Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Η αραμαϊκή γλώσσα

Το όνομα της γλώσσας προέρχεται από εκείνο των Αραμαίων, οι οποίοι μνημονεύονται για πρώτη φορά τον ενδέκατο αιώνα π.Χ., όταν ο Ασσύριος αυτοκράτοραςTiglathpileser Ι αναφέρει ότι τους αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής εκστρατείας στη Συρία. Εκεί δημιούργησαν διάφορα μικρά βασίλεια που έφτασαν ανατολικά μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Αρκετά από αυτά αναφέρονται στη Βίβλο, συμπεριλαμβανομένης της Δαμασκού.

Κατά την εποχή που κατέρρευσε η μοναρχία του Ισραήλ, στις αρχές του έκτου αιώνα, η Αραμαϊκή είχε γίνει η lingua franca της αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Χαρακτηριστική ένδειξη γι’ αυτό το ρόλο της αποτελεί μια επιστολή στα αραμαϊκά που βρέθηκε στην Αίγυπτο και καταγράφει το αίτημα μιας πόλης των Φιλισταίων (πιθανώς της Εκρών) για αιγυπτιακή βοήθεια εναντίον του στρατού της Βαβυλώνας στα τέλη του έβδομου αιώνα π.Χ.

Οι Ιουδαίοι που αιχμαλωτίσθηκαν από τον Ναβουχοδονόσορα το 586 π.Χ. υιοθέτησαν την αραμαϊκή γλώσσα μαζί με την αραμαϊκή γραφή (η εβραϊκή γλώσσα νωρίτερα γραφόταν με φοινικικούς χαρακτήρες, που ονομάζονται μερικές φορές Παλαιο-εβραϊκή γραφή). Ως εκ τούτου, η βιβλική γραμματεία που γράφτηκε μετά την εξορία στη Βαβυλώνα επηρεάστηκε έντονα από την Αραμαϊκή, ενώ τμήματα των βιβλίων του Δανιήλ και του Έσδρα είναι γραμμένα σ’ αυτήν. Αργότερα η Αραμαϊκή χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας, καθώς και μεταξύ διαφόρων χριστιανικών ομάδων (λ.χ. συριακή εκκλησία), αλλά και από τους Σαμαρείτες, τους Μανδαίους και τους Nαβαταίους. Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από ελάχιστες απομονωμένες κοινότητες μέχρι και σήμερα. Ανάμεσα σε αυτές είναι μικρές ομάδες στη Συρία, την Τουρκία και το Ιράκ, καθώς και οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί από το Κουρδιστάν, το σύνολο σχεδόν των οποίων έχει πλέον μεταναστεύσει στο Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Αραμαϊκή είναι ένας από τους δύο κύριους κλάδους της βορειοδυτικής σημιτικής (ο άλλος κλάδος, που ονομάζεται χαναανιτικός, περιλαμβάνει τα εβραϊκά). Λόγω της μακράς ιστορίας της και της ευρείας χρήσης της, χωρίζεται σε διάφορες διαλέκτους, με βάση χρονικούς και γεωγραφικούς παράγοντες. Τα αρχαιότερα σωζόμενα κείμενα στην Αραμαϊκή, που γράφτηκαν μεταξύ του δέκατου και του έβδομου αιώνα π.Χ., λέμε ότι είναι στην Παλαιά ή Αρχαία Αραμαϊκή. Πηγές από τον έκτο έως τον τρίτο αιώνα π.Χ. ανήκουν στην Επίσημη, Αυτοκρατορική, ή Πρότυπη Λογοτεχνική Αραμαϊκή, επειδή εκδηλώνουν έναν βαθμό τυποποίησης, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η γλώσσα χρησιμοποιήθηκε για διοικητικούς σκοπούς από την Περσική Αυτοκρατορία, η οποία τελικά έφτασε από την Αίγυπτο μέχρι την Ινδία. Αυτή είναι η διάλεκτος που απαντά στη Βίβλο.Η πτώση της Περσίας οδήγησε στην διαφοροποίηση τις διαλέκτους των διαφόρων περιοχών. Αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγήσει την αναφορά στην χαρακτηριστική προφορά του Πέτρου στον Ματθ.26.73. Παρά το γεγονός ότι η Ελληνική γινόταν όλο και πιο σημαντική στην Ιουδαία εκείνη την περίοδο, η Αραμαϊκή συνέχισε να διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο στην εβραϊκή ζωή και τον πολιτισμό, έως ότου εκτοπίστηκε από την Αραβική πολλούς αιώνες αργότερα. Η γλώσσα αυτής της περιόδου, ​​η οποία εκτείνεται από τον δεύτερο αιώνα π.Χ. ως τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., χαρακτηρίζεται ως Μέση Αραμαϊκή. Αυτή είναι η μορφή της Αραμαϊκής στους Παπύρους της Νεκρής Θάλασσας και στην Καινή Διαθήκη. Άλλες διάλεκτοι αυτής της περιόδου είναι αυτές των Ναβαταίων, των πόλεων της Παλμύρας (βιβλική Tadmor) και της Έδεσσας της Συρίας, καθώς και της Χάτρα, η οποία βρίσκεται στη Μεσοποταμία.

Κείμενα από το δεύτερο έως τον ένατο αιώνα μ.Χ. (ή μερικές φορές και αργότερα) αποτελούν την Ύστερη Αραμαϊκή. Αυτά περιλαμβάνουν τα γραπτά των εβραϊκών κοινοτήτων της Παλαιστίνης και της Βαβυλώνας, καθώς και των Χριστιανών και των Σαμαρειτών στη Δύση, των Μανδαίων και των συριακών κοινοτήτων στην Ανατολή. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Αραμαϊκή χρησιμοποιείται ακόμα σήμερα. Οι διάλεκτοι αυτών των κοινοτήτων αποτελούν τη Σύγχρονη Αραμαϊκή.

Ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αραμαϊκής είναι μερικές χαρακτηριστικές λέξεις, όπως bar αντί ben για τον «γιο», qodem αντί lipnê για το «πριν». Διατηρεί επίσης το μακρύ α, το οποίο έγινε μακρό o στις χαναανιτικές γλώσσες. (Αυτή είναι η λεγόμενη χαναανιτική μετατόπιση). Έτσι, η λέξη για το «καλό» εμφανίζεται ως tab στα αραμαϊκά αντί tob στα εβραϊκά.Τα ουσιαστικά πληθυντικού αριθμού σημειώνονται με την κατάληξη -n στα αραμαϊκά, όπου η εβραϊκή χρησιμοποιεί -m. Η αρσενική κατάληξη ήταν -in και η θηλυκή -an, αν και μερικοί πληθυντικοί θηλυκών τελειώνουν σε -at. Υπό το φως της χαναανιτικής μετατόπισης, αυτή η τελευταία κατάληξη μπορεί να αναγνωριστεί ως ισοδύναμη με την εβραϊκή -ot.Όπως στη βιβλική Εβραϊκή, έτσι και στην Αραμαϊκή τα ρήματα εμφανίζονται με δύο βασικούς τύπους ως προς το χρόνο ή το ποιόν ενεργείας: ο πρώτος χαρακτηρίζεται από επιθήματα («τετελεσμένο ποιόν») και ο άλλος από προθήματα («ατελές ποιόν»). Αυτά τα προθήματα και τα επιθήματα είναι πολύ όμοια μ’ εκείνα της Εβραϊκής, αν και τα φωνήεντα (τουλάχιστον όπως πιστοποιείται από τη βιβλική Αραμαϊκή) δεν είναι τα ίδια.

Η Καινή Διαθήκη περιέχει περιστασιακά φράσεις ή ακόμη και προτάσεις στα αραμαϊκά, αν και φυσικά είναι γραμμένες με ελληνικά γράμματα. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν την αναφορά στο Θεό ως αββά («πατέρας»), το σύνθημα μαραναθά («κύριέ μας, έλα») και την εντολή του Ιησού στο νεκρό κορίτσι ταλιθά κουμ («σήκω κοριτσάκι»). Υπάρχει ακόμη και ένας ολόκληρος βιβλικός στίχος στα αραμαϊκά, όταν ο Ιησούς απαγγέλλει τον Ψαλμό 22.02, ενώ κρέμεται στο σταυρό, σύμφωνα με τον Ματθ. 27.46 και τον Μάρκο 15.34. Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι βρίσκουμε αραμαϊκά στοιχεία στην Καινή Διαθήκη, λαμβάνοντας υπόψη το καθεστώς της εν λόγω γλώσσας ως lingua franca της Ιουδαίας κατά την εποχή του Ιησού. Αυτό εξηγεί ασφαλώς και τα πολλά κύρια ονόματα που είναι σαφώς αραμαϊκής προέλευσης: Γολγοθάς, Μάρθα, Tαβιθά, Kηφάς. Η επαναλαμβανόμενη χρήση της φράσης «υιός του ανθρώπου» πιθανώς αντικατοπτρίζει αραμαϊκή επιρροή, δεδομένου ότι η γλώσσα αυτή αναφέρεται συνήθως σε έναν άνθρωπο με την περίφραση bar nas(γιος ανθρώπου).

Πέρα από τη γλωσσική τους αξία τα αραμαϊκά κείμενα αποτελούν πολύτιμη πηγή για την κατανόηση του ιστορικού υποβάθρου της Βίβλου. Αυτό προκύπτει σαφώς από τις άφθονες αναφορές της στην αλληλεπίδραση των Ισραηλιτών με τους Aραμαίους. Σύμφωνα με το Δευτ. 26.5 οι πρόγονοί του Ισραήλ ήταν συγγενείς με τους Aραμαίους, ένα σημείο που εκφράζεται με τις γενεαλογίες της Γένεσης, οι οποίες περιγράφουν τον Αράμ ως εγγονό του αδελφού τού Αβραάμ (22.20-21). Δεν αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι οι πατριάρχες αλληλεπιδρούσαν με τους συγγενείς τους από την περιοχή αυτή σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως πηγαίνοντας σ’ αυτούς για να βρουν κατάλληλες συζύγους (Γεν. 24.1-10, 28.1-5). Ο Βαθουήλ και ο Λάβαν, οι πατέρες της Ρεβέκκας, της Λείας και της Ραχήλ, αποκαλούνται Aραμαίοι.

Κατά τη διάρκεια της μοναρχίας το Ισραήλ είχε πολλές και πολύπλοκες σχέσεις με τους Aραμαίους. Οι Ισραηλίτες είχαν σε διάφορες χρονικές περιόδους υποδεέστερη ή δεσπόζουσα θέση επί των Aραμαίων. Στο όγδοο αιώνα οι Aραμαίοι συμμάχησαν με το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ και τους Φοίνικες της Τύρου σε μια προφανή προσπάθεια να δημιουργηθεί μια συμμαχία που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την Ασσυρία. Όταν ο βασιλιάς του νότιου βασιλείου του Ιούδα Άχαζ αρνήθηκε να συμμετάσχει, η συμμαχία προσπάθησε να τον αντικαταστήσει με ένα βασιλιά της δικής της επιλογής. Τότε αυτός στράφηκε στην Ασσυρία για βοήθεια, με αποτέλεσμα ο Tiglathpileser III να κατακτήσει τη Δαμασκό, φέρνοντας το τέλος της αραμαϊκής δύναμης και αυτονομίας. Ο Άχαζ ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από ένα βωμό που είδε στη Δαμασκό, ώστε έχτισε μια απομίμηση μέσα στην ίδια την Ιερουσαλήμ.

Αυτά τα γεγονότα δείχνουν σαφώς ότι υπήρχε πλούσια πολιτική και πολιτιστική αλληλεπίδραση μεταξύ του Ισραήλ και των γύρω αραμαϊκών βασιλείων. Αυτό το γεγονός έχει πλέον επιβεβαιωθεί και από μια αραμαϊκή επιγραφή που ανακαλύφθηκε κατά την περίοδο 1993-1994 στο Τελ Νταν στο βόρειο Ισραήλ. Φαίνεται να έχει γραφεί για λογαριασμό ενός Αραμαίου ηγεμόνα του ένατου αιώνα, ο οποίος αναφέρει ότι σκότωσε κάποιον βασιλιά από τον οίκο του Δαβίδ. Αυτό υποδηλώνει ότι το νότιο βασίλειο του Ιούδα είχε εμπλακεί σε μια μάχη ενάντια στους αραμαϊκούς λαούς στην περιοχή αυτή.Η μόνη άλλη αραμαϊκή επιγραφή που αναφέρει μια βιβλική προσωπικότητα ανακαλύφθηκε το 1930 στο Όρος των Ελαιών. Ίσως γραμμένη προς το τέλος της περιόδου του Δεύτερου Ναού, αναφέρει ότι τα οστά του βασιλιά του Ιούδα Οζία είχαν μεταφερθεί εκεί, πιθανώς από την περιοχή έξω από την πόλη, όπου είχαν ταφεί σύμφωνα με το 2 Χρ. 26.23. (Αντίθετα, το 2 Βασ. 15.07 αναφέρει ότι θάφτηκε στην πόλη).

Ένα ολόκληρο αρχείο εγγράφων που συντάχθηκαν από τους Εβραίους μισθοφόρους, οι οποίοι υπηρετούσαν σε μια περσική στρατιωτική αποικία στα νότια σύνορα της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια του πέμπτου προ-χριστιανικού αιώνα, βρέθηκε στο νησί της Ελεφαντίνης, το οποίο βρίσκεται απέναντι από τον οικισμό της Συήνης, ακριβώς βόρεια του πρώτου καταρράκτη του Νείλου. Αυτά τα έγγραφα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία των Εβραίων κατά τον χρόνο περίπου που οι Ιουδαίοι εξόριστοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους μετά την βαβυλώνια αιχμαλωσία.

Αρκετά ακόμα αραμαϊκά έγγραφα έχουν βρεθεί σε κοντινές περιοχές. Αυτά περιλαμβάνουν παπύρους από το Wadi ed-Daliyeh, που προφανώς γράφτηκαν στη Σαμάρεια κατά το μέσο του τέταρτου αιώνα. Παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενό τους είναι κυρίως νομικό, αναφέρουν πολλά άτομα με σαφώς γιαχβιστικά ονόματα, καθώς και έναν αξιωματούχο που ονομάζεται Sanballat, το ίδιο όνομα με αυτό του αξιωματούχου, ο οποίος αναφέρεται στο βιβλίο του Έσδρα (αν και τα κείμενα αυτά γράφτηκαν σχεδόν έναν αιώνα αργότερα από την περίοδο του Έσδρα). Άλλη αλληλογραφία που βρέθηκε στην περιοχή γράφτηκε από έναν αξιωματούχο περσικής καταγωγής και οικογένειες που ζούσαν στο Λούξορ και την Συήνη.

Εκτός από αυτά τα κείμενα, τα οποία αφορούν σαφώς τους αρχαίους Ισραηλίτες και Ιουδαίους, υπάρχουν αρκετές επιγραφές από τα αρχαία αραμαϊκά βασίλεια. Μία από αυτές, που βρέθηκε κοντά στο Χαλέπι, μιλά για έναν ηγεμόνα Bar Haddad, βασιλιά του Αράμ. Παρά το γεγονός ότι αυτό το όνομα ήταν κοινό για πολλούς διαφορετικούς ηγεμόνες της Δαμασκού για τους οποίους έχουμε άλλες πληροφορίες, μια προσεκτική εξέταση της στήλης υπέδειξε ότι πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό άτομο. Άλλες επιγραφές είναι από τον Zakkur, έναν ηγεμόνα του όγδοου αιώνα.

Εκτός από τις άμεσες γλωσσικές και ιστορικές συνδέσεις, είναι δυνατόν κανείς να συλλέξει χρήσιμες γνώσεις σχετικά με τον πολιτισμό και την βιβλική θεολογία και από τα αραμαϊκά κείμενα που δεν αφορούν άμεσα ανθρώπους ή γεγονότα που αναφέρονται στη Βίβλο. Για παράδειγμα, μια επιγραφή από το Tell Fekheriye (αρχαίο Sikan) χαρακτηρίζει το άγαλμα πάνω στο οποίο είναι χαραγμένη ως slm και dmwt με έναν τρόπο που υπαινίσσεται ότι αυτές οι λέξεις ήταν συνώνυμες. Η επιγραφή αυτή, ως εκ τούτου, συχνά παρατίθεται προκειμένου να βοηθήσει στη διευκρίνηση της σημασίας της δήλωσης της Βίβλου ότι τα ανθρώπινα όντα είναι κατ' εικόνα (selem) και καθ' ομοίωση (damût) του Θεού.

Μεταξύ των παπύρων της Ελεφαντίνης βρέθηκε μια συλλογή από παροιμίες που αποδίδονται σε έναν σοφό άνθρωπο με το όνομα Ahiqar, ο οποίος λέγεται ότι υπηρέτησε ως σύμβουλος του βασιλιά των Ασσυρίων Sennacherib. Η ιστορία του Ahiqar ήταν ήδη γνωστή σε μια ποικιλία εκδόσεων, οι οποίες έχουν παράλληλα με διάφορες βιβλικές αφηγήσεις. Οι παροιμίες στη μέση αυτού του κειμένου ανήκουν στην ίδια παράδοση με ένα μεγάλο μέρος της σοφιολογικής γραμματείας της Βίβλου.

Πολλά βιβλία από τα απόκρυφα και ψευδεπίγραφα γραπτά επίσης φαίνεται να έχουν συντεθεί στα αραμαϊκά, αν και έχουν συνήθως επιβιώσει σε άλλες γλώσσες. Ωστόσο, αραμαϊκά αντίγραφα του Τωβίτ, του Ενώχ και μια μορφή της Διαθήκης του Λευί τώρα έχουν βρεθεί μεταξύ των Παπύρων της Νεκρής Θάλασσας. Από την ίδια περιοχή προέρχονται επίσης αραμαϊκές επιστολές του ηγέτη των Εβραίων του δεύτερου αιώνα μ.Χ. Simon Bar-Kosiba (Bar Kokhba).Υπάρχουν επίσης διάφορες συλλογές από αραμαϊκά κείμενα που είναι σημαντικές για την ιστορία του Χριστιανισμού και περιλαμβάνουν υλικό σχετικό με την κατανόηση της Βίβλου και το πώς έχει ερμηνευτεί. Τα πιο σημαντικά μεταξύ αυτών είναι τα γραπτά της συριακής χριστιανικής κοινότητας, τα οποία είναι γραμμένα σε μια διάλεκτο που λεγόταν Συριακή. Αυτή είναι η γλώσσα της Πεσίτα, μιας αρχαίας μετάφρασης της Βίβλου, η οποία είναι σημαντική για το φως που μπορεί να ρίξει στο αρχικό κείμενο της Βίβλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου