτήσει ανοσία ο οργανισμός του και να μην ρυμουλκηθεί ποτέ, σε τέτοιες ή παρόμοιες καταστάσεις. Χαρά στον άνθρωπο και στην κοινωνία, που έχουν, όχι τυπική, αλλά ζωτική σχέση με την τέχνη. Αυτοί μπορούν να είναι βέβαιοι ότι και οι δυσκολότερες στιγμές τους μπορούν να γίνουν τραγούδι, χορός, χειροτέχνημα.
Ότι και να καταλαβαίνει ο καθένας, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του πάντα οι συμβολισμοί έχουν και ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ. Αυτό επιλέγει να το ξεχνάει ο άνθρωπος που κοιτάει την δουλειά – δουλεία του. Αναρωτήσου επίσης τι είναι οι εικόνες που βλέπεις πιο πάνω και τι ο “καλλιτέχνης” διάλεξε ή του επέβαλαν να απεικονίσει σε κοινή θέα για να μην ξεχνιέται ο άνθρωπος,  ως προς το ποιοί είναι οι θεοί του και νάχει τον νού του, σε τι πρέπει σκύβει το κεφάλι και να πιστεύει, είτε το ξέρει είτε όχι. Μάθε και δράσε αναλόγως, αν προλάβεις.

Η Επανάσταση του Παλιμπαιδισμού Κατά τον Λάβκραφτ η πύλη που ανοίχτηκε για το πέρασμα των μεγάλων παλαιών νοείται ως μια δύναμη που δεν ανήκει στο δικό μας χώρο, αλλά ενεργεί και διαμορφώνεται από άλλους νόμους. Οι περιγραφές που δίνει για τον φρουρό της πύλης, τον Γιογκ Σοθόθ και την εκδήλωσή του στο δικό μας χωροχρονικό συνεχές δεν είναι σαφείς, αλλά κάνουν νύξη για κάτι πελώριο και αόριστα ερπετοειδές, ένα κράμα χταποδιού, σαρανταποδαρούσας και αράχνης (το ‘πιασες το νόημα των εικόνων;) Καλά το χταπόδι στην σχάρα με λαδόξυδο, μια χαρά είναι, τα υπόλοιπα όμως;

Ο Κέννεθ Γκραντ τον περιγράφει σαν μια μάζα από ιριδίζουσες φυσαλίδες ή σφαίρες. Ενώ ή Μπλαβάτσκυ μας δίνει μια εικόνα για τις τελετές των Γεζίντι, κατά τις οποίες λέγεται ότι εμφανίζονταν τεράστιες σφαίρες φωτιάς που παίρνουνε την μορφή των πιο αλλόκοτων ζώων. !!!

Ο Γιογκ Σοθόθ σχετίζεται έμμεσα με τον θεό των Γεζίντι. Το όνομά του ίσως να αναλύεται ετυμολογικά σε “Αιώνα του Σετ-Θωθ” ή “Πατέρας Θεός Σετ-Θωθ”, του αντίστοιχου αιγυπτιακού Σατανά που αποτέλεσε μια άλλη όψη του φιδιού-παγωνιού.

Αλλά και σε άλλες παραλλαγές με την ίδια ρίζα της λέξης Αμαλήκ, ξαναβρίσκουμε τον Μελέκ Ταούς, τον βιβλικό δαίμονα Αντραμμελέχ και τους μυστηριώδεις Αμαληκίτες ή Υξώς. Αυτοί ήρθανε από τα ανατολικά από την Αραβία και αναγνώρισαν στον αιγυπτιακό θεό Σετ τον δικό τους Σουτέχ ή Μπααλ και εγκαθίδρυσαν έτσι την λατρεία αυτού του σκοτεινού θεού αντί του φωτεινού του αδελφού, του Όσιρι. Οι Αμαληκίτες και το όνομα Αμαλήκ σχετίζονται με το φίδι της Εδέμ, τον Σαμαήλ, Φαρμάκι του Θεού, έναν από τους επτά αγγέλους που ζευγάρωσαν με τις κόρες των ανθρώπων.
“Αλλά τη μορφή τους κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει, εκτός μονάχα στα χαρακτηριστικά των τέκνων που Εκείνοι γέννησαν στην ανθρωπότητα”.
Ο Λάβκραφτ γράφει για τους φοβερούς Υξώς:
“Για την λατρεία τους λέγεται ότι το κέντρο βρίσκεται στις απάτητες ερήμους της Αραβίας, όπου η Ιρέμ, η πόλη των Κιόνων, ονειρεύεται κρυμμένη και ανέγγιχτη”.
Και αλλού:
“Ίσως ήταν αυτός που ορισμένες μυστικές λατρείες της Γης ανέφεραν ψιθυριστά σαν Γιογκ Σοθόθ κι ο οποίος ήταν μια θεότητα κάτω από άλλα ονόματα”.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου