Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Αποσυμβολισμός στη Μυθική Ζωή του Οδυσσέα

Ο Οδυσσέας ζει αρμονικά στο βασίλειό του με τη γυναίκα του Πηνελόπη και το γιο του Τηλέμαχο. Έχουμε να κάνουμε με μια ολοκληρωμένη πνευματική τριάδα, ένα είδος θεϊκού τριγώνου σε αρμονική ισορροπία. 
Η αναζήτηση της Ελένης είναι η αφορμή της εκστρατείας του Οδυσσέα μαζί με τους υπόλοιπους βασιλιάδες στην Τροία. Η Τροία με τη σειρά της είναι ένα πλούσιο βασίλειο που αναπαριστάνει την ιδέα της έλξης του υλικού πεδίου. Σε αυτό το σημείο βλέπουμε πως ο Οδυσσέας προσπαθεί να αποφύγει την εκστρατεία. Αυτό συμβολίζει την άρνηση της ψυχής να ενσαρκωθεί, γιατί γνωρίζει τον πόνο που η ίδια προδιαγράφει μέσα στη μορφή.

Δέκα χρόνια απαιτούνται για την κατάληψη της Τροίας, της γήινης σφαίρας, που φέρει επίσης τον αριθμό δέκα. 
 

Με την άλωση της πόλης ολοκληρώνεται το έργο στο υλικό πεδίο και αρχίζει η πορεία της επιστροφής στο πνεύμα. Από αυτή την άποψη, η επιστροφή του Οδυσσέα αντιπροσωπεύει την επιστροφή του πνευματικού σπινθήρα στην κατάσταση της πρωταρχικής ηρεμίας, εμπλουτισμένου με τις εμπειρίες των πεδίων που διέτρεξε.

Για να γυρίσει στην Ιθάκη απαιτούνται άλλα δέκα χρόνια γεμάτα περιπέτειες, κατά τις οποίες απορρίπτει σταδιακά τα φορτία που τον δεσμεύουν στην ύλη. Στην προσπάθειά της να ταυτιστεί με το πνευματικό ιδεώδες, η ανθρώπινη συνείδηση, δοκιμάζεται και αντιπαρέρχεται κάθε λογής εμπόδια μέχρι την επίτευξη του σκοπού. 
Ο πρώτος σταθμός του ήρωα είναι η χώρα των Λωτοφάγων, ένας επίγειος παράδεισος γεμάτος καρπούς, που προκαλούσαν τη λήθη σε όποιον τους έτρωγε. Ορισμένοι από τους συντρόφους του Οδυσσέα τρώνε τους καρπούς, συμβολίζοντας με αυτή την πράξη ένα μέρος της συνείδησής του που παραμένει προσκολλημένο στη μορφική όψη, ξεχνώντας τον προορισμό της ψυχής. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας σήμερα. Η εμμονή στη συσσώρευση υλικών αγαθών και στη δημιουργία του επίγειου παράδεισου, είναι ο λωτός που κάνει τον άνθρωπο να αποστρέφει το πρόσωπό του από τους ουσιαστικούς στόχους της ύπαρξής του. 
 
Συνεχίζοντας το δρόμο προς τα πίσω ο Οδυσσέας πέφτει πάνω στους Κύκλωπες. Ο Πολύφημος εγκλωβίζει τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του στη σπηλιά του ασυνείδητου. Ο τρομερός κύκλωπας τρέφεται από τα στοιχεία της ψυχής του Οδυσσέα -τους συντρόφους του. Είναι γιος του Ποσειδώνα, προέρχεται δηλαδή από τον αχανή Ωκεανό των συναισθημάτων μας. Ο Οδυσσέας χρησιμοποιεί το νου για να μπορέσει να σωθεί. Μόνο ένας ισχυρός νους μπορεί να εξισορροπήσει αυτές τις αρχέγονες τάσεις που περικλείουμε μέσα μας. Δεν έχει τη δύναμη να τον σκοτώσει, αλλά τον κάνει ανίκανο να εμποδίσει τη φυγή του, γιατί ουσιαστικά ο Κύκλωπας είναι ένα μέρος του εαυτού του. Στο επίπεδο του ασυνείδητου, μέσα στη σπηλιά, ο ήρωας εκμηδενίζεται, χάνει την ταυτότητά του, κάτι που συμβολίζεται από το όνομα που έδωσε ο Οδυσσέας στον Πολύφημο. 
 
Είναι ο Κανένας. Η τύφλωση του Πολύφημου προκαλεί την οργή του πατέρα του Ποσειδώνα, ο οποίος εδώ ταυτίζεται με την ανεξέλεγκτη και ταραγμένη συναισθηματική μας φύση. Αυτή η συναισθηματική διαταραχή θα είναι το μόνιμο εμπόδιο στην προσπάθεια του Οδυσσέα, όπως και κάθε ψυχής. 

Ο Οδυσσέας φτάνει στο νησί του Αιόλου, του Θεού των Ανέμων. Ο Θεός συμβολίζει το νοητικό στοιχείο και την ορθά κατευθυνόμενη δύναμη, που μπορεί να οδηγήσει στον τελικό σκοπό. Δίνει στον Οδυσσέα ένα ασκί, μέσα στο οποίο βρίσκονται δεμένοι όλοι οι αέρηδες και τον συμβουλεύει να μην το ανοίξει πριν φτάσει στην Ιθάκη. Ο ήρωας πέφτει σε βαθύ ύπνο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Η ψυχή χάνει την επαγρύπνησή της και οι άπληστοι σύντροφοί του ανοίγουν το ασκί, νομίζοντας πως περιέχει δώρα του Αιόλου. Η νοητική σύγχυση που προκαλείται με την απελευθέρωση των ανέμων πισωγυρίζει τη συνείδηση από τον προορισμό της. 
 

Όπως η Περσεφόνη με τον Ορφέα, έτσι και ο Αίολος δε δίνει άλλη ευκαιρία. Ο ήρωας συνεχίζει με τις δικές του δυνάμεις την περιπλάνηση, έως ότου φτάνει στο νησί των Λαιστρυγόνων. Εκεί έρχεται σε σύγκρουση με τους Γίγαντες, τις τιτανικές όψεις της φύσης του. Από τα 12 καράβια μόνο το δικό του κατάφερε να ξεφύγει. Δώδεκα ήταν τα καράβια του Οδυσσέα, δώδεκα και οι σύντροφοι της Στρογγυλής τράπεζας. Ο ήρωας απογυμνώνεται από τις όψεις που τον συνδέουν με το παρελθόν. 
 
Έτσι, φτάνει στο νησί της μάγισσας Κίρκης. Η Κίρκη γοητεύει τους συντρόφους του ήρωα και τους μεταμορφώνει σε χοίρους. Εδώ απεικονίζεται η δύναμη του σεξουαλικού ενστίκτου, που μπορεί να μεταβάλλει έναν άνθρωπο σε ζώο, εκδηλώνοντας τα πιο κτηνώδη του ένστικτα. Ο Οδυσσέας βοηθιέται από τον Ερμή -τη δύναμη του νου- και μένει ανεπηρέαστος από την Κίρκη, η οποία αντιπροσωπεύει μια όψη της ψυχής του, έως ότου καταφέρνει να την κάνει βοηθό στο έργο του. Η μεταστοιχείωση των αρνητικών όψεων της ψυχής είναι ένα από τα βασικότερα καθήκοντα του αναζητητή. 
 
 Πρόκειται για μια αλχημική διαδικασία, όπου χρησιμοποιεί κάθε απόθεμα της εκδηλωμένης ύπαρξης για να αγγίξει το στόχο. Με βοηθό του την Κίρκη, ο Οδυσσέας μαθαίνει την τέχνη της μαγείας και ετοιμάζεται για το ταξίδι του στον Κάτω Κόσμο. Στον Άδη ο ήρωας μαθαίνει την αιτία της αποτυχίας του. Έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τις αρνητικές όψεις του εαυτού του, που τον εμποδίζουν στο ταξίδι της επιστροφής. Ο μάντης Τειρεσίας, που συμβολίζει την ενορατική ικανότητα της ψυχής του, τον συμβουλεύει, αν θέλει να επιστρέψει στην Ιθάκη, να μην πειράξει τα Βόδια στο νησί του Ήλιου. 

 

 
 
 
Ο Οδυσσέας επιστρέφει στον επάνω κόσμο και συνεχίζει το ταξίδι της επιστροφής. Χάρη στη βοήθεια της Κίρκης καταφέρνει να αποφύγει την πλανερή γοητεία των Σειρήνων. Προειδοποιημένος δένεται στο κατάρτι του πλοίου του για να μην ενδώσει. Το πλοίο είναι ένα ακόμη σύμβολο του νου που πλέει στη θάλασσα των επιθυμιών για να φτάσει στη μυητική ύπαρξη. Δένεται στο κατάρτι, δηλαδή αγκιστρώνεται νοητικά στο όραμα της ψυχής του, για να αποφύγει την πρόκληση. Η ψυχή επαγρυπνά και το πλοίο περνά μακριά από το νησί για να φτάσει στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. 

 
Η Χάρυβδη είναι η εσωτερική άβυσσος, έτοιμη να κατασπαράξει όποιον δεν μπορεί να βαδίζει ισορροπημένα πάνω στη λεπτή γέφυρα της ψυχής. Η Σκύλλα αντιπροσωπεύει εκείνη τη στιγμή της εσωτερικής πορείας που ο αναζητητής αναγκάζεται να θυσιάσει κάποια όψη της προσωπικότητάς του, προκειμένου να περάσει σε ανώτερα επίπεδα ύπαρξης. Ο Οδυσσέας αποφασίζει να περάσει από τη Σκύλλα, όπου χάνει μερικούς συντρόφους -όψεις της ύπαρξής του, αλλά καταφέρνει να πλεύσει στο νησί του ήλιου. Εκεί η ψυχή χάνει για άλλη μια φορά την επαγρύπνησή της. Τα βόδια του Ήλιου σκοτώνονται. Μοναδική εξιλέωση η ολοκληρωτική απογύμνωση του ήρωα από κάθε στοιχείο που τον συνδέει με το παρελθόν. 
 
Έτσι, φτάνει στο νησί της Καλυψούς. Εκεί ο Οδυσσέας περνάει έναν επτάχρονο κύκλο μαζί με τη νύμφη, προσκολλημένος στην υπόσχεση της αιώνιας νεότητας. Σε ένα επίπεδο του σπειροειδούς της εξέλιξης παρουσιάζεται το πρόβλημα της επιθυμίας για αθανασία, που ξεστρατίζει τη συνείδηση από το εσωτερικό όραμα. Τελικά επικρατεί η πνευματική του θέληση και με τη βοήθεια των θεών ελέγχεται η κατώτερη φύση του. Ξαναπαίρνει το δρόμο της επιστροφής, αλλά μέχρι την τελευταία στιγμή ο Ποσειδώνας εναντιώνεται για άλλη μια φορά και έτσι τα κύματα ξεβράζουν το ναυαγό στο νησί των Φαιάκων. Είναι ένας σταθμός εξάγνισης και αναδρομής του ήρωα σε όλο το ιστορικό της περιπλάνησής του. Εδώ λαμβάνει τέλος η μαθητεία του και ετοιμάζεται για την τελική επιστροφή. 
 

Στην Ιθάκη ξεκαθαρίζει την ύπαρξή του από τους μνηστήρες, δηλαδή όλα εκείνα τα ψεύτικα εγώ που διεκδικούσαν την εξουσία της ψυχής. Τα προσωπεία πέφτουν και ο Οδυσσέας, μετά τα 10 χρόνια περιπλάνησης, αγγίζει την τελειότητα. Ξανατεντώνει το τόξο του απόλυτα κυρίαρχος στην ηλιακή του φύση. Εκείνο που μένει είναι η υπέρτατη θυσία, η οποία έρχεται με τη μορφή του γιου του Τηλέγονου, «εκείνου που γεννήθηκε μακριά», και είναι καρπός της ένωσης του Οδυσσέα με την Κίρκη. Όπως ο Θησέας αμελεί την αλλαγή των πανιών, έτσι και ο Τηλέγονος δεν αναγνωρίζει τον πατέρα του και τον σκοτώνει στις ακτές της Ιθάκης. Τελικά, ως βασιλιάς, παίρνει τη θέση του πατέρα του στο πλευρό της Πηνελόπης. Μαζί με τον αδελφό του Τηλέμαχο και την Πηνελόπη «ταξιδεύουν» τον Οδυσσέα πίσω στο νησί των θαυμάτων. 
 

Ο πνευματικός σπινθήρας επέστρεψε στην Πρωταρχική Ηρεμία...

Η εκρηκτικά ελεύθερη ενέργεια του Ελληνισμού.

Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη)

Λίγο ψηλότερα, μας προτρέπει να σηκωθούμε ο ξενιτεμένος, επί πολλά χρόνια λογοτέχνης, Γιώργος Σεφέρης. Γιατί η απόσταση που δημιουργείται με την απόσχιση από τα πάτρια εδάφη έχει και τα καλά της
Το οπτικό πεδίο γίνεται πιο ευδιάκριτο, όταν βρίσκεσαι στο απυρόβλητο της βασανιστικής και μονότονης καθημερινότητας. Τότε που τα ψιμύθια του μικρόκοσμού της εξαχνώνονται και μένει γυμνό, αδρό, αυθεντικό.
Οι αμυγδαλιές, τα μάρμαρα, ο ήλιος και η θάλασσα ευωδιάζουν Ελλάδα, που πονά και σφάζει η έλλειψή της. Η λόγχη της στέρησης κατάφερε με τέσσερις λέξεις - κλειδιά να συμπτύξει όλα τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά του τόπου μας, της Ελλάδας...
Κι εδώ ο λυγμός, που αναβλύζει από τα λαβωμένα κύτταρά του, μετουσιώνεται πάλι σε λόγο ελληνικό, τον ίδιο λόγο, που χιλιετίες πριν, άρθρωναν οι έλληνες στοχαστές της κλασικής περιόδου:
[...] Σε λίγο θα νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζει ακόμη ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα.
Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;
Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι («Ποιήματα»,εκδόσεις Ίκαρος,1992).

Ποια όμως μορφή ιδιαιτερότητας έχει αυτός ο τόπος, για τον οποίο χείμαρροι αίματος και μελανιού έχουν χυθεί;
Είναι στατικός και μονοδιάστατος τόπος η Ελλάς ή είναι ρέων και πολυδιάστατος;

Αν ανατρέξουμε στον ορισμό του λήμματος ‘διάσταση’, πληροφορούμαστε ότι είναι η απόσταση μεταξύ δύο οριακών σημείων και συνεκδοχικά, η οποιαδήποτε ενάντια θέση. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα διίστημι (=τοποθετούμαι χωριστά, στέκομαι ενάντια, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι).

Ολόκληρος ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός γιγαντώθηκε πάνω στα θεμέλια της ελληνικής διανόησης. Κανένα φιλοσοφικό πόνημα δεν κατόρθωσε, έως τις μέρες μας, να αναδειχθεί ως ανώτερης αξίας νοητικό προϊόν από αυτά των στοχαστών της κλασικής Ελλάδος.
Αυτός ο τόπος, η Ελλάς, ταξίδεψε και ταξιδεύει στα πέρατα του πλανήτη εμφυτεύοντας, πότε ηθελημένα και πότε άθελά του, τις αξίες του πολιτισμού του.
Ο Ελληνισμός είναι μια αεικίνητη γεννήτρια ιδεών, που την έθεσαν σε κίνηση οι πρόγονοί μας και λειτουργεί αυτόνομα και διαχρονικά αενάως.
Είναι οντότης ανθρωποκεντρική λειτουργούσα με γνώμονα την περιβόητη ρήση του Πρωταγόρα του Αβδηρίτη:
«πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ εστίν.»
Μτφρ : «Ο άνθρωπος καθορίζει όλες τις αξίες (ποιότητες) των πραγμάτων, εκείνων, που έχουν υπόσταση και εκείνων, που δεν έχουν».

Ο άνθρωπος λοιπόν, και μόνον αυτός, δίνει υπόσταση στις αξίες, στο βαθμό που αυτές εναρμονίζονται με την καλή λειτουργία της φύσης και της κοινωνίας των ανθρώπων. Κριτήριο και μέτρο για όλα είναι ο άνθρωπος. Υπαρκτό θεωρείται αυτό, που μπορεί να πιστοποιηθεί από τις αισθήσεις και την ανθρώπινη διανόηση.

Με βάση τα παραπάνω οδηγούμαστε στον συλλογισμό ότι και σε ατομικό επίπεδο, η αξία ή η απαξία ενός ανθρώπου μπορεί να προσδιορισθεί από τις πράξεις του, που έχουν αναντίρρητα αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο και τίθενται υπό την συλλογική κρίση σε σχέση με ό,τι θεωρείται κοινά αποδεκτό και μη δυνάμενο να προκαλέσει διαταραχή του κοινωνικού συνόλου.

Προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε θετικές αλλά και σε αρνητικές ποιότητες, προσδιορίζοντας μεν την αξία ως θετική ποιότητα, επισημαίνοντας δε και την μη ύπαρξη αξίας ως αρνητική ποιότητα (απαξία). Και εδώ έρχεται ο Δημόκριτος, ο έτερος, σύγχρονός του Αβδηρίτης, να προσθέσει, λέγοντας ρητά και κατηγορηματικά (62):
«Αγαθόν ου το μη αδικείν, αλλά το μηδέν θέλειν»
Μτφρ: Αγαθό είναι όχι να μην αδικείς, αλλά κι ούτε να το θέλεις.

Οι Έλληνες γαλουχήθηκαν από τα έπη του Ομήρου, που τους μετέδωσαν υψηλές έννοιες, ιδανικά και πνεύμα δικαίου. Διέπλασαν χαρακτήρα αγωνιστικό αλλά όχι στυγνά ανταγωνιστικό, πάντα σύμφωνα με τις αρχές της ευγενούς άμιλλας.
«Αιέν αριστεύειν έμμεναι άλλων, μηδέ γένων πατέρων αισχυνέμεν» (Ιλιάς, Ζ 208).
Μτφρ: Να επιδιώκεις μονίμως να είσαι ο άριστος έναντι των άλλων και να μην ντροπιάσεις ποτέ τη γενιά των προγόνων σου.
Συγκλονιστικές επίσης οι τελευταίες συμβουλές του Έκτορος στο γυιό του Αστυάνακτα:
«Εις οιωνός άριστος: Αμύνεσθαι περί πάτρης» (Ιλιάς,Μ,243).
Μτφρ: Ένας είναι ο καλύτερος οιωνός, ν’ αγωνιζόμαστε για την πατρίδα.

Μοναδική παραμένει για την βραχύτητά της, η περισσότερο ‘λακωνική’ απάντηση στην ιστορία. Όταν εχθρός απείλησε τους Σπαρτιάτες, λέγοντάς τους ότι αν κυρίευε την πόλη τους θα την ισοπέδωνε, εκείνοι, με το παροιμιώδες ‘λακωνίζειν’, απάντησαν: «Αν»!

Ο βρετανός αρχαιολόγος Stanley Casson, στο έργο του «Αncient Greece» περιγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο τον ιδιότυπο χαρακτήρα του ΄Ελληνα και του πολιτισμού που ανέπτυξε:
«Οι άνθρωποι πρέπει να μεριμνήσουν ώστε οι μικρότεροι τροχοί των δικών τους δράσεων να περιστρέφονται σε αρμονία με το μεγαλύτερο μηχανισμό. (φύση). Διαφορετικά οι μικρότεροι θα καταρρεύσουν. Ο άνθρωπος, είναι μια απειροελάχιστη μονάδα. Οι ενέργειές του και οι επιθυμίες του, πρέπει να διέπονται και να ελέγχονται με υποταγή στο (φυσικό) σύστημα.
Αν το κάνει αυτό όλα θα είναι καλά και αρμονικά. Αν κάνει το αντίθετο, κάτι θα πάει στραβά και ο ίδιος, όχι ο μηχανισμός, θα καταστραφεί.
Η αλαζονεία ήταν αυτό το μικρό απειροελάχιστο που το ανθρώπινο πλάσμα πρόβαλε κατά του μηχανισμού που τον καταπλάκωσε. Η ασέβεια ήταν αυτό του προκάλεσε την συντριβή.
Και πάλι συναντάμε τη διάκριση μεταξύ στατικού και ζωντανού.  
Το πεπρωμένο των Ελλήνων ήταν ένα πράγμα που εργαζόταν ακατάπαυστα, χωρίς να πηγαίνει προς τα πίσω.
Ήταν σαν ένα ποτάμι που ρέει και ρέει και δεν είναι ποτέ το ίδιο δύο φορές.
Είναι σαφές, ότι η κλασική Ελλάδα δεν μπορεί να ταξινομηθεί με τα νεκρά πράγματα και τα περασμένα, και να ξεχαστεί, για δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον, επειδή σε όλα τα παράγωγα της ελληνικής δραστηριότητας υπάρχει η γραμματική έμπνευση ―μια εισπνοή στο χρονικό και το φυσικό περιβάλλον, το οποίο είναι τόσο εκλεπτυσμένο και σαν μια σπάνια ποιότητα έχει την άμεση προσοχή μας.
Το δεύτερο είναι επειδή ένα μεγάλο μέρος, αν όχι τα περισσότερα, από αυτά που οι Έλληνες παρήγαγαν, προορίζονταν για τις επόμενες γενιές και έτσι η εξέτασή τους απαιτείται».

Ο Ελληνισμός είναι αξία αναλλοίωτη στο χρόνο.
Επικεντρώνεται στην ανέλιξη της συνειδητότητας του ανθρώπου, δεν επηρεάζεται και δεν υποτάσσεται σε εξωγενείς παράγοντες, μένει αδιάφορος και αγέρωχος σε τυχόν επιθέσεις αντιπάλων ιδεών, δεν είναι εκδικητικός, δεν προσηλυτίζει και δεν επιλέγει οπαδούς και ακολούθους.

Ο Ελληνισμός κινείται με άνεση μέσα στο χώρο και τον χρόνο.
Η δυναμική του εξελίσσεται προς κάθε κατεύθυνση, είναι εύκαμπτη, ευέλικτη και δρα σε πλήθος επιπέδων.
Μέσα από τον Ελληνισμό αναδείχθηκε και η έννοια της πατρίδας.
Η φιλοπατρία αναγνωρίσθηκε από τους Έλληνες ως η ανώτατη αρετή.

Ο Έλληνας αγαπά την πατρίδα του, γιατί είναι ο ζωτικός χώρος όπου κατοικούν συμπολίτες του ομόαιμοι και ομόδοξοι, δηλαδή με κοινή καταγωγή, που μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν την ίδια θρησκεία, τα ίδια ήθη κι έθιμα και κοινή διαδρομή μέσα στο χρόνο. Αναπτύσσονται έτσι αισθήματα ενότητας και αλληλεγγύης με αποτέλεσμα την δημιουργία μιας αδιάσειστης αλυσίδας συγγενών μορίων-πολιτών.

Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην απάντηση των Aθηναίων προς τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι οι Αθηναίοι θα «μήδιζαν» (θα υποτάσσονταν στους Πέρσες εισβολείς), ο Hρόδοτος καταγράφει ότι εμποδίζονται από μια τέτοια ατιμία από το «ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματά τε κοινά και θυσίαι, ήθεά τε ομότροπα…» (Θ 144).

Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για να υπάρξει η πατρίδα ως περίοπτη οντότης είναι η ελευθερία, η οποία βιώνεται μόνον μέσα σε ένα πολίτευμα που ενεργοποιεί τις συλλογικές αποφάσεις όλων των μορίων της κοινωνίας, με ισηγορία, ισοκρατία και ισονομία, βασισμένη στους 4 (τέσσερις) πυλώνες του αξιακού συστήματος του ελληνικού πολιτισμού: Αισθητική, Aλήθεια, Αρετή, Αφθονία.

Το «Αιέν αριστεύειν» εν ελευθερία συνδέεται άμεσα με το του Σόλωνος «ευθύνειν και ελέγχειν» των πολιτών της ελληνικής πολιτείας, σε προσωπικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Συμπερασματικά, η έννοια της καθολικής ελευθερίας είναι το άθροισμα: {προσωπική ελευθερία + κοινωνική ελεύθερία + πολιτική ελευθερία}.

Στον Ηρόδοτο διαβάζουμε: 
«Φαίνεται δε όχι μόνο από ένα παράδειγμα αλλά γενικώς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισηγορία. Διότι όταν οι Αθηναίοι διοικούντο τυραννικά δεν ήσαν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανέναν από τους γείτονές τους, απαλλαγέντες όμως από τους τυράννους έγιναν οι καλύτεροι όλων. Τούτο φανερώνει, ότι όταν ήσαν υποταγμένοι συμπεριφέρονταν εκουσίως ως δειλοί, σκεπτόμενοι, ότι εργάζονται για τον δεσπότη τους, όταν όμως ελευθερώθηκαν, ο καθένας έδειχνε προθυμία να εργαστεί σκεπτόμενος, ότι εργάζεται για τον εαυτό του» (Ε΄ 78).
Με άλλα λόγια ο άνθρωπος αποκτά πατρίδα μόνο όταν πραγματικά γίνεται πολίτης. Και τότε, αν χρειαστεί, πολεμάει για τον εαυτό του και άρα για την πατρίδα του (και όχι το αντίστροφο).

Ο Θουκυδίδης επίσης αναφωνεί: «άνδρες γαρ πόλις» (Ζ΄ 77), που σημαίνει: η πόλη είναι οι άνδρες της, δηλαδή οι πολίτες της, που φέρουν παντού και πάντα την πολιτική τους διαπαιδαγώγηση και με αυτόν τον τρόπο δίνουν ύπαρξη στη πολιτεία τους.

Σήμερα η πατρίδα μας, η Ελλάδα, βρίσκεται υπό την κατοχή ενός έξωθεν επιβεβλημένου, απολυταρχικού καθεστώτος τυραννικής κομματοκρατίας, που σφίγγει ανελέητα και σταθερά, στυγνά και μεθοδικά το σκοινί στον λαιμό της ελληνικής μας οντότητας.
Επίκαιρος πάλι ο Σεφέρης και άκρως διορατικός και καυστικός για το τι έμελλε γενέσθαι στις μέρες μας, αν και το απόσπασμα, που παραθέτω, χρονολογείται το 1953 και σχετίζεται με την άλωση της πολύπαθης Κύπρου μας:
«[...] Αφού θέλουν να μας κρατήσουν –δεν έχουν τίποτε άλλο στη διάθεσή τους παρά να μας αποστειρώσουν
–αν ήταν ναζίδες, θα είχαν εγκαταστήσει αποστειρωτικά πρατήρια σ’ όλα τα χωριά του νησιού και δος του μεροκάματο το νυστέρι. Αλλά τούτοι έχουν το habeas corpus–μένουμε σωματικά ακέραιοι και «ελεύθεροι
–βγάλαν λοιπόν άλλη μηχανή, το πνευματικό νυστέρι –να μας κάνουν μπάσταρδους»
(Γιώργος Σεφέρης, «Βαρνάβας Καλοστέφανος»).

Καλύπτει απόλυτα τον ορισμό της Ελληνικής ταυτότητας ο εκπεφρασμένος με ενάργεια λόγος:
«(…) Ο ελληνικός τρόπος περικλείει την ποιητική ικανότητα ανα-σύνθεσης νοημάτων (ρεόυσα νοημοσύνη, αμφισβήτηση κοινωνικής νοηματοδότησης, αναλογικοί συσχετισμοί). Η πραγματικότητα για τους Έλληνες είναι αυτή που επιβεβαιώνεται με το κοινωνείν.
Η πόλη δεν είναι ο φυσικός χώρος, είναι η οργάνωση των ανθρώπων όπως προκύπτει από τη σύμπραξη και τη συνομιλία και ο πραγματικός χώρος βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Η Ελληνική ταυτότητα αποτελεί κατ ‘ αντίθεση προσδιορισμό, ώστε να είναι αυτό που δεν είναι (…)
(…) Η Κοινωνία νοηματοδοτείται όχι από την ατομική (κλειστή αυτοαναφορική) απόφαση, αλλά από αναφορά/σχέση του ανθρώπου προς την εξωτερικότητα, πέρα από το μηδενικό Εγώ. Σχέση με την όντως παρουσία του Άλλου. Η σχέση ιδρύει το νόημα».

Επιχειρήματα ικανά να μας δημιουργούν αισθήματα αισιοδοξίας για την ανασύσταση της Ελληνικής μας πολιτείας, μέσα από την ανέλιξη της ατομικής και συλλογικής μας συνειδητότητας. Η αφύπνιση των Ελληνίδων και Ελλήνων καλπάζει ήδη προς την κορύφωσή της. Η φύση αποκαθιστά πάντοτε τις «ακαταστασίες» επειδή λειτουργεί με τους κανόνες ενός σύστηματος.
«Σύστημα: μία οντότης μερών, που μέσω των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεών τους, λειτουργούν συλλογικά προς το κοινόν τους συμφέρον.

Άρα, και ένα πολιτικό σύστημα ή πολίτευμα, επίσης είναι μία οντότης μερών, π.χ. θεσμών, που μέσω των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεών τους λειτουργούν συλλογικά προς το κοινόν τους συμφέρον. Π.χ. ένα πολίτευμα μερικής αντιπροσωπεύσεως ή ένα πολιτικό σύστημα καθολικής αντιπροσωπεύσεως.
Καθεστώς: αποβλέπει όχι σε ένα κοινό ή συλλογικό συμφέρον, αλλά στο προσωπικό συμφέρον του μονάρχη ή των τυράννων. Π.χ., εκείνο της τυραννικής κομματοκρατίας που βιώνουμε τώρα.

2) Σε τι άλλο διαφέρουν ένα πολιτικό σύστημα ή πολίτευμα και ένα καθεστώς;
α) Εκτός από την επιδίωξι του κοινού τους συμφέροντος, τα μέρη ενός πολιτικού συστήματος ή πολιτεύματος, αλληλεπιδρούν αμοιβαία μεταξύ τους ενδογενώς, ενώ συνάμα αυτο-καθορίζονται και αυτο-θεσμίζονται.
β) Εκτός από την επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος του μονάρχη ή των τυράννων αυτού, ένα καθεστώς επιβάλλεται σε μία κοινωνία ανθρώπων εξωγενώς. ΄Ετσι η κοινωνία καθίσταται υποτελής στο καθεστώς και περιέρχεται σε απόλυτη ιδιωτεία»

Ένα πολιτικό σύστημα όντως είναι μία ολότης μερών, που μέσω των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεών τους λειτουργούν συλλογικά προς το κοινόν τους συμφέρον. Γίνεται έτσι ένα αληθινό πολιτικό σύστημα, η μόνη μήτρα, που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τη συλλογική μας ευδαιμονία και ανέλιξη.
Γυρίζουμε λοπόν πρώτα την πλάτη μας στο επιβεβλημένο δολίως matrix του καθεστώτος. Και μετά γινόμαστε συναγωνιστές, προσδοκώντας, με την εκρηκτικά ελεύθερη ενέργεια του ελληνικού μας πνεύματος να πάμε, όχι λίγο αλλά πολύ ψηλότερα!
“Ίτε παίδες Ελλήνων” και “μολών λαβέ”!
 

Ο Αριστοτέλης για το φόβο και το θάρρος

Ο φόβος λοιπόν είναι κάποια λύπη ή ταραχή πού προκαλείται από την αίσθηση κάποιου κακού πού επαπειλείται, ενός κακού πού μπορεί να μάς καταστρέψει ή να μάς λύπηση.

Γιατί οι άνθρωποι δεν φοβούνται όλα τα κακά, όπως π.χ. αν θα γίνουμε άδικοι ή βραδείς στη σκέψη, αλλά όσα μπορούν να μάς φέρουν μεγάλη λύπη ή καταστροφή, και μάλιστα όταν αυτά δεν βρίσκονται μακριά, αλλά φαίνονται πολύ κοντά, ότι επίκεινται. Γιατί τα πολύ μακρινά δεν τα φοβούνται.
Γιατί όλοι γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν, αλλά πιστεύουν ότι ο θάνατος δεν είναι κοντά, γι’ αυτό δεν τους νοιάζει.
Αν λοιπόν αυτός είναι ο φόβος, κατ’ ανάγκη φοβερά είναι όλα αυτά πού φαίνονται πώς έχουν μεγάλη δύναμη να μάς καταστρέψουν ή να μάς προξενήσουν βλάβες πού θα έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλη λύπη.
Γι’ αυτό και οι ενδείξεις αυτών των δυστυχημάτων προξενούν φόβο. Γιατί φαίνεται κοντά αυτό πού φοβούμαστε. Γιατί αυτό ακριβώς είναι ο κίνδυνος, ο ερχομός του φοβερού. Και τέτοιες ενδείξεις είναι ή έχθρα και ή οργή ανθρώπων πού έχουν τη δύναμη να κάνουν κάποιο κακό.
Γιατί είναι φανερό ότι θέλουν να το κάνουν, ώστε βρίσκονται κοντά στο να το κάνουν. Τέτοια ένδειξης είναι και η αδικία πού έχει δύναμη, γιατί ο άδικος είναι άδικος γιατί προκρίνει την αδικία. Ένδειξης είναι και ή αρετή πού την έχουν προσβάλει, όταν αποκτά δύναμη.
Γιατί είναι φανερό ότι έχει την προαίρεση πάντοτε να κάνει κακό, όταν προσβάλλεται, αλλά μόνο τώρα έχει τη δύναμη να το πράξει. ’Ένδειξης είναι και ο φόβος αυτών πού μπορούν να κάνουν κάτι. Γιατί κι αυτός κατ’ ανάγκη είναι έτοιμος να μάς βλάψει.
Επειδή οι πολλοί είναι κακοί και επιδιώκουν το κέρδος και είναι δειλοί στους κινδύνους, είναι φοβερό να κρέμεσαι από την εξουσία τού άλλου, ώστε ένας πού έχει διαπράξει έγκλημα, έχει λόγους να φοβάται τούς συνενόχους του μήπως τον καταγγείλουν ή τον εγκαταλείπουν.
Και όσοι έχουν τη δύναμη να αδικούν εμπνέουν το φόβο σε αυτούς πού μπορούν να αδικούνται χωρίς εκδίκηση. Γιατί οι άνθρωποι ως επί το πλείστον αδικούν, όταν μπορούν. ’Επίφοβοι είναι και όσοι έχουν αδικηθεί ή νομίζουν ότι αδικούνται. Γιατί πάντα παραφυλάνε την ευκαιρία.
Φοβεροί είναι κι αυτοί πού έχουν αδικήσει, αν έχουν δύναμη, γιατί φοβούνται μήπως πάθουν τα ίδια, δεδομένου ότι αυτό, όπως είπαμε, προκαλεί φόβο. Κι όσοι διεκδικούν το ίδιο πράγμα και δεν είναι δυνατό ταυτόχρονα να το έχουν και οι δυο.
Γιατί αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο μεταξύ τους. Και όσοι είναι επίφοβοι στους ισχυρότερους από μάς, είναι και σε μάς επίφοβοι. Γιατί μπορούν περισσότερο να βλάψουν εμάς, αφού μπορούν να βλάψουν τούς ισχυρότερους.
Φοβεροί είναι κι αυτοί τούς οποίους φοβούνται οι ισχυρότεροι μας, κι αυτό για τον ίδιο λόγο. Κι όσοι έχουν σκοτώσει τούς ισχυρότερους μας. Κι όσοι επιτίθενται εναντίον των ασθενέστερων τους. Γιατί αυτοί ή είναι ήδη επίφοβοι ή θα γίνουν όταν αυξηθεί ή δύναμη τους.
Και από εκείνους πού έχουν αδικηθεί, είτε εχθροί είναι είτε αντίπαλοι, επίφοβοι δεν είναι οι οξύθυμοι και οι ελευθερόστομοι, αλλά οι πράοι και οι είρωνες και οι πανούργοι. Γιατί είναι αβέβαιο αν θα εκδηλωθεί σύντομα ή εκδίκησης τους, ώστε ποτέ δεν γνωρίζει κανείς αν βρίσκεται μακριά από αυτήν.
Kι όλα τα φοβερά είναι φοβερότερα, αν τα σφάλματά μας δεν είναι δυνατό να τα επανορθώσουμε,αλλά ή είναι εντελώς αδύνατο αυτό το πράγμα ή δεν είναι στο χέρι μας, αλλά στο χέρι των αντιπάλων μας.
Επίσης και εκείνα πού δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει ή δεν είναι εύκολο να τα βοηθήσει. Και γενικά, φοβερά είναι όσα γίνονται εις βάρος των άλλων ή μέλλουν να συμβούν και προκαλούν τον οίκτο. Τα φοβερά λοιπόν πράγματα και όσα γενικά φοβούνται οι άνθρωποι, σχεδόν αυτά είναι τα πιο σπουδαία.
Τώρα θα αναπτύξουμε σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι και φοβούνται.
Αν λοιπόν o φόβος προκύπτει από την προσδοκία ότι θα πάθουμε κάποια συμφορά, είναι φανερό ότι κανείς από εκείνους πού νομίζουν ότι δεν πρόκειται να πάθουν κανένα κακό, δεν φοβάται. Και δεν φοβούνται ούτε αυτά πού δεν νομίζουν ότι δεν πρόκειται να πάθουν, ούτε εκείνους από τούς οποίους δεν νομίζουν ότι θα τα πάθουν, ούτε τότε φοβούνται, όταν δεν νομίζουν ότι πρόκειται να πάθουν τίποτε.
Συνάγεται λοιπόν ότι κατ’ ανάγκη φοβούνται εκείνοι πού νομίζουν ότι κάτι θα πάθουν, και τα πρόσωπα από τα όποια φοβούνται ότι θα το πάθουν, και αυτά πού θα πάθουν, και το χρόνο πού θα το πάθουν.
Και δεν πιστεύουν ότι θα πάθουν τίποτε εκείνοι πού βρίσκονται σε μεγάλη ευτυχία η νομίζουν ότι βρίσκονται σε μεγάλη ευτυχία, για αυτό είναι και αυθάδεις και αλαζονικοί και θρασείς (και τέτοιους κάνει τούς ανθρώπους ο πλούτος, ή σωματική δύναμις, οι πολλοί φίλοι, ή κοινωνική επιρροή).
Επίσης δεν φοβούνται αυτοί πού νομίζουν ότι έχουν πάθει ήδη τα πάνδεινα και βλέπουν με ψυχρή αδιαφορία το μέλλον, σαν αυτούς πού είναι καταδικασμένοι στο θάνατο με από τυμπανισμό. ’Αλλά πρέπει να υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας από την αγωνία τού φόβου. Απόδειξης είναι το γεγονός ότι ο φόβος κάνει τούς ανθρώπους να σκέπτονται, γιατί βέβαια κανείς δεν σκέπτεται τα ανέλπιστα.
Ώστε πρέπει ο ρήτωρ να εμβάλλει στους ακροατές του τον φόβο ότι θα πάθουν κάτι, όταν νομίζει ότι είναι καλύτερο να φοβούνται, γιατί σαν άνθρωποι μπορούν να το πάθουν, όταν μάλιστα άλλοι ισχυρότεροι έπαθαν κακό. Και να τούς δείχνει ότι και οι όμοιοί τους υποφέρουν ή έχουν πάθει κακό και από ανθρώπους πού δεν τον περίμεναν και μάλιστα τότε πού δεν το πίστευαν.
Αφού λοιπόν αποσαφηνίσαμε τι είναι φόβος και ποια πράγματα είναι φοβερά και σε ποία "ψυχική κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι πού φοβούνται, από όλα αυτά γίνεται φανερό και τι είναι το θάρρος και σε ποια πράγματα οι άνθρωποι είναι θαρραλέοι και σε ποια κατάσταση βρίσκονται και είναι θαρραλέοι.
Γιατί το θάρρος είναι αντίθετο στο φόβο και το θαρραλέο είναι αντίθετο στο φοβερό, έτσι πού ή ελπίδα για κάτι το σωτήριο συνοδεύεται από μια εντύπωση ότι βρίσκεται πολύ κοντά, κι ότι τα φοβερά ή δεν υπάρχουν ή βρίσκονται μακριά.
Θάρρος εμπνέουν και τα φοβερά όταν βρίσκονται μακριά, και τα θαρραλέα όταν βρίσκονται κοντά. Κι αν ή θεραπεία (ενός κάπου) είναι δυνατή, κι όταν προσφέρονται μεγάλες και πολλές βοήθειες ή όταν συντρέχουν και τα δυο μαζί.  
Και όταν δεν έχουμε αδικηθεί ή δεν έχουμε αδικήσει, κι όταν δεν υπάρχουν καθόλου αντίπαλοι μας ή δεν έχουν δύναμη ή έχουν δύναμη κι είναι φίλοι μας ή μάς έχουν ευεργετήσει ή έχουν ευεργετηθεί από μάς. Ή αν είναι πολλοί αυτοί πού έχουν τα ίδια με μάς συμφέροντα ή αν είναι ισχυροί ή και τα δυο μαζί.
Οι άνθρωποι είναι θαρραλέοι όταν βρίσκονται στην ακόλουθη κατάσταση. ’Αν πιστεύουμε ότι έχουμε κατορθώσει πολλά και δεν έχουμε πάθει τίποτε ή αν πολλές φορές έχουμε περιέλθει σε πολύ δύσκολη κατάσταση και διαφύγαμε τον κίνδυνο. Γιατί οι άνθρωποι με δυο τρόπους δεν προσβάλλονται από το φόβο ή γιατί δεν τον δοκίμασαν ή γιατί έχουν πάντα κάποια βοήθεια.
Το πράγμα μοιάζει με τούς κινδύνους της θάλασσας. Εκεί, όσοι δεν δοκίμασαν φουρτούνα, έχουν εμπιστοσύνη στο μέλλον, το i6lo κι όσοι έχουν βοήθεια, την αποτελεσματικότητα της οποίας έχουν δοκιμάσει ήδη.
Και όταν κάτι δεν προξενεί φόβο στους όμοιους μας ούτε στους κατωτέρους μας ούτε σε κείνους πού νομίζουμε πώς είμαστε καλύτεροί τους. Και νομίζουμε ότι είμαστε ανώτεροι από εκείνους τούς οποίους έχουμε νικήσει ή από τούς ίδιους ή από τούς ανωτέρους τους ή από τούς όμοιους με αυτούς.
Και αν νομίζουν ότι έχουν περισσότερα και σπουδαιότερα πλεονεκτήματα, και με την υπεροχή τους αυτή προκαλούν το φόβο. Αυτά είναι το πλήθος των χρημάτων, ή σωματική ρώμη, οι φίλοι, οι γαίες,οι πολεμικοί εξοπλισμοί ή οι πλήρεις ή οι μεγαλύτεροι. Και αν δεν έχουμε αδικήσει ή κανέναν ή όχι πολλούς ή όχι τέτοιους πού μάς εμπνέουν φόβο.
Και γενικά, αν τα πάμε καλά με τούς θεούς και ως προς τα άλλα και ως προς τούς οιωνούς και τούς χρησμούς. Γιατί ή οργή εμπνέει θάρρος και εκείνο πού προκαλεί την οργή δεν είναι το να αδικούμε αλλά το να αδικούμαστε, και γενικά πιστεύεται ότι ό θεός βοηθάει τούς αδικημένους.
Τέλος νοιώθουμε θάρρος, όταν επιχειρούμε κάτι και φανταζόμαστε ότι δεν θα πάθουμε τίποτε ή ότι δεν θα πάθουμε και θα τα καταφέρουμε ως το τέλος. ’Αρκετά λοιπόν γι’ αυτά πού εμπνέουν το φόβο και το θάρρος.
Αριστοτέλους - Ρητορική 1381~1385