Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Κοσμικισμός

Κοσμικισμός ή σεκουλαρισμός ονομάζεται η άποψη πως το κράτος και κάθε άλλη κοινωνική οντότητα πρέπει να είναι εντελώς διαχωρισμένη από τους διάφορους θρησκευτικούς θεσμούς και πεποιθήσεις. Ο κοσμικισμός διεκδικεί το δικαίωμα του θρησκευτικού αποχρωματισμού κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, δηλαδή τον πλήρη διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους.
 
Αν και συχνά ο όρος κοσμικισμός συγχέεται με αυτόν της εκκοσμίκευσης, ο κοσμικισμός αναφέρεται κυρίως στην ιδέα πως η θρησκεία δεν πρέπει να έχει καθόλου επιρροή στους κοινωνικούς θεσμούς, ενώ η εκκοσμίκευση αναφέρεται στην κοινωνική διαδικασία μετατροπής μιας κοινωνίας σε άθρησκη, δηλαδή στην εφαρμογή του κοσμικισμού στην πράξη.
Το κεντρικό σκεπτικό του κοσμικισμού είναι η άποψη πως οι ανθρώπινες πράξεις και αποφάσεις, κυρίως οι πολιτικές, πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά στοιχεία και γεγονότα καθώς και σε καθολικά αποδεκτές αρχές και αξίες. Οι διάφορες θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν έχουν αντικειμενικό έρεισμα αλλά βασίζονται σε ένα εξ αποκαλύψεως δόγμα του οποίου η ορθότητα δεν τίθεται υπό συζήτηση και επιπλέον διαφέρουν από θρήσκευμα σε θρήσκευμα. Συνεπώς δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για συγκρότηση μιας ελεύθερης κοινωνίας, δεδομένου ότι δεν έχουν καθολική αποδοχή, και η υιοθέτηση οποιασδήποτε θρησκευτικής πεποίθησης εκ των πραγμάτων στην καλύτερη περίπτωση παραγκωνίζει και στη χειρότερη καταπιέζει ή και καταδιώκει όλες τις άλλες. Η επιρροή των θρησκευτικών πεποιθήσεων στις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες, είτε γίνεται εσκεμμένα και ιδιοτελώς από διάφορους θρησκευτικούς οργανισμούς είτε γίνεται ασυναίσθητα και καλοπροαίρετα από κρατικούς και κοινωνικούς λειτουργούς που πρόσκεινται σε συγκεκριμένα θρησκεύματα, αλλοτριώνει τις ανθρώπινες σχέσεις και οδηγεί σε φαινόμενα κρατικών λειτουργών που προτάσσουν τη θρησκευτική πίστη τους έναντι των ανειλημμένων υποχρεώσεών τους προς την πολιτεία και έναντι των ευθυνών τους προς τους συμπολίτες τους.
Όπως αναφέρει η Πηνελόπη Φουντεδάκη, επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, στο άρθρο της «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο» (περιοδικό Το Σύνταγμα, τ.4-5/2000), κοινό χαρακτηριστικό των δύο πόλων του ζεύγματος εκκλησία-κράτος είναι η εξουσία και κοινό πεδίο διεκδίκησης ο δημόσιος χώρος. Ο José Casanova, καθηγητής κοινωνιολογίας της θρησκείας στο πανεπιστήμιο του Georgetown, στο βιβλίο του Public Religions in the Modern World, υπογραμμίζει την εμμονή των εκκλησιών στη διεκδίκηση του δημόσιου πεδίου. Η αποσύνδεση του κράτους από την εκκλησία σε επίπεδο συνταγματικών προβλέψεων αλλά και στο επίπεδο της εφαρμογής τους στην πράξη δεν είναι ούτε απλή ούτε αναίμακτη· οι λόγοι είναι αρκετοί, με σημαντικότερους τους εξής:
Πρώτος λόγος είναι η εξ ορισμού διαφορετικότητα μεταξύ των δύο. Το κράτος στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία από την οποία απορρέει η σχετικότητα της αλήθειας, ενώ οι θρησκείες στηρίζονται στην αλήθεια της θείας αποκάλυψης. Παρατηρείται, συνεπώς, αφ' ενός η υιοθέτηση διαφορετικών αξιών από τμήματα της κοινωνίας με τη στήριξη του κράτους, αφ' ετέρου εκδηλώσεις μη σεβασμού της διαφορετικής άποψης με τη στήριξη της εκκλησιαστικής πλευράς.
Δεύτερος λόγος είναι η διαφορά του σκοπού στη δράση των δύο. Κάθε θρησκεία στοχεύει στη διατήρηση και αύξηση των πιστών της και στην προστασία των δογμάτων της, ενώ το σύγχρονο κράτος έχει σκοπό να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας συνείδησης των πολιτών του σε συνδυασμό με την ανοχή, που υπαγορεύεται και από τις νέες δομές των πολυπολιτισμικών ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ακριβώς αυτοί οι δύο λόγοι που αναφέρει η Φουντεδάκη είναι, κατά τη γνώμη μου, οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η πλήρης απεμπλοκή θρησκείας και πολιτείας, δηλαδή η εκκοσμίκευση του κράτους.

Θρησκευτικές πεποιθήσεις

Προκειμένου να εξετάσουμε τη σχέση της εκκοσμίκευσης με τις διάφορες θρησκευτικές πεποιθήσεις ή την απουσία τους, καλό θα ήταν να έχουμε μια σαφή εικόνα των κατηγοριοποιήσεων που υπάρχουν στη θεώρηση του ζητήματος του θεού.
Όσον αφορά την πίστη σε θεότητα: θεϊστές, ντεϊστές και αθεϊστέςάθεοι).
Όσον αφορά την γνωσιολογική προσέγγιση: αγνωστικιστές και μη αγνωστικιστές.
Όσον αφορά την ένταξη σε θρήσκευμα: θρήσκοι και άθρησκοι.
Ανάμεσα στις παραπάνω κατηγορίες μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε συνδυασμός, ακόμη και θρήσκος αθεϊστής. Μην πάμε μακριά, η Ελλάδα είναι γεμάτη τέτοιους. Ένας καλός φίλος μου δηλώνει «ορθοδόξως άθεος», και είναι πολλοί οι Έλληνες που αυτοχαρακτηρίζονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι, συμμετέχουν περιστασιακά στα τελετουργικά και τηρούν ορισμένα έθιμα, ενώ παράλληλα δεν υιοθετούν το δόγμα στην ολότητά του, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεού, και δεν φαίνονται να βιώνουν καμία αντίφαση.
Η Ευδοκία Ψαρρά, γραμματέας της Έν.Α., είχε γράψει στο φόρουμ «Αθεΐα»: «Ποτέ δεν ήταν δύσκολο για τον χριστιανό να διαχωρίσει τη θρησκεία από την εκκλησία στο μυαλό του. Από την άλλη, του ήταν πάντα δύσκολο να διαχωρίσει τη θρησκεία από το κράτος και το έθνος.»
Πράγματι, η πλειοψηφία των Ελλήνων που θέλουν να λέγονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι καταφέρονται συχνά εναντίον της Εκκλησίας, της διαφθοράς και της υποκρισίας που διακρίνει τον κλήρο, όταν όμως παρατηρήσει κανείς ότι με τη στάση ζωής τους στηρίζουν αυτή την ίδια εκκλησία που κατηγορούν, αμέσως υπερασπίζονται τη θέση τους ισχυριζόμενοι ότι «άλλο θρησκεία και άλλο εκκλησία». Θα περίμενε κανείς κατόπιν τούτου να έχουν μια πνευματική σχέση με τη θρησκεία, παρακάμπτοντας τους κατά γενική παραδοχή ανάξιους λειτουργούς της στην επικοινωνία τους με το θείο. Αντίθετα, βλέπουμε να μην έχουν καθόλου πνευματική ζωή και να σχετίζονται με τους λειτουργούς της θρησκείας καθαρά επιφανειακά και εργολαβικά, χρησιμοποιώντας τους αποκλειστικά ως τελετάρχες σε γάμους, κηδείες, βαπτίσεις (που τις αντιμετωπίζουν ως ονοματοδοσίες και όχι ως μυήσεις), καθώς και στο άναμμα της λαμπάδας και τους ψαλμούς της αναστάσεως επί ένα δεκάλεπτο.
Ας δούμε λίγο τώρα τις έννοιες που αναφέραμε.
Θρήσκος θεωρείται αυτός που αυτοχαρακτηρίζεται ως οπαδός συγκεκριμένου θρησκεύματος, συνήθως δε (αλλά όχι πάντα) και ως μέλος συγκεκριμένου θρησκευτικού οργανισμού.
Αθρησκεία ονομάζεται η μη ένταξη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα. Ένας άθρησκος ενδέχεται να πιστεύει σε θεότητες, δηλαδή να είναι θεϊστής, αλλά όχι στο πλαίσιο κάποιας θρησκείας. Η αθρησκεία μπορεί να συμβαδίζει με την αθεΐα, τον ντεϊσμό, τον θεϊσμό ή τον αγνωστικισμό. Μπορεί να συνδυάζεται με αντιθρησκευτικότητα, αλλά όχι αναγκαστικά.
Η αντιθρησκευτικότητα ή αντιθεϊσμός είναι η εχθρική και επιθετική στάση απέναντι στη θρησκευτική πίστη και ιδιαίτερα απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία και τους θρησκευτικούς οργανισμούς. Ενδέχεται να πηγάζει από μια πολιτική ιδεολογία όσο και από μια υλιστική ή σκεπτικιστική φιλοσοφική θεώρηση.
Οι όροι αθεϊσμός και αθεΐα είναι συνώνυμοι και δηλώνουν την οντολογική θέση που απορρίπτει την ύπαρξη του Θεού. Είναι ο αντίποδας του θεϊσμού, δηλαδή της πεποίθησης ότι υπάρχει θεότητα ή θεότητες, και περιλαμβάνει τόσο τις απόψεις εκείνων που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεοτήτων (αρνητικός αθεϊσμός) όσο κι εκείνων που είναι πεπεισμένοι για την ανυπαρξία τέτοιων οντοτήτων (θετικός ή σκληροπυρηνικός αθεϊσμός). Στη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων, ο αθεϊσμός ταυτίζεται με τη δεύτερη κατηγορία. Ωστόσο η εμπειρία μου μέσα από την Έν.Α. μου έδειξε ότι στην πλειοψηφία τους όσοι δηλώνουν άθεοι ανήκουν στην πρώτη.
Προσωπικά προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη άθεος για να προσδιορίσω το άτομο που απλώς δεν τρέφει πίστη σε θεότητες, είτε έχει καταλήξει στη θέση αυτή μετά από προβληματισμό είτε όχι, και τη λέξη αθεϊστής για δηλώσω το άτομο που έχει διερευνήσει το ερώτημα περί ύπαρξης θεοτήτων και έχει καταλήξει συνειδητά στην άποψη ότι δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο τέτοιας ύπαρξης ούτε κανένας λόγος να δεχτούμε την ύπαρξη αυτή άνευ τεκμηρίων. Κάνω δηλαδή μια λίγο έως πολύ αυθαίρετη διάκριση μεταξύ της αθεΐας ως κατάστασης, και του αθεΐσμού ως ιδεολογίας, με αφορμή κυρίως αυτήν την κατάληξη –ισμός που κατά κανόνα παραπέμπει σε ιδεολογία, αλλά και την αναγκαιότητα διάκρισης των συνειδητών άθεων (αθεϊστών, κατ’ εμέ) από τους μη συνειδητούς.
Αγνωστικισμός ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων μεταφυσικών υποθέσεων, όπως οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη είτε εγγενώς απρόσιτη. Ο όρος αυτός πλάστηκε από τον Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ στα 1869, και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψουν μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας.
Όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αγνωστικιστές χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε απόλυτη ή βέβαιη πνευματική ή μεταφυσική γνώση, και σε εκείνους που πρεσβεύουν ότι ενώ η βεβαιότητα ενδέχεται να είναι δυνατή, οι ίδιοι προσωπικά δεν κατέχουν τέτοια γνώση. Η δεύτερη κατηγορία είναι μακράν η πολυπληθέστερη σήμερα, τουλάχιστον απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω εμπειρικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο αγνωστικισμός εμπεριέχει σκεπτικισμό απέναντι στις θρησκευτικές βεβαιώσεις, αλλά οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους: η πρώτη κατηγορία κάνει μια δήλωση σχετικά με τη φύση της γνώσης, ενώ η δεύτερη κάνει απλώς μια δήλωση για την προσωπική γνωσιολογική κατάσταση του υποκειμένου· είναι ένα απλό «δεν ξέρω» που απαντά στο ερώτημα «υπάρχει θεός;» Έτσι λοιπόν διακρίνουμε δύο πολύ διαφορετικές αγνωστικιστικές θέσεις:
Ισχυρός αγνωστικισμός (σκληροπυρηνικός, κλειστός, αυστηρός) — η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.
Ασθενής αγνωστικισμός (μετριοπαθής, ανοιχτός, εμπειρικός) — η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.
Από τις δύο παραπάνω θέσεις, μόνον η πρώτη ταυτίζεται με τον γνήσιο αγνωστικισμό όπως ορίστηκε από τον Χάξλεϋ. Παρατηρούμε δε ότι ο γνήσιος αγνωστικισμός δεν συνιστά θρησκευτική πεποίθηση αλλά φιλοσοφική θεώρηση της γνώσης, και είναι συμβατός με όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μπορεί κανείς να είναι αγνωστικιστής θεϊστής, αγνωστικιστής ντεϊστής ή αγνωστικιστής αθεϊστής, και μπορεί να είναι είτε θρήσκος είτε άθρησκος.
Περισσότερα για τον αγνωστικισμό
Πρώτος αγνωστικιστής της ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας. Όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, απάντησε: "Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής". Τα λόγια αυτά περιέχουν τον πυρήνα του αγνωστικισμού, την πεποίθηση δηλαδή ότι το ερώτημα περί ύπαρξης θεοτήτων είτε είναι εγγενώς ανεξιχνίαστο είτε η διερεύνησή του ξεφεύγει από τις ανθρώπινες δυνατότητες.
Οι απόψεις του ίδιου του Χάξλεϋ φαίνεται να εκφράζουν περισσότερο μια ξεκάθαρα αθεϊστική παρά μια αγνωστικιστική θέση: «Την αθανασία του ανθρώπου ούτε τη βεβαιώνω ούτε την αρνούμαι. Δεν βλέπω κανέναν λόγο να την πιστέψω, από την άλλη όμως, δεν έχω και κανέναν τρόπο να την καταρρίψω. Δεν αντιτίθεμαι a priori στο δόγμα. [...] Δώστε μου σχετικές αποδείξεις, τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την πίστη μου σε οτιδήποτε άλλο, και θα το πιστέψω.» «Δεν είχα ποτέ μου έστω και ελάχιστη συμπάθεια για την a priori επιχειρηματολογία κατά της ορθοδοξίας, και τρέφω από τη φύση και τον χαρακτήρα μου τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπάθεια προς την όλη σχολή των αθεϊστών και των απίστων. Εντούτοις γνωρίζω ότι είμαι, παρά τις ενστάσεις μου, αυτό ακριβώς που ένας Χριστιανός θα αποκαλούσε, και δικαιολογημένα απ' όσο μπορώ να δω, αθεϊστή και άπιστο. Δεν μπορώ να διακρίνω μια σκιά ή έστω μια υπόνοια αποδείξεως ότι το μεγάλο άγνωστο που υπόκειται των φαινομένων του σύμπαντος στέκεται ενώπιόν μας με τη μορφή ενός Πατέρα που μας αγαπά και νοιάζεται για μας, όπως διαβεβαιώνει ο Χριστιανισμός. Έτσι, αναφορικά με τα άλλα μεγάλα Χριστιανικά δόγματα, την αθανασία της ψυχής και τη μέλλουσα κατάσταση της ανταμοιβής και της τιμωρίας, ποιες πιθανές αντιρρήσεις μπορώ εγώ [...] να προβάλω σ' αυτά τα δόγματα; Δώστε μου μιαν αναλαμπή αποδείξεως και είμαι πρόθυμος να τα ενστερνιστώ με ενθουσιασμό.»
Σχετικά με την προέλευση του όρου «αγνωστικιστής» για να περιγράψει τη στάση του, ο Χάξλεϋ έδωσε την ακόλουθη εξήγηση: "Έτσι σκέφτηκα, και εφηύρα τον κατάλληλο, κατά τη γνώμη μου, τίτλο ‘αγνωστικιστής’. Μου ήρθε στο νου ως δηλωτικά αντίθετος στον τίτλο ‘γνωστικιστής’ της Εκκλησιαστικής ιστορίας, ο οποίος διατεινόταν ότι γνωρίζει τόσο πολλά για αυτά τα ίδια πράγματα που εγώ δηλώνω αδαής."
Μια που αναλύσαμε τόσο τον αγνωστικισμό, αξίζει ίσως να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στον γνωστικισμό, ένα προχριστιανικό φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα, το οποίο εντάχθηκε στον Χριστιανισμό και εκφράστηκε μέσα απ' αυτόν. Το κεντρικό δόγμα περί σωτηρίας στον γνωστικισμό ισχυρίζεται ότι η θεϊκή σπίθα μέσα στους ανθρώπους ελευθερώνεται μόνο μέσω της απόκτησης γνώσης όσον αφορά το μέρος από όπου προήλθε, το πώς βρέθηκε εδώ και το πώς μπορεί να επιστρέψει εκεί. Η απελευθέρωση από αυτόν τον υλικό κόσμο, με άλλα λόγια, μπορεί να επέλθει μόνο μέσω απελευθερωτικής, μυστικιστικής Γνώσης. Αυτή η Γνώση, όμως, δεν μπορεί να αποκτηθεί με μέσα αυτού του κόσμου. Πρέπει συνεπώς να προέλθει από εξωτερική πηγή, από έναν θεϊκό λυτρωτή. Σε χριστιανικούς τύπους γνωστικισμού, ο Ιησούς Χριστός είναι εκείνος που φέρει αυτή τη γνώση. Είναι φανερό ότι αυτή η μυστικιστική «γνώση» καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική γνώση του κόσμου, την οποία αποκτάμε μόνο με την παρατήρηση και τη λογική επεξεργασία των δεδομένων και όχι μέσα από μυστικιστικές διεργασίες.
Γράφει ο Χάξλεϋ στο δοκίμιό του «Αγνωστικισμός και χριστιανισμός»: «Σε θέματα διανόησης, ακολουθήστε τη λογική μέχρι εκεί που μπορεί να σας βγάλει, χωρίς να σας απασχολεί οποιαδήποτε άλλη έγνοια. Και αντίστροφα: σε θέματα διανόησης, μην προσποιείστε ότι είναι βέβαια συμπεράσματα τα οποία δεν έχουν αποδειχθεί ή δεν μπορούν να αποδειχθούν.» (Χάξλεϋ, Αγνωστικισμός, Agnosticism and Christianity and Other Essays, 1889). Ο Α. Γ. Μόμερι παρατηρεί ότι αυτό δεν είναι παρά ένας ορισμός της εντιμότητας. Ο συνήθης ορισμός του Χάξλεϋ προχωρούσε ωστόσο πέραν της απλής εντιμότητας, καθώς επέμενε ότι αυτά τα μεταφυσικά ζητήματα ήταν θεμελιωδώς ανεξιχνίαστα.
Σε σχέση με τη στάση που τηρούμε απέναντι στη θρησκεία, και σε ατομικό επίπεδο αλλά κυρίως σε επίπεδο κράτους, χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να αναλύσουμε λίγο την πολυσυζητημένη έννοια της ανεξιθρησκίας.
Ανεξιθρησκία λέγεται η αναγνώριση και ανοχή του δικαιώματος του κάθε ανθρώπου είτε να πιστεύει σε όποια θρησκεία επιθυμεί και να θρησκεύεται ελεύθερα, κατά το δόγμα του, χωρίς περιορισμούς, είτε ακόμα και να μην πιστεύει σε καμία (αθεΐα). Στο πλαίσιο του κράτους και τις σχέσεις του με τους πολίτες, η ανεξιθρησκία αποτελεί όρο του Συνταγματικού Δικαίου και δηλώνει την ανοχή του Κράτους απέναντι σε κάθε γνωστή και αναγνωρισμένη θρησκεία.
Από πολλούς η ανεξιθρησκία θεωρείται ικανοποιητική αντιμετώπιση στο θέμα της θρησκείας και παραπάνω από επαρκής για ένα κράτος δικαίου. Ωστόσο πρέπει να γίνει καλά κατανοητό ότι η ανεξιθρησκία συνιστά απλώς ανοχή της λατρείας των θρησκευμάτων και συχνά ούτε καν όλων, παρά μόνο των «γνωστών» ή «αναγνωρισμένων», κάτι που ισχύει και στη χώρα μας, χωρίς καν να δίνεται ορισμός του τι σημαίνει «γνωστή θρησκεία» και χωρίς να θεσπίζεται διαδικασία «αναγνώρισης» ενός θρησκεύματος. Η ανοχή στην πράξη σημαίνει απλώς ότι το κράτος δεν ασκεί δίωξη κατά κανενός θρησκεύματος και τίποτε παραπάνω. Υπό το καθεστώς της ανεξιθρησκίας το άτομο έχει τη δυνατότητα να ασκεί τη λατρεία της προτίμησής του, δεν μπορεί όμως να αξιώσει κανένα άλλο δικαίωμα για την ικανοποίηση της θρησκευτικής του συνείδησης, την οποία δεν σέβεται πάντοτε σε όλη της την έκταση η πολιτεία υπό το καθεστώς αυτό.
Υπό το καθεστώς της ανεξιθρησκίας ο πολίτης που δεν ανήκει στην επίσημη θρησκεία του κράτους αισθάνεται μειωμένος ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας, γιατί η έννοια της ανοχής δεν απέχει πολύ από την έννοια της επιείκειας και της συγγνώμης. Όπως είπε και ο Μιραμπώ κατά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης: «Η πιο απεριόριστη ελευθερία της θρησκείας είναι στα μάτια μου ένα δικαίωμα τόσο ιερό, ώστε η λέξη ανεξιθρησκία που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει για να την αποδώσει θα μου φαινόταν αυτόχρημα τυραννική, αφού η ύπαρξη μιας αρχής που ανέχεται, επιβουλεύεται συγχρόνως, με την ανοχή την ελευθερία της σκέψης, και θα ήταν δυνατόν να πάψει να ανέχεται.»
Περισσότερα για την ανοχή

Στην σύγχρονη προοδευτική κοινωνία μας, η ανεκτικότητα (tolerance, όπως λέμε στα ελληνικά) προβάλλεται ως ιδανικό. Μιλάμε για "ανεξιθρησκία" και θεωρούμε ότι είναι μια ιδανική κατάσταση για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είναι και που αυτό το "ανεξι-" στο πρώτο συνθετικό θυμίζει κάπως την "ανεξαρτησία" που ακούγεται ωραία και απελευθερωτικά, και δεν συνειδητοποιούμε ίσως ότι στην πραγματικότητα προέρχεται από την "ανοχή", πάει να πει ότι ανεχόμαστε όλες τις θρησκείες — κάπως όπως ανεχόμαστε την κυβέρνηση ή τις αλλαγές του καιρού: σαν αναγκαία ή αναπόφευκτα δεινά.
Ανεχόμαστε τους "αλλόθρησκους", ανεχόμαστε τους "αλλοδαπούς", ανεχόμαστε κάθε τι "άλλο" και "ξένο", με την ανωτερότητα και τη μεγαλοθυμία των πολιτισμένων. Ή, τέλος πάντων, παριστάνουμε ότι τα ανεχόμαστε, αρκεί να μη μας ενοχλούν, να ξέρουν ποια είναι η θέση τους, βρε αδελφέ, να μην αξιώνουν τίποτε παραπάνω από αυτή την ανεκτικότητα. Οι άθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και από τη συμμετοχή σε τελετές, να μη ζητούν κατάργηση του μαθήματος και των τελετών, οι αλλόθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα της λατρείας, να μη ζητούν κατασκευή τεμένους για να ασκήσουν αυτό τους το υποτιθέμενο δικαίωμα. [...]
Μαύροι ανέχονται λευκούς, γαύροι ανέχονται βάζελους, θρήσκοι ανέχονται άθεους, όλοι τελικά ανεχόμαστε όλους τους "άλλους" –γείτονες, συναδέλφους, συνανθρώπους, συγκατοίκους στον πλανήτη Γη– και κάτω από τη λεπτή κρούστα της ανοχής σιγοβράζει η ενόχληση, η απέχθεια, η μισαλλοδοξία, η οργή. Είναι αυτό τελικά το ζητούμενο; [...] Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι η "ανεκτικότητα" δεν επαρκεί, ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι ανοχή αλλά αποδοχή.
Η ανοχή, λοιπόν, δεν αρκεί. Όπως είπε και ο Ζαν Κοκτώ: «Με προσβάλλει να με ανέχονται».
Ο ακόλουθος ορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας προέρχεται από το λήμμα «ανεξιθρησκία» της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Συγγραφέας του λήμματος είναι ο Αναστάσιος Μαρίνος, διδάκτωρ Νομικής και επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, και στη βιβλιογραφία αναφέρει το έργο του Η θρησκευτική ελευθερία (Αθήνα 1972). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κ. Μαρίνος είναι θερμός υποστηρικτής του χριστιανισμού, κατά της κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, υπέρ των υποχρεωτικών θρησκευτικών (με μορφή κατήχησης στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα), των αγιασμών και των προσευχών στα σχολεία, υπέρ της διατήρησης χριστιανικών εικονισμάτων και συμβόλων σε δικαστήρια, σχολεία και λοιπά δημόσια κτίρια.
Αντίθετα με την ανεξιθρησκία, η θρησκευτική ελευθερία είναι δικαίωμα ατομικό και σημαίνει την παροχή νομικής εγγυήσεως εκ μέρους της πολιτείας προς κάθε άτομο ότι καθιερώνεται και θα διατηρηθεί στο μέλλον δικαίωμα ελεύθερης διαμόρφωσης της θρησκευτικής συνείδησης κάθε προσώπου ως προς όλες τις μορφές εκδήλωσής της. Μόνον τότε κατοχυρώνεται νομικά, και μάλιστα σε επίπεδο συντάγματος, όχι μόνο η ελευθερία της λατρείας αλλά και η ελευθερία της συνείδησης σε όλες τις ειδικότερες εκδηλώσεις της. Το άτομο έχει αξίωση για ελεύθερη διαμόρφωση της θρησκευτικής του συνείδησης, καθώς και για την ακώλυτη άσκηση της λατρείας. Η πολιτεία δεν περιορίζεται στο ρόλο του αδιάφορου θεατή, αλλά λαμβάνει θέση ενεργή, περιφρουρώντας αυτή την ελευθερία και εγγυώμενη αυτήν.
Πραγματικά ισότιμη αντιμετώπιση όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων, δηλαδή όλων ανεξαιρέτως των θρησκευμάτων καθώς και της αθρησκείας, δεν έχουμε υπό καθεστώς ανεξιθρησκίας, αλλά μόνον υπό καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που ως Ένωση Αθέων έχουμε συμπεριλάβει στους σκοπούς του καταστατικού μας, μεταξύ άλλων, και την προώθηση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου