Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Ο Μπέρτραντ Ράσελ για το Θεό (1959)


Ο Μπέρτραντ Άρθουρ Γουίλιαμ Ράσελ (Bertrand Arthur William Russell), (18 Μαΐου 1872 — 2 Φεβρουαρίου 1970), ήταν Βρετανός φιλόσοφος, μαθηματικός και ειρηνιστής. Ο Ράσελ ως συγγραφέας και άνθρωπος συνέχισε την οικογενειακή παράδοση στην πολιτική σκέψη και δράση, με αντιπολεμική δράση. Γεννήθηκε στην ακμή της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας. Πέθανε από γρίπη, έναν αιώνα αργότερα, όταν η Βρετανία είχε περάσει δύο παγκόσμιους πολέμους. Έκανε κριτική στα πυρηνικά καθώς και την εισβολή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Το 1950 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στις 18 Μαΐου 1872 στο Trellech του Monmouthshire, καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια. Ο αδερφός του Φρανκ τον εισήγαγε στις θεωρίες του μαθηματικού Ευκλείδη. Ξεκίνησε τις σπουδές του με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1890 στο Trinity College για να σπουδάσει μαθηματικά. Το 1893 τελείωσε τις σπουδές του και το 1902 παντρεύτηκε. Ξεκίνησε να δημοσιεύει έργα του το 1896. Στο κολέγιο του Τρίνιτυ, γνώρισε τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και έτσι ξεκίνησε μία συνεργασία μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Ράσελ ταξίδεψε και δίδαξε στη Ρωσία, στην Κίνα και στην Ιαπωνία (1920).
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ράσελ δίδαξε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, καταδικάζοντας τα πυρηνικά όπλα και των πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Απεβίωσε στις 6.30 μ.μ. στις 2 Φεβρουαρίου 1970 στην οικία του στην Ουαλία, από γρίπη

 
 

Έχει η θρησκεία χρήσιμη συνεισφορά στον πολιτισμό;

Η άποψή μου για τη θρησκεία είναι ίδια μ’ αυτή του Λουκρήτιου. Τη θεωρώ ως μια ασθένεια που γεννήθηκε από τον φόβο και ως πηγή ανείπωτης δυστυχίας στην ανθρώπινη φυλή. Δεν μπορώ, ωστόσο, ν’ αρνηθώ ότι έχει κάνει κάποιες συνεισφορές στον πολιτισμό. Βοήθησε τον πρώτο καιρό για τον καθορισμό του ημερολογίου, και αυτό προκάλεσε τους Αιγύπτιους ιερείς στο να καταγράψουν τις εκλείψεις με τόση προσοχή, ώστε με την πάροδο του χρόνου έγιναν ικανοί να τις προβλέπουν. Αυτές τις υπηρεσίες, είμαι έτοιμος να τις αναγνωρίσω, αλλά δεν ξέρω οποιεσδήποτε άλλες.

Η λέξη «θρησκεία» χρησιμοποιείται σήμερα με μια πολύ χαλαρή αίσθηση. Μερικοί άνθρωποι, κάτω από την επίδραση του ακραίου Προτεσταντισμού, χρησιμοποιούν τη λέξη για να υποδηλώσουν οποιεσδήποτε σοβαρές, προσωπικές πεποιθήσεις ως προς το ήθος ή τη φύση του σύμπαντος. Αυτή η χρήση της λέξης είναι μάλλον ανιστόρητη. Η θρησκεία είναι πρωτίστως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Οι εκκλησίες μπορούν να έχουν την καταγωγή τους σε διδασκάλους με ισχυρές ατομικές πεποιθήσεις, αλλά πολύ σπάνια αυτοί είχαν επηρεάσει τις εκκλησίες που είχαν ιδρύσει, ενώ οι εκκλησίες είχαν τεράστια επιρροή επί των κοινοτήτων στις οποίες άνθησαν.
Να πάρουμε την περίπτωση που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα μέλη του δυτικού πολιτισμού: Η διδασκαλία του Ιησού, όπως εμφανίζεται στα Ευαγγέλια, έχει εξαιρετικά μικρή σχέση με την ηθική των χριστιανών. Το πιο σημαντικό πράγμα για τον Χριστιανισμό, από κοινωνικής και ιστορικής απόψεως, δεν είναι ο Χριστός, αλλά η Εκκλησία, και αν κρίνουμε τον Χριστιανισμό ως μια κοινωνική δύναμη, δεν πρέπει να πάμε στα Ευαγγέλια για το υλικό μας. Ο Χριστός δίδαξε ότι πρέπει να δώσετε τα αγαθά σας στους φτωχούς, ότι δεν θα πρέπει να αγωνίζεστε, ότι δεν θα πρέπει να πηγαίνετε στην εκκλησία, και ότι δεν θα πρέπει να τιμωρείτε τη μοιχεία.
Ούτε οι καθολικοί, ούτε οι προτεστάντες έχουν δείξει κάποια ισχυρή επιθυμία να ακολουθούν τη διδασκαλία του σε οποιαδήποτε από αυτές τις απόψεις. Μερικοί από τους φραγκισκανούς, είναι η αλήθεια, προσπάθησαν να διδάξουν το δόγμα της αποστολικής φτώχειας, αλλά ο πάπας τους καταδίκασε και το δόγμα τους θεωρήθηκε αιρετικό. Ή, πάλι, λάβετε υπόψιν ότι ένα τέτοιο κείμενο, όπως το «Μην κρίνετε για να μην κριθείτε» και αναρωτηθείτε τι επιρροή είχε, πάνω στην Ιερά Εξέταση και στην Κου Κλουξ Κλαν.
Ό,τι είναι η αλήθεια για τον Χριστιανισμό είναι εξίσου αλήθεια και για τον Βουδισμό. Ο Βούδας ήταν αξιαγάπητος και φωτισμένος· στο νεκροκρέβατό του, γέλασε με τους μαθητές του, που υποστήριζαν την άποψη ότι ήταν αθάνατος. Αλλά η βουδιστική ιεροσύνη -όπως υπάρχει, για παράδειγμα, στο Θιβέτ- έχει γίνει σκοταδιστική, τυραννική, και σκληρή στον μέγιστο βαθμό.
Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο, σε σχέση μ’ αυτή τη διαφορά, μεταξύ μιας εκκλησίας και του ιδρυτή της. Κοντά στην απόλυτη αλήθεια, που υποτίθεται ότι πρέπει να περιέχεται στα λεγόμενα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, υπάρχει ένα σώμα εμπειρογνωμόνων για να ερμηνεύσει τα λόγια του, και αυτοί οι εμπειρογνώμονες αποκτούν την δύναμη του αλάνθαστου, δεδομένου ότι κρατούν το κλειδί για την αλήθεια. Όπως και κάθε άλλη προνομιούχα κάστα, χρησιμοποιούν τη δύναμή τους προς όφελός τους. Είναι όμως, από μια άποψη, χειρότερη από οποιαδήποτε άλλη προνομιακή κάστα, δεδομένου ότι η δική τους δουλειά είναι να αναπτύξουν μια αναλλοίωτη αλήθεια, που αποκαλύπτεται μια για πάντα με απόλυτη τελειότητα, έτσι ώστε να γίνονται αναγκαστικά αντίπαλοι σε κάθε πνευματική και ηθική πρόοδο.
Η Εκκλησία αντιτέθηκε στον Γαλιλαίο και στον Δαρβίνο. Στις ημέρες μας αντιτίθεται στον Φρόιντ. Στις μέρες του απόγειου της εξουσίας της, πήγε σε περαιτέρω αντίθεση με την πνευματική ζωή. Ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας, έγραψε σε έναν συγκεκριμένο επίσκοπο, μια επιστολή, η οποία άρχιζε ως εξής: «Μια αναφορά έφτασε σ’ εμάς, την οποία δεν μπορούμε να αναφέρουμε, χωρίς να σημειώσουμε με κόκκινο χρώμα, ότι εσύ δίδαξες γραμματική σε ορισμένους φίλους». Ο επίσκοπος ήταν υποχρεωμένος, από την αρχιερατική αρχή, να απόσχει από αυτήν την κακή εργασία, και η λατινικότητα δεν ανέκαμψε μέχρι την Αναγέννηση. Όχι μόνο πνευματικώς, αλλά και ηθικώς, η θρησκεία είναι ολέθρια. Εννοώ με αυτό, ότι διδάσκει τους ηθικούς κώδικες που δεν είναι ευνοϊκοί για την ανθρώπινη ευτυχία.
Όταν τέθηκε ένα δημοψήφισμα στη Γερμανία, με το ερώτημα, εάν οι έκπτωτοι των βασιλικών οίκων θα έπρεπε ακόμη να μπορούν να απολαμβάνουν την περιουσία τους, οι εκκλησίες στη Γερμανία δήλωσαν επίσημα ότι ενδεχόμενη στέρηση, θα ήταν αντίθετη προς την διδασκαλία του Χριστιανισμού. Η Εκκλησία, όπως όλοι γνωρίζουν, αντιτάχθηκε στην κατάργηση της δουλείας και σε όσους τολμούσαν να την θίξουν, όπως επίσης και στις μέρες μας, αντιτίθεται σε κάθε κίνηση προς την οικονομική δικαιοσύνη, πέραν μερικών, καλά διαφημιζόμενων, εξαιρέσεων. Ο πάπας καταδίκασε επισήμως τον Σοσιαλισμό.
Χριστιανισμός και σεξ
Οπωσδήποτε, το χειρότερο χαρακτηριστικό της χριστιανικής θρησκείας είναι η στάση της απέναντι στο σεξ –μια στάση τόσο μακάβρια και αφύσικη, που μπορεί να κατανοηθεί μόνο όταν λαμβάνεται υπόψιν σε σχέση με την αρρώστια του πολιτισμένου κόσμου την εποχή της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ακούμε μερικές φορές, να λέγεται ότι ο Χριστιανισμός βελτίωσε την κατάσταση της γυναίκας. Αυτή είναι μία απ’ τις πιο εξώφθαλμες διαστροφές της ιστορίας, που θα μπορούσαν να γίνουν. Είναι αδύνατον, οι γυναίκες να απολαμβάνουν μια ανεκτή θέση σε μια κοινωνία όπου θεωρείται μεγίστης σημασίας η συμμόρφωσή τους με έναν πολύ αυστηρό κώδικα ηθικής. Οι μοναχοί πάντα θεωρούσαν την γυναίκα ως πειρασμό και εμπνευστή βρόμικων επιθυμιών. Η διδασκαλία της Εκκλησίας ήταν -και ακόμα είναι- ότι η παρθενία είναι καλύτερη, αλλά για όσους την βρίσκουν αδύνατη, ο γάμος είναι επιτρεπτός. «Είναι καλύτερα να παντρευτείς απ’ το να καείς», όπως το θέτει ο απόστολος Παύλος. Κάνοντας τον γάμο αιώνιο και θέτοντας την σφραγίδα της γνώσης τής «ars amandi» (τέχνη της αγάπης), η Εκκλησία έκανε ότι μπορούσε για να εξασφαλίσει ότι η μόνη μορφή σεξ που θα επιτρεπόταν, θα περιλάμβανε πολύ λίγη ευχαρίστηση αλλά πολύ πόνο. Η εναντίωση στον έλεγχο των γεννήσεων (άμβλωση και αντισύλληψη) έχει στην πραγματικότητα το ίδιο κίνητρο: Εάν μια γυναίκα γεννά ένα παιδί τον χρόνο, μέχρι να πεθάνει εξουθενωμένη, δεν θα αντλεί πολλή ευχαρίστηση απ’ τον έγγαμο βίο της· ως εκ τούτου, ο έλεγχος των γεννήσεων πρέπει ν’ αποθαρρύνεται.
Η αντίληψη της αμαρτίας, η οποία συνδέεται με τη χριστιανική ηθική, κάνει υπερβολικά μεγάλη ζημιά, δεδομένου ότι παρέχει στους ανθρώπους μια διέξοδο για τον σαδισμό τους, για τον οποίον πιστεύουν ότι είναι θεμιτός, ακόμη και ευγενής. Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα της πρόληψης της σύφιλης. Είναι γνωστό ότι εάν ληφθούν κατάλληλα μέτρα εκ των προτέρων, ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας μπορεί να γίνει αμελητέος. Οι χριστιανοί όμως εναντιώνονται στη διάδοση αυτής της γνώσης, επειδή θεωρούν καλό οι αμαρτωλοί να τιμωρούνται. Είναι τόσο ισχυρή αυτή η πίστη, που επιθυμούν να δουν την τιμωρία των αμαρτωλών να επεκτείνεται στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Στις μέρες μας, υπάρχουν στον κόσμο πολλές χιλιάδες παιδιά που υποφέρουν από εγγενή κληρονομική σύφιλη, τα οποία δεν θα είχαν γεννηθεί εάν δεν υπήρχε η επιθυμία των χριστιανών να τιμωρηθούν οι αμαρτωλοί. Δεν μπορώ να καταλάβω, πως δόγματα τα οποία μας οδηγούν σε τέτοια διαβολική σκληρότητα, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν καλή επίδραση στην ηθική.
Δεν είναι μόνο η στάση των χριστιανών απέναντι στην σεξουαλική συμπεριφορά, αλλά και η αντιμετώπιση της γνώσης των σεξουαλικών θεμάτων, που είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη ευημερία. Καθένας που έχει κάνει τον κόπο να μελετήσει το θέμα με αμερόληπτο πνεύμα, ξέρει ότι η τεχνητή άγνοια που προσπαθούν να επιβάλλουν στα παιδιά οι ορθόδοξοι χριστιανοί, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη σωματική και την ψυχική υγεία, και προκαλεί σε όσους αντλούν τη γνώση τους μέσα από «ακατάλληλες» συζητήσεις, όπως κάνουν τα περισσότερα παιδιά, μία αντίληψη που θεωρεί το σεξ, απρεπές και γελοίο. Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει κάποια άμυνα, απέναντι στη θέση, ότι η γνώση είναι ανεπιθύμητη. Δεν θα έβαζα εμπόδια στον τρόπο αύξησης της γνώσης σε οποιονδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση της σεξουαλικής γνώσης, υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά επιχειρήματα και με βαρύνουσα σημασία υπέρ της, παρά για οποιαδήποτε άλλη γνώση. Ένα άτομο είναι πολύ πιο απίθανο να συμπεριφερθεί συνετά όταν είναι ανίδεο για κάτι, παρά όταν καθοδηγείται, και είναι γελοίο να αποδίδουμε στους νέους μια αίσθηση αμαρτίας, επειδή έχουν μια φυσική περιέργεια για ένα σημαντικό ζήτημα.
Κάθε αγόρι δείχνει ενδιαφέρον για τα τρένα. Ας υποθέσουμε, ότι του λέγαμε πως το ενδιαφέρον για τα τρένα είναι κακό· ας υποθέσουμε, ότι κρατούσαμε δεμένα τα μάτια του όποτε βρισκόταν μέσα σε τρένο ή σιδηροδρομικό σταθμό· ας υποθέσουμε, ότι δεν επιτρέπαμε ποτέ να αναφερθεί η λέξη «τρένο» όταν ήταν μπροστά και διατηρούσαμε ένα αδιαπέραστο μυστήριο, ως προς τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρεται απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Το αποτέλεσμα δε θα ήταν ότι θα πάψει να ενδιαφέρεται για τα τρένα· αντιθέτως, θα ενδιαφερθεί περισσότερο από ποτέ, αλλά θα έχει μια νοσηρή αίσθηση αμαρτίας, επειδή το ενδιαφέρον του, τού έχει παρουσιαστεί ως κάτι ακατάλληλο. Κάθε αγόρι θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να γίνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, νευρασθενικό. Αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει με το ζήτημα του σεξ, αλλά δεδομένου ότι το σεξ είναι πιο ενδιαφέρον απ’ τα τρένα, τα αποτελέσματα είναι χειρότερα. Σχεδόν κάθε ενήλικος, σε μια χριστιανική κοινότητα, είναι λίγο ή πολύ νευρικά ασθενής, ως αποτέλεσμα του ταμπού για την σεξουαλική γνώση κατά τα νεανικά του χρόνια. Και η αίσθηση της αμαρτίας που εμφυτεύεται, έτσι τεχνητά, είναι μια από τις αιτίες της σκληρότητας, δειλίας και βλακείας, στην μετέπειτα ζωή του. Δεν υπάρχει καμιά λογική βάση, κανενός είδους ή φύσεως, για να κρατάμε ένα παιδί στην άγνοια για οτιδήποτε επιθυμεί να γνωρίζει, είτε για το σεξ είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Και ποτέ δεν θα έχουμε έναν πνευματικώς υγιή πληθυσμό, μέχρι να αναγνωριστεί αυτό το γεγονός κι εφαρμοστεί στην προσχολική εκπαίδευση των παιδιών, πράγμα το οποίο είναι αδύνατον, όσο η Εκκλησία είναι σε θέση να ελέγχει την εκπαιδευτική πολιτική.
Αφήνοντας αυτές τις, σχετικά λεπτομερείς, ενστάσεις κατά μέρος, είναι σαφές ότι οι τα θεμελιώδη δόγματα του Χριστιανισμού απαιτούν μια μεγάλου βαθμού ηθική διαστροφή, προκειμένου να τα αποδεχτεί κάποιος. Ο κόσμος, μας λένε, δημιουργήθηκε από έναν Θεό που είναι και καλός και παντοδύναμος. Πριν δημιουργήσει τον κόσμο, προέβλεψε όλον τον πόνο και τη δυστυχία που θα περιείχε. Ως εκ τούτου, είναι υπεύθυνος για όλα αυτά. Είναι ανώφελο να υποστηρίζεται ότι ο πόνος σε αυτόν τον κόσμο, υπάρχει εξαιτίας της αμαρτίας. Κατ’ αρχάς, αυτό δεν είναι αληθές. Δεν είναι η αμαρτία που προκαλεί την υπερχείλιση των ποταμών ή τις εκρήξεις των ηφαιστείων. Αλλά ακόμα και εάν ήταν αληθές, δεν θα έκανε καμμία διαφορά. Εάν επρόκειτο να κάνω ένα παιδί, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το παιδί θα γίνει ένας μανιακός ανθρωποκτόνος, τότε θα ήμουν υπεύθυνος για τα εγκλήματά του. Εάν ο Θεός γνώριζε εκ των προτέρων τις αμαρτίες για τις οποίες θα ήταν ένοχος ο άνθρωπος, τότε θα ήταν σαφώς υπεύθυνος για όλες τις συνέπειες αυτών των αμαρτιών, από τη στιγμή που αποφάσισε να δημιουργήσει τον άνθρωπο. Το συνηθισμένο χριστιανικό επιχείρημα είναι ότι ο πόνος στον κόσμο, αποτελεί κάθαρση για την αμαρτία κι ως εκ τούτου είναι καλό πράγμα. Φυσικά, αυτό το επιχείρημα, είναι ένας εξορθολογισμός του σαδισμού, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι ένα πολύ φτωχό επιχείρημα. Θα προσκαλούσα οποιονδήποτε χριστιανό να με συνοδεύσει στους θαλάμους παίδων οποιουδήποτε νοσοκομείου, για να παρακολουθήσει τον πόνο που βιώνουν εκεί και τότε να συνεχίσει στηρίζει τον ισχυρισμό του, ότι τα εν λόγω παιδιά είναι τόσο ηθικά εγκαταλειμμένα, ώστε να αξίζουν αυτά που υποφέρουν. Για να πει ένας άνθρωπος κάτι τέτοιο, θα πρέπει να έχει καταστρέψει μέσα του, κάθε συναίσθημα ελέους και συμπόνιας. Θα πρέπει, εν ολίγοις, να γίνει τόσο κακός, όσο κι ο Θεός στον οποίον πιστεύει. Κανένας άνθρωπος, ο οποίος πιστεύει ότι αξίζει να πάσχει ο κόσμος, δεν μπορεί να κρατήσει τις ηθικές του αξίες αλώβητες, αφού πάντα θα πρέπει να βρίσκει δικαιολογίες για τον πόνο και την δυστυχία.
Οι ενστάσεις για τη θρησκεία
Οι ενστάσεις για τη θρησκεία είναι δύο ειδών: Πνευματική και ηθική. Η πνευματική ένσταση συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε πως η οποιαδήποτε θρησκεία πρεσβεύει την αλήθεια· η ηθική αντίρρηση έγκειται στο ότι οι θρησκευτικοί κανόνες χρονολογούνται από την εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο σκληροί από ότι είναι τώρα, και ως εκ τούτου, τείνουν να διαιωνίζουν απανθρωπιές, τις οποίες η ηθική συνείδηση της εποχής θα ξεπερνούσε διαφορετικά.
Να πάρουμε την πνευματική ένσταση πρώτα: Υπάρχει κάποια τάση στην πρακτική εποχή μας, να θεωρείται ότι δεν έχει σημασία εάν η θρησκευτική διδασκαλία εκφράζει την αλήθεια ή όχι, δεδομένου ότι το σημαντικό ερώτημα είναι το κατά πόσον είναι χρήσιμη. Ένα ερώτημα δεν μπορεί, ωστόσο, να κριθεί χωρίς το άλλο. Εάν πιστεύουμε την χριστιανική θρησκεία, οι αντιλήψεις μας για το τι είναι καλό, θα είναι διαφορετικές από ό,τι θα είναι εάν δεν την πιστεύουμε. Ως εκ τούτου, για τους χριστιανούς, οι επιδράσεις του Χριστιανισμού μπορεί να φαίνονται καλές, ενώ για τους άπιστους μπορεί να φαίνονται κακές. Επιπλέον, η στάση που θα έπρεπε κανείς να πιστέψει, όπως και μια τέτοια πρόταση, ανεξάρτητα από το κατά πόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της, είναι μια στάση η οποία παράγει εχθρότητα για τις αποδείξεις και μας αναγκάζει να κλείσουμε το μυαλό μας σε κάθε γεγονός που δεν ταιριάζει στις προκαταλήψεις μας.
Ένας βέβαιος τύπος επιστημονικής ειλικρίνειας, είναι μια πολύ σημαντική ποιότητα, και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να υπάρχει σχεδόν σε κανέναν άνθρωπο που φαντάζεται ότι υπάρχουν πράγματα που είναι καθήκον του να τα πιστέψει. Δεν μπορούμε, επομένως, πραγματικά ν’ αποφασίσουμε αν η θρησκεία κάνει καλό, χωρίς να ερευνήσουμε το ζήτημα, του κατά πόσον η θρησκεία είναι αληθινή. Για τους χριστιανούς, τους μουσουλμάνους και τους Εβραίους, το πιο θεμελιώδες ερώτημα που εμπλέκεται στην αλήθεια της θρησκείας, είναι η ύπαρξη του Θεού. Κατά τις ημέρες, όπου η θρησκεία θριάμβευε, η λέξη «Θεός» είχε μια απόλυτα σαφή έννοια, αλλά ως αποτέλεσμα των επιθέσεων των ορθολογιστών, η λέξη γίνεται όλο και πιο χλωμή, σε σημείο που να είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι εννοούν, όταν ισχυρίζονται ότι πιστεύουν στον Θεό. Ας λάβουμε όμως υπόψιν, για τον σκοπό του επιχειρήματος, τον ορισμό του Μάθιου Άρνολντ: «Μία αιώνια δύναμη, όχι εμείς, που αποδίδει δικαιοσύνη». Ίσως μπορούμε να το κάνουμε ακόμα πιο ασαφές, εάν ρωτήσουμε από τους εαυτούς μας, αν έχουμε κανένα αποδεικτικό στοιχείο του σκοπού σε αυτό το σύμπαν, εκτός από τους σκοπούς των έμβιων όντων στην επιφάνεια αυτού του πλανήτη.
Το σύνηθες επιχείρημα των θρήσκων ανθρώπων για το θέμα αυτό, έχει περίπου ως εξής: «Εγώ και οι φίλοι μου, είμαστε άτομα εκπληκτικής νοημοσύνης και αρετής. Είναι μάλλον απίθανο, ότι τόση πολύ νοημοσύνη και αρετή, θα μπορούσαν να προκύψουν κατά τύχην. Επομένως, πρέπει να υπάρχει κάποιος, τουλάχιστον τόσο έξυπνος και ενάρετος, όπως είμαστε εμείς, ο οποίος έθεσε την κοσμικό μηχανισμό σε κίνηση, με σκοπό την παραγωγή μας».
Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν θεωρώ αυτό το επιχείρημα τόσο εντυπωσιακό, όσο εκείνοι που το χρησιμοποιούν. Το σύμπαν είναι μεγάλο· ακόμη κι αν θέλουμε να
πιστέψουμε τον Έντινγκτον, πιθανώς να μην υπάρχουν πουθενά αλλού στο σύμπαν, όντα τόσο ευφυή, όσο οι άνθρωποι. Αν λάβετε υπόψιν το συνολικό ποσό της ύλης στον κόσμο και το συγκρίνετε με το ποσό που σχηματίζει τα σώματα των νοημόνων όντων, θα δείτε ότι αυτά φέρουν ένα σχεδόν απειροελάχιστο ποσοστό από την πρώτη. Κατά συνέπεια, ακόμα κι αν είναι εξαιρετικά απίθανο, ότι οι νόμοι των πιθανοτήτων θα παράγουν έναν οργανισμό με ικανή νοημοσύνη, πέρα από μια περιστασιακή επιλογή των ατόμων, ωστόσο, είναι πιθανόν ότι θα υπάρξει στο σύμπαν, ένας πολύ μικρός αριθμός τέτοιων οργανισμών που μπορούμε πράγματι να βρούμε.
Έπειτα πάλι, θεωρείται ως το αποκορύφωμα σε μια τέτοια μεγάλη διαδικασία, που πραγματικά δεν μου φαινόμαστε αρκετά θαυμάσιοι. Φυσικά, γνωρίζω ότι πολλοί ιερωμένοι είναι πολύ πιο θαυμάσιοι από ό,τι είμαι εγώ, και ότι δεν μπορώ να εκτιμήσω πλήρως, μέχρι τώρα, την αξία τους που ξεπερνά τη δική μου. Παρ ‘όλα αυτά, ακόμη και μετά την πραγματοποίηση παραχωρήσεων στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ, ότι η Παντοδυναμία λειτουργώντας μέσω της αιωνιότητας, θα μπορούσε να παράξει κάτι καλύτερο. Και τότε θα πρέπει να συλλογιστούμε το γεγονός, ότι ακόμη και το αποτέλεσμα αυτό είναι μόνο ένα πυροτέχνημα. Η γη δεν θα παραμένει πάντα κατοικήσιμη· η ανθρώπινη φυλή θα εκλείψει, και αν η κοσμική διαδικασία δικαιολογείται, το ίδιο στη συνέχεια θα πρέπει να το πράξει αλλού, εκτός από την επιφάνεια του πλανήτη μας. Ακόμα όμως κι αν αυτό θα συμβεί, πρέπει να σταματήσει αργά ή γρήγορα. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής καθιστά σχεδόν αδύνατον να αμφιβάλλει κάποιος, ότι το σύμπαν υπολειτουργεί, και ότι τελικά τίποτα, με ελάχιστο ενδιαφέρον, θα είναι δυνατόν οπουδήποτε.
Φυσικά, είναι ανοιχτό σε μας να πούμε, ότι όταν έρθει εκείνη η ώρα, ο Θεός θα επανεκκινήσει τον μηχανισμό και πάλι· αλλά αν δεν το πούμε αυτό, μπορούμε να βασίσουμε τον ισχυρισμό μας μόνο στην πίστη, και όχι επάνω σ’ ένα ίχνος επιστημονικών στοιχείων. Μέχρι στιγμής, όπως τα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν, το σύμπαν πορεύεται με αργές φάσεις σε ένα κάπως θλιβερό αποτέλεσμα σε αυτή τη γη και θα πορευθεί με ακόμη πιο θλιβερές φάσεις, σε μια κατάσταση καθολικού θανάτου. Αν αυτό το θεωρήσουμε ως ένδειξη ενός σκοπού, το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι ο σκοπός αυτός, είναι ένας σκοπός που δεν μου κάνει αίσθηση. Δεν βλέπω κανέναν λόγο, ως εκ τούτου, να πιστεύουν σε οποιοδήποτε είδος θεού, οπωσδήποτε ασαφή και κυρίως εξασθενημένο. Αφήνω στη άκρη τα παλιά μεταφυσικά επιχειρήματα, αφού οι ίδιοι οι θρησκευτικοί απολογητές τα έχουν εγκαταλείψει.
Η ψυχή και η αθανασία
Η χριστιανική έμφαση στην ατομική ψυχή είχε μια βαθιά επίδραση πάνω στην δεοντολογία των χριστιανικών κοινοτήτων. Είναι ένα δόγμα, ουσιαστικά παρόμοιο με εκείνο των στωικών, που προέκυψε στις δικές τους κοινότητες, οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να τρέφουν πολιτικές ελπίδες. Η φυσική ώθηση του δραστήριου προσώπου, αξιοπρεπούς χαρακτήρα, είναι να προσπαθήσει να κάνει το καλό, αλλά αν έχει στερηθεί κάθε πολιτική δύναμη και κάθε δυνατότητα να επηρεάζει τα γεγονότα, θα εκτρέπεται από τη φυσική πορεία του και θα αποφασίσει ότι το σημαντικό είναι να είναι καλός. Αυτό είναι που συνέβη στους πρώτους χριστιανούς. Οδήγησε σε μια αντίληψη της προσωπικής αγιότητας, ως κάτι τελείως ανεξάρτητο από την ευεργετική δράση, δεδομένου ότι αγιότητα έπρεπε να είναι κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί από ανθρώπους που ήταν ανίκανοι να δράσουν. Επομένως, η κοινωνική αρετή ήρθε ως εξαίρεση από την χριστιανική ηθική.
Στις μέρες μας, οι συμβατικοί χριστιανοί πιστεύουν, ότι ο μοιχός είναι περισσότερο κακός, από έναν πολιτικό που παίρνει μίζες, αν και ο τελευταίος, κατά πάσα πιθανότητα, κάνει χίλιες φορές περισσότερο κακό. Η μεσαιωνική αντίληψη της αρετής, όπως βλέπει κανείς σε φωτογραφίες τους, ήταν κάτι άνοστο, αδύναμο, και συναισθηματικό. Ο πιο ενάρετος άνθρωπος, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος αποσύρθηκε από τον κόσμο· μόνο οι άνθρωποι της δράσης, που θεωρήθηκαν ως άγιοι, ήταν αυτοί που σπατάλησαν τη ζωή και την ουσία των ζητημάτων τους πολεμώντας τους Τούρκους, όπως ο άγιος Λουδοβίκος. Η Εκκλησία ποτέ δεν θα θεωρούσε έναν άνθρωπο ως άγιο, επειδή μεταρρύθμισε τα οικονομικά, ή το ποινικό δίκαιο, ή το δικαστικό σώμα. Τέτοιες απλές συνεισφορές στην ευημερία του ανθρώπου, θα έπρεπε να θεωρούνται ως άνευ σημασίας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας άγιος, σε ολόκληρο το ημερολόγιο, του οποίου η αγιότητα οφείλεται στην εργασία για την κοινή ωφέλεια. Με αυτό τον διαχωρισμό, ανάμεσα στο κοινωνικό και στο ηθικό πρόσωπο, οδηγήθηκαν σε έναν αυξανόμενο διαχωρισμό μεταξύ ψυχής και του σώματος, κάτι το οποίο έχει επιβιώσει στη χριστιανική μεταφυσική και στα συστήματα που προέρχονται από τον Καρτέσιο.
Μπορεί κάποιος να πει, σε γενικές γραμμές, ότι το σώμα αποτελεί το κοινωνικό και δημόσιο μέρος ενός ανθρώπου, ενώ η ψυχή αποτελεί το ιδιωτικό κομμάτι. Δίνοντας έμφαση στην ψυχή, η χριστιανική ηθική έχει γίνει, η ίδια, τελείως ατομικιστική. Νομίζω ότι είναι σαφές, ότι το τελικό αποτέλεσμα όλων των αιώνων του Χριστιανισμού ήταν να κάνουν τους ανθρώπους πιο εγωιστικούς, πιο κλειστούς στους εαυτούς τους, απ’ ότι τους έκανε η φύση. Τα ερεθίσματα που φέρνουν φυσικά έναν άνθρωπο έξω από τα τείχη του Εγώ του, είναι αυτά του ερωτισμού, της μητρότητας, του πατριωτισμού ή το ένστικτο της αγέλης. Το σεξ, η Εκκλησία έκανε ό,τι μπορούσε για να το επικρίνει και να το υποβαθμίσει· την οικογενειακή στοργή την επέκρινε ο ίδιος ο Χριστός και ο κύριος όγκος των οπαδών του· ο πατριωτισμός δεν μπόρεσε να βρει θέση μεταξύ των πληθυσμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· και η πολεμική εναντίον της οικογένειας στα Ευαγγέλια είναι ένα θέμα που δεν έχει λάβει την προσοχή που αξίζει. Η Εκκλησία αντιμετωπίζει τη μητέρα του Ιησού με ευλάβεια, αλλά ο ίδιος επέδειξε μικρό μέρος αυτής της στάσης. «Τί κοινό υπάρχει ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα, γυναίκα;» (Κατά Ιωάννην, 2: 4)· αυτός είναι ο τρόπος του μιλώντας γι ‘αυτήν. Λέει επίσης, ότι έχει έρθει για να θέσει τον άνδρα ενάντια στον πατέρα του, την κόρη ενάντια στη μητέρα της, και την νύφη εναντίον της πεθεράς, και ότι αυτοί που αγαπούν τον πατέρα και τη μητέρα τους περισσότερο απ’ αυτόν, δεν είναι άξιοι γι’ αυτόν (Κατά Ματθαίον, 10: 35-37). Όλα αυτά σημαίνουν τη διάλυση του βιολογικού συγγενικού δεσμού για το καλό της πίστης -μία στάση, η οποία είχε μεγάλη σχέση με τη μισαλλοδοξία που ήρθε στον κόσμο με την εξάπλωση του Χριστιανισμού.
Αυτό ο ατομικισμός κορυφώθηκε με το δόγμα της αθανασίας της ψυχής του ατόμου, που στο εξής απολαμβάνει ατελείωτη ευτυχία, ανάλογα με τις περιστάσεις. Η διαφορά της σημασίας αυτών των περιστάσεων, ήταν κάπως περίεργη. Για παράδειγμα, αν πεθάνετε, αμέσως μετά ένας ιερέας ραντίζει νερό επάνω σας, ενώ προφέρει ορισμένες λέξεις, που θα σας κληρονομήσουν αιώνια ευδαιμονία. Ενώ, αν μετά από μια μακρά και ενάρετη ζωή, σας έτυχε να πληγείτε από κεραυνό σε μια στιγμή που χρησιμοποιούσατε χυδαία γλώσσα, επειδή είχαν κοπεί τα κορδόνια σας, θα κληρονομούσατε αιώνια βάσανα. Δεν λέω ότι οι σύγχρονοι προτεστάντες χριστιανοί πιστεύουν αυτό, ούτε ίσως και οι σύγχρονοι καθολικοί χριστιανοί, που δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση στη Θεολογία· αλλά θα πω ότι αυτό είναι το ορθόδοξο δόγμα, το οποίο σταθερά πίστευαν μέχρι πρόσφατα. Οι Ισπανοί σε Μεξικό και Περού, συνήθιζαν να βαφτίζουν τα βρέφη των Ινδιάνων και στη συνέχεια συνέτριβαν τα κεφάλια τους. Αυτό σήμαινε, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλιζόταν πως αυτά τα βρέφη θα πήγαιναν στον Παράδεισο. Κανένας ορθόδοξος χριστιανός δεν μπορεί να βρει, μια οποιαδήποτε λογική αιτία για την καταδίκη της δράσης τους, αν και όλοι το κάνουν σήμερα. Με άπειρους τρόπους, το δόγμα της προσωπικής αθανασίας στη χριστιανική μορφή της, είχε καταστροφικές συνέπειες πάνω στην ηθική, και ο μεταφυσικός χωρισμός της ψυχής και του σώματος, είχε καταστροφικές συνέπειες πάνω στη φιλοσοφία.
Οι πηγές της μισαλλοδοξίας
Η μισαλλοδοξία που εξαπλώθηκε σ’ όλον τον κόσμο με την έλευση του Χριστιανισμού, είναι ένα από τα πιο περίεργα χαρακτηριστικά, λόγω, νομίζω, της εβραϊκής πίστης στην δικαιοσύνη και στην αποκλειστική αλήθεια του εβραϊκού Θεού. Το γιατί οι Εβραίοι θα έπρεπε να είχαν αυτές τις ιδιαιτερότητες, δεν το ξέρω. Μοιάζουν να έχουν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας, ως αντίδραση εναντίον της προσπάθειας απορρόφησης των Εβραίων σε αλλοδαπούς πληθυσμούς. Ωστόσο, μπορεί να είναι και το ότι οι Εβραίοι, και ειδικότερα οι προφήτες, έδωσαν έμφαση στην προσωπική δικαιοσύνη και την ιδέα ότι είναι κακό να ανεχθούν οποιαδήποτε θρησκεία, εκτός από μία. Οι δύο αυτές ιδέες είχαν μια εξαιρετικά καταστροφική συνέπεια στην δυτική ιστορία. Η Εκκλησία δημιουργήθηκε, κατά ένα μεγάλο μέρος, εξ αιτίας του διωγμού των χριστιανών από το ρωμαϊκό κράτος, πριν από την εποχή του Κωνσταντίνου. Αυτές οι διώξεις, όμως, ήταν ασήμαντες, διαλείπουσες και εντελώς πολιτικές. Διαχρονικά, από την εποχή του Κωνσταντίνου μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, οι χριστιανοί ήταν πολύ πιο έντονα διωκόμενοι από άλλους χριστιανούς, από ότι ήταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες.
Πριν από την άνοδο του Χριστιανισμού, αυτή η διάθεση καταδίωξης ήταν άγνωστη στον αρχαίο κόσμο, πλην των Ιουδαίων. Αν διαβάσετε, για παράδειγμα, τον Ηρόδοτο, θα βρείτε μια μειλίχια και ανεκτική παρουσίαση των συνηθειών των ξένων εθνών που επισκέφθηκε. Μερικές φορές, είναι αλήθεια, ένα παράδοξο βάρβαρο έθιμο μπορεί να τον εκπλήσσει, αλλά σε γενικές γραμμές είναι δεκτικός στους ξένους θεούς και τα ξένα έθιμα. Δεν έχει το άγχος να αποδείξει ότι οι άνθρωποι που αποκαλούν τον Δία με άλλο όνομα, θα υποφέρουν με αιώνια τιμωρία και θα έπρεπε να καταδικαστούν σε θάνατο, προκειμένου η τιμωρία τους να μπορεί να αρχίσει το συντομότερο δυνατόν. Αυτή η στάση δεσμεύτηκε από τους χριστιανούς. Είναι αλήθεια, ότι οι σύγχρονοι χριστιανοί είναι λιγότερο ισχυροί, αλλά αυτό δεν οφείλεται στον Χριστιανισμό· οφείλεται στις γενιές των ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων, οι οποίοι από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, έχουν κάνει τους χριστιανούς να ντρέπονται για πολλές από τις παραδοσιακές πεποιθήσεις τους. Είναι διασκεδαστικό να ακούς τους σύγχρονους χριστιανούς να σου λένε, πόσο πράος και ορθολογικός είναι ο Χριστιανισμός, αγνοώντας το γεγονός, ότι αυτή η πραότητα και ο ορθολογισμός της, οφείλεται στη διδασκαλία των ανθρώπων, που κατά τις ημέρες τους, εκδιώχθηκαν από όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς.
Κανείς δεν πιστεύει σήμερα, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε το 4004 π.Χ., αλλά όχι πολύ καιρό πριν, ο σκεπτικισμός σε αυτό το σημείο θεωρήθηκε ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ο προ-προ-παππούς μου, αφού παρατήρησε το βάθος της λάβας στις πλαγιές της Αίτνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος πρέπει να είναι μεγαλύτερος, ηλικιακά, απ’ ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί υποστήριζαν και δημοσίευσε την άποψή του σε ένα βιβλίο. Γι’ αυτό το αδίκημα, απομονώθηκε από την κομητεία και εξοστρακίστηκε από την κοινωνία. Αν αυτός ο άνθρωπος, βρισκόταν σε πιο ταπεινές περιστάσεις, η τιμωρία του θα ήταν αναμφίβολα πιο σοβαρή. Δεν αποτελεί εύσημο για τους ορθόδοξους χριστιανούς, το ότι δεν πιστεύουν πλέον όλες τις ανοησίες που πίστευαν 150 χρόνια πριν. Ο βαθμιαίος ευνουχισμός του χριστιανικού δόγματος έχει πραγματοποιηθεί, παρά την σθεναρή αντίσταση, και μόνο ως αποτέλεσμα των επιθέσεων από τους ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους.
Το δόγμα της ελεύθερης βούλησης
Η στάση των χριστιανών σχετικά με το θέμα του φυσικού νόμου έχει καταστεί, περιέργως, αμφιταλαντεύσιμη και αβέβαιη. Υπήρχε, αφ’ ενός, το δόγμα της ελεύθερης βούλησης, στο οποίο πίστευε, η μεγάλη πλειοψηφία των χριστιανών· και το δόγμα αυτό απαιτούσε, ότι οι πράξεις των ανθρώπων, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υπόκεινται στους φυσικούς νόμους. Υπήρξε, αφ’ ετέρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, μια πίστη στον Θεό, ως Νομοθέτη και του φυσικού νόμου, ως ένα από τα βασικά αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης ενός Δημιουργού.
Στην εποχή μας, η αντίρρηση ως προς τη κυριαρχία του νόμου προς όφελος της ελεύθερης βούλησης έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή εντονότερα, από την πίστη στον φυσικό νόμο που παρέχει απόδειξη για την ύπαρξη ενός Νομοθέτη. Οι υλιστές, χρησιμοποίησαν τους νόμους της Φυσικής για να αποδείξουν ή να επιχειρήσουν να δείξουν, ότι οι κινήσεις των ανθρώπινων σωμάτων καθορίζονται μηχανικά, και ότι, συνεπώς, όλα όσα λέμε και κάθε αλλαγή θέσης που επηρεάζουμε, εμπίπτουν στη σφαίρα της ενδεχόμενης ελεύθερης βούλησης. Εάν αυτό είναι έτσι, οτιδήποτε μπορεί να παραμείνει για την απρόσκοπτη θέλησή μας, έχει μικρή αξία. Εάν, όταν ένας άνθρωπος γράφει ένα ποίημα ή διαπράττει φόνο, οι σωματικές κινήσεις περιλαμβάνονται στην πράξη του, αποτέλεσμα καθαρά από φυσικά αίτια, θα φαινόταν παράλογο να του στήσουμε ένα άγαλμα στη μία περίπτωση, και να τον κρεμάσουμε στην άλλη. Μπορεί σε ορισμένα μεταφυσικά συστήματα να παραμένει μια περιοχή της καθαρής σκέψης, στην οποία η βούληση θα είναι ελεύθερη, αλλά, εφόσον μπορεί να επικοινωνούν με άλλα, μόνο μέσω της σωματικής κίνησης, η κυριαρχία της ελευθερίας θα είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να είναι το θέμα της επικοινωνίας και ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε σημασία από κοινωνική άποψη.
Στη συνέχεια, και πάλι, η εξέλιξη είχε μια σημαντική επιρροή επάνω στους χριστιανούς, που το έχουν αποδεχτεί. Έχουν δει, ότι δεν θα κάνουν αξιώσεις εκ μέρους του ανθρώπου, που είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που γίνονται για λογαριασμό των άλλων μορφών ζωής. Ως εκ τούτου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ελεύθερη βούληση στον άνθρωπο, έχουν αντιταχθεί σε κάθε προσπάθεια εξήγησης της συμπεριφοράς της ζώσας ύλης, από την άποψη των φυσικών και χημικών νόμων. Η θέση του Καρτέσιου, υπό την έννοια ότι όλα τα κατώτερα ζώα είναι αυτόματα, δεν βρίσκει πλέον την εύνοια των φιλελεύθερων θεολόγων. Το δόγμα της συνέχειας, τους καθιστά διατεθειμένους να πάνε ένα βήμα παραπέρα ακόμα και να υποστηρίζουν ότι ακόμη και αυτό που ονομάζεται νεκρή ύλη, δεν είναι σταθερή για να διέπεται η συμπεριφορά της από αναλλοίωτους νόμους. Φαίνονται να έχουν παραβλέψει το γεγονός ότι, αν καταργηθεί η κυριαρχία του νόμου, θα καταργηθεί επίσης, η δυνατότητα των θαυμάτων, δεδομένου ότι τα θαύματα είναι πράξεις του Θεού, που αντιβαίνουν στους νόμους που διέπουν τα συνηθισμένα φαινόμενα. Μπορώ, όμως, να φανταστώ την σύγχρονη φιλελεύθερη Θεολογία, να υποστηρίζει με έναν αέρα εμβρίθειας, ότι όλη η δημιουργία είναι ένα θαύμα, έτσι ώστε δεν χρειάζεται πλέον να πιαστεί από ορισμένα περιστατικά, ως εξαιρετικές αποδείξεις της θείας επέμβασης.
Υπό την επίδραση αυτής της αντίδρασης, έναντι των φυσικών νόμων, ορισμένοι χριστιανοί απολογητές εποφθαλμιούν τις τελευταίες θεωρίες του ατόμου, οι οποίες τείνουν να αποδείξουν ότι οι φυσικοί νόμοι, που έχουμε μέχρι τώρα πιστέψει, έχουν μόνο κατά προσέγγιση και μέσο όρο αλήθειας, όπως εφαρμόστηκαν σε μεγάλο αριθμό ατόμων, ενώ το ατομικό ηλεκτρόνιο συμπεριφέρεται, λίγο πολύ, όπως θέλει. Δική μου πεποίθηση είναι, ότι αυτή είναι μια προσωρινή φάση, και ότι οι φυσικοί εγκαίρως θ’ ανακαλύψουν νόμους που θα διέπουν μικροσκοπικά φαινόμενα, αν και αυτοί οι νόμοι ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά από εκείνους των παραδοσιακών φυσικών. Ωστόσο, αυτό που αξίζει να παρατηρήσουμε, είναι ότι για τα σύγχρονα δόγματα, τα μικροσκοπικά φαινόμενα δεν έχουν καμία σχέση με οτιδήποτε είναι πρακτικής σημασίας. Ορατές κινήσεις, και μάλιστα όλες οι κινήσεις που κάνουν οποιαδήποτε διαφορά για τον καθέναν, περιλαμβάνουν τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων που έρχονται, το ίδιο καλά, και στο πεδίο εφαρμογής των παλαιών νόμων. Για να γράψουμε ένα ποίημα ή να διαπράξουμε έναν φόνο (επιστροφή στην προηγούμενη υπόθεσή μας), είναι απαραίτητο να μετακινήσουμε μια αξιόλογη μάζα μελανιού ή μολύβδου. Τα ηλεκτρόνια που συνθέτουν το μελάνι, μπορεί να χορεύουν ελεύθερα γύρω από την αίθουσα χορού τους, αλλά η αίθουσα χορού ως ακέραιη που είναι, κινείται σύμφωνα με τους παλιούς νόμους της Φυσικής, και αυτό από μόνο του είναι ό,τι αφορά τον ποιητή και τον εκδότη του. Τα σύγχρονα δόγματα, ως εκ τούτου, δεν έχουν αξιόλογη σχέση με τα οποιαδήποτε προβλήματα του ανθρώπινου ενδιαφέροντος, με τα οποία ο θεολόγος ανησυχεί.
Κατά συνέπεια, το ερώτημα της ελεύθερης βούλησης, παραμένει ακριβώς εκεί που ήταν. Ό,τι μπορεί να θεωρηθεί σχετικά μ’ αυτό, ως θέμα έσχατης μεταφυσικής, είναι αρκετά σαφές ότι κανείς δεν το πιστεύει στην πράξη. Ο καθένας πίστευε πάντα, ότι είναι δυνατόν να εκπαιδεύσει τον χαρακτήρα· ο καθένας ήξερε πάντοτε ότι το αλκοόλ ή το όπιο θα έχουν κάποια συγκεκριμένη επίπτωση στη συμπεριφορά. Ο απόστολος της ελεύθερης βούλησης, υποστηρίζει ότι ένας άνθρωπος μπορεί με την δύναμη της θέλησης να αποφεύγει τη μέθη, αλλά δεν υποστηρίζει ότι, ένας μεθυσμένος άνθρωπος μπορεί να πει «άσπρη πέτρα ξέξασπρη», το ίδιο καθαρά, όπως εάν ήταν νηφάλιος. Και όλοι όσοι έχουν κάνει ποτέ με παιδιά, γνωρίζουν ότι μια κατάλληλη διατροφή βοηθά περισσότερο στο να τα κάνει ενάρετα, από το πλέον εύγλωττο κήρυγμα στον κόσμο. Το ένα αποτέλεσμα που έχει το δόγμα της ελεύθερης βούλησης στην πράξη, είναι να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να ακολουθήσουν την γνώση της κοινής λογικής, στο ορθολογικό συμπεράσμά τους. Όταν ένας άνθρωπος ενεργεί με τρόπους που μας ενοχλούν, τον θεωρούμε κακοήθη, και αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι η ενοχλητική του συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα προγενέστερων αιτίων που, αν τα ακολουθήσετε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, θα σας πάνε πέρα από τη στιγμή της γέννησής του και, συνεπώς, σε συμβάντα για τα οποία δεν μπορεί να ευθύνεται, όπως κι αν βάλουμε να δουλέψει η φαντασία.
Κανένας άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει ένα αυτοκίνητο, τόσο ανόητα όπως ο ίδιος αντιμετωπίζει ένα άλλο ανθρώπινο ον. Όταν το αυτοκίνητο δεν προχωρά, δεν αποδίδει την ενοχλητική συμπεριφορά του στην αμαρτία· δεν λέει: «Είσαι ένα κακό αυτοκίνητο, και δεν θα σου βάλω βενζίνη, μέχρι να προχωρήσεις». Προσπαθεί ν’ ανακαλύψει ποιο είναι το λάθος και να το διορθώσει. Ένας ανάλογος τρόπος αντιμετώπισης των ανθρώπων, ωστόσο, θεωρείται ότι είναι αντίθετος προς τις αλήθειες της άγιας θρησκείας μας. Και αυτό ισχύει ακόμη και στη θεραπεία των μικρών παιδιών. Πολλά παιδιά έχουν κακές συνήθειες οι οποίες διαιωνίζονται από τιμωρία, αλλά μάλλον θα τις προσπερνούσαν αν έμεναν απαρατήρητες. Παρ ‘όλα αυτά, οι νοσηλεύτριες, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, θεωρούν ότι είναι σωστό να επιβάλουν τιμωρία, αν και με τον τρόπο αυτόν, διατρέχουν τον κίνδυνο να προκαλέσουν παραφροσύνη. Όταν έχει προκληθεί παραφροσύνη, αυτό αναφέρεται στα δικαστήρια ως απόδειξη της βλαπτικότητας της συνήθειας -όχι για τιμωρία. (Αναφέρομαι σε μια πρόσφατη ποινική δίωξη για βωμολοχία στην πόλη της Νέας Υόρκης).
Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εκπαίδευσης, έχουν έρθει σε πολύ μεγάλο βαθμό, μέσα από τα σχέδια παραφρόνων και διανοητικά καθυστερημένων, επειδή δεν έχουν κριθεί ηθικά υπεύθυνοι για τις αποτυχίες τους και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη επιστημονικότητα από τα φυσιολογικά παιδιά. Μέχρι πολύ πρόσφατα κρίνονταν ότι, εάν ένα παιδί δεν μπορούσε να μάθει το μάθημά του, η κατάλληλη θεραπεία ήταν ραβδισμός ή μαστίγωμα. Αυτή η άποψη, έχει σχεδόν εξαφανιστεί στη θεραπεία των παιδιών, αλλά επιβιώνει στο ποινικό δίκαιο. Είναι προφανές, ότι ένας άνθρωπος με μια ροπή προς το έγκλημα πρέπει να σταματήσει, αλλά έτσι πρέπει κι ένας άνθρωπος που λύσσα έχει και θέλει να δαγκώσει τους ανθρώπους, αν και κανείς δεν τον θεωρεί ηθικά υπεύθυνο. Ένας άνθρωπος που υποφέρει από πανούκλα πρέπει να απομονώνεται μέχρι να θεραπευθεί, αν και κανείς δεν τον θεωρεί κακό. Το ίδιο πράγμα πρέπει να γίνει με έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει μια τάση για την πλαστογραφία, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει περισσότερη ιδέα περί ενοχής την μία περίπτωση σε σχέση με την άλλη. Και αυτό είναι μόνο η κοινή λογική, αν και είναι μια μορφή κοινής λογικής, στην οποία αντιτίθενται η χριστιανική ηθική και η μεταφυσική.
Για να κρίνουμε την ηθική επιρροή ενός θεσμού σε μια κοινότητα, πρέπει να εξετάσουμε το είδος της δυναμικής που ενσωματώνεται στον θεσμό και τον βαθμό στον οποίο ο θεσμός αυξάνει την αποτελεσματικότητα της δυναμικής στην εν λόγω κοινότητα. Μερικές φορές αυτή η δυναμική είναι προφανής, μερικές φορές είναι πιο κρυφή. Μια λέσχη ορειβατών, για παράδειγμα, προφανώς ενσωματώνει την τάση για περιπέτεια, και ωθεί την κοινωνία να ενσαρκώνει την τάση προς τη γνώση. Η οικογένεια, ως θεσμός, ενσαρκώνει τη ζήλια και το γονική συναίσθημα· μια ομάδα ποδοσφαίρου ή ένα πολιτικό κόμμα εκφράζει την τάση προς την κατεύθυνση του ανταγωνισμού, αλλά οι δύο μεγαλύτεροι κοινωνικοί θεσμοί -δηλαδή, η Εκκλησία και το κράτος- είναι πιο πολύπλοκοι στα ψυχολογικά κίνητρά τους. Ο πρωταρχικός σκοπός του κράτους, είναι σαφώς η ασφάλεια, εναντίον αμφότερων, τόσο των εγχώριων εγκληματιών, όσο και των εξωτερικών εχθρών. Είναι ριζωμένο στην τάση των παιδιών να κουλουριάζονται όταν φοβούνται και να αναζητούν ένα ενήλικο πρόσωπο που θα τους δώσει μια αίσθηση ασφάλειας.
Η Εκκλησία έχει πιο σύνθετη προέλευση. Αναμφίβολα, η σημαντικότερη πηγή της θρησκείας είναι ο φόβος. Αυτό μπορεί να το δει κάποιος στις μέρες μας, δεδομένου πως οτιδήποτε προκαλεί συναγερμό κινδύνου, είναι ικανό να στρέψει τις σκέψεις των ανθρώπων στον Θεό. Μάχη, λοιμός και ναυάγιο, όλα τείνουν να κάνουν τους ανθρώπους θρήσκους. Η θρησκεία έχει, ωστόσο, κι άλλες εφέσεις πλην της τρομοκρατίας· απευθύνεται ειδικά στον ανθρώπινο αυτοσεβασμό μας. Εάν ο Χριστιανισμός είναι η αλήθεια, οι άνθρωποι δεν είναι θλιβεροί, σαν τα σκουλήκια, όπως φαίνονται να είναι· παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον Δημιουργό του σύμπαντος, ο οποίος μένει ικανοποιημένος με αυτούς όταν συμπεριφέρονται καλά και δυσαρεστείται όταν συμπεριφέρονται άσχημα. Αυτό είναι μια μεγάλη φιλοφρόνηση. Δεν πρέπει ν’ ασχολούμαστε με τη μελέτη μιας φωλιάς μυρμηγκιών, για να μάθουμε ποια από τα μυρμήγκια εκτελούν το καθήκον τους, και δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε, βεβαίως, να διαχωρίσουμε τα μεμονωμένα μυρμήγκια που ήταν απρόσεκτα και να τα βάλουμε στη φωτιά. Αν ο Θεός το κάνει αυτό για εμάς, είναι μια φιλοφρόνηση για την σημασία μας· και είναι ακόμη μια ευχάριστη φιλοφρόνηση αν απονέμει, για το καλό μας, αιώνια ευτυχία στον Παράδεισο. Στη συνέχεια, υπάρχει η συγκριτική σύγχρονη αντίληψη, ότι η κοσμική εξέλιξη είναι σχεδιασμένη για να επιφέρει το είδος των αποτελεσμάτων που αποκαλούμε «καλό» -δηλαδή, το είδος των αποτελεσμάτων που μας δίνουν ευχαρίστηση. Εδώ πάλι, είναι κολακευτικό να υποθέσουμε ότι το σύμπαν ελέγχεται από ένα ον που συμμερίζεται τις προτιμήσεις και τις προκαταλήψεις μας.
Η ιδέα της δικαιοσύνης
Η τρίτη ψυχολογική τάση που είναι ενσωματωμένη στη θρησκεία, είναι αυτή που έχει οδηγήσει στην αντίληψη της δικαιοσύνης. Γνωρίζω ότι πολλοί ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι, αντιμετωπίζουν αυτή την αντίληψη με μεγάλο σεβασμό και υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να διατηρηθεί, παρά την παρακμή της δογματικής θρησκείας. Δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί τους σε αυτό το σημείο. Η ψυχολογική ανάλυση της ιδέας της δικαιοσύνης, μου φαίνεται ότι δείχνει, πως έχει τις ρίζες της σε ανεπιθύμητα πάθη και δεν θα έπρεπε να ενισχυθεί από την επίσημη έγκριση της λογικής. Δικαιοσύνη και αδικία πρέπει να να λαμβάνονται υπόψιν μαζί· είναι αδύνατον να τονιστεί το ένα χωρίς να τονιστεί και το άλλο επίσης. Τώρα, τι είναι «αδικία» στην πράξη; Είναι, στην πράξη, η συμπεριφορά του είδους, που είναι δυσάρεστη στην αγέλη. Αποκαλώντας την, «αδικία», και με την διευθέτηση ενός πολύπλοκου συστήματος της ηθικής γύρω από αυτή την αντίληψη, η αγέλη δικαιολογεί την επιβολή τιμωρίας πάνω στα διάφορα πράγματα που αντιπαθεί η ίδια, ενώ την ίδια στιγμή, δεδομένου ότι η αγέλη είναι δίκαιη εξ ορισμού, ενισχύει την δική της αυτοεκτίμηση, την ίδια στιγμή, όταν αφήνει χαλαρή την τάση της στην σκληρότητα. Αυτή είναι η ψυχολογία του λιντσαρίσματος, και των άλλων τρόπων με τους οποίους οι εγκληματίες τιμωρούνται. Η ουσία της αντίληψης της δικαιοσύνης, λοιπόν, είναι να προσφέρει μια διέξοδο για τον σαδισμό υπό τον σκληρό μανδύα της δικαιοσύνης.
Αλλά, θα ειπωθεί, ο απολογισμός που δόθηκε για τη δικαιοσύνη είναι εξ ολοκλήρου ανεφάρμοστος στους Εβραίους προφήτες, ο οποίοι, τέλος πάντων, κατά την άποψή σας, εφηύραν την ιδέα. Υπάρχει αλήθεια σε αυτό: Η δικαιοσύνη στο στόμα των Εβραίων προφητών σημαίνει ό,τι εγκρίθηκε από αυτούς και τον Γιαχβέ. Βρίσκει κανείς την ίδια στάση που εκφράζεται στην «Πράξεις των αποστόλων», όπου οι απόστολοι γράφουν: «Φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας…» (Πράξεις, 15: 28). Αυτό το είδος της προσωπικής βεβαιότητας ως προς τις προτιμήσεις και τις απόψεις του Θεού δεν μπορεί, ωστόσο, να αποτελέσει τη βάση του οποιουδήποτε θεσμού. Αυτή ήταν πάντα η δυσκολία, με την οποία ο Προτεσταντισμός έπρεπε να αγωνισθεί: Ένας νέος προφήτης μπορούσε να υποστηρίζει ότι η αποκάλυψή του ήταν πιο αυθεντική από αυτές των προκατόχων του, και δεν υπήρχε τίποτα στη γενική θεώρηση του Προτεσταντισμού να δείξει ότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν άκυρος. Ως εκ τούτου, ο Προτεσταντισμός χωρίζεται σε αναρίθμητες αιρέσεις, που αποδυναμώνει η μία την άλλη· και υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι σε εκατό χρόνια, ο Καθολικισμός θα είναι ο μόνος μάχιμος εκπρόσωπος της χριστιανικής πίστης. Στην Καθολική Εκκλησία, η έμπνευση, όπως αυτή που απολάμβαναν οι προφήτες, έχει τη θέση της· αλλά αναγνωρίζεται ότι φαινόμενα που μοιάζουν μάλλον σαν γνήσια θεϊκή έμπνευση, μπορεί να είναι εμπνευσμένα από τον Διάβολο, και είναι δουλειά της Εκκλησίας να τα ξεχωρίσει, όπως είναι δουλειά των ειδημόνων της τέχνης να διακρίνουν έναν αυθεντικό Λεονάρντο Ντα Βίντσι, από μια πλαστογραφία. Με τον τρόπο αυτό, ταυτοχρόνως, θεσμοθετείται η αποκάλυψη. Δικαιοσύνη, είναι αυτό που η Εκκλησία εγκρίνει, και αδικία είναι αυτό που αποδοκιμάζει. Έτσι, το ουσιαστικό μέρος της αντίληψης της δικαιοσύνης είναι η αιτιολόγηση της αντιπάθειας της αγέλης.
Φαίνεται, επομένως, ότι οι τρεις ανθρώπινες παρορμήσεις που ενσωματώνονται στη θρησκεία, είναι ο φόβος, η έπαρση και το μίσος. Ο σκοπός της θρησκείας, μπορεί κανείς να πει κάποιος, είναι να δώσει έναν αέρα σεβασμού σε αυτά τα πάθη, με την προϋπόθεση ότι λειτουργούν σε ορισμένα κανάλια. Είναι επειδή, αυτά τα πάθη καθιστούν, στο σύνολό τους, για την ανθρώπινη δυστυχία, τη θρησκεία μια δύναμη για το κακό, δεδομένου ότι επιτρέπει στους ανθρώπους να επιδοθούν στα πάθη, χωρίς αυτοσυγκράτηση, αλλά όπου για την κύρωσή τους μπορούν, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, να τα ελέγχουν.
Μπορώ να φανταστώ σε αυτό το σημείο μια ένσταση, όχι απαραίτητα από ορθόδοξους πιστούς, αλλά παρ ‘όλα αυτά, αξίζει να εξεταστεί. Το μίσος και ο φόβος, μπορεί να ειπωθεί, είναι ουσιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου· η ανθρωπότητα πάντα τα αισθάνονταν και πάντοτε θα τα αισθάνεται. Το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε μ’ αυτά, μπορώ να πω, είναι να τα κατευθύνετε σε ορισμένα κανάλια τα οποία είναι λιγότερο επιβλαβή, από ορισμένα άλλα κανάλια. Ένας χριστιανός θεολόγος, μπορεί να πει ότι η θεραπεία τους από την Εκκλησία, είναι ανάλογη με τη θεραπεία της ερωτικής παρόρμησης, την οποία αποδοκιμάζει. Επιχειρεί να καταστήσει αβλαβή την λαγνεία, περιορίζοντάς την μέσα στα όρια του γάμου. Έτσι, μπορεί να ειπωθεί, πως εάν οι άνθρωποι θα πρέπει αναπόφευκτα να αισθάνονται μίσος, είναι καλύτερα να κατευθύνεται αυτό το μίσος ενάντια σε εκείνους που είναι πραγματικά επιβλαβείς, και αυτό είναι ό,τι ακριβώς κάνει η Εκκλησία με την αντίληψη που έχει για την δικαιοσύνη.
Σ’ αυτόν τον ισχυρισμό υπάρχουν δύο απαντήσεις: Μία σχετικά επιφανειακή και μία που οδηγεί στην ρίζα του ζητήματος. Η επιφανειακή απάντηση είναι ότι η αντίληψη της Εκκλησίας για την δικαιοσύνη δεν είναι η καλύτερη δυνατή· η βασική απάντηση είναι ότι το μίσος και ο φόβος μπορούν, με την σημερινή ψυχολογική γνώση μας και την βιομηχανική τεχνική μας, να εξαλειφθούν τελείως από την ανθρώπινη ζωή.
Να πάρουμε την πρώτη περίπτωση, πρώτα. Η αντίληψη της Εκκλησίας για την δικαιοσύνη, είναι κοινωνικά ανεπιθύμητη για διάφορους λόγους -πρώτον και κύριον, για την απαξίωση της νοημοσύνης και της επιστήμης. Αυτό το ελάττωμα κληρονομείται από τα Ευαγγέλια. Ο Χριστός μάς λέει να γίνουμε σαν τα μικρά παιδιά, αλλά τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν τον διαφορικό λογισμό, ή τις αρχές της οικονομίας, ή τις σύγχρονες μεθόδους για την καταπολέμηση ασθενειών. Η απόκτηση τέτοιων γνώσεων, δεν εντάσσεται στο καθήκον μας, σύμφωνα με την Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν ισχυρίζεται πλέον ότι η γνώση είναι από μόνη της αμαρτωλή -αν και το έπραξε στις μέρες της παντοδυναμίας της-, αλλά η απόκτηση της γνώσης, ακόμη και αν δεν είναι αμαρτωλή, είναι επικίνδυνη, διότι μπορεί να οδηγήσει στην υπεροψία του νου, και ως εκ τούτου
στην αμφισβήτηση του χριστιανικού δόγματος. Πάρτε, για παράδειγμα, δύο ανθρώπους, όπου ο ένας εκ των οποίων έχει εξαλείψει τον κίτρινο πυρετό, σε κάποια τροπική περιοχή, αλλά στην πορεία της εργασίας του, έχει περιστασιακές σχέσεις με γυναίκες με τις οποίες δεν είναι παντρεμένος· ενώ ο άλλος είναι αργόσχολος και οκνηρός, γεννώντας ένα παιδί κάθε χρόνο, ώσπου η γυναίκα του πεθαίνει από την εξάντληση και αναλαμβάνει ο ίδιος την φροντίδα των παιδιών του, απ’ τα οποία, τα μισά πεθαίνουν από αίτια που είναι αδύνατον να προληφθούν, αλλά αυτός όμως ποτέ δεν επιδίδεται σε παράνομη ερωτική επαφή. Κάθε καλός χριστιανός θα πρέπει να υποστηρίξει ότι ο δεύτερος από αυτούς τους άνδρες είναι πιο ενάρετος από τον πρώτο. Μια τέτοια στάση είναι, φυσικά, δεισιδαιμονική και σε πλήρη αντίθεση με την λογική. Κάτι ακόμη αναπόφευκτο αυτού του παραλογισμού, είναι το ότι η αποφυγή της αμαρτίας θεωρείται πιο σημαντική από τις θετικές αξίες, και η σημασία της γνώσης ως μια βοήθεια για μια ωφέλιμη ζωή δεν αναγνωρίζεται.
Η δεύτερη και πιο ουσιαστική ένσταση, που ασκείται στην αξιοποίηση του φόβου και του μίσους από την Εκκλησία, είναι ότι αυτά τα συναισθήματα μπορεί τώρα να εξαλειφθούν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από την ανθρώπινη φύση, με εκπαιδευτικές, οικονομικές, και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι η βάση, αφού οι άνθρωποι που νιώθουν μίσος και φόβος, θαυμάζουν, επίσης, αυτά τα συναισθήματα και επιθυμούν να τα διαιωνίζουν, αν και αυτός ο θαυμασμός και η επιθυμία πιθανότατα είναι ασυναίσθητα, όπως είναι στους κοινούς χριστιανούς.
Μια εκπαίδευση σχεδιασμένη για την εξάλειψη του φόβου δεν είναι καθόλου δύσκολο να δημιουργηθεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μεταχειριζόμαστε το παιδί με ευγένεια, να το βάλουμε σε ένα περιβάλλον, όπου η πρωτοβουλία είναι δυνατή χωρίς καταστροφικά αποτελέσματα, και να το σώσουμε από την επαφή με ενήλικες που έχουν παράλογες φοβίες, όπως το σκοτάδι, τα ποντίκια, ή την κοινωνική επανάσταση. Ένα παιδί, επίσης, θα πρέπει να μην υπόκειται σε αυστηρή τιμωρία, ή σε απειλές, ή σε σοβαρές και υπέρμετρες επιπλήξεις. Για να σώσουμε ένα παιδί από το μίσος, είναι ένα κάπως πιο πολύπλοκο εγχείρημα. Οι καταστάσεις που προκαλούν τη ζήλοτυπία πρέπει, πολύ προσεκτικά, να αποφεύγονται μέσω της ευσυνείδητης και ακριβούς δικαιοσύνης, μεταξύ διαφορετικών παιδιών. Ένα παιδί πρέπει να αισθάνεται το ίδιο, το αντικείμενο της ένθερμης στοργής εκ μέρους ορισμένων, τουλάχιστον, ενηλίκων με τους οποίους έχει να κάνει, και δεν πρέπει να αποθαρρύνεται να επιδίδεται σε φυσικές δραστηριότητες και να εκφράζει τις απορίες του, εκτός όταν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του ή τίθεται θέμα υγείας. Ειδικότερα, δεν πρέπει να υπάρχουν προκαταλήψεις για την γνώση ερωτικών θεμάτων, ή για συζητήσεις θεμάτων, που οι παραδοσιακοί άνθρωποι θεωρούν ακατάλληλες. Αν αυτοί οι απλοί κανόνες εφαρμόζονται από την αρχή, το παιδί θα είναι άφοβο και φιλικό.
Οπωσδήποτε, με την είσοδο στην ενήλικη ζωή, ένα νεαρό άτομο, τόσο μορφωμένο, θα βρει τον εαυτό του βυθισμένο σε έναν κόσμο γεμάτον αδικία, γεμάτον σκληρότητα, γεμάτον εξαθλίωση που μπορεί να προληφθεί. Η αδικία, η σκληρότητα και η δυστυχία που υπάρχουν στον σύγχρονο κόσμο είναι μια κληρονομιά από το παρελθόν, και βασική πηγή τους είναι οι οικονομικές συνθήκες, αφού ο ανταγωνισμός ζωής και θανάτου για τα μέσα διαβίωσης, ήταν στο παρελθόν αναπόφευκτος. Δεν είναι όμως αναπόφευκτος στην εποχή μας. Με την παρούσα βιομηχανική τεχνική μας, μπορούμε, αν θέλουμε, να παρέχουμε μια ανεκτή διαβίωση για όλους. Θα μπορούσαμε επίσης να εξασφαλίσουμε, ότι ο πληθυσμός του πλανήτη θα πρέπει να είναι στάσιμος, αν δεν παρεμποδιζόμασταν από την πολιτική επιρροή των εκκλησιών που προτιμούν πόλεμο, επιδημία και έλλειψη αντισύλληψης. Η γνώση υπάρχει, με την οποία η καθολική ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί· το βασικό εμπόδιο για τη χρησιμοποίησή της για τον σκοπό αυτό, είναι η διδασκαλία της θρησκείας. Η θρησκεία αποτρέπει τα παιδιά μας από το να έχουν μια ορθολογιστική εκπαίδευση· η θρησκεία μάς εμποδίζει από την απομάκρυνση των βασικών αιτιών του πολέμου· η θρησκεία μάς αποτρέπει από την ηθικό δίδαγμα της επιστημονικής συνεργασίας, σε αντικατάσταση των παλαιών άγριων δογμάτων της αμαρτίας και της τιμωρίας. Είναι πιθανόν ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται στο κατώφλι μιας χρυσής εποχής, αλλά, αν είναι έτσι, θα πρέπει πρώτα να σκοτώσει τον δράκο που φυλάει την πόρτα, κι αυτός ο δράκος είναι η θρησκεία.
 
 
 

Τα όρια της επιστημονικής αλήθειας - Πώς θα ήταν το ταξίδι σε άλλο Σύμπαν;

 
Εχουμε κλείσει ήδη την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και το θέμα μιας ερμηνείας της επιστημονικής αλήθειας και των ορίων της είναι πάντοτε επίκαιρο με δεδομένη τη φρενήρη εξέλιξη της θετικής επιστήμης και των τεχνολογιών αιχμής στο σύνολό τους. Τα ερωτήματα «βάθους» ωστόσο παραμένουν αναπάντητα: Υπάρχει ανάγκη μιας μεταφυσικής οντότητας-δημιουργού του γνωστού τουλάχιστον Σύμπαντος; Γιατί τελικά να υπάρχει κάτι παρά τίποτα; Υπάρχει όντως κάποιο αινιγματικό σωμάτιο Higgs ή τουλάχιστον κάτι που είναι «σαν το σωμάτιο Higgs», όπως ανακοινώθηκε στην επιστημονική κοινότητα από τους ιθύνοντες του CERN στις 4 Ιουλίου του 2012, και το οποίο αναμένεται μέσω του ομώνυμου πεδίου να δώσει μια εμπειρική -επιστημολογική βάση στην ασυμβατότητα των παρατηρήσεων ανάμεσα στο κβαντικό και στο μακροσκοπικό επίπεδο πραγματικότητας; Είναι η Θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης μια πλήρης θεωρία για το Σύμπαν με την έννοια ότι μπορεί να ενσωματώσει θεωρητικά οποιεσδήποτε νέες παρατηρήσεις ή είναι απλώς ένα θεωρητικό μοντέλο που περιγράφει ως ένα σημείο επιτυχώς το τρέχον παρατηρησιακό - επιστημολογικό εποικοδόμημα;
Ολα τα παραπάνω ερωτήματα ανάγονται ιστορικά περίπου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν οι θετικές επιστήμες οδηγήθηκαν μέσα από μια σειρά θεωρητικών προβληματισμών που προκάλεσε η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνικής μετά την πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα σε νέους ριζοσπαστικούς προσανατολισμούς. Ηταν η εποχή της εισαγωγής της κβαντομηχανικής θεωρίας από τον Μαξ Πλανκ, η εποχή της εισαγωγής της ειδικής και μία δεκαετία περίπου αργότερα της γενικής σχετικότητας από τον Α. Αϊνστάιν, η εποχή της κρίσης των θεμελίων των μαθηματικών και της προσπάθειας συνεπούς θεμελίωσής τους από τους Ράσελ - Γουάιτχεντ μέσω του συστήματος της Principia Mathematica. Υπό μία έννοια, μάλιστα, δεν ήταν άσχετες οι ανατροπές στο κλασικό επιστημολογικό εποικοδόμημα με τη γενικότερη επανάσταση στον χώρο της τέχνης και της αισθητικής, ιδιαίτερα στον χώρο των αναπαραστατικών τεχνών. Για παράδειγμα, η τάση της αφαίρεσης των μορφών και του μινιμαλισμού στη σύγχρονη τέχνη δεν μπορεί παρά να ιδωθεί, ιστορικά τουλάχιστον, παράλληλα με την αφαιρετική τάση στα μαθηματικά και τη θεωρητική φυσική, με την αναζήτηση των υποκείμενων μαθηματικών δομών και των μορφολογικών τους αναλλοίωτων, τάση που υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξή τους καθ' όλον τον 20ό αιώνα. Ωστόσο, αυτές οι ριζικές ανατροπές δεν μπορούσαν παρά να δώσουν νέο περιεχόμενο στην ιστορικά φορτισμένη σχέση της επιστήμης με τη φιλοσοφία και την αναλυτική λογική.
Υπό το πρίσμα αυτό και με προϋπάρχουσα την αντιιδεαλιστική παράδοση του διαλεκτικού υλισμού είτε του θετικισμού του Ογκ. Κοντ, η συμβολή νέων φιλοσοφικών προσεγγίσεων - π.χ., της φαινομενολογικής - στη δόμηση ενός ανοικτού μοντέλου που είναι ικανό να «διαλεχθεί» με το επίκαιρο επιστημολογικό εποικοδόμημα στο σύνολό του είναι ακριβώς η ανάδειξη του ρόλου του συνειδότος υποκειμένου στη συγκρότηση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας και το πλαίσιο ερμηνείας που εξ αυτού του λόγου καθορίζει. Αυτό το πλαίσιο ερμηνείας δίνει και το εύρος του πεδίου μέσα στο οποίο μπορεί το υποκείμενο να θέτει καλώς εννοούμενα οντολογικά ερωτήματα ώστε να αναμένει καλά θεμελιωμένες απαντήσεις. Είναι χαρακτηριστικό να τονιστεί εδώ ότι η εναλλακτική αναλυτική θεωρία του Βαν Ορμαν Κουάιν εισάγει τον υπο-καθορισμό των επιστημονικών θεωριών, ακόμα και των τυπικο-λογικών, όπως η αναλυτική λογική και τα μαθηματικά, ως προς την εμπειρία και τον τρόπο πρόσληψης και συγκρότησής της τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, το μη μονοσήμαντο της επιστημονικής αλήθειας όπως αυτή τυποποιείται μέσω των αντίστοιχων θεωριών συνδέεται με το μέτρο κατά το οποίο η συγκρότηση της ίδιας της εμπειρίας επικαθορίζει το περιεχόμενο και τη φόρμα των θεωριών.
Αναφερόμενοι ειδικότερα στην έννοια του φαινομενολογικού ορίζοντα, νοούμενου όχι με τη συνηθισμένη έννοια του φυσικού ορίζοντα αλλά με την έννοια του πεδίου που καθορίζεται από την αποβλεπτικού τύπου συνείδηση του υποκειμένου κατά την εναργή παρουσία του στον κόσμο αλλά και από την ίδια τη φύση ως προ-αναγωγικό του πεδίο. Τα όρια του ορίζοντα αυτού είναι μεν αναλλοίωτα καθ' όσον αναφέρονται στη συνειδησιακή δομή του υποκειμένου και τον τρόπο συγκρότησης της πραγματικότητας από αυτό, είναι ωστόσο μετατοπίσιμα στον βαθμό που μετατοπίζεται το αποβλεπτικό του πεδίο.
Πώς θα ήταν το ταξίδι σε άλλο Σύμπαν;
Πιο απλά, αν υποθέσουμε ότι ευσταθούν κάποιες σύγχρονες κοσμολογικές θεωρίες που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν άλλα παράλληλα ή εξωτικά σύμπαντα και σε κάποιο πολύ μακρινό μέλλον οι μελλοντικοί μας απόγονοι θα είχαν τις τεχνολογικές δυνατότητες να ταξιδέψουν ως εκεί, ποτέ δεν θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι όντως βρίσκονται σε κάποιο άλλο Σύμπαν και όχι στο δικό μας. Κι αυτό γιατί στον βαθμό που θα εξακολουθούσαν να είναι άνθρωποι με την ιδιαίτερη «αρχιτεκτονική» ενσωματωμένης συνείδησης και ορισμένου τύπου συγκρότησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, θα μπορούσαν μόνο να ισχυριστούν ότι αυτό το οποίο βλέπουν ή αλληλεπιδρούν είναι απλώς μια επέκταση του δικού τους «ορίζοντα» όπως τον είχαν συγκροτήσει με όρους αμοιβαιότητας στο Σύμπαν-μήτρα τους. Αυτή είναι εξάλλου και η επικρατούσα σήμερα τάση ερμηνείας των τεσσάρων θεμελιωδών σταθερών της φυσικής (και όχι κατά κοινή παρανόηση παγκόσμιων σταθερών), δηλαδή της «παγκόσμιας» σταθεράς της βαρύτητας G, της σταθεράς Πλανκ h, της ταχύτητας του φωτός c και της σταθεράς του Μπόλτσμαν κ. Οι σταθερές αυτές, δηλαδή, εκφράζουν εγγενώς τα όρια της ανθρώπινης γνώσης που είναι μεν αναπόφευκτα και μη αλλοτριώσιμα αλλά που ταυτόχρονα μετατοπίζονται όπως ο φαινομενολογικός ορίζοντας.
Είναι γεγονός ότι οι τέσσερις αυτές σταθερές αρθρώνουν την ύπαρξη των «γραμμών οριζόντων» που μας χωρίζουν από το άπειρα μικρό και το άπειρα μεγάλο. Η ταχύτητα του φωτός c, π.χ., είναι κατά τη γενική σχετικότητα το ανώτατο όριο ταχύτητας στο Σύμπαν γιατί η άρνησή της θα οδηγούσε σε φαινόμενα ακαριαίας επίδρασης από απόσταση και σε παράλογα αποτελέσματα όπως το νοητικό πείραμα Αϊνστάιν - Ποντόλσκι - Ρόουζεν (υπάρχει ωστόσο ένσταση με πειραματικές αξιώσεις γι' αυτή τη θέση). Η σταθερά του Πλανκ h εκφράζει ένα κατώτατο όριο δράσης στο Σύμπαν με την έννοια μιας ελάχιστης δράσης που πρέπει να παραχθεί από μια συσκευή μέτρησης ώστε να έχουμε «απόκριση» του μετρούμενου κβαντικού αντικειμένου (ΔΑ •ΔΕ≥ h , - πρώτη ανισότητα του Χάιζενμπεργκ).
Το κβαντικό κατώφλι της συνείδησης
Εν ολίγοις, οι σταθερές της σχετικότητας G και c έχουν σχέση με το αδύνατο του ορισμού ενός απόλυτου χώρου και ενός απόλυτου χρόνου στο Σύμπαν, ενώ οι σταθερές h και κ μπορεί να θεωρηθεί ότι ορίζουν τα όρια του υποατομικού Σύμπαντος με την ταυτόχρονη άρση μιας αιτιοκρατούμενης και καλώς ορισμένης πραγματικότητας. Μια σύγχρονη ερμηνεία, στο πλαίσιο της κβαντικής βαρύτητας, της σταθεράς «παγκόσμιας» έλξης G, σε συνδυασμό με τις σταθερές h και c, οδηγεί στις έννοιες του χρόνου και του μήκους Πλανκ και την υποψία ότι ο ίδιος ο χωρόχρονος έχει κβαντική δομή με συνεπαγόμενη μια α-κατανόητη μη περαιτέρω «διαιρεσιμότητά» του. Με αυτό το δεδομένο, είναι σημαντική η μεταθεωρητική θέση ότι ο τρόπος συγκρότησης της πραγματικότητας από ένα υποκείμενο-φορέα αυτοσυγκροτούμενης χρονικής συνείδησης οριοθετεί όχι μόνο το «βάθος» της παρατήρησης εντός του φυσικού κόσμου αλλά και τα όρια της τυπικής γλώσσας των αντίστοιχων λογικο-μαθηματικών θεωριών. Η κατάσταση κβαντικής περιπλοκής (quantum entanglement) θεωρείται από πολλούς θεωρητικούς της κβαντομηχανικής ότι εκφράζει ακριβώς το κατώφλι μιας φυσικής κατάστασης «απρόσιτης» στην εξαντικειμένισή της από τη συνείδηση του υποκειμένου μέσω του τριγώνου κβαντικό γεγονός - συσκευή μέτρησης - νοούν υποκείμενο.
Αντίστοιχα σε τυπικο-λογικό επίπεδο είναι σήμερα ανοικτό στη μαθηματική κοινότητα κατά πόσο προτάσεις που αναφέρονται στο μαθηματικό συνεχές και στις ιδιότητές του ή το «ακαθόριστο» άπειρο είναι εν τέλει αναλυτικού χαρακτήρα και ως τέτοιες μπορεί κανείς να τις χειρισθεί. Είναι γνωστό ότι η αρχή της επαληθευσιμότητας των επιστημονικών θεωριών (Σχολή της Βιέννης) προσέκρουσε στην ένσταση του Καρλ Πόπερ για το μάταιο της επιβεβαίωσης των λεγόμενων καθολικών προτάσεων μιας τυπικής θεωρίας μέσω της επιστημονικής τους επαλήθευσης. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την εγκυρότητα μιας καθολικής μαθηματικής πρότασης, πολύ περισσότερο μιας καθολικής εμπειρικής πρότασης της Φυσικής, αν δεν προϋποθέσουμε μια ad hoc επ' άπειρον επέκταση του πεδίου και της «μορφολογίας» της φυσικής μας εμπειρίας, την οποία ωστόσο δεν έχουμε κανέναν εμπειρικό τρόπο να αποδείξουμε; Η άρνηση, για παράδειγμα, μιας τέτοιας καθολικής πρότασης στα σύνολο των πραγματικών αριθμών (αρχιμήδεια ιδιότητα) μας οδηγεί στο «εξωτικό» σύμπαν των μη συμβατικών πραγματικών αριθμών. Η ποπεριανή υποκατάσταση της αρχής της επαληθευσιμότητας με το κριτήριο της διαψευσιμότητας όπου αρκεί μία και μόνο εμπειρική διάψευση μιας τυπικής πρότασης για να απορριφθεί εκφράζει ακριβώς και τους εγγενείς περιορισμούς της ανθρώπινης γνώσης. Δεν υπάρχει, δηλαδή, αντικειμενική πραγματικότητα ανεξάρτητη του τρόπου συγκρότησής της και, αν υπάρχει τέτοια, δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί παρά μόνο διαμεσολαβούμενη και διυποκειμενικώς οριζόμενη μέσω των υποκειμένων-φορέων συνείδησης που είναι όλοι οι άνθρωποι.
Ομηροι του χωροχρόνου και της γλώσσας
Αν η επιστήμη είναι η εξαντικειμένιση της εμπειρίας, τότε η φυσική εμπειρία υπεκφεύγει της πλήρους επιστημονικής της σύλληψης κατά το «έλλειμμα» της συγκρότησής της σε μια αντικειμενική δομή εντός ενός αντικειμενικού χωροχρόνου και την επακόλουθη αφαίρεσή της στο πλαίσιο μιας τυπικής μαθηματικής θεωρίας. Κατ' ακολουθίαν, η επιστημονική αλήθεια συναρτάται εγγενώς (κατά τον Κουάιν στο γνωστό έργο του «Word and Object») με το εκφραστικό εύρος του νοητικού σχήματος και της γλώσσας διά των οποίων αυτή διαμεσολαβείται. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι τόσο τα μαθηματικά μοντέλα όσο και οι θεωρητικές εξιδανικεύσεις της Φυσικής έχουν αποδειχθεί διαχρονικά ιδιαίτερα αποτελεσματικά εργαλεία στην εν τοις πράγμασι περιγραφή των φυσικών φαινομένων, τουλάχιστον σε μια ευρεία γκάμα τους.
Εν τέλει, αν τα μεγάλα ερωτήματα της μη πληρότητας των μαθηματικών θεωριών κατά Κ. Γκέντελ και της μη αποφασισιμότητας κρίσιμων εικασιών για το μαθηματικό άπειρο (βλ., π.χ., θεωρία των «πολυ-συμπάντων» του Γ. Χ. Γούντιν) έχουν μια υποκείμενη κοινή συνιστώσα με τα μεγάλα ανοικτά προβλήματα της θεωρητικής φυσικής - κβαντομηχανικής θεωρίας - κοσμολογίας, αυτή είναι εύλογο να υποτεθεί ότι είναι η αναγωγή στον θεμελιώδη τρόπο συγκρότησης του πεδίου αναφοράς τους και στην υποκειμενική αρχή του, η οποία δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη συνείδηση με την (αυτοσυγκροτούμενη) χρονικότητά της εντός του κόσμου-φορέα νοήματος που την περιβάλλει.
Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του ανθρώπου-φορέα συνείδησης σε σχέση με τον φυσικό κόσμο που τον «διαπερνά» και ταυτόχρονα τον υπερβαίνει και η έννοια του μετατοπίσιμου αλλά αναπαλλοτρίωτου κοσμικού ορίζοντα που επάγει η αρχιτεκτονική αυτή καθορίζουν τα όρια της επιστημονικής γνώσης για τον κόσμο αλλά και το εύρος των καλώς τιθέμενων ερωτημάτων σε σχέση με τον κόσμο αυτόν. Υπό το πρίσμα αυτό, ερωτήματα που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε μεταφυσικά ή τελεολογικά όπως, λ.χ., η αναζήτηση ενός υπέρτατου όντος δημιουργού του Σύμπαντος στερούνται νοήματος. Μάλλον εδώ πρέπει να μένουμε σιωπηλοί με τη βιτγκενσταϊνιανή έννοια της λέξης.

Μη βιαστείς να κάνεις πονηρές σκέψεις... !

 
Ο τρόπος που ένας σκιτσογράφος χρησιμοποιεί το μολύβι για να φτιάξει το σκίτσο του έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς οι πρώτες γραμμές που τραβάει μπορεί να σας… αποπροσανατολίσουν ως προς το τελικό περιεχόμενο της εικόνας. Κι αν νομίζετε πως μπορείτε να καταλάβετε από την αρχή τη θεματολογία του σκίτσου, μάλλον είστε γελασμένοι.
Το βίντεο που ακολουθεί δείχνει με τον καλύτερο τρόπο ότι μπορεί μια «εικόνα να είναι χίλιες λέξεις», όμως πρέπει πρώτα να τη δεις ως το τέλος!

 

Θα γίνουν μαθήματα τα παθήματα της Ευρώπης;

Όσο περνάει ο καιρός και η κρίση που εξαπλώνεται και βαθαίνει αποκαλύπτει όλες της τις κρυφές γενεσιουργές παθογένειες, τόσο γίνεται πρόδηλο πως η Ευρωπαϊκή Ένωση παρασυρμένη από τις ιδιοτέλειες αλλά και τις ιδεοληψίες των ισχυρών εταίρων της με πρώτη και καλύτερη την Γερμανία, έσπευσε να υιοθετήσει και επιβάλλει μοντέλα και κανόνες που δεν προσιδίαζαν στην πολυεθνική κοινωνική και οικονομική σύνθεσή της. Η γραφειοκρατία της ΕΕ, που διαχρονικά χαρακτηρίζεται από την δυσκινησία της, την έλλειψη ευελιξίας και την (ως ένα βαθμό σωτήρια...) προσκόλλησή της διαπραγματευτική «αναβλητικότητα» μέχρι να εξασφαλίσει το μίνιμουμ των αναγκαίων συμβιβασμών, σε κάποια στιγμή στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν άλλαξε ρυθμούς και τακτική. Η ανάγκη και η πίεση της παραγωγικά ισχυρής Γερμανίας να υπάρξει ένα πανευρωπαϊκό κοινό νόμισμα που θα επέτεινε την ανταγωνιστικότητά της (στερώντας από τους εταίρους-ανταγωνιστές της το εργαλείο της υποτίμησης του εθνικού τους νομίσματος) οδήγησε βιαστικά και πρόχειρα, όπως αποκαλύπτεται δραματικά σήμερα, στην καθιέρωση του ευρώ.
Αλλά, νομισματική ένωση χωρίς το ασφαλές θεμέλιο της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής και κατ' επέκταση στοιχειωδώς ολοκληρωμένης πολιτικής ολοκλήρωσης, που θα έλεγχε αποτελεσματικά το αδηφάγο χρηματοπιστωτικό σύστημα,ήταν εξ αρχής καταδικασμένη σε αποτυχία. Από την άποψη αυτή και πέρα κι' άσχετα από τα πρόσκαιρα επιμέρους οφέλη των ισχυρών (της Γερμανίας, δηλαδή...) οι τριγμοί και τα ερείπια με τα οποία σήμερα έρχεται αντιμέτωπη η Ευρώπη μέσα στο αρνητικό περιβάλλον της παγκόσμιας κρίσης, ήταν απολύτως αναμενόμενα...
Ομολογούν, σήμερα πλέον, οικονομολόγοι, αναλυτές αλλά και σώφρονες, νηφάλιοι, Ευρωπαίοι ηγέτες , ότι στον πυρήνα του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ευρώπη ( το παγκόσμιο δυτικό σύστημα-αλλά ας μείνουμε στην Ευρώπη με τις εγγενείς ιδιαιτερότητές της) βρίσκεται η εκχώρηση της πραγματικής ισχύος από την πολιτική στην οικονομική εξουσία. Για τους όποιους λόγους, της ανοησίας αλλά και της ιδιοτέλειας μη αποκλειομένων... Και μάλιστα σε μια οικονομική, καπιταλιστική τάξη εμφανώς διαφορετικής από εκείνη του περασμένου και προπερασμένου αιώνα, που παρά τις διαφορές και τις συγκρούσεις της με την εργατική τάξη, είχε λόγους (και έβρισκε τελικά τους τρόπους..) να τα βρίσκει μαζί της στο πλαίσιο της πραγματικής οικονομίας όπου κεφάλαιο και εργασία ήταν... καταδικασμένα να συμβιώνουν.
Ο σημερινός καπιταλισμός στηρίζεται (και εξαρτά την κερδοφορία του...) όχι από την παραγωγή της πραγματικής οικονομίας, αλλά από την χρηματοπιστωτική... φούσκα! Το κεφάλαιο, από συντελεστής της παραγωγικής διαδικασίας, «αυτονομήθηκε» σε εμπορεύσιμο αγαθό, και μάλιστα με περιθώρια κέρδους τρομακτικά πολλαπλάσια από τ' αγαθά της πραγματικής οικονομίας. Σήμερα, ο παγκόσμιος τζίρος της πραγματικής οικονομίας είναι περίπου... 250% μικρότερος του χρηματοπιστωτικού τζίρου. Πόσο μυαλό θέλει για να καταλάβει κανείς ότι αυτή η τρελή φούσκα, κάποτε θα έσκαγε;
Τα «καμπανάκια» της φούσκας αυτής στις ΗΠΑ χτύπησαν ήδη από το 2008, με την Lehman Brothers – και όχι μόνο. Και οι ευέλικτες ΗΠΑ, αντέδρασαν άμεσα. Στην Ευρώπη, ιδιοτέλειες και επιμέρους εθνικά συμφέροντα που ανοήτως πίστεψαν πώς η καλπάζουσα κρίση τους προσέφερε ευκαιρίες πολιτικής ηγεμονίας, μικροί για τις περιστάσεις ηγέτες δεν μπόρεσαν να σταθούν στο ύψος τους. Οι «λύσεις» που έδωσαν στα προβλήματα των πιο αδύναμων κρίκων (Ισλανδία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία και πάει λέγοντας...), με τις ιδιαιτερότητες του καθενός, δεν κατέστη δυνατόν να ξεπεράσουν ακριβώς τις ιδιοτέλειες και τα εθνικά συμφέροντα που προαναφέραμε-και κυρίως: να διαγνώσουν σωστά το βασικό γενεσιουργό αίτιο, την αλαζονεία δηλαδή του πανίσχυρου (λόγω ελλείψεως εποπτείας και ελέγχων) χρηματοπιστωτικού συστήματος, της πραγματικής εξουσίας...
Τώρα, με το πρόβλημα της Κύπρου,η Ευρώπη δείχνει να αντιλαμβάνεται αυτό το «σάπιο» που αφέθηκε να γιγαντωθεί και να θέλει να το αντιμετωπίσει. Έστω και με βιαστικές, ασχεδίαστες σ' όλο τους το εύρος, κινήσεις και αποφάσεις, όπως αυτό της «εξίσωσης» των τραπεζικών καταθέσεων των μικροαποταμιευτών με τις κολοσσιαίες «καταθέσεις» (στην ουσία: «επενδύσεις» )του άδηλου και ανεξέλεγκτου κεφαλαίου στην «βιομηχανία» του κυρίαρχου χρηματοπιστωτικού συστήματος με τις ιλιγγιώδεις και μη φορολογούμενες αποδόσεις.
Τώρα, μετά τα στραπάτσα που επέτρεψε η ίδια στον οργανισμό της να υποστεί, η παραπαίουσα Ευρώπη που πασχίζει από Γ' οικονομική δύναμη στον κόσμο, όπως κατάντησε, να μην ξεπέσει σε...Ε', επιχειρεί μια εσπευσμένη «διόρθωση ημαρτημένων». Αφού πλήρωσε, σε βάρος των κοινωνιών που την συναπαρτίζουν, τις ζημιές που προέκυψαν στην χρηματοπιστωτική βιομηχανία λόγω παγκόσμιας κρίσης, τώρα επιχειρεί να ξεκαθαρίσει ότι του λοιπού οι «μέτοχοι-επενδυτές» της συγκεκριμένης βιομηχανίας (πλην των μικροαποταμιευτών, βεβαίως...) θα πληρώνουν οι ίδιοι τις ζημιές, αναλαμβάνοντας όπως όλοι οι επενδυτές το ρίσκο των επιλογών τους. Αυτό ήταν το νόημα (της βλακωδώς διατυπωμένης...) προειδοποίησης του νέου επικεφαλής του eurogroup Ολλανδού Ντάϊσελμπλουμ, («η λύση της Κύπρου θ' αποτελέσει πρότυπο για το κούρεμα καταθέσεων και σ' άλλες χώρες...») την οποία ανέλαβε λίγη ώρα αργότερα να «διευκρινίσει» για να μην υπάρξει πανικός ο επίτροπος εσωτερικής αγοράς κ. Μισέλ Μπαρνιέ, που είπε πως «μελλοντικά, οι ανασφάλιστες καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ (σ.σ.: δηλαδή οι καταθέσεις-επενδύσεις) θα συμμετέχουν υποχρεωτικά στις διασώσεις τραπεζών...».
Αργά, επώδυνα και βασανιστικά (αλλά καλύτερα... παρά ποτέ) οι Ευρωπαίοι μαθαίνουν από τα λάθη και τις ολιγωρίες τους-ίσως και λόγω υπερβολικού κόστους, τελικά, της ιδιοτέλειάς τους. Σ' αυτή την κατεύθυνση κινείται και η (καθυστερημένη-έπρεπε να προηγηθεί της επιβολής του ευρώ) εσπευσμένη τώρα προσπάθειά τους για την τραπεζική ενοποίηση στην ΕΕ και της επιβολής συγκεκριμένων αυστηρών κανόνων. Αλλά αυτή η μονοδρομική, όπως αφέθηκαν να δρομολογηθούν οι εξελίξεις, πορεία απαιτεί προσεκτικό προγραμματισμό και επεξεργασμένο σχέδιο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Δεν υπάρχουν, πια, περιθώρια για προχειρότητες και σπασμωδικές κινήσεις...
Η Ευρώπη,οφείλει άμεσα και με πειστικά πρακτικά επιχειρήματα να έρθει σε συνεννόηση με τις υπόλοιπες οικονομικές δυνάμεις της Δύσης, για να καταστεί δυνατή αυτή η νέα αντιμετώπιση του βουλιμικού, αδηφάγου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Να μην καταλήξει η επιβολή κανόνων ελέγχου και τιθάσευσης των τραπεζών και των hedge-funds στην... άτακτη φυγή των κεφαλαίων-προϊόντων τους προς αναζήτηση άλλων πρόσφορων και πρόθυμων«παραδείσων» που θα θελήσουν να εκμεταλλευθούν τις ανακατατάξεις και την επιβολή κανόνων.
Το όραμα της επιδίωξης κάποιας μορφής «παγκόσμιας διακυβέρνησης», είναι σήμερα πιο ρεαλιστικό από κάθε άλλη φορά. Αν η παγκόσμια πολιτική τάξη θέλει να διασωθεί, έστω την ύστατη στιγμή. Κι' αν πρόκειται κάποιος ν' αναλάβει την σχετική πρωτοβουλία, αυτός δεν είναι άλλος από την Ευρώπη με την βαριά κληρονομιά του ουμανισμού, του διαφωτισμού, του πολιτισμού. Και την τραυματική εμπειρία δυο παγκόσμιων πολέμων που ξεκίνησαν από τους «εθνικούς δαίμονες» της ίδιας... Μπορεί στο σημερινό ετοιμόρροπο σκηνικό, με την χλαπαταγή των τελευταίων εξελίξεων ακόμη να μας κουφαίνει να ακούγεται οξύμωρο, αλλά αυτό που χρειαζόμαστε όλοι, είναι περισσότερη (και αποτελεσματικότερη...) Ευρώπη, με ηγέτες μακράς πνοής και οράματος. 'Όχι λιγότερη, μίζερη και ιδιοτελή...

Πλατωνικός έρωτας !

Η νερόβραστη αυτή πλατωνική πατάτα, έχει βραστεί σε τόσο πολλούς ξεγάνωτους τεντζερέδες, που ένας ακόμη βρασμός της νομίζω ότι θα συμπλήρωνε μια ακόμη δόση ανοστιάς, σ’ όλες τις προηγηθείσες. Αυτό που μπορώ να καταθέσω είναι η περίληψη όλων αυτών που προσπάθησαν μέχρι σήμερα να παρουσιάσουν το φύκι αυτό ως μεταξωτή κορδέλα και η οποία είναι του Εμμανουήλ Ροΐδη:

«Πλατωνικός έρωτας, ίσον μαλακόν παξιμάδιον δια τους μη έχοντας οδόντας». Εμμανουήλ Ροΐδης

ΗΘΙΚΗ. ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ ΑΡΧΕΣ «ΗΘΙΚΗΣ» ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΕΝΟΥΑ

Του Αλαίν ντε Μπενουά
από το βιβλίο του «ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΣΤΑ ΟΡΘΑ», Εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις».
Δεν έχω πολλή συμπάθεια για την «ηθική». Ξέρω πολύ καλά την «γεννεαλογία» της (την οποία μου φαίνεται ότι ο Νίτσε διεφώτισε αρκετά καλά). Τείνω άλλωστε να θεωρήσω ότι υπάρχουν τόσες «ηθικές», όσα επίπεδα ανθρωπότητας υπάρχουν, πράγμα που αποτελεί ένα σχετικό αριθμό.
Αντίθετα, πιστεύω πολύ στις αρχές, που μπορούν να είναι και κανόνες ζωής. (κάθε ιστορική πορεία πηγαίνει από τον μύθο στις αρχές, δια μέσου μιας ιδέας). Σε κάθε περίπτωση, αυτές είναι οι δικές μου. Ελπίζω να μην τις παραβαίνω συχνά.
1) Ο άνθρωπος είναι συμπαίχτης του Θεού, δεμένος μ’ αυτόν, για το καλύτερο όπως και για το χειρότερο. Και οι δυο δημιουργούν από κοινού. Ο Θεός δεν είναι υπεράνω, ούτε έξω από μας. Δεν είναι ούτε πέρα από τις αισθήσεις μας.
Το σπουδαίο δεν είναι να πιστεύει κανείς στον Θεό, αλλά να πράττει κατά τρόπο ώστε Αυτός να μπορεί να πιστεύει σε μας. Να τον βρίσκει και να τον αναγνωρίζει κανείς μέσα του, να αποκαλύπτει τον εαυτό του όπως αποκαλύπτει Αυτόν.
Το σώμα και η ψυχή είναι ένα και το αυτό. Το να φέρνει κανείς το ένα στο άλλο, το ν’ αντιπαραθέτει αυτές τις έννοιες, αναλογεί στην ίδια ασθένεια του πνεύματος.
Ένας θεός που δεν συμπεριφέρεται όπως έχει κανείς το δικαίωμα να περιμένει απ’ αυτόν, αξίζει να γίνει απαρνητός, υπό τον όρο ότι εκείνος που τον απαρνείται, έχει δώσει το καλύτερο του εαυτού του.
2) Δεν αρκεί να γεννηθεί κανείς, πρέπει ακόμη να «δημιουργηθεί». Η δημιουργία είναι μεταγενέστερη της γεννήσεως. Δεν μπορεί κανείς να δημιουργηθεί παρά από τον εαυτό του. έτσι είναι δυνατόν να δώσει στον εαυτό του μια ψυχή.
Ο Έκχαρτ μιλά για «αυτοδημιουργία»: «Υπήρξα η αίτία του εαυτού μου, εκεί που θέλησα τον εαυτό μου και δεν υπήρξα τίποτ’ άλλο. Υπήρξα αυτό που θέλησα και αυτό που θέλησα, υπήρξε εγώ».
Ένας λαός θεμελιώνει έναν πολιτισμό, όταν γίνεται αιτία του εαυτού του, της ύπαρξής του, όταν βρίσκει μέσα του μόνο (μέσα στην παράδοσή του) την πηγή μιας αιώνιας ανανέωσης. Το ίδιο και ο άνθρωπος: όταν βρίσκει μέσα του τις αίτίες του εαυτού του και μέσα της αυτοϋπέρβασής του.
3) Η αρετή δεν είναι ένα μέσον, που αναφέρεται σε κάποια νομοτέλεια. Είναι νομοτέλεια του εαυτού της – η ίδια η αμοιβή της. Η εσωτερική ανάκτηση ή η ανάκτηση του εαυτού: αρχικό σημείο κάθε αναζήτησης και κάθε κατάκτησης. Και πρώτα η αμοιβαία αναγνώριση και ανακάλυψη του ψυχισμού και της ψυχής. Θεσμοποίηση στον εαυτό μας μιας κυρίαρχης αυτοκρατορίας (ενός πλήρους ελέγχου). Να είναι κανείς αρχηγός του εαυτού του. να υπακούει κανείς στον Κύριο που είναι μέσα μας, την ίδια στιγμή που διατάσσουμε στον Δούλο που είναι μέσα μας. Να αναζητείται το μέτρο.
4) Το να είναι κανείς ο εαυτός του, δεν είναι αρκετό. Πρέπει ακόμη να γίνει αυτό που μπορεί να γίνει – να κτιστεί, ανάλογα με την ιδέα που κατασκευάζει για τον εαυτό του. να μην είναι ποτέ ικανοποιημένος από τον εαυτό του.
Να θέλει να αλλάξει ο ίδιος πριν να θελήσει ν’ αλλάξει τον κόσμο.
Καλύτερα να παραδεχτούμε τον κόσμο όπως είναι, παρά να παραδεχτούμε τους εαυτούς μας όπως είμαστε.
Να αναπτύξουμε μέσα μας, ανάμεσα στις δυναμικότητές μας, εκείνες που μας καθιστούν, ειδικότερα εμάς ανθρώπους. Μια ισχυρή θέληση επιτρέπει να είναι κανείς αυτό που θέλει, ανεξάρτητα από το τι ήταν. Η θέληση προηγείται όλων των προκαθορισμών, ακόμη και εκείνου της γεννήσεως, υπό τον όρο να μπορεί κανείς να θέλει.
Πρώτα να καλλιεργήσει την εσωτερική ενέργεια, αυτή την ενέργεια «της οποίας την απόδειξη μπορεί να δώσει το ίδιο ένα μυρμήγκι, όπως και ένας ελέφαντας» (Σταντάλ) και που επιτρέπει να «είναι» κανείς μέσα στον χειμώνα αυτό, δια μέσου του οποίου επιστρέφει η άνοιξη.
5) Να καθορίζει κανείς τον δικό του κανόνα και να επιμένει σ’ αυτόν. Να ορίζει κανείς ένα νόμο για τον εαυτό του, υπό τον όρο να μην τον αλλάζει. (Πράγμα που δεν του απαγορεύει να δώσει νέες διαστάσεις στην προοπτική που επέλεξε). Να μην υποχωρήσει. Να μην τσακίσει. Να συνεχίσει και χωρίς να υπάρχουν λόγοι να συνεχίσει. Να είναι πιστός στις προδομένες ιδέες, να είναι πιστός για λογαριασμό εκείνων που δεν ήταν. Να είναι πιστός επίσης και σ’ εκείνους που δεν υπάρχουν πια. Να υπερασπίζει εναντίον όλων και εναντίον του εαυτού του την ιδέα που έχει για τα πράγματα και την ιδέα που θα ήθελε να έχει για τον εαυτό του.
6) Να μην γίνεται «κυρίαρχος – κάτοχος» των άλλων, πριν να γίνει «κυρίαρχος – κάτοχος» του εαυτού του: ο αυτοεξαναγκασμός είναι πρωταρχική προϋπόθεση του δικαιώματος εξαναγκασμού των άλλων. Κατά τον ίδιο τρόπο: να ανέχεται τους συγχρόνους του, αφού πρώτα ανέχεται τον εαυτό του. «Ο άνθρωπος ποιότητας έχει πρώτα απαιτήσεις από τον εαυτό του, ο κοινός άνθρωπος δεν έχει περά από τους άλλους» (Κονφούκιος).
Η δύναμη πρέπει να βασίζεται πάνω στην υπεροχή και όχι η υπεροχή πάνω στην δύναμη. αυτοί που ηγούνται έχουν το δικαίωμα να κατέχουν, αλλά αυτοί που κατέχουν, δεν έχουν υποχρεωτικά το δικαίωμα να ηγούνται.
Ο άνθρωπος ποιότητας είναι πέρα από δεσποτισμούς: δεσπόζει των δεσποτών, με μέσα που του ανήκουν ειδικά. «Μια νέα ευγένεια είναι αναγκαστικώς αντίθετη σε οτιδήποτε είναι όχλος και δεσποτισμός» (Νίτσε).
Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κανείς, τόσο πιο μόνος πορεύεται: τόσο περισσότερο πρέπει να υπολογίζει στον εαυτό του. Αυτοί που είναι ψηλά, είναι υπεύθυνοι γι’ αυτούς που είναι χαμηλά: πρέπει ν’ ανταποκρίνονται στην προσδοκία τους. δεν έχουν προνόμια παρά κατά το μέτρο που οι άλλοι μπορούν πραγματικά να δώσουν τα βάρη στους ώμους τους. Στην αντίθετη περίπτωση όλες οι επαναστάσεις είναι δίκαιες.
Να ακολουθεί κανείς ελεύθερα αυτούς που μας είναι ανώτεροι: υπερηφάνεια του να βρει κανείς έναν Κυρίαρχο (Στέφαν Ζώρζ). Το αντάλλαγμα της υποταγής δεν είναι η κυριαρχία, αλλά η προστασία.
Έχει κανείς το δικαίωμα να υπακούει και το καθήκον να κυριαρχείται ή να κυριαρχεί, όχι το αντίθετο.
Να διακηρύσσει το καθήκον να έχει δικαιώματα, και το ωραίο δικαίωμα να έχει καθήκοντα.
7) Ο κόσμος είναι μια αμέτρητη τραγωδία. Κάθε ύπαρξη έχει την τραγωδία της, κάθε διακήρυξη έχει την δική της. Ο κόσμος είναι ένα χάος, αλλά μπορεί να του δώσει κανείς μια μορφή. Αυτό που κάνουμε δεν έχει άλλη έννοια απ’ εκείνη που του δίνουμε. Αντάλλαγμα: όλα απηχούν σε όλα. Οι πιο μικρές χειρονομίες μας έχουν μια συνέπεια στα πιο απομακρυσμένα σημεία της οικουμένης. Το κακό δεν έχει θετικότητα στην ύπαρξή του. δεν είναι παρά απλός περιορισμός αυτού που επέρχεται, ένας περιορισμός της μορφής που τα όντα δίνουν στον κόσμο. Μια καθαρή αιώνια αρνητικότητα.
Αξίζουμε οτιδήποτε μας συμβαίνει ατομικά ή συλλογικά. Από ένα σημείο κι ύστερα, δεν υπάρχει ούτε τύχη ούτε σύμπτωση: οι αντίπαλοί μας, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουν άλλη δύναμη από εκείνη των δικών μας αδυναμιών. Συνεπώς, όχι μόνο πρέπει να δέχεται κανείς, αλλά και να θέλει αυτό που συμβαίνει. Να θέλει αυτό που συμβαίνει, από την στιγμή που δεν μπορέσαμε να το εμποδίσουμε να συμβεί. Καμμιά παραίτηση, αλλά διατήρηση της δικής μας ελευθερίας: είναι το μόνο μέσον αντίδρασης, όταν δεν μπορεί πια κανείς να δράσει.
Στωικισμός: η μόνη δυνατή συμπεριφορά, όταν οι άλλοι δεν είναι πλέον στωικοί. Να κάνει κανείς ώστε αυτό επάνω στο οποίο δεν μπορεί να επιδράσει, να μη μπορεί κι αυτό να επιδράσει επάνω του (Έβολα).
9) Η αρχή είναι η δράση. Τα μεγάλα και δυνατά πράγματα δεν έχουν λόγους ύπαρξης. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να γίνονται. (Αλλά ό,τι δεν έχει λόγο ύπαρξης, δεν είναι υποχρεωτικά μεγάλο και δυνατό). Η δράση είναι το πιο σπουδαίο, όχι εκείνος που την αναλαμβάνει. Η αποστολή και όχι αυτός που την φέρει σε πέρας. Εναντίον του ατομισμού – για μια δραστήρια αποπροσώπηση. Αυτό που είναι να κάνει κανείς δεν εξηγείται με κίνητρα. Η αριστοκρατία σιωπά.
10) Η τιμή: να μη παραβεί κανείς ποτέ τους κανόνες που έβαλε στον εαυτό του. Η εικόνα που δημιουργεί κανείς για τον εαυτό του, γίνεται αληθινή την στιγμή που συμμορφώνεται μ’ αυτήν. Απ’ εκεί και ύστερα, το αν είναι μια «εικόνα», ή μια «πραγματικότητα», έχει μικρή σημασία. Οι δύο όροι συμπίπτουν. Η ιδέα γίνεται σάρκα: είναι η πραγματική ενσάρκωση του Λόγου.
Κάθε υπόσχεση υποχρεώνει, καμμιά περίσταση δεν αποδεσμεύει. Να μπορεί να είναι κανείς υπερήφανος για τον εαυτό του: ο καλύτερος τρόπος να μην ντρέπεται για τους άλλους.
11) Ο τρόπος είναι ο άνθρωπος. Το λειτουργικό μετρά περισσότερο από το δόγμα. Το ωραίο δεν είναι ποτέ κακό. Καλύτερα να κάνει κανείς καλά μέτρια πράγματα, παρά να κάνει άσχημα έξοχα πράγματα.
Ο τρόπος με τον οποίο κάνει κανείς τα πράγματα αξίζει περισσότερο από τα ίδια τα πράγματα. Ο τρόπος με τον οποίο ζει τις ιδέες του, αξίζει περισσότερο από τις ιδέες του. ο τρόπος που ζει κανείς, αξίζει περισσότερο απ’ αυτό που ζει – καμμιά φορά περισσότερο κι από την ζωή.
«Περισσότερη απλότητα από τρόπους, είναι κανείς αγροίκος. Περισσότερους τρόπους από απλότητα, είναι γελοίος. Ίσους τρόπους και απλότητα, αυτός είναι ο άνθρωπος ποιότητας» (Κονφούκιος).
12) Νίτσε: «Τι είναι αριστοκράτης; – Να αναζητεί τις καταστάσεις που επιβάλλουν συμπεριφορά. Να εγκαταλείπει την ευτυχία στις μάζες. Αυτή την ευτυχία που είναι ψυχική ηρεμία, αρετή, άνεση, αγγλοσαξωνικός μερκαντιλισμός. Να αναζητεί ενστικτωδώς τις βαρύτερες ευθύνες. Να ξέρει να κάνει παντού εχθρούς. Στην ανάγκη να κάνει και τον εαυτό του εχθρό.
13) Να τοποθετεί το καθήκον του πριν από τα πάθη του, τα πάθη του πριν από τα συμφέροντά του. Το να κάνει «καλές πράξεις» για να κερδίσει την σωτηρία του, να πάει στον παράδεισο κ.ο.κ. είναι πάντα εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. Να κάνει αυτό που πρέπει, όχι αυτό που θα του αρέσει. Αλλ’ αυτό χρειάζεται μια εκμάθηση: ο άνθρωπος έχει ανάγκη κανονισμών για να κτιστεί – γιατί είναι άμετρα εύπλαστος. Η εργασία σαν εξυπηρέτηση, το καθήκον σαν προορισμός.
14) Να πραγματοποιεί και συνεχώς να ξανακάνει την αρμονία υπάρξεως των συμπτώσεων και των αρχών. Να κάνει τις πράξεις πάντα σύμφωνες με τους λόγους. Ο άνθρωπος του οποίου οι λόγοι υπερβαίνουν τις πράξεις, δεν είναι περισσότερο κυρίαρχος του εαυτού του από τον άνθρωπο του οποίου οι πράξεις υπερβαίνουν τους λόγους.
Το να είναι ειλικρινής, δεν είναι το να λέει την αλήθεια. Είναι το να προσχωρεί ολοκληρωτικά, χωρίς υστεροβουλίες, σε ότι επιχειρεί.
15) Να μη μετανοεί, αλλά να εξάγει διδάγματα. Να κάνει οτιδήποτε για να μην κάνει κακό. Εάν κάνει, να μην επιζητεί δικαιολογίες. Οι δικαιολογίες που δίνει κανείς στον εαυτό του είναι υπεκφυγές. Η μετάνοια δεν αποβλέπει στην απόσβεση του λάθους, αλλά στην ανάπαυση της συνείδησης. Να ανταποδίδει το καλό στο καλό, την δικαιοσύνη στο κακό. (Αν ανταπέδιδε το καλό στο κακό, τι θα έπρεπε ν’ ανταποδώσει στο καλό; Και τι αξία θα είχε αυτό;).
16) Να μη συγχωρεί ποτέ. να ξεχνά πολλά. Να μη μισεί ποτέ. να περιφρονεί συχνά. Το αίσθημα των πληβείων είναι: μίσος, μνησικακία, το ευερέθιστο, ματαιοδοξία, τσιγγουνιά. Το μίσος που είναι το αντίθετο της περιφρόνησης, η μνησικακία που είναι το αντίθετο της λησμοσύνης, το ευερέθιστο και η ματαιοδοξία που είναι το αντίθετο της υπερηφάνειας, η τσιγγουνιά που είναι το αντίθετο του πλούτου. Απ’ όλα αυτά τα αισθήματα, η μνησικακία είναι το πιο αξιοπεριφρόνητο. Ο Νίτσε :
«Κοντά είναι ο καιρός του πιο αξιοπεριφρόνητου των ανθρώπων, εκείνου που δεν είναι ικανός ούτε τον εαυτό του να περιφρονήσει».
17) Εναντίον του κοινωφελισμού. Όπως είναι για τον άνθρωπο, έτσι είναι και για τους στρατούς. Οι στρατοί που για να πολεμήσουν καλά, έχουν ανάγκη να ξέρουν γιατί πολεμούν, είναι ήδη μέτριοι στρατοί. Υπάρχει και χαμηλότερο: Οι στρατοί που πρέπει να πεισθούν ότι η αιτία τους είναι η σωστή. Και χαμηλότερο ακόμη: Αυτοί που πολεμούν μόνο όταν είναι σίγουροι ότι θα νικήσουν.
Όταν πρέπει να επιχειρήσει κανείς κάτι, να μη νοιάζεται παρά δευτερευόντως να ξέρει αν η επιχείρηση μπορεί να επιτύχει ή όχι. Το κλειδί του Σιωπηλού, παραμένει το κλειδί των χαλκογραφιών του Ντύρερ, «Ο Ιππότης, ο Θάνατος και ο Διάβολος».
Αλλά δεν αρκεί να επιχειρεί κανείς χωρίς να είναι βέβαιος για την επιτυχία, πρέπει ακόμη να επιχειρεί όταν είναι βέβαιος για την αποτυχία, γιατί το να μείνει κανείς πιστός στους κανόνες που έδωσε στον εαυτό του, είναι ο μόνος τρόπος, τότε, να ξεφύγει με τιμή. Να σκέπτεται τον «στρατιώτη της Πομπηίας» (Σπένγκλερ). Και ακόμη το παράδειγμα του Ρέγουλου.
Το να θέλει να κάνει όπως ο αντίπαλος με την δικαιολογία ότι επέτυχε αυτός, είναι να γίνεται αυτός ο αντίπαλος – να μην είναι διαφορετικός απ’ αυτόν.
Υπάρχει χαμέρπεια από την στιγμή που αναρωτιέται κανείς «σε τι χρησιμεύει», «τι αποφέρει», «αυτό που μας υποχρεώνει να το κάνουμε». Το να προσπαθεί να διατηρήσει μια ζωή που θα χάσει οπωσδήποτε – απολογητής των ζωντανών σκύλων και των νεκρών λεόντων – να ένας ωραίος παραλογισμός.
18) Η αρετή όπως και η διαστροφή, δεν μπορούν παρά να είναι η προίκα μιας επίλεκτης ομάδας. Απαιτούν την ίδια ικανότητα αυτοκυριαρχίας. Αναφέρονται λιγότερο στην «ηθική», παρά στην καθαρή θέληση. Η ελευθερία να κάνει κανείς κάτι, συμβαδίζει πάντα με μια ελευθερία έναντι κάποιου πράγματος. Μ’ άλλα λόγια, πρέπει να θέλει κανείς πράγματα, για τα οποία αισθάνεται επίσης τον εαυτό του ικανό να τα αποποιηθεί.
Ιούλιος Έβολα: «Σου επιτρέπεται να κάνεις κάτι, στο μέτρο που μπορείς επίσης να το αποφύγεις… Σου επιτρέπεται να θέλεις κάτι – και να το αποκτήσεις – στο μέτρο που είσαι επίσης ικανός να το αποφύγεις».
19) Να μην αναζητεί να πείσει, αλλά να αφυπνίσει. Η ζωή βρίσκει ένα νόημα σε κάτι που είναι περισσότερο από την ζωή – αλλά όχι πέρα από την ζωή. Αυτό που είναι περισσότερο από την ζωή, δεν εκφράζεται με (και από) λέξεις, αλλά γίνεται κάποτε αισθητό.
Να δίνει κανείς προβάδισμα στην ψυχή έναντι του πνεύματος, στη ζωή έναντι της λογικής, στην εικόνα έναντι της αντιλήψεως.
20) Ο λυρισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ηθικός «κανόνας» υπό τον όρο να έχει τεθεί σαν βασική σχέση της υπάρξεως όχι η σχέση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, αλλά εκείνη του ανθρώπου προς την οικουμένη. (Ο μόνος τρόπος να φτάσει κανείς στον ανώτερο κόσμο είναι να κτιστεί σε αναλογία μ’ αυτόν).
Οι μεγάλοι αρχηγοί κρατών είναι εκείνοι, χάρη στους οποίους οι λαοί μπορούν να σκέπτονται λυρικά για τους εαυτούς τους.
21) Το παρόν μετατρέπει σε επικαιρότητα όλα τα παρελθόντα και δίνει δυναμικότητα σ’ όλα τα μέλλοντα. Το να δεχτεί κανείς το παρόν με ενθουσιώδη ανάταση της στιγμής, είναι το να μπορεί να απολαμβάνει συγχρόνως όλες τις στιγμές του.
Παρελθόν, παρόν και μέλλον, είναι τρεις προοπτικές το ίδιο επίκαιρες, είναι τα παντοτινά δεδομένα της ιστορικής πορείας. Όλα όσα κάνουμε ενθέτουν αυτά που συνέβησαν ήδη, κατά τον ίδιο τρόπο μ’ αυτά που θα ξανασυμβούν.
22) Σκοπός της ζωής: Να βάλει κανείς κάτι το σπουδαίο μεταξύ του εαυτού του και του θανάτου. Η εποχή, όπως και η κοινωνία μπορούν να μας εμποδίσουν. Δύο τρόποι υπάρχουν για την κοινωνία να δημιουργήσει τρέλα: να απαιτεί πάρα πολλά, να μην προτείνει αρκετά. Μπορεί να συμβαίνει και στους ανθρώπους το ίδιο ακριβώς.
Μοναξιά. Να ξέρει κανείς να ανήκει στο κόμμα του πολικού αστέρα: αυτού που μένει στην θέση του, όταν τα άλλα άστρα εξακολουθούν να περιστρέφονται. Η ηρεμία βρίσκεται στο κέντρο της κινήσεως, στον άξονα του τροχού. Να καλλιεργεί μέσα του το αυτό που ο άνθρωπος ποιότητας διατηρεί αμετακίνητο, σε όλες τις καταστάσεις: το «παιχνίδι» του Κονφούκιου, το «πουρούσα» των Αρίων, το «ουμάνιτας» των Ρωμαίων – τον εσωτερικό πυρήνα του όντος.
24) Δεν υπάρχει αληθινή ευλάβεια, άλλη από την ευλάβεια του γιου εκτεινομένη στους προγόνους, στην γενετική γραμμή και στον λαό. Ο Ιησούς ισχυριζόμενος ότι ο Ιωσήφ δεν είναι ο πραγματικός πατέρας του – ότι είναι ο γιος ενός μοναδικού Θεού, ο αδελφός όλων των ανθρώπων – αρχίζει την διαδικασία απαρνήσεως της πατρότητας. Οι εξαφανισμένοι πρόγονοί μας δεν είναι ούτε πνευματικά νεκροί, ούτε περασμένοι σ’ έναν άλλο κόσμο. Είναι πλάι μας, πλήθος αόρατο και θροΐζον. Μας περιτριγυρίζουν όσο καιρό η ανάμνησή τους διαιωνίζεται από τους απογόνους τους. Απ’ αυτό δικαιολογείται η λατρεία των προγόνων και το καθήκον να γίνεται σεβαστό τ’ όνομά τους.
25) Όλοι οι άνθρωποι ποιότητας είναι αδέλφια, ανεξάρτητα από την φυλή, τον χώρο και τον χρόνο.

«Το Σώμα σου έχει περισσότερη σοφία ακόμα κι απ΄ την καλύτερη λογική σου»

«Πίσω απ΄ το εγώ, το νου, τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου, αδελφέ μου, βρίσκεται ένας ισχυρός εντολέας, ένας άγνωστος σοφός, που ονομάζεται Εαυτός. Ζει μέσα στο Σώμα σου, είναι το ίδιο το Σώμα σου…». Νίτσε

«Αισθήσεις και πνεύμα είναι εργαλεία και παιχνίδια. Πίσω τους βρίσκεται ο Εαυτός. Ο Εαυτός αναζητά με τα μάτια των αισθήσεων και αφουγκράζεται με τ΄ αυτιά τού πνεύματος. Ο Εαυτός πάντοτε αφουγκράζεται και αναζητά. Συγκρίνει, δαμάζει, κατακτά, καταστρέφει, κυβερνά».
«Το Σώμα σου έχει περισσότερη σοφία ακόμα κι απ΄ την καλύτερη λογική σου. Και κανείς δεν ξέρει για ποιο σκοπό το Σώμα σου, απαιτεί ακριβώς την καλύτερη σοφία σου. Γιατί ο Εαυτός σου γελά με το Εγώ σου και με τα εγωιστικά άλματά του, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ξεστράτισμα απ΄ τον σκοπό σου».
«Θα΄θελα να πω δυο λόγια γι΄ αυτούς που περιφρονούν το Σώμα. Είναι η λανθασμένη εκτίμησή τους, που προκαλεί αυτή την περιφρόνηση… Γι΄ αυτό ο Εαυτός σας θέλει να καταστραφείτε εσείς, που περιφρονείτε το Σώμα σας. Ο Εαυτός σας θέλει να καταστραφείτε, γι΄ αυτό κι εσείς γίνατε περιφρονητές τού Σώματος. Και γι΄ αυτό θυμώνετε με τη ζωή και με τη γη, ψάχνοντας για ευτυχία στα ουράνια».
(Φ. Νίτσε «Ζαρατούστρας» κεφ. «Γι΄ αυτούς που περιφρονούν το σώμα»).

ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ ΕΓΡΑΨΕ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ Ο ΝΙΤΣΕ; ΙΔΟΥ ΤΙ ΛΕΝΕ ΓΙΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΟΙ ΑΝΩΜΑΛΟΙ ΚΗΦΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (http://pateress.blogspot.com/2011/07/blog-post_29.html):

Κανείς δεν πρέπει να αγγίζη ούτε το σώμα του χωρίς ανάγκη
Πρόσεχε να μην πλησιάζης τα χέρια ή τα πόδια σου κοντά στα σώματα άλλων και μάλιστα νέων, και περισσότερο πρόσεχε να μην τα απλώνης χωρίς ανάγκη, ούτε πάνω στα μέλη του σώματός σου, ούτε καν για να ξυσθής, καθώ; και αυτό το διδάσκουν και ο αββάς Ισαάκ και οι θείοι Πατέρες επακριβώς. Γιατί και από αυτά τα οποία φαίνονται ασήμαντα η αφή, ή για να πούμε την αλήθεια ο πονηρός, συνηθίζει να ερεθίζη προς την αμαρτία και να εγείρη στο νου αμέσως άπρεπες εικόνες επιθυμίας, για να μολύνη το κάλλος της σωφροσύνης των λογισμών. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης της Κλίμακος είπε: «Μπορεί να μολυνθή το σώμα με μια απλή επαφή, διότι δεν υπάρχει καμμία αίσθησι πιο επικίνδυνη από την αφή. Να θυμάσαι αυτόν που τύλιξε το χέρι με το κάλυμμα της κεφαλής και να ακινητοποιής το χέρι σου, ώστε να μην εγγίζει οποιοδήποτε μέλος του ιδικού σου είτε ξένου σώματος (Κλίμαξ λόγ. ΙΕ΄ §47,48)[29]. Γι’ αυτό και όταν ασχολήσαι με τις φυσικές ανάγκες του σώματός σου, σεβάσου τον άγγελο που σε φυλάει, όπως και αυτό που λέει ο άγιος Ισαάκ (Λόγ. κς΄ σελ. 167). και αλλού ο ίδιος λέει «Παρθένος δεν είναι αυτός που φυλάει το σώμα του αμόλυντο από την συνουσία, αλλά αυτός που ντρέπεται τον εαυτό του όταν είναι κατ’ ιδίαν» (λόγ. να΄)[30]
29: Εδώ ο Άγιος λέει για εκείνον τον όσιο, ο οποίος, όταν ήλθε στην ανάγκη για να πιάση την μητέρα του από το χέρι για την περάση από το ποτάμι, επειδή ήταν γριά, δεν τόλμησε να την πιάση με γυμνά τα χέρια του, αλλά τα τύλιξε στο φακιόλι ή σε κάποιο άλλο κουρέλι και έτσι αφού την έπιασε, την πέρασε απέναντι.
29:f Ακόμα και εκείνος ο εξωτερικός Πυθαγόρας, δίδασκε ότι ακόμα και αν δεν υπήρχε κάποιος άλλος θεατής της ανθρώπινης κακίας, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη, ωστόσο ο άνθρωπος θα έπρεπε να σέβεται και να αιχύνεται τον εαυτό του. Γιατί πράττοντας το κακό, υβρίζει και ατιμάζει τον εαυτό του. Αλλά και οι Αθηναίοι για αυτό αφιέρωσαν ναό στην αιδώ, για να είναι η αιδώς αντί του Θεού στην ορθή συνείδησι. Και αν αυτοί οι εθνικοί δίδασκαν αυτά και ένοιωθαν τόση ντροπή προς τον εαυτό του όταν βρίσκονταν κατ’ ιδίαν, πόσο περισσότερο πρέπει εμείς οι χριστιανοί να ντρεπώμαστε τον εαυτό μας όταν βρισκώμαστε, είτε κλεισμένοι μέσα στο σπίτι, είστε σε κάποια ερημική μοναξιά, είτε στο σκοτάδι της νύχτας; Γιατί την αιδώ και την συστολή και την ευλάβεια την οποία έχουμε όταν βρισκώμαστε μέσα σε κάποιο θείο ναό, την ίδια πρέπει να έχουμε και προς τον εαυτό μας, ο οποίος είναι ναός του Θεού και της χάριτος του Αγίου Πνέυματος, το οποίο έχετε από το Θεό (Α΄ Κορ. 6,19). Μάλλον το σώμα μας είναι πολύ τιμιώτερο και σεμνότερο από το ναό, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Γιατί εμείς είμαστε έμψυχοι και λογικοί, ενώ ο ναός άψυχος και άλογος, και διότι ο Θεός πέθανε υπέρ ημών και όχι υπέρ των ναών. (Ομιλ. ιδ΄ εις την προς Εφεσ. και ομιλ. κ΄ εις την προς Β΄ προς Κοριν.). Επομένως περισσότερη αισχύνη και συστολή πρέπει να έχουμε προς τον εαυτό μας και το σώμα μας, παρά προς τον ναό. Και γι’ αυτό, όποιος πρόκειται να τολμήση να φθείρη τον άγιο ναό του σώματός του με κάποια αισχρή πράξι, είναι στ’ αλήθεια περισσότερο παράνομος και από εκείνους που πρόκειται να κατεδαφίσουν τους πιο περίφημους ναούς.
Και αν οι εξωτερικοί σοφοί, θέλοντας να κάνουν τους ανθρώπους να απέχουν από τις αισχρές πράξεις όταν είναι κατ’ ιδίαν, τους δίδασκαν να φαντάζωνται ότι έχουν παρόντα ως θεατή κάποιον σοβαρό και σεβάσμιο άνθρωπο, έτσι ο Σένεκας τον δικό του Λούκιλλο, να έχη πάντα μπροστά στα μάτια του τον Κηνσωρίνο ή τον Λαίλιο, τους οποίους εκείνος θεωρούσε προσωποίησι της ευθύτητας και της δικαιοσύνης, έτσι και ο ρήτορας Κηδιάδης έκανε τη βουλή των Αθηναίων να τηρήση δικαιοσύνη στην απόφασι που έαψαν για τη διαίρεσι της γης του Σαμίων, διδάσκοντάς τους να φαντασθούν ότι παρίστανται μπροστά τους οι επτά βασιλείς της Ελλάδος και βλέπουν και ακούνε την απόφασί τους. Αν, λέω, μόνο η φανταστική παρουσία θηντών ανθρώπων μπορή να εμποδίση τον άνθρωπο από τα κακά, όταν βρίσκεται κατ’ ιδίαν, πόσο περισσότερο μπορεί να τον εμποδίση από κάθε κακία η αληθινή και άφευκτη παρουσία του πανταχού παρόντος και αθάνατου Θεού; ο οποίος, όχι μόνο βλέπει τις εξωτερικές πράξεις του ανθρώπου, αλλά και τους εσωτερικούς διαλογισμούς της καρδιάς του και τις καταγράφει για να τον τιμωρήση στον καιρό της κρίσως;
Πολύ ανόητοι είναι λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι βρίσκωντα κατ’ ιδίαν σε σκοτεινά και απόκρυφα μέρη, ή δεν ντρέπονται τον εαυτό τους ή δεν θυμούνται την παρουσία του Θεού, αλλά λένε «Εγώ βρίσκομαι στο σκοτάδι και ποιος με βλέπει;». Γι’ αυτό ο Θεός τους κατηγορεί αυτούς ως ανόητους, λέγοντας άλλοτε μέσω Ιερεμία: «Λέει ο Κύριος: Μπορεί να κρυφθή κανείς και να μην τον βλέπω; Δεν είμαι Εγώ Εκείνος που με την άπειρη σοφία του και την πανταχού παρουσία του γεμίζει τον ουρανό και την γη;» (Ιερ. 23,24), και άλλοτε μέσω του Σειράχ: «Ο άνθρωπος που παραβαίνει την πίστι την συζυγική λέει στον εαυτό του ποιος με βλέπει; Σκοτάδι είναι γύρω μου και οι τοίχοι με κρύβουν, και δεν μπορεί να με δή κανείς, γιατί να φοβηθώ;… Και δεν ξέρει ότι οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι μύριες φορές πιο λαμπεροί από τον ήλιο και βλέπουν όλες τις πράξεις και παρακολουθούν όλους τους δρόμους των ανθρώπων και παρατηρούν ακόμα και τα πιο απόκρυφα μέρη;» (Σοφ. Σειρ. 23, 18-19).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ (σελ. 133-135). ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΑΠΟΔΟΣΙ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Ο ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΚΗΦΗΝΑΡΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΛΟΓΕΡΩΝ
Καθ’ όλον τον ερημικό βίο του ο Αντώνιος ουδέποτε άλλαξε ένδυμα και ουδέποτε ένιψε το σώμα του ή καν τα πόδια του με νερό! (Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου»¨, του Μεγάλου Αθανασίου. κεφ. 47 και 95).
Χάρισμα λοιπόν για να αποκαλεστεί κανείς μέγας, όπως ο Αντώνιος, είναι η παντελής έλλειψη καθαριότητας! Τόσο δε θαύμασαν οι κατοπινοί άγιοι πατέρες την αρετή αυτή της απλυσιάς του Αντωνίου, ώστε φρόντισαν να την καθιερώσουν δια των θείων διδασκαλιών τους και κυρίως δια του επιχειρήματος ότι είναι κάκιστη χειρονομία το μπανίζεσθαι τον μοναχόν ένεκα τη διεγέρσεως του σεξουαλικού ενστίκτου, το οποίον τούτο κατηραμένον ένστικτο εξανίσταται δια της αφής των χειρών επί του σώματος!
Επίσης η απλησιά και η εξ αυτής βρώμα και δυσωδία, συνοδεύεται φυσικά και από: «Αγνοούσε ακόμα και αυτή την γραφή και την ανάγνωση της μητρικής του γλώσσας που ήταν η κοπτική. Την ελληνική γλώσσα την αγνοούσε εντελώς». Περισσότερα από: http://www.athriskos.gr/modules/news/article.php?storyid=191.
Ο πρώτος διδάξας:
Ο μέγιστος των χορηγών της περιφρόνησης του σώματος είναι ο Πλάτων, ο οποίος χαρακτηρίζει το σώμα ως τάφο της ψυχής στα εξής έργα του: Γοργίας (493 α), Πρωταγόρας (313 α), Κρατύλος (400 c), Φαίδων (64 c, 66-67 β, 80 α, 82 c), Πολιτεία (403 d), Φαίδρος (250 c), Νόμοι Ε΄ (728 e).

Ο ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΩΝ ΠΛΑΤΩΝ

Εάν με ελληνικό τρόπο επιθυμούμε να διαλεγόμαστε, ας μη συγχωρούνται εύκολα τα κηρυγματικής φύσεως ολισθήματα. Διότι ο ελληνικός τρόπος απεχθάνεται το κήρυγμα. Το κήρυγμα είναι το ναρκωτικό του χριστιανού. Η μαγική ράβδος των ποιμένων του χριστιανικού κοπαδιού. Γιατί πρόκειται περί κοπαδιού; Περί μάνδρας; Μα το λένε οι ίδιοι. Ο τάδε Αρχιμανδρίτης.

Ας αναλογισθούμε αυτό και μόνο: στον χριστιανικό κόσμο, εδώ και δυό χιλιετίες, σε εκατομμύρια επί εκατομμυρίων κηρύγματα που έχουν γίνει, δεν έχει πέσει ούτε μιά ερώτηση! Μάλιστα, ούτε μιά. Βούβα. Τα πρόβατα ξεστομίζουν που και που κανένα μπεε… Ο φιμωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να λέγεται Έλληνας. Αυτό είναι ύβρις.
Η ερώτηση κι ο διάλογος, λόγο της μακροχρόνιας βουβαμάρας, φαίνεται ότι πάσχει σοβαρά, ακόμη και σε χώρους όπου υποστηρίζονται ελληνικές θέσεις. Τα θέματα μπορεί να είναι ελληνικού ενδιαφέροντος, αλλά η νοοτροπία γέρνει προς τη μεριά του κηρύγματος.
Η τάδε ομάδα οργανώνει ομιλία με θέμα τα ελληνικά μυστήρια. Καλείται κάποιος ερευνητής του θέματος και αρχίζει το κήρυγμα. Σπανίως θα γίνει κάποια ερώτηση κι εκείνη στο τέλος. Όταν έχουν αποκάμει όλοι από την κηρυγματική μονοτονία. Πριν είχαν πει στον ομιλητή: κύτταξε, μη τους κουράσεις και πολύ. Πάνω-κάτω καμμιά ωρίτσα να κρατήσει η ομιλία σου.
Υπάρχει και τρισχειρότερη συμπεριφορά έναντι του διαλόγου. Ότι ακριβώς αντίθετο από την διαδικασία του αρχαίου συμποσίου. Ένα καθημερινό φαινόμενο του νεοελληνικού βίου. Κάθε φορά που συμποσιάζονται άτομα με κοινά ενδιαφέροντα, αφού φάνε καλά και πολύ, μόλις αρχίζουν να ζαλίζονται από το ποτό, τότε ανοίγουν τα σοβαρότερα ζητήματα. Στην αρχή που ήσαν νηφάλιοι συζητούσαν για το χρηματιστήριο, τα φροντιστήρια των παιδιών τους και ένα σωρό άλλα τόσο σοβαρά θέματα.
Ας ανοίξουμε όμως το θέμα μας. Εάν κάποιος υποστηρίζει ότι υπάρχει ελληνική άποψη περί θεών, θα τον παρακαλούσα να μας την φανερώσει, διότι αγνοώ την ύπαρξη τέτοιου δεδομένου. Είμαι βεβαίως πρόθυμος να αποδεχτώ κάτι τέτοιο όταν μου παρουσιαστούν τα σχετικά ντοκουμέντα.
Υπάρχει όμως κάτι το βέβαιο στο θέμα αυτό: ότι υφίστανται ελληνικές αντιλήψεις περί θεών και μάλιστα αρκετές.
Υποψιάζομαι επί πλέον ότι η «ελληνική άποψη» παραπέμπει σε νοοτροπία μονοθεϊστικής φύσης, παρά το πλήθος των θεοτήτων. Υποστηρίζω μάλιστα ότι ο πολυθεϊκή αντίληψη είναι θέμα περισσότερο ποιοτικώς εξελισσόμενης φύσης παρά στατικώς ποσοτικής.
Οι Έλληνες τροποποιούσαν κατά καιρούς – φυσικά πρόκειται για χρονικά διαστήματα αιώνων και χιλιετιών – τις αντιλήψεις τους περί των θεών και περί του θείου, με παράλληλη τροποποίηση και του μοντέλου του είδους του ανθρώπου που ήθελαν να διαμορφώσουν, διότι γνώριζαν ότι θεοί και άνθρωποι ήσαν συμπαίκτες. Αυτός είναι ο λόγος που ήσαν οι μόνοι που διέθεταν σπουδαία ιστορία και σπουδαίους πολιτισμούς, σε αντίθεση με τους λοιπούς λαούς, οι οποίοι διέθεταν μεν ο καθένας τον σπουδαίο πολιτισμό του, τουλάχιστον αρκετοί απ’ αυτούς, αλλά δεν διέθεταν σπουδαία ιστορία.
Δεν πρόκειται εδώ για μία αξιολογική κρίση λαών. Πρόκειται απλώς για μιά διαπίστωση ιστορικής φύσης. Δηλαδή ο Ινδός άνθρωπος, όπως και οι θεοί του, είναι ο ίδιος μέσα στους αιώνες. Υπάρχει αναμφίβολα ο σπουδαίος Ινδικός πολιτισμός. Δεν υπάρχει όμως Ινδική ιστορία. Τουλάχιστον σπουδαία Ινδική ιστορία. Σας παρακαλώ μη συγχύζεστε και προσέξτε.
Γιατί όταν η οικουμένη των ανθρώπων αποφάσισε να διοργανώσει αθλητικούς αγώνες, στους οποίους λαμβάνουν μέρος αθλητές και αθλήτριες απ’ όλον τον κόσμο, τους ονόμασε Ολυμπιακούς; Λέτε να ήταν τυχαία η εκλογή αυτού του ονόματος. Γιατί όλοι οι λαοί του κόσμου έρχονται στην Ολυμπία για να πάρουν την Ολυμπιακή φλόγα από το ιερό χώρο του Διός;
Δεν υπάρχει και το άγιο φως των χριστιανών που ανάβει «μόνο του ως εκ θαύματος» στην Ιερουσαλήμ; Γιατί αυτό το φως δεν το παίρνουν όλοι οι άνθρωποι του κόσμου παρά μόνον οι χριστιανοί; Γιατί δεν παίρνουν το φως του Χριστού και παίρνουν το φως του Ήλιου; Μήπως επειδή το φως το Ελληνικό το ανάβουν φανερά από τον Ήλιο με κάτοπτρο, ενώ το φως του Χριστού το ανάβουν με απατεωνιά μέσα στο σκότος μιας τρύπας; Μέσα σ’ ένα τάφο;
Γιατί οι γιατροί όλου του κόσμου ορκίζονται δια του όρκου του Ιπποκράτη; Κι αυτό είναι τυχαίο; Γιατί όλες οι επιστήμες και οι τέχνες σ’ όλη την ανθρωπότητα φέρουν ελληνικά ονόματα; Πώς λέγεται η ιστορία παγκοσμίως; Histori. Μάλιστα προφέροντας και την δασεία, διότι αυτό το Η δηλώνει την δασεία, την οποία η χώρα της Ελλάδος τώρα έκρινε περιττή και την απέβαλε από την γραφή της! Πώς λέγεται η αστυνομία παγκοσμίως; Police. Δηλαδή δεν είναι η λέξη πόλις;
Ότι λοιπόν ισχύει για τον Ινδούς και τον πολιτισμό τους, ισχύει και για τους Αιγυπτίους, του Ρωμαίους, τους Ίνκας και τους Πέρσες. Δεν ισχύει επ’ ουδενί όμως για τους Έλληνες.
Διαφορετικοί οι Έλληνες των εποχών της επικής, της λυρικής και της τραγικής ποίησης.
Οι ποιητές, οι οποίοι ουδέποτε εξέλειπαν από τους Έλληνες, εκφράζουν με τον αληθέστερο τρόπο το πνεύμα κάθε εποχής, παράλληλα δε και τον αντίστοιχο τύπο ανθρώπου που υπηρετούν αλλά και που διαμορφώνουν.
Επίσης στις μεταβολές αυτές συμμετέχουν και οι θεοί τους αναγκαστικά, αφού τυγχάνουν από την φύση τους συμπαίκτες των ανθρώπων. Διότι οι θεοί αυτοί δεν είναι θεοί από κάποιον άλλον κόσμό. Δεν είναι θεοί του κόσμου. Eίναι ο ίδιος ο κόσμος. Ο κόσμος ο φυσικός κι ο κόσμος ο ανθρώπινος. Πώς λοιπόν οι μεταβολές να μην εγγίζουν και τις δυο πλευρές.
Ο ποιητής της επικής εποχής εξυμνεί κατορθώματα θεών και ανθρώπων. Στην Ιλιάδα πολεμούν στο ίδιο πεδίο θεοί μεταξύ ανθρώπων. Πληγώνονται θεοί από ανθρώπους! Ο ποιητής δεν ασχολείται ούτε στιγμή με τον εαυτό του και τα παθήματά του. Ο ήρωας είναι το επίκεντρο.
Κατά την λυρική περίοδο το ενδιαφέρον στρέφεται σιγά-σιγά στο προσωπικό πεδίο. Στα πάθη του απλού θνητού ανθρώπου. Στον έρωτα. Ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου λαμβάνει την πρωτοκαθεδρία του ενδιαφέροντος. Ο ποιητής περιγράφει τις προσωπικές του περιπέτειες. Η αλλαγή λαμβάνει μερικές φορές ακραίες διαστάσεις.
Επί επικής εποχής ο ρίψασπης (φυγοπόλεμος) ήταν το βδέλυγμα της κοινωνίας. Να όμως που στην λυρική εποχή ο Αρχίλοχος διατείνεται, μέσα από τραγούδι του, ότι δεν δίνει δεκάρα για το γεγονός που στη μάχη του έπεσε η ασπίδα του και την πήρε ένας Πέρσης. Ας την χαίρεται ο Πέρσης, μας τραγουδά. Καλύτερη υπόσχεται να φτιάξει τώρα αυτός.
Βεβαίως δεν υπάρχουν απόλυτες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων εποχών. Ο άνθρωπος της εποχής της τραγικής ποιήσεως, φέρει πάνω του σημάδια εμφανή και από τις δύο προηγούμενες εποχές. Όμως είναι άνθρωπος διαφορετικός από του δυο προηγούμενους. Είναι ο άνθρωπος που θέλει να καλλιεργήσει συνειδητούς πολίτες. Ο άνθρωπος της δημοκρατίας. Αυτός που ερευνά τα πρωταρχικά ανθρώπινα ζητήματα. Την ζωή και τον θάνατο. Την θρησκεία. Τα ήθη του πολιτισμού που προηγήθηκε και τα ήθη που νομίζει ότι πρέπει να αναβαθμιστούν. Τον άνθρωπο αυτόν περιγράφει ο Θουκυδίδης, μέσω του επιτάφιου λόγου του Περικλή.
Στο τέλος της δεύτερης εποχής και στην αρχή της τρίτης λαμβάνει χώρα, για πρώτη φορά παγκοσμίως, η εμφάνιση, στο προσκήνιο της ιστορίας, των επιστημών. Κοσμοϊστορικό γεγονός ανυπολογίστου αξίας. Επίτευγμα του νέου τύπου Έλληνος ανθρώπου. Ο άνθρωπος της επιστημονικής έρευνας. Ένα τεράστιο άλμα της ανθρωπινότητας του ανθρώπου.
Ο επιστήμων άνθρωπος διακηρύττει ότι ο ήλιος δεν είναι θεός αλλά μιά πύρινη σφαίρα. Ότι αυτόν τον κόσμο κανείς θεός ή άνθρωπος δεν τον δημιούργησε, αλλά είναι φωτιά που ανάβει και σβήνει με μέτρο. Ότι η επιληψία, που λέγονταν θεία νόσος, δεν έχει καμμιά σχέση με θεούς, αλλά με τα νεύρα του εγκεφάλου.
Η δεισιδαιμονία δεν μπορεί πλέον να κατέχει τον θρόνο της αμαχητί. Αρχίζει να αισθάνεται τους τριγμούς στα θεμέλιά της. Οι θεοί των Ελλήνων, θεοί φυσικοί και φυσιολογικοί παίρνουν σιγά-σιγά τον ανήφορο για μόνιμη εγκατάσταση στο λαμπρό φως των κορυφών του Ολύμπου. Το έργο τους ευοδώθηκε. Τώρα όλο και λιγότερη ανάγκη θα τους έχει ο λαός τους. Τώρα οι άνθρωποί τους άρχισαν να εισέρχονται στα θεϊκά μονοπάτια. Στους κήπους με τους καρπούς της γνώσης.
Οι θεοί των Ελλήνων δεν θέλουν λαό δούλων όπως ο Γιαχβέ, που τιμώρησε τους ανθρώπους του όταν έφαγαν τον καρπό από το δένδρο της γνώσης. Τι ντροπή για έναν θεό να απαιτεί τη άγνοια. Οι θεοί των Ελλήνων οδηγούσαν τους ανθρώπους τους στην γνώση, στον εξανθρωπισμό. Και να τώρα που το κατόρθωσαν.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πολύς δρόμος μπροστά για να περάσουν οι πολλοί το σκαλοπάτι που οδηγεί στο πλέριο φωτισμό. Έγινε όμως η αρχή. Αυτό είναι που μετρά. Θα χρειαστεί ακόμα ατέλειωτος αγώνας. Η δεισιδαιμονία δεν παραδίνει εύκολα τα όπλα. Δεν θα αποβιώσει ποτέ. Μόνο που με τον χρόνο θα μαραζώνει. Και πάλι θα ανασυντάσσεται. Αλλά κάθε νέος πόλεμος κατά της θα επιφέρει καλύτερες και μακροβιώτερες επιτυχίες.
Λέγαμε λοιπόν ότι δεν υφίσταται ελληνική άποψη περί του θείου και περί θεών, αλλά απόψεις, οι οποίες μπορεί να διέθεταν πολλά κοινά σημεία επαφής, αλλά δεν ταυτίζονταν απόλυτα. Κι επειδή δεν υπήρχαν σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ θεολογικών και φιλοσοφικών ζητημάτων μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για θεολογικοφιλοσοφικές απόψεις.
Από εποχή σε εποχή έχουμε διαφοροποιήσεις στις απόψεις που εξετάζουμε. Ακόμη και μέσα στην ίδια εποχή υφίσταται ποικιλία απόψεων. Επί πλέον και μέσα στην ίδια πόλη υπήρχαν διαφορετικές αντιλήψεις επί των ζητημάτων αυτών, παρ’ όλη την γενική αποδοχή του πολιούχου θεού και κάποιων λοιπών πανελληνίων.
Μάλιστα, οι ορφικοί είχαν μιά άποψη για τους θεούς, για την κοσμογονία, για θεϊκές ιεραρχήσεις. Υπήρχαν όμως και οι Πυθαγόριοι, με κοινές αλλά και με διαφορετικές θέσεις και δόγματα. Να και ο Ηράκλειτος με θέσεις ριζοσπαστικές. Και μετά από δυο-τρείς αιώνες ο Σωκράτης που υπονοούσε κάποιες διαφορετικές. Άραγε τον φαρμάκωσαν διότι εισήγαγε καινά δαιμόνια; Ή μήπως διότι εισήγαγε κενά δαιμόνια; Ή μήπως διότι τα καινά δαιμόνιά του δεν ήσαν σπουδαία;
Δηλητηριώδη ερωτήματα: Το δηλητήριο που του έδωσαν ποιοί το παρασκεύασαν; Οι θεοί; Οι άνθρωποι; Αμφότεροι; Ή μήπως η Ελληνική φύση;
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε, έστω και περιττώς, ότι το θέμα μας είναι οι απόψεις των προπατόρων μας περί των θεών και των μέγιστων φιλοσοφικών ζητημάτων. Αυτών που σχετίζονται με ερωτήματα της τάξεως περί αθανασίας της ψυχής, της σχέσεως ανθρώπων και θεών και της ορθής συμπεριφοράς του ενάρετου ανθρώπου. Έστω του προορισμού του ανθρώπου πάνω στη γη. Του σκοπού της ύπαρξής του.
Η φιλοσοφική περιπέτεια, όπως δείχνει η ιστορία, τελειώνει, όσο αφορά στην δημιουργική της πλευρά, με τον Επίκουρο. Από τον τελευταίο αυτόν δημιουργικό φιλόσοφο και μετά η ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας διαθέτει μόνον αναμασήματα, του παρελθόντος φιλοσοφικού της κόσμου. Νεοπλατωνικοί, Νεοπυθαγόριοι και οποιοιδήποτε άλλοι, οι οποίοι, για να δηλώσουν την ταυτότητά τους, έπρεπε να προσθέσουν ένα νεο- μπροστά από την υπόσχεσή τους.
Το βέβαιο είναι ότι δεν ακούστηκε ποτέ δήλωση ταυτότητας του τύπου Νεοεπικούριοι. Υποψιαζόμαστε ότι αυτό είναι δεδομένο τεράστιας και καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της πορείας και εξέλιξης της ελληνικής φιλοσοφίας. Θα αποπειραθούμε να υποστηρίξουμε την υποψία αυτή με επιχειρήματα, το κατά δύναμιν.
Δεν θα ήταν ίσως υπερβολικό, νομίζουμε, να παραδεχτούμε ότι η τελευταία σκηνή του ελληνικού φιλοσοφικού δράματος παίχτηκε μεταξύ του «Πλάτωνος» και του «Επίκουρου». Εάν γνωρίζει κανείς και άλλες πράξεις του έργου αυτού, οι οποίες να μη σχετίζονται μ’ αυτούς τους δύο φιλοσόφους, θα τον παρακαλούσαμε θερμώς να μας τις υποδείξει.
Εμείς τώρα ευθαρσώς θα δηλώσουμε την άποψή μας: ότι από την μιά μεριά ο Πλάτωνας αποπειράθηκε να ανασυντάξει την διαχρονική, ανατολικογενή κυρίως, αλλά και εντόπια δεισιδαιμονία και από την άλλη ότι ο Επίκουρος επιχείρησε να δώσει σάρκα και οστά, παρ’ όλες τις δυσκολίες του εγχειρήματός του, στην ελληνική άποψη του «ευ ζείν». Στον ελληνικό τρόπο του σκέπτεσθαι και πορεύεσθαι. Στην προοπτική του ελληνικού πεπρωμένου. Θα καταθέσουμε τα επιχειρήματά μας.
Πριν όμως μια παρένθεση με δύο σκέλη. Πρώτο: Τι να εννοούσε άραγε ο αλλοδαπός Έλληνας φιλόσοφος Νίτσε όταν έλεγε ότι «Εάν αυτός ο θεός των χριστιανών παρουσιαστεί μπροστά μας, μ’ όλο του το μεγαλείο, τότε θα έχουμε έναν ακόμη λόγο να μη τον πιστέψουμε»; Εμείς το αντιληφθήκαμε ως ένα συγκεκριμένο γούστο του ανθρώπου αυτού, για το τι λογής θεό επιθυμεί να υποθέτει. Το πολύ-πολύ να ριφθεί εις το «πυρ το εξώτερον» και μαζί μ’ αυτόν και η ελεύθερη επιλογή του. Εσείς πώς το εννοείτε;
Δεύτερο σκέλος: οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είπαν: «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Μάλιστα. Τι εννοεί τώρα ο εντόπιος Έλληνας φιλόσοφος Γιώργος Μανιάτης όταν λέει «συν χείρα και Αθηνά κίνει»; Ότι ναι μεν άνθρωπε είσαι συμπαίκτης του θεού αλλά πρόσεξε, το πάνω χέρι το έχεις εσύ. Ότι ο θεός έχει περισσότερο ανάγκη την φροντίδα των ανθρώπων απ’ ότι οι άνθρωποι την φροντίδα του θεού.
Λέγαμε λοιπόν για τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο. Ότι ο Πλάτων ανασύνταξε την δεισιδαιμονία. Ας το δούμε μέσα από τα έργα του. Εξ άλλου από πού αλλού θα μπορούσαμε.
Οι αναφορές στα έργα του θα ακολουθήσουν, το κατά δύναμιν, την χρονολογική πορεία της συγγραφής τους. Θα έχουν δε κυρίως σχέση με τις διδαχές που αλίευσαν οι Πατέρες του κυρίαρχου θρησκευτικού δόγματος, του χριστιανισμού από τις ιδέες και τις απόψεις του. Οι ανθέλληνες αυτοί πατέρες ενώ φρόντισαν να κατακάψουν όλα τα έργα των Ελλήνων της αρχαιότητας (π.χ. ενώ από τα ογδόντα έργα του Επίκουρου, του ευεργέτη αυτού της ανθρωπότητας, δεν απόμεινε τίποτε, φρόντισαν να διασώσουν όχι μόνον όλα τα έργα του Πλάτωνα, αλλά ακόμα κι όλες τις επιστολές του).
- Πρωταγόρας (353 c), κατηγορεί ως κακά τις επιθυμίες του φαγητού του κρασιού και των σαρκικών ηδονών.
- Λάχης, τελευταία φράση «εάν θεός εθέλη», η γνωστή χριστιανική πιπίλα «θεού θέλοντος» ή «πρώτα ο θεός», η οποία απαντάται δεκάδες φορές σ’ όλα τα έργα του.
Χαρακτηρίζει το σώμα τάφο της ψυχής στα εξής έργα του:
Γοργίας (493 α), Πρωταγόρας (313 α), Κρατύλος (400 c), Φαίδων (64 c, 66-67 β, 80 α, 82 c), Πολιτεία (403 d), Φαίδρος (250 c), Νόμοι Ε΄ (728 e).
Καταδικάζει την χορική ποίηση την αφιερωμένη στον Διόνυσο,Γοργίας (502 d):
«Δεν φρονώ ότι το να ραπίζεται κανείς εις το πρόσωπο αδίκως είναι τι αίσχιστον πάντων, ούτε το να ακρωτηριάζεται εις το σώμα ή εις το βαλάντιον αλλ’ αισχρότερον και βλαβερώτερον είναι το να ραπίζει τις εμέ..» Γοργίας (508 d). Από το χωρίο αυτό πηγάζουν οι εξής χριστιανικές αρετές: πρώτη, «όποιος σε ραπίσει στο ένα μάγουλο, στρέψε προς αυτόν και το άλλο», δεύτερη, ο αυτοευνουχισμός κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια είχε λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε να αναγκάσει τους πατέρες της εκκλησίας να τον αφορίσουν με απόφαση οικουμενικής συνόδου (για τυχόν αμφισβητούντες είμαστε πρόθυμοι να τους παράσχουμε τα σχετικά ντοκουμέντα), τρίτη αρετή, το ξάφρισμα των βαλαντίων των πιστών με χίλιους δυο τρόπους, είναι γνωστό σ’ όλους ότι αποτελεί τρομερή επίδοση των κληρικών της χριστιανικής πίστης.
Γοργίας (512 e), εδώ διαβάζουμε τα εξής απίστευτα: «…ούτε να επιδεικνύει αγάπη προς την ζωή του, αλλ΄ αφήνων την περί τούτου φροντίδα εις τον θεόν και πιστεύων εις όσα λέγουν οι γυναίκες, ότι ουδείς απέφυγε το πεπρωμένο του, ας σκεφτεί τα μετέπειτα..». Μέσα σε δυο αράδες ζυμωμένα ή περιφρόνηση προς την ζωή, η δεισιδαιμονία, η μοιρολατρεία, ο κατινισμός και ο φόβος για τις μεταθανάτιες τιμωρίες. Θαυμαστό «Ελληνικό» ήθος και θαυμάσιες «Ελληνικές» αρετές! Η τέλεια σφραγίδα του υπαρκτού χριστιανισμού.
Περί κολάσεως, Γοργίας (525 α).
Εγκώμιον Θερσίτη, Γοργίας (525 e), κακοηθέστατου, αμετροεπή, φωνασκού, προπετούς και δειλού Αιτωλού που πολέμησε στην Τροία στο πλευρό των Ελλήνων.
Ύμνοι στην θεοφοβία, Απολογία Σωκράτους (23 α-b).
Ύμνοι στην θεοκαταληψία, Απολογία Σωκράτους (29 d – 30c).
Βάζει τον Σωκράτη να επιχειρεί να αποδείξει ότι είναι θεόσταλτος, Απολογία
Σωκράτους (30- 31 c), στο δε 33 c «Εις εμέ δε ο έλεγχος αυτός όπως εγώ λέγω, έχει ανατεθεί υπό του θεού να τον διενεργώ και δια χρησμών και ονείρων και κατά πάντα τρόπον…» και μια αράδα πιο κάτω «Αυτά ω άνδρες Αθηναίοι και αληθινά είναι και εύκολα μπορούν να αποδειχθούν»!!!
Φαίδων. Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς όλο αυτό το έργο, το οποίο αποτελεί το βαρύ πυροβολικό των «ατράνταχτων αποδείξεων» περί αθανασίας της ψυχής. Ο χριστιανισμός δεν χρειάστηκε να προσθέσει ούτε κεραία σ’ αυτό το θέμα. Χαρακτηριστικό απόσπασμα θεοφοβίας το 62-63 b.
Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να περιγράψει κανείς τον δεισιδαιμονικό αυτόν τυφώνα που λέγεται «Φαίδων». Ένα συνονθύλευμα ασύστολων ψευδών, παραλογισμών, αρρωστημένων φαντασιώσεων, πιστευμάτων, φοβιών, ελπίδων, αλχημικών ακροβατισμών, μεταθανάτιων κολαστηρίων και παραδείσων. Μια αποκρουστική αίσθηση της επίδοσης του σοφού όταν συμπεριφέρεται ως δαιμονόληπτη γριούλα! Το συμφωνικό έργο «Ανελληνική πεμπτουσία» τραγουδισμένο από τον ίδιο τον συνθέτη του.
Πολιτεία (389 α), εάν απορείτε για την απέχθεια των πατέρων της χριστιανικής θρησκείας προς το γέλιο (μέχρι και βιβλία έγραψαν οι αθεόφοβοι κατά του γέλωτος!), εδώ θα ανακαλύψετε έναν πρόδρομο της απάνθρωπης αυτής νοοτροπίας. Δεν διστάζει μάλιστα να προσβάλλει τον Όμηρο επειδή αυτός έγραψε: «και γέλιο ακράτητο έπιασε όλους τους αθανάτους σαν είδανε τον Ήφαιστο να κουτσολαχανιάζει«. Έχουμε σοβαρή υποψία ότι ένα μεγάλο μέρος από την αφόρητη κακοσμία των στομάτων των πατέρων της εκκλησίας οφείλεται στην αποχή τους από το γέλιο.
Τα προπατορικά αμαρτήματα και η θεραπεία τους, Φαίδρος (244 e).
Τάγματα αγγέλων, Φαίδρος (247 α).
Ανάσταση νεκρών, Πολιτικός (271 b).
«Όποια σχέση υπάρχει μεταξύ γέννησης και ουσίας, όντος η αυτή υπάρχει μεταξύ πίστεως και αληθείας», Τίμαιος (271 c). Αυτά όταν η Ελληνική νοοτροπία πρότεινε τα «μη λησμονείς να απιστείς» και «πίστεψες; χάθηκες».
Η θεία πρόνοια, Τίμαιος (30 c).
«Αλλά και όλοι μας ονομάζουμε σαν επαίσχυντα κατώτερον εαυτού εκείνον που κυριαρχείται πιο πολύ από τις ηδονές παρά από τις λύπες»!
Ας αρκεστούμε σ’ αυτά τα ελάχιστα. Για περισσότερα προτείνουμε στους ενδιαφερόμενους να αποφύγουν ενημερώσεις περί Πλατωνισμού μέσω τρίτων και να προστρέξουν απ’ ευθείας στα έργα του ίδιου.
Εάν ο δάσκαλος αυτός υπολόγισε ότι η τιμωρούμενη ψυχή ενδιαιτούσε 30.000 έτη στην 27η σφαίρα του σύμπαντος και κατόπιν 9.000 έτη στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ 91ου και 92ου ουρανού, εισερχόμενη στο σώμα ενός γαϊδάρου, προ παντός εάν ετύγχανε και ψυχή γυναικός (έτσι ακριβώς τα περιγράφει στα έργα του), οι μαθητές του υπολόγισαν ακόμη και τις θερμοκρασίες των σφαιρών και των ουρανών αυτών.
Ατυχώς και αδικαιολόγητα καθίσαμε, οι περισσότεροι, σαν κότες κάτω από το καβαλίκεμα του στείρου και φανφαρώνου αυτού δήθεν Έλληνα φιλοσόφου. Να κυττάζουμε τον κόσμο μέσα από το φλιτζάνι της αρσενικής αυτής καφετζούς. Ένα φλιτζάνι με το μεγαλύτερο διαμέτρημα παγκοσμίως. Ας δούμε τώρα τον Επίκουρο.
«Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο, και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του», Νίτσε.
Η γνώμη μας είναι ότι αρκεί να αναφέρουμε την τετραφάρμακό του για να έχουμε μιά πλήρη σχεδόν εικόνα της φιλοσοφίας του ανθρώπου αυτού, τον οποίον οι μαθητές του ονόμασαν ευεργέτη.
. Δεν μας απειλεί καμμιά θεϊκή δύναμη
. Δεν υπάρχει μετά θάνατο ζωή
. Εύκολα αποκτιέται ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε
. Ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε εύκολα μπορούμε να το υπομείνουμε.
(Το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφεί, κατά την γνώμη μας, για τον Επίκουρο είναι το «Επίκουρος» του Γ. Αβραμίδη, εκδ. «Θύραθεν», τηλ. 2310-241917 / 244609).
Προτείνοντας το προαναφερθέν βιβλίο θ’ αρκεστούμε σ’ ένα απόσπασμα από το «Περί Φύσεως των Όντων» (Ι. 62-79) του Λουκρήτιου: «Χάμω σερνόταν μπροστά στα μάτια όλων, ατιμασμένη η ανθρώπινη ζωή, πλακωμένη από το βάρος της θρησκείας που απ’ τα ουράνια πρόβαλλε την τρομερή της όψη και απειλούσε τους θνητούς. Τότε, πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να υψώσει τα μάτια του τα θνητά κατά πάνω της και να της αντισταθεί. Αυτόν δεν τον σταμάτησαν οι κεραυνοί μήτε το απειλητικό μουρμουρητό τ’ ουρανού μήτε τα παραμύθια των θεών. Ίσα-ίσα, που δυνάμωσαν το θάρρος της ψυχής του και τη θέληση να αποτινάξει πρώτος αυτός, τις κλειδωνιές που σφράγιζαν τα μυστικά της φύσης. Κι η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε και διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες τ’ ουρανού, και περπάτησε το απέραντο Σύμπαν με λογισμό και πνεύμα. Και μας ξανάρθε νικητής για να μας πει τι μπορεί να γενεί και τι όχι, και πώς ορίζεται, με νόμους ακλόνητος, η δύναμη στο κάθε τι. Έτσι με τη σειρά της, ποδοπατημένη συντρίβεται η θρησκεία, κι εμάς η νίκη της του μας υψώνει στα ουράνια».
Από τα δύο πρώτα φάρμακα της τετραφαρμάκου του διαπιστώνουμε ότι ο φιλόσοφος αυτός προσπάθησε ν’ απαλλάξει τον κόσμο κυρίως από τον φόβο των θεών και από τον φόβο του θανάτου. Τα δυό βασικά αλλά και μοναδικά θεμέλια της κάθε θρησκείας. Ν’ απαλλάξει τον κόσμο από την πανούκλα της δεισιδαιμονίας. Και μόνον γι’ αυτόν τον λόγο δικαιούται τον τίτλο του ευεργέτη της ανθρωπότητας.
Δεν επιχείρησε την απαλλαγή αυτή με εξορκισμούς ή με μαγγανείες ή με ίδρυση μιάς νέας θρησκείας, ανάμεσα στις άλλες. Η θεία αρετή του ήταν η επιστήμη. Η μελέτη και γνώση της φύσης των πραγμάτων. Η γνώση της υλικής φύσης. Να πως το διατυπώνει ο ίδιος:
Κύριαι Δόξαι
(11): «Αν δεν μας παίδευαν οι ανησυχίες μας για τα ουράνια φαινόμενα και για τον θάνατο, κι οι υποψίες μήπως έχουν κάποια σχέση μ’ εμάς, κι αν δεν μας παίδευε η αδυναμία μας να κατανοήσουμε τα όρια του πόνου και της επιθυμίας, τότε δεν θα είχαμε ανάγκη από τη μελέτη της φύσης».
(12): «Δεν μπορεί να απαλλαγεί κανείς από τους φόβους για τα πιο σημαντικά πράγματα, αν δεν γνωρίζει ποιά είναι η φύση του σύμπαντος και δίνει βάση στους μύθους που λέγονται γι’ αυτό. Συνεπώς, δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές της ζωής, χωρίς τη φυσική επιστήμη».
(13): «Δεν ωφελεί σε τίποτα, να φροντίζει κανείς για τη ασφάλειά του φυλάγοντας τον εαυτό του από τους ανθρώπους, κι από την άλλη να του είναι επίφοβα τα ουράνια ή όσα βρίσκονται κάτω από την γη και γενικά στο άπειρο».
Ο σκοπός της φιλοσοφίας: Επιστολή προς Μενοικέα (122-123) «πρέπει λοιπόν να φιλοσοφεί και ο γέρος και ο νέος: ο ένας ώστε καθώς γερνά, να νιώθει νέος μες στα αγαθά που του η χάρη των περασμένων, ενώ ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, αφού δεν θα ’χει αγωνία για το αύριο. Χρειάζεται λοιπόν, να στοχαζόμαστε τα όσα φέρνουν την ευδαιμονία, αφού όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα, κι όταν την στερούμαστε κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε».
Για την φύση της ψυχής ο Επίκουρος είναι κατηγορηματικός: γεννιέται και πεθαίνει μαζί με το σώμα. Δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτό. Για τον θάνατο συνεπώς δεν φοβάται, «διότι όσο υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος είναι απών, κι όταν ο θάνατος είναι παρών, δεν υπάρχουμε εμείς».
Οι θεοί δεν ασχολούνται με ανθρώπινες υποθέσεις. Είναι μακάριοι και αθάνατοι. Συνεπώς είναι βλακεία να τους φοβάται κανείς.
Ο χριστιανισμός των λεγόμενων Πατέρων της Εκκλησία, θεμελιώθηκε πάνω στα Πλατωνικά δεισιδαιμονικά θεμέλια. Τα στοιχεία που παραθέσαμε νομίζουμε ότι είναι ικανά για να στηρίξουν την αλήθεια αυτή. Ήταν λοιπόν επόμενο οι πατέρες αυτοί να επιτεθούν κατά της επικούρειας φιλοσοφίας. Αρκετά στοιχεία για την επίθεση αυτή αναφέρονται στο προαναφερθέν βιβλίο.
Ο χριστιανισμός λοιπόν παίρνοντας την σκυτάλη από τα χέρια των Νεοπλατωνικών συνεχίζει την επίθεσή του κατά του Ευεργέτη Επίκουρου. Οι μαθητές του δασκάλου τώρα όμως είναι πιο δυνατοί και πιο αποφασισμένοι να παλέψουν την δεισιδαιμονία. Τους συναντά κανείς παντού. Οι σύμμαχοί τους οι επιστήμες τρανεύουν μέρα με τη μέρα, απ’ άκρου εις άκρον της υφηλίου. Τα οχυρά της δεισιδαιμονίας γκρεμίζονται το ένα πίσω από το άλλο. Το γνωρίζουνε ότι θ΄ αντέξει για πολύ ακόμα. Αυτό δεν τους πτοεί. Απολαμβάνουν την ευδαιμονία του αγώνα τους. Δεν τους στενοχωρεί εάν οι περισσότεροι τους αντιλαμβάνονται. Ο δάσκαλός τους, τους δήλωσε γι’ αυτό το θέμα: «Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφ’ ενός, δεν κάθησα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς, κι αφ’ ετέρου, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από την δική τους αντίληψη».
Τέλος, επιθυμώντας τον διάλογο θέτουμε κάποια βασικά ερωτήματα: ποιά είναι η γνώμη σας γι’ αυτό που λέει ο Νίτσε, ότι «η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο, και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του»; Πώς αντιλαμβάνεστε την διαφορά μεταξύ Πλάτωνος (θεωρούμε τους Στωικούς και Σκεπτικούς ανάλογης πάστας παρά τις διαφορές τους μ’ αυτόν) και Επίκουρου;
Ας ξεκουνηθούμε επί τέλους από τον άμβωνά μας χάριν του δημιουργικού διαλόγου. Αυτής της κατ’ εξοχήν υποχρέωσης των ασκούμενων στην ελληνική νοοτροπία.