Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Μια ημέρα από τη ζωή της αρχαίας Αθηναίας

Τα παιδικά χρόνια ενός κοριτσιού δεν ήταν στερημένα από χαρά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής η μάνα ή μια τροφός το κουνούσαν σ’ ένα κρεμαστό καλάθι ή το κρατούσαν στα χέρια και το λίκνιζαν τραγουδώντας του νανουρίσματα. Το παιδί τρεφόταν με χυλό στον οποίο έβαζαν μέλι για να γλυκάνει και το φύλαγαν από το κακό μάτι με πολλά φυλαχτά. Όλα θα πήγαιναν καλά αν δεν το τρόμαζαν συνεχώς με κάθε λογής ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα, που παραφύλαγαν γύρω από το κρεβάτι του.

Το κοριτσάκι δεν καταλάβαινε για τι λογής τέρατα γινόταν λόγος, παρ’ όλα αυτά όμως ο φόβος τρύπωνε στην ψυχή του. Όταν το κοριτσάκι άρχιζε να περπατάει, τα σύνορα του κόσμου του πλάταιναν αισθητά. Είχε έναν κηπάκο όπου μπορούσε να παίζει, είχε παιχνίδια και κατοικίδια ζώα. Τα παιχνίδια ήταν διάφορα:
κούκλες πήλινες και κέρινες, βαμμένες ωραία, που μπορούσαν να κινούν τα χέρια και τα πόδια τους, σπιτάκια και βαρκούλες δερμάτινες, σχεδόν ίδιες με τις αληθινές, μαϊμουδάκια από άργιλο που κρατούσαν στα χέρια άψυχα πουλάκια. Αμαξάκια που κινούνταν με τροχούς και κουδουνίστρες που έκαναν φοβερό θόρυβο. Η κρεμαστή κούνια σηκωνόταν τόσο ψηλά που σου κοβόταν η αναπνοή. Στο κηπάκι υπήρχε αρκετός χώρος για να τρέχει με το στεφανάκι του ή να παίζει τόπι με τα αδελφάκια του, τα οποία ως τα επτά χρόνια μεγάλωναν μαζί με τα κοριτσάκια. Εκτός από τα σκυλιά και τις γάτες είχε κι ένα γερανό εξημερωμένο. Μπορούσε να πηγαίνει στο τραπέζι των μεγάλων όταν πρόσφεραν τα επιδόρπια και συχνά έπαιρνε το πρόγευμα στην εσωτερική αυλίτσα, μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του. Μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να παίζει διάφορα μουσικά όργανα. Δεν υπήρχε καμιά καθορισμένη μέθοδος αγωγής των κοριτσιών .η μάνα τούς μετέδιδε τις γνώσεις της, αυτές βέβαια που είχε. Ο Ευριπίδης υποστήριζε ότι η γυναίκα δεν γίνεται πιο καλή αν ξέρει πολλά. Το κορίτσι μάθαινε να πλέκει, να υφαίνει, να κεντάει, να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, να μπορεί να τα κάνει όλα με τα χέρια του. .έπειτα του έδειχναν πώς να κρατάει γερά από τα ηνία τις δούλες και πώς διευθύνεται το νοικοκυριό. Κι η αγωγή του σταματούσε εδώ. Να βλέπει όσο το δυνατό λιγότερα, να ακούει όσο το δυνατό λιγότερα και να θέτει όσο το δυνατό λιγότερες ερωτήσεις. Έτσι εννοούσε ο Ξενοφώντας την ιδανική αγωγή των κοριτσιών. Αποστολή της γυναίκας ήταν “να έχει τη φροντίδα του σπιτιού και να ακούει τον άντρα της”. Στα γραπτά των ποιητών και των φιλοσόφων βρίσκονται πολυάριθμες επιβεβαιώσεις αυτής της αντίληψης. Ο αθηναίος δεν κρατούσε τη γυναίκα κλειδωμένη στο σπίτι, αλλά ολόκληρο το σύστημα της αθηναϊκής ζωής έδειχνε στη σύζυγο ότι η θέση της είναι στο σπίτι και ότι ο χώρος όπου θα περνούσε τη ζωή της τελείωνε μπροστά στην εξώθυρα. Τα νέα κορίτσια έβγαιναν στην πόλη συνοδευόμενα πάντοτε από τους γονείς ή από άλλα ηλικιωμένα πρόσωπα, αλλά και τότε μόνο για να πάρουν μέρος στις μεγάλες θρησκευτικές τελετές, σε μια κηδεία ή να μεταβούν στο ναό. Μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούσε να τα δει το μάτι ξένου άντρα. Σε μια κωμωδία του Αριστοφάνη κάποια σύζυγος λέει: όταν ρώτησα τον άντρα τι αποφάσισε η εκκλησία του δήμου (η συνέλευση του λαού) αυτός μου απάντησε: “τι σε ενδιαφέρει; κλείσε το στόμα σου, και πρόσθεσε: σώπασα. Έτσι, λοιπόν, η γυναίκα βρισκόταν σε κατάσταση κατωτερότητας, πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν τη σέβονταν και προπαντός ότι δεν σεβόταν η ίδια τον εαυτό της. Ο άντρας μπορούσε να της επιτρέψει ή να της απαγορεύσει να μιλήσει για την πολιτική στη διάρκεια του φαγητού, αλλά είναι αναμφίβολο πως αυτή επεδίωκε να φέρει τη συζήτηση στα πολιτικά.

Γάμος

Σ’ όλα τα ελληνικά κράτη ο γάμος κατοχυρωνόταν με νόμο. Η γυναίκα ήταν πολίτισσα και σαν τέτοια προστατευόταν από την ασπίδα των νόμων της πόλης- κράτους. Ένας πολίτης επιτρεπόταν να παντρευτεί μονάχα με μια πολίτισσα και μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου του κληρονομούσαν το όνομα και την περιουσία. Η μονογαμία αποτελούσε θεμελιακή αρχή του γάμου στους έλληνες. Απαγορευόταν στους αθηναίους να παντρευτούν με μια ξένη. Στη Σπάρτη όσους έμεναν ανύπαντροι ως τα γεράματα δεν τους εκτιμούσαν όπως τους άλλους γέρους. Ένας νέος Λακεδαιμόνιος δεν παραχώρησε τη θέση του στο στρατηγό Δερκυλίδα λέγοντάς του: “γιατί και συ δεν έκανες αυτόν που θα παραχωρήσει τη θέση του σε μένα”. Οι αρχαίοι έλληνες θεωρούσαν ότι έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στους συζύγους διαφορά 12-14 χρόνων. Συνήθως η νύφη ήταν 12-16 χρόνων και ο γαμπρός 24-30. Τέτοιες διαφορές θεωρούνταν κανονικές. Η τελετή του γάμου περιλάμβανε τρεις ξεχωριστές φάσεις: στο σπίτι της νύφης, μετακίνηση, στο σπίτι του γαμπρού. Η πρώτη και πιο σημαντική τελετή ήταν ο αρραβώνας, στον οποίο η παρουσία της νύφης δεν ήταν υποχρεωτική. Στην πράξη ο αρραβώνας περιοριζόταν στην υπογραφή του συμβολαίου του γάμου. Η προίκα καθοριζόταν στην υπογραφή του συμβολαίου του γάμου. Η προίκα του κοριτσιού αποτελούνταν από χρήμα ρευστό, ρουχισμό, πολύτιμα αντικείμενα και δούλους, και έφτανε το λιγότερο στο ένα δέκατο της περιουσίας του πατέρα της νύφης. Κάποτε δινόταν σαν προίκα κι ένας κλήρος γης με τη μορφή πλασματικής ενοικίασης. Οι αθηναίοι την παντρεμένη χωρίς προίκα δεν τη θεωρούσαν εξασφαλισμένη. Γι’ αυτό κάποτε η εκκλησία ή μερικοί πλούσιοι πολίτες προίκιζαν τα κορίτσια των ανδρών που πρόσφεραν υπηρεσίες στην πατρίδα. Γάμος χωρίς προίκα δεν είχε ισχύ στους αθηναίους. Στις ιδιωτικές τελετές, δεν ήταν υποχρεωτικό να παραβρίσκεται ιερέας ή εκπρόσωπος του κράτους έτσι η παρουσία μαρτύρων στο κλείσιμο του συμβολαίου αποτελούσε επιτακτική ανάγκη.
Σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της συζύγου η προίκα επιστρεφόταν, γιατί κληρονόμος της δεν ήταν ο σύζυγος αλλά ο πιο κοντινός από αίμα συγγενής. Οι γάμοι γίνονταν τις μέρες που ήταν πανσέληνος και συνήθως το χειμώνα, το μήνα γαμηλιώνα, που ήταν αφιερωμένος στη θεά ήρα. Πριν από την τελετή και στα δύο σπίτια προσφέρονταν θυσίες στους εφέστιους θεούς. Οι πλούσιες οικογένειες θυσίαζαν μια δαμαλίδα στο βωμό της Αθηνάς ή της Άρτεμης. Αλλά η πιο ευπρόσδεκτη προσφορά στους θεούς ήταν ένας βόστρυχος. Την προσφορά αυτή την έκαναν στην Άρτεμη και τα πλούσια και τα φτωχά κορίτσια, ενώ οι γαμπροί πρόσφεραν βοστρύχους στον Απόλλωνα. Σ’ ένα αρχαίο ανάγλυφο παριστάνεται ο στολισμός μιας νύφης. Η νύφη καλύπτει το πρόσωπο με το πέπλο για να κρύψει τα δάκρυα. Μια δούλη τής πλένει τα πόδια και τα αλείφει με αρώματα. Το πιο χαρακτηριστικό νυφικό ένδυμα ήταν ο πέπλος. Τέλος, όλα είναι έτοιμα. Ο γαμπρός, καλλωπισμένος και αρωματισμένος, με ένα στεφάνι στο κεφάλι, συντροφευμένος από το συνοδό, τους συγγενείς και φίλους, έρχεται στο σπίτι της νύφης, που οι πύλες του ήταν στολισμένες έγκαιρα με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Μπροστά σ’ όλη την οικογένεια και στους μελλόνυμφους, ο πατέρας προσφέρει θυσία στην εστία, δηλώνει επίσημα ότι δίνει την κόρη του στο γαμπρό και ότι από δω και μπρος δεν ανήκει στην οικογένεια των γονιών της, δηλαδή δεν πρέπει να τηρεί τη λατρεία των προγόνων του σπιτιού. Από δω και μπρος θα προσφέρει αναθήματα και θυσίες στους προγόνους της οικογένειας του συζύγου. Όλα είναι έτοιμα για το γαμήλιο δείπνο, μαζί και ο γαμήλιος πλακούντας, φτιαγμένος από σουσάμι και μέλι. Στο γάμο οι άντρες και οι γυναίκες έτρωγαν μαζί, αλλά οι γυναίκες δεν ξάπλωναν στα κρεβάτια, αλλά κάθονταν σε καθίσματα, στην απέναντι άκρη απ’ αυτή που είχαν καταλάβει οι άντρες. Στις συζητήσεις όμως έπαιρνε μέρος όλος ο κόσμος. Όταν σουρούπωνε, στη θύρα ακούονταν ήχοι αυλού. Καλυμμένη με έναν πέπλο, όπως και μέχρι τότε, η νύφη έβγαινε από το σπίτι για να ανεβεί στο αμάξι ανάμεσα στο γαμπρό και το συνοδό. Μπροστά από το αμάξι βάδιζαν οι αυλητές. Οι φίλοι μαζεύονταν γύρω από το αμάξι και τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια. Η μητέρα της νύφης βάδιζε πίσω από το αμάξι κρατώντας στο χέρι έναν πυρσό αναμμένο από την εστία του σπιτιού. Οι περαστικοί χαιρετούσαν την πομπή, εύχονταν ευτυχία στους νεαρούς νεοπαντρεμένους και τους πείραζαν. Σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής αντηχούσε ο ιερός ύμνος, ο υμέναιος. Κι έτσι η συνοδεία διέσχιζε τους δρόμους και τις συνοικίες, συνοδεύοντας τους νιόπαντρους, που πήγαιναν να συναντήσουν την ευτυχία που τους περίμενε. Στο κατώφλι του σπιτιού του γαμπρού, που ήταν επίσης στολισμένο με κλαδιά ελιάς και δάφνης, τη νεαρή σύζυγο τη δεχόταν η πεθερά. “δεν είχα τύχη να σου ανάψω τον πυρσό στο γάμο”, λέγει μια μάνα που ο γιος της βρήκε το θάνατο πριν παντρευτεί (Ευριπίδης).Το σπίτι του γαμπρού όχι μονάχα ανακαινιζόταν και επιπλωνόταν με καινούργια έπιπλα, αλλά συχνά χτίζονταν καινούργιες αίθουσες και κτίρια, η αγαπημένη του δάφνη λέει στο βοσκό της: “να μου χτίσεις ένα νυφικό θάλαμο, να μου χτίσεις ένα σπίτι και μια στάνη για τα πρόβατα”. Στην πύλη τη σκεπασμένη με γιρλάντες λουλουδιών έβγαινε ένα παιδάκι που έφερνε ένα καλάθι με φρούτα και έψαλλε έναν ύμνο, που η επωδός του έλεγε: “πιο θαυμαστή θα είναι η καινούργια σου τύχη απ’ την παλιά”. Η νύφη έτρωγε ένα σύκο ή ένα κυδώνι- τα πιο γλυκά φρούτα -, σύμβολο της ήρεμης ευτυχίας την οποία θα χαιρόταν από δω και μπρος. Μα η νύφη δεν θα μπει μόνη της στο καινούργιο της σπίτι. Γυρίζει προς τους συγγενείς της, που σπεύδουν να την περιτριγυρίσουν κάνοντας πως θέλουν να την υπερασπίσουν από το σύζυγο. Ο σύζυγος την αρπάζει και τη σηκώνει στα χέρια του να την πάει στο σπίτι, χωρίς να παίρνει υπόψη τα ξεφωνητά της. Φροντίζει τα πόδια της νύφης να μην αγγίζουν το κατώφλι, γιατί αυτό θα ήταν κακοσημαδιά.

Παντρεμένη

Πρώτη φροντίδα της νεαρής συζύγου στο καινούργιο της σπίτι είναι να κάνει ιερές σπονδές μπροστά στην εστία και τα εμβλήματα των προγόνων του συζύγου, που έγιναν τώρα και δικοί της πρόγονοι. Μια χορωδία κοριτσιών τραγουδάει ένα επιθαλάμιο, η τελετή τελειώνει. Τη δεύτερη μέρα το νεαρό ζευγάρι δέχεται τους φίλους. Κάποτε οι φίλοι τους κάνουν την τιμή να τους τραγουδήσουν εωθινό τραγούδι. Η μέρα αυτή λέγεται μέρα της αποκάλυψης. Τον πέπλο η νεαρή νιόπαντρη θα τον δωρίσει στην ήρα, παρακαλώντας τη θεά να της χαρίσει ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Έτσι λοιπόν η νεαρή σύζυγος βγάζει τον πέπλο και παρουσιάζεται μπροστά στους καλεσμένους που ήρθαν με τα γαμήλια δώρα. Τα δώρα είναι κάθε λογής: ζωγραφιστά αγγεία, σανδάλια, καθρέφτες, χτένες, αρώματα κι άλλα αντικείμενα. Τώρα η νεαρή γυναίκα έγινε οικοδέσποινα.
Ο άντρας της είναι πολύ μεγαλύτερος στα χρόνια. Είναι έμπειρος κι όλος ο κόσμος τον θεωρεί καλό νοικοκύρη. Το πρωί της δεύτερης μέρας ο σύζυγος θα προσκυνήσει πρώτα τους θεούς και μαζί με τη σύζυγό του θα τους προσφέρει θυσία, παρακαλώντας τους να της δώσουν τη θεία χάρη να μάθει όλα όσα χρειάζονται και να αποκτήσει χρήσιμες συνήθειες. Με τη σειρά της η σύζυγος υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να είναι επιμελής. Στο χωρισμό η μάνα δεν της είπε παρά μόνο πως σαν σύζυγος πρέπει να είναι επιφυλακτική και σεμνή. Αλλά ο σύζυγός της, της εξηγεί πως από τη στιγμή που έγινε οικοδέσποινα έχει χρέος να μοιάζει με τη μάνα των μελισσών, να κάθεται πάντα μαζί με το σμήνος και να μην επιτρέπει στις μέλισσες να τεμπελιάζουν, δηλαδή να βάζει τις θεραπαινίδες στη δουλειά και να τις μαθαίνει να ‘ναι πειθαρχικές. Αυτή πρέπει να συγκεντρώνει όλα τα προϊόντα και τις προμήθειες, να τα μοιράζει και να φυλάει με φροντίδα τα αποθέματα, για να μην τυχόν σπαταλιέται σ’ ένα μήνα αυτό που έπρεπε να φτάσει για χρόνο ολόκληρο. Όταν θα φέρουν το μαλλί, αυτή πρέπει να δώσει να γνέσουν και να υφάνουν. Η ίδια πρέπει επίσης να προσέξει τα οπωρικά να ξεραθούν καλά και να γιατρευτούν οι δούλοι που τυχόν αρρώστησαν .οι εξηγήσεις του συζύγου είναι πολύ λεπτομερειακές. Της λέει πως οι προμήθειες πρέπει να διατηρούνται με τάξη, κάθε πράγμα στην κατάλληλη θέση, κι οι υπηρέτριες πρέπει να μάθουν πως όταν παίρνουν κάτι να το βάζουν στη θέση του. Τα υποδήματα πρέπει να μπαίνουν στη σειρά, για να μπορεί να διαλέγει κανένας εύκολα το κατάλληλο ζευγάρι. Η ενδυμασία και το κρεβατοστρώσι πρέπει να κρατιούνται με τάξη, διπλωμένα με φροντίδα. Τα αγγεία ακόμα και τα δοχεία του φαγητού ούτε κι αυτά τα ξέχασε. Ο σύζυγος έχει τη γνώμη πως πρέπει να είναι τακτοποιημένα έτσι που να μπορεί κανείς να τα παίρνει εύκολα. Τα ακριβά πράγματα -τάπητες και διάφορα κοσμήματα -τα φύλαγαν στον κοιτώνα, γιατί ήταν το πιο εξασφαλισμένο δωμάτιο του σπιτιού. Στους ξερούς χώρους διατηρούνται τα σιτηρά και το ψωμί, στους ψυχρούς το κρασί, ενώ τα φωτεινά δωμάτια προορίζονται για εργασία. Ύστερα από τις θεωρητικές οδηγίες ο σύζυγος περνάει στα πρακτικά μαθήματα και μαζί με τη σύζυγό του αρχίζει να χωρίζει τα πράγματα κατά κατηγορίες. Πρώτα βάζουν κατά μέρος τα αντικείμενα της λατρείας, έπειτα τα ενδύματα για τις γιορτές και τη στρατιωτική στολή του συζύγου. Διαλέγουν ξεχωριστά τα στολίσματα για τα δωμάτια της συζύγου, τα υποδήματα του άντρα και τα υποδήματα της γυναίκας.
Καθορίζουν τον τόπο όπου θα κρατούν τα όπλα και τα εργαλεία για το λανάρισμα και το γνέσιμο του μαλλιού. Τα εργαλεία αυτά τα ξέρει πολύ καλά η νεαρή σύζυγος, γιατί στο πατρικό της σπίτι έμαθε να γνέθει και να υφαίνει. Χαιρετάει την ελαφρή καλαμένια ρόκα σαν παλιά της φίλη, γιατί με τη συντροφιά της πέρασε ώρες ολόκληρες, κρατώντας την στο αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί τύλιγε το στριμμένο γνέμα στο μετάλλινο αδράχτι. Να και ένα καλαθάκι με καλολαναρισμένο μαλλί, το οποίο όταν γνέθει το κρεμάει από το χέρι της κοντά στον αγκώνα. Ο αργαλειός τής είναι πολύ γνωστός. Ώρες ολόκληρες πηγαινοερχόταν μπροστά του, από τη μια άκρη ως την άλλη, γυρίζοντας τη σαΐτα, γιατί το στημόνι δεν ήταν τεντωμένο οριζόντια, μα κάθετα. Τα αντικείμενα οικιακής χρήσης, τα δοχεία του φαγητού, οι στάμνες και οι σκάφες για πλύσιμο και τα ταψιά για το ψήσιμο του ψωμιού, τα πινάκια για το φαγητό -διαλέγονται με φροντίδα από το σύζυγο και χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: αυτά που είναι για καθημερινή χρήση και τα άλλα για ορισμένες περιπτώσεις.Τα τρόφιμα κι οι άλλες προμήθειες είναι κι αυτές σε δυο σωρούς: ο ένας αντιπροσωπεύει τη μηνιάτικη κατανάλωση, ο άλλος τα αποθέματα για τον υπόλοιπο χρόνο. Σύμφωνα με τη γνώμη του συζύγου έτσι φαίνεται καλύτερα ποιο από τα τρόφιμα πλησιάζει να τελειώσει. Τέλος, οι σύζυγοι διαλέγουν μια αποθηκάριο, την πιο εγκρατή στο φαγητό, στο ποτό και στον ύπνο δούλα, την πιο υπάκουη και την πιο συγκρατημένη. Αυτές οι ιδιότητες είναι εξαιρετικά σημαντικές. Τώρα όλα είναι εντάξει. Η νεαρή σύζυγος αρχίζει την οικογενειακή ζωή. Τη χαραυγή ξυπνάει τους δούλους και τους δίνει εργασία. Αυτή κρατάει τα κλειδιά από τις αποθήκες, γνέθει και υφαίνει. Πρέπει να είναι σεμνή και προκομμένη, υπόδειγμα για τις δούλες. Δεν θα ‘ναι σπάταλη όπως ορισμένες γυναίκες, που σκορπούν τις προμήθειες με τέτοια επιπολαιότητα, που οι άντρες τους είναι αναγκασμένοι να τους πάρουν τα κλειδιά από τις αποθήκες. Ο άντρας δεν θα ‘ναι ποτέ τραχύς μαζί της κι ούτε φιλάργυρος, έτσι που αυτή θα μείνει πάντα αφέντρα της αποθήκης. Η ζωή της παντρεμένης αθηναίας ήταν πολύ μονότονη. Από το σπίτι μπορούσε να βγει μονάχα με την άδεια του συζύγου, συνοδευόμενη από μια δούλα ή από έναν ηλικιωμένο συγγενή. Όμως κανένας δεν απαιτούσε τον περιορισμό των γυναικών που είχαν περάσει τα πενήντα. Φυσικά αυτά τα έθιμα δεν τα τηρούσαν με αυστηρότητα. Οι παντρεμένες γυναίκες πήγαιναν συχνά περίπατο και έκαναν επισκέψεις.
 
Στις εκδηλώσεις
 
Επίσης, οι γυναίκες ήταν παρούσες στις μεγάλες πομπές, στα μυστήρια, στους γάμους και στις κηδείες. Ένα μήνα μετά το γάμο, στις 11 του Ανθεστηρίωνα, η νεαρή σύζυγος προετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή των ανθεστηρίων, γιορτή του ερχομού της άνοιξης, των πρώτων λουλουδιών και του καινούργιου κρασιού, που τώρα το είχαν για πώληση και έρχονταν στην Αθήνα να το αγοράσουν ξένοι και κάτοικοι των δήμων .τα ανθεστήρια κρατούσαν τρεις μέρες και κάθε μέρα είχε ένα ειδικό όνομα και μια πατροπαράδοτη εθιμοτυπία. Την πρώτη μέρα, στα πιθοίγια, δηλ. Στη μέρα “των πίθων”, ξεσφράγιζαν τα τεράστια πήλινα αγγεία όπου φύλαγαν το κρασί, δοκίμαζαν την καινούργια σοδειά και οι αγοραστές γέμιζαν τα αγγεία τους. Για τους δούλους η μέρα αυτή είχε εντελώς ξεχωριστή σημασία, γιατί ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που είχαν το δικαίωμα να κάνουν και να πουν ό,τι ήθελαν. Φυσικά, κανένας δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως στο τέλος της γιορτής δεν θα είχαν συνέπειες γιατί είχαν ερμηνεύσει πολύ κυριολεκτικά τα δικαιώματα τους…Σ’ όλα τα σπίτια της Αθήνας η πρώτη μέρα άρχιζε με επίσημες θυσίες προς τιμήν των θεών, στις οποίες έπαιρνε μέρος ολόκληρη η οικογένεια και όλοι οι δούλοι του σπιτιού. Η πιο χαρούμενη μέρα ήταν η δεύτερη, οι χοές, δηλ. Η μέρα των φιαλών και των αγγείων.Το βράδυ, στο φως των πυρσών, μπροστά στις αιχμάλωτες του γυναικωνίτη, ξετυλιγόταν μια ασυνήθιστη εικόνα μιας επίσημης και παράξενης πομπής. Στους ήχους των αυλών και των τυμπάνων περνούσαν χορεύοντας και τονίζοντας τον ιερό ύμνο των βακχίδων, νύμφες και μαινάδες ακολουθούμενες από σατύρους και Φαύνους. Στα κεφάλια των χορευτών, που ήταν ντυμένοι με δέρματα ζώων, αντηχούσαν μελωδικά κουδουνάκια κρεμασμένα από άνθινα στεφάνια. Στο κέντρο της συνοδείας φαινόταν ένα άρμα στολισμένο ωραία, στο μέσο του οποίου καθόταν η σύζυγος του άρχοντα-βασιλιά, παριστάνοντας τη γυναίκα του Διόνυσου. Την πήγαιναν στο ναό για να παντρευτεί με το θεό.Μετά τη συμβολική τελετή του γάμου με τον Διόνυσο, η σύζυγος του άρχοντα-βασιλιά έμενε όλη τη νύχτα στο ιερό, ενώ η συνοδεία πήγαινε στο θέατρο, όπου είχαν φέρει έγκαιρα πλήθος τραπέζια. Εδώ γινόταν το γεύμα των χοών, που περιέγραψε ο Αριστοφάνης στους “Αχαρνείς”. Καθένας ερχόταν φέρνοντας φαγητό από το σπίτι του. Έτρωγαν κάτι μακρουλά ψωμάκια, αλειμμένα με μια καυτερή σάλτσα που προκαλούσε δίψα. Αφού όλος ο κόσμος καθόταν στα τραπέζια άρχιζε μια παράξενη άμιλλα. Οι συνδαιτυμόνες σήκωναν τα κύπελλα (χοές) γεμάτα κρασί και στο σύνθημα μιας σάλπιγγας έπιναν χωρίς ανάσα! Οποίος τέλειωνε πρώτος ανακηρυσσόταν νικητής και έπαιρνε για έπαθλο ένα ασκί γεμάτο καινούργιο κρασί.Από το θέατρο το πλήθος γύριζε τραγουδώντας με τη συνοδεία τυμπάνων κι όλη τη νύχτα στους θορυβώδεις δρόμους της πόλης κυκλοφορούσαν εύθυμες ομάδες κρατώντας πυρσούς.Έπειτα απ’ αυτή τη νύχτα ακολουθούσαν οι χύτροι, πένθιμη μέρα που περιέφεραν χύτρες με διάφορους σπόρους. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα των ανθεστηρίων , τη μέρα αυτή κάθε αθηναίος έβραζε στην ιερή πυρά συμβολικά φυτά για την τροφή των σκιών, που γύριζαν στη γη.Στον περίβολο του Ληναίου υψώνονταν δεκατέσσερις βωμοί, όπου πρόσφεραν θυσίες 14 γυναίκες, διαλεγμένες από τις καλύτερες οικογένειες της πόλης, οι ίδιες που την παραμονή συνόδευσαν στο ναό τη σύζυγο του άρχοντα-βασιλιά, οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως πολυάριθμες χοές. Τα διακοσμητικά τους σχέδια παριστάνουν διάφορες σκηνές των ανθεστηρίων, ανάμεσα στους εορταστές διακρίνονται πάντα μορφές παιδιών.Τα ανθεστήρια θεωρούνταν και γιορτή των παιδιών, συγκινητική και ποιητική συνάρτηση ιδεών , που συνδέουν τα παιδιά με τη χαρά της αναγέννησης της φύσης, ύστερα από το ψύχος του χειμώνα: τα παιδιά και τα πρώτα μπουμπούκια των λουλουδιών γιόρταζαν μαζί.Οι μικροί αθηναίοι, φορτωμένοι άνθη, κατέθεταν στεφάνια στο βωμό του Ευρυσάκη, γιου του Αίαντα, σε ανάμνηση της παραμονής του στην Αθήνα. Έκαναν περίπατο στους δρόμους μαζί με τους γονείς τους πάνω σε άρματα στολισμένα με πρασινάδα και λουλούδια και έπαιρναν μέρος στο τραπέζι που γινόταν το βράδυ των “χοών”, ακόμη και η ηλικία των παιδιών υπολογιζόταν με βάση τον αριθμό των χοών στις οποίες είχαν πάρει μέρος. Αλλά να που έσβηναν οι τελευταίοι αντίλαλοι των ανθεστηρίων. Οι τοίχοι του γυναικωνίτη έκλειναν ξανά γύρω από τη νεαρή γυναίκα, ορίζοντας ολόκληρο τον κόσμο της. Σ’ αυτό τον κόσμο υπήρχαν παιδιά, η εργασία στο νοικοκυριό, λίγη μουσική, καθώς και οι δούλες, οι οποίες από την άποψη της διανοητικής ανάπτυξης δεν διέφεραν πάρα πολύ απ’ αυτή. Μα θα ήταν εξαιρετικά ευχάριστο να πλατύνει τα σύνορα αυτού του κλειστού κύκλου, και γι’ αυτό η νεαρή κυρά κοίταζε συνεχώς το δρόμο, από το παράθυρο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μείνει αθέατη.
 
Στο σπίτι
 
Πέρα από το παράθυρο βρισκόταν ένας άλλος κόσμος, σχεδόν απρόσιτος στη γυναίκα. Το σύνορο αυτού του κόσμου το αποτελούσε η θύρα, που φυλαγόταν από ένα θυρωρό. Στα χτυπήματα του μικρού μεταλλικού ρόπτρου, που ήταν κρεμασμένο στην εξώθυρα, απαντούσε πρώτα με τα γαβγίσματά του το σκυλί από την αυλή. Έπειτα έβγαινε ο θυρωρός, ο οποίος άφηνε ή όχι τον επισκέπτη να μπει στην αυλή. Η αυλή αυτή, που στη μέση της υψωνόταν ο βωμός του Ερκείου Δία, προστάτη της εστίας, ήταν το κέντρο του σπιτιού. Εδώ έτρωγαν , εδώ περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους τα μέλη της οικογένειας και εδώ επίσης γίνονταν δεκτοί οι καλεσμένοι. Απ’ τις δυο πλευρές κάτω απ’ τις στοές, βρίσκονταν τα δωμάτια. Στο βάθος, στο απέναντι από την είσοδο μέρος, βρισκόταν η πύλη που οδηγούσε στο δωμάτιο του άνδρα, κύρια αίθουσα της κατοικίας. Στο γυναικωνίτη μπορείς να φτάσεις μόνο περνώντας απ’ αυτό το δωμάτιο. Ο γυναικωνίτης περιλάμβανε τον κοιτώνα των συζύγων, τα δωμάτια των κοριτσιών και τα διαμερίσματα όπου εργάζονταν οι δούλες. Εκτός από το σύζυγο, κανένας άλλος άντρας δεν επιτρεπόταν να μπει εκεί. Ο γυναικωνίτης ήταν τόσο απρόσιτος που κάποτε συνέβαιναν κωμικοτραγικά περιστατικά, σαν αυτό που διηγείται ο Δημοσθένης. Μια φορά στο σπίτι ενός αθηναίου, που είχε φύγει σε ταξίδι, τρύπωσαν ληστές. Οι γείτονες άκουσαν τα ξεφωνητά των γυναικών και είδαν πως γινόταν αρπαγή. Άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια, αλλά κανένας δεν τόλμησε να μπει στο γυναικωνίτη, αν και έβλεπαν πως οι ληστές έβγαζαν τα πράγματα από το σπίτι.
 
Οικιακός εξοπλισμός
 
Όταν έκανε κρύο, στο σπίτι δεν ήταν πολύ ευχάριστα, γιατί, εκτός από ένα μαγκάλι με κάρβουνα, τα δωμάτια δεν είχαν άλλο μέσο θέρμανσης. Μονάχα στο μαγειρείο υπήρχε εστία. Από τα κάρβουνα που σιγόκαιγαν μέσα στη στάχτη της εστίας έπαιρναν φωτιά όταν νύχτωνε και έπρεπε να ανάψει το λυχνάρι. Κάποτε, αντί λυχνάρι χρησιμοποιούσαν μια χούφτα δαδιά. Άλλοτε για λυχνάρι μεταχειρίζονταν ένα μετάλλινο κουτί ή ένα πήλινο αγγείο, γεμάτο από στουπί αλειμμένο με μια ρητινώδη ουσία. Αυτό το τοποθετούσαν στο μέσο ενός πιο μεγάλου αγγείου από πηλό, όπου έπεφτε το αναμμένο φιτίλι και κυλούσε το λιωμένο ρετσίνι. Το λυχνάρι κάπνιζε και πριτσάλιζε, γεμίζοντας καπνιά τους τοίχους και την οροφή. Η αλήθεια είναι πως η ζημιά δεν ήταν μεγάλη. Για πολύ καιρό στην Αθήνα οι τοίχοι ασπρίζονταν μόνο με ασβέστη. Ο Αλκιβιάδης υπήρξε ο πρώτος αθηναίος που στόλισε τους τοίχους με ζωγραφιές. Γι’ αυτό το σκοπό έκλεισε στο σπίτι το ζωγράφο Αγάθαρχο και δεν τον άφησε να βγει πριν τελειώσει τη δουλειά του. Γενικά, όμως, για τα δωμάτια προτιμούσαν λυχνάρια με λάδι. Αυτά τα έφτιαχναν με μέταλλο ή με πηλό και είχαν δυο τρύπες. Η μια για να βάζουν το λάδι, η άλλη για να βγαίνει το φιτίλι. Πρέπει να πούμε πως σ’ αυτά τα λυχνάρια έδιναν τις πιο ποικίλες μορφές. Σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν δυο πατώματα. Κάποτε το δεύτερο πάτωμα νοικιαζόταν και τότε στα πάνω δωμάτια ανέβαινες απευθείας από το δρόμο με μια εξωτερική κλίμακα. Στα πιο μέτρια σπίτια η σκάλα ήταν εσωτερική και στο ισόγειο βρίσκονταν οι αποθήκες και συχνά και ο γυναικωνίτης.Η πλειοψηφία των ιδιωτικών σπιτιών της Αθήνας ανήκε, βέβαια, στην κατηγορία των μέτριων σπιτιών, ή καλύτερα ήταν ένα είδος καλύβας αποτελούμενης από δυο μικροσκοπικά καλυβάκια το ένα επάνω στο άλλο, που έβλεπαν απευθείας στο δρόμο. Οι στέγες τις περισσότερες φορές ήταν ίσιες, τα δωμάτια του ισογείου δεν είχαν παράθυρα, το φως της αυλής έμπαινε από τη θύρα. Τα δωμάτια του επάνω πατώματος όμως είχαν παράθυρα, κι από εδώ άρεσε στις γυναίκες να παρακολουθούν την κίνηση του δρόμου. Τα σπίτια δεν είχαν ξύλινες θύρες, εκτός από εκείνη που έβγαζε στο δρόμο και τη θύρα του δωματίου όπου φύλαγαν τα πολύτιμα αντικείμενα. Στα άλλα δωμάτια μπροστά στις θύρες υπήρχαν κρεμασμένα παραπετάσματα.
Τα σπίτια των ευκατάστατων ανθρώπων ήταν επιπλωμένα αρκετά πλούσια. Ας αρχίσουμε από τα καθίσματα. Υπήρχαν καθίσματα με ερεισίνωτο (πλάτη δηλ.) Ή χωρίς ερεισίνωτο, καθώς και ο θρόνος, δηλαδή ένα κάθισμα με υψηλό ερεισίνωτο. Στο θρόνο καθόταν ο οικοδεσπότης. Ήταν τόσο ψηλός, που για να μπορέσεις να καθίσεις σ’ αυτόν έπρεπε να πατήσεις σ’ ένα ειδικό καθισματάκι. Πάνω στα καθίσματα ήταν στρωμένα μαξιλάρια σκεπασμένα χαλάκια και στις πλάτες ήταν ριγμένα καινούργια καλύμματα. Τα κομψά κρεβάτια Κλίνες είχαν πόδια σταυρωτά, όπως και τα καθίσματα. Υπήρχαν κι άλλα είδη, με ίσια πόδια και με μικρό ερεισίνωτο στην άκρη και στη μια πλευρά, όπως στα μοντέρνα ντιβάνια. Τα απλά κρεβάτια, που λέγονταν κράββατοι, αποτελούνταν από ένα ξύλινο πλαίσιο με κοντά πόδια, από τα οποία δένονταν σταυρωτά μερικές ταινίες δερμάτινες. Σ’ αυτό το δίχτυ των ταινιών τοποθετούσαν ένα σελτέ γεμάτο μαλλί, ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι. Για σκεπάσματα χρησιμοποιούσαν κουβέρτες, δέρματα προβάτων και γούνες, ανάλογα με τον καιρό. Το κρεβάτι ήταν το κύριο έπιπλο των αρχαίων ελλήνων, γιατί διάβαζαν, έγραφαν και σκέφτονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους. Τα τραπέζια τα χρησιμοποιούσαν μόνο για φαγητό. Ήταν πολύ χαμηλά, για την ακρίβεια δεν ξεπερνούσαν το ύψος των κρεβατιών, γιατί, όπως είπαμε, οι έλληνες έτρωγαν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Πολύ πιο γερές ήταν οι καλάθες, που δεν έλειπαν από τα σπίτια των αθηναίων, οι οποίες αντικαθιστούσαν τις ντουλάπες. Οι καλάθες ήταν τόσο μεγάλες, που καθεμιά τους μπορούσε να χωρέσει δύο ανθρώπους. Οι καλάθες έκλειναν με κάτι βαριές κλειδαριές και συχνά ήταν στολισμένες με κεντίδια, εγκόλλητα, γεωμετρικά σχήματα κ.ά. Στο σπίτι βρίσκονταν πολυάριθμα πήλινα αγγεία. Αυτά είχαν διάφορες μορφές και διαστάσεις και πολλές φορές ήταν ωραία. Το πιο μεγάλο αγγείο -ο πίθος -ήταν μια μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ή ίσιο. Στους πίθους φύλαγαν κρασί, λάδι, σύκα, τρόφιμα αλατισμένα. Για μακρόχρονη διατήρηση το κρασί και το λάδι το έβαζαν σε αμφορείς, κάτι αγγεία με δύο χερούλια και μακρύ λαιμό. Τα στόμια των αμφορέων τα βούλωναν με ρετσίνι. Το αγγείο στο οποίο αναμίγνυαν στο τραπέζι το κρασί με νερό ονομαζόταν κρατήρας. Ο κρατήρας είχε σχήμα δοχείου με πολύ πλατύ στόμιο, με δυο χερούλια. Το σερβίτσιο του κρασιού συμπληρωνόταν με τις οινοχόες, αγγεία με ένα χερούλι κι ένα στόμιο απ’ όπου χυνόταν το ποτό, και τον σκύφο, ένα είδος κυπέλλου ή κανάτας με ψηλό χερούλι. Εξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεία που χρησιμοποιούνταν για το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι και τέλος τα ρυτά. Το ρυτό ήταν ένα κέρατο πελεκημένο και γλυμμένο στη μυτερή του άκρη, που είχε μορφή κεφαλής ζώου, συνήθως κριαριού. Εδώ, στο κεφάλι, υπήρχε μια τρύπα για να χύνεται το υγρό, που έκλεινε με ένα μικρό καπάκι. Τα δοχεία του φαγητού των ελλήνων μάς είναι λιγότερο γνωστά. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν η χύτρα, ένα δοχείο με πόδια ή χωρίς πόδια, αλλά με κυκλικό πυθμένα, για να μπορεί να κάθεται σε τρίποδα. Στη χύτρα έβραζαν κρέας και λαχανικά. Για τα ψάρια υπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεία. Το ψωμί και τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά κάνιστρα. Μια σκάρα, μαχαίρια και πιρούνια συμπλήρωναν τα εξαρτήματα του μαγειρείου. Όλα τα δοχεία των αρχαίων αθηναίων ήταν φτιαγμένα από πηλό κόκκινο ή κιτρινωπό, που τον προμηθεύονταν από τα κεραμουργεία των προαστίων της πόλης. Στο κόκκινο βάθος του αγγείου ζωγράφιζαν ωραία μελανά σχέδια. Τα γυάλινα δοχεία αναφέρονται για πρώτη φορά στον Αριστοφάνη. Προηγουμένως από γυαλί κατασκεύαζαν μόνο κοσμήματα: χάντρες, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια. Ο χρόνος μετριόταν με το ρολόι: το γνώμονα, ένα ηλιακό ρολόι, εγκατεστημένο στον κήπο του σπιτιού, και την κλεψύδρα, ένα ρολόι με νερό, με το οποίο μετριόταν ο χρόνος ανάλογα με την ποσότητα του νερού που έτρεχε ομοιόμορφα σ’ ένα δοχείο. Ορισμένα σχέδια σε αρχαία ελληνικά αγγεία παριστάνουν σκηνές από τη ζωή και τις ασχολίες των γυναικών. Τα σχέδια αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με το θέμα τους: οικιακές ασχολίες, καλλωπισμός των γυναικών και διασκεδάσεις τους στην αποτραβηγμένη ζωή του γυναικωνίτη
 
Ενδυμασία

Η γυναικεία ενδυμασία εκείνης της εποχής δεν έθετε ζητήματα κοπτικής αλλά απαιτούσε μεγάλη ευχέρεια στην τέχνη του στολισμού. Τα γυναικεία ενδύματα, όπως και τα αντρικά, χωρίζονταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στην ελαφρή εσωτερική ενδυμασία και σ’ ένα φόρεμα πιο χοντρό, τον πέπλο, που φοριόταν από πάνω. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς από τον αντρικό, ήταν απλό, μακρύ πουκάμισο, που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν μόνο με ένα κορδόνι. Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω από το στήθος τους, ενώ τα νεαρά κορίτσια στο θώρακα ή στους γοφούς. Κάποτε ο χιτώνας είχε σχιστά μανίκια. Οι άκρες του πιάνονταν με μια πόρπη από το δεξιό ώμο ή τις έδεναν φιόγκο πάνω στο στήθος. Στις παρυφές ο χιτώνας ήταν στολισμένος με μια ταινία άλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου. Στο σπίτι οι γυναίκες φορούσαν μόνο χιτώνα αλλά όταν έβγαιναν στο δρόμο φορούσαν από πάνω έναν πέπλο, δηλαδή ένα κομμάτι ύφασμα πλατύ περίπου 1,5 μέτρο και μακρύ 3-4 μέτρα, με το οποίο οι ελληνίδες καλύπτονταν επιδέξια, αφήνοντάς το να πέφτει σε πτυχές. Κάποτε, όταν δεν φορούσαν βέλο, άφηναν ελεύθερη μιαν άκρη του πέπλου και κάλυπταν μ’ αυτήν το κεφάλι. Την ενδυμασία των γυναικών την έφτιαχναν από μάλλινο ύφασμα, πανί και λινάρι και ένα ύφασμα από άγνωστο υλικό, πολύ λεπτό και διάφανο, όπως η μουσελίνα. Τα χρώματα που προτιμούσαν ήταν: κίτρινο, κόκκινο, ερυθρό, πράσινο ανοιχτό, πράσινο λαδί, γκριζογάλανο, καφετί ανοιχτό και λευκό. Τους άρεσαν υφάσματα με σχέδια, ταινίες με ζωηρά χρώματα και κεντήματα. Μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για τα κεντητά πέπλα αν κοιτάξουμε τα σχέδια των αγγείων ή αν διαβάσουμε στον Αισχύλο την περιγραφή της ενδυμασίας του Ορέστη.Στο δρόμο οι γυναίκες σπάνια φορούσαν στο κεφάλι τους καλύμματα, αλλά όταν έβγαιναν έξω από την πόλη κάλυπταν το κεφάλι τους με κάτι στρογγυλά καλύμματα με μυτερή κορυφή. Στα πόδια φορούσαν σανδάλια, υποδήματα λευκά ή κίτρινα και ένα είδος ψηλά άρβυλα. Όταν έβγαιναν στο δρόμο έπαιρναν μια ομπρέλα και ένα ριπίδι από φτερά παγονιού ή ένα πιο ελαφρύ από ξύλο, με μορφή λωτού. Η ενδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα: χρυσά σπειροειδή ή μακριά σκουλαρίκια, χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια (αυτά τα φορούσαν στο πάνω μέρος του βραχίονα), δαχτυλίδια και κάτι μικρούς χρυσούς δακτύλιους στην κλείδωση του χεριού. Ο καθρέφτης ήταν ένα αντικείμενο που δεν έλειπε από τη ζωή της γυναίκας. Οι καθρέφτες γίνονταν από καλοδουλεμένο μέταλλο κι είχαν ένα χερούλι λιγότερο ή περισσότερο στολισμένο. Όταν οι εταίρες γίνονταν γριές χάριζαν τους καθρέφτες τους στην Αφροδίτη για την προστασία και τη μέριμνα που τους είχε η θεά.
 
Καλλωπισμός
 
Οι ελληνίδες είχαν μακριά και πυκνά μαλλιά. Τα έπλεκαν και τα έκαναν βοστρύχους και πλεξούδες, τα έπιαναν με ταινίες και καρφίδες (τσιμπιδάκια) και τους έκαναν διάφορα χτενίσματα. Στις ελεύθερες γυναίκες το κοντό μαλλί ήταν σημάδι πένθους ή αναγνώριση γηρατειών. Οι δούλες είχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά. Οι ελληνίδες χρησιμοποιούσαν κρέμα για να ασπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναίκες είχαν ολόκληρο εργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και αρωματικές ουσίες, δοχεία με κρέμες. Για το βάψιμο του προσώπου και των χειλιών χρησιμοποιούσαν μολύβια ή ρίζα του φυτού αλκέα (είδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ή με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ελαφρά με κάρβουνο. Τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες, έπειτα με ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Οι γυναίκες έβαζαν πολλά μυρωδικά, όπως άλλωστε και οι άντρες, πράγμα που φαίνεται από τις πικρές μομφές του Σωκράτη.
 
Διασκεδάσεις
 
Η μουσική κατείχε σημαντική θέση στη ζωή της γυναίκας. Οι θωπευτικοί τόνοι της λύρας και τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου αντηχούσαν συχνά στα διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οι .έλληνες ήταν μεγάλοι φίλοι της μουσικής και απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ηθική της επίδραση. Οι έλληνες προτιμούσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Για τις διάφορες κλίμακες υπήρχαν ειδικές ονομασίες. Οι νότες της φωνητικής μουσικής και της ενόργανης μουσικής ήταν επίσης διαφορετικές. Η αρμονία ήταν ξένη προς την ελληνική μουσική. Παρ’ όλο που οι έλληνες γνώριζαν τις συγχορδίες, χρησιμοποιούσαν μονάχα την κλίμακα που την ονόμαζαν αντιφώνηση. Συνήθως τραγουδούσαν σε μια φωνή. Μια άλλη διασκέδαση των γυναικών ήταν τα οικιακά ζώα και τα πουλερικά. Είχαν σκυλιά και γάτες παιχνιδιάρικες, που τους άρεσε να παίζουν με τις κλωστές από ένα ατέλειωτο κέντημα, κοκόρια και κότες, χήνες, κάργες αυθάδικες, που ήξεραν να σκαλώνουν σε κάτι μικρές βαθμίδες και να κρατούν μια μικροσκοπική ασπίδα, γερανούς, πέρδικες και άλλα εξημερωμένα πουλιά, που τις εικόνες τους μπορεί να τις δει κανείς στα σχέδια των αγγείων .Μια εποχή έγιναν της μόδας οι πίθηκοι της Αιγύπτου, αλλά πιθήκους μπορούσε να δει κανείς πιο σπάνια και δεν ήταν εύκολο να τους προμηθευτεί. Μα θα ήταν μεγάλο λάθος να πιστέψει κανείς ότι όλες οι αθηναίες περνούσαν τον καιρό τους μπροστά στον καθρέφτη ή χαϊδεύοντας τις χορδές της λύρας. Η τέχνη του 5ου-4ου αιώνα παρουσίασε ιδιαίτερα τη ζωή της εύπορης γυναίκας. Υπήρχε όμως και μια άλλη ζωή γυναίκας, που συνήθως οι καλλιτέχνες αγνοούσαν. Η σκληρή, η πολύμοχθη ζωή πολυάριθμων άπορων οικογενειών δεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους ζωγράφους και τους ποιητές του ισχυρού ναυτικού κράτους. Η αθηναϊκή τέχνη εμπνέεται από τις πτυχώσεις των κομψών ενδυμάτων κι όχι από τους χοντροκομμένους και μπαλωμένους χιτώνες που αποτελούσαν την αμοιβή του καθημερινού μόχθου. Η ζήτηση γεννάει την προσφορά. Εκείνοι που πλήρωναν τα αγάλματα και τα αγγεία δεν θα έδιναν χρήματα για τόσο αποκρουστικές εικόνες, ενώ οι λίγοι οβολοί των φτωχών δεν προορίζονταν για την αγορά αντικειμένων πολυτελείας. Συχνά δεν έφταναν ούτε για το καθημερινό ψωμί.

Οι φτωχές

Παρ’ όλα αυτά στις εμπνευσμένες ομιλίες των θεών και των ηρώων αντηχούσε και η γεμάτη φροντίδες ζωή του αθηναϊκού δήμου. Η γυναίκα του λαού, η γυναίκα του μόχθου, η κουρασμένη, η πρόωρα μαραμένη, διακόπτει τους χορούς των τραγουδιών, ενώ στις κωμωδίες του Αριστοφάνη κλαιει μπροστά σ’ όλους τη μαύρη της τύχη. Στις φτωχές οικογένειες η γυναίκα δουλεύει δίπλα στον άντρα. Σε μια επιγραφή γίνεται λόγος για τη γυναίκα ενός χρυσοχόου που Βοηθάει τον άντρα της να φτιάχνει περικεφαλαίες για Τις παρελάσεις και να Τις επιχρυσώσει. Η ανάγκη υποχρεώνει την Αθηναία να κάνει ακόμα και δουλειές δούλας, να εργαστεί σαν τροφός.Με τον τελευταίο οβολό η φτωχή γυναίκα αγοράζει λίγο αλεύρι ή δανείζεται από το γείτονα για να ‘χει με τι να κάνει χυλό σε μια πήλινη γαβάθα, να ψήσει κουλούρια και να τα πάει στην αγορά να τα πουλήσει. Τα μέλη της οικογένειάς της τα τρέφει με “ξηρά φύλλα ραδικιού”, με “ρίζες ραδικιού” και άλλα φαγώσιμα φυτά. Από τότε που θα φέξει η μέρα κι ως τη δύση του ήλιου θα την δεις να γυρνάει εδώ και ‘κει σαν τη σαΐτα στον αργαλειό. Δεν έχει καιρό να τεμπελιάζει στο γυναικωνίτη, άλλωστε για ποιο γυναικωνίτη μπορεί να γίνεται λόγος στο άθλιο καλύβι της, το κολλημένο στο Βράχο ή το σκαμμένο σ’ αυτόν σαν φωλιά θηρίου. Δεν έχει δούλες για να κάνουν όλες Τις δουλειές του νοικοκυριού. Κι αν ακόμα έχει (01 δούλοι είναι τόσο φτηνοί!), αυτοί πεινούν μαζί μ’ ολόκληρη την οικογένεια ή Βγάζουν το ψωμί τους όπως μπορούν. Τα παιδιά της δεν πηγαίνουν περίπατο με τα μάτια χαμηλωμένα σεμνά στη γη, συνοδευόμενα από έναν παιδαγωγό. Παίζουν κι ανακατεύουν τη σκόνη των δρομίσκων της Αθήνας. Μόλις μάθουν να διαβάζουν, πιάνουν δουλειά. Αν είναι χωριάτισσα κουράζεται ακόμα πιο πολύ. Πολύ πριν ξημερώσει ετοιμάζει φαγητό για τον άντρα και τα παιδιά, έπειτα Βγάζει τα Βόδια από το στάβλο και τα ποτίζει. Μαζεύει χόρτο για τα πρόβατα, τα κουρεύει, γνέθει και υφαίνει, ράβει τα ρούχα όλης της οικογένειας, περιποιείται το λαχανόκηπο, φέρνει νερό, αρμέγει τις γίδες, πλένει τα ρούχα στο ρέμα, φορτώνεται συχνά και κουβαλάει μακριά τα Βαριά δέματα με τα άπλυτα ρούχα. Κάθε χρόνο Βοηθάει τον άντρα να πετάει Τις πέτρες από το μικρό της κλήρο. Και κάθε χρόνο, όταν λιώνουν τα χιόνια, οι χείμαρροι κατεβάζουν απ’ τα Βουνά άλλες πέτρες. Αυτών των γυναικών, είτε ζουν στην πόλη είτε στο χωριό, η μέρα δεν τους φαίνεται ποτέ μεγάλη. Αντίθετα, δεν τα καταφέρνουν να τελειώσουν, πριν νυχτώσει, όλες τις δουλειές τους. Μονότονα κυλούσε η ζωή μονάχα της εύπορης γυναίκας. Η υποδεέστερη όμως θέση της και η υπακοή που όφειλε στο σύζυγο δεν την εμπόδιζαν να του Βάζει συχνά τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Είναι γνωστή η διαβεβαίωση του Θεμιστοκλή ότι ο μικρότερος γιος του είχε τη μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους Έλληνες, γιατί “επικεφαλής των Ελλήνων Βρίσκονται οι Αθηναίοι, επικεφαλής των Αθηναίων είναι αυτός, αυτόν τον διευθύνει η γυναίκα του και τη γυναίκα του ο γιος του!”.
 
Διαζύγια
 
Το διαζύγιο, το σχεδόν άγνωστο στην ομηρική εποχή, έγινε την κλασική εποχή τόσο συχνό, που οι έλληνες ρήτορες θεωρούσαν την προίκα σαν απόλυτα αναγκαίο μέτρο για τη σταθερότητα της συζυγικής ζωής. Κι αυτό γιατί σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος όχι μονάχα να επιστρέψει στον πατέρα ή τον κηδεμόνα της γυναίκας του την προίκα που είχε πάρει, αλλά να προσθέσει κι ένα συμπλήρωμα 18%, πράγμα που δεν ήταν εύκολο στον καθένα. Εκτός όμως απ’ αυτή την υλική ζημιά, η ελληνική νομοθεσία δεν έβαζε κανενός άλλου είδους εμπόδια για το διαζύγιο. Υπήρχαν δύο ειδών διαζύγια, η αποπομπή, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση του συζύγου, και η απόλειψις, δηλ. διαζύγιο ύστερα από αίτηση της συζύγου. Η πρώτη περίπτωση δεν παρουσίαζε καμιά απολύτως δυσκολία! Αν ο σύζυγος ήθελε να χωρίσει τη σύζυγο, την έστελνε στους συγγενείς της, αφού κρατούσε τα παιδιά. Κανένας δεν ρωτούσε γιατί το έκανε! Οι αιτίες μπορεί να ήταν οι πιο διαφορετικές. Αλλά υπήρχε μια αιτία, η οποία οδηγούσε αναπόφευκτα στο διαζύγιο: αν δεν είχε παιδιά, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να χωρίσει τη γυναίκα. Στους έλληνες ο γάμος θεωρούνταν ιερός θεσμός, καθιερωμένος από τους προγόνους. Τα παιδιά ήταν οι συνεχιστές των παραδόσεων του γένους και της οικογένειας. Όταν πέθαινε ο πατέρας, τα παιδιά έπρεπε να συνεχίσουν τη λατρεία των προγόνων και να τιμούν τον τάφο του πατέρα τους. Οι έλληνες θεωρούσαν τη συζυγική ζωή σαν μια ανάγκη, στην οποία οι αμοιβαίες προτιμήσεις των νέων δεν είχαν καμιά σημασία, πολύ περισσότερο που βλέπονταν, συνήθως, για πρώτη φορά την ώρα του γάμου. Γάμος σήμαινε θεμελίωση οικογένειας και γέννηση παιδιών, για να μπορεί ο πατέρας να τα παρουσιάσει στη φατρία και στο δήμο του. Παιδιά πολλά και ωραία, να το ιδανικό της οικογενειακής ευτυχίας. Την τελευταία ημέρα των θεσμοφορίων γίνονταν διαγωνισμοί για την εκλογή των ωραιότερων παιδιών. Και οι μάνες των βλασταριών που αναγνωρίζονταν σαν τα πιο ωραία, γύριζαν τη μέρα αυτή στο σπίτι περήφανες κι ευτυχισμένες. Ένας άντρας άκληρος, συνεπώς ένας άντρας που είχε τη δυσμένεια των θεών, θεωρούνταν μισός πολίτης και πολυάριθμα αξιώματα, όπως π.χ. του άρχοντα και του στρατηγού, του ήταν απρόσιτα. Τις περισσότερες φορές οι άκληρες οικογένειες υιοθετούσαν τα παιδιά άλλων. Το υιοθετημένο παιδί δεχόταν τη λατρεία των προγόνων των καινούργιων του γονιών και ξέκοβε ολοκληρωτικά από την πραγματική του οικογένεια. Επίσης, υπήρχε η συνήθεια της αγοράς παιδιών. Το διαζύγιο με αίτηση της γυναίκας ήταν δύσκολο. Η γυναίκα έπρεπε να παρουσιαστεί προσωπικά στον άρχοντα και να του παρουσιάσει γραπτές αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει το δίκαιο του αιτήματος της. Επειδή η αθηναία θεωρούνταν υποδεέστερη και ήταν εξαρτημένη, κι αυτή η απλή τυπική πράξη συναντούσε μεγάλες δυσκολίες. Η κατάσταση αυτή φαίνεται θαυμάσια από την περιγραφή της απόπειρας διαζυγίου της γυναίκας του Αλκιβιάδη, που μας άφησε ο Πλούταρχος. Ο Πλούταρχος θεωρεί εξαντλημένο το πρόβλημα και ασχολείται με τα σκυλιά του Αλκιβιάδη. Αν πάρουμε υπόψη μας ότι η Ιππαρέτη έδωσε στον Αλκιβιάδη δέκα τάλαντα προίκα και ότι ο Αλκιβιάδης περίμενε άλλη τόση κληρονομιά μετά το θάνατο του πεθερού του, του Ιππόνικου, η ασυνήθιστη προσήλωσή του στους συζυγικούς δεσμούς γίνεται ευκολονόητη. Ο άντρας όμως δεν ήταν δεμένος με τίποτα εκτός από την προίκα. Μπορούσε μάλιστα να παντρέψει τη γυναίκα του με άλλον, χωρίς καν να ζητήσει τη συμφωνία της, όπως έκανε κι ένας πολίτης τόσο ενάρετος όπως ο Περικλής, πράγμα που δεν έβλαψε στο ελάχιστο τη φήμη του.
 
Εταίρες
 
Εντελώς διαφορετικά ζούσαν οι εταίρες. Σε διάκριση από τις άλλες γυναίκες, αυτές είχαν γνώσεις της λογοτεχνίας και δεν τους ήταν ξένη η τέχνη. Όχι, βέβαια, όλες. Οι εταίρες που δεν ήξεραν να παίζουν μουσικά όργανα ή τουλάχιστον να τραγουδούν και δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους καλεσμένους με τις γνώσεις τους και με το λεπτό τους πνεύμα, είχαν ένα εύγλωττο παρατσούκλι: τις έλεγαν “πεζές δαμάλες”, όπως λέγαν τους οπλίτες πεζούς, γιατί βάδιζαν βήμα χωρίς μουσική, και σε διάκριση από το ιππικό, που συνοδευόταν πάντα από μουσικούς. Αυτή η κατηγορία των εταίρων ήταν πολυάριθμη, μα η ανάμνηση τους δεν κράτησε πολύ καιρό. Η θέση των καλλιεργημένων και μορφωμένων εταίρων ήταν τελείως διαφορετική. Στα σπίτια τους μαζεύονταν πλήθος οι νέοι. Τις θαύμαζαν, έστηναν γι’ αυτές χρυσά αγάλματα, οι ποιητές τις εγκωμίαζαν στα έργα τους. Πολλές έγιναν διάσημες για την εξυπνάδα και το πνεύμα τους, ενώ η αθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές επιγραμμάτων που γράφτηκαν από εταίρες. Σύζυγος, εταίρα ή δούλη, να οι τρεις δρόμοι που επεφύλασσε η τύχη σε μια γυναίκα στην Αθήνα.
 
Γηρατειά
 
Και σε όποιον απ’ αυτούς την οδηγούσε η μοίρα, γρηγορότερα ή αργότερα την έβρισκε η αρρώστια ή τα γηρατειά. Στη θύρα του σπιτιού συγγενείς ή φίλοι θα σκαλώσουν δυο κλάδους: έναν ελιάς για να φυλάει την άρρωστη απ’ τα κακά πνεύματα και έναν δάφνης για να της εξασφαλίζει την ευμένεια του Απόλλωνα. Θα κληθεί κι ο γιατρός, αλλά όχι αμέσως. Πρώτα θα ζητηθεί η βοήθεια ενός από τους πολυάριθμους ονειροεξηγητές και θα του διηγηθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια τα όνειρα της άρρωστης. Αν ονειρεύτηκε πως τελείωσε την ύφανση ενός ιματίου για τον άντρα της κι όταν σηκώθηκε από τον αργαλειό τον έσπρωξε προς τον τοίχο, τα προμηνύματα είναι άσχημα. Μπορεί η αρρώστια να ‘χει μοιραίο τέλος, γιατί η ζωή της γυναίκας είναι αδιανόητη χωρίς αργαλειό” ακόμα και στον τάφο της βάζουν ένα αδράχτι. Με την επίδραση μεγάλης αμοιβής ο ερμηνευτής θα γλυκάνει ίσως την προφητεία, προλέγοντας μονάχα βαριά αρρώστια. Αν όμως η αμοιβή τού φανεί ανεπαρκής, θα δηλώσει ανοιχτά ότι το όνειρο αυτό σημαίνει θάνατο και ότι οι συγγενείς δεν πρέπει να λυπηθούν, γιατί την ίδια τύχη είχαν κι η Ανδρομάχη κι η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα, αν και ήταν πιο ωραίες και πιο νέες από την άρρωστη. Μπορεί να δοκιμάσει να εξουδετερώσει τις ολέθριες συνέπειες του ονείρου, διηγώντας το όταν φανούν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Τότε, όπως ισχυρίζονταν οι γέροι, και το πιο κακό όνειρο χάνει τη δύναμή του. Αλλά το καλύτερο απ’ όλα είναι να απευθυνθεί κανείς κατευθείαν στο θεό θεραπευτή, στον Ασκληπιό, και στις δυο θυγατέρες του, την υγεία και την πανάκεια, οι οποίες, αν θέλουν, μπορούν να γιατρέψουν κάθε αρρώστια. Οι ιερείς του ναού του Ασκληπιού της Επιδαύρου (πόλης της Πελοποννήσου) είχαν τοποθετήσει μπροστά στο ιερό μια μεγάλη επιγραφή, όπου απαριθμούνταν όλα τα θαύματα που είχε κάνει ο θεραπευτής θεός, για να τα γνωρίσουν όλοι οι έλληνες. Σύμφωνα με τη γνώμη των ιερέων, ακόμα και οι πιο φανατισμένοι σκεπτικιστές έπρεπε να πειστούν για τη θαυματουργή δύναμη του Ασκληπιού. Για παράδειγμα, μια αθηναία που την έλεγαν αμβροσία, τυφλώθηκε απ’ το ένα μάτι κι ήρθε στο ναό, ζητώντας θεραπεία, αλλά δεν έδειξε στο ιερό τον πρεπούμενο σεβασμό. Οι άρρωστοι ξαπλώνονταν σ’ ένα ειδικό διαμέρισμα του ναού και η θεραπεία γινόταν πάντα στη διάρκεια του “ιερού ύπνου”. Μα επειδή ύστερα από κάθε θαύμα έπρεπε να φέρουν στο θεό ένα μεγάλο ανάθημα, μόνο οι πλούσιοι μπορούσαν να θεραπευθούν στο ναό του Ασκληπιού. Κι αν ακόμα οι ιερείς έκαναν ορισμένα “θαύματα” για να προσελκύσουν τους πιστούς, στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν ξαπλωθούν οι άρρωστοι στο ναό, τους περιποιούνταν σύμφωνα μ’ όλους τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, που την κατείχαν πολύ καλά. Χρησιμοποιούσαν τη δίαιτα κι ένα αυστηρό σύστημα ύπνου, περιπάτους και εντριβές, για να θεραπεύουν τα πρηξίματα, τα έλκη και τις ασθένειες του στομαχιού. Τα “θαύματα” χρησιμοποιούνταν λοιπόν σαν δολώματα, γιατί κάθε θεραπεία έπρεπε να πληρωθεί και αν κάποιος προσπαθούσε να γελάσει το θεό στο πρόσωπο του εκπροσώπου του, τιμωριόταν χωρίς αργοπορία. Οι ιερείς φρόντιζαν αυτό να το ξέρει όλος ο κόσμος. Αν τα οικονομικά δεν επέτρεπαν στην άρρωστη να θεραπευθεί από τον Ασκληπιό, την πήγαιναν να τη δουν οι γιατροί. Στην Ελλάδα υπήρχαν κάμποσες ιατρικές σχολές, απ’ τις οποίες η πιο γνωστή ήταν αυτή που άνοιξε στη νήσο Κω “ο πατέρας της ιατρικής”, ο Ιπποκράτης. Αν οι μαθητές του επιθυμούσαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στη θεραπεία των ασθενών, έπρεπε να δώσουν έναν ειδικό όρκο, που τον είχε συντάξει προσωπικά ο Ιπποκράτης. Παρ’ όλα αυτά, κάθε άλλο παρά όλοι οι ιδιώτες γιατροί, που ήταν πολυάριθμοι στην Αθήνα, ακολουθούσαν τη συμβουλή του Ιπποκράτη, να θεραπεύουν τους ασθενείς χωρίς να απαιτούν μεγάλη αμοιβή. Η πλειοψηφία προτιμούσε να μετατρέψει την τέχνη σ’ ένα προσοδοφόρο επάγγελμα. Υπήρχαν και πολλοί τσαρλατάνοι που παρίσταναν το γιατρό. Εναντίον τους πάλεψε επίμονα, αλλά σχεδόν μάταια, ο μεγάλος Ιπποκράτης, ο οποίος διακήρυττε ότι ο γιατρός πρέπει να απασχολείται με την υγεία του αρρώστου κι όχι με τα χρήματα. Οι τσαρλατάνοι αυτοί προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τους ασθενείς φτιάχνοντας στις κατοικίες τους ειδικά “ιατρεία”, προικισμένα με λουτήρες, με ασημένια εργαλεία, βεντούζες για να παίρνουν αίμα καθώς και διάφορες θεραπευτικές αλοιφές. Τα φάρμακα τα παρασκεύαζαν τότε οι ίδιοι οι γιατροί. Μερικοί απ’ αυτούς πουλούσαν στην αγορά φάρμακα για όλες τις αρρώστιες. Δεν υπήρχε κανένας υγειονομικός έλεγχος για να παρακολουθεί την εργασία των γιατρών .Υπήρχαν και γιατροί του κράτους, που η δράση τους εγκωμιαζόταν κάποτε με ειδικές αποφάσεις της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Αυτοί είχαν ιατρεία που δέχονταν τους αρρώστους και τους βοηθούσαν υγειονομικά. Το βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό αποτελούνταν εν μέρει από δούλους ειδικά εκπαιδευμένους. Κατά κανόνα οι βοηθοί αυτοί περιποιούνταν αποκλειστικά τους δούλους. Ο γιατρός που κατάγεται από ελεύθερους ανθρώπους επισκέπτεται τους αρρώστους το πρωί και το βράδυ. Ο γιατρός αυτός παίρνει υπόψη του “τη γενική κατάσταση της ατμόσφαιρας και το ξεχωριστό κλίμα κάθε περιοχής, τις συνήθειες και τον τρόπο της ζωής της άρρωστης, το είδος των συνηθισμένων ασχολιών της, την ηλικία, την ομιλία, τις δεξιότητες, τις σκέψεις, τα όνειρα, την αϋπνία, το περιεχόμενο και το χρόνο που βλέπει τα όνειρα, τον τρόπο των χειρονομιών, τα δάκρυα, το τρεμούλιασμα”, κι άλλα συμπτώματα της αρρώστιας. Αφού συγκεντρώσει όλα τα αναγκαία στοιχεία, ο γιατρός της παραγγέλνει τι φάρμακο πρέπει να πάρει, το παρασκευάζει με το χέρι του και της το δίνει να το πιει. Αν η άρρωστη γίνει καλά, τότε προσφέρει στο θεό γύψινο ομοίωμα των οργάνων, ή του μέλους του σώματος που είχε αρρωστήσει: ένα πόδι, ένα χέρι, ένα μάτι, ένα αυτί, μια μύτη κ.λπ.

Θάνατος

Αν η θεραπεία δεν βοήθησε και το μοιραίο τέλος έγινε αναπόφευκτο, τότε η μελλοθάνατη κόβει μερικούς βοστρύχους για να τους προσφέρει δώρο στον Απόλλωνα και την αδελφή του την Άρτεμη. Οι συγγενείς και φίλοι μαζεύονται λυπημένοι γύρω από το κρεβάτι για να ακούσουν και να φυλάξουν με φροντίδα τα τελευταία λόγια της. Την υποχρέωση αυτή αναλαμβάνει ο πιο στενός από αίμα συγγενής. Οι άλλοι θα χτυπήσουν δυνατά τα ορειχάλκινα αγγεία, που τα μετέτρεψαν για την ευκαιρία σε σήμαντρα, για να διώξουν τα κακά πνεύματα, που, όπως είναι γνωστό, δεν μπορούν να υποφέρουν τόσο βίαιους θορύβους. Πίστευαν πως χάρη στη φοβερή φασαρία η ψυχή θα καταφέρει να ξεφύγει από την ακούραστη επαγρύπνηση των ερινυών και να φτάσει ανεμπόδιστη στα Ηλύσια πεδία, όπου θα αναπαυτεί ήσυχα. Οι έλληνες πίστευαν ότι ο κόσμος των νεκρών, ο Άδης, χωρίζεται σε δύο μέρη εντελώς διαφορετικά: το δεξιό μέρος, που προορίζεται για τους αγαθούς ανθρώπους, που οι ψυχές τους ζούσαν εδώ ήσυχα κι ευτυχισμένα, και το αριστερό μέρος, τον τρομερό Τάρταρο, όπου βασανίζονταν οι ψυχές των άτιμων και εγκληματιών. Η κύρια αποστολή των ερινυών ήταν ακριβώς να πετάξουν τις ψυχές στον Τάρταρο. Της νεκρής της κλείνανε τα μάτια και το στόμα για να ‘χει όσο το δυνατό πιο κόσμια εμφάνιση και της κάλυπταν το πρόσωπο με ένα πανί. Αυτό το έκανε ο σύζυγος, ο αδελφός, η αδελφή ή ο γιος. Θλιβερή είναι η τύχη εκείνης που δεν έχει ένα φιλικό χέρι για να της προσφέρει την υπηρεσία αυτή. Οι γυναίκες θα πλύνουν το πτώμα με ζεστό νερό, θα το αλείψουν με αρωματικά έλαια, θα το ντύσουν και θα το καλύψουν μ’ ένα σεντόνι λευκό. Στο μέτωπο θα βάλουν ένα στεφάνι από χρυσό ή από κερί. Το κρεβάτι του πόνου της μακαρίτισσας θα στολιστεί με πράσινα κλαδιά και με στεφάνια λουλουδιών, έπειτα θα το τοποθετήσουν σε ένα δωμάτιο που να βλέπει στην αυλή, με τα πόδια προς τη θύρα, σημάδι πως δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πια. Εδώ η νεκρή θα μείνει ένα μερόνυχτο και θα τη φυλάνε οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Οι φίλοι του σπιτιού θα ‘ρθουν να δώσουν τον τελευταίο χαιρετισμό κι όταν φύγουν δεν θα ξεχάσουν να πλύνουν τα χέρια με τρεχούμενο νερό, γιατί μπαίνοντας σε ένα σπίτι που το επισκέφτηκε ο θάνατος έχουν μολυνθεί. Όλο τον καιρό που η νεκρή βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα πόδια προς τη θύρα, τα μαλλιά της θα είναι κρεμασμένα στην εξώθυρα σε ένδειξη πένθους. Την άλλη μέρα πριν την ανατολή του ήλιου, που δεν πρέπει να δει αυτό το όχι καθαρό θέαμα, η νεκρική πομπή θα κατευθυνθεί προς το κοιμητήριο. Αν στο σπίτι επιτρεπόταν να μοιρολογήσεις και να κλάψεις, στο δρόμο, σύμφωνα με το νόμο που ψηφίστηκε τον καιρό του Σόλωνα, η τήρηση της ησυχίας ήταν υποχρεωτική. Πίσω από τη νεκρή, που είναι τοποθετημένη σε μια νεκροφόρα και σκεπασμένη με λευκά σεντόνια, βάδιζαν σιωπηλοί πρώτα οι άντρες, έπειτα οι γυναίκες, οι στενοί συγγενείς και τα μέλη της οικογένειας. Μπορούσαν να πάρουν μέρος και άλλες ηλικιωμένες γυναίκες το λιγότερο 60 χρόνων. Όλοι οι συγγενείς σε ένδειξη πένθους φορούν ενδύματα κλειστού χρώματος και έχουν κοντά κομμένα τα μαλλιά τους. Το πήλινο φέρετρο θα κατεβεί στο ξηρό χώμα, το φρυγμένο απ’ τον ήλιο της αττικής. Για να μην υποφέρει η νεκρή από δίψα, κοντά στο φέρετρο θα τοποθετήσουν έναν αμφορέα με νερό. Θα αφήσουν επίσης διάφορα αγγεία και στο στόμα της θα βάλουν έναν οβολό, για να πληρώσει τον χάροντα, το βαρκάρη που θα την περάσει από το ποτάμι της Στυγός στον κόσμο των νεκρών. Θα της δώσουν ίσως και μια πίτα με μέλι για να ημερέψει τον άγριο κέρβερο, το τρικέφαλο σκυλί που φυλάει την είσοδο του Άδη. Το μνήμα σκεπάστηκε με χώμα και στο κεφάλι της νεκρής τοποθετήθηκε μια στήλη, στην οποία είναι γραμμένο το όνομα της νεκρής και μια μονάχα λέξη “χαίρε!”. Προφέροντας για τελευταία φορά το “αναπαύου εν ειρήνη”, αυτοί που πήραν μέρος στη νεκρική συνοδεία θα χαιρετίσουν τη μακαρίτισσα. Θα σπεύσουν έπειτα να εξαγνιστούν από το μίασμα, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να ‘ρθουν σε επαφή μ’ άλλους ανθρώπους κι ούτε να πατήσουν σε ναό. Η κατοικία της νεκρής θα πλυθεί επίσης με νερό και στην εστία θα ρίξουν κομματάκια θειάφι. Οι μέρες του μήνα του πένθους περνούν γρήγορα.. Ύστερα από πολλούς αιώνες, οι αρχαιολόγοι, καθαρίζοντας προσεχτικά την ανώμαλη επιφάνεια, τη φαγωμένη απ τις βροχές και τους ανέμους, της επιτύμβιας στήλης, θα διαβάσουν το όνομα αυτής που βρήκε τελευταίο καταφύγιο στον τάφο αυτό. Θα βρουν εκεί τον αμφορέα και τα άλλα αγγεία, ορισμένα ίσως ανέπαφα, καθώς και τον οβολό που τον περιμένει μάταια ο Χάροντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου