Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

"Χριστούγεννα", "Αγιος Βασίλης", Χριστουγενιάτικο δέντρο, Μύθοι και αλήθειες

Η παράδοση της Εορτής των "Χριστουγέννων"  έχει τις ρίζες της στη γιορτή του Χειμερινού Ηλιοστάσιου, που γιόρταζαν, από την προϊστορική ακόμη εποχή, όλοι σχεδόν οι λαοί της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. Τη μέρα εκείνη οι άρχοντες κάθε τόπου συνήθιζαν να γιορτάζουν μαζί με τους υπηκόους τους στους δρόμους, προσφέροντας δώρα στα μικρά παιδιά, φυτεύοντας και στολίζοντας αειθαλή δένδρα και φτιάχνοντας στεφάνια από τα κλωνάρια τους, σύμβολο αιώνιας ζωής..
.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι στις 25 Δεκεμβρίου γιόρταζαν τα Μπρουμάλια (η λέξη υποδηλώνει τη μικρότερη ημέρα του χρόνου, dies brevissima > brevma > bruma). Σε αυτά τιμούσαν την «ημέρα της γεννήσεως του αήττητου Ήλιου» (dies natalis invicti Solis), αφού ο Ήλιος από τις ημέρες εκείνες έπαυε να χαμηλώνει την τροχιά του και άρχιζε να επανέρχεται ψηλά στον ουρανό θριαμβευτής, για να ξαναφέρει τη ζέστη και τη ζωή στην παγωμένη φύση. Κάποιους αιώνες αργότερα (επισήμως από τον 6ο μ.Χ. αι.) Ο  χριστιανισμός υιοθέτησε την ημερομηνία αλλάζοντας το τιμώμενο πρόσωπο στον «Ήλιο της Δικαιοσύνης», κατά το τροπάριο των "Χριστουγέννων", τον "Ιησού Χριστό". Περισσότερες πληροφορίες  σε παλιαότερο  άρθρο μου.
.
Στην συνέχεια θα ανιχνεύσουμε την εξέλιξη των εορταστικών εκδηλώσεων των ημερών των "Χριστουγέννων". 
.
Αν σκεφτούμε ότι το πρώτο χριστουγεννιάτικο δώρο αγοράστηκε το 1823, ότι το στολισμένο έλατο διαδόθηκε στην πατρίδα του το 1830 και ότι οι άγιες μέρες απέκτησαν το μαγικό τους «πνεύμα» το 1834, τότε ο 19ος αιώνας κατέχει χωρίς συζήτηση το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας της νεότερης ιστορίας των Χριστουγέννων. Και το τρίγωνο Αγγλία - Γερμανία - Αμερική, κατέχει τη γνώση της διάδοσής της στα πέρατα του κόσμου.
Ποιος στόλισε το πρώτο έλατο..
Το τωρινό έμβλημα των "Χριστουγέννων" έχει βαθιά παγανιστικές ρίζες. Χάνονται σε εποχές που οι άνθρωποι κοσμούσαν τους τόπους λατρείας στους χειμωνιάτικους μήνες με κλαδιά από όλων των ειδών τα αειθαλή δέντρα.

Στην αρχαία Ελλάδα οι πρόγονοι μας στόλιζαν την Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλίον), η  οποία ηταν κλάδος αγριελιάς (κότινος) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π., εκτός του μήλου και του αχλαδιού). Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας και κατά το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).

Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου), παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν ,περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας τις καλένδες (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.


Ιδού ένα απόσπασμα από τα κάλαντα :

Η Ειρεσιώνη φέρνει κάθε τι καλό, σύκα και αφράτα ψωμάκια που μας τρέφουν και μέλι γλυκό και λάδι απαλό και ξέχειλους κύλικες με καλό κρασί για να μεθύσει και να κοιμηθεί.


«Τα κλαδιά των δέντρων τα στόλιζαν με άνθη, ταινίες (κορδέλες), έρια (μαλλιά) και μικράς σφαίρας εκ μετάλλου, που παρίσταναν τους πλανήτας, τον Ήλιον και την Σελήνην.» Ιστορία της λατρείας του Βάκχου. Χ. Ζανμέρ.

Εκτός από τα κλαδιά της ελιάς, περιέφεραν επίσης και κλαδιά Δάφνης προς τιμήν του Απόλλωνος στα Θαργήλια, εορτή που ετελείτο την Άνοιξη (27 Απριλίου – 26 Μαΐου), όπου πάλι έκαιγαν την παλιά Ειρεσιώνη και κρεμούσαν την νέα έξω από τις πόρτες τους.

 
Το "Βυζαντινό" Χριστουγεννιάτικο Δέντρο.

To Χριστουγεννιάτικο δένδρο και μάλιστα ως μετεξέλιξη της αρχαίας Ελληνικής «Ειρεσιώνης», όχι μόνο δεν απαγορευόταν στο Βυζάντιο αλλά αντιθέτως κατά την εορτή των Χριστουγέννων «…κατά διαταγήν του επάρχου της (κάθε) πόλεως, ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο, αλλά και στολισμός  διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και  άνθη εποχής (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).
 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα επίλεκτο Βασιλικό Καβαλλαρικό (Ιπποτικό) Τάγμα της "βυζαντινής" ανακτορικής φρουράς το οποίο – μεταξύ άλλων – συμμετείχε με  τελετουργικό ρόλο σε επίσημες αυτοκρατορικές τελετές – μεταξύ των οποίων και της τελετής των Χριστουγέννων – ήταν εκείνο της «Εταιρείας», το οποίο διαιρείτο σε  «Μικρή», «Μεσαία» και «Μεγάλη Εταιρεία».

Την «Μικρή Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόθρησκοι !!!… (π.χ. εθνικοί, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι κλπ). Την «Μεσαία Εταιρεία» την αποτελούσαν αλλόδοξοι ή/και αλλοεθνείς Χριστιανοί  (π.χ. Σκανδιναυοί, Γερμανοί, Ρώσοι, Άγγλοι κλπ). Την «Μεγάλη Εταιρεία» την αποτελούσαν «Ρωμαίοι», δηλ. Έλληνες Ορθόδοξοι  Χριστιανοί (Ρωμιοί). 


Πιο πιθανό είναι επομένως να ήταν οι αλλοεθνείς/αλλογενείς Ιππότες της Μεσαίας  Εταιρείας εκείνοι που μεταλαμπάδευσαν το έθιμο της «Ειρεσιώνης» (το οποίο  μετεξελίχθηκε στους «"Βυζαντινούς" στηνόμενους στύλους με δενδρολίβανα, κλάδους μύρτου και ανθέων εποχής») στις αλλόδοξες Χριστιανικές χώρες από τις οποίες  κατάγονταν.


Πάντως η ανάμνηση του βυζαντινού Χριστουγεννιάτικου στολισμού με στηνόμενους  στύλους με δενδρολίβανα επιβίωσε στα Πρωτοχρονιάτικα κάλανδα: «Αρχιμηνιά κι  αρχιχρονιά ψηλή μου ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΙΑ…»


Δεν γνωρίζω εάν π.χ. στις Σκανδιναυικές χώρες φύονται δενδρολίβανα, αλλά τα κλαδιά του ελάτου που μοιάζουν πολύ με εκείνα του δενδρολίβανου θα μπορούσαν  ίσως να αποτελούν το πιο πρόσφορο υποκατάστατό του που διαδόθηκε ευρέως στη Δύση και παρέμεινε μέχρι τις ημέρες μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η φάτνη η οποία τοποθετείται στην βάση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου αποτελεί επίσης ελληνικό έθιμο από την εποχή του "Βυζαντίου" «Οι "Βυζαντινοί" κατά την ημέραν των Χριστουγέννων…εσχημάτιζον σπήλαιον και εν αυτώ ετοποθέτουν στρωμνήν εφ’ ής ετοποθέτουν παίδα, τον Ιησούν παριστάνοντα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 151). 


Ομοίως και τα κάλανδα «…Οι "Βυζαντινόπαιδες", περιερχόμενοι τας οικίας, από βαθείας πρωίας μέχρι δείλης οψίας, μετά αυλών και συρίγγων έλεγον τα κάλανδα…» (Φαίδωνος Κουκουλέ, Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» τ. στ΄, σελ. 152).

Περί των καλανδιστών κατά τα Χριστούγεννα κατά τον ΙΒ΄ αι. μαρτυρεί και ο Ι.
Τζέτζης γράφων:


«…Και όσοι κατ’ αρχίμηνον την Ιανουαρίου και τη "Χριστού γεννήσει" δε και Φώτων ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων…».


Ομοίως ο "Άη Βασίλης" για τον οποίο ο κα­θη­γη­τής τής λα­ο­γρα­φί­ας Δ. Λου­κά­τος, στο βι­βλί­ο του «Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα και των γι­ορ­τών» γρά­φει μεταξύ άλλων ότι:

 

Αργότερα στολισμένο δέντρο εθεάθη δημόσια πρώτη φορά στην Ευρώπη τον  Μεσαίωνα. Σ’ ένα από τα θαυματουργά μυστήρια/αναπαραστάσεις που γίνονταν την εποχή εκείνη, εμφανίστηκε ένα κλαδί από έλατο στολισμένο με μήλα. Το αειθαλές έλατο συμβόλιζε την αθανασία, τα κόκκινα μήλα το προπατορικό αμάρτημα και όλο μαζί τον κήπο της Εδέμ. Οι Ευρωπαίοι γοητεύθηκαν από το σκηνικό και το υιοθέτησαν σε διάφορες εκδοχές στα σπιτικά τους. Άζυμα ψωμάκια (πρώιμα πρόσφορα) και άλλες μορφές λιλιπούτειων αρτοσκευασμάτων άρχισαν να προστίθενται στα διακοσμητικά στοιχεία. Αυτά με το ζόρι θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει χριστουγεννιάτικα δέντρα. Δεν είχαν τίποτα να κάνουν με τη μυθοπλασία των Χριστουγέννων, με τις μπάλες και τα λαμπιόνια, όμως ήταν ένας προάγγελος για το διακοσμητικό τους μέλλον.

Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ο θρύλος θέλει εμπνευστή του πρώτου χριστουγεννιάτικου δέντρου τον Martin Luther King. Ένα βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, καθώς γύριζε - λέει - στο σπίτι του, είδε το χειμωνιάτικο ξάστερο ουρανό και το παιχνίδισμα που έκανε το ασημένιο φως των αστεριών στα νοτισμένα από την υγρασία δέντρα και μαγεύτηκε. Φτάνοντας στο σπίτι του, βάλθηκε να αναπαραστήσει τη μαγευτική εικόνα για χάρη των παιδιών του, προσθέτοντας στα κλαδιά του οικογενειακού δέντρου αναμμένα κεράκια.

Ιστορικά πάντως σαν έθιμο το χριστουγεννιάτικο δέντρο ανήκει στη λουθηριανή παράδοση. Συναντιέται για πρώτη φορά επίσημα στο Στρασβούργο, στις αρχές του 17ου αιώνα. Αργεί να επεκταθεί, γιατί οι θρησκευτικές καταβολές του έκαναν τους Καθολικούς καχύποπτους απέναντί του, αποκλείοντας έτσι την υιοθέτησή του από το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής περιφέρειας. Μόλις το 1830 το χριστουγεννιάτικο δέντρο μπόρεσε να γίνει επίσημο έθιμο της πραγματικής του πατρίδας, της Γερμανίας. Και από εκεί να επεκταθεί στη χριστουγεννιάτικη Ευρώπη και στην Αμερική από Γερμανούς μετανάστες.



Ένα χριστουγεννιάτικο δώρο για το 1823.


Όχι! Οι ρίζες των μακροσκελών καταλόγων δώρων που φτιάχνουμε σήμερα δεν εμπνέονται από τη σμύρνα, το χρυσό και το λιβάνι που χάρισαν οι μάγοι στο βρέφος της Βηθλεέμ. Η ανθρωπότητα βέβαια πάντα αντάλλαζε δώρα με χίλιες δυο αφορμές, αλλά η διαφορά έγκειται στο ότι αντάλλαζε αυτά που ήδη είχε, δεν αγόραζε για να χαρίσει.


Η τρέλα των χριστουγεννιάτικων αγορών αντλεί την καταγωγή της από την τρέλα των gifts books, που κυριάρχησε σε Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ποτέ πριν την έκδοση αυτών των επετειακών/εποχικών βιβλίων, η προσφορά δώρων τα Χριστούγεννα δεν είχε τον επιτακτικό χαρακτήρα που έχει πλέον.

Τα gifts books ήταν μικρά βιβλιαράκια που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά για να απαντήσουν στην ανάγκη των κυρίων για ένα χριστουγεννιάτικο αναμνηστικό προς τις κυρίες, ως ένδειξη των λεπτών τους αισθημάτων. Σε ελαφρύ λογοτεχνικό ύφος, αποτελούνταν από μικρές ρομαντικές ιστορίες, κείμενα για τον έρωτα και άλλα πράγματα, ποιήματα για την αιώνια αγάπη... Το πρώτο από αυτά τα βιβλία κυκλοφόρησε στην Αγγλία ακολουθώντας το γαλλογερμανικό μοντέλο. Είχε τίτλο «Μη με ξεχνάς: Ένα χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο δώρο για το 1823»..
Η επιτυχία ήταν τεράστια. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε σειρά από «Μη με ξεχνάς» βιβλιαράκια, που με τη σειρά της γέννησε την ανταγωνίστρια σειρά «Προσφορά φιλίας: Ένα χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο δώρο για το 1824»..
Οι Αμερικανοί εκδότες άργησαν να πιάσουν την ιδέα, αλλά όταν τα κατάφεραν, της έδωσαν να καταλάβει. Ενώ το 1831 κυκλοφόρησαν συνολικά 69 gifts books, τα 55 στην Αγγλία και τα 14 στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1840 τα αμερικανικά βιβλιαράκια είχαν αφήσει σε ποσότητα πολύ πίσω τους Άγγλους. Ήταν δερματόδετα κι εξαιρετικά καλαίσθητα, με μια κενή πρώτη σελίδα που περίμενε το πενάκι του δωρητή να γράψει την προσωπική ευχή ή αφιέρωση. Η εικονογράφηση (κυρίως λεπτοδουλεμένες γκραβούρες) ήταν πάντα υψηλής ποιότητας και είχε την υπογραφή των πιο διάσημων ονομάτων της εποχής:

Thomas Sully, Sir Thomas Lawrence, Asher Durand, William Blake. Τα βιβλιαράκια σύντομα μετατράπηκαν σε σύμβολα κοινωνικής θέσης. Έβγαιναν κάθε χρόνο όλο και περισσότερα, οι ανάγκες για υλικό ανώτερου επιπέδου αυξάνονταν, οι πωλήσεις άγγιζαν τα όρια της μαζικής τρέλας. Το αποτέλεσμα ήταν η ασύστολη κλοπή περιεχομένου των αγγλικών εκδόσεων από μέρους των Αμερικανών, μέχρι που ο Αμερικανικός Εμφύλιος έβαλε μια τελεία στην παράνοια και στην επιτυχημένη εμπορική δραστηριότητα που τη συντηρούσε.

Όμως η επιρροή των gifts books κράτησε για πάντα. Μέχρι την εμφάνισή τους η προσφορά χριστουγεννιάτικων δώρων δεν ήταν υποχρεωτική, ούτε καν προς τα παιδιά. Και ξαφνικά το να χαρίζεις χριστουγεννιάτικα δώρα, έστω και με τη μορφή βιβλίων, έγινε η απόλυτη επιταγή. Από την «Επίσκεψη του Santa Claus» του Clement Clarke Moore (άλλο ένα gift book ορόσημο) και έπειτα δεν υπήρξε παιδάκι που να μην περιμένει τέτοιες μέρες το δώρο του, αλλά ούτε και γονιός που να μην του το πάρει.


Το ορόσημο των «Christmas Carols».


Αν στους Γερμανούς και στους Αμερικανούς πιστώνονται τα παγκόσμια σύμβολα του χριστουγεννιάτικου έλατου και της αγοράς δώρων, για το «Πνεύμα των Χριστουγέννων» θα πρέπει να υποκλιθούμε στους Άγγλους. Χωρίς το ομότιτλο έργο του Charles Dickens, η πίστη μας στο θαύμα των ημερών θα ήταν θολή και ασαφής, χωρίς περίγραμμα. Επιπλέον θα είχαμε χάσει τον πιο δημοφιλή αντιήρωα των ημερών: τον Εμπενέζερ Σκρούτζ.

Πάμε πάλι πίσω, εκεί στα μισά του 19ου αιώνα, που δημιουργήθηκαν τα νεώτερα ορόσημα των Χριστουγέννων. Η Αγγλία υποφέρει από δραματικές οικονομικές αντιθέσεις, το χάσμα μεταξύ των χιλιάδων φτωχών και των ελάχιστων πλουσίων είναι τερατώδες. Ο συγγραφέας Charles Dickens, προσπαθώντας στα έργα του να απαλύνει τη σκληρή καθημερινότητα του κόσμου, καταφεύγει στο παρελθόν. Ζωντανεύει μνήμες «παλιού, καλού καιρού», πλέκει καθημερινότητες με ξεχασμένες παραδόσεις, εξυφαίνει ιστορίες γεμάτες συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας με πρωταγωνιστές «ανθρώπους που παραμένουν άνθρωποι». Σε πείσμα της ζοφερής πραγματικότητας, ο συγγραφέας ορθώνει εποχές που ακόμη συνέβαιναν θαύματα και ζούσαν πνεύματα ικανά να κάνουν τους κακούς καλούς με μια τους επίσκεψη.


Στις 19 Νοεμβρίου του 1843 μια μικρή εφημερίδα προαναγγέλλει την επερχόμενη έκδοση μιας τέτοιας ιστορίας: το «Christmas Carols». Στις 25 του ίδιου μήνα κυκλοφορούν 10 αντίτυπα χέρι - χέρι μεταξύ γνωστών. Στις 17 Δεκεμβρίου το βιβλίο κυκλοφορεί επίσημα. Ξεπουλάει μέχρι τα Χριστούγεννα. Ο κόσμος το λατρεύει και πιέζει για επανεκτυπώσεις. Οι εκδότες, προσπαθώντας να ανταποκριθούν, τυπώνουν ό,τι βρουν χρησιμοποιώντας ακόμα και δοκιμαστικά προσχέδια. Γι’ αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί ταυτόχρονα με δυο διαφορετικά εξώφυλλα: αλλού είναι πράσινο και κόκκινο κι αλλού κόκκινο και μπλε με κίτρινο φινίρισμα.

Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, το «Christmas Carols» «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» ή «Το πνεύμα των Χριστουγέννων») θα γνωρίσει αμέτρητο αριθμό επανεκδόσεων σε εκατοντάδες γλώσσες. Ο Dickens όμως δε θα πάρει ποτέ χρήματα για τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του. Δεν είχε φροντίσει να υπογράψει συμβόλαιο... Από τη Φιλαδέλφεια στη Νέα Υόρκη και από εκεί στο Λονδίνο και στη Λειψία, η πειρατεία των «Carols» δεν είχε τελειωμό. Θεατρικές παραστάσεις ανέβαιναν με τιμές και δόξες στο Λονδίνο ακολουθώντας λαθραίες εκδόσεις, βασισμένες πάντα στην ίδια συγκινητική ιστορία. Ο κόσμος δε λέει να χορτάσει τη μαγεία της και δε βαριέται να βλέπει τον θλιβερό και μίζερο γεροτσιγκούνη Εμπενέζερ Σκρούτζ να μετατρέπεται μετά την επίσκεψη του Πνεύματος των Χριστουγέννων στον πιο γλυκό, καλοσυνάτο και γενναιόδωρο παππούλη του κόσμου.

Ακόμα και σήμερα, στην εποχή της σούπερ εμπορευματοποίησης της γιορτής, η ίδια η τηλεόραση θα στριμώξει πάντα μέσα στο πρόγραμμά της μια από τις άπειρες διασκευές του μικρού διαμαντιού του Dickens... ξοδεύοντας τον πολύτιμο διαφημιστικό της χρόνο.

Ο θρύλος του Santa Claus.

Αλλού βαστάει πένα και χαρτί, αλλού γίνεται περιοδικό ο ίδιος, αλλού σκαρώνει παιχνίδια με τα ξωτικά του, σκαρφαλώνει σε καμινάδες και παραχώνει δώρα σε κάλτσες φωνάζοντας «χο, χο, χο». Ο άγιος, εμπορικό σήμα, των Χριστουγέννων έχει τη δική του μαγική ιστορία πίστης, προσφοράς και... εμπορικότητας.
Φυσικά, ο «"Μέγας Βασίλειος"», ο άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν έχει καμιά σχέση με τον Santa Claus.



Ο "Άγιος Νικόλαος" ταξιδεύει...

Ο Santa Claus δεν είναι άλλος από τον «δικό» μας "άγιο Νικόλαο", «μετεξελιγμένο» και αναμεμειγμένο με ήρωες, μύθους και θρύλους από τη βόρεια Ευρώπη. Ο "άγιος Νικόλαος" γεννήθηκε το 280 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλούσιους. Τους έχασε σε ηλικία 13 ετών εξαιτίας λοιμού. Νεότατος, έγινε επίσκοπος στη Μύρα, αφού απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Πέθανε το 330 ή 333 μ.Χ. (το 342 μ.Χ. σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία), όμως η φήμη του «θαυματουργού» άγιου εξαπλώθηκε στη Δύση, ιδιαίτερα μεταξύ των ναυτικών.

Το 1087 Ιταλοί ναυτικοί έκλεψαν το λείψανο του Νικολάου από τον τάφο του στη Μύρα, για να το προστατεύσουν από τους πειρατές, και το μετέφεραν στο Μπάρι, με μεγάλες τιμές. Αργότερα, γράφτηκε πως εκείνη την ημέρα θεραπεύτηκαν 47 άνθρωποι.

Μαζί με τα λείψανα του αγίου «ταξίδεψαν» στη Δύση και οι θρύλοι που τον συνόδευαν. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, κάποιος έμπορος από τα Πάταρα είχε χάσει την περιουσία του και δεν μπορούσε να θρέψει την οικογένειά του.
Οι τρεις κόρες του, για να βγάλουν την οικογένεια από τη δύσκολη θέση, αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο. Όποια κληρωνόταν, θα γινόταν πόρνη για να μαζέψει χρήματα για την προίκα των άλλων. Ο κλήρος έπεσε στη μεγαλύτερη. Ο Νικόλαος μαθαίνοντας την τραγική αυτή ιστορία, θέλησε να βοηθήσει την οικογένεια. Έτσι, μια νύχτα που όλοι κοιμούνταν, σκαρφάλωσε στη στέγη και έριξε μικρά πουγκιά με χρυσό από την καμινάδα, τα οποία «προσγειώθηκαν» μέσα στις βρεγμένες κάλτσες των κοριτσιών που ήταν κρεμασμένες στο τζάκι για να στεγνώσουν. Έτσι προέκυψε το έθιμο να μπαίνουν τα δώρα των Χριστουγέννων σε κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι.


Με τον ίδιο τρόπο, ο θρύλος του προστάτη των ναυτικών και των παιδιών έγινε αιτία να εμφανιστεί το έθιμο προσφοράς δώρων (που ήταν πιο πολύ κεράσματα, χριστουγεννιάτικα φρούτα, μήλα, πορτοκάλια, καρύδια και γλυκά) στα παιδιά την ημέρα της μνήμης του, στις 6 Δεκεμβρίου. Από εκεί ξεπήδησε και ο «Santa Claus» (παράφραση του Saint Nicholas), ενώ το έθιμο της ανταλλαγής δώρων συνδέθηκε σιγά-σιγά με τα Χριστούγεννα. Μέχρι τότε, ο άγιος απεικονιζόταν με γκρίζα ή μαυριδερή γενειάδα, να πετάει στον ουρανό πάνω σ’ ένα λευκό άλογο.

Τα χρόνια της Μεταρρύθμισης και της Διαμαρτύρησης, η λατρεία των Καθολικών αγίων περιορίστηκε και χλευάστηκε. Στις Κάτω Χώρες όμως και ιδίως στην Ολλανδία, ο Sinter Klaas (Saint Nicholas) εξακολουθούσε να λατρεύεται από τους Διαμαρτυρομένους ως προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών. Οι Ολλανδοί μετέφεραν τη φήμη του αγίου στο Άμστερνταμ, όπου τον «συγχώνευσαν» με έναν δικό τους, παγανιστικό τοπικό ήρωα του χειμώνα, τον Wooden, γερμανικής προέλευσης. Σ’ αυτήν την εκδοχή του ο Αϊ Βασίλης έχει λευκή γενειάδα, φτάνει με πλοίο από την Ισπανία, έχει μαζί του έναν Μαυριτανό βοηθό, τον Zwart Piet (Μαύρο Πίτ) που βάζει στο σάκο του τα κακά παιδιά και γυρίζει τη χώρα, καβάλα στο άσπρο άλογό του.

Ο Irving και το «St. Nicolas Magazine». Το 1626 Ολλανδοί Καλβινιστές, μεταναστεύοντας στην Αμερική, πήραν μαζί τους και την εικόνα του "αγίου Νικολάου" (Sinter Klaas). Στο Νέο Άμστερνταμ (που αργότερα θα ονομαζόταν Νέα Υόρκη) ο Sinter Klaas παρέμεινε στα αζήτητα, ώσπου το 1773 εμφανίστηκε για πρώτη φορά το όνομα Santa Claus. Το πρόσωπο που ανασκεύασε τον θρύλο ήταν ο Αμερικανός λαϊκός συγγραφέας Washington Irving. Γράφοντας την ιστορία της Νέας Υόρκης για λογαριασμό του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, που θεωρούσε τον «Saint Nicholas» προστάτη της πόλης, ο Irving δανείστηκε στοιχεία από την ολλανδική εκδοχή του αγίου Νικολάου και τον περιέγραψε σαν πολεμιστή άγιο, προστάτη των Αμερικανών επαναστατών, να έρχεται πάνω σ’ ένα άλογο (χωρίς βοηθούς) και να μοιράζει δώρα.

Το Νοέμβριο του 1873 κάνει την εμφάνισή του στην Αμερική το «St. Nicolas Magazine», με άλλα λόγια το περιοδικό του Αϊ Βασίλη. Ακολουθώντας τα εικαστικά και συγγραφικά πρότυπα της βικτωριανής παιδικής λογοτεχνίας, που ανθούσε στη Μεγάλη Βρετανία, το περιοδικό είχε ως αντικείμενο τη «διάπλαση των παίδων», αλλά σε μια λιγότερο ηθικοπλαστική βάση σε σχέση με τον... ανταγωνιστή του, το «The Youths Companion», που εκδιδόταν ήδη από το 1827.


Εκδότης του ήταν ο Charles Scribner, αλά το περιοδικό εξελίχτηκε σε αληθινό «διαμαντάκι» όταν το 1881 ξανασχεδιάστηκε από την Charles Scribner’s Sons. Από τις σελίδες του παρέλασαν οι πιο διάσημοι συγγραφείς παιδικών βιβλίων και πιο φημισμένοι εικονογράφοι: από τον Ellis Parker Butler και τον Norman Rockwell μέχρι τον Livingston Hopkins, τον Norman Price και τον George T. Tobin. Πολλά από τα «κλασικά κι αγαπημένα» των παιδιών φιλοξενήθηκαν ως σειρές στο «St. Nicolas Magazine», μεταξύ των οποίων «Το βιβλίο της ζούγκλας» του Kipling. Το περιοδικό συνέχισε να βγαίνει μέχρι το 1941, σχεδόν 60 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση.

Ίσως η φαεινότερη διαφημιστική ιδέα...Το Δεκέμβριο του 1823, όλα άλλαξαν με το χριστουγεννιάτικο ποιηματάκι που έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλές, το «Η Επίσκεψη του "αγίου Νικολάου"», πιο γνωστό ως «Η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα» (The Night Before Christmas), του Clement Clarke Moore. Το ποίημα «λανσάρει» έναν "Αϊ Βασίλη" - ξωτικό, που κυκλοφορεί με έλκηθρο, που το σέρνουν ελάφια και μπαίνει στα σπίτια μας από τις καμινάδες, για να μοιράσει γλυκά και παιχνίδια στα φρόνιμα παιδιά.
 

Η σύγχρονη αμερικανική εκδοχή του Santa Claus ήταν πια γεγονός. Τι λείπει; Η εικόνα της. Ένας συνδυασμός διαφήμισης, ταλέντου και καλού μάρκετινγκ δίνει την απόλυτη λύση: εκείνη του ροδομάγουλου γεράκου με τον κόκκινο σκούφο και την άσπρη γενειάδα.
Μέχρι τη δεκαετία του 1930 η στολή του "Αϊ-Βασίλη" είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το 1931 ο αμερικανός σχεδιαστής Haddon Sundblom για τις ανάγκες ενός διαφημιστικού της Coca-Cola, έβαψε τη στολή του αγίου με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα του αναψυκτικού. Για να μη την ξεβάψει από τότε ποτέ! 
 
 
Ο Sundblom είχε την ιδέα να προβάλει μια πιο ανθρώπινη, ζεστή και οικεία εικόνα του αγίου. Γι’ αυτό, αντί για το λεπτοκαμωμένο και μάλλον ασκητικό πρότυπο, επέλεξε για μοντέλο έναν φίλο του συνταξιούχο έμπορο, τον Lou Prentice, και σχεδίασε έναν Santa ψηλό, κοιλαρά, γλυκό, καλοσυνάτο και ροδομάγουλο, με κόκκινο κουστούμι και σκούφο, ίσως η φαεινότερη ιδέα στην ιστορία της διαφήμισης.

Στο τέλος της δεκαετίας του ’40 ο Prentice πέθανε και ο Sundblom χρησιμοποίησε πλέον τον εαυτό του και την οικογένειά του σαν μοντέλα, για να προσθέσει στη μορφή του Santa και άλλα στοιχεία. Στα επόμενα 40 πορτρέτα - παραλλαγές του αγίου που φιλοτέχνησε ως το 1964, εμφανίζεται η γυναίκα του Elizabeth ως Mrs Claus, καθώς και οι τρεις κόρες του, τα 15 εγγόνια του, οι γείτονες και οι φίλοι του, άλλοτε ως βοηθοί του Santa Claus και άλλοτε ως μέλη των οικογενειών που τον περιμένουν τη νύχτα των Χριστουγέννων. Ο Sundblom πέθανε το 1976, ζωγραφίζοντας έναν Χριστό. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα (και 80 χρόνια μετά το ντεμπούτο της) η εικόνα του χοντρούλη, χαμογελαστού παππού με τον κόκκινο σκούφο, που δημιούργησε ένας Αμερικανο-Σουηδός ζωγράφος για ένα αναψυκτικό, είναι πια, παγκόσμια, η ίδια η ιδέα των Χριστουγέννων...

"Χριστούγεννα" και εορτές του Ήλιου



Τα "Χριστούγεννα" η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του "Ιησού Χριστού" δηλαδή, αποτελούν την μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, αποτελώντας ημέρες χαράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής» τα Χριστούγεννα εορτάζονται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής ο μελετητής ανακαλύπτει ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο.

Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία "γενέσεως του Ιησού" ο μελετητής ανακαλύπτει ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του Σωτήρα. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 - 2 π. X.) Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή. Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν αναφέρει: «Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών 2: 8)


Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουν στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Ιησού δεν έγινε το Δεκέμβριο αλλά το Φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήταν στις στάνες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτωβρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει την γέννηση του Ιησού Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν τον Οκτώβρη.


Στην Αγία Γραφή γενέθλιες και ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνοντα στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικάζονταν σαν ένα ειδωλολατρικό έθιμο απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων όριζαν αυτή του θανάτου. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά : «Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών» .

Έτσι Τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του Σωτήρα δεν γιορτάζονταν τα πρώτα 300 χρόνια. Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αιώνα, μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι το η φράση από το κατ’ Ιωάννη γ’30 «Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελατούσθαι».

Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπεφτε με τις ειδωλολατρικές εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. 


Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνια). Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχε αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή.

Τι όμως εόρταζαν οι ειδωλολάτρες με τόση ευλάβεια που κατέστη αδύνατο από τους Χριστιανούς να απαγορέψουν. (Είναι χαρακτηριστικό δε ότι οι πρώτοι Χριστιανοί κατά αντιστοιχία με την παγανιστική τελετουργία της λατρείας του Θεού Ήλιου, δεν προσεύχονταν ποτέ αν δεν γύριζαν προς την Ανατολή του ήλιου, ενώ και ναοί τους είχαν μέτωπο προς τον ανατέλλοντα Ήλιο, αλλά και όλοι οι ναοί είχαν μέτωπο προς τον ανατέλλοντα Ήλιο). Και αυτό βέβαια όταν ο απόστολος Παύλος αναφέρει στη Β΄ Κορινθίους 6:14  17:

«Μη ομοζυγείτε με τούς απίστους, διότι τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; Τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Δια τούτο εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε, λέγει ο Κύριος, και μη εγγίσητε ακάθαρτον και εγώ θέλω σας δεχθή».

Η απάντηση είναι ο Ήλιος, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει η ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη η εποχή της αναγέννησης για την φύση Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη.

Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο Ίσις κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».
Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται: «Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα».


Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρναλίων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες ονομάζονταν « DIES INVICTI SOLIS «, «Ημέρα του αήττητου ήλιου», και άρχιζαν στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσαν επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του.

Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί-ειδωλολάτρες» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού

«...σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ “ΚΡΟΝΟΥ” και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) “ΗΛΙΟΥ” και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του...»


Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες.


Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα τα οποία πήραν τ' όνομά τους από τις αρχαίες Ρωμαϊκές καλένδες του Γεναρίου, ήταν μία ρωμαϊκή εορτή κατά την οποία οι Ρωμαίοι ξεχύνονταν στους δρόμους και στις πλατείες με τραγούδια, φωνές και λαϊκά ξεφαντώματα για να γιορτάσουν το διπρόσωπο θεό Ιανό.(απ' αυτόν πήρε το όνομα του ο μήνας Ιανουάριος). Πίσω όμως από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη.

Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών. Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνάνθρωπους. Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).


Οι ευχές και τα τραγούδια περνώντας από γενιά σε γενιά, κληρονομήθηκαν στα Ρωμαϊκά Χρόνια με τις Καλένδες, απ' τις οποίες έλαβαν τη μορφή που απαντάμε σήμερα, από τα Πρωτοχριστιανικά κιόλας χρόνια. Ένα άλλο Χριστουγεννιάτικο έθιμο αυτό του Χριστουγεννιάτικου δένδρου όπως είδαμε έχει τις ρίζες του στην αρχαία Αίγυπτο.


Σύμφωνα με την παράδοση αυτός που καθιέρωσε το έλατο ως «χριστουγεννιάτικο δέντρο» ήταν ο Άγιος Βονιφάτιος, που θέλησε να αντικαταστήσει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, και αυτό παρότι στον Ιερεμία 10: 2-4 αναφέρεται :

«Μη μανθάνετε την οδόν των εθνών.. Διότι τα έθνη πτοούνται εις αυτά. Διότι τα νόμιμα των λαών είναι μάταια. Διότι κόπτουσιν ξύλον εκ του δάσους, έργον χειρών τέκτονος με τον πέλεκυν. Καλλωπίζουσιν αυτό με άργυρον και χρυσόν. Στερεόνουσιν αυτό με καρφία και με σφύρας δια να μη κινείται».

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως – τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων.

Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιο Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια

Πρόσεξε την ψυχή σου…

Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς, ο οποίος είχε ένα άσωτο  γιο. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για αλλαγή προς το καλύτερο, ο πατέρας καταδίκασε τον γιο του σε θάνατο. Του έδωσε ένα μήνα περιθώριο για να προετοιμαστεί. Πέρασε ο μήνας, και ο πατέρας ζήτησε να παρουσιασθεί ο γιος του...


Προς μεγάλη του έκπληξη, παρατήρησε πως ο νεαρός ήταν αισθητά αλλαγμένος: το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και χλωμό, και ολόκληρο το κορμί του έμοιαζε να είχε υποφέρει. 


«-Πώς και σου συνέβη τέτοια μεταμόρφωση, γιέ μου;», ρώτησε ο πατέρας. 

«-Πατέρα μου και κύριέ μου», απάντησε ο γιος, «πώς είναι δυνατόν να μην έχω αλλάξει, αφού η κάθε μέρα με έφερνε πιο κοντά στον θάνατο;». 
«-Καλώς, παιδί μου», παρατήρησε ο βασιλιάς. «Επειδή προφανώς έχεις έρθει στα συγκαλά σου, θα σε συγχωρήσω. Όμως, θα χρειαστεί να τηρήσεις αυτή την διάθεση επιφυλακής της ψυχής σου, για την υπόλοιπη ζωή σου». 

«-Πατέρα μου», απάντησε ο γιος, «αυτό είναι αδύνατο. Πώς θα μπορέσω να αντισταθώ στα αμέτρητα ξελογιάσματα και τους πειρασμούς;». 


Ο βασιλιάς τότε διέταξε να του φέρουν ένα δοχείο γεμάτο λάδι, και είπε στον γιο του:

«-Πάρε αυτό το δοχείο, και μετάφερέ το στα χέρια σου, διασχίζοντας όλους τους δρόμους της πόλεως. Θα σε ακολουθούν δύο στρατιώτες με κοφτερά σπαθιά. Εάν χυθεί έστω και μία σταγόνα από το λάδι, θα σε αποκεφαλίσουν».


Ο γιος υπάκουσε. Με ανάλαφρα, προσεκτικά βήματα, διέσχισε όλους τους δρόμους της πόλεως, με τους στρατιώτες να τον συνοδεύουν συνεχώς, και δεν του χύθηκε ούτε μία σταγόνα. Όταν επέστρεψε στο κάστρο, ο πατέρας τον ρώτησε: 

«-Γιέ μου, τι πρόσεξες καθώς τριγυρνούσες μέσα στους δρόμους της πόλεως;». 

«-Δεν πρόσεξα τίποτε». 

«-Τι εννοείς, ‘τίποτε’;», τον ρώτησε ο βασιλιάς. «Σήμερα ήταν μεγάλη γιορτή. Σίγουρα θα είδες τους πάγκους που ήταν φορτωμένοι με πολλές πραμάτειες, τόσες άμαξες, τόσους ανθρώπους, ζώα». 
«-Δεν είδα τίποτε απ’ όλα αυτά», είπε ο γιος. «Όλη η προσοχή μου ήταν στραμμένη στο λάδι μέσα στο δοχείο. Φοβήθηκα μην τυχόν μου χυθεί μια σταγόνα και έτσι χάσω τη ζωή μου». 

«-Πολύ σωστή η παρατήρησή σου», είπε ο βασιλιάς. 

«Κράτα λοιπόν αυτό το μάθημα κατά νου, για την υπόλοιπη ζωή σου. Να τηρείς την ίδια επιφυλακή για την ψυχή μέσα σου, όπως έκανες σήμερα για το λάδι μέσα στο δοχείο. Να στρέφεις τους λογισμούς σου μακριά από εκείνα που γρήγορα παρέρχονται, και να τους προσηλώνεις σε εκείνα που είναι αιώνια. Θα σε ακολουθούν  όχι οπλισμένοι στρατιώτες, αλλά ο θάνατος, στον οποίον η κάθε μέρα μας φέρνει πιο κοντά. Να προσέχεις πάρα πολύ να φυλάς την ψυχή σου από όλους τους καταστροφικούς πειρασμούς».

Ο γιος υπάκουσε τον πατέρα του και έζησε έκτοτε ευτυχής….

ΤΑ ΜΕΝΧΙΡ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Περί των Μενχίρ και των Ντολμέν της Ευρώπης και της Ελλάδος. Ο άστοχος όρος "προϊστορία"

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είναι γεγονός ότι η Ιστορία έχει καταγραφεί κάπως συμβατικά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τα συμφέροντα αρχαιολόγων, ιστορικών, πού είτε ηθελημένα είτε άθελα εξυπηρέτησαν πολιτικούς σκοπούς των χωρών τους, (Κάρλ Μπέλοχ, Φαλμεράϋερ, κλπ) πάραυτα η σκαπάνη των αρχαιολόγων πέραν του ότι φέρει στο φώς τεκμήρια της βαθειάς αρχαιότητος, καθίσταται αναγκαία και ικανή συνθήκη να επαναπροσδιορισθεί η βαθύτατη ιστορία του κόσμου και να βγεί από τον όρο «προϊστορία». Με τον τελευταίο αυτόν όρο πού είναι ύπουλος και ασφαλώς πλαστός καμουφλάρεται αληθής ιστορία λόγω άγνοιας των γεγονότων ή εκ του πονηρού για παραποίηση γεγονότων ώστε να μην αποκαλυφθούν αλήθειες.

Δίχως αμφιβολία ο λόγος είναι πολιτικός. Σε κάποιους δεν αρέσει η επαναφορά στο φώς ενός τεράστιου μέρους της ιστορίας χαμένου στα βάθη των αιώνων. Βαφτίζεται λοιπόν «προϊστορικό» για να υπάρχει το ελεύθερον της οιασδήποτε παραποίησης, αμφισβήτησης ή αλλοίωσης των γεγονότων. Γεγονότων πού θα απέδιδαν το απαιτούμενο γόητρο σε μιά χώρα εν προκειμένω στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτόν «εξαφανίζονται» αληθινά τεκμήρια όπως ανθρώπινοι σκελετοί της «προϊστορίας» ή ακόμα και καταστρέφονται ώστε να υπάρχει το ελεύθερον της όποιας διαστρέβλωσης της ιστορίας μας. Αλήθεια γιατί πάντοτε στα αρχαιολογικά μουσεία (ιδιαίτερα τα ελληνικά) βλέπουμε τόσο λίγους σκελετούς των αρχαίων μας προγόνων; !!! Είναι δυνατόν όλες οι σαρκοφάγοι να ήσαν κενές οστών; !!!

Ο κόσμος είναι καιρός να ενημερωθεί ότι το βασικότερο αρχαιολογικό κριτήριο μιάς ανασκαφής είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και συνεπώς ο σκελετός του! Η Γή, ιδιαίτερα η ελληνική, είναι «ταμιευτήριο ιστορίας ακλόνητο» πού όμως έχει βιαιοπραγηθεί άπειρες φορές. Στο έδαφός της είναι θαμένοι θησαυροί ανεκτίμητοι συνοδευόμενοι από πλήθος προγονικών μας σκελετών.

Όποιος νομίζει ότι η Ιατρική είναι ανεξάρτητη από την Ιστορία (όπως άστοχα μου έγραψε κάποιος προπετής αναγνώστης), βρίσκεται βαθειά νυχτωμένος! Η ιατρική μπορεί και πρέπει να απαντήσει σε αρχαιολογικού τύπου απορίες πού αφορούν πλήθος κτερισμάτων και όχι μόνον σκελετών. Φερειπείν στην γειτονική μας Ιταλία διαπρεπείς ιατροί ανατομοπαθολόγοι καλούνται για την εκτίμηση οστών αγίων αλλά και ιστορικών προσώπων ώστε να διαπιστωθεί τόσο το αίτιο του θανάτου τους, η ηλικία τους και από τη σύσταση των οστών τους να τεκμηριωθεί με τι σιτίζονταν.

Πέραν αυτού μιά επιστημονική επισκόπηση των σκελετών αποκλείει σκόπιμα ψευδή στοιχεία πού κατόπιν κατοχυρώνονται σαν «καθεστώς» αλλά περισσότερο ακόμα δίνει την αληθή ταυτότητα η μή σύμφωνα αλλά και σε συνάρτηση με τα γραπτά μνημεία. Έτσι για παράδειγμα έγιναν ανατομοπαθολογικές μελέτες σκελετών αγίων όπως του Πορτογάλου Αγίου Αντωνίου Πολιούχου της Πάδουας στη βόρειο Ιταλία από το διακεκριμένο καθηγητή του Πανεπιστημίου της Πάδουας Δόκτωρα Vito Terribile Wiel Μarin ανατομοπαθολόγο (ο οποίος εκλήθη κατ’επανάληψιν για πλήθος παρομοίων μελετών) και εξακολουθεί να είναι έξοχος καθηγητής και οι διαλέξεις του να είναι πράγματι μαγευτικές (υπήρξε δάσκαλος του γράφοντος). Ο ίδιος ιταλός επιστήμονας διερεύνησε τα οστά στη σαρκοφάγο του Αντήνωρος, συμπολεμιστού του τρωϊκού Έκτορος, και φίλου του Αινεία, ο οποίος αντίθετα με τον Αινεία πού έμεινε στο Λάτιο, ανέβηκε βόρεια και έκτισε το Παταύϊον ή Πάδουα από το όνομα του ποταμού Πάδου πού διασχίζει τη περιοχή.
Ο Αντήνωρ έκτισε λοιπόν την Αντηνορία αλλά επικράτησε το όνομα της Πάδουας. Ο Τρωϊκός Πολιτισμός συνεχίστηκε έτσι στη γή της ιταλικής χερσονήσου μετά την καταστροφή της ομηρικής Τροίας. Παρόμοιες σκελετικές έρευνες έγιναν και στο Βατικανό στα οστά του Αποστόλου Λουκά, κλπ. Συνεπώς οι ιατροί δεν αποτελούν στοιχείο ξένο ως πρός την ιστορία και θα πρέπει επιτέλους ο ανημέρωτος κόσμος να πάψει να τους ταυτίζει μόνον ως πρεσβευτές της θεραπείας και μόνον! Οι ιατροί μπορούν να απαντήσουν σε πλήθος ερωτημάτων και θα έπρεπε η καθυστερημένη πολιτεία μας (συνιστάμενη από άπειρους ανθρώπους πού αναλαμβάνουν θέσεις με κομματικά κριτήρια) να τους χρησιμοποιήσει και για άλλους σημαντικούς σκοπούς πού θα προωθούσαν την τουριστική και γνωσιολογική οικονομία της χώρας.

Αλήθεια πόσοι τουρίστες δεν θα έρχονταν εδώ για να δούν τέτοια τεκμήρια πού δυστυχώς στη χώρα μας στα μουσεία εκτίθονται μοναχά αγγεία, θραύσματά τους κλπ, πού ο επισκέπτης αρχίζει να βαριέται και «τρέχει γρήγορα» καθώς οι γνώσεις πού αποκομίζει από τις βιτρίνες πού τα φιλοξενούν δεν του κινούν το ζωηρό ενδιαφέρον πού θα έπρεπε. Αυτό γίνεται γιατί στην Ελλάδα βασιλεύει μιά μονόχνωτη και μονολιθική αντίληψη ότι τα επαγγέλματα δεν αρθρούνται μεταξύ τους αλλά είναι ανεξάρτητα! «Ο ιατρός ασχολείται με τη θεραπεία», «ο πολιτικός μηχανικός με γέφυρες», ο «στρατιωτικός με τα όπλα», ουαί και αλλοίμονο εάν κάποιος από αυτούς «ξεφύγει» από το υποτιθέμενο επάγγελμά του!

Έτσι σήμερα στην Ελλάδα έχουμε ολόκληρες τάξεις ανθρώπων επιστημόνων «ευνουχισμένων» στο περιορισμό της άσκησης του αντικειμένου τους. Το προϊόν αυτής της σαθρής αντίληψης είναι η οπισθοδρομικότητα πού οι υποστηρικτές της δεν αντιλαμβάνονται γιατί αυτή υπάρχει! Πλήθος σημαντικών πεδίων και χώρων μένει ανεκμετάλλευτο και χιλιάδες θέσεις εργασίας χάνονται με αποτέλεσμα τον οικονομικό μαρασμό της χώρας. Αυτό το αξιόποινο γεγονός γίνεται μοναχά στην Ελλάδα και στις υποανάπτυκτες χώρες (υποανάπτυκτες λόγω λανθασμένων αντιλήψεων και όχι λόγω οικονομικής ανημπορίας)! Ποτέ στη Φιλοσοφοκινούμενη Δυτική Ευρώπη!

Με αυτό το σκεπτικό θα έπρεπε η «προϊστορική» πόλη των Μυκηνών να ανήκει στα ακατανόητα κι όχι να προωθηθεί στα πλαίσια της τεκμαρτής ιστορίας. Ο αγροτικός πολιτισμός των Μυκηνών αποτέλεσε κραταιά αρχαιοελληνική αυτοκρατορία πού την σέβονταν οι Χετταίοι πού αποκαλούσαν του μυκηναίους αχαιούς «Αχιγιάβα» και οι Αιγύπτιοι πού τους αποκαλούσαν «Αχαϊβάσα». Η αυτοκρατορία αυτή λοιπόν ήλθε σε σύγκρουση με την Τρωϊκή ελληνική αυτοκρατορία στα πλαίσια ενός εμφυλίου πολέμου για το ποιός θα επικρατήσει στη κυριαρχία και εκμετάλλευση της περιοχής.

Με τον όρο «προϊστορικός» διάφοροι πονηροί προσπαθούν να καπηλευτούν πολιτισμούς του ελλαδικού χώρου τάχα ως «μη ελληνικούς» ώστε να τους προσαρτίσουν στη δική τους ιστορία (αφού δεν είχανε ποτέ, ειδικά βοσκοί της μέσης ανατολής πού έδωσαν και παγκόσμιο Θεό στην Υφήλιο!). Αυτό επιτυγχάνεται με το «ακατανόητο του όρου προϊστορία», όμως μας αποκρύπτουν τα σκελετικά τεκμήρια των προϊστορικών μας πολιτισμών πού κοίτα να δείς είναι όλα κρανία δολιχοκέφαλα αδιάσειστο τεκμήριο της ελληνικότητάς τους!

Όπως το πάνε και με επιτυχία μάλιστα μεγάλη, οι νεώτεροι έλληνες δεν θα γνωρίζουν σε λίγο ούτε ελληνικά και ίσως αργότερα πολύ σύντομα να ονομαστούν τα ελληνικά «μεσανατολική γλώσσα των ιουδαίων πού μετανάστευσαν στην Ελλάδα και έσπειραν πολιτισμό ελεύθεροι από τον αιγυπτιακό ζυγό πού υπέστησαν για 400 χρόνια»! Βεβαίως εμείς αφελής λαός λόγω αγραμματοσύνης πού εκτρέφεται στα καφενεία θα τους χειροκροτήσουμε κιόλας την ώρα πού θα καταληστεύουν με την άδειά μας τα ιερά μας κτερίσματα των «προϊστορικών» μας πολιτισμών ανφισβητουμένων σήμερα ως ελληνικών υπό το πρόσχημα του όρου «προϊστορία».

Υπήρξε όμως Προϊστορία στην Ελλάδα; Με την υγιή ερμηνεία του όρου, ναί υπήρξε! Υπήρξε εδώ και πέραν των 60 χιλιάδων ετών και με το διάστημα αυτό εννοούμε γραπτά μνημεία και υλικά τεκμήρια λαξευμένα σε πέτρα από άνθρωπο, έναν έλληνα άνθρωπο πρόγονό μας! Βεβαίως το χρονικό αυτό διάστημα είναι τόσο μεγάλο πού ακόμα και οι πέτρες λειώνουν και εξαφανίζονται. Έτσι μοναχά για ένα διάστημα 13 χιλιάδων ετών υπάρχουν λεξευμένες πέτρες άριστα διατηρημένες και μάλιστα κάπως «πρωτόγονα καλλιτεχνημένες». Αυτές αποκαλούνται Μενχίρ από τους αρχαιολόγους και έτσι ονομάζονται κι από τους ιστορικούς. Στην Ελλάδα θεσμικά υφίστανται τέσσερα μενχίρ χρονολογημένα με ραδιενεργό άνθρακα στο 6000 με 7000 π.Χ.
Πάνω αριστερά: Μενχίρ πού ανακαλύφθηκε στο χωριό Σέσκλο της Θεσσαλίας περίπου του 6000 π.Χ. Αναπαριστά γυναικεία μορφή. Οι διάφοροι ερμηνευτές μας την παρουσιάζουν σαν «αγροτική Θεά της γονιμότητος», όμως πρέπει να τονισθεί η αξία και η θέση της γυναίκας στις «πρωτόγονες» αυτές κοινωνίες πού έθεσαν τη γυναίκα σε κεντρικό ρόλο και ρυθμιστή της κοινωνίας. Δεν είχε θρησκευτικό ρόλο όπως προσπαθούν να μας πείσουν αλλά κοινωνικά ελεύθερο σε αντίθεση με τους λαούς της μέσης ανατολής πού απαξίωσαν το γυναικείο ρόλο. Πάνω δεξιά: Μενχίρ από τη Barbagia της νήσου Σαρδηνίας πού αναπαριστά πολεμιστή.
Πάνω αριστερά: Μενχίρ της μεγαλιθικής εποχής από τη Filitosa της Κορσικής. Πάνω δεξιά: Συστάδα Μενχίρ στο Κέσγουϊκ της Ιρλανδίας.
ΤΟ ΤΡΙΛΙΘΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΜΕΝΧΙΡ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΤΟΛΜΕΝ

Οι πρωτόγονοι άνθρωποι ήσαν δέσμιοι και επηρεάζονταν πολύ από το περιβάλλον τους. Συνεπώς γι αυτούς τα φυσικά φαινόμενα αποτελούσαν θεϊκές δυνάμεις με υπεράνθρωπες δυνατότητες πού μπορούσαν να επηρεάσουν το τοπίο πού τους φιλοξενούσε. Γι αυτό σαν πρώτη μορφή θρησκείας υπήρξε η λατρεία της φύσης, ενώπιον της οποίας οι άνθρωποι ήσαν ανίσχυροι. Για να τιμήσουν τη φύση λοιπόν, αποφάσισαν να μετατοπίσουν μεγάλους ογκόλιθους και να τους καρφώσουν κάθετα στο έδαφος, διαμορφώνοντας πολλές σειρές με αυτούς.

Αυτό το σύστημα αναφερόταν επίσης στη λατρεία των νεκρών. Αυτοί οι ογκόλιθοι ονομάστηκαν Μενχίρ. Από το Μενχίρ ξεκίνησε η κατασκευή των Ντολμέν, άλλως εκείνες οι κατασκευές πού ακολουθούσαν ένα συγκεκριμένο σύστημα, το τριλιθικό σύστημα, όπως αυτό του Stonhenghe στη Νότιο Αγγλία όπου υπάρχουν πολλά Ντολμέν τοποθετημένα σε κύκλο κατά τρόπο συγκεκριμένο σύμφωνα με τη θέση του Ηλίου και των άστρων. Αυτό το σύστημα κατόπιν χρησιμοποιήθηκε για τη κατασκευή των πρώτων οικιών.

ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ
Το πρόβλημα της κατοικίας ετέθη στον πρωτόγονο άνθρωπο ίσως όταν αναγκάστηκε να απορρίψει τα φυσικά καταφύγια πού αρχικά τον εξυπηρετούσαν ως κατοικίες, δηλαδή θάμνοι, δένδρα με κοιλότητες, τρύπες στη γή και κυρίως σπηλιές και τρώγλες ή πιό απλά ογκόλιθοι πού προέξεχαν και αντιστέκονταν σε ένα εμπόδιο όπως ο αέρας και η βροχή.

Αναγκασμένος συνεχώς να μετακινείται για να ακολουθεί τα θηράματά του, ψάχνοντας πιό φιλόξενες περιοχές ή αργότερα πιό πλούσιους βοσκοτόπους για τα ζώα του, ο προϊστορικός άνθρωπος βρέθηκε στην ανάγκη να προμηθευτεί ένα μέσον πού δεν εξαρτάτο εντελώς από τις απρόβλεπτες κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες των διάφορων τοποθεσιών και πού θα προσέφερε προστασία από τον άνεμο και από τη βροχή πού άλλο δεν ήταν από τη φωτιά! Θα έπρεπε λοιπόν ένα νέο καταφύγιο να είναι κατασκευάσιμο πολύ απλά με στοιχειώδη εργαλεία και με υλικά διαθέσιμα καθώς το μεγαλύτερο μέρος των πρωτογόνων λαών ήταν νομαδικό, οπότε το καταφύγιο απαιτείτο να κατασκευάζεται κατά τρόπο ώστε να λύεται και να μεταφέρεται εύκολα. Λόγω αυτής της απαίτησης της νομαδικής ζωής φαίνεται ότι γεννήθηκε η προϊστορική καλύβα.

ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΙΕΣ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ
Στη νεολιθική εποχή ο άνθρωπος καθίσταται παραγωγός τροφής και καθιστικός. Γεννώνται η καλλιέργεια, η κτηνοτροφία, η ύφανση με φυτικές ίνες και η κεραμική. Δεν έχει πλέον ανάγκη να μετακινείται συνεχώς όπως έκαναν οι προϊστορικοί κυνηγοί πού ακολουθούσαν τα θηράματα κατά τη διάρκεια των εποχιακών μεταναστεύσεων. Οι κοινότητες των γεωργών μπορούσαν να ζήσουν μόνιμα στην ίδια τοποθεσία.

Γεννήθηκαν έτσι τα μόνιμα χωριά πού διαμορφώθηκαν από καμμιά δεκαριά σπίτια και κατοικούμενα από λίγες εκατοντάδες άτομα. Τα πρώτα χωριά διαμορφώθηκαν εκεί όπου υπήρχαν οι κοιλάδες των μεγάλων ποταμών στην Ινδία, στην Εγγύς Ανατολή, στη Βόρειο Αφρική. Εδώ η σταθερή διαθεσιμότητα των νερών εξασφάλιζε μιά άφθονη συλλογή εντελώς διαφορετική από εκείνη πού εξαρτάτο από τις ασταθείς βροχές. Σε αντίθεση με αυτές τις περιοχές η δυτική Μεσόγειος άργησε να εισέλθει στην ιστορία και στην Ιταλία οι πρώτες εγκαταστάσεις ανάγονται σε πολλές χιλιετηρίδες μετά την εμφάνιση της Νεολιθικής εποχής στην Εγγύς Ανατολή.
Κτερίσματα νεολιθικών τάφων, όπλα και εργαλεία κατασκευασμένα από οστά. Το ίδιο το ανθρώπινο σώμα αποτέλεσε στοιχείο άμυνας και πολιτισμού των πρωτογόνων πρόγονών μας. Αριστερά, σκελετός νεολιθικού έλληνα με σαφέστατο δολιχοκέφαλο κρανίο. (Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου). Δύο από τα τέσσερα μενχίρ της Ελλάδος βρίσκονται στην προαίθουσα του αρχαιολογικού αυτού μουσείου και χρονολογούνται γύρω στο 6000 π.Χ.
Τέθριππο αρχαιοελληνικό άρμα της πρώϊμης αρχαϊκής περιόδου (σε μελανόμορφο αγγείο). Με την εμφάνιση του τέθριππου άρματος καταξιώνονται οι κοινωνικές τάξεις της ελληνικής Πόλης-Κράτους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι η νεολιθική εποχή μιά περίοδος ανόδου της προόδου του αθρώπου για πρώτη φορά στη γή σε συνάρτηση με την αύξηση των ελικώσεων του εγκεφάλου όπως διαφαίνεται από τα σκελετικά ευρήματα; Θα μπορούσε να είναι μια προοδευτική έκπτωση κάποιου μεγάλου πολιτισμού πού έσβησε; Μήπως μιά αναγέννηση ενός κατασταλμένου πολιτισμού πού παρήκμασε και εξαφανίστηκε; Ο πολιτισμός της λαξευτής πέτρας πάει βαθύτερα ακόμα στο χρόνο χωρίς να εξηγεί ευρήματα κάτω από τη γή, όπου εμφανίζονται ατελείωτες στοές από ασβεστόλιθο τόσο στη λατινική Αμερική όσο και στη Τουρκία αλλά και στις Ινδίες. Αληθινοί λαβύρινθοι. Αδιευκρίνιστος ο χρόνος κατασκευής τους. Υπάρχουν όμως γραπτά μνημεία όπως το μεγάλο ινδικό έπος Μαχαμπαράτα ένα ποίημα παλαιότερο του Ομήρου με 98 χιλιάδες στίχους όπου περιγράφονται απίστευτα γεγονότα πού έλαβαν χώρα σε αμνημόνευτο χρόνο αλλά και πού δικαιολογούν τις υπόγειες αυτές στοές.

Ήπειροι καταποντίστηκαν και Ήπειροι ανέδυσαν από τη θάλασσα πολλές φορές στις τεράστιες γεωλογικές αλλαγές πού έλαβαν χώρα στο πλανήτη μας. Είναι εύλογο λοιπόν πόσοι πολιτισμοί χάθηκαν. Πολιτισμοί ανθρώπων και φυλών πού έσβησαν από το χάρτη! Προφανώς ο «νεολιθικός πολιτισμός» όπως θέλουν να τον ονομάζουν αποτελεί απόρροια κάποιου ίχνους άλλου πολιτισμού πού ναί μεν χάθηκε όμως έμεινε στη μνήμη των επομένων γενεών πού γλύτωσαν τον αφανισμό. Η εξέλιξη του εγκεφάλου σε όγκο αλλά και σε ελικώσεις πάει pari passu με την αναπροσαρμογή του ανθρώπου στις νέες συνθήκες της γής. Είναι το περιβάλλον πού διαμορφώνει τις εγκεφαλικές ελικώσεις. Όσο περισσότερες, τόσο μεγαλύτερος και ο δείκτης ευφυΐας. Διότι το περιβάλλον αναγκάζει τον άνθρωπο να σκεφθεί και να προσαρμοστεί στους «νόμους της φύσεως». Γιατί όμως ο άνθρωπος να μην αλλάξει τη φύση αφού και το περιβάλλον είναι αναπλάσιμο; Ο χρόνος θα το δείξει! Ένα είναι βέβαιο ότι εάν αυτό γίνει, οι έλληνες θα είναι από τους πρωτοστάτες της μεγάλης αλλαγής. Θα πρέπει λοιπόν με αυτή τη λογική οι ιστορικοί, οι αρχαιολόγοι, οι ιατροί, οι γεωλόγοι, κλπ να μεταθέσουν το χρόνο της «ιστορίας» βαθύτερα στο παρελθόν απεγκλωβίζοντας τον από το «προϊστορικό» πρότυπο. Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι τα δολιχοκέφαλα κρανία ανήκαν σε ανθρώπους πού πρώτοι εξέφρασαν τον έναρθρο λόγο.

Μάλιστα τον αποτύπωσαν και με γραφή. Στην Ελλάδα εμφανίστηκαν όντως οι πρώτες γραφές (ιερογλυφικά της μινωϊκής περιόδου, οι γραμμικές γραφές άλφα και κατόπιν βήτα, η αρχαϊκή γραφή, κλπ. Όλες τους με φωνήνετα και σύμφωνα! Αντίθετα στη μέση ανατολή εμφανίστηκαν μόνο γλώσσες με σύμφωνα. Τα φωνήεντα εκεί ήσαν άγνωστα και αυτός πού έκανε ανάγνωση έπρεπε να βάλει μόνος του τα φωνήνετα στα σύμφωνα πού διάβαζε. Τέτοιες γλώσσες είναι από την αρχαιότητα οι σημιτικές των Σουμερίων, Εβραίων, κλπ. Την ίδια περίοδο σε άλλες περιοχές της γής ο προφορικός λόγος ήταν ακόμα άγνωστος. Προφανώς το περιβάλλον είναι καταλυτικό σε αυτή την ιδιότητα του ανθρώπου.

Γενέσια: Εορτές προς τιμή των προγόνων


Τα Γενέσια ή Νεκύσια γιορτάζονταν της 5η του μηνός Βοηδρομιώνος στην Αθήνα προς τιμή των προγόνων. Κατά τον μύθο την πέμπτη ημέρα περιπλανιόντουσαν οι Ερινύες.
Ήταν γνωστά και ως «Νεκύσια» ή «Νεμέσεια» ή «Νεμέσια».Η γιορτή ήταν πένθιμου χαρακτήρος και περιελάμβανε θυσία προς τιμή της Γης, αλλά και του «γενεθλίου» Θεού ενός εκάστου νεκρού, καθώς επίσης προσφέρονταν δείπνα σε αυτούς, εις ανάμνηση των προσφερθέντων νεκρο-δείπνων αμέσως μετά την κηδεία. ..

Το όνομα υποδεικνύει ότι η γιορτή έχει το υπόβαθρό της στον ιδιωτικό χαρακτήρα, και μάλιστα στην γιορτή των γενεθλίων, που γιορτάζουμε εν ζωή. Από αυτήν εξελίχτηκε μια νεκρική γιορτή εις ανάμνηση των αγαπημένων προσώπων που πέθαναν. 

Στην γιορτή αυτή έπαιρναν μέρος στην αρχή τα συγγενικά πρόσωπα, αργότερα και οι γειτονικές οικογένειες, μέχρι που έγινε θεσμός στον οποίο έπαιρναν μέρος όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Έτσι συναντάμε άλλοτε ιδιωτικά και άλλοτε δημόσια Γενέσια.Τα Γενέσια τα συναντάμε στην νομοθεσία του Σόλωνα. Σε άλλες πόλεις τα Γενέσια γιορτάζονταν την ημέρα των γενεθλίων του κάθε νεκρού, μέσα σε κλειστό οικογενειακό και φιλικό κύκλο. Η γιορτή άρχιζε με την επίκληση των γενεθλίων Θεών και ακολουθούσαν «νηφάλιες» σπονδές και ανταλλαγή δώρων αναμεταξύ των ζώντων στη μνήμη των νεκρών.
Επίσης σε κάποιες πόλεις γιορτάζονταν και πάνδημα «Γενέσια» προς τιμή των επιφανών προγόνων του παρελθόντος. 

Τέτοιου είδους «Γενέσια» ή «Νεκύσια» ήταν τα «Μελαμπόδεια» προς τιμή του Μελάμποδος, στο Ιερό του στα Μέγαρα, όπου τελούνταν αγώνες και ο νικητής έπαιρνε ως έπαθλο ένα μέρος των θυσιαζομένων σφαγίων. 
Τα «Αράτεια» της Σικυώνος την 5η Ανθεστηριώνος προς τιμή του Αράτου, οικιστού της πόλεως, τα «Ηλακάτια» προς τιμή του Ηλακάτου, φίλου του Ηρακλέους.
Επίσης τα «Ελένεια» της Θεράπνης προς τιμή της ομηρικής Ελένης όπου οι κοπέλες έρχονταν στο Ιερό της πάνω σε άμαξες, τις οποίες ονόμαζαν «κάνναθρα» και είχαν το σχήμα ελαφιών. 
Τα «Ελενηφόρια» πάλι προς τιμή της Ελένης, όπου γινόταν λιτανεία και οι μετέχοντες έφεραν μυστικά δώρα μέσα σε πλεκτό καλάθι που λέγονταν «Ελένη».
Επίσης τα «Λεωνίδια» της Σπάρτης προς τιμή του Λεωνίδα που περιελάμβαναν και αγωνίσματα. 

Τα Αττικά «Ηράκλεια» του δήμου Διομείας, τα Θηβαϊκά «Ηράκλεια» που περιελάμβαναν αγώνες πεντάθλου, γυμνικούς και ιππικούς, τα πενταετή «Ηράκλεια» της Σικυώνος που περιελάμβαναν διήμερες θυσίες, τα τριήμερα «Υακίνθια» των Αμυκλών προς τιμή του Υακίνθου, που περιελάμβαναν εναγισμούς, κοινά δείπνα, παιάνες, χορούς, πομπή, θυσίες και συνεστιάσεις. 
Τα Μεγαρικά «Διόκλεια» που τελούνταν την Άνοιξη προς τιμή του βασιλέως Διοκλέους, που σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, όταν προσπάθησε να σώσει νεαρό συμπολίτη του που κινδύνεψε να αιχμαλωτισθεί. 
Η Ελευσινιακή «Βαλήτυς» προς τιμή του Δημοφώντος υιού του βασιλέως Κελεού.
Επίσης τα Αθηναϊκά «Δειπνοφόρια» προς τιμή των θυγατέρων του Κέκροπος Αγλαύρου, Έρσης και Πανδρόσου, στην οποία ανύπαντρες κοπέλες δειπνοφόροι, μετέφεραν σε πομπή πολυτελή εδέσματα. 

Ακόμη τα Αθηναϊκά «Θησεία» την 8η Πυανεψιώνος προς τιμή του Θησέως στο Ιερό του στην Αγορά, που περιελάμβανε αγώνες ευανδρίας εφήβων. 
Τα Λακωνικά «Διοσκούρεια» την 18η του μηνός Γεραστίου που περιελάμβανε παιχνίδια και οινοποσία. 
Τα «Λιθοβόλια» της Τροιζήνος προς τιμή της Δαμίας και της Αυξησίας οι οποίες, όταν μετοίκησαν από την πατρίδα τους Κρήτη στη Τροιζήνα, δολοφονήθηκαν δια λιθοβολισμού υπό των Τροιζηνίων, που εξεγέρθηκαν με την άφιξη τους. 
Τα «Ιολάεια» της Θήβας προς τιμή του Ιολάου, συντρόφου του Ηρακλέους.
Τα πλέον μεγαλειώδη και πανελλήνιου χαρακτήρα «Νεκύσια», τελούνταν στις Πλαταιές την 28η του μηνός Δαματρίου, προς τιμή των πεσόντων Ελλήνων στη μάχη των Πλαταιών κατά των Περσών. Η νεκρική τελετή γινόταν το πρωί με τον εξής τρόπο: 
Της τελετουργικής πομπής προηγήτο ένας αυλητής και ακολουθούσαν άρματα γεμάτα με στεφάνια, ένας ταύρος και έφηβοι που κρατούσαν αγγεία γεμάτα κρασί, γάλα και αρώματα για τις σπονδές. Μετά από αυτούς ακολουθούσε ένας από τους τοπικούς άρχοντες ο οποίος φορούσε πορφυρό χιτώνα και κρατούσε ένα ξίφος. Έκανε τις απαραίτητες σπονδές στις επιτύμβιες στήλες και αφού τις ράντιζε με νερό και αρώματα, σκότωνε τον ταύρο, ευχόταν στο Δία και στον Χθόνιο Ερμή, καλούσε τους νεκρούς στην εστίαση και στην σπονδή του αίματος και τέλος άδειαζε προς τιμή τους το κρασί από το αγγείο. Μετά ακολουθούσαν αγώνες που έκλειναν την γιορτή. 

« Η παράδοσις » του Αλαίν ντε Μπενουά

Η παράδοσις δεν είναι το παρελθόν.
 
Όταν οι παραδόσεις χάνωνται, δεν τις κάνει κανείς να αναγεννηθούν με διαταγή. Ούτε με θρήνους. Δεν μπορεί κανείς παρά να δημιουργήση νέες, ή να τις κάνη να επιστρέψουν με νέες μορφές, αυτές που υπήρχαν στην αρχή και χάθηκαν: το πολύ αρχαίο επανέρχεται τότε με την δύναμι του πολύ νέου. Αλλά ας το επαναλάβουμε, κάθε παράδοσις είναι ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο πρέπει κανείς να ανανεώνη συνεχώς.
Μια παράδοσις που δεν εκσυγχρονίζεται συνεχώς, είναι μια παράδοσις νεκρή και άξια της τύχης της. Δεν πρόκειται λοιπόν για αποκατάστασι αυτού που ανήκει στο χθές, αλλά για να δοθεί μια νέα μορφή σ’ αυτό που είναι πάντα αιώνιο. Δεν πρόκειται για προσπάθεια επιστροφής στο παρελθόν, αλλά για σύνδεσι μ’ αυτό. Το να μιμηθεί κανείς αυτούς που θεμελίωσαν και μετέδωσαν μια παράδοσι, δεν είναι μόνο το να μεταδίδει αλλά το να θεμελιώνει με την σειρά του.

Από το βιβλίο ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΣΤΑ ΟΡΘΑ του Αλαίν ντε Μπενουά (εκδ. «ελευθερη σκεψις»)
adb
Η λέξις «παράδοσις» δεν φαίνεται να έχει για όλους την ίδια απήχησι, ούτε την ίδια σημασία. Μεταξύ εκείνων που αναφέρονται σ’ αυτήν, μερικοί εννοούν την «χριστιανική» παράδοσι, άλλοι την «ευρωπαϊκή» παράδοσι, υπονοώντας έτσι ρεύματα που ήσαν επί αιώνες αλληλένδετα, αφού είχαν γεννηθεί και υπάρξει ανεξάρτητα και τα οποία, σήμερα, τείνουν πάλι να διαχωριστούν.
Άλλοι πάλι μιλούν για μια ενδοψυχική παράδοσι (εσωτερισμός), η οποία συχνά δεν είναι παρά το προϊόν της φαντασίας και της ευπιστίας τους.
Όσο για μένα, ονομάζω «παράδοσι» την ειδική δομή, απεικόνισι ενός ειδικού διανοητικού τρόπου σκέψεως, στην οποία έχουν εγγραφή, στο διάστημα των χρόνων, οι διάφορες κοινωνικοπολιτιστικές μορφές του πολιτισμού μας και ειδικά οι παραδόσεις (στον πληθυντικό), δηλαδή το σύνολο των συνηθειών και των τελετουργικών που συνθέτουν παραδοσιακά και χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό αυτόν.
Σε ότι αφορά στις παραδόσεις αυτές, η καταγωγή τους συγχέεται στην πράξι σ’ ένα μοναδικό σύνολο με την καταγωγή του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού: πριν από πέντε περίπου χιλιάδες χρόνια, στο όριο της νεολιθικής επανάστασης.
Στην αρχή της σημερινής εποχής οι παραδόσεις ήσαν πολύ ζωντανές. Ο χριστιανισμός με την εμφύτευσί του στην Ευρώπη προσπάθησε να τις εκριζώσει, αλλά δεν το κατόρθωσε. Η Εκκλησία απεφάσισε τότε να τις εξουδετερώσει, ιδιοποιώντας τις επιφανειακά και για λογαριασμό της. Κτίσθηκαν εκκλησίες και καθεδρικοί ναοί στις θέσεις των αρχαίων ναών. Ευλογήθηκαν οι πηγές και στήθηκαν σταυροί επάνω στους βωμούς.
Οι εγχώριοι άγιοι στα χωριά είδαν να τους απονέμωνται οι προστατευτικές αρετές των ναϊάδων και των συλφίδων. Η γιορτή των Χριστουγέννων τοποθετήθηκε στην καρδιά του κύκλου των 12 ημερών της εποχής του χειμερινού ηλιοστασίου, ώστε ο εορτασμός της ετησίας αναγεννήσεως του Χριστού να διαδεχτεί εκείνη του Ανικήτου Ηλίου («Σολ Ινβίκτους»). Η γιρτή των Αγίων Πάντων πήρε την θέσι της αρχαίας γιορτής των «Διελθόντων» (των νεκρών). Η ιερή νύχτα του τέλους του Απριλίου τοποθετήθηκε υπό την ευλογία της Αγίας Βαλπουργίας. Το θερινό ηλιοστάσιο έγινε του «Αγίου Ιωάννου» και το Πάσχα, η αρχαία εβραϊκή γιορτή της επιβιώσεως, υπεκατέστησε φυσικότατα τις γιορτές της ανοίξεως που θύμιζαν την περιοδική αναγέννησι της ζωής.
Αυτά είναι πράγματα γνωστά, στα οποία δεν υπάρχει λόγος να επιμείνη κανείς. Το σπουδαίο είναι η διαπίστωσις ότι, ό,τι κι αν άλλαξε, η θρησκευτική χροιά, η μορφή των παραδόσεων, έμεινε στην πράξι αναλλοίωτη, ώστε και σήμερα ακόμη, πολύ συχνά, σ’ αυτόν τον θαυμάσιο βέβηλο παγανισμό, τον αργοπορημένα εκχριστιανισμένο αναφέρονται χωρίς να το ξέρουν, οι πιστοί χριστιανοί που νοσταλγούν την εξαφάνισι της αρχαίας λειτουργικής και των παλαιών παραδόσεων!

*  * *
Η δύναμις καταναγκασμού των παραδόσεων οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι γίνονται γενικά αντιληπτές σαν «φυσικές» εκδηλώσεις, προορισμένες να ρυθμίζουν την ύπαρξι από την γέννησι ως τον τάφο, δημιουργώντας έτσι ένα είδος παράλληλης εναλλαγής με τις ηλικίες και τις εποχές.
Δηλαδή η παράδοσις – όπως κάθε κανόνας – είναι ισχυρή όσον καιρό δεν αμφισβητείται. Ακριβέστερα, όσον καιρό δεν διερωτάται κανείς για τον λόγο υπάρξεώς της.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο λόγος αυτός υπάρχει και δεν είναι δύσκολο να τον καταλάβει κανείς. Η παράδοσις δημιουργεί το αναγκαίο πλαίσιο για την αρμονική εκτύλιξι των εργασιών και των ημερών. Χωρίς αυτό το πλαίσιο όλες οι ουσίες χάνονται, όλοι οι πολιτισμοί εξαρθρώνονται. Συνδέοντας τους ανθρώπους ενός λαού, με μια σειρά από επίσημες συνήθειες και τελετές, η παράδοσι τους βοηθεί να μορφοποιήσουν την προοπτική ενός κοινού πεπρωμένου και προωθεί την διαιώνισι μιας κάποιας κοινής συναινέσεως. Παράλληλα, εισάγοντας ένα στοιχείο κοινωνικότητας στις κοινωνικές σχέσεις, ανταποκρίνεται στην ανάγκη μιας «ψυχικής τροφής», που είναι ριζωμένη σε όλους τους ανθρώπους, και είναι διαφορετική τόσο από τις υλικές, όσο και από πνευματικές τροφές.
Η παράδοσι λοιπόν δεν είναι άχρηστη.Ααλλά η χρησιμότητά της δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή σαν χρησιμότητα. Από την στιγμή που υψώνεται η φωνή του «αιώνιου όχι» (για το οποίο μιλάει ο Γκαίτε), από την στιγμή που μια φωνή ακούγεται να ρωτά «σε τη χρησιμεύει», η παράδοσις χάνει τον αυθορμητισμό της, αποσυνδέεται από τα δημιουργικά βάθη του λαϊκού υποσυνηδήτου και, βαθμιαία, ατροφεί. Ακόμη περισσότερο: μόνο το γεγονός ότι τίθεται μια τέτοια ερώτηση, είναι ήδη το σημάδι – κυριολεκτικά – ότι τα πράγματα δεν πάνε πια μόνα τους. και όσο περισσότερο οι οπαδοί της παραδόσεως προσπαθούν μα την δικαιολογήσουν, τόσο περισσότερο την απογυμνώνουν από την εσωτερική δύναμι που προερχόταν από τον ενστικτώδη και αυθόρμητο χαρακτήρα της. Εξ ου και το παράδοξο, ότι η παράδοσις είναι ισχυρή και δραστήρια, όταν δεν την «αισθάνεται» κανείς σαν παράδοσι, και ότι, αντίθετα, είναι σε παρακμή, από την στιγμή που είναι ανάγκη να δικαιολογηθή.
Το κεφάλαιο που αντιπροσωπεύει η παράδοσις δεν μπορεί λοιπόν να γίνη αντιληπτό παρά να είναι αντικείμενο ζωντανής εμπειρίας. Παίζεται δηλαδή η ψυχή κι όχι το πνεύμα σ’ αυτήν την περίπτωση. Με την έννοια αυτή, η παράδοσις αποτελεί ένα σύνολο, που οι άνθρωποι ενός ορισμένου λαού, σ’ ένα ορισμένο τόπο και σε μια ορισμένη εποχή, αισθάνονται συλλογικά ότι τους ανήκει και που, κατά κάποιο τρόπο, τους επιτρέπει να είναι αυτό που είναι.
Εξυπακούεται όμως, ότι ο σεβασμός, ακόμη και ο σιωπηρός, των παραδόσεων, συνδέεται με τον σεβασμό εκείνων που θεμελίωσαν και μετέδωσαν τις παραδόσεις αυτές. Υπάρχει στο σημείο αυτό μια στενή σχέσις με την διαδικασία της ταυτότητας και της αφυπνίσεως της προσωπικότητας. Ο άνθρωπος «τίθεται» μέσα στην αντίθεσι και «κτίζεται», μέσα από μια σειρά μορφοποιούντων ανταγωνισμών. Οι ανταγωνισμοί αυτοί είναι πάντα σχετικοί: την ίδια στιγμή που το άτομο εκδηλώνεται σαν «μοναδικό» στον κόσμο, ταυτίζεται συνάμα με ένα υπερ-εγώ, με μια «παραδοσιακή» εικόνα, χάρις στην οποία τοποθετεί τον εαυτό του σε προοπτική και βρίσκει την θέσι του στον χώρο και στον χρόνο, σε σχέση με το περιβάλλον του και την κληρονομιά του. Χρειάζεται βέβαια ακόμη να μπορή να γίνη καθαρή αναγνώρισις των προγόνων, των ιδρυτών της κληρονομιάς και δημιουργών της παραδόσεως.
Ένας από τους λόγους της σημερινής αξουθενώσεως των παραδόσεων είναι ίσως το ότι όχι μόνο οι δημιουργοί των παραδόσεων αυτών (αυτοί που μορφοποίησαν την ειδική δομή του πολιτισμού μας) δεν είναι πλέον αντικείμενο κανενός σεβασμού, αλλά και ότι η ίδια η ταυτότητά τους είναι πια ξεχασμένη – ή απαρνημένη.
*  *  *
Η παράδοσις είναι συλλογικό έργο. («Κανένα ανθρώπινο ον»,  γράφει ο Κόνραντ Λόρεντς, «έστω κι αν είναι η μεγαλύτερη μεγαλοφυία, δεν θα μπορούσε να εφεύρη μόνο του ένα σύστημα κανόνων και κοινωνικών λειτουργιών, ικανών να αντικαταστήσουν την πολιτιστική παράδοσι»). Αλλά, πριν απ’ όλα, είναι έργο ανθρώπινο, χωρίς καμμιά αντιστοιχία στον ζωικό κόσμο. Με την έννοια αυτή, δεν είναι γεγονός «φύσεως», αλλά γεγονός «πολιτισμού». Η παράδοσις υποκαθιστά τα ένστικτα, συμπεριλαμβανομένων, στην αρχή τουλάχιστον και εκείνων που αφορούν στην προστασία των ατόμων. «Ένας που δεν καταλαβαίνει καλά τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ της αιτίας και του αποτελέσματος», γράφει ακόμη ο Κόνραντ Λόρεντς, «θα κάνει καλά να περιοριστεί σε μια παραδοσιακή συμπεριφορά, που γνωρίζει ότι θα τον οδηγήσει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα – και χωρίς κίνδυνο».
Η ύπαρξις μιας πολιτιστικής παραδόσεως είναι τόσο στενά δεμένη με το ανθρώπινο φαινόμενο, ώστε να αποτελή, στο επίπεδο αυτό, μια επί πλέον κληρονομικότητα. Αν, στον άνθρωπο, η γνώσις είναι συσσωρευτική, αν η παράδοσις μπορή να μεταδοθεί από γενεά σε γενεά, ενώ το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται δεν είναι αναγκαστικά και πάντα παρόν, είναι γιατί η κληρονομιά δεν φέρεται μόνο από την βιολογική και γενετική δομή μας, αλλά μεταφέρεται επίσης και με την συντεταγμένη γλώσσα και με την αντίληψη της σκέψεως.
Με άλλα λόγια η παρουσία στον άνθρωπο μιας παραδόσεως που παράγεται και διατηρείται από την αντίληψη της σκέψεως και της συντεταγμένης γλώσσας, χρησιμοποιώντας σύμβολα, αντιστοιχεί πραγματικά σε μια νέα μορφή κληρονομικότητας, που προστίθεται στην βιολογική κληρονομικότητα. «Με την αντίληψι της σκέψεως και, συνάμα, με την γλώσσα», διευκρινίζει ο Λόρεντς, «εμφανίζεται στον κόσμο ένα νέο είδος μεταδόσεως των ιδιοτήτων και των ικανοτήτων, που πλησιάζει πολύ το βιολογικό φαινόμενο της κληρονομικότητος. Όταν ένας άνθρωπος εφευρίσκει το τόξο και το βέλος, η ικανότητα να κατασκευάζη και να χρησιμοποιή το όπλο αυτό, μεταβιβάζεται κατά τον ίδιο περίπου τρόπο με ένα επίκτητο χαρακτηριστικό, μέσω της εξελίξεως ή της κληρονομικής επιλογής, με την γενετική έννοια του όρου. Επίσης η πιθανότητα να λησμονηθή αυτή η επίκτητη ικανότητα δεν είναι μεγαλύτερη από την πιθανότητα εκφυλισμού ενός οργάνου του σώματος, του οποίου η αξία διατηρήσεως για το είδος θα ήταν ανάλογη».
*  *  *
Η παράδοσις δεν είναι το παρελθόν. Αυτό δεν πρέπει να σταματήση κανείς να το λέει και να το ξαναλέει. Η παράδοσις έχει την ίδια σχέση με το παρελθόν, όπως και με το παρόν και με το μέλλον. Βρίσκεται πέρα από τον χρόνο. Δεν αναφέρεται σ’ αυτό που είναι αρχαίο, αυτό που είναι «πίσω μας», αλλά σ’ αυτό που είναι μόνιμο, σ’ αυτό που είναι «μέσα μας». Δεν είναι το αντίθετο του νεωτερισμού, αλλά το πλαίσιο, μέσα στο οποίο πρέπει να γίνονται οι νεωτερισμοί, ώστε να έχουν σημασία και διάρκεια.
Πρέπει να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτή την γραμμική αντίληψι της ιστορίας, όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αντιστοιχούν σε τρεις χωριστές «στιγμές». «Αν δεχτούμε ολοκληρωμένα το παρόν, τότε το παρελθόν όπως και το μέλλον θα μας δοθούν επιπλέον». Κλεμάν Ροσσέ.
Αυτό που κάνει την παράδοσι να είναι παράδοσις και όχι ένα γεγονός (ή μια σειρά γεγονότων) είναι ακριβώς το ότι εγγράφεται, ή προορίζεται να εγγραφή, μέσα στο παρόν. Δεν σχετίζεται με το παρελθόν παρά σαν ζωντανό ίχνος του, κατά το μέρος που εγγράφεται στο παρόν. Το παρελθόν δεν είναι παρά αντικείμενο της ιστορικής αναζητήσεως και του βλέμματος που ρίχνουμε σε ότι έγινε κάποτε. Η παράδοσις όμως ανατρέχει σ’ αυτό που προέρχεται από πέρα από τα εμφανή και τα πράγματα που καθορίζονται από τα φαινόμενα. Ανατρέχει στην συνέχεια, που επιτρέπει στα αλληλοδιαδεχόμενα γεγονότα του παρελθόντος μας να μην φαίνονται σαν «χωρίς λόγο πράξεις», σαν δημιουργίες του τίποτα ή σαν θέσεις χωρίς έννοια. Χάρις σ’ αυτήν, τα γεγονότα που απαρτίζουν την ιστορία μας – έστω κι αν φαίνονται κάπως ανερμάτιστα ή χωρίς προκαθορισμένους σκοπούς και σχέδια – μπορούν να αναφερθούν σ’ ένα κοινό παρονομαστή, να εγγραφούν σε μια ίδια δομή, να ερμηνευθούν υπό το φως της ίδιας και αιώνιας προσκολλήσεως προς ότι μας φαίνεται άξιο να διασωθή και συνεπώς να μεταφερθή στο παρόν μας και να ξαναγίνει επίκαιρο.
Ο μυστικός αυτός δεσμός, προϊόν της ειδικότητας των νοοτροπιών στον οποίο ανατρέχει και αναφέρεται η έννοια της παραδόσεως και δια του οποίου η κληρονομιά μεταδίδεται στο παρόν, υπήρξε πάντα το αντικείμενο του μίσους των εχθρών της παραδόσεως. Από ιστορικής απόψεως, η επίθεσις κατά των παραδόσεων ανάγεται σον 18ο αιώνα. Με τους «Πεφωτισμένους» και την φιλοσοφία τους, ο όρος «παράδοσις» παίρνει για πρώτη φορά μια κακή απόχρωσι. Για τους οπαδούς της «Επεξηγήσεως», η παράδοσις δεν είναι παρά το άθροισμα των προκαταλήψεων του καθενός και των «ανορθολογικών» συμπεριφορών της κοινωνίας, αντιπαρατάσσεται η αυτοχειροτονηθείσα «οικουμενικότητα της λογικής». Αυτό όμως που καταγγέλουν οι «πεφωτισμένοι» φιλόσοφοι δεν είναι η υπενθύμισις του παρελθόντος, ούτε η επίκλησις των κειμένων και των γεγονότων που έγιναν και υπήρξαν, αλλά η επίκλησις, η επαναφορά στην εποκαιρότητα της κοινωνικής πρακτικής και των συλλογικών συμπεριφορών, που συνδέονται με τα κείμενα και τα γεγονότα αυτά, από την στιγμή που αυτά δεν θεωρούνται σαν εξωτερικά αντικείμενα ή ακόμη αδιάφορα, αλλά σαν μαρτυρίες της δικής μας κληρονομιάς.
Με δυο λόγια, αυτό που εξοργίζει κυρίως τους οπαδούς της «επεξηγήσεως» είναι το γεγονός της καθαρής συνειδητοποιήσεως της παραδόσεως αυτής, χάρις  στην οποία το βλέμμα προς το παρελθόν προωθεί το αίσθημα των ριζών και το γεγονός ότι ανήκουμε σ’ αυτό που προϋπήρξε από μας.
*  *  *
Η παράδοσις έχει τα όριά της. Μέσα σε κάθε κοινωνική ομάδα, διάφοροι παράγοντες αντιτίθενται σε μια πολύ αυστηρή διατήρησι αμετάβλητων δομών. Αρχίζουμε από την περιέργεια, που συνδέεται με την αιώνια νεότητα του ανθρωπίνου πνεύματος και η οποία παίρνει πολύ γρήγορα την μορφή της αμφισβητήσεως. Η αμφισβήτησις είναι ειδικά ισχυρή τον καιρό της εφηβείας. «Σε κανονικές περιστάσεις», παρατηρεί ο Κ. Λόρεντς, «ο σκεπτικισμός και η τάσις προς τον νεωτερισμό που εκφράζουν οι έφηβοι, δεν είναι παρά εκδηλώσεις υγείας. Αυτά είναι που επιτρέπουν στον πολιτισμό να μεταβάλλεται και να διατηρή την προσαρμοστικότητά του και συγχρόνως αρδεύουν με νέο αίμα την πατρογονική παράδοσι, αποφεύγοντας την αρτηριοσκλήρωσί της υπό την μορφή πολύ ακάμπτων δογμάτων».
Αναμφίβολα όμως οι κοινωνίες στις οποίες ζούμε είναι πια κοινωνίες όπου η δίψα του νεωτερισμού εκφυλίσθηκε σε νεοφιλία, σε μια παθολογική έλξι προς οτιδήποτε είναι «νέο». Σαν επακόλουθο, η ηλικία στην οποία η τάσις προς τον νεωτερισμό είναι ισχυρότερη, ανεβάστηκε φυσικά σ’ ένα είδος ικριώματος καταδίκης. (Είδαμε να γεννιέται ο «νεανισμός» και η σχετική αντίθεσίς του, ο «αντινεανικός ρατσισμός»). Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ ανησυχαστικό, γιατί τροφοδοτεί μια ρήξι μεταξύ των γενεών, πίσω από την οποία αρχίζει να εμφανίζεται το φάσμα ενός νέου εμφυλίου πολέμου. Αλλά οι υπερβολές αυτές, δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχνούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα είδος υπερτροφίας μιας θεμελιώδους βιολογικής και κοινωνικής λειτουργίας, κανονικής κι όχι μπροστά σ’ ένα αυτό καθαυτό κακό.
Στο σημείο αυτό, η σύγκρισις του κοινωνικού σώματος με τον οργανισμό του ατόμου είναι διαφωτιστική. Από την πρώτη ως την τελευταία μέρα της υπάρξεώς του, κάθε ζωντανό σύστημα εξελίσσεται. Τα άτομα που αποτελούν το σώμα μας ανανεώνονται συνεχώς. Και παρ’ όλ’ αυτά οι οργανισμοί αυτοί, σε συνεχή μεταβολή, παραμένουν πάντα οι ίδιοι από δομικής πλευράς. Ακόμη περισσότερο, καμμιά φορά είναι τα ίδια όργανα εκείνα που εξασφαλίζουν το αμετάβλητο της δομής και συγχρόνως την εξέλιξι της μορφής. Έτσι, στα οστά, είναι τα ίδια κύτταρα, οι οστεοβλάστες και οι οστεοκλάστες εκείνοι που καταστρέφουν και δημιουργούν συνάμα τα οστά. Τηρουμένων των αναλογιών, η παράδοσις παίζει στις κοινωνίες τον ίδιο ρόλο. Χωρίς αυτήν, θα ήταν αδύνατο να «γινόμαστε» και συγχρόνως να είμαστε ο εαυτός μας. Αλλά συγχρόνως, χωρίς παράδοσι κάθε πραγματική ανάπτυξις θα ήταν αδύνατη, γιατί κάποια δομή είναι πάντα απαραίτητη για να «στερεώσει» ένα γεγονός ή μια μεταβολή.
Ο Λόρεντς δεν διστάζει να γράψει ότι είναι πιο σπουδαίο, για μια κοινωνία, να διατηρήσει τις γνώσεις που απέκτησε, παρά το να αποκτήση νέες, γιατί χωρίς διατήρησι των κεκτημένων, κανένα απόκτημα δεν διαρκεί. Στην πραγματικότητα φαίνεται καθαρά, ότι η ύπαρξις συντηρητικών δυνάμεων που διατηρούν την παράδοσι, είναι το ίδιο σπουδαία με την ύπαρξι νεωτεριστικών δυνάμεων που την, αμφισβητούν. Σε τελική ανάλυση το πρόβλημα της θέσεως της παραδόσεως μέσα στο κοινωνικό σώμα, είναι ένα πρόβλημα ισορροπίας μεταξύ μονιμότητας και της αλλαγής, μεταξύ του αμετακίνητου και του κινητού. Άλλωστε, μόνο όταν μια τέτοια ισορροπία επιτυγχάνεται, οι επιλεκτικές ομάδες μπορούν να «κυκλοφορήσουν» και να ανανεωθούν (σύμφωνα με την απαίτησι του βιολογικού νόμου της επαναφοράς στον μέσον όρο) και να μιλήσει κανείς, όπως ο Παρέττο, περί «κοινωνικής αρμονίας».
Η ανάλυσις αυτής της παραδόσεως ενώνεται τότε με την ανάλυσι της έννοιας της τάξεως. Ανάλογα με το αν υπερτερή υπερβολικά η παράδοσις ή η αμφισβήτησις, ο κοινωνικός οργανισμός παρουσιάζει τα συμπτώματα της αρτηριοσκληρώσεως ή της αναρχίας, λίγο ή πολύ εντονώτερα. Όταν οι κοινωνίες κυβερνώνται αποκλειστικά από την παράδοσι, γίνονται απολιθωμένες κοινωνίες, όπως οι «ψυχρές κοινωνίες» που ο Λεβύ –Στράους, ο Γκαρωντύ και οι μιμητές τους θα ήθελαν να δώσουν σαν υπόδειγμα στην Ευρώπη και οι οποίες άδειασαν από περιεχόμενο την ιστορία, γιατί κάθε γενεά αρκείται στο να επαναλαμβάνει την προηγουμένη, χωρίς ποτέ να νεωτερίζει. Αντίθετα όταν οι κοινωνίες δεν δίνουν καμμιά θέσι στην παράδοσι, οι νεωτερισμοί, αναγκαστικά εκριζωμένοι, αποκομμένοι από τις ειδικές αξίες του πολιτισμού και του λαϊκού πνεύματος, δεν κατορθώνουν να εγκατασταθούν, να στερεωθούν στον κοινωνικό οργανισμό και εξαφανίζονται μετά από λίγα χρόνια.
Βρίσκει κανείς ανάλογα παραδείγματα στον ζωικό κόσμο. Τα είδη που δεν εξελίσσονται πιά, γεννούν ζωντανά απολιθώματα , ενώ αυτά που παρουσιάζουν υπερβολικά ισχυρές μεταβολές καταλήγουν συνήθως σε τερατώδεις τύπους που δεν είναι βιώσιμοι. Αντιδραστικοί λοιπόν και αμφισβητίες, έχουν και τις ζωολογικές απεικονίσεις τους.
«Βλέπει κανείς απ’ αυτά», συμπεραίνει ο Κ, Λόρεντς, «ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου που προσπαθεί να διαιωνίσει το αμετάβλητο σε έναν πολιτισμό και αυτή του ανθρώπου που επιτίθεται κατά της παραδόσεως, αποτελούν τους δυο αντίθετους , αλλά και συμπληρωματικούς πόλους ενός συστήματος ανταγωνισμών, που η αποστολή του είναι να διατηρή μια κατάστασι ισορροπίας». Προσθέτει ακόμη ότι: «Η διαπίστωσις αυτή, σημαίνει να κάνη κανείς εχθρούς τόσο ανάμεσα στους ηλικιωμένους συντηρητικούς κυρίους, όσο και στις γραμμές της επαναστατημένης νεολαίας, γιατί και οι μεν και οι δε, αρνούνται να αναγνωρίσουν  ότι μια εφυής και θετική πράξις συνίσταται πρώτα στην αποδοχή των απόψεων των αντιπάλων τους».
Όταν οι παραδόσεις χάνωνται, δεν τις κάνει κανείς να αναγεννηθούν με διαταγή. Ούτε με θρήνους. Δεν μπορεί κανείς παρά να δημιουργήση νέες, ή να τις κάνη να επιστρέψουν με νέες μορφές, αυτές που υπήρχαν στην αρχή και χάθηκαν: το πολύ αρχαίο επανέρχεται τότε με την δύναμι του πολύ νέου. Αλλά ας το επαναλάβουμε, κάθε παράδοσις είναι ένα πλαίσιο, μέσα στο οποίο πρέπει κανείς να ανανεώνη συνεχώς. Μια παράδοσις που δεν εκσυγχρονίζεται συνεχώς, είναι μια παράδοσις νεκρή και άξια της τύχης της. Δεν πρόκειται λοιπόν για αποκατάστασι αυτού που ανήκει στο χθές, αλλά για να δοθεί μια νέα μορφή σ’ αυτό που είναι πάντα αιώνιο. Δεν πρόκειται για προσπάθεια επιστροφής στο παρελθόν, αλλά για σύνδεσι μ’ αυτό. Το να μιμηθεί κανείς αυτούς που θεμελίωσαν και μετέδωσαν μια παράδοσι, δεν είναι μόνο το να μεταδίδει αλλά το να θεμελιώνει με την σειρά του.