Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Ο Δημιουργός

Κανένας δεν τον είδε όταν ξεμπάρκαρε μέσα στην ομόθυμη νύχτα, κανένας δεν είδε το κανό από μπαμπού που χωνόταν στην ιερή λάσπη, μα, λίγες μέρες αργότερα, όλοι ήξεραν ότι ο σιωπηλός άνθρωπος ερχόταν από το νοτιά κι ότι πατρίδα του ήταν ένα από τ’ αμέτρητα χωριά που βρίσκονται προς τις πηγές του ποταμού, στην απότομη πλαγιά του βουνού, εκεί όπου η γλώσσα δεν έχει διαβρωθεί από τα ελληνικά και η λέπρα σπανίζει.

Το βέβαιο είναι ότι ο μουντός εκείνος άνθρωπος φίλησε τη λάσπη, σκαρφάλωσε στην όχθη χωρίς να παραμερίσει (ίσως χωρίς να αισθανθεί) τα κοφτερά χαμόδεντρα που του πλήγωναν τη σάρκα, και γλίστρησε, ζαλισμένος και ματωμένος, ώς τον κυκλικό περίβολο που πάνω του δεσπόζει ένα πέτρινο άλογο ή τίγρη και που, κάποτε, είχε το χρώμα της φωτιάς και τώρα το χρώμα της στάχτης.
Αυτός ο κύκλος είναι κάποιος ναός που, παλιά, τον κατασπάραξαν οι πυρκαγιές και τον βεβήλωσε το βαλτωμένο δάσος, και που το θεό του δεν τον τιμούν πια οι άνθρωποι.
 
Ο ξένος ξάπλωσε κάτω απ’ το βάθρο.Τον ξύπνησε ο ήλιος ψηλά. Σιγουρεύτηκε, χωρίς να παραξενευτεί, πως οι πληγές του είχαν γιατρευτεί· έκλεισε τα ξεθωριασμένα μάτια του και κοιμήθηκε, όχι γιατί δεν άντεχε το σώμα του, αλλά γιατί έτσι είχε αποφασίσει. Ήξερε ότι εκείνος ο ναός ήταν ο τόπος που ζητούσε ο ακατανίκητος σκοπός του.
 
Ήξερε ότι τα πυκνά δέντρα δεν μπόρεσαν να στραγγαλίσουν τα ερείπια ενός άλλου ναού, στην κάτω μεριά του ποταμού, ενός ναού κάποιων θεών που κάηκαν και πέθαναν κι εκείνοι· ήξερε ότι αυτό που έβιαζε, ήταν ο ύπνος. Γύρω στα μεσάνυχτα, τον ξύπνησε η απαρηγόρητη στριγκλιά ενός πουλιού.

Χνάρια από ξυπόλυτα ποδάρια, λίγα σύκα, ένα σταμνί, τον έκαμαν να καταλάβει πως οι άνθρωποι της περιοχής είχαν παραφυλάξει με σεβασμό τον ύπνο του και ζητούσαν την προστασία του ή φοβόvταν τα μάγια του. Ένιωσε το σύγκρυο του φόβου, έψαξε στα γκρεμισμένα τείχη την κόγχη ενός κεvοτάφιου και σκεπάστηκε με κάτι παράξενα φύλλα.
 
Ο σκοπός του, αν και υπερφυσικός, μ’όλο που ξεπερνούσε τα μέτρα της φύσης, δεν ήταν κάτι το αδύνατο. Ήθελε νά τόν ονειρευτεί ολόκληρο, μέ κάθε λεπτομέρεια καί νά τόν μεταφέρει στήν πραγματικότητα. Αυτός ο μαγικός σκοπός, είχε γεμίσει ολόκληρο τό χώρο τής ψυχής του. «Αν κανείς τόν ρωτούσε τ’ όνομά του η κάτι χαρακτηριστικό οπό τήν περασμένη του ζωή, δέ θά κατάφερνε ν’ απαντήσει.
 
Ό εγκαταλειμμένος καί γκρεμισμένος ναός τού ταίριαζε, γιατί ήταν κάτι τό ελάχιστο τού ορατού κόσμου κι ακόμη, τόν βόλευε τό ότι ήταν κοντά οί χωρικοί, πού είχαν αναλάβει νά καλύπτουν τίς λίγες ανάγκες του. Τό ρύζι καί τά φρούτα τών προσφορών τους, ήταν αρκετή τροφή γιά τό κορμί του, πού τό ‘χε τάξει σ’ ένα μοναχά σκοπό τόν ύπνο καί τό όνειρο.
 
Στήν αρχή, τά όνειρά του ήταν ασυνάρτητα· λίγο μετά, έγιναν διαλεκτικής φύσης. ο ξένος ονειρευόταν τόν έαυτό του στό κέντρο ενός κυκλικού αμφιθεάτρου πού, κατά κάποιον τρόπο, ηταν ο καμένος ναός. Σύννεφα σιωπηλοί μαθητές βάραιναν τίς κερκίδες. Τά πρόσωπα τών πιό μακρινών άπ’ αυτούς κρέμονταν πολλούς αιώνες μακριά, σέ αστρικά ύψη. τά χαρακτηριστικά τους όμως, ξεχώριζαν ολοκάθαρα.
 
Ό άνθρωπος τούς δίδασκε ανατομία, κοσμογραφία, μαγεία: εκείνοι άκουγαν αχόρταγα καί προσπαθούσαν νά απαντήσουν έξυπνα, σά νά μαντεύαν τή σημασία αυτής τής εξέτασης, πού θά ελευθέρωνε κάποιον κι άπαυτους από τή φύση τού φάσματος, παραβάλλοντάς τον στόν πραγματικό κόσμο. Ό άνθρωπος, όσο ήταν ξυπνητός αλλά καί ήταν ήταν κοιμισμένος, μελετούσε τίς απαντήσεις τών φαντασμάτων του, χωρίς ν’ αφήνει νά τόν ξεγελάσουν μέ πονηριές καί μάντευε μές στήν αμηχανία τους μιά διαρκώς αυξανόμενη νοημοσύνη. Έψαχνε μιά ψυχή πού θ’ άξιζε νά μπεί μέσα στόν κόσμο.
 
‘Εννιά-δέκα νύχτες αργότερα, κατάλαβε μέ κάποια πίκρα πώς τίποτα δέν μπορούσε νά περιμένει από τούς μαθητές του πού δέχονταν παθητικά τό μάθημά του, ούτε ακόμα κι από κείνους πού, καμιά φορά, αποτολμούσαν κάποια λογική αντιλογία. Οί πρώτοι, αν καί ήταν κάπως συμπαθητικοί καί δέν τούς έλειπε κάποια άξία, δέν θά μπορούσαν νά θεωρηθούν τέλεια άτομα, όσο γιά τούς δούλους, προϋπήρχαν μόνο κάπως περισσότερο.
 
‘Ένα απόγευμα (τώρα καί τ’απογέματα ήταν στήν κυριαρχία τού ύπνου, τώρα δέν έμενε ξύπνιος παρά λίγες ώρες τά χαράματα) σχόλασε γιά πάντα τό μεγάλο φανταστικό σχολείο του κι έμεινε μ’ εναν μόνο μαθητή. Ήταν ενα σιωπηλό κιτρινιάρικο παιδί, δύστροπο μερικές φορές, μέ όψη κοφτερή, πού έμοιαζε μ’ εκείνον πού τ’ ονειρευόταν. Γι’ αρκετό καιρό, δέν τόν ανησυχούσε ή απότομη εξαφάνιση τών συμμαθητών του.

Μετά από λίγα ιδιαίτερα μαθήματα, ή πρόοδός τους έκανε τόν δάσκαλο νά εκπλαγεί. ‘Όμως ή καταστροφή δέν άργησε. Ό άνθρωπος, ανατέλλοντας μιά μέρα από τόν ϋπνο του, σάν μέσα από μιά γλοιώδη έρημο, μέσα στό άδειο φώς τού απογέματος πού μπερδεύτηκε ξαφνικά μέ τήν αυγή, κατάλαβε ότι δέν είχε ονειρευτεί. «Ολη τή νύχτα κι όλη τή μέρα τόν περιτύλιγε ή ανυπόφορη λάμψη τής αγρύπνιας.
 
Ήθελε νά εξερευνήσει τό δάσος, νά εξαντληθεί. μά ίσα ίσα πού πρόλαβε μέσα σέ θάμνους κώνειου. κάτι ριπίσματα αδύναμου ϋπνου, διανθισμένα μέ φευγαλέα, άχρηστα, συνηθισμένα όνειρα. Τού’ρθε νά ξανασυγκεντρώσει τήν τάξη του, μά μόλις πού πρόλαβε νά φωνάξει δυό τρία παραγγέλματα καί οί μορφές παραμορφώθηκαν κι έσβησαν. Στήν απέραντη αγρύπνια του, δάκρυα οργής τού πυρπολούσαν τά γερασμένα του μάτια.
 
Κατάλαβε πώς τό ν’ αποφασίσει κανείς νά μορφοποιήσει τή συγκεχυμένη καί ιλιγγιώδη ϋλη τού ονείρου, είναι τό πιό δύσκολο πράγμα μέ τό όποίο μπορεί νά καταπιαστεί, έστω κι αν μπορέσει νά διεισδύσει σ’όλα τά αινίγματα τής ανώτατης καί τής κατώτατης τάξης πραγμάτων: πιό δύσκολο απ’ τό νά πλέξεις από άμμο ένα σκοινί, ή νά αποτυπώσεις σέ νόμισμα τή μορφή τού όμορφου ανέμου.

Κατάλαβε πώς, στήν αρχή, μιά αποτυχία ήταν αναπόφευκτη.’Υποσχέθηκε στόν εαυτό του νά ξεχάσει τήν τεράστια παραίσθηση πού τόν έκαμε νά χάσει στήν αρχή τό δρόμο του κι έψαξε άλλη μέθοδο εργασίας. Πρίν νά τή δοκιμάσει, αφιερώθηκε ενα μήνα στήν ανανέωση τών δυνάμεων πού τού ‘χε αντλήσει τό παραλήρημα.

’Αφησε κατά μέρος κάθε λογής προετοιμασία νά ονειρευτεί καί, αμέσως σχεδόν, κατάφερε νά κοιμάται ενα λογικό διάστημα κάθε μέρα. Τίς σπάνιες φορές πού ονειρεύτηκε στήν περίοδο αυτή, δέν έδωσε προσοχή στά όνειρά του.Γιά νά ξαναπιάσει δουλειά, περίμενε νά γιομίσει όλότελα ό δίσκος τού φεγγαριού. Τό απόγεμα εκανε λουτρό καθαρμού στά νερά τού ποταμού, δεήθηκε στούς αστρικούς θεούς, πρόφερε τίς μυστικές συλλαβές ένός κραταιού ονόματος καί κοιμήθηκε. Σχεδόν aμέσως, ονειρεύτηκε μιά παλλόμενη καρδιά.
 
Τήν ονειρεύτηκε ζωντανή, θερμή, μυστική, στό μέγεθος γροθιάς, μέ χρώμα πορφυρό μές στό μισόφωτο ένός ανθρώπινου σώματος πού ακόμα δέν είχε ούτε φύλο, ούτε πρόσωπο. Τήν ονειρεύτηκε δεκατέσσερις λαμπερές νύχτες, προσέχοντας στοργικά τήν κάθε λεπτομέρεια. Καί κάθε νύχτα, τήν εβλεπε καθαρότερα. Δέν τήν άγγιζε, μονάχα βεβαιωνόταν γιά τήν παρουσία της, τή μελετούσε καί τή διόρθωνε μέ τό βλέμμα.
 
Τήν ένιωθε, τή ζούσε από διαφορετικές αποστάσεις, από διαφορετικές οπτικές γωνίες.Τήν δέκατη τέταρτη νύχτα ακούμπησε απαλά μέ τό δείχτη τού χεριού τήν πνευμονική αρτηρία κι ύστερα ολόκληρη τήν καρδιά, από έξω καί από μέσα.Ή εξέταση τόν ικανοποίησε.Μιά νύχτα, επίτηδες δέν ονειρεύτηκε.Μετά, ξαναπήρε τήν καρδιά, Επικαλέστηκε τό όνομα ένός πλανήτη κι άρχισε νά ονειρεύεται άλλα βασικά μέλη τού σώματος. Σ’ έναν χρόνο περίπου, έφτασε στό σκελετό, στά βλέφαρα. Τά αναρίθμητα μαλλιά ήταν ίσως ή πιό δύσκολη δουλειά.
 
‘Ονειρεύτηκε εναν ολόκληρο άνθρωπο, ένα παλικάρι, πού όμως δέν σηκωνόταν, δέ μιλούσε, ούτε μπορούσε ν’ ανοίξει τά μάτια του.Νύχτα τή νύχτα τόν ονειρευόταν κοιμισμένο.Στίς γνωστικές κοσμογονίες, οί δημιουργοί πλάθουν εναν κοκκινωπό ‘Αδάμ πού δέν μπορεί νά σηκωθεί. Τόσο χοντροφτιαγμένος καί πρωτόγονος όπως κι εκείνος ό χωματένιος ‘Αδάμ, ήταν καί ό ‘Αδάμ τού ονείρου πού έφτιαξαν οί κουραστικές νύχτες τού μάγου.’Ένα απόγεμα, κατάστρεψε σχεδόν ολόκληρο τό έργο του, αλλά μετάνιωσε (Θά ‘ταν καλύτερα γι’ αυτόν νά τό ‘χε καταστρέψει).
 
Έχοντας εξαντλήσει τίς επικλήσεις του στίς θεότητες τής γής καί τού ποταμού, πέφτει στά πόδια τού ειδώλου, πού ήταν πουλάρι ίσως ή τίγρη καί ζήτησε βοήθεια από τήν άγνωστη δύναμή του.

Τά χαράματα ονειρεύτηκε τό άγαλμα, τ ονειρεύτηκε ολοζώντανο, νά σπαρταρά: δέν ηταν διασταύρωση τρομερής τίγρης κι αλόγου αλλά, ταυτόχρονα, καί τά δύο άγρια όντα μαζί, καί μαζί ταύρος, τριαντάφυλλο καί καταιγίδα.
 
Αυτή ή πολλαπλή θεότητα τού αποκάλυψε ότι τό γήινο όνομά της ήταν Πύρ, κι ότι στόν κυκλικό αυτό ναό (καί σ’ άλλους παρόμοιους του) τής έκαμαν θυσίες καί τή λάτρεψαν καί ότι, μέ τρόπο μαγικό, θά έδινε ζωή στό πλάσμα τού ονείρου του έτσι πού, όλοι (εκτός από αυτόν τόν ίδιο πού τό ονειρεύτηκε κι εκτός από τήν ίδια τή φωτιά) νά τόν περνούν γιά άνθρωπο από σάρκα καί οστά.

Τόν διάταξε νά τόν στείλει νά μαθητέψει στίς τελετές πού γινόταν στά χαλάσματα τού άλλου ναού, εκείνου πού οί πυραμίδες του ορθώνονταν στήν κάτω μεριά τού ποταμού, γιά vά ύπάρχει σ’ εκείνο τό ερειπωμένο χτίριο μιά φωνή νά τήν δοξάζει.Μέσα στό ονειρό του, τό πλάσμα πού ονειρευόταν, ξύπνησε.
 
‘Ο μάγος εκτέλεσε τίς εντολές. Ορισε μιά προθεσμία (πού τελικά διάρκεσε δυό χρόνια) γιά νά αποκαλύψει στό παιδί τά μυστικά τού κόσμου καί τή λατρεία τής φωτιάς.Μέσα του τον πονούσε να τό αποχωριστεί.Και με το πρόσχημα τής παιδαγωγικής αναγκαιότητας, παράτεινε μέρα τή μέρα τίς ώρες πού αφιέρωνε στόν ύπνο.’Ακόμα, ξανάφτιαξε λιγάκι τό δεξί ώμο πού τού φαινόταν κάπως ατελής. Μερικές φορές τόν ανησυχούσε κάποια εντύπωση πώς όλα αυτά είχαν ξαναγίνει….
 
Γενικά όμως, οι μέρες του ήταν ευτυχισμένες, όταν έκλεινε τα μάτια του, σκεφτόταν : Τώρα θα βρεθώ με τον γιό μου.’Η πιό σπάνια: Ο γιός που γέννησα με περιμένει και δεν υπάρχει αν δεν βρίσκομαι μαζί του.
 
Σιγά σιγά, άρχιζε νά τόν συνηθίζει στήν πραγματικότητα.Κάποτε τόν διάταξε νά στήσει μιά σημαία σέ μιά μακρινή κορφή.Τήν άλλη μέρα ή σημαία ανέμιζε απάνω στήν κορφή. Δοκίμασε κι άλλα παρόμοια πειράματα, κάθε φορά καί πιό παράτολμα. Μέ πίκρα πιά κατάλαβε ότι ό γιός του ήταν έτοιμος, κι ότι ίσως μάλιστα ν’ αδημονούσε νά γεννηθεί. Κείνη τή νύχτα τόν φίλησε γιά πρώτη φορά καί τόν έστειλε στόν άλλο ναό, στά ερείπια πού άσπριζαν στήν κάτω μεριά τού ποταμού, μετά από λεύγες βάλτους καί δάσος πυκνό.
 
Προηγουμένως όμως (γιά νά μήν καταλάβει ποτέ πώς ήταν πλάσμα όνείρου καί νά θεωρεί τόν έαυτό του άνθρωπο σάν τούς άλλους) τού έμφυσσά τήν απόλυτη λήθη τού χρόνου τής μαθητείας του.
 
Τή νίκη καί τήν ηρεμία του, κηλίδωνε ή ανία. Τά δειλινά καί τά χαράματα, προσκυνούσε τήν πέτρινη μορφή καί φανταζόταν ότι ό ονειρικός του γιός τελούσε παρόμοιες τελετές, σέ άλλα κυκλικά ερείπια, στήν κάτω μεριά τού ποταμού.Τή νύχτα δέν ονειρευόταν ή ονειρευόταν όπως όλος ό κόσμος. Άντιλαμβανόταν τούς ήχους καί τίς μορφές τού σύμπαντος κάπως άτονα: γιατί ό γιός του, μακριά, τρεφόταν απ’αυτές τίς ελαττώσεις τής ψυχής του.
 
Ό σκοπός τής ζωής του είχε ολοκληρωθεί. Παράμενε σ’ ένα είδος έκστασης.’Ύστερα από καιρό, πού άλλοι αφηγητές τής ιστορίας αυτής τόν υπολογίζουν σέ χρόνια και άλλοι σέ πενταετίες, τόν ξύπνησαν μές στά μεσάνυχτα, δυό κωπηλάτες. Δέν μπόρεσε νά δεί τά πρόσωπά τους, αλλά τού μίλησαν γιά κάποιο μάγο, σ’ένα ναό στά βόρεια, πού μπορούσε νά περπατάει στή φωτιά χωρίς νά καίγεται.Ό μάγος, θυμήθηκε ξαφνικά τά λόγια τού Θεού.
 
Θυμήθηκε πώς από όλα τά όντα τού σύμπαντος, μονάχα ή φωτιά ήξερε πώς ό γιός του ήταν φάντασμα.Αυτή ή ανάμνηση, πού τόν ηρεμούσε στήν αρχή, τώρα τόν τυραννούσε.Φοβόταν μήπως συλλογιστεί ό γιός του αυτό του τό αφύσικο προνόμιο κι ανακαλύψει τήν πραγματική του φύση: ένα είδωλο.Νά μήν είσαι άνθρωπος, αλλά προβολή τού ονείρου άλλου ανθρώπου-ταπείνωση φοβερή, ίλιγγος!
 
Κάθε πατέρας νοιάζεται γιά τά παιδιά πού γέννησε (πού επέτρεψε νά υπάρξουν) μ’ ενα άπλό σύμπλεγμα η σέ μιά στιγμή ευτυχίας. Είναι φυσικό λοιπόν νά φοβάται ό μάγος γιά τό μέλλον τού γιού του, πού τόν μελέτησε έντερο μέ έντερο, κάθε χαρακτηριστικό ξεχωριστά, σέ χίλιες καί μιά μυστικές νύχτες.
 
Οί λογισμοί του σταμάτησαν απότομα, άν καί τό τέλος τους τό είχαν ήδη προμηνύσει κάποια σημάδια.Καί πρώτα, (μετά από μεγάλη ξηρασία) φάνηκε πάνω σ’ ένα βουνό, ένα μακρινό σύννεφο, ανάλαφρο σάν πουλί.’Ύστερα, πρός τά νότια, ό ουρανός πήρε ενα χρώμα μενεξελί, όπως τά ούλα τής λεοπάρδαλης. Μετά οί καπνοί, πού σκούριασαν τό μέταλλο τής νύχτας. Κατόπιν ό πανικός τών θηρίων πού φεύγαν.
 
Γιατί έγινε πάλι, εκείνο πού’χε γίνει πολλούς αιώνες πρίν. Τά ερείπια τού ίερού τής φωτιάς, πυρπολήθηκαν. Καί μιάν αυγή χωρίς πουλιά, ό μάγος είδε νά κυλάει, κυκλώνοντας τούς τοίχους, ή φωτιά. Γιά μιά στιγμή σκέφτηκε νά καταφύγει στά νερά, ύστερα όμως, κατάλαβε ότι ό θάνατος ερχόταν νά στεφανώσει τά γηρατειά του καί νά τόν απαλλάξει όπό τούς κόπους του.
 
Περπάτησε πρός τά λεπίδια τής φωτιάς.Μά εκείνα, δέν τού δάγκωσαν τή σάρκα του τόν χάιδεψαν καί τόν πλημμύρισαν χωρίς νά τόν κεντίσουν. ‘Αλαφρωμένος, έντρομος, ταπεινός, κατάλαβε ότι κι ό ίδιος ήταν όνειρο, πού κάποιος άλλος τό ονειρευόταν.
 
Jorge Luis Borges

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου