Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

H «δίκαιη κούπα» του Πυθαγόρα!

Η «κούπα του Πυθαγόρα» ή η «δίκαιη κούπα» είναι είναι μια ανακάλυψη του Πυθαγόρα για να πίνει με μέτρο το κρασί του αλλά και για να σερβίρει τους μαθητές του, υπερτονίζοντας την έννοια του μέτρου και των ορίων. Η ιδέα του Πυθαγόρα ήταν απλή: Έπρεπε να περιοριστεί η απληστία στο ποτό! Πώς θα γινόταν αυτό; Το πήλινο ποτήρι αδειάζει κατά έναν «μαγικό» τρόπο όταν εκείνος που το κρατάει αποδειχτεί… πλεονέκτης και το γεμίσει περισσότερο απ’ όσο πρέπει.

Στην κούπα υπάρχει χαραγμένο ένα όριο, μια γραμμή. Αν το υγρό που περιέχει δεν υπερβεί τη γραμμή αυτή, ο πότης απολαμβάνει το κρασί του. Εάν, όμως, ξεπεράσει τη γραμμή του ορίου, τότε η κούπα αδειάζει και το κρασί χύνεται από τη βάση. Αδειάζει όλη η κούπα, όχι μόνο η επιπλέον ποσότητα. Πως όμως γίνεται αυτό; Στο κέντρο της κούπας βρίσκεται μια στήλη τοποθετημένη ακριβώς πάνω από έναν σωλήνα που οδηγεί στο κάτω μέρος της. Ενώ η κούπα γεμίζει, η στάθμη του κρασιού ανεβαίνει και στο εσωτερικό της κεντρικής στήλης, ακολουθώντας το νόμο του Pascal για τα συγκοινωνούντα δοχεία. Όσο η στάθμη του κρασιού δεν ξεπερνά τη γραμμή που είναι χαραγμένη στο εσωτερικό της κούπας «δεν τρέχει τίποτα».
perierga.gr - Η "δίκαιη κούπα" του Πυθαγόρα!
Μόλις όμως το υγρό υπερβεί τη γραμμή-όριο τότε αρχίζει να ρέει μέσω του εσωτερικού σωλήνα από τη βάση της κούπας. Τα μόρια του υγρού παρασύρουν το ένα το άλλο με αποτέλεσμα, ωε δια μαγείας, η κούπα να αδειάζει παντελώς!
Αυτό, πέρα από μια απλή εφαρμογή της υδραυλικής, αποτελεί και έναν τρόπο διδαχής: Όταν το όριο ξεπερνιέται (ύβρις) δεν χάνονται μόνον όσα έχουν ξεπεράσει το όριο αλλά και όλα τα προηγούμενα που είχαν αποκτηθεί (νέμεσις). Το άριστο οφείλουμε να το απολαμβάνουμε με μέτρο, σαν τον οίνο που ήδη έχουμε στην κούπα μας, αντλώντας τη μέγιστη ωφέλεια χωρίς να επιζητούμε παραπάνω! Εκπληκτικό!


Δείτε πώς ακριβώς λειτουργεί:
 

Η πνευματιστική απάτη (Τζέιμς Ράντι)


James_RandiΟ Τζέιμς Ράντι (James Randi), είναι ένας Αμερικανο-καναδός σκεπτικιστής, γνωστός για τον «πόλεμό» του ενάντια στις ψευδοεπιστήμες και τούς τσαρλατάνους που εκμεταλλεύονται την αφέλεια τού κόσμου.
Όπως και ο Χάρι Χουντίνι, ο οποίος αρκετές δεκαετίες πριν είχε ξεσκεπάσει τις απάτες τών λεγόμενων «πνευματιστών», γνωρίζοντας καλά τα μέσα που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατούν τον κόσμο, καθ” ότι ήταν και ο ίδιος «μάγος», έτσι κι ο Ράντι ως πρώην «μάγος» έχει κάθε λόγο να είναι ιδιαίτερα δύσπιστος στις υπερφυσικές ιδιότητες που επικαλούνται οι κάθε λογής πνευματιστές, μελλοντολόγοι κ.ά και τις «υπηρεσίες» που προσφέρουν -φυσικά με το αζημίωτο.
Όπως σημειώνει ο Ράντι, «Σε μεγάλο βαθμό, είναι τα μέσα ενημέρωσης που ευθύνονται γι” αυτό το πράγμα. Προωθούν αδιάντροπα κάθε είδος ανοησίας αυτού του είδους, επειδή ευχαριστεί τους χορηγούς. Είναι το κατώτερο επίπεδο, το επίπεδο του χρήματος. Αυτό είναι που τους ενδιαφέρει».
Ο Ράντι, πέρα από τα βέλη που εξαπολύει εναντίων όλων αυτών τών απατεώνων -συνήθως «ποτισμένα» με καυστικό αστεϊσμό-, τούς «πετάει και το γάντι», δίνοντας ως αμοιβή 1 εκατομμύριο δολάρια σε όποιον πνευματιστή αποδείξει, με αδιάσειστα στοιχεία, το αληθές τών ισχυρισμών του. Όμως, όπως κι ο ίδιος λέει στην ακόλουθη ομιλία που έδωσε το 2007, κανένας «ενδιαφερόμενος» δεν εκδήλωσε ενδιαφέρον…



Έλληνας ή Ρωμιός;

 

Ερώτηση: Έλληνας ή Ρωμιός;

Απάντηση: Έλληνας.

Ερώτηση: Έτσι απλά;
Απάντηση: Ναι. Στο χέρι σας είναι να το κάνετε πιο πολύπλοκο, αναζητώντας πληροφορίες στο διαδίκτυο, ή οπουδήποτε αλλού. Αναλύσεις επί αναλύσεων και αντιπαράθεση πλήθους ιστορικών πηγών, που αρχικά θα επιφέρουν την σύγχυση, αλλά στο τέλος, μάλλον θα δώσετε εσείς οι ίδιοι αυτή την απάντηση στον εαυτό σας.

Ερώτηση: Και Έλληνας και Ρωμιός δεν γίνεται;
Απάντηση: Όχι. Την εποχή του Βυζαντίου και με την επικράτηση του Χριστιανισμού, ο όρος «Έλληνας» είχε εξοστρακιστεί με ποινή θανάτου και ο όρος «Ρωμιός», στην ουσία επιβλήθηκε με (αν)«ορθόδοξους» τρόπους, ενώ δεν έχει ελληνικές καταβολές.

Ερώτηση: Γιατί;
Απάντηση: Γιατί η ονομασία «Ρωμιός», είναι παραφθορά του όρου «Ρωμαίος», δηλαδή ο κάτοικος της Ρωμανίας, δηλαδή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλαδή αυτού που γνωρίζουμε σήμερα ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία δημιουργήθηκε ως συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από μη Έλληνες, με πρωτεύουσα την Νέα Ρώμη, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη.

Ερώτηση: Και τι σημαίνει αυτό;
Απάντηση: Ο όρος «Ρωμιός» (Ρωμαίος) σήμαινε αρχικά οποιονδήποτε ελεύθερο πολίτη κατοικούσε στα όρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης και θρησκεύματος. Αργότερα ο όρος ταυτίστηκε με το κυρίαρχο στοιχείο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τους Έλληνες χριστιανούς.

Ερώτηση: Και τι δήλωνε τότε ο όρος «Έλληνας»;
Απάντηση: Με την επικράτηση του Χριστιανισμού και με την «ευγενική» συνδρομή της Εκκλησίας (οι ηγέτες της οποίας, στην πλειοψηφία τους δεν ήταν Έλληνες), «Έλληνας» ονομάζονταν ο μη χριστιανός «Ρωμιός» και κατ' επέκτασιν ο αλλόφυλος κι αλλόθρησκος παγανιστής. Ας θυμίσουμε εδώ, ότι πέρα απ' τους διωγμούς που υπέστησαν οι Έλληνες («εθνικούς» τους αποκαλούσαν οι χριστιανοί) από τους ομοεθνείς τους, ισχυρότατο καταστροφικό πλήγμα δέχτηκε και η πολιτιστική μας κληρονομιά (υλική και πνευματική) από τα θρησκευτικά ιερατεία της εποχής. Κι αξίζει βέβαια να σημειωθεί, ότι υπήρχαν ακόμα κι απαγορεύσεις στο να δίνονται ελληνικά ονόματα στα παιδιά των χριστιανών του Βυζαντίου. Κι όλα αυτά στο όνομα της θρησκείας που ευαγγελίζεται την «αγάπη».

Ερώτηση: Όποιος ήταν «Έλληνας», δεν μπορούσε να είναι χριστιανός και το αντίστροφο;
Απάντηση: Αυτή την απορία, μας την λύνει αργότερα ο «Άγιος» (με την βούλα του Πατριαρχείου) Κοσμάς ο Αιτωλός: «...με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού, δεν είσθενε Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες), δεν είσθενε ασεβείς αιρετικοί άθεοι, αλλ' είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύετε και είσθενε βαπτισμένοι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και είσθενε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας...».

Ερώτηση: Δηλαδή ο όρος «Έλληνας» την εποχή του Βυζαντίου, είχε θρησκευτική σημασία κι όχι εθνική;
Απάντηση: Ακριβώς. Ο όρος «Έλληνας» ταυτίστηκε με την έννοια του ειδωλολάτρη, σε αντιδιαστολή με τον χριστιανό Έλληνα, τον«Ρωμιό». Οι χριστιανοί Έλληνες-Ρωμιοί μάλιστα, δεν αποδέχονταν να αποκαλούν εαυτούς «Έλληνες».

Ερώτηση: Έτσι από περιέργεια... Οι ξένοι πως αποκαλούσαν τότε τους κάτοικους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Βυζαντινούς, ή Ρωμιούς;...
Απάντηση: Ο όρος «Βυζάντιο» και «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» δεν υπήρχε τότε. Καθιερώθηκε, όταν πλέον αυτή είχε καταρρεύσει, από τον Γερμανό ιστορικό Ιερώνυμο Βολφ τον 16ο αιώνα. Οι δυτικοί, τους Βυζαντινούς τους ονόμαζαν Γραικούς (Graeci), δηλαδή Έλληνες και όχι Ρωμιούς ή Βυζαντινούς, τη χώρα τους Γραικία (Graecia) και όχι Ρωμανία ή Βυζάντιο, και τον αυτοκράτορα, Βασιλέα των Ελλήνων (Imperator Graecorum) και όχι Βασιλέα των Ρωμαίων (Imperator Romanorum).
Φυσικά, μπορεί να πει κάποιος, πως οι δυτικοί (και ειδικότερα οι Φράγκοι), αποκαλούσαν έτσι το Βυζάντιο για «σπάσιμο», καθώς θεωρούσαν εαυτούς ως συνεχιστές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κι όχι τους «γιαλαντζί Ρωμαίους» του Βυζαντίου. Ενδεχομένως έτσι είναι, αλλά η ιδιοτέλειά τους δεν στηρίχτηκε σε ένα ανύπαρκτο δεδομένο. Οι κάτοικοι του Βυζαντίου (οι Ρωμιοί ντε...) ήταν κατά ένα σημαντικό ποσοστό, εθνικά Έλληνες, είτε το αποδέχονταν είτε όχι, ενώ η ελληνική γλώσσα ήταν η καθομιλουμένη.

Ερώτηση: Πως συνδέθηκε το Βυζάντιο, στην σύγχρονη ελληνική ιστορία με τον Ελληνισμό, που τόσο είχε υποτιμηθεί τότε;
Απάντηση: Ο όρος «Έλληνας», άρχισε δειλά-δειλά να χρησιμοποιείται ξανά στο Βυζάντιο, όταν είχε πάψει πια να αποτελεί «απειλή» και κυρίως όταν αυτό (το Βυζάντιο) άρχισε να κλονίζεται και να βρίσκεται στα «τελευταία» του. Το 1821, όταν οι «Ρουμ» (Ρωμιοί=έτσι αποκαλούσαν οι Τούρκοι τους χριστιανούς της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τότε Οθωμανικής) αποφάσισαν να επαναστατήσουν και ανέτρεξαν στις προγονικές ελληνικές ρίζες τους, θέλοντας να αποτινάξουν από πάνω τους τον μειωτικό αυτό χαρακτηρισμό, που σήμαινε πλέον τον υπόδουλο. Την βασική ευθύνη όμως για το «ελληνοχριστιανικό Βυζάντιο» που γνωρίζουν σήμερα οι Έλληνες (και αγνοούν οι ξένοι) φέρει ο «εθνικός ιστορικός» Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος τον 19ο αιώνα, μετά την απελευθέρωση απ' τους Τούρκους, γράφει ουσιαστικά κατ΄επιταγήν της Εκκλησίας, την «Ιστορία του ελληνικού έθνους». Κι ενώ στις υπόλοιπες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, ο Παπαρρηγόπουλος είναι σχετικά αντικειμενικός, όταν φτάνει στο κεφάλαιο «Βυζάντιο», κάνει το άσπρο-μαύρο, τους Ρωμαιο-σλαβο-αρμένιους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, Έλληνες και την ίδια την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ελληνική. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο Τσεμίσκε ήταν ο εξελληνισμένος Ιωάννης Τσιμισκής, ή ότι ο Κονσταντίν Ντράγκατς ήταν ο γνωστός Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Ερώτηση: Τελικά αποτελεί το Βυζάντιο μέρος της ελληνικής ιστορίας;
Απάντηση: Φυσικά και αποτελεί. Ή για να το θέσουμε αλλιώς, ένα μέρος της ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει και ελληνική ταυτότητα. Το κατοικούσαν και Έλληνες (κι ας «μεταλλάχτηκαν» με τον ένα ή άλλο τρόπο σε «Ρωμιούς»), ελληνική ήταν η καθομιλουμένη γλώσσα και ελληνικός ο γραπτός λόγος από ένα σημείο και μετά.

Ερώτηση: Θα πρέπει να αισθάνομαι περήφανος αν με αποκαλούν σήμερα «Ρωμιό»;
Απάντηση: Καθόλου. Αν σε αποκαλέσουν Ρωμιό, να απαντήσεις «Ρωμιός είσαι και φαίνεσαι!». Ο Ρωμιός ταυτίζεται κατά κύριον λόγο με τον χριστιανό Έλληνα. Η έννοια «Έλληνας» όμως, είναι σίγουρα διαχρονική και πάνω από θρησκείες κι οποιαδήποτε άλλα «διακριτικά».

Οι φανταστικοί διωγμοί των χριστιανών «μαρτύρων»

 
Είναι ευρέως διάχυτη η εντύπωση σήμερα, πως οι χριστιανοί, σχεδόν αμέσως μετά την σταύρωση του Ιησού, υπέστησαν ανελέητους διωγμούς, μέσα απ' τους οποίους αναδείχθηκαν πάμπολλοι «μάρτυρες». Ως βασικά αίτια, προβάλλονται από την Εκκλησία, η πίστη τους στον Χριστό, ή άρνησή τους να προσκυνήσουν είδωλα κ.λπ.

Για πολλούς αφελείς και εύπιστους σημερινούς χριστιανούς, αυτό το «σενάριο» εξακολουθεί να αποτελεί μια εύπεπτη «αλήθεια», που τονώνει ακόμη περισσότερο το ειδικό βάρος του θρησκευτικού τους συναισθήματος. Η πραγματική ιστορία όμως, ελάχιστη σχέση έχει με την «ιστορία» που έχει εφεύρει η Εκκλησία (συνήθως μέσα από πλαστογραφίες και παραποίηση των γεγονότων)...

Είναι απορίας άξιον, πως η Εκκλησία κάνει λόγο για διωγμούς των χριστιανών, απ' τον πρώτο κιόλας αιώνα, όταν την εποχή εκείνη, ο Χριστιανισμός ως θρησκεία ήταν ασήμαντος με σχετικά λίγους οπαδούς. Αν παραβλέψουμε το παράδοξο(;) γεγονός, πως η μανία καταδιώξεως και η «μαρτυρολαγνία» είχαν αρχίσει να φουντώνουν κυρίως μετά τον 3ο με 4ο αιώνα (ένα βήμα δηλαδή πριν την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού), η απορία μεγαλώνει, αν αναλογιστεί κανείς, πως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επιδείκνυε μια παροιμιώδη ανοχή στις επιμέρους θρησκείες των υπηκόων της (λεγόταν χαρακτηριστικά, πως «πιο εύκολα συναντάς έναν θεό στη Ρώμη, παρά άνθρωπο»).

Η απάντηση στην απορία, είναι πως το πρόβλημα δεν ήταν η θρησκεία αυτή καθ' αυτή, αλλά η εν γένει συμπεριφορά των ακραίων οπαδών του Χριστιανισμού, που αντιμετωπίζονταν από τον ρωμαϊκό λαό με μεγάλη επιφύλαξη. Παρ' ότι επιζητούσαν την ανεκτικότητα για την θρησκεία τους, οι ίδιοι χλεύαζαν και ύβριζαν τους θεούς των άλλων θρησκειών, περιφρονούσαν τους ειδωλολάτρες, ενώ απουσίαζαν επιδεικτικά από την δημόσια ζωή. Σε σχέση με την αυτοκρατορία, οι περιπτώσεις για τις οποίες αντιμετώπισαν οργανωμένες διώξεις ήταν πολύ συγκεκριμένες: Περιφρονούσαν το κράτος, αρνούνταν την λατρεία τού αυτοκράτορα, πραγματοποιούσαν μυστικές νυχτερινές συναντήσεις και θεωρήθηκαν δημιουργοί ή συνένοχοι πολιτικών συνωμοσιών, και το πιο βασικό ίσως· αρνούνταν την στράτευση στον ρωμαϊκό στρατό (ή λιποτακτούσαν) και μάλιστα σε εποχές που η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε εξωτερικούς κινδύνους. Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν εξαπολύθηκε ένα «προγκρόμ» με «αμέτρητα θύματα» όπως πιστεύεται, αλλά οι όποιοι συστηματικοί διωγμοί (που χρεώνονται κυρίως σε τρία πρόσωπα: Δέκιος, Βαλεριανός, Διοκλητιανός), εφαρμόστηκαν κυρίως σε ακραία στοιχεία του Χριστιανισμού, που θεωρούνταν απειλή για την σταθερότητα της αυτοκρατορίας.

Οι περισσότερες Πράξεις Μαρτύρων είναι πλαστογραφημένες· θεωρούνται όμως στο σύνολό τους ως ιστορικά ντοκουμέντα, πλήρους αξίας. Ολόκληρος χείμαρρος πλαστογραφιών έγινε σχετικά με τους αρχαίους διωγμούς των χριστιανών: όσο λιγότεροι πραγματικοί μάρτυρες, τόσο περισσότερες πλαστογραφημένες Πράξεις Μαρτύρων.

Αρχικά οι χριστιανοί πλαστογραφούσαν από τον 2ο αιώνα και μετά αυτοκρατορικά διατάγματα ανοχής: όπως το διάταγμα του Αντωνίνου του Ευσεβούς (γύρω στα 180). Ή μια επιστολή του Μάρκου Αυρήλιου προς τη σύγκλητο, στην οποία ο αυτοκράτορας δίνει μαρτυρία για τη διάσωση από χριστιανούς ρωμαϊκών στρατευμάτων που κινδύνευαν να πεθάνουν από τη δίψα. Οι χριστιανοί πλαστογράφησαν και μια επιστολή του τοποτηρητή Τιβεριανού προς τον Τραϊανό σχετικά με τη δήθεν αυτοκρατορική διαταγή να δοθεί τέλος στον αιματηρό διωγμό· πλαστογράφησαν ένα διάταγμα του Νέρβα το οποίο ανακαλεί τα σκληρά μέτρα του Δομιτιανού εναντίον του Αποστόλου Ιωάννη. Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος (στηριζόμενος στον Ανατολίτη χριστιανό Ηγήσιππο, τον συγγραφέα πέντε βιβλίων με τον τίτλο «Υπομνήματα») αναφέρει μάλιστα ότι ο ίδιος ο Δομιτιανός απελευθέρωσε «το συγγενή του Κυρίου», αφού τον είχαν συλλάβει ως απόγονο του Δαβίδ, και διέταξε «να σταματήσουν το διωγμό της Εκκλησίας».

Αλλά, ενώ αρχικά οι χριστιανοί πλαστογραφούσαν ντοκουμέντα για την απαλλαγή τους από τους αυτοκράτορες, τελικά, όταν παρήλθαν οι διωγμοί τους και άρχισαν οι ίδιοι να διώκουν με πολύ χειρότερο τρόπο τους ειδωλολάτρες, πλαστογραφούσαν ντοκουμέντα για την ενοχοποίηση των ειδωλολατρών ηγεμόνων. Από τη μια πλευρά πλαστογραφούσαν δηλαδή αδιάκοπα μεγάλο αριθμό αντιχριστιανικών διαταγμάτων και εγκυκλίους αυτοκρατόρων και τοποτηρητών (ιδιαίτερα κατά τον όψιμο 3ο αιώνα), δήθεν δημόσια έγγραφα τα οποία υπάρχουν στις μη ιστορικές Πράξεις Μαρτύρων, και από την άλλη πλήθος μαρτυρίων. Αμέτρητοι είναι οι χριστιανοί οι οποίοι εμφανίζονται ως αυτόπτες μάρτυρες σε όλα τα εντελώς μυθικά πάθη ή τις εξιστορήσεις της ζωής των μαρτύρων.

Ήδη ο πρώτος δήθεν διωγμός την εποχή του Νέρωνα, ο οποίος για δύο χιλιετίες έκανε αυτόν τον αυτοκράτορα να μοιάζει με τέρας μοναδικό στο είδος του το οποίο έγδερνε χριστιανούς, δεν ήταν καν διωγμός κατά των χριστιανών, αλλά μια δίκη για εμπρησμό. Ακόμη και οι εχθρικοί προς το Νέρωνα ιστορικοί Τάκιτος και Σουητώνιος έκριναν τη δίκη ως δίκαιη και συνετή -«ο ίδιος ο χριστιανισμός δεν συζητήθηκε καθόλου», γράφει ο ευαγγελικός θεολόγος Carl Schneider. Αλλά και η «Ιστορία του Χριστιανισμού» του καθολικού θεολόγου Michel Clevenot διαπιστώνει «ότι ούτε ο Νέρων, ούτε η αστυνομία του, ούτε οι Ρωμαίοι δεν θα πρέπει να πίστευαν ότι επρόκειτο για χριστιανούς. Αυτοί κινούνται ακόμη πάρα πολύ στα σκοτεινά και είναι πολύ ολιγάριθμοι, για να αποτελούσε η εκτέλεση τους αντικείμενο του δημόσιου ενδιαφέροντος...».

Αλλά καθώς οι καθολικοί θεολόγοι δεν τα πάνε και πολύ καλά με τη λογική, ή μάλλον δεν τους επιτρέπεται να τα πηγαίνουν καλά, ο Clevenot -αφού σημειώνει πρώτα την «εντυπωσιακά» καλή μνήμη που άφησε ο αυτοκράτορας Νέρων στους Ρωμαίους- κλείνει το κεφάλαιο του σχετικά με τον εμπρησμό της Ρώμης τον Ιούλιο του 64 ως εξής: στη μνήμη των χριστιανών ζει ακόμη και σήμερα ως αιμοσταγής τρελός. Και αυτό, λέει, είναι «ίσως (!) παρ' όλα αυτά η καλύτερη απόδειξη για το ότι οι χριστιανοί πρέπει πράγματι να προσμετρηθούν στα θύματα της φοβερής σφαγής του Ιουλίου του έτους 64».

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δίκη δεν έπαιξαν κανέναν ή πολύ δευτερεύοντα ρόλο τα θρησκευτικά κίνητρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιχειρήσεις του Νέρωνα περιορίστηκαν στους χριστιανούς της Ρώμης. Ναι μεν πλαστογράφησαν αργότερα έγγραφα, τα οποία τοποθετούν μαρτύρια και αλλού, στην Ιταλία και στη Γαλατία, αλλά, γράφει ο καθολικός θεολόγος Ehrhard, «όλες αυτές οι Πράξεις Μαρτύρων δεν έχουν ιστορική αξία».

Η ανοχή των Ρωμαίων ήταν συνήθως μεγάλη από θρησκευτικής άποψης. Ανοχή έδειξαν ακόμη και στους Ιουδαίους, τους διασφάλισαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ακόμη και μετά τον ιουδαϊκό πόλεμο δεν απαίτησαν να λατρεύουν τους θεούς του κράτους και τους απάλλαξαν και από τις υποχρεωτικές θυσίες υπέρ του αυτοκράτορα. Έως και τις αρχές του 3ου αιώνα το μίσος εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι συμπεριφέρονταν σαν να ήταν μοναδικοί, οι οποίοι παρ' όλη την ταπεινοφροσύνη(!) αισθάνονταν ως κάτι εντελώς ιδιαίτερο, ως «Ισραήλ του Θεού», «γένος των εκλεκτών», «ιερός λαός», ως «το χρυσό τμήμα», εκπορευόταν κυρίως από το λαό. Οι αυτοκράτορες θεωρούσαν τον εαυτό τους απέναντι στην περίεργη σέκτα των ασήμαντων ανθρώπων πάρα πολύ ισχυρό για να επέμβουν σοβαρά. «Όσο μπορούσαν απέφευγαν» τις δίκες χριστιανών (Eduard Schwartz). Για δύο ολόκληρους αιώνες γενικά δεν «διώκανε» τους χριστιανούς. 0 αυτοκράτορας Κόμμοδος είχε χριστιανή μετρέσα. Και στη Νικομήδεια το κτίριο της κύριας εκκλησίας των χριστιανών βρισκόταν απέναντι από τα ανάκτορα του Διοκλητιανού. Και κατά τη διάρκεια του ειρότερου πογκρόμ εναντίον των χριστιανών ο καθηγητής ρητορικής του αυτοκράτορα, ο εκκλησιαστικός πατέρας Λακτάντιος, παρέμεινε εντελώς ανέπαφος στο στενότατο περιβάλλον του ηγεμόνα. Ο Λακτάντιος δεν δικάστηκε ούτε κλείστηκε στα μπουντρούμια. Σχεδόν όλοι γνώριζαν τους χριστιανούς, αλλά δεν ήθελαν να λερώσουν τα χέρια τους με τη δίωξη τους. Αν όμως ήταν καμιά φορά αναγκαίο, επειδή οι μάζες των ειδωλολατρών μαίνονταν, οι υπάλληλοι έκαναν τα πάντα, για να μπορέσουν να απελευθερώσουν πάλι όσους είχαν συλλάβει. Οι χριστιανοί έπρεπε μόνο να εγκαταλείψουν την πίστη τους -και την εγκατέλειπαν κατά μάζες, αυτό ήταν παντού ο κανόνας- και κανείς δεν τους ενοχλούσε πλέον. Κατά τον πιο αυστηρό διωγμό ακόμη, εκείνον του Διοκλητιανού, το κράτος επέμενε μόνο στην εκτέλεση της υποχρεωτικής θυσίας η οποία επιβαλλόταν από το νόμο για κάθε πολίτη. Μόνο η άρνηση της τιμωρούταν, σε καμία περίπτωση η εξάσκηση της χριστιανικής θρησκείας. Γιατί οι εκκλησίες ακόμη και στους διωγμούς του Διοκλητιανού μπορούσαν να έχουν περιουσία.

Για γενικό και συστηματικό διωγμό των χριστιανών μπορούμε να μιλάμε μόνο την εποχή του αυτοκράτορα Δέκιου το έτος 250. Ως πρώτο θύμα διωγμού πέθανε τότε ο Ρωμαίος επίσκοπος Φαβιανός -και πέθανε στη φυλακή· δεν είχε εκδοθεί θανατική ποινή εναντίον του. Έως τότε όμως η αρχαία Εκκλησία παρουσίαζε ήδη έντεκα από δεκαεπτά Ρωμαίους επισκόπους ως «μάρτυρες », αν και ούτε ένας τους δεν ήταν μάρτυρας! Και να σκεφτεί κανείς ότι ήδη διακόσια χρόνια ζούσαν δίπλα-δίπλα με τους αυτοκράτορες. Και παρ' όλα αυτά ακόμη και στα μέσα του 20ού αιώνα ψεύδονται από καθολικής πλευράς -με τυπογραφική άδεια της Εκκλησίας (και αφιέρωση: «Στην Αγία Θεομήτορα»)- ότι «οι περισσότεροι πάπες πεθαίνουν εκείνη την εποχή ως μάρτυρες» (Ruger).

Ο πάπας Κορνήλιος, ο οποίος απεβίωσε ειρηνικά στη Σιβιταβέκια, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές Πράξεις Μαρτύρων αποκεφαλίζεται. Το ίδιο πλαστές είναι οι Πράξεις οι οποίες καθιστούν το Ρωμαίο επίσκοπο Στέφανο Α' (254-257) θύμα των διωγμών του Βαλεριανού. Ο άγιος πάπας Ευτυχιανός (275-283) λέγεται μάλιστα ότι έθαψε «με τα ίδια του τα χέρια» 342 μάρτυρες, προτού τους συναντήσει ο ίδιος. Την αποστασία πολλών παπών κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα προσπάθησαν να καλύψουν παρομοίως με πλαστογραφίες Πράξεων. To Liber pontificalis, ο επίσημος κατάλογος των παπών, βάζει το Ρωμαίο επίσκοπο Μαρκελλίνο (296-304), ο οποίος έκανε θυσίες στους θεούς και παρέδωσε στον εχθρό τα «ιερά» βιβλία, να μετανοεί αμέσως και να υφίσταται μαρτυρικό θάνατο, πράγμα που δεν είναι παρά πλαστογραφία. Στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ο ένας πάπας μετά τον άλλο κερδίζει το στέφανο του μάρτυρα -σχεδόν όλα είναι ψέματα και απάτη (χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η λατρεία των μαρτύρων εμφανίστηκε γενικά κατά τα τέλη του 3ου αιώνα).

Ειδικά οι επίσκοποι -ο μαρτυρικός θάνατος των οποίων θεωρείτο ως «κάτι το ανώτερο» σε σχέση με εκείνον των απλών χριστιανών, αφού ακόμη και στον άλλο κόσμο καταλαμβάνουν υψηλότερη θέση στην ιεραρχία-, ειδικά οι επίσκοποι σπάνια γίνονταν μάρτυρες. Κατά σωρούς το έβαζαν στα πόδια, πολλές φορές διέφευγαν από χώρα σε χώρα, έφταναν μάλιστα μέχρι τα πέρατα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, φυσικά με ειδική εντολή του Θεού και χωρίς να ξεχνάνε να στέλνουν από την ασφαλή κρυψώνα τους εμψυχωτικές επιστολές σε φυλακισμένους πιστούς κατώτερου βαθμού. Στην αρχαία Εκκλησία αυτό ήταν τόσο γνωστό, ώστε ακόμη και στις πολυάριθμες πλαστογραφημένες ιστορίες μαρτύρων μόνο λίγοι επίσκοποι φιγουράρουν ως μάρτυρες! (με το ξέσπασμα του τοπικού πογκρόμ, ο πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Διονύσιος ήταν σε τέτοια βιασύνη που έφυγε καβάλα σε ασέλωτο ζώο -δικαίως φέρει την προσωνυμία «Μέγας»).

Σχεδόν όλοι οι «άγιοι» των πρώτων αιώνων ανακηρύχτηκαν εκ των υστέρων σε «μάρτυρες», «ακόμη και αν είχαν πεθάνει ειρηνικά. Κάθε ένδοξο πρόσωπο της προκωνσταντίνειας εποχής έπρεπε, βλέπετε, να έχει υποστεί μαρτυρικό θάνατο» (Kotting). Κι όμως «λίγες μόνο» των αποκαλούμενων Acta Martyrum (Πράξεων Μαρτύρων) είναι «γνήσιες και βασίζονται σε γνήσιο αποδεικτικό υλικό» (Syme). Και κυρίως από τον 4ο αιώνα και μετά άρχισαν οι καθολικοί χριστιανοί να «καθαρίζουν» Πράξεις και ιστορίες μαρτύρων που τους φαίνονταν πλαστογραφημένες από «αιρετικούς», κατασκευάζοντας δικές τους πλαστογραφίες. Αναγνώριζαν μεν τα αναφερόμενα θαύματα των Αποστόλων, απέρριπταν όμως τις «ψευδείς διδασκαλίες» οι οποίες υπήρχαν επίσης εκεί. Έτσι αντέδρασαν ορθόδοξοι πλαστογράφοι όπως ο Ψευδο-Μελίτων, ο Ψευδο-Ιερώνυμος, ο Ψευδο-Αβδίας με δικές τους πλαστογραφίες.

Οι χριστιανικές «Πράξεις Μαρτύρων» δε σταματούν μπροστά σε καμία υπερβολή, καμία αναλήθεια, κανένα «κιτς». Καθώς η Εκκλησία δεν έκανε χρήση του μαρτυρίου της συζύγου του κορυφαίου Αποστόλου και πρώτου πάπα, του Αγίου Πέτρου, για το οποίο παραδίδει στοιχεία κάποιος εκκλησιαστικός Πατέρας, πρώτη γυναίκα μάρτυρας θεωρείται η αγία Θέκλα, αν και λέγεται ότι σώθηκε από κάποιο θαύμα. Όπως αποδεικνύουν οι «Πράξεις Παύλου και Θέκλας» οι οποίες πλαστογραφήθηκαν από έναν «ορθόδοξο») και έκτοτε διαπλάθουν την ηθική ολόκληρης της χριστιανικής υφηλίου, τα βασανιστήρια ήταν τόσο φριχτά, ώστε να αναρωτιόμαστε ποιος εξακολουθεί να πιστεύει σήμερα αυτά τα πράγματα, ακόμη και ανάμεσα στους πιστούς. Αλλά οι μεγαλύτεροι εκκλησιαστικοί Διδάσκαλοι, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Αμβρόσιος, ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος και άλλοι, τα εξιστόρησαν και τα δόξασαν.

Όμορφη κόρη ενός πλούσιου «ιερέα των ειδώλων» από το Ικόνιο, ανοίγει την καρδιά της στον Θεό με το κήρυγμα του Αγίου Παύλου περί εγκράτειας. Τη φανατίζει υπέρ της αγνότητας, έτσι ώστε εκείνη δεν δίνεται στον αρραβωνιαστικό της Θάμυρη, αλλά, αντί αυτού, το σκάει ντυμένη με αντρικά ρούχα με τον Άγιο Απόστολο των εθνών. Αφού τη φέρνουν πίσω, ο γαμπρός και ολόκληρη η ειδωλολατρική οικογένεια προσφέρουν τα πάντα για την επανάκτηση της χριστιανής νύφης του Θεού. αλλά μάταια. Ο Παύλος μαστιγώνεται, διώκεται, η Θέκλα καταδίδεται ως χριστιανή από τον γαμπρό και την ίδια της τη μητέρα, ρίχνεται ολόγυμνη σε λεοπαρδάλεις, λιοντάρια, τίγρεις που βρυχώνται τρομακτικά. Αλλά τα θηρία ξαπλώνουν σαν αρνιά στα πόδια της και τη γλείφουν με μεγάλη αγάπη. «Τέτοια θαυμαστή μαγεία καλύπτει την παρθενία της», εκθειάζει ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Αμβρόσιος, «ώστε ακόμη και τα λιοντάρια τής καταθέτουν το θαυμασμό τους: αν και ήταν πεινασμένα, δεν τα παρέσυρε το φαγητό· αν και ήταν εξερεθισμένα, δεν τα παρέσυρε η βία· αν και τα κέντριζαν, ο θυμός τους δεν φούντωνε· αν και ήταν συνηθισμένα, η συνήθεια δεν τα πτοούσε· αν και άγρια, η φύση δεν τα εξουσίαζε πλέον. Έγιναν διδάσκαλοι της ευσέβειας, τιμώντας τη μάρτυρα, όπως και διδάσκαλοι της αγνότητας, αφού γεύονταν μόνο τα πέλματα της παρθένου, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα, σαν από ντροπή, ώστε τίποτα το αρσενικό, ακόμη κι αν ήταν ζωώδες, να μην κοιτάξει τη γυμνή παρθένο». Θεούλη μου, Θεούλη μου!
Τώρα η μνηστή του Θεού πηγαίνει στην πυρά στη Ρώμη. Αλλά ανάμεσα στις πυρωμένες φλόγες μένει αλώβητη. Καταλήγει σε ένα λάκκο με φίδια, όπου όμως οι απεχθείς οχιές, προτού προλάβουν να γλείψουν πάλι τρυφερά τη Θέκλα, κεραυνοβολούνται από αίθριο ουρανό. Και αργότερα αποφεύγει όλες τις παγίδες του Σατανά. Μια φορά ρίχνεται σε μια δεξαμενή γεμάτη θαλάσσιους ελέφαντες με την κραυγή: «Στο όνομα του Ιησού Χριστού δέχομαι την τελευταία ημέρα τη βάπτιση». Αλλά τελικά δεν είναι το τέλος της. Ένας άλλος κεραυνός σκοτώνει τους θαλάσσιους ελέφαντες, και απελευθερώνεται με θαυμαστό τρόπο από δύο ταύρους στους οποίους τη δένουν. Ο γαμπρός πεθαίνει, εκείνη συνοδεύει τον Άγιο Παύλο και σε πολλά άλλα αποστολικά ταξίδια, συγκεντρώνει γύρω της και άλλες ευσεβείς παρθένες και κηρύττει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και έζησε αυτή καλά, και εμείς καλύτερα.

Τέλεια γνώστρια όμως γίνεται η καθολική ιστορία των μαρτυρικών θανάτων με το μαρτύριο του Πολύκαρπου, του οποίου γνωρίζουν ακόμη και την ώρα του θανάτου -σχεδόν μοναδικό φαινόμενο στην πρώιμη χριστιανική λογοτεχνία. Η ημερομηνία όμως είναι άγνωστη· δεν γνωρίζουμε καν αν συνέβη επί Μάρκου Αυρήλιου ή επί Αντωνίνου του Ευσεβούς. Σε αυτή την αρχαιότατη έκθεση αυτόπτη μάρτυρα σχετικά με το μαρτυρικό θάνατο χριστιανού, ένα κείμενο στο οποίο έχουν παρεμβάλει από την αρχή μέχρι το τέλος πλαστά κομμάτια, στο οποίο υπάρχουν επιμέλειες και επεμβάσεις, προσθήκες πριν και μετά τον Ευσέβιο, όπως και ένα μη γνήσιο παράρτημα, ο άγιος επίσκοπος γνωρίζει εκ των προτέρων τον τρόπο με τον οποίο θα πεθάνει. Μπαίνοντας στην αρένα, τον ενθαρρύνει μια ουράνια φωνή: «Πολύκαρπε βάστα γερά!». Δεν καίγεται στην πυρά, για την οποία έφερναν ξύλα «ιδιαίτερα οι Ιουδαίοι», μάταια λαμπαδιάζουν οι φλόγες. Έτσι ο δήμιος αναγκάζεται να του καταφέρει το θανατηφόρο χτύπημα, οπότε το αίμα του σβήνει τη φωτιά και από την πληγή βγαίνει ένα περιστέρι που πετάει προς τον ουρανό...

Αυτές οι Πράξεις «γράφονταν», λοιπόν, μόνο «αργά και κομμάτι-κομμάτι» (Kraft). Και τον 20ό αιώνα ακόμη ακτινοβολεί στο καθολικό «Θεολογικό και Εκκλησιαστικό Λεξικό» αυτή η ιστορία ως «η πολυτιμότερη μαρτυρία για τη λατρεία αγίων και λειψάνων από τους καθολικούς». Σήμερα ακόμη ο γενναιόψυχος μάρτυρας (ο οποίος παρεμπιπτόντως, όπως αρμόζει σε επίσκοπο, το είχε σκάσει προηγουμένως πολλές φορές, και είχε αλλάξει πολλά κρησφύγετα) εορτάζεται ως άγιος: από τη Βυζαντινή και Συριακή Εκκλησία στις 23 Φεβρουαρίου, από τους μελχίτες στις 25 Ιανουαρίου, από τους καθολικούς στις 26 και ακόμη παίζει το ρόλο του «προστάτη εναντίον της ωτίτιδας»

Ας ρίξουμε μια ματιά, επί παραδείγματι, στις «Πράξεις Περσών Μαρτύρων». Εδώ οι χριστιανοί τρέχουν κατά πλήθη να εκτελεστούν, «ψέλνοντας πανηγυρικά τους ψαλμούς του Δαβίδ». Και δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να γελάνε, καθώς ο δήμιος ακονίζει ήδη το σπαθί. Εδώ τους σπάνε όλα τα δόντια και τους τσακίζουν όλα τα κόκκαλα. Αγοράζουν ειδικά γι' αυτό το λόγο καινούρια μαστίγια, για να τους λιώσουν. Τους χτυπάνε και τους σακατεύουν. Τους διαμελίζουν, τους γδέρνουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τους κόβουν αργά από τη μέση του σβέρκου έως το κρανίο, τους κόβουν τις μύτες και τα αφτιά, τους μπήγουν πυρωμένα καρφιά στα μάτια, τους πετροβολούν, τους κόβουν φέτες με πριόνια, τους αφήνουν να πεθάνουν της πείνας μέχρι που το δέρμα ξεκολλάει και πέφτει από τα κόκκαλα. Μία φορά φέρνουν και 16 ελέφαντες για να ποδοπατήσουν τους ήρωες... Αλλά ό,τι κι αν τους κάνουν, εκείνοι υπομένουν σχεδόν τα πάντα εκπληκτικά για πολύ ώρα και ευδιάθετοι, που λέει ο λόγος μέσα στην καλή χαρά. Αφού τους έχουν κάνει κομμάτια, όλο αίμα και πύο, εκείνοι βγάζουν τους πιο εμψυχωτικούς λόγους: Ουρλιάζουν: «Η καρδιά μου αγαλλιάζει στον Κύριο και χαίρεται στη σωτηρία του». Ή ομολογούν: «Αυτός ο πόνος αναζωογονεί».

Ο μάρτυρας Ιάκωβος, ο εκμελισθείς (διαμελισμένος), αφού του έχουν αφαιρέσει ήδη τα δέκα δάχτυλα των χεριών και τρία των ποδιών, γελώντας, κάνει βαθυστόχαστες παρομοιώσεις: «Ακολούθησε κι εσύ, τρίτο δάχτυλο του ποδιού μου, τους συντρόφους σου και μη σε νοιάζει. Γιατί, όπως το σιτάρι που πέφτει στη γη και την άνοιξη βγάζει τους συντρόφους του, έτσι κι εσύ θα ενωθείς με τους δικούς σου αυτοστιγμεί την ημέρα της Ανάστασης». Ωραία δεν τα είπε; Αφού του κόβουν το πέμπτο δάχτυλο του ποδιού, φωνάζει όμως και ζητάει εκδίκηση: «Δίκασε, ω Θεέ, τη δίκη μου, και εκδικήσου την εκδίκησή μου στον ανελέητο λαό».

Γενικά αυτοί οι άγιοι γίνονται συχνά δύστροποι και βρίζουν τους τελείως άθεους βέβαια βασανιστές ή δικαστές τους σύμφωνα με όλους τους κανόνες της θρησκείας και της αγάπης· τους υπόσχονται ότι «θα τρίζουν τα δόντια τους στους αιώνες των αιώνων», τους αποκαλούν «ακάθαρτους, βρόμικους, αιμοσταγείς», «κακά κοράκια που κάθονται επί πτωμάτων», «μαγικά φίδια που διψάνε να δαγκώσουν», «πράσινους» από μίσος «σαν κακιές οχιές», λάγνους άντρες που κυλιούνται «με γύναια στις κρεβατοκάμαρες», «ακάθαρτους σκύλους». Ο άγιος Αιθέριος (Aitillaha) απευθύνεται στο δήμιο του χαρακτηρίζοντάς τον: «Πράγματι, είσαι άλογο ζώο». Και ο άγιος Ιωσήφ ούτε που σκέφτεται να αγαπήσει τον εχθρό του, να του στρέψει και το άλλο μάγουλο, όχι· εύστοχα γράφουν: «Ο Ιωσήφ μάζεψε σάλιο στο στόμα του, τον έφτυσε, γεμίζοντας με το σάλιο του όλο του το πρόσωπο και είπε: "Βρε ακάθαρτε και μιαρέ, δεν ντρέπεσαι;..."».

Αφού κόβουν ένα-ένα όλα τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του μάρτυρα Ιάκωβου, κάθε φορά συνοδευόμενοι είτε από έναν ευγενή είτε και από ένα φαρμακερό λόγο εναντίον των «σαρκοβόρων λύκων», η πίστη του γίνεται όλο και πιο σταθερή και ζητάει περισσότερα βασανιστήρια. «Τι καθόσαστε και τεμπελιάζετε;» φωνάζει ανυπόμονος. «Ας μη φείδονται οι οφθαλμοί σας. Διότι η καρδιά μου αγαλλιάζει στον Κύριο και η ψυχή μου υψώθηκε σε εκείνον ο οποίος αγαπά τους ταπεινούς». Και έτσι οι δήμιοι μετά από τα δέκα δάχτυλα των ποδιών και τα δέκα των χεριών, συνεχίζουν τρίζοντας τα δόντια, να του κόβουν και άλλα μέλη, εντελώς συστηματικά, και κάθε μέλος που πέφτει καταγής ο άγιος το σχολιάζει πάλι με ένα ευσεβές ρητό. Μετά την απώλεια του δεξιού πέλματος λέει: «Κάθε μέλος που μου κόβετε, δίνεται θυσία στον επουράνιο βασιλέα». Του έκοψαν το αριστερό πέλμα και εκείνος είπε: «Εισάκουσε με, ω Κύριε, διότι εσύ είσαι αγαθός και μεγάλη είναι η καλοσύνη σου προς όλους όσοι σε καλούν». Του έκοψαν το δεξί χέρι και εκείνος φώναξε: «Η χάρη του Θεού ήταν μεγάλη επάνω μου· ελευθέρωσε την ψυχή μου». Του έκοψαν το αριστερό χέρι και εκείνος είπε: «Κοίτα, στους νεκρούς κάνεις θαύματα». Προχώρησαν και του έκοψαν τον δεξί μπράτσο και εκείνος είπε πάλι: «Θα υμνώ τον Κύριο, όσο ζω και θα δοξάζω το Θεό μου, όσο υπάρχω. Ας του αρέσει ο ύμνος μου· εγώ θα χαρώ στον Κύριο».

Οι κακοί ειδωλολάτρες κόβουν και το αριστερό μπράτσο, βγάζουν τον δεξή μηρό από την κλείδωση του γόνατος... και τέλος «ο ένδοξος» κείτεται ξαπλωμένος πλέον μόνο με «κεφάλι, στήθος και κοιλιά», σκέφτεται λίγο την κατάσταση και ανοίγει «πάλι το στόμα», για να απαριθμήσει επακριβώς σε μια μικρή ομιλία προς τον Θεό όλα όσα έχασε ήδη για χάρη του -πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι αρκετά γενναίο σε αυτή την περιορισμένη κατάσταση: «Κύριε και Θεέ, ευσπλαχνικέ και ελεήμονα, σε παρακαλώ εισάκουσε την προσευχή μου και αποδέξου τις ικεσίες μου. Κείτομαι εδώ, αφού μου έχουν αφαιρέσει τα μέλη· ο μισός κείτομαι εδώ και σιωπώ. Δεν έχω, Κύριε, δάχτυλα, για να σε ικετέψω · ούτε μου άφησαν οι διώκτες χέρια, για να τα απλώσω σ' εσένα. Τα πόδια μού τα έκοψαν τα γόνατα τα έλυσαν τα μπράτσα μού τα έβγαλαν τους μηρούς τούς έκοψαν. Τώρα κείμαι ενώπιον Σου σαν διαλυμένο σπίτι, από το οποίο έχει μείνει μόνο ένα κομμάτι στέγης. Σε ικετεύω, Κύριε και Θεέ...» κ.λπ. κ.λπ.

Και το βράδυ, ως συνήθως, οι χριστιανοί έκλεψαν το πτώμα ή μάλλον «περισυνέλεξαν και τα είκοσι οχτώ κομμένα μέλη» μαζί με το υπόλοιπο σώμα -και τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό, «έγλυψε το αίμα από το αχυρόστρωμα... έως ότου τα μέλη του αγίου κοκκίνισαν και έγιναν σαν ώριμο τριαντάφυλλο». Σύμφωνα με τέτοια υποδείγματα μπορούσαν να βάζουν πολλούς χριστιανούς ήρωες να πεθαίνουν.

Ας συγκρίνουμε με το μαρτύριο του μάρτυρα Ιακώβου στην Περσία εκείνο του αγίου Αρκαδίου στη Βόρεια Αφρική (ο οποίος ακτινοβολεί επίσης στο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο), και του οποίου τη μνήμη η Καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει ακόμη και σήμερα στις 12 Ιανουαρίου. Όπως ο άγιος Ιάκωβος έτσι και ο Άγιος Αρκάδιος είναι ήρωας και χριστιανός από την κορυφή έως τα νύχια, επομένως τίποτα δεν μπορεί να τον ταράξει. Όταν τελικά ο λυσσασμένος τοποτηρητής τού δείχνει τα εργαλεία των βασανιστηρίων, εκείνος χλευάζει μόνο: «Θα διατάξεις να γδυθώ;». Αλλά και την απόφαση του δικαστηρίου να του κόψουν ένα-ένα τα μέλη του σώματός του, αργά-αργά, την ακούει «με εύθυμη διάθεση». «Τώρα όρμησαν οι δήμιοι επάνω του και του έκοψαν τις κλειδώσεις των δαχτύλων, των βραχιόνων και των ώμων, και κομμάτιασαν τα δάχτυλα των ποδιών, τα πέλματα και τους μηρούς. Ο μάρτυρας πρότεινε πρόθυμα το ένα μέλος μετά το άλλο... Κολυμπώντας στο αίμα του προσευχόταν δυνατά: "Κύριε και Θεέ μου, όλα αυτά τα μέλη εσύ μου τα έδωσες, κι εγώ τώρα στα επιστρέφω ως θυσία..."» κ.λπ. Και όλοι οι παρευρισκόμενοι πλέουν στα δάκρυα, όπως ο άγιος στο αίμα. Ακόμη και οι δήμιοι καταριούνται την ημέρα που γεννήθηκαν. Μόνο ο κακός ειδωλολάτρης τοποτηρητής μένει ασυγκίνητος. «Όταν είχαν κόψει όλα τα άκρα του άγιου ομολογητή, εκείνος παρακαλούσε να του κόψουν με ένα στομωμένο τσεκούρι και τα μεγαλύτερα, έτσι ώστε να απομείνει πλέον μόνο ο κορμός. Και τότε ο άγιος Αρκάδιος, ο οποίος ζούσε ακόμη(!), θυσίασε τα σκορπισμένα μέλη του στο Θεό και φώναξε: "Ευτυχή μέλη!"». Και ύστερα -όλα αυτά, όπως αναφέραμε «μόνο με τον κορμό»- ακολουθεί και ένα φλογερό θρησκευτικό κήρυγμα προς τους ειδωλολάτρες...

Και τον 20ό αιώνα η καθολική μέριμνα -πολλές φορές με άδεια της ηγεσίας- για τη σωτηρία της ψυχής βγάζει το «δίδαγμα» από αυτό το φρικιαστικό κιτς με τα λόγια του αγίου Αρκαδίου: «Το να πεθαίνεις για Εκείνον, σημαίνει ζωή. Το να υποφέρεις για Εκείνον, είναι η μεγαλύτερη χαρά! Υπόμεινε, χριστιανέ, τα πάθη και τα δεινά αυτής της ζωής και μην αφήσεις τίποτα να σε απομακρύνει από την υπηρεσία του Θεού. Ο ουρανός αξίζει τα πάντα».

Για όσους το μαρτύριο του μάρτυρα Ιάκωβου δεν είναι αρκετά θαυμαστό, συμβαίνουν φυσικά (ή υπερφυσικά) και άλλα μεγαλειώδη πράγματα.. Κάποιος χριστιανός ο οποίος παίρνει τη διαταγή και επιχειρεί να σκοτώσει έναν χριστιανό, τον σηκώνει η «δύναμη του Θεού» δύο φορές και τον συντρίβει σχεδόν στη γη· τρεις ώρες κείτεται σαν νεκρός. Στον μακάριο Ναρσή δεν μπόρεσαν να κόψουν την κεφαλή, τη γενναία, ούτε με δεκαοχτώ σπαθιά, ύστερα τα κατάφερε ένα μαχαίρι. Και στον τόπο που πεθαίνουν αυτοί οι ήρωες, καθώς βέβαια πρέπει να πεθάνουν κάποτε, «ανεβοκατεβαίνουν συχνά τη νύχτα... στρατιές αγγέλων...» Κάποτε μάλιστα, χωρίς καμία αμφιβολία, είδαν ακόμη και ειδωλολάτρες βοσκοί ότι «για τρεις νύχτες στρατιές αγγέλων ανεβοκατέβαιναν» πάνω από «τον τόπο της δολοφονίας των αγίων και υμνούσαν τον Θεό».

Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ δεν πρόκειται για χριστιανικούς θρύλους, αλλά, βλέπετε, για πράξεις, για ιστορικές αναφορές· ότι εκτός αυτού τα ίδια τα ντοκουμέντα τονίζουν ακόμη μια φορά την «ορθή καταγραφή»· ότι αναφέρουν: «Ακούσαμε την ακριβή ιστορία εκείνων οι οποίοι υπήρξαν πριν από εμάς, από το στόμα γέρων, φιλαληθών και αξιόπιστων επισκόπων και ιερέων. Διότι αυτοί τους είδαν με τα μάτια τους και έζησαν στις ημέρες τους».

Εννοείται ότι οι χριστιανοί ομολογούν με το αίμα τους την πίστη τους σε όλο και μεγαλύτερα πλήθη, ότι πεθαίνουν σε τόσες ποσότητες και με τόσο ηρωικό τρόπο, ώστε οι δήμιοι κουράζονται από το πολύ σφάξιμο. Κάποτε πεθαίνουν μαζί με τον επίσκοπό τους, δεκαέξι, ύστερα εκατόν είκοσι οχτώ μάρτυρες, ύστερα εκατόν έντεκα άντρες και εννέα γυναίκες, ύστερα διακόσιοι εβδομήντα πέντε, ύστερα οχτώ χιλιάδες εννιακόσιοι σαράντα, ύστερα δεν μπορούν πλέον να μετρηθούν, μια και «ο αριθμός τους υπερβαίνει τις πολλές χιλιάδες».

Στην πραγματικότητα υπήρχαν πολύ, μα πάρα πολύ λιγότεροι χριστιανοί μάρτυρες από όσους παρουσίαζαν στον κόσμο για αιώνες ολόκληρους. Κάποιοι πραγματικοί, εξαφανίστηκαν επιπλέον χωρίς ίχνος, η στάχτη τους πετάχτηκε στα ποτάμια, σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους. Υπήρχαν μεγάλες περιοχές φτωχές ή κενές μαρτύρων. Και, όταν άρχισαν να κλείνουν τα άγια λείψανα στα ιερά, οι άνθρωποι πήγαιναν συχνά προσκυνητές διανύοντας μακρινές αποστάσεις και επιχειρούσαν επίπονες ανακομιδές, ό,τι και αν ανακόμιζαν στην πραγματικότητα. Λείψανα γνωστών μαρτύρων πουλιόντουσαν ακριβά, υπήρχε μεγάλη ζήτηση και για μεγάλες ποσότητες, για κομμάτια πολλών μαρτύρων, είτε γνώριζαν το όνομα τους είτε όχι.

Όλο και πιο δημοφιλείς γίνονταν γι' αυτό λόγο οι ομαδικοί μάρτυρες: οι 18 της Σαραγόσας, οι 40 της Σεβαστής, όλοι τους «σκλάβοι του πολέμου», οι 70 σύντροφοι του αγίου μοναχού Αναστάσιου τους οποίους έπνιξαν στο ποτάμι, οι 99 εκτελεσθέντες με τον άγιο Νίκωνα της Καισαρείας της Παλαιστίνης, οι 128 οι οποίοι πέθαναν με τον άγιο επίσκοπο Σαδώθ την εποχή του Πέρση βασιλέα Σαπώρ· οι περίπου δύο ντουζίνες επίσκοποι και 250 κληρικοί οι οποίοι κέρδισαν τον μαρτυρικό θάνατο επίσης στην Περσία, οι 200 άντρες και 70 γυναίκες οι οποίοι διεκπεραίωσαν ηρωικά τα μαρτύρια τους την εποχή του Διοκλητιανού στη νήσο Παλμαρία, οι 300 αυτόχειρες τους οποίους επινόησε ο Προυδέντιος (ο χριστιανός ποιητής που θαυμαζόταν και διαβαζόταν το Μεσαίωνα περισσότερο από όλους) και οι οποίοι, για να μην αναγκαστούν να θυσιάσουν στους θεούς, έπεσαν δήθεν μέσα σε ένα λάκκο με καυτό ασβέστη την εποχή του Βαλεριανού, -κι άλλες ψεύτικες ιστορίες- οι 1.525 οσιομάρτυρες στην Ούμπρια, η θηβαϊκή Λεγεώνα, σχεδόν 6.600 άνθρωποι οι οποίοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο δήθεν στην Ελβετία (πιθανώς πλέον πολύ περισσότεροι από όλους τους χριστιανούς· μάρτυρες που υπήρχαν την αρχαιότητα), οι πολλές χιλιάδες μάρτυρες τους οποίους ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός διέταξε να κάψουν ζωντανούς σε μια εκκλησία στη Νικομήδεια, καθώς όλοι αρνήθηκαν τη «θυσία στα είδωλα» -ειδικά «την αγία ημέρα των Χριστουγέννων» και κατά την «Θεία Λειτουργία...» (Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο), εκτός αυτών οι 10.000 χριστιανοί που σταυρώθηκαν στο όρος Αραράτ ή οι 24.000 συνοδοιπόροι του αγίου Πάππου οι οποίοι την εποχή του Λικίνιου χύνουν το αίμα τους για τον Χριστό στην Αντιόχεια, μέσα σε πέντε ημέρες σε ένα και μοναδικό βράχο. Πολύ συχνά δεν αναφέρουν καν αριθμό, αλλά βάζουν να πεθαίνει «αμέτρητο πλήθος πιστών», μιλάνε για «αμέτρητους» μάρτυρες, ισχυρίζονται εντελώς στερεότυπα μόνο το θάνατο «πάρα πολλών ιερομαρτύρων», ή υπερηφανεύονται επίσης για το γεγονός ότι «σχεδόν ολόκληρο το ποίμνιο» ακολούθησε τον επίσκοπό του στον θάνατο, ή αναφέρουν «τα πάθη πάρα πολλών αγίων γυναικών, οι οποίες... για χάρη της χριστιανικής πίστης βασανίστηκαν και θανατώθηκαν με τον πιο επώδυνο τρόπο» (Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ή «Κατάλογος όλων εκείνων των χριστιανών πιστών οι οποίοι στέφθηκαν με αγιότητα και μαρτυρικό θάνατο, των οποίων τη ζωή, τη δράση και τον ηρωικό θάνατο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνέλεξε, έλεγξε και κατέγραψε και φύλαξε εις αιώνια πανηγυρική μνήμη εκείνων. Με συνημμένη σύντομη περιγραφή των σημαντικότερων στιγμών της ζωής τους, αφορμή του προσηλυτισμού τους, της δράσης τους και του επώδυνου θανάτου τους».) Όπως καταλαβαίνουμε ήταν συχνός ο χαρακτηρισμός των λειψάνων με τη διατύπωση: «Των οποίων το όνομα γνωρίζει ο Θεός».

Γεγονός είναι ότι ο αριθμός όλων των χριστιανών μαρτύρων των τριών πρώτων αιώνων μπόρεσε να υπολογιστεί κατ' εκτίμηση στους 1.500 (σίγουρα ένας προβληματικός αριθμός)· ότι από τα αναφερόμενα 250 ελληνικά μαρτύρια σε, όπως και να το κάνουμε, 250 χρόνια, μόνο περίπου 20 αποδείχθηκαν ιστορικά· ότι γενικά γραπτές πηγές έχουμε μόνο για μερικές δωδεκάδες μαρτύρων ότι και ο Ωριγένης, ο μεγαλύτερος θεολόγος της προκωνσταντίνειας εποχής, τόσο σεβαστός για πολλά πράγματα, χαρακτηρίζει τον αριθμό των χριστιανών μαρτύρων «μικρό και εύκολο να μετρηθεί». Παρ' όλα αυτά το 1959 ακόμη ο καθολικός θεολόγος Stockmeier γράφει: «Τρεις ολόκληρους αιώνες τούς κυνηγούσαν μέχρι θανάτου...»· και παρομοίως στα μέσα του 20ού αιώνα ακόμη γράφει και ο Ιησουίτης Hertling: «Θα πρέπει να υποθέσουμε σίγουρα έναν εξαψήφιο αριθμό». Θα πρέπει; Γιατί; Μας απαντάει ο ίδιος: «Ο ιστορικός ο οποίος εξετάζει τις πηγές με κριτικό πνεύμα και θέλει να παρουσιάσει τα πράγματα όπως ήταν, διατρέχει διαρκώς κίνδυνο να τραυματίσει ευσεβή αισθήματα. Μόνο και μόνο όποιος βγάλει το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξαν εκατομμύρια μάρτυρες...».

Η Εκκλησία όμως δεν υπερέβαλε εγκληματικά μόνο στον αριθμό των μαρτυρίων, αλλά και στην παρουσίασή τους. Στα μέσα του 20ού αιώνα ακόμη ο καθολικός Johannes Schuck υπερηφανεύεται (με διπλή τυπογραφική άδεια της Εκκλησίας) λες και συνεχίζει την ευσεβιανή εκκλησιαστική ιστορία του 4ου αιώνα: «Αυτή ήταν μάχη! Από τη μια πλευρά τα θηρία της αρένας, η φωτιά που έγλυφε τα μέλη που σπαρταρούσαν, τα βασανιστήρια, ο σταυρός και όλα τα δεινά που έμοιαζαν να βγαίνουν σαν βρόμικος οχετός από την κόλαση· από την άλλη πλευρά η ακλόνητη δύναμη με την οποία οι χριστιανοί αντιμετώπιζαν έναν ολόκληρο κόσμο, αβοήθητοι και παρ' όλα αυτά υποστηριζόμενοι από μια βοήθεια πάνω στην οποία έσπαγε κάθε τρικυμία, αν και με λυσσαλέο μένος, άνθρωποι με το ένα πόδι ακόμη στη σκοτεινή γη, με την καρδιά ήδη στην πρώτη φωτεινή λάμψη της αιωνιότητας...».

Εδώ ο Schuck αγάλλεται ακόμη και για το γεγονός ότι οι τόσο φρικιαστικοί διωγμοί εναντίον των χριστιανών, «όσο παράλογο κι αν ακούγεται, έφεραν στη βασιλεία του Θεού μεγάλο κέρδος», ότι «η Εκκλησία μόνο κέρδος είχε», μέχρι «ψηλά στους ουρανούς» και «στα πέρατα του κόσμου». Αφού το «αίμα των μαρτύρων» τής απέφερε ειδικά «τις πολυτιμότερες ψυχές εκτός Εκκλησίας», αφού ειδικά τα θηρία «μπήκαν στο κοπάδι του Κυρίου δια της πίστης και της αυτοθυσίας, της αγάπης και της ηθικής ευγένειας των χριστιανών...».

Οι μάρτυρες επισκιάζουν τα πάντα
Στην προκωνσταντίνεια Εκκλησία τα πιο τολμηρά θαύματα τα κατάφερναν οι μάρτυρες. Τα σχετικά αρχεία είναι τις περισσότερες φορές πλαστογραφημένα, αλλά θεωρούντο όλα ως ιστορικά ντοκουμέντα πλήρους αξίας. Και η μετάβαση στις εντελώς μυθικές ιστορίες των μαρτύρων και στα μυθιστορήματα, όπου θριαμβεύει «η πλήρης έλλειψη ιστορικής λογικής» (Lucius), ήταν σχεδόν φυσική, όσο περίεργη κι αν ήταν. Φωνές ηχούν από τον ουρανό, περιστέρια βγαίνουν από το αίμα των μαρτύρων, άγρια ζώα ψοφάνε με την προσευχή των ευσεβών ηρώων ή δαγκώνουν και σπάνε τα δεσμά τους. Είδωλα, ολόκληροι ναοί καταρρέουν μπροστά τους. Ο άγιος Λαυρέντιος, σχεδόν ήδη λιωμένος στη σχάρα του, φιλοσοφεί με άνεση για την ειδωλολατρική και χριστιανική Ρώμη.

Άλλοι, σχεδόν απανθρακωμένοι, κατεβάζουν φλογερούς ιεραποστολικούς λόγους. Ο μάρτυρας Ρωμανός, τον οποίο η Εκκλησία εξακολουθεί να γιορτάζει στις 9 Αυγούστου, επιτίθεται με 260 στίχους στην ειδωλολατρία και, αφού του κόβουν τη γλώσσα, απαγγέλλει και άλλους 100. Για τον πρώην καθηγητή θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Franz Joseph Peters έχουμε στα χέρια μας -με έγκριση της Εκκλησίας- μέσω «δύο μαρτύρων που άκουσαν και είδαν οι ίδιοι» «την πλήρη πιστοποίηση» για το γεγονός ότι ο βασιλιάς των Βανδάλων Χάινριχ -προφανώς ο Ονώριχος- «το έτος 483 διέταξε να κόψουν το δεξί χέρι και τη γλώσσα των καθολικών της πόλης Τίπασα στη Βόρεια Αφρική, επειδή δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τον αρειανιστή επίσκοπο. Δια θαύματος διατήρησαν την ικανότητα της ομιλία τους».

Ο άγιος Ποντιανός ο οποίος μαρτύρησε την εποχή του αυτοκράτορα Αντωνίνου, βαδίζει χωρίς να καίγεται σε αναμμένα κάρβουνα, τον βασανίζουν μάταια, μάταια τον ρίχνουν στα λιοντάρια, μάταια τον περιλούζουν με καυτό μολύβι. Τώρα γιατί ξαφνικά τον σκοτώνει το σπαθί, αυτό δεν το καταλαβαίνουμε. Αλλά αναρωτιόμαστε συχνά, γιατί αυτοί οι ήρωες αντέχουν στα πιο σκληρά βασανιστήρια και ύστερα υποκύπτουν σε ένα εντελώς τετριμμένο χτύπημα με σπαθί ή σε μια απλή λαβή στραγγαλισμού, όπως ο άγιος Ελευθέριος, επίσκοπος Ιλλυρικού, μαζί με τη μητέρα του Ανθία την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού. Γιατί, ακόμη και αν κάποιοι κερδίζουν τις δάφνες του μάρτυρα πνιγμένοι σε ένα ποτάμι, σε ένα πηγάδι ή στη θάλασσα, πολλές φορές με μια βαριά πέτρα στο λαιμό ή μέσα σε ένα σάκο με φίδια και σκύλους, ακόμη κι αν κάποιοι λιμοκτονούν, ακόμη κι αν «στέφονται» στην αγχόνη, ακόμη κι αν παλουκώνονται, σταυρώνονται, «γεννιούνται» για τον ουρανό με τη συντριβή των κοκάλων τους ή με σιγανό ψήσιμο, ακόμη κι αν καίγονται στο καμίνι σαν ζώσα φλόγα, κι αν ξεσκίζονται από θηρία, ακόμη κι αν τους πετροβολούν, τους κατακρεουργούν με πριόνι ή ακόμη κι αν ο Κυριάκος, ένα τρίχρονο αγοράκι, συντρίβεται στα σκαλοπάτια της δικαστικής έδρας και κερδίζει «το στέμμα της αιώνιας ζωής» -παρ' όλα αυτά η πλειοψηφία καταλήγει πάντα πολύ απλά αποκεφαλισμένη. Ο αποκεφαλισμός είναι σχεδόν πάντα αποτελεσματικός. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: γιατί τότε οι ειδωλολάτρες δοκίμαζαν τόσα χρόνια στην αρχή τόσο μάταιες μεθόδους θανάτωσης στους χριστιανούς, και γιατί αυτοί επιβίωναν ακόμη και από τα πιο καλοσχεδιασμένα και περίτεχνα μαρτύρια, αλλά σχεδόν ποτέ από τον πρωτόγονο αποκεφαλισμό;

Θαύματα επί θαυμάτων, όπως και να έχει το πράγμα. Οι χριστιανοί ήρωες, όσο διακαώς κι αν επιθυμούσαν τον θάνατο, για να πάρουν την ύψιστη αμοιβή, το βασίλειο των ουρανών, συχνά αργούν να πεθάνουν, δεν γλυτώνουν μόνο από τη συνηθισμένη φωτιά, όπως ο Απολλώνιος, ο Φιλήμων και αμέτρητοι άλλοι, επιζούν ακόμη και από το καμίνι, βγαίνουν, φυσικά, «αλώβητοι», π.χ. ο άγιος Νεόφυτος. (Και γιατί όχι, αφού στην «Αγία Γραφή» ο Δανιήλ και οι σύντροφοι του επιζούν «ακέραιοι » από το πυρωμένο καμίνι «που το έκαιγαν επτά φορές περισσότερο» απ' ό,τι χρειαζόταν. Αν υπερβάλλουν τα «Απόκρυφα», τότε υπερβάλλει και η Βίβλος). Ο ιερομόναχος Βενέδικτος αντέχει τη διαδικασία στο καμίνι μια ολόκληρη νύχτα, χωρίς να πάθει τίποτα. Και ο άγιος Λουκιλλιανός, ένας πρώην «ιερέας των ειδώλων», γλυτώνει από το αναμμένο καμίνι μαζί με τέσσερα αγόρια, αν και μόνο λόγω μίας ξαφνικής βροχής. Τέλος πάντων...

Τελικά οι περισσότεροι από αυτούς τους μάρτυρες είχαν βασανιστεί πριν μέχρι θανάτου, συχνά όμως εις μάτην. Αφού συνεχώς εμφανίζονται άγγελοι -υπάρχουν πολλοί- και το έχουν κάνει σίγουρα αποστολή ζωής να συμπαραστέκονται σε μάρτυρες. Ο άγιος ιερέας Φήλιξ ελευθερώνεται από άγγελο και μάλιστα νύχτα (και γιατί όχι, αφού στην Καινή Διαθήκη άγγελος ανοίγει στους Αποστόλους την πόρτα της φυλακής, νύχτα! Αν υπερβάλλουν τα «Απόκρυφα», τότε υπερβάλλει και η Βίβλος). Τον άγιο Ευστάθιο βγάζει από το ποτάμι ένας άγγελος και ύστερα ένα περιστέρι τον οδηγεί «στη δόξα της αιώνιας χαράς». Στην περίπτωση του Στεφάνου, του πολυδοκιμασμένου ηγουμένου, «οι άγιοι άγγελοι» είναι τουλάχιστον παρόντες στο θάνατο του· ο ίδιος πάπας Γρηγόριος Α', ο «Μέγας» το πιστοποιεί αυτό, και τους «είδαν και άλλοι». Ε, ποιος άλλος να αμφιβάλει! Ο άγιος φύλακας Απρονιανός δεν βλέπει μεν αγγέλους, δεν μπορεί ο καθένας να βλέπει αγγέλους, ακούει όμως, όταν βγάζει από τη φυλακή τον άγιο Σισίνιο, μια ουράνια φωνή: «Ελάτε, εκλεκτοί του πατρός μου...» κ.λπ., οπότε εκείνος πιστεύει και πεθαίνει για τον Κύριό του. Μάλιστα αυτός ο ίδιος, δήθεν, υφίσταται το θάνατο του μάρτυρα, ένα από τα πιο σκληρά μαρτύρια που συνέβη στη Συρία, το μαρτύριο «κατ' εικόνα του Σωτήρος μας, ο οποίος σταυρώθηκε από τους Ιουδαίους, και έχυσε τόσο αίμα, ώστε οι Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης πήραν πολύ από αυτό».

Και φυσικά όλοι οι πειρασμοί συντρίβονται πάνω στους χριστιανούς ήρωες. Κανείς δεν απαρνείται την πίστη του. Ό,τι κι αν τους προσφέρουν, τίποτα δεν τους κλονίζει, ούτε προνόμια ούτε δώρα ούτε τιμές. Εις μάτην προσφέρει ένας δικαστής την ίδια του την κόρη σε γάμο. Εις μάτην υπόσχεται ολόκληρος αυτοκράτορας να παντρευτεί μια χριστιανή, εις μάτην τής υπόσχεται τη συμβασιλεία και τιμητικούς στύλους σε όλη την αυτοκρατορία...

Οι πιο γνωστοί αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας συμμετείχαν αναίσχυντα στις πιο αισχρές υπερβολές αυτού του έπους. Ολόκληρο το αρχαίο βιβλίο της εκκλησιαστικής ιστορίας του Ευσέβιου είναι γεμάτο από αυτές. Από τη μια πλευρά η αδιανόητη κακία των διωκτών των χριστιανών, των «υπηρετών των δαιμόνων», από την άλλη πλευρά οι ένδοξες πράξεις των «πραγματικά θαυμαστών μαχητών», πάνω στους οποίους ξεσπάνε τα πάντα, «φωτιά, σπαθί, κάρφωμα, θηρία, θαλάσσια βάθη, κόψιμο των άκρων, πυρωμένο σίδερο, βγάλσιμο των ματιών, ακρωτηριασμοί σε όλο το σώμα...». Ο επίσκοπος Ευσέβιος συγκεντρώνει «αμέτρητα» ψεύτικα θύματα, «μαζί και μικρά παιδιά», όπως και πλήθος από απίστευτες λεπτομέρειες: «Και όταν το κάθε ένα από τα θηρία ήταν έτοιμο να χυμήξει, υποχωρούσε συνεχώς, σαν να το κρατούσε μια θεϊκή δύναμη...». «Πανηγύριζαν μάλιστα και έψελναν στο Θεό δοξολογίες και αίνους μέχρι την τελευταία τους πνοή». Του φαίνεται αδύνατον, λέει ο «πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας», «να ντύσει με λέξεις το πλήθος και το μέγεθος των μαρτύρων του Θεού». Και στην αρχή ακόμη ομολογεί ότι «υπερβαίνει τις δυνάμεις μας» να περιγράψουμε όλα αυτά «επάξια» -πόσο αλήθεια λέει! Παρεμπιπτόντως, ο ίδιος ο Ευσέβιος δεν είχε ηρωικό θάνατο. Οι χριστιανοί αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια των διωγμών έκανε θυσίες στους θεούς ή τουλάχιστον το είχε υποσχεθεί· ίσως να ήταν συκοφαντία. Αλλά, όταν η κατάσταση έγινε επικίνδυνη, ο μεγάλος υμνητής των μαρτύρων αποσύρθηκε σε ασφαλές μέρος και κατάφερε να επιζήσει και από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, χωρίς να πάθει τίποτα. Όσες δεκάδες χιλιάδες μάρτυρες κι αν δόξασε κι επινόησε, αυτός ο «πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας » δεν συγκαταλέγεται μεταξύ τους. Και γιατί άλλωστε; Ούτε ένας επίσκοπος της Παλαιστίνης δεν υπέστη μαρτυρικό θάνατο.

Κι όμως, σύμφωνα με τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, Εφραίμ, τον ασυγκράτητο αντισημίτη, σύμφωνα με τον διδάσκαλο της Εκκλησίας Γρηγόριο Ναζιανζηνό, αλλά και άλλους, οι μάρτυρες δεν ένιωθαν κανένα πόνο. Σύμφωνα με τους διδασκάλους της Εκκλησίας, Βασίλειο και Αυγουστίνο, οι μάρτυρες απολάμβαναν τα βασανιστήρια. Περπατάνε, γράφει ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Χρυσόστομος, πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, λες κι ήταν τριαντάφυλλα, και ρίχνονται στην πυρά σαν σε δροσερό λουτρό. Ο Προυδέντιος, ο μεγαλύτερος αρχαίος χριστιανός ποιητής της Δύσης, τον οποίο στο Μεσαίωνα θαύμαζαν περισσότερο από όλους, αναφέρει το μαρτύριο ενός παιδιού που μόλις είχε αποκοπεί από το στήθος της μάνας του και που υπέμενε γελώντας τις βουρδουλιές που έσκιζαν το σωματάκι του. Φυσικά δεν είναι το μοναδικό βρέφος-θύμα στην καθολική ένδοξη μυθολογία!

Και για την κάπως μεγαλύτερη στην ηλικία Αγνή, ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Αμβρόσιος, ο ταλαντούχος ευρετής τόσων μαρτύρων, γράφει: «Μα πρόσφερε γενικά το τρυφερό κορμί του παιδιού χώρο για θανάσιμο τραύμα;». Για τον Αμβρόσιο, όπως και για όλους τους ομοίους του, ένα θαύμα δεν μπορούσε ποτέ να είναι αρκετά θαυμαστό. «Γιατί μίλησε ακόμη και το γάίδουράκι με ανθρώπινη φωνή, καθώς ήταν θέλημα Θεού». Από την άλλη πλευρά, ο μαρτυρικός θάνατος του Αγίου Γεωργίου επισκιάζει όλους τους άλλους. Ήταν τόσο παράλογος και φιλοτεχνημένος με τόσο τρελά θαύματα, ώστε οι άνδρες της Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση τα μετρίασαν με «βελτιώσεις», για να τον κάνουν πιο πιστευτό.

Γενικά διακρίνονται και γυναίκες, τις περισσότερες φορές φυσικά παρθένες, όπου εντύπωση κάνει πόσο συχνά οι χρονικογράφοι των χριστιανών βάζουν τους κακούς ειδωλολάτρες να κόβουν τα στήθη καθολικών παρθένων: Κόβουν τα στήθη της αγίας παρθένου Αγάθης, της αγίας παρθένου Μάκρας, της αγίας παρθένου Φεβρονίας, της αγίας παρθένου Εγκρατίδας, της οσιομάρτυρος Ελικωνίδας, της αγίας Καλλιόπης κ.ο.κ. Για την αγία παρθένο Αναστασία την πρεσβυτέρα το Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο αναφέρει: «Κατά τους διωγμούς του Βαλεριανού υπό τον ηγεμόνα Πρόβο δέθηκε με σκοινιά καιλουρίδες, βασανίστηκε με χαστούκια, φωτιά και χτυπήματα, και, καθώς επέμενε αμετακίνητη παρ' όλα αυτά στην ομολογία πίστης του Χριστού, της έκοψαν τα στήθη, της έβγαλαν τα νύχια, της έκοψαν τα χέρια και τα πόδια, και τέλος το κεφάλι, και έτσι έσπευσε να συναντήσει τον ουράνιο νυμφίο της». Ένα εντυπωσιακό τέλος, μα την αλήθεια. Επί Κωνστάντιου ο «αιρετικός Μακεδόνιος», επομένως ένας χριστιανός, διατάζει, προφανώς εντελώς συστηματικά, να κόβουν με το χαντζάρι τα στήθη των «πιστών γυναικών» και να τα καυτηριάζουν με πυρωμένο σίδερο. Κι αν δεν αναφύονται πάντα τα στήθη τους, και συχνά δεν το κάνουν, παρ' όλα αυτά οι κυρίες κάνουν άλλα θαυμαστά πράγματα...

Η αγία παρθένος Αγνή ρίχνεται στην πυρά, και η προσευχή της σβήνει τη φωτιά. Η αγία παρθένος Ιουλιανή περιφρονεί τον τοποτηρητή Εβιλάσιο ως σύζυγο και επιβιώνει τόσο από πύρινες φλόγες, όσο και από ένα ντους με βραστό νερό. Και η αγία Ερωτηίδα βγαίνει ζωντανή από τις πύρινες φλόγες, «από αγάπη προς τον Χριστό». Με τον ίδιο τρόπο βγαίνουν σώες μέσα από τις φλόγες την εποχή των διωγμών του Διοκλητιανού οι αγίες παρθενομάρτυρες Αγάπη και Χιονία. Η αγία παρθένος Εγκρατίδα επιβιώνει (αρχικά) παρά τα κομμένα στήθη και το βγαλμένο συκώτι, για να μην αναφέρουμε και τα άλλα μαρτύρια. Και η αγία Ελικωνίδα η οποία εκτέθηκε σε πολλά βασανιστήρια επί αυτοκράτορα Γορδιανού, βγαίνει ζωντανή από τον ακρωτηριασμό του στήθους της, τη ρίψη στην πυρά και σε θηρία, έως ότου υποκύπτει τελικά στο σπαθί. Η αγία παρθένος Χριστίνα, ήδη φριχτά κομματιασμένη, σώζεται από άγγελο
μέσα σε μια λίμνη, παραμένει «σώα» επί πέντε ημέρες μέσα σε ένα καμίνι, επιβιώνει και από δηλητηριώδη φίδια, από το κόψιμο της γλώσσας της, οπότε όμως ολοκληρώνει «την πορεία του ένδοξου μαρτυρίου της» (Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο).

Κατά τους διωγμούς των χριστιανών στη Γαλατία το 177 υπό τον Μάρκο Αυρήλιο -οι οποίοι, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστοριογράφο Ευσέβιο, κόστισαν τη ζωή σε «δεκάδες χιλιάδες μάρτυρες», ενώ τώρα στο καθολικό «Θεολογικό και Εκκλησιαστικό Λεξικό» απομένουν μόνο οχτώ!- «οι οσιομάρτυρες περνούσαν από βασανιστήρια τα οποία ξεπερνούν κάθε περιγραφή» (Ευσέβιος). Ιδιαίτερα η αγία Βλανδίνη (εορτάζεται τη 2α Ιουλίου), μια τρυφερή υπηρέτρια, διακρίνεται για τις επιδόσεις της δύναμής της. Παρότι τη βασανίζουν από το πρωί έως το βράδυ, αντί να κουραστεί εκείνη, εξαντλείται το μαστίγιο των βασανιστών της. Κατακρεουργημένη ήδη σε όλο της σώμα, ρίχνεται στα θηρία, τη μαστιγώνουν, την ψήνουν, έτσι ώστε τα μέλη που ψήνονται «την τύλιγαν στην τσίκνα τους». Αφού ύστερα τη μαστίγωσαν άλλη μια φορά, αφού την έριξαν στα θηρία και αφού τη σούβλισαν, «εγκαταλείπει στο τέλος τα εγκόσμια».

Ο καθολικός εκκλησιαστικός ιστορικός Michel Clevenot τονίζει μεν ότι εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους του Τραϊανού, «δεν κυνηγούσαν τους χριστιανούς», αλλά αρκούνταν να συλλαμβάνουν απλά τους καταγγελθέντες (δικαίως το θεωρεί άλλη μια απόδειξη, «αν γενικά χρειάζεται, για το γεγονός ότι οι ρωμαϊκές αρχές δεν ήταν καθόλου εχθρικά διατεθειμένες εναντίον των χριστιανών»). Ύστερα όμως αναφέρεται στο «λουτρό αίματος της Λυών» και ψέλνει έναν μακροσκελή ύμνο στην αγία Βλανδίνη: «Ω! αξιέραστη Βλανδίνη, φτωχή μικρή που μορφωμένοι κρατικοί υπάλληλοι, ανθρωπιστές, στολισμένοι με διπλώματα και τιμές, σε έδωσαν βορά της αμβλύνου αγριότητας του ξεσηκωμένου όχλου, εσύ είσαι το σύμβολο όλων εκείνων των θυμάτων αυτού του τρομακτικού κρατικού Δικαίου... Εσύ σίγουρα δεν νοιάστηκες για το σώμα σου, Βλανδίνη, και δεν έκλαψες για τη ψυχή σου. Ήσουν εντελώς αφοσιωμένη, με ψυχή και σώμα, στον ίδιο τον Ιησού...».

Σχεδόν ακόμη πιο μεγαλόπρεπη στάση από την αγία κράτησε ο διάκονος Σάνκτος ο οποίος μαρτύρησε μαζί της. Αφού τον υπέβαλαν σε όλων των ειδών τα βασανιστήρια, αφού τελικά πλάκωσαν τα πιο ευαίσθητα τμήματα του σώματος του με πυρωμένες σιδερένιες πλάκες, έτσι ώστε ήταν μόνο μια πληγή, εντελώς συντετριμμένος, καμένος, παραμορφωμένος, γεμάτος όγκους, εξανθήματα, αίμα, τον βασάνισαν πάλι μετά από δύο ημέρες, άνοιξαν ξανά όλες τις πληγές του, οι οποίες όμως γιατρεύτηκαν πάλι όλες με θαυμαστό τρόπο. Ζωηρός ζωηρός, υγιής και δυνατός ξανασηκώθηκε από τους βασανισμούς. «Ρωτάτε, ποιοι ήταν οι μεγάλοι της Εκκλησίας; Αποκλειστικά και μόνο οι μάρτυρες» (Καθολικός Van der Meer). Ο Σάνκτος, η Βλανδίνη και οι σύντροφοί τους πυρπολήθηκαν και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγίου επισκόπου Γρηγόριου της Τουρ, η τέφρα τους ρίχτηκε στον ποταμό Ροδανό, όπου όμως ξαναβρέθηκε με θαυματουργικό τρόπο -αυτό κι αν είναι θαύμα- και ενταφιάστηκε στη Λυών.

Ο μακράν επιφανέστερος χριστιανός της Λυών, ο άγιος Ειρηναίος, ο οποίος, όταν άρχισαν οι διωγμοί, ήταν ακόμη στην πόλη, βρέθηκε ύστερα στο άψε-σβήσε σε υπηρεσιακό ταξίδι στη Ρώμη, αλλά αργότερα πρόλαβε και έγινε και μάρτυρας -στα χαρτιά...

Πηγή: «Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού» (Karlheinz Deschner)

Ελληνισμός και Χριστιανισμός: Από που κι ως που «χέρι-χέρι»; - Η προπαγάνδα της Εκκλησίας και το ιστορικό ψεύδος της ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

 
«(Ο Μέγας Κωνσταντίνος) τα ιερά και πάντας τους ναούς των Ελλήνων κατέστρεψε...

[...] Τους δε ναούς των Ελλήνων, πάντας κατέστρεψε έως εδάφους ο αυτός Θεοδόσιος βασιλεύς... Πολλά δε ιερά (των Ελλήνων) εποιήσεν (χριστιανικές) εκκλησίας και ηυξήθην τα των χριστιανών πλέον επί της βασιλείας αυτού... Τον δε ναό της Αρτέμιδος εποίησεν ταβλοπαρόχιον τοις κιττίζουσιν...τον δεν της Αφροδίτης ναόν εποίησεν καρουχαρείον του επάρχου των πραιτωρίων, κτίσας πέριξ οσπήτια και κελεύσας δωρεάν μένειν εν αυτοίς τα πάνυ πενιχράς πόρνας...

[...] Διωγμὸς γέγονεν Ελλήνων μέγας, και πολλοί εδημεύθησαν...και εκ τούτου πολύς φόβος γέγονεν. Εθέσπισε δε ο αυτός βασιλεύς
(Ιουστινιανός) ώστε μη πολιτεύεσθαι τους ελληνίζοντας, τους δε των άλλων αιρέσεων όντας αφανείς γενέσθαι της Ρωμαϊκής πολιτείας, προθεσμίαν τριών μηνών λαβόντας εις το γενέσθαι αυτοὺς κοινωνούς της ορθοδόξου πίστεως... Επί δε της υπατείας τού αυτού Δεκίου, ο αυτός βασιλεύς θεσπίσας πρόσταξιν έπεμψεν εν Αθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε νόμιμα εξηγείσθαι... Συσχεθέντες Έλληνες περιεβωμίσθησαν και τα βιβλία αυτών κατεκαύθη...και εικόνες των μυσερών θεών αυτών και αγάλματα».

Ιωάννης Μαλάλας («Χρονογραφία», Λόγος 13ος & 18ος)

Λένε ότι «λαός που δεν γνωρίζει την ιστορία του, είναι καταδικασμένος σε αφανισμό». Αυτό εν μέρει ακούγεται λογικό. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση, που την ιστορία που μαθαίνει ο λαός, είτε τη μαθαίνει μισή, είτε δεν είναι η πραγματική, ή είναι «φτιασιδωμένη»;

Πριν λίγα χρόνια, προκλήθηκε σάλος με το βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση και των συνεργατών της, το οποίο πρόλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα να διδαχτεί στις ελληνικές σχολικές αίθουσες. Κατηγορήθηκε -και σωστά- για ισοπέδωση και διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, το κράτος έχει χρέος να διαμορφώνει εθνική συνείδηση (με την καλή έννοια και όχι φυσικά την ακραία του εθνικισμού) και η εθνική συνείδηση διαμορφώνεται όταν τα παιδιά μπορούν να νιώσουν υπερήφανα για κάτι. Αυτό το βιβλίο σίγουρα δεν ήταν κατάλληλο για κάτι τέτοιο (εκτός των άλλων που κατηγορήθηκε). Από την άλλη όμως, είναι λυπηρό αυτό που συμβαίνει ακόμα και στις μέρες μας, καθώς με την συνδρομή της Εκκλησίας και την ανοχή της ελληνικής Πολιτείας τα παιδιά ουσιαστικά καλούνται να αποκτήσουν μέσα στα σχολεία και θρησκευτική συνείδηση. Και η διαμόρφωση αυτή που ξεκινά με την γέννησή του και το απαράδεκτο φαινόμενο του νηπιοβαπτισμού συνεχίζεται με την σχολική εκπαίδευση, όπου η ιστορία που αφορά την κεφάλαιο Εκκλησία, όχι απλώς διαστρεβλώνεται, αλλά κακοποιείται βάναυσα, παρουσιάζοντας το άσπρο μαύρο, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της προπαγάνδας.

Τα Ελληνόπουλα μεγαλώνουν, διδασκόμενα μισές αλήθειες και ιστορικά ψεύδη, τα οποία ουσιαστικά υπαγορεύτηκαν στα νεότερα χρόνια του ελληνικού κράτους από το «κράτος» της Εκκλησίας, η οποία από κει που ήταν ένας ακόμα δυνάστης και τύραννος για το υπόδουλο ελληνικό έθνος, αίφνης με την απελευθέρωση και την δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821, γυρνά έναν διακόπτη και μεταμορφώνεται σε προστάτης των ελληνικών ιδεωδών και θεματοφύλακας του ελληνικού γένους. Την περίοδο, κατά την οποία οργίαζε με την ασυδοσία της και τον σατραπισμό της, δηλαδή την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατάφερε να την ταυτίσει με τον ελληνισμό. Έτσι, αυτό που μαθαίνουν εν τέλει οι Έλληνες μαθητές σήμερα, είναι ότι ο χριστιανισμός υιοθετήθηκε προθύμως απ' τους Έλληνες και πως στην ουσία ελληνισμός και χριστιανισμός είναι δυο έννοιες συνυφασμένες. Το δε Βυζάντιο ουσιαστικά παρουσιάζεται σαν Ελληνική Αυτοκρατορία. Μέγα ιστορικό ψεύδος και απάτη!

Το Βυζάντιο δεν υπήρξε ποτέ ελληνικό ούτε φιλελληνικό. Ούτε καν ανεκτικό προς την Ελληνικότητα. Το Βυζάντιο δεν ονομάστηκε ποτέ «Ελλάς», ούτε «Νέα Ελλάς», ούτε «Νέαι Αθήναι» ούτε καν Βυζάντιο (ο συμβατικός όρος «Βυζάντιο» επινοήθηκε το 1557 απ' τον Γερμανό ιστορικό Hieronymus Wolf). Το συνηθισμένο όνομα, αυτό που απαντάται στα επίσημα κείμενα της Αυτοκρατορίας, στους χρονικογράφους και τους ιστορικούς της εποχής είναι «το Κράτος», «Η Βασιλεία των Ρωμαίων», «Το Χριστιανικό Κράτος», «Το Ορθόδοξον Βασίλειον», «η Ρωμανία». Έτσι επευφημούσε το κράτος του ο λαός της Κωνσταντινούπολης κατά τον 10ο αιώνα, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Για τον ίδιο συγγραφέα–αυτοκράτορα οι Βυζαντινοί είναι «εκλεκτόν γένος», «Αγία Σιών», «Νέα Ιερουσαλήμ», «λαός ως αληθώς περιούσιος».

Το όνομα «Έλλην» αντικαταστάθηκε από το «Ρωμιός» και για αιώνες ήταν απαγορευμένο επί ποινή θανάτου και συνώνυμο του «ειδωλολάτρη». Σαν «Έλληνες» θεωρούνταν πλέον, αυτοί που δεν ασπάστηκαν τον χριστιανισμό αλλά συνέχιζαν να εξασκούν την ελληνική πολυθεϊστική θρησκεία και να διαβάζουν και να μελετούν αρχαία κείμενα φιλοσόφων. Γενικότερα, όσοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εξακολουθούσαν να αρνούνται τον Χριστιανισμό και έμεναν προσκολλημένοι στις θρησκείες τους, ονομάζονταν και «Εθνικοί», ανεξαρτήτως εθνικότητας.

Σχεδόν κανένας από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου δεν υπήρξε Έλληνας (και η καταγωγή μερικών εξ αυτών που θεωρούνται Έλληνες, είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμη). Ο Κωνσταντίνος ο επονομαζόμενος Μέγας δεν γνώριζε ούτε καν ελληνικά. Ο Θεοδόσιος ήταν Ισπανός, «ευγενής εξ Ιβήρων» σύμφωνα με τον Λέοντα τον Γραμματικό. Ο Ιουστινιανός ήταν Ιλλυριός (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιουτπράδα), ο Ηράκλειος ήταν Καππαδόκης, ο Βασίλειος ο ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας ήταν Αρμένιος, ο Ιωάννης Τσιμισκής ήταν Αρμένιος (το πραγματικό του όνομα ήταν Τσεμίσκε) και ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (ο Έλληνας μαρμαρωμένος βασιλιάς, όπως τον αποκαλούν οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί) Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν Σέρβος στην καταγωγή (το πραγματικό του όνομα ήταν Κονσταντίν Ντράγκατς) από την πλευρά της μητέρας του, ενώ απ' την πλευρά του πατέρα του υπάρχει ένα χάος, καθώς προέρχεται από ένα συνονθύλευμα πρόσμιξης εθνοτήτων.

Ο συνεκτικός κρίκος του Βυζαντινού κράτους ήταν η «ορθοδοξία». Οι υπήκοοι του δεν ήταν όλοι Έλληνες. Τα ξένα στοιχεία (Σλάβοι ή Αρμένιοι) ήταν πιο πολυάριθμα και πολύ πιο ισχυρά. Κατά την Βυζαντινή περίοδο ο Ελληνισμός απλά επιβίωνε χωρίς εθνική υπόσταση, διωκόμενος ανηλεώς ως έθνος και ως πολιτισμός. Είναι ψέμα ότι το Βυζάντιο διέσωσε την ελληνική γλώσσα. Αναγκάστηκε να την χρησιμοποιήσει γιατί ολόκληρη η Ασία και η Αίγυπτος ομιλούσαν Ελληνικά από την εποχή του Μ Αλεξάνδρου.

Το Βυζάντιο σφράγισε τις φιλοσοφικές σχολές και στη θέση τους ίδρυσε εκκλησιαστικές σχολές για την προώθηση της χριστιανικής θρησκείας.

Το Βυζάντιο έκαψε τα φιλοσοφικά συγγράμματα και στη θέση τους διέδωσε τον Σχολαστικισμό: Δηλαδή την υποταγή της φιλοσοφίας στη θρησκεία.

Το Βυζάντιο αντικατέστησε την επιστήμη του Ασκληπιού με τις προσευχές, το Ολυμπιακό Πνεύμα με την υποταγή και την υπακοή, τα Λουτρά και τις εορτές με την κακοποίηση του σώματος, την απληστία, τις πολυήμερες νηστείες.

Αντικατέστησε την χαρά και το φως της Αρχαίας Ελλάδος με το σκοτάδι της φρίκης, του θανάτου, του ολέθρου. Θεμέλιο του Βυζαντίου υπήρξε το Δόγμα και οι ρήσεις των Πατέρων της Εκκλησίας. Ο συγγραφέας Τζόζεφ Μακ Κέιμπ παραδέχθηκε: «Το Βυζάντιο επί δέκα ολόκληρους αιώνες δεν κατόρθωσε να παράγει ούτε ένα βιβλίο που να διαβάζεται σήμερα από έναν καλλιεργημένο άνθρωπο».

Δεν κατανοούμε αυτά που συμβαίνουν στο παρόν γιατί δεν γνωρίζουμε αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν. Και δεν μπορούμε να προβλέψουμε και να πορευθούμε με σιγουριά στο αύριο, αν δεν έχουμε κατανοήσει τι έγινε χθες και τι γίνεται σήμερα.

Ποιος επωφελείται από την ταύτιση Ελλάδος–Βυζαντίου; Ασφαλώς το αδύναμο πολιτισμικά και ιδεολογικά Βυζάντιο και όχι η Ελλάς. Αν αρνηθούμε να αποδώσουμε στο Βυζάντιο τον χαρακτήρα του κληρονόμου της Ελλάδος, θα καταρρεύσει το ψευδεπίγραφο κύρος του και μαζί μ’ αυτό το δόγμα «εξ Ανατολών το φως» που τόση σύγχυση επιφέρει στους Έλληνες σήμερα. Η ανθρωπότητα ανά τους αιώνες βυθίστηκε πολλές φορές στο σκοτάδι της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας από τους δυνάστες που την επιβουλεύτηκαν.

Στην συνέχεια του κειμένου, θα γίνουν αναφορές στα κυριότερα σημεία της παράλληλης πορείας χριστιανισμού και ελληνισμού, για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες «αγκάλιασαν» τη θρησκεία της «αγάπης» κι επειδή τα «γραπτά μένουν», προς το τέλος παρατίθενται και μερικά αποσπάσματα από τον Θεοδοσιανό και τον Ιουστινιάνειο Κώδικα που αποτυπώνουν γλαφυρά την «καλοπέραση» των Ελλήνων και κατ' επέκταση των Εθνικών, στα χέρια των χριστιανών-Βυζαντινών ομοεθνών τους και μη, όταν τολμούσαν να «διαπράττουν την ασέβεια του Ελληνισμού»!

Φυσικά, αυτά δεν διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία, γιατί εκεί η ιστορία σταματάει μέχρι το σημείο που οι κακοί Ρωμαίοι καταδιώκουν τους αγαθούς χριστιανούς. Η ιστορία που αφορά τους κακούς χριστιανούς στον ρόλο αυτή τη φορά του διώκτη των Ελλήνων και γενικά των αλλόθρησκων, αποσιωπάται... Όπως αποσιωπάται για παράδειγμα, το αίσχος της Σκυθόπολης. Καθώς φαίνεται εξακολουθούν να μας θεωρούν «κρετίνους» (Κρετίνος: από την γαλλική λέξη «κρετίν» (cretin) που σημαίνει «αφελής», «αγαθός», «ανόητος» και προέρχεται από την λέξη chretien=χριστιανός).

Στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ., στην Σκυθόπολη της Συρίας (σημερινό Beit She'an στο Ισραήλ), παλαιά πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Δεκαπόλεως, λειτουργούσαν «στρατόπεδα θανάτου», οργανωμένα δηλαδή κέντρα βασανισμού και θανατώσεως των καταδικασθέντων Εθνικών (κυρίως ελληνόθρησκων) που αρνήθηκαν να ασπασθούν το χριστιανισμό. Εμπνευστής και οργανωτής του σφαγείου αυτού ήταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αμμιανού Μαρκελλίνου (Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος ήταν ο ιστορικός του Ρωμαίου Χριστιανού αυτοκράτορα Κωνστάντιου του Β΄, κατά την εποχή του οποίου άρχισαν οι πιο αποτρόπαιοι διωγμοί εναντίων των Ελλήνων), ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Γεώργιος. Στο 11ο κεφάλαιο του 17ου τόμου του έργου του, ο Αμμιανός αναφέρει ότι «ο Γεώργιος με τη συμμορία του προχωρούσε στους δρόμους των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας κομματιάζοντας ανθρώπους και καίγοντας τα πάντα και είχε αναρριχηθεί στη θέση του επισκόπου εξοντώνοντας πολλούς ανθρώπους». Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ιστορικός: «...και από τα πιο απομακρυσμένα σημεία της Αυτοκρατορίας σέρνονταν δεμένοι με αλυσίδες αμέτρητοι πολίτες κάθε ηλικίας και κάθε κοινωνικής τάξεως. Και από αυτούς πολλοί πέθαιναν στη διαδρομή ή στις ανά τόπους φυλακές. Και όσοι κατόρθωναν να επιζήσουν, κατέληγαν στη Σκυθόπολη, μία απόκεντρη πόλη της Παλαιστίνης, όπου είχαν στηθεί τα όργανα των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων», ενώ στο ίδιο σημείο της συγγραφής του (ΙΘ, 12) τονίζει ότι «αρκούσε να κατηγορηθεί κάποιος από κακόβουλο ρουφιάνο ότι φορούσε αποτρεπτικό φυλακτό ή ότι κάποιος τον είδε να κάθεται κοντά σε αρχαίους τάφους ή ερείπια για να καταδικασθεί σε θάνατο ως ειδωλολάτρης ή νεκρομάντης».

Στα «στρατόπεδα θανάτου» της Σκυθοπόλεως θ’ «ανδραγαθήσουν» οι ιεροεξεταστές Μόδεστος (αντικαταστάτης του Επάρχου Πραιτωρίου Ερμογένους του Πόντου, ο οποίος είχε κριθεί...«ελαστικός» και...«ανεκτικός») και Παύλος «Ταρταρεύς» (ένας εξαιρετικά αιμοδιψής χριστιανός, πρώην εκπαιδευτής μονομάχων). Σε εκείνους ακριβώς τους τρομερούς καιρούς θα βασανισθούν ή εξορισθούν, ανάμεσα σε άλλους, και οι Σιμπλίκιος Φιλίππου (πρώην Έπαρχος Αιγύπτου και Ύπατος), Παρνάσιος ο Αχαιός (Έλλην εκ Πατρών, πρώην Έπαρχος Αιγύπτου), καθώς και ο υπέργηρος φιλόσοφος Δημήτριος Κύθρας (με την κατηγορία ότι απλώς θυσίαζε στους Θεούς).

Σύμφωνα με τον χριστιανό χρονογράφο Σωζομενό, τον οποίο φυσικά, δύσκολα μπορεί να τον κατηγορήσει κάποιος ως συκοφαντούντα τους ομοθρήσκους του, μαθαίνουμε ότι «των ελληνιστών μικρού πάντες κατ' εκείνο διεφθάρησαν, και οι μεν πυρί, οι δε ξίφει απολέσθαι προσετάχθησαν. Παραπλησίως δε δια την αυτήν αιτίαν διεφθάρησαν οι ανά πάσαν την αρχομένην λαμπρώς φιλοσοφούντες. Αλλά και εις μη φιλοσόφους, εσθήτι δε τη εκείνων χρωμένους εχώρει ο φόνος -ως μηδέ τους τα- άλλα επιτηδεύοντας κροκωτοίς τριβωνίοις αμφιένυσθαι, δι υπόνοιαν κινδύνου και δέος» (Ερμ. Σωζομενού, «Εκκλ. Ιστορ.», βιβλ. Στ’, κεφ. 35). Αντιλαμβάνεστε τι λέει ο χριστιανός Σωζομενός; Η τρομοκρατία είχε φτάσει σε τέτοια επίπεδα που οι άνθρωποι φοβόντουσαν τι ρούχα θα φορέσουν για να μην τους περάσουν για φιλόσοφους!

Ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών αυτών, που έλαβαν χώρα στη Σκυθόπολη και διήρκεσαν σχεδόν για μια εικοσαετία, είναι ανυπολόγιστος, αλλά μετριέται τουλάχιστον σε εκατοντάδες χιλιάδες.

Βέβαια, οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί δεν παραδέχονται τις σφαγές της Σκυθόπολης, ή αυτοί που τις παραδέχονται, επικαλούνται «πολιτικούς λόγους» και «συνωμοσίες εναντίον του αυτοκράτορα», και ότι εν πάση περιπτώσει οι Εθνικοί δεν ήταν ο μοναδικός στόχος και αυτοσκοπός. Ακόμα κι αν είναι έτσι, το μόνο που διδάσκεται κάποιος απ' αυτή την εκδοχή, είναι ότι το «ου φονεύσεις» μπορεί να έχει και τις εξαιρέσεις του, ή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κοντολογής, για τους χριστιανούς φαίνεται ότι όταν ο φόνος διαπράττεται από την πλευρά τους εις βάρος κάθε είδους «αντιφρονούντα», δεν είναι χριστιανικό αμάρτημα...

Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί εδώ, ότι τους διωγμούς και τις σφαγές των Εθνικών, τις παραδέχεται και ο «εθνικός ιστορικός» Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, παρ' όλο που προσπαθεί κάπως να τις δικαιολογήσει, ρίχνοντας την κύρια ευθύνη στον «όχλο». Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο Παπαρρηγόπουλος ήταν αυτός που «φώλιασε» και συνέδεσε το Βυζάντιο στην διαχρονική ελληνική ιστορία, τον 19ο αιώνα, προσδίδοντάς του ελληνικό χαρακτήρα, μέσα στα πλαίσια και της προσπάθειάς του να αντικρούσει τις ανιστόρητες θέσεις του Αυστριακού «ιστορικού» Φαλμεράγιερ (ο οποίος υποστήριξε ότι οι Έλληνες είχαν εξαφανιστεί λόγω της καθόδου των Σλάβων και των Αλβανών).

Η επίσημη αρχή των διωγμών θα μπορούσε τυπικά να τοποθετηθεί στο 314 μ.Χ. όταν χτίζεται στη Ρώμη η πρώτη χριστιανική Βασιλική (αν και οι διωγμοί είχαν ήδη αρχίσει ατύπως λίγα χρόνια πριν). Αμέσως μετά την νομιμοποίησή της από τον ηλιολάτρη Ρωμαίο αυτοκράτορα Φλάβιο Βαλέριο Κωνσταντίνο, η Χριστιανική Εκκλησία αρχίζει την επίθεσή της κατά των θρησκειών των Εθνικών. Η Σύνοδος της Αγκύρας ταυτίζει πτυχές της λατρείας της Θεάς Αρτέμιδος (Diana) με…μαγεία και…λατρεία του Σατανά των χριστιανών, ενώ ο 11ος «Κανών» του εν Αρελάτη (Arles, η «Μικρή Ρώμη της Γαλατίας» όπως την έλεγε ο Αυσόνιος) 1ου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου που συνεκάλεσε ο Κωνσταντίνος, αναθεματίζει όλες τις χριστιανές που παντρεύονται Εθνικούς. Στο ίδιο Συμβούλιο, καθώς η εξουσία έχει πλέον καταληφθεί και ο Εθνικός Πολιτισμός κτυπηθεί σοβαρά, αποφασίζεται το τέλος της αρνήσεως των χριστιανών να στρατεύονται, καθώς και το τέλος της προπαγάνδας εναντίον της Ρώμης, πρακτικές που φορτώνονται στην ήδη διωκόμενη «δονατιστική» τάση μέσα στους χριστιανούς.

Το 330 μ.Χ. οι χριστιανοί λεηλατούν και πυρπολούν στο Bayeux το Ιερό του κελτορωμαϊκού Θεού Βελένου Απόλλωνος και λυντσάρουν τους ιερείς του. Ο Κωνσταντίνος, σε ημερομηνία που τού υπέδειξαν οι αστρολόγοι (στις 11 μηνός Μαΐου, «Ήλιος στον Τοξότη με επιρροές Καρκίνου, άρα μία πόλη θρησκευτική») μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανατολικά, στην ιδρυθείσα από αυτόν Κωνσταντινούπολη, την οποία διακοσμεί λεηλατώντας τα Ιερά των Εθνικών.

Το 331 μ.Χ. Ο ουσιαστικώς χριστιανός πλέον Κωνσταντίνος συνεχίζει την καταλήστευση των Ιερών των Εθνικών σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Παραβιάζονται τα θησαυροφυλάκια όλων ανεξαιρέτως των «ειδωλολατρικών» Ναών, εκτός όσων ανήκαν στην αυτοκρατορική λατρεία και οι θησαυροί χαρίζονται στην χριστιανική Εκκλησία. Όσων λατρειών αυθαιρέτως κρίνονται... «άσεμνες», πάντα κατά την άποψη των χριστιανών επισκόπων, οι Ναοί «εξαγνίζονται» πρώτα με φωτιά και εν συνεχεία ισοπεδώνονται.

Το 335 μ.Χ. λαβαίνουν χώρα τα εγκαίνια της Εκκλησίας του…«Αγίου Τάφου», ο οποίος κτίσθηκε στη θέση του Ναού της Θεάς Αφροδίτης που ο Κωνσταντίνος κατέστρεψε το 326–327, και για τον διάκοσμό του λεηλατούνται όλα σχεδόν τα Εθνικά Ιερά της Παλαιστίνης και της Μικράς Ασίας. Με ειδικό αυτοκρατορικό διάταγμα σταυρώνονται ως τάχα...υπαίτιοι της κακής συγκομιδής εκείνου του έτους (...) όλοι οι «μάγοι και μάντεις», και ανάμεσά τους μαρτυρεί ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος Σώπατρος εξ Απαμείας, μαθητής του Ιαμβλίχου, που είχε προσωπικά επιχειρήσει να επαναφέρει τον Κωνσταντίνο στον Εθνισμό μέσω της φιλοσοφίας, και συνεπώς είχε συγκεντρώσει επάνω του το μίσος όλων των χριστιανών αυλικών.

Το 355 μ.Χ. χορηγείται από τον αυτοκράτορα Φλάβιο Ιούλιο Κωνστάντιο πλήρης ασυλία των χριστιανών επισκόπων απέναντι στα όποια κρατικά δικαστήρια. Την ίδια περίπου εποχή, αποθρασυνθείσα η χριστιανική αγροικία, κηρύσσει ανοικτά πλέον πόλεμο κατά της «ειδωλολατρικής» Παιδείας που ακόμα τυγχάνει ασυλίας από πλευράς της αυτοκρατορικής εξουσίας, όχι βεβαίως από «ανιδιοτελή επιθυμία για την καλλιέργεια των Μουσών», όπως τονίζει ο Cyril Mango (σελ. 157), «αλλά προφανώς ειδικά για να εκπαιδεύονται οι κρατικοί υπάλληλοι». Στους «Αποστολικούς Κανόνες», συνταχθέντες εκείνη ακριβώς την εποχή, διαβάζουμε τα εξής ανατριχιαστικά:
«Απόφευγε όλα τα βιβλία των Εθνικών. Τι χρειάζεσαι τις ξένες συγγραφές, τους νόμους και τους ψευδοπροφήτες που οδηγούν τους άφρονες μακριά από την πίστη; Τι βρίσκεις να λείπει από τις εντολές του Θεού και το αναζητάς στους μύθους των Εθνικών; Αν επιθυμείς να διαβάζεις ιστορίες έχεις το βιβλίο των Βασιλειών, αν ρητορική και ποιητική έχεις τους Προφήτες, έχεις τον Ιώβ, έχεις τις Παροιμίες, όπου θα βρεις σοφία μεγαλύτερη από κάθε ποιητική και σοφιστική, γιατί αυτά είναι τα λόγια του Κυρίου, του μόνου σοφού. Αν επιθυμείς τραγούδια έχεις τους Ψαλμούς, αν επιθυμείς αρχαίες γενεαλογίες έχεις την Γένεση, αν νομικά βιβλία και επιταγές, έχεις τον ένδοξο Θείο Νόμο. Γι’ αυτό απόφευγε με επιμονή κάθε εθνικό και διαβολικό βιβλίο».

Στις 11 Δεκεμβρίου του 361 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης κηρύσσει πλήρη ανεξιθρησκεία μετά τον θάνατο του Κωνσταντίου και εισέρχεται στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός («Invective versus Julianus», I 58 - 61) διαμαρτύρεται ότι ο ανεξίθρησκος Εθνικός αυτοκράτωρ «εστέρησε τους χριστιανούς της πόλεως από την…χαρά του μαρτυρίου (…)»!

Το 364 μ.Χ. ο νέος αυτοκράτορας Φλάβιος Ιοβιανός διατάσσει την πυρπόληση της Βιβλιοθήκης της Αντιοχείας, ενώ στις 11 Σεπτεμβρίου εκδίδεται έδικτο με το οποίο απαγορεύεται η Εθνική Λατρεία επί ποινή θανάτου. Στα χρησιμοποιούμενα βασανιστήρια κατά των Εθνικών προστίθεται εφεξής ο κατακομματιασμός των πλευρών με σιδερένια άγκιστρα, ενώ με θάνατο τιμωρούνται επίσης και οι σπλαχνοσκοπήσεις: «sileat omnibus perpetuo divinandi curiositas» («να πάψει διαπαντός η μαντική περιέργεια»). Με τρία ακόμη διατάγματα (της 4ης Φεβρουαρίου, 9ης Σεπτεμβρίου και 23ης Δεκεμβρίου) ξανακατάσχονται οι περιουσίες των Εθνικών Ιερών που είχαν επιστραφεί από τον Ιουλιανό και απαγορεύονται ακόμη και οι ιδιωτικές σπονδές, θυσίες και επωδές. Των δύο τελευταίων έχει προηγηθεί από την Σύνοδο της Λαοδικείας η εισήγηση (κατά την πάγια τότε τακτική της Εκκλησίας να εκδίδει αναθέματα κατά συγκεκριμένων στόχων που αμέσως μετά γίνονταν πάντα στόχος των απαγορευτικών εδίκτων και των κρατικών διωγμιτών) να εξοντωθούν οι αστρολόγοι και οι χριστιανοί «αιρετικοί» που εορτάζουν τα Σάββατα. Σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία, ο νεόθρησκος όχλος, προστατευόμενος πλέον από τις βυζαντινές αρχές κατοχής, καταλαμβάνει Εθνικούς τόπους Λατρείας, τους καταστρέφει εκ θεμελίων και κτίζει επάνω τους εκκλησίες, ενώ πάμπολλοι εξέχοντες Εθνικοί φυλακίζονται ή εκτελούνται και δημεύεται η περιουσία τους (ανάμεσά τους και ο επί Ιουλιανού, Κόμης Πριβάτων και μετά Ανθύπατος Ασίας Ελπίδιος, πρώην χριστιανός που είχε επιστρέψει στην Εθνική Λατρεία, επιδείξας μάλιστα ιδιαίτερο ζήλο στην τέλεση των ιεροπραξιών, σε σημείο που να τον αποκαλούν κοροϊδευτικά «θυσιαστή» οι χριστιανοί).

Έδικτο της 17ης Νοεμβρίου 365 μ.Χ. απαγορεύει στους Εθνικούς αξιωματικούς να διατάσσουν χριστιανούς στρατιώτες. Άπειροι σωροί βιβλίων, όλα τους λογοτεχνικά, φιλοσοφικά κι επιστημονικά ελληνικά συγγράμματα -και όχι...«εγχειρίδια μαγείας», όπως ήθελε η διαστροφή των ιεροεξεταστών- καίγονται στις πλατείες των αστικών κέντρων, ενώ μέσα στα πλήθη των διωκομένων «ειδωλολατρών», βρίσκονται όλοι σχεδόν οι εναπομείναντες αξιωματούχοι του Ιουλιανού, που είτε καθαιρούνται, είτε ρίχνονται στις φυλακές και οι πιο άτυχοι από αυτούς καίγονται ζωντανοί, αποκεφαλίζονται, ή στραγγαλίζονται μετά από φρικτά βασανιστήρια με την κατηγορία, φυσικά, της...«ασκήσεως μαγείας» (!), όπως λ.χ. ο ιατρός Ορειβάσιος, ο φιλόσοφος Σιμωνίδης που τον έκαψαν ζωντανό (στην πρώτη ιστορικά χριστιανική καύση, πολύ πριν τα περιβόητα «auto da fe» των παπικών), ο αρχιερεύς των Εθνικών Ναών της Τρωάδος κα πρώην χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος, κ.ά.

Το 393 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α', καταργεί τα Πύθια, τα Άκτια και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δήωση της Ολυμπίας και ισοπέδωση όλων των βωμών της.

Οι αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος το 395 μ.Χ. απαγορεύουν ακόμα και την είσοδο στους Εθνικούς Ναούς («Θεοδοσιανός Κώδιξ» 16. 10. 13), ενώ με τα έδικτα της 22ας Ιουλίου και 7ης Αυγούστου, κηρύσσουν νέους διωγμούς κατά των Εθνικών. Το ίδιο έτος, ο ευνούχος πρωθυπουργός του αυτοκράτορος Αρκαδίου Ρουφίνος κατευθύνει τις ορδές τών, υπό τον Αλάριχο, χριστιανών πλέον Γότθων προς τον ελλαδικό χώρο. Ακολουθούμενοι από πλήθη φανατισμένων μοναχών, οι Γότθοι του Αλαρίχου (ο οποίος είχε πολεμήσει με τον Θεοδόσιο κατά των Εθνικών του Φλαβιανού) κατασφάζουν αμέτρητους Εθνικούς Έλληνες και καταστρέφουν πόλεις και Ιερά στο Δίον, τη Θεσσαλία, τους Δελφούς, τη Βοιωτία, την Αττική, τα Μέγαρα, την Κόρινθο, τη Φενεό, το Άργος, τη Νεμέα, τη Λυκόσουρα, τη Σπάρτη, τη Μεσσήνη, τη Φιγαλεία, την Ολυμπία.

Μέχρι το 399 μ.Χ. τα πάμπολλα διαδοχικά αυτοκρατορικά διατάγματα (έδικτα) που είχαν εκδοθεί διαχρονικά μέχρι τότε και που ως κοινό στόχο έχουν την απαγόρευση οποιασδήποτε άλλης θρησκείας, εκτός του χριστιανισμού και τις καταστροφές ναών και μνημείων των Εθνικών, οδήγησαν σε ακρότητες και φρικαλεότητες. Σε Δύση και Ανατολή αμέτρητα φιλοσοφικά και επιστημονικά βιβλία του προχριστιανικού κόσμου εξαφανίζονται στην πυρά. Oι αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος, για να θέσουν όρια στην χριστιανική υστερία καταστροφής κάθε πολιτισμικού στοιχείου των Εθνικών, εκδίδουν τον Ιανουάριο ένα ακόμη έδικτο που θ’ ακολουθηθεί από νεώτερο τον Φεβρουάριο στην Ραβέννα («Προς Μακρόβιο και Προκλιανό, Βικάριο»), με το οποίο ανανεώνεται η απαγόρευση των θυσιών, αλλά και ανακαλούνται όσες προηγούμενες διαταγές πρόσταζαν την καταστροφή του «ειδωλολατρικού» διακόσμου των διαφόρων δημοσίων κτιρίων: «τυχόν τέτοια δικαιολογητικά έγγραφα πρέπει ν’ αποσπασθούν από τα χέρια των καταστροφέων και να μας επιστραφούν» («Ιουστινιάνειος Κώδιξ» 1. 11. 3). Με το πρώτο έδικτο («Προς Μακρόβιο, Βικάριο Ισπανίας και Προκλιανό, Βικάριο των Πέντε Επαρχιών») απλώς επιτρέπεται να μείνουν άθικτα τα ελάχιστα πια «ειδωλολατρικά» διακοσμητικά στοιχεία που ακόμα κοσμούαν κάποια δημόσια κτίρια στην Δύση, και έως τότε θεωρούντο «κατοικίες των δαιμόνων» από τους χριστιανούς που τα έσπαγαν ή χάρασσαν παντού επάνω τους το «χριστόγραμμα» ή τον σταυρό. Στην Ανατολή όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς η παντοδύναμη πλέον Εκκλησία πιέζει για αυτοκρατορική κάλυψη των εγκλημάτων της κατά του Εθνισμού. Στη Βόρειο Αφρική οι διωγμήτες Ιόβιος και Γαυδέντιος κτυπούν όλα τα αστικά κέντρα των Εθνικών, καταστρέφουν τους Ναούς, καίνε τις βιβλιοθήκες και θανατώνουν τους ιερείς. Οι ίδιοι ως άνω αυτοκράτορες, εκδίδουν στις 10 Ιουλίου ένα άλλο έδικτο («Προς Ευτυχιανό, Έπαρχο του Πραιτωρίου Ανατολής») το οποίο αναρτάται στην Δαμασκό και διατάσσει την εξαφάνιση από προσώπου γης, όλων των Ναών των Εθνικών «χωρίς φασαρία και οχλαγωγία».

Το έτος 405 μ.Χ., ο τρομερός Ιωάννης «Χρυσόστομος» (ο μισέλληνας που ευθέως αποκαλεί την Ελληνική Φιλοσοφία «ελληνική μωρία», «έξωθεν άνοια» και «μητέρα των κακών» στην 1η «Ομιλία» του «Προς Κορινθίους»), έχει ακόμα την ισχύ να στέλνει, παρ’ όλο που είναι πλέον εξόριστος στην Αρμενία, τις ορδές των ροπαλοφόρων συμμοριτών μοναχών να σαρώσουν τα «είδωλα», δηλαδή τους Ναούς, τα αγάλματα και τους βωμούς της Παλαιστίνης και της Συρίας. Όπως γράφει ο Chuvin (σελ. 75), ο φανατικός αυτός θεοκράτης «ενθαρρύνει από τον τόπο της εξορίας του στην Αρμενία, τις συμμορίες των μοναχών που λεηλατούσαν τα Εθνικά Ιερά στην Φοινίκη» και «όταν οι χωρικοί της Φοινίκης σκοτώνουν ή βγάζουν εκτός μάχης τους φανατισμένους ζηλωτές, ο Ιωάννης παρακινεί όσους παραμένουν γεροί να συνεχίσουν όπως οι καπετάνιοι στην καταιγίδα… τους προσφέρει δε κάθε υλική βοήθεια… και πληρώνει τους επιστάτες και τους εργάτες των κατεδαφίσεων των Ιερών». Ο Ιωάννης «Χρυσόστομος» φέρεται επίσης να διατάσσει την εκθεμελίωση ή πυρπόληση του ανακατασκευασμένου (μετά από την καταστροφή τού έτους 262 από τους Ερούλους) θαυμαστού Ναού της Θεάς Εφεσίας Αρτέμιδος.

Λίγο πριν το Πάσχα του 415, κατά προτροπή του επισκόπου Κυρίλλου, η Εθνική φιλόσοφος Υπατία δολοφονείται με άγριο τρόπο από τον χριστιανικό όχλο της Αλεξανδρείας. Οδηγείται στην πατριαρχική εκκλησία του «Αγίου Μιχαήλ», όπου οι χριστιανοί την κόβουν κομμάτια και περιφέροντάς τα στους δρόμους της πόλεως, τα καίνε τελικά μαζί με τα συγγράμματα της φιλοσόφου σε μία τεράστια πυρά στη θέση Κυναρών.

Το 418 μ.Χ. ο μόλις 17χρονος αυτοκράτορας–ανδρείκελο Θεοδόσιος «διατάσσει», κατά παραγγελία των ιερωμένων χειριστών του, την καταστροφή κάθε αντιχριστιανικού βιβλίου (Deschner, τόμος 2, σελ. 69).

Η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσσου το 431, καταδικάζει ως «αίρεση» τη διδασκαλία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου ότι η ανθρώπινη φύση του «Χριστού» είναι ανεξάρτητη από την θεϊκή και άρα η μητέρα του Μύριαμ (Παναγία) υπήρξε όχι Θεοτόκος αλλά Χριστοτόκος, και υιοθετεί επίσης την λατρεία της ως επίσημο δόγμα. Πλήθη πιστών, ιδίως γυναίκες, παραληρούν στους δρόμους από την χαρά τους. Ναοί των Εθνικών που στέγαζαν λατρεία γυναικείων θεοτήτων, μετατρέπονται από τους χριστιανούς σε εκκλησίες της Παναγίας.

Το έτος 438 κατανοώντας, ότι δεν μπορεί ν’ αλλοιωθεί η εκ των πραγμάτων θρησκευτική φύση του κανονικού Θέατρου, εκείνοι που απατεωνίστικα κατασκεύασαν μέχρι και «άγιους» και «μάρτυρες» ηθοποιούς (όπως λ.χ. τον Πορφύριο, «τον από μίμων», «προστάτη» μάλιστα των Νεοελλήνων ηθοποιών που τάχα μαρτύρησε το 362, επί Ιουλιανού δηλαδή !), τώρα καταλήγουν στο ανήκουστο να απαγορεύσουν εφεξής στους ηθοποιούς να είναι χριστιανοί (Σολομός, σελ. 64): «οι γραμμένοι στα θυμελικά μητρώα, λέει ο νόμος, είναι υποχρεωμένοι να μείνουν άπιστοι. Κι ούτε μπορούν, αλλάζοντας επάγγελμα, να γίνουν χριστιανοί».

Με διαταγή του Ζήνωνος το 484 μ.Χ. λεηλατούνται τα αφιερώματα του Παρθενώνος και διαλύεται το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Θεάς Αθηνάς του Φειδίου, αφού προηγουμένως αφαιρούνται τα σωζόμενα τμήματα της πολύτιμης αλλά πολύπαθης μέσα από τους αιώνες επικάλυψής του (Ευάγγελος Γ. Βαλλιανάτος, «Christians and the Classics. War against Reason» , «Mediterranean Quarterly», καλοκαίρι 2004). Επίσης βεβηλώνεται και λεηλατείται το Ασκληπιείον των Αθηνών, δίπλα στο Θέατρο του Διονύσου στους νότιους πρόποδες της αθηναϊκής Ακροπόλεως και ανάλογες αθλιότητες γίνονται σε όλη την παλαιά (κάτωθεν του Ολύμπου), Ελλάδα, η οποία ακόμα παραμένει Εθνική.

Το 528 μ.Χ. Ο Ιουστινιανός ξεκινάει πεισματικό αγώνα κατά της «ειδωλολατρίας», η οποία αν και είχε κηρυχθεί δημόσιο έγκλημα πριν από 50 χρόνια «εξακολουθούσε να επιβιώνει σε απομακρυσμένες ή παραμεθόριες περιοχές, αλλά και στους κύκλους των λόγιων, στην καλή κοινωνία της Κωνσταντινουπόλεως» (Deschner, τόμος 2, σελ. 527 - 528). Το επόμενο έτος, διατάσσει την υποχρεωτική βάπτιση όλων ανεξαιρέτως των Εθνικών, μαζί με τις οικογένειές τους συμπεριλαμβανόμενων ακόμα και των βρεφών (Deschner, τόμος 2ος, σελ. 559), με ποινή σε περίπτωση άρνησης την δήμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους. Όσοι ευσεβείς Εθνικοί αρνούνται να προδώσουν τους Θεούς και να ασπασθούν δημόσια τον Χριστιανισμό χάνουν επίσης όλα τα πολιτικά και αστικά τους δικαιώματα και κάθε μέσο βιοπορισμού, ενώ απαγορεύεται εφεξής κάθε διδασκαλία των Εθνικών φιλοσόφων και διδασκάλων, από τους οποίους επιπλέον αφαιρείται ο κρατικός μισθός και δημεύονται όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία (ως άνω, σελ. 558). Με έδικτο του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, κλείνει η Ακαδημία των Αθηνών και κατάσχεται η περιουσία της. Οι επτά τελευταίοι διδάσκαλοι καταφεύγουν σύμφωνα με μία αφήγηση του Αγαθία στον καλλιεργημένο βασιλιά των Περσών Χοσρόη, που κολακευμένος από την παρουσία τους τούς υποδέχεται με εξαιρετικές τιμές και τους προσφέρει καθηγητικές έδρες στο Πανεπιστήμιο του Ιουντισαπούρ (Jundishapur).

Στην παλαιά Ελλάδα, το 436 μ.Χ. η παραφροσύνη των χριστιανών τους οδηγεί στο να κατακαίνε ή να κόβουν συστηματικά τα δάση της χώρας, κυρίως στις νότιες περιοχές, γιατί μέσα στα δένδρα έβλεπαν.. «κατοικίες των δαιμόνων». Η φωτιά και το τσεκούρι εξαπολύονται κυρίως εναντίον των δρυοδασών (κατοικίες του Διός), των ελατοδασών (κατοικίες της Αρτέμιδος και του Πανός) αλλά και των ελαιώνων ακόμα (κατοικίες της Αθηνάς) που περιέζωναν τις κατά πλειοψηφία έρημες ή ημιέρημες πια πόλεις των «ειδωλολατρών». Τα αποτελέσματα θα είναι τρομακτικά για την γη των Ολυμπίων Θεών, καθώς αυτή η τεράστια αποδάσωση θα φέρει με την σειρά της ξήρανση ποταμών και πηγών, όπως επίσης και πλήρη διαταραχή ολοκλήρου του οικοσυστήματος της χώρας, που μάλιστα θα βασανιστεί το έτος 536 και από μία πρωτόγνωρη για την περιοχή ξηρασία, αλλά και διαπεραστική παγωνιά (σύμφωνα με ανακοίνωση του αρχαιολόγου Stephen G. Miller, καθηγητή του Πανεπιστήμιου του Berkeley, που έκανε ανασκαφές στην Νεμέα: «αναλύσεις σε γύρι της εποχής εκείνης αποδείκνύουν, ότι ανάμεσα στο έτος 500 και το 600 η βλάστηση στην Ελλάδα άλλαξε δραματικά, ακόμα και η καλλιέργεια της ελιάς σταμάτησε σχεδόν εντελώς» και κάτι τέτοιο επιβεβαιώνουν και τα γραπτά των Προκόπιου και Κασσιόδωρου, που μαρτυρούν μία έντονη διατάραξη του καιρού την χρονιά της συγκεκριμένης οικοκαταστροφής).

Το 540 μ.Χ. Η ελληνική Ιατρική έχει ήδη απαγορευθεί ως «γνώση του Διαβόλου» και τα συγγράμματά της έχουν ήδη χαθεί για πάντα στη φωτιά των χριστιανών. Με μόνη θεραπευτική μέθοδο την… αφαίμαξη και το διάβασμα εξορκισμών, αρχίζει στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η μεγάλη επιδημία που υπολογίζεται (Panati Charles, 1989) ότι εξόντωσε 100 εκατομμύρια ανθρώπους. Η Εκκλησία βγαίνει παρόλα αυτά κερδισμένη, καθώς αποδίδει την επιδημία στην οργή του Θεού για την επιβίωση των «αιρέσεων» και της «ειδωλολατρίας». Ο όχλος τρέχει πανικόβλητος να εκκλησιασθεί. Ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης σαρώνει τις χριστιανικές πόλεις της Συρίας. Την μόνη πόλη που δεν καταστρέφει ή λεηλατεί είναι η Χαρράν (ελληνιστί Κάρρες), της οποίας οι κάτοικοι είχαν παραμείνει πεισματικά Εθνικοί.

Λίγα χρόνια αργότερα ο Ιωάννης Ασιακός εξοντώνει εκατοντάδες Εθνικούς της Κωνσταντινουπόλεως. Τα θύματα της χριστιανικής παραφροσύνης σταυρώνονται («φουρκίζονται»), κόβονται κομμάτια ή πνίγονται στην θάλασσα μέσα σε σάκκους, και σε πολλές περιπτώσεις τα έντερά τους περιφέρονται ως.. τρόπαια στους δρόμους από τον χριστιανικό όχλο (Mac Mullen, «Christianity & Paganism..», σελ. 176-177, σημ. 89). Πολλοί ευγενείς Εθνικοί γλυτώνουν την βάπτιση ή το μαρτύριο αυτοκτονώντας. Οι χριστιανοί βεβηλώνουν τα πτώματά τους και τους πετούν στους σκουπιδότοπους.

Το 580 μ.Χ. ο χριστιανικός όχλος της Κωνσταντινουπόλεως, ερεθισμένος από τις μυστικές δίκες, λυντσάρει στους δρόμους διάφορους, πραγματικούς ή υποτιθέμενους, Εθνικούς. Αντιοχείς Εθνικοί καταδικάζονται σε θάνατο και ρίχνονται στα θηρία του Ιπποδρόμου που όμως δεν δείχνουν πρόθυμα να τους κατασπαράξουν. Οι χριστιανοί τους θανατώνουν τελικά με σταύρωση. Τα πτώματά τους σύρονται από τον όχλο στους δρόμους της πόλεως και πετάγονται άταφα στους σκουπιδότοπους.

Δύο χρόνια μετά, η Χριστιανική Εκκλησία, δια στόματος Πάπα Γρηγορίου, αναγγέλλει για μία ακόμη φορά τη… συντέλεια του κόσμου. Τρομοκρατημένοι πάμπολλοι δουλοκτήτες και γαιοκτήμονες χαρίζουν την περιουσία και τους δούλους ή δουλοπάροικούς τους στην Εκκλησία και ντύνονται μοναχοί. Το ίδιο έτος, ο Πάπας Γρηγόριος, τονίζει στον «Ιερατικό Κανόνα» ότι «πρέπει να μάθουν καλά οι δούλοι πως απαγορεύεται να παρακούουν τους κυρίους τους, καθώς και το πως δεν είναι τίποτε περισσότερο από δούλοι».

Φτάνουμε στα τέλη του 10ου αιώνα όταν εκχριστιανίζονται με τη βία οι τελευταίοι Έλληνες Εθνικοί της Λακωνίας και κατασφάζονται οι δούκες και οι ιερείς τους, από τον Αρμένιο προσηλυτιστή Νίκωνα τον «Μετανοείτε» και τους ενόπλους μοναχούς του. Με αυτά τα «ανδραγαθήματα» βέβαια, είναι φυσικό σήμερα ο «Όσιος» Νίκων ο «Μετανοείτε», να είναι ο πολιούχος και «προστάτης» της πόλεως της Σπάρτης...

Με αφορμή τις κακουργίες του Αρμενίου προσηλυτιστού, κάποιες εκ των οποίων ο ίδιος ο βιογράφος του έκαμε το «λάθος» να διασώσει, όπως έκαμαν, ευτυχώς για την ιστορική αλήθεια και άλλοι όμοιοί του, όπως λ.χ. ο ανεκδιήγητος εκείνος Μάρκος Διάκονος, δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστο ένα λυπηρό, αλλά κατά κόρον παρουσιαζόμενο φαινόμενο. Το ότι στρέφουν αποτόμως οι διαφόροι «Ρωμιοί» συγγραφείς «Ιστοριών» της Σπάρτης, ή της Ελλάδος ευρύτερα, έναν αόρατο διακόπτη του μυαλού τους και όλως ξαφνικά καθυβρίζουν για την μ.Χ. χρονική περίοδο τους ίδιους τους προγόνους τους, πλέκοντας εγκώμια από την άλλη στους αδικαιολογήτους σφαγείς τους. Χαρακτηριστικό τέτοιο δείγμα αποτελεί η υπό του Π. Δούκα απαράδεκτη καθύβριση ως…«διεφθαρμένων» (…) των τελευταίων Λακεδαιμονίων Εθνικών, εκείνα τα ζοφερά χρόνια που εδέχοντο την τελική επίθεση των Βυζαντινών τα Ελληνικά Πάτρια και Τρόποι: «…προ πάντων δε τότε παρεκώλυον την διάδοσιν και επικράτησιν των χριστιανικών ιδεών…», λες και είναι κάτι το θετικό, πόσο μάλλον υποχρεωτικό...

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟΔΟΣΙΑΝΟ ΚΩΔΙΚΑ

«Ας σταματήσει η ψευδής πίστη και ας καταργηθεί η παραφροσύνη των θυσιών. Γιατί αν κάποιος, παραβιάζοντας το νόμο του Θείου Αυτοκράτορα, του πατέρα μας, και την εντολή της Ευσπλαχνίας μας, τολμήσει να τελέσει θυσίες, θα τιμωρηθεί παραυτά με την επιβολή της ποινής που του ταιριάζει».
(341 μ.Χ. Κώνστας (γιος του Μέγα Κωνσταντίνου), «Προς Μαδαλιανόν, Βοηθό Έπαρχο Διοικήσεως», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 16, 10, 2)

«Αν και η ψευδής πίστη έχει ξεριζωθεί, επιθυμούμε οι Ναοί που ευρίσκονται εκτός των τειχών της πόλεως να παραμείνουν άθικτοι. Γιατί καθώς κάποια αθλητικά παιγνίδια ή αγωνίσματα σχετίζονται με τους Ναούς, δεν πρέπει να τους εξαφανίσουμε αφού σε αυτούς οφείλεται η τέλεση εορτών που διασκεδάζουν τον λαό της Ρώμης».
(346 μ.Χ. Κοινό έδικτο του Κωνσταντίου και του Κώνσταντος «Προς Κατουλλίνον, Έπαρχο της Πόλεως», Θεοδοσιανός Κώδιξ 16, 10, 3).

«Να κλείσουν αμέσως σε όλους τους τόπους και τις πόλεις οι Εθνικοί Ναοί και ν’ απαγορευθεί η είσοδος σε αυτούς, ώστε να μην μπορούν οι άθλιοι ν’ ανοσιουργήσουν. Θέλουμε επίσης να απέχουν όλοι από τις θυσίες. Αν όμως κάποιος διαπράξει αυτό το αδίκημα, θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό. Διατάσσουμε επίσης να περιέρχεται στο αυτοκρατορικό ταμείο η περιουσία αυτών που θα θανατώνονται. Η ίδια ποινή θα επιβάλλεται και στους διοικητές των επαρχιών που θ’ αμελήσουν να τιμωρήσουν τέτοια αδικήματα».
(356 μ.Χ. Κοινό έδικτο του Κωνσταντίου και του Κώνσταντος, «Προς τον Φλάβιο Ταύρο, Έπαρχο του Πραιτωρίου», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 16, 10, 4)

«Αν κάποιος παράφρων ή ιερόσυλος επιδοθεί στις απαγορευμένες θυσίες, ασχέτως αν είναι ημερήσιες ή νυκτερινές, αν αναζητήσει συμβουλές γι’ αβέβαια ζητήματα και αν υποθέσει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει ή να επισκεφθεί κάποιον Ναό για να διαπράξει αυτά τα εγκλήματα, να γνωρίζει ότι θα τιμωρηθεί με θανάτωση και κατάσχεση της περιουσίας του, διότι εμείς με τις δίκαιες αποφάσεις μας έχουμε ορίσει ο Θεός να λατρεύεται με αγνές προσευχές και όχι να εξευτελίζεται με βέβηλα άσματα».
(381 μ.Χ. Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος, εκδίδουν έδικτο «Προς Φλόρον, Έπαρχο του Πραιτωρίου Ανατολής», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 16, 10, 7)

«Δεν θα μολυνθεί κανείς με θυσίες και δεν θα σφάξει αθώο ζώο. Κανείς δεν θα πλησιάσει τα ιερά ή τους ναούς, ούτε και θα τιμήσει εικόνες κατασκευασμένες από ανθρώπινα χέρια, διότι θα είναι ένοχος με βάση τους ανθρώπινους και θείους νόμους. Και οι δικαστές ακόμη δεσμεύονται απ' αυτούς τους νόμους και αν κάποιος απ' αυτούς συμμετάσχει σε ειδωλολατρικές τελετές, περνώντας σε κατώφλι ναού με σκοπό την λατρεία, οπουδήποτε κι αν συμβεί -σε πόλη ή στην διάρκεια ταξιδιού-, θα πληρώσει αμέσως δεκαπέντε χρυσές λίβρες και το προσωπικό του θα πληρώσει ένα ανάλογο ποσό, εκτός κι αν αντισταθούν στο δικαστή και τον καταγγείλουν αμέσως δημοσίως. Όσοι είναι αξιωματούχοι Corrector ή Praeses θα πληρώνουν πρόστιμο τεσσάρων χρυσών λιβρών και ανάλογο ποσό οι σύνοδοί του».
(391 μ.Χ. Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος «Προς Αλβίνο, Έπαρχο Πραιτωρίου», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 10, 10 )

«Κανείς δεν επιτρέπεται να θυσιάζει, να περιφέρεται στους Ναούς ή ν’ αποδίδει εκεί τιμές. Όλοι ν’ αποδεχθούν ότι ο νόμος μας τους απαγορεύει την άνομο είσοδό τους στους Ναούς, ώστε αν κάποιος πράξει κάτι σχετικό με θεούς ή τελετές, παραβαίνοντας την απαγόρευση αυτή, δεν θα αποφύγει την τιμωρία, ούτε θα τύχει ελέους από τις αρχές».
(16 Ιουνίου 391 μ.Χ. Αυτοκρατορικό έδικτο «Προς Ευάγριο, Αυτοκρατορικό Έπαρχο και Ρωμανό, Αυτοκρατορικό Επιτετραμμένο Αιγύπτου», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 16. 10. 11)

«Κανείς απολύτως, ασχέτως της κοινωνικής τάξεως που προέρχεται ή της ιεραρχικής βαθμίδος που κατέχει, ασχέτως αν κατέχει κάποιο αξίωμα ή έχει αποσυρθεί από αυτό, ασχέτως αν είναι ισχυρός λόγω της καταγωγής του ή ταπεινός ως προς την γενεά του, ασχέτως της οικονομικής του καταστάσεως και της νομικής του υποστάσεως, σε κανέναν τόπο και σε καμμία πόλη, δεν επιτρέπεται να θυσιάσει σε άψυχα αγάλματα. Ούτε και θα τιμήσει, διαπράττοντας κρυφίως στην οικία του αυτή την κακουργία, με πυρά τους Θεούς Λάρητες, με σπονδή οίνου την Θεά Τύχη ή με αρώματα τους Θεούς Πενάτες. Ούτε θα τους ανάψει λυχνάρια, ούτε θα τους κάψει λιβάνι, ούτε θ’ αναρτήσει προς τιμήν τους στεφάνους. Αν τολμήσει κανείς να κάνει άνομο θυσία και να συμβουλευθεί τα σπλάχνα του σφαγίου, προτρέπονται άπαντες να τον καταγγείλουν δημοσίως, όπως είθισται να γίνεται και με τους ενόχους εσχάτης προδοσίας, ώστε να τιμωρηθεί με την πρέπουσα σκληρή τιμωρία, παρ’ όλο που δεν έχει διαπράξει τίποτε ενάντιο ή σχετικό με την ασφάλεια του αυτοκράτορος. Διότι είναι από μόνο του κακούργημα το να θέλει κάποιος να παραβιάσει τους νόμους της φύσεως και να διερευνήσει απαγορευμένα ζητήματα, ν’ ανακαλύψει κρυμμένα μυστικά, ν’ αποτολμήσει απαράδεκτες ενέργειες, να επιδιώξει να μάθει πώς θα εξελιχθεί ο βίος κάποιου άλλου ή να προβλέψει τον θάνατο ενός τρίτου προσώπου. Και αν κανείς αποδώσει τιμές, ανάπτοντας εμπρός από αυτά λιβάνι, σε φθαρτά αγάλματα κατασκευασμένα από ανθρώπινο χέρι, και αν κατά τρόπο γελοίο νοιώσει σέβας για τα ομοιώματα που ο ίδιος έχει κατασκευάσει, ή αν τυλίξει με γιρλάντες κάποιο δένδρο ή αν υψώσει βωμό με υλικά που ο ίδιος έχει σηκώσει από την γη, ή αν προσπαθήσει να τιμήσει αγάλματα αφιερωμένα στην ματαιότητα με αναθήματα, έστω και ταπεινά αφού και τέτοια ακόμη αποτελούν προσβολή κατά της θρησκείας μας, θα τιμωρηθεί με κατάσχεση της οικίας ή του οικοπέδου στο οποίο απεδείχθη ότι τιμήθηκε η ειδωλολατρική δεισιδαιμονία…».
Διατάσσουμε ότι τα μέρη που έχουν μολυνθεί από καπνό λιβανιού, αν ανήκουν βεβαίως σ' αυτούς που έκαιγαν το λιβάνι, θα περιέλθουν στην αυτοκρατορική περιουσία. Αν όμως επιχειρήσει κάποιος να τελέσει θυσία σε δημοσίους ναούς και ιερά, ή σε κτίρια και αγρούς που ανήκουν σε άλλους, και αν αποδειχθεί ότι τέτοια μέρη καταπατήθηκαν εν αγνοία του ιδιοκτήτη τους, ο δράστης θα υποχρεωθεί να πληρώσει πρόστιμο είκοσι πέντε χρυσών λιβρών. Αν οποιοσδήποτε γίνει συνεργός σε τέτοια πράξη, θα τιμωρηθεί με ίδιο τρόπο με αυτόν που διέπραξε το έγκλημα. Επιθυμούμε το διάταγμα αυτό να επιβληθεί απ' τους δικαστές, υπερασπιστές και τους βουλευτές των πόλεων. Οι πληροφορίες απ' τους υπερασπιστές και βουλευτές πρέπει να δοθούν αμέσως για να φτάσουν γρήγορα στα δικαστήρια, οπότε τα εγκλήματα αυτά να τιμωρούνται αμέσως. Επιπλέον, αν οι υπερασπιστές ή οι βουλευτές θεωρήσουν ότι ένα τέτοιο αδίκημα πρέπει να συγκαλυφθεί, για να γίνει χάρη σε κάποιους, ή αν το αδίκημα παραβλεφθεί από απροσεξία, θα είναι οι ίδιοι υπόλογοι στον οργισμένο δικαστή. Κι αν οι δικαστές πληροφορηθούν για τέτοια εγκλήματα και μεταθέσουν την τιμωρία, συνεργώντας έτσι με τους δράστες, θα πληρώσουν πρόστιμο τριάντα χρυσών λιβρών. Παρόμοια τιμωρία θα έχει και το προσωπικό τους.

(8 Νοεμβρίου 392 μ.Χ. Θεοδόσιος, Αρκάδιος και Ονώριος «Προς Ρουφίνο, Έπαρχο Πραιτωρίου Ανατολής», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 16. 10. 12)

«Κανείς δεν θα έχει ποτέ το δικαίωμα να επισκεφθεί ναούς ή ιερά, όπου κι αν βρίσκονται, ή να τελέσει μιαρές θυσίες. Συνεπώς, ας μην προσπαθήσει κανείς να απομακρυνθεί απ' το δόγμα της Εκκλησίας. Πρέπει να τηρούνται οι κανόνες που θεσπίσαμε Εμείς πρόσφατα, και να μην τολμούν να παραβλέψουν τα διατάγματα των παλαιών αυτοκρατόρων που αναφέρονται στους αιρετικούς και στους ειδωλολάτρες. Ας ξέρουν πως οτιδήποτε έχει θεσπιστεί εναντίον τους απ' τον πατέρα Μας, που τώρα είναι μεταξύ των αγίων, είτε αυτό ορίζει τιμωρία είτε πρόστιμο, τώρα θα εφαρμοστεί με μεγαλύτερη αυστηρότητα. Επίσης, ας γνωρίζουν οι διοικητές των επαρχιών με τους ακόλουθούς τους, οι επικεφαλείς των βουλευτών, οι υπερασπιστές των κοινοτήτων, μαζί με τους βουλευτές και τους διαχειριστές των αυτοκρατορικών Μας κτημάτων, πως αν μάθουμε ότι γίνονται συγκεντρώσεις ειδωλολατρικές στα κτήματα αυτά -χωρίς το φόβο της απώλειας της περιουσίας των, αφού αυτά τα κτήματα δεν μπορούν να προσαρτηθούν στο αυτοκρατορικό ταμείο, διότι ήδη ανήκουν εις αυτόν- , ότι αν έχουν επιχειρήσει τέτοιο αδίκημα, αντίθετα σε αυτό που έχουμε ορίσει, και αν ο δράστης δεν τιμωρήθηκε αμέσως τη στιγμή που τα διέπραττε αυτά, τα πρόσωπα αυτά θα υπόκεινται σε όλες τις απώλειες περιουσιών και τις τιμωρίες που ορίζονται απ' τα παλαιά διατάγματα. Ειδικότερα όμως με το νόμο αυτό ορίζουμε και επικυρώνουμε πιο αυστηρές τιμωρίες κατά των διοικητών. Γιατί αν όλες οι προαναφερθείς νόμοι δεν εφαρμοστούν με επιμέλεια και προσοχή, οι διοικητές θα πληρώσουν όχι μόνο το πρόστιμο που είχε οριστεί εναντίον τους, αλλά αυτό που είχε θεσπιστεί εναντίον των δραστών. Ωστόσο αυτά τα πρόστιμα δεν θα ανακαλούνται στην περίπτωση προσώπων που τιμωρήθηκαν δίκαια με την επιβολή αυτών των προστίμων, εξαιτίας της ιεροσυλίας τους».
(395 μ.Χ. Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος «Προς Ρουφίνο, Έπαρχο Πραιτωρίου Ανατολής», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 10. 13)

«Τα προνόμια που είχαν δοθεί με τους παλιούς νόμους σε ιερείς, μινίστρους, πρεφέκτους ή ιεροφάντες των παλαιών μυστηρίων, γνωστούς με αυτά ή άλλα ονόματα, θα καταργηθούν εντελώς. Τα πρόσωπα αυτά δεν θα είναι μεταξύ των τυχερών που προστατεύονται με τέτοια προνόμια, αφού τα επαγγέλματά τους είναι παράνομα».
(396 μ.Χ. Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος «Προς Καισάριο, Έπαρχο Πραιτωρίου», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 10. 14)

«Όσοι ναοί βρίσκονται στην επαρχία θα καταστραφούν χωρίς φασαρία και οχλαγωγία. Γιατί μόνο όταν θα έχουν γκρεμιστεί και εξαλειφθεί από προσώπου γης, θα έχει καταστραφεί και η υλική βάση επάνω στην οποία στηρίζονται οι δεισιδαιμονίες».
(399 μ.Χ. Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος «Προς Ευτυχιανόν, Έπαρχο Πραιτωρίου», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 10. 16)

«Αυτά τα άτομα που έχουν μολυνθεί από την ψευδή πίστη των ειδωλολατρών ή έχουν συμμετάσχει στις εγκληματικές ειδωλολατρικές τελέσεις, δηλαδή οι Εθνικοί, δεν θα γίνονται δεκτοί στην υπηρεσία Μας και δεν θα τιμούνται με διοικητικά ή δικαστικά αξιώματα».
(316 μ.Χ. Αυτοκράτορες Ονώριος και Θεοδόσιος «Προς Αυρηλιανό, Έπαρχο Πραιτωρίου», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 10. 21)

«Απαγορεύεται σε όλους να επιμένουν σε άθλιες ειδωλολατρικές απόψεις, να προσφέρουν καταραμένες θυσίες και να συμμετάσχουν σε άλλες καταδικασμένες, με παλαιότερες αποφάσεις, τελετές. Διατάσσουμε ότι όλα τα ιερά και οι ναοί τους, που βρίσκονται ακόμη άθικτα, θα καταστραφούν με διαταγή των τοπικών αρχών και θα εξαγνιστούν με ύψωση εκκλησίας. Ας γνωρίσουν όλοι ότι αν, με αποδείξεις και ενώπιον ικανού δικαστή, εμφανιστεί ότι κάποιος έχει παραβιάσει το νόμο αυτό, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου».
(14 Νοεμβρίου 435 μ.Χ. Αυτοκράτορες Θεοδόσιος και Βαλεντιανός «Προς Ισίδωρον, Έπαρχο Πραιτωρίου της Ανατολής», Θεοδοσιανός Κώδιξ, 10. 25)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟ ΚΩΔΙΚΑ

«Επιθυμούμε να σφραγισθούν όλοι οι Ναοί σε όλες τις πόλεις και σε όλους τους τόπους της οικουμένης, καθώς και ν’ απαγορευθεί η είσοδος σε αυτούς για να μη διαπραχθεί το κακούργημα της ειδωλολατρίας. Διατάσσουμε επίσης την πλήρη αποχή από τις θυσίες. Και αν κάποιος με κάποια δύναμη παραβεί αυτόν τον νόμο, θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό, ομοίως δε, καθώς και με κατάσχεση της περιουσίας τους, θα τιμωρηθούν όλοι οι διοικητές των επαρχιών που θ’ αμελήσουν να τιμωρήσουν αυτά τα αδικήματα»
(Δεκέμβριος 354 μ.Χ. Αυτοκράτωρ Κωνστάντιος Β' «Προς Ταύρον, Έπαρχον του Πραιτωρίου της Ανατολής», Ιουστινιάνειος Κώδικας, 11.5)

«Διατάσσουμε να προσαρτηθούν στο αυτοκρατορικό ταμείο όσοι τόποι υπάγονταν προηγουμένως στο θρησκευτικό σφάλμα των παλαιών. Αυτά όμως που σε οποιοδήποτε μέρος είχαν περιέλθει σε κάποια πρόσωπα, είτε ως δωρεά προηγουμένων ηγεμόνων είτε ως δική μας παραχώρηση, θα παραμείνουν ως μέρος της δικής τους περιουσίας έπ' άπειρον. Αυτά βεβαίως που με πολλά διατάγματα έχουμε χαρίσει στη σεβαστή Εκκλησία, αυτοδικαίως θα τα διεκδικεί αυτή».
(415 μ.Χ. Αυτοκράτορες Ονώριος και Θεοδόσιος «Προς Δήμο Καρχηδονίων», Ιουστινιάνειος Κώδικας, 11.5)

«Κανείς δεν θα τιμήσει και δεν θα λατρέψει σε ναούς, οι οποίοι έχουν ήδη κλείσει. Από τώρα και στο εξής δεν θα αποδίδονται οι τιμές που αποδίδονταν προηγουμένως σε ανόσια και μιαρά αγάλματα. Δεν θα στολίζονται με στεφάνια οι ανόσιοι ναοί, δεν θα ανάβονται ανόσιες φωτιές, δεν θα καίγονται θυμιάματα, δεν θα σφαγιάζονται θύματα, ούτε θα βρέχονται τα πάτερα με κρασιά για να διαπράττονται την ιεροσυλία αυτής της θρησκείας. Επίσης όποιος τελέσει θυσία, ενάντια στους αυτοκρατορικούς νόμους Μας και τις απαγορεύσεις των ιεροτάτων παλαιών διαταγμάτων, και κατηγορηθεί δημοσίως και μπροστά σε δικαστή ότι έχει διαπράξει τέτοια εγκλήματα, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου και προγραφή της περιουσίας του. Ας γνωρίσουν οι αξιωματούχοι ότι θα έχουν την ίδια ποινή με αυτούς που θυσιάζουν, αν εξακολουθούν να εορτάζουν παράνομες θυσίες που καταδικάζονται ρητώς. Διότι, αν κάποιος αξιωματούχος αποκαλυφθεί ότι έχει διαπράξει τέτοιο έγκλημα, θα υποχρεωθεί να πληρώσει ο ίδιος στο αυτοκρατορικό ταμείο πενήντα χρυσές λίβρες και πενήντα λίβρες τα μέλη της ακολουθίας του».
(451 μ.Χ. Αυτοκράτορες Βαλεντινιανός και Μαρκιανός «Προς Παλλάδιο, Έπαρχο Πραιτωρίου», Ιουστινιάνειος Κώδικας, 11.7)

«Τέτοιου είδους πράξεις (σ.σ: ειδωλολατρίας) αν εξακολουθούν να συμβαίνουν (ή καταγγελθεί ότι συμβαίνουν) ακόμα και σε κάποιο λιβάδι ή σπίτι, το λιβάδι ή το σπίτι αυτό θα προσαρτηθεί στο ταμείο των ιερώτατων ανδρών (δηλαδή των ιερέων της Χριστιανικής Εκκλησίας) ενώ ο ιδιοκτήτης τους, που έδωσε τη συγκατάθεσή του να μιανθεί ο τόπος, θα αποπεμφθεί από το (οποιοδήποτε) αξίωμά του, θα χάσει την περιουσία του και αφού υποστεί βασανισμό με μεταλλικά όργανα, θα οδηγηθεί σε διαρκή εξορία».
(472 μ.Χ. Αυτοκράτορες Λέων και Ανθέμιος «Προς Διόσκουρον, Έπαρχο του Πραιτωρίου», Ιουστινιάνειος Κώδικας, 11.8)

«Διατάσσουμε τους άρχοντές μας, αλλά και όσους διδάσκονται από τους θεοφιλέστατους επισκόπους, να αναζητούν σύμφωνα με το νόμο όλες τις περιπτώσεις ασέβειας υπέρ της ελληνικής θρησκείας έτσι ώστε να μη συμβαίνουν, αλλά και αν συμβαίνουν να τιμωρούνται. Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί με διαθήκη (περιουσίες) ή να χαρίζει με δωρεά οτιδήποτε σε πρόσωπα ή τόπους, που έχουν επισημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του Ελληνισμού. Όσα δίδονται ή κληροδοτούνται μ' αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομοθεσία να διατηρηθούν σε ισχύ όλες οι τιμωρίες, με τις οποίες οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν απειλήσει να τιμωρήσουν την ελληνική πλάνη, με τις οποίες προσπαθούσαν (οι προγενέστεροι χριστιανοί βασιλείς) να διασφαλίσουν την ορθόδοξη πίστη.
(Νομοκάνων 6,3. Ο συγκεκριμένος νόμος θεωρείται νομοθέτημα του Ιουστινιανού. Ιουστινιάνειος Κώδικας 11.9)

«Επειδή μερικοί συνελήφθησαν (αν και αξιώθηκαν το χριστιανικό βάφτισμα) διακατεχόμενοι την πλάνη των ανόσιων μυσαρών Ελλήνων, να διαπράττουν εκείνα που δικαιολογημένα εξοργίζουν τον φιλάνθρωπο Θεό μας, αυτοί θα υποβληθούν στην αντίστοιχη τιμωρία και μάλιστα με πνεύμα επιείκειας. Αν επιμείνουν στην πλάνη των Ελλήνων, θα υποβληθούν στην εσχάτη των ποινών. Αν δεν έχουν αξιωθεί ακόμα το σεβαστό βάφτισμα, θα πρέπει να παρουσιαστούν στις ιερώτατες εκκλησίες μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους και μαζί με όλους του οίκου τους και να διδαχθούν την αληθινή πίστη των χριστιανών.
Αφού διδαχθούν και αποβάλουν την πλάνη που τους διακατείχε προηγουμένως,θα πρέπει να ζητήσουν το σωτήριο βάπτισμα. Διαφορετικά ας γνωρίζουν ότι αν παραμελήσουν να το κάνουν (σ.σ: να ζητήσουν μόνοι τους δηλαδή το σωτήριο βάπτισμα) δεν θα έχουν κανένα πολιτικό δικαίωμα ούτε θα τους επιτραπεί να είναι ιδιοκτήτες περιουσίας,ούτε κινητής ούτε ακίνητης. Θα τους αφαιρεθούν τα πάντα και θα εγκαταλειφθούν στην ένδεια και επιπλέον θα υποβληθούν στις έσχατες τιμωρίες.
Θα παρεμποδίσουμε κάθε μάθημα που διδάσκεται από όσους πάσχουν από τη νόσο και τη μανία (μάθησης) των ανόσιων των Ελλήνων, ώστε προσποιούμενοι ότι διδάσκουν, να μη διαφθείρουν πια τις ψυχές των μαθητών τους με δήθεν αλήθειες. Αν φανεί λοιπόν κάποιος τέτοιος άνθρωπος και δεν τρέξει στις άγιες εκκλησίες μας μαζί με όλους τους συγγενείς και τους οικείους του, θα τιμωρηθεί με τις προαναφερθείσες ποινές.
Θεσπίζουμε δε και νόμο, σύμφωνα με τον οποίο τα παιδιά, όταν είναι σε μικρή ηλικία θα πρέπει να βαπτίζονται αμέσως και χωρίς αναβολή, όσα δε είναι μεγαλύτερα στην ηλικία θα πρέπει να συχνάζουν στις ιερώτατες εκκλησίες μας και να διδάσκονται τις θείες γραφές και τους θείους (σ.σ: εβραιο-βιβλικούς) κανόνες. Αφού δε εννοήσουν και αποβάλλουν την παλαιά (σ.σ: αρχαιο-ελληνική) πλάνη, θα μπορέσουν να δεχθούν το βάπτισμα και στη συνέχεια να διαφυλάξουν την αληθινή πίστη των ορθόδοξων χριστιανών.
Όσων δε έχουν κάποιο στρατιωτικό ή άλλο αξίωμα ή περιουσία μεγάλη και για να κρατήσουν προσχήματα (προσποιούμενοι τους πιστούς) ήλθαν ή πρόκειται να έρθουν να βαφτιστούν, αλλά αφήνουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και τα υπόλοιπα μέλη του οίκου τους μέσα στην ελληνική πλάνη, διατάσσουμε να δημευθεί η περιουσία τους, να αποκλεισθούν από τα πολιτικά τους δικαιώματά τους και να υποβληθούν σε αντάξιες τιμωρίες,αφού είναι φανερό,ότι πήραν το βάπτισμα χωρίς καθαρή πίστη.

Θεσπίζουμε αυτούς τους νόμους για τους αλιτήριους Έλληνες».
(Ιουστινιάνειος κώδικας 1.11.10)