Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

 
«Το σύγγραμμά μου προορίζεται να είναι αιώνιο κτήμα και όχι προσωρινά μόνο χρήσιμο.» Θουκυδίδης
Ο καλοντυμένος Αθηναίος από τον δήμο Αλιμούντος (Φάληρο) προχώρησε μεγαλόπρεπα ανάμεσα από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Αγορά για ν΄ ακούσει την δημόσια ανάγνωση της «Ιστορίης απόδεξιν» του Αλικαρνασσέως λογογράφου Ηροδότου. Συνοδευόταν από τον δωδεκάχρονο γιο του, ένα ευγενικό και λιγομίλητο αγόρι με μεγάλο καθαρό μέτωπο και μιαν ακόμα δυσδιάκριτη αποφασιστικότητα και αφοβία στο βλέμμα.

Στην Αγορά εκείνη την ημέρα παρευρίσκονταν όλοι οι πολίτες και οι σημαντικοί άνθρωποι της πόλεως των Αθηνών: οι ποιητές Σοφοκλής και νεαρός Ευριπίδης, οι σοφιστές Πρωταγόρας, Πρόδικος, Γοργίας, ο ρήτορας Αντιφών ο Ραμνούσιος, ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο αρχιτέκτων Μνησικλής, ο Φειδίας, ο Ικτίνος και πολλοί άλλοι εξ ίσου περιώνυμοι.
- Χαίρε Όλορε. Έμαθα πως πρόσφατα επέστρεψες από τα κτήματά σου στην Σκαπτή Ύλη. (Παγγαίον)
- Χαίρε Γοργία, καλέ μου φίλε. Ναι, επέστρεψα πριν λίγες ημέρες. Παραβρίσκομαι εδώ μαζί με τον νεαρό σου μαθητή, που ήθελε κι εκείνος ν΄ ακούσει την ανάγνωση του ιστορικού έργου. Θέλω να ευελπιστώ πως ο γιος μου είναι μαθητής αρεστός σε σένα. Μίλησέ μου για την πρόοδό του.
- Ώ, αν ήσαν όλοι οι μαθητές μου σαν τον Θουκυδίδη, πολλά πράγματα θα άλλαζαν στην πανέμορφη πόλη μας, και όχι μόνο.
- Σου χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη, όση και στους άλλους δασκάλους του παιδιού μου.
- Αξίζει ο γιος σου Όλορε, αξίζει!

Χαμογέλασε ο πατέρας ευχαριστώντας τον διδάσκαλο κι επιμελώς κρύβοντας την υπερηφάνεια του. Φρόντιζε με κάθε επιμέλεια για την παιδεία του γιου του, προσλαμβάνοντας ως εκπαιδευτές τον Γοργία τον Λεοντίνο για να διδάξει «παρισώσεις και αντιθέσεις», τον Πρόδικο τον Κείο «περί των ονομάτων ακρίβειαν» (αυτόν που αργότερα θα χαρακτήριζαν ως τον «πρώτο ανθρωπολόγο» που διατύπωσε την θεωρία ότι, η πίστη στους θεούς είναι ανθρώπινο καθαρά κατασκεύασμα), τον Αναξαγόρα που με την διδαχή της φιλοσοφίας του θα απάλλασσε το παιδί από θρησκευτικές προλήψεις και θα το βοηθούσε ν΄ αναπτύξει υψηλή διάνοια, και τον ρήτορα Αντιφώντα που θα το ασκούσε στην ρητορική δεινότητα και θα του καλλιεργούσε την αρετή. Τον Αντιφώντα, που ίσως ήταν ο πρώτος που είχε συνειδητοποιήσει ότι, ο έντεχνος ρητορικός λόγος μπορούσε, εκτός από την πρόσκαιρη συμβολή του στην εξέλιξη μιας δίκης, να γίνει ένα έργο με πνευματική αυτοτέλεια και διάρκεια. Αυτός που διαπνεόταν από αντιδημοκρατικά ιδεώδη, που με θάρρος υποστήριζε ως το τέλος της ζωής του και λόγω αυτών τελικά πέθανε καταδικασμένος να πιει το κώνειο. Χρόνια αργότερα, ο μαθητής του Θουκυδίδης, ο τόσο φειδωλός σε προσωπικούς επαίνους, θα εξάρει το ήθος του δασκάλου του γράφοντας: «Αντιφών ην ανήρ Αθηναίων των καθ΄ εαυτόν αρετή τε ουδενός ύστερος και κράτιστος».
Ο Όλορος βημάτισε ανάμεσα στους Αθηναίους παρατηρώντας για λίγο την εμφάνισή τους. Χαμογέλασε με την διαφορά. Θυμήθηκε πώς ντύνονταν και χτενίζονταν οι πολίτες, ιδιαίτερα πριν από την εποχή των Μηδικών πολέμων. Τότε φορούσαν λινούς ποδήρεις χιτώνες με χρυσές πόρπες, και χτένιζαν τα μαλλιά τους με τον κρωβύλο, εκείνο το χτένισμα που κατέληγε σε οξύ σχήμα στην κορυφή του κεφαλιού και συγκρατούνταν με χρυσούς τέττιγες ως σύμβολο της αυτοχθονίας τους. Σήμερα όμως, όλα αυτά αποτελούν παρελθόν. Οι Αθηναίοι φορούν κοντό μάλλινο δωρικό χιτώνα και ασχολούνται με σπουδαιότερα πράγματα.
«Ώ λατρεμένη πόλις!» ψιθύρισε κι έστρεψε το βλέμμα εμπρός.
………….
Ο ψηλός Δωριεύς από την Αλικαρνασσό των νοτιοδυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας φορώντας τον ιωνικό ποδήρη χιτώνα του, βάδισε αγέρωχος προς το βήμα.
Κοίταξε το συγκεντρωμένο πλήθος που περίμενε την ανάγνωση της «Ιστορίης» του ήρεμος και χαμογέλασε. Ήταν όμορφος άνδρας ο Ηρόδοτος, ο γιος του Κάρα Λύξη και της Ελληνίδας Ροιούς. Η πλούσια περιποιημένη γενειάδα του τόνιζε την αριστοκρατική καταγωγή του, και ο τρόπος ένδυσης και συμπεριφοράς την επίδραση της Ιωνίας στην πλούσια παιδεία του.
Είχε εγκατασταθεί πριν δυο χρόνια στην Αθήνα φεύγοντας από την πατρίδα του, αφού πρώτα είχε μετάσχει στην συνομωσία των δημοκρατικών εναντίον της τυραννίδας του Λύγδαμη, προστατευόμενου του Μεγάλου Βασιλέως, και την αποτίναξη του περσικού ζυγού από τις ελληνικές αποικίες της Μ. Ασίας.
Οι Αθηναίοι γνώριζαν αρκετά καλά το παρελθόν αυτού του εθνογράφου-γεωγράφου-ιστορικού με τα πάμπολλα ταξίδια στην κυρίως Ελλάδα, την Κάτω Ιταλία, τα νησιά του Αιγαίου, την Μ. Ασία, την Προποντίδα, τον Εύξεινο Πόντο, Κολχίδα, Αίγυπτο, Φοινίκη, Βαβυλώνα και τις χώρες του Ίστρου (Δούναβη).
Οι πολίτες ακούνε γοητευμένοι την καθάρια δυνατή φωνή του να επικαλείται τις Μούσες και να αναγιγνώσκει σε πεζό λόγο το έργο του. Είναι αυτός, που μετά από τέσσερις περίπου αιώνες, ο Κικέρων θα χαρακτηρίσει ως «Πατέρα της Ιστορίας».
Γεννημένος στα χρόνια των Μηδικών πολέμων που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, σφράγισαν την αγάπη του για την ελευθερία, που το πάθος του γι΄ αυτήν είναι έκδηλο στο ομηρικό επικό ύφος της συγγραφής του.
Άνοιξε τις δέλτους του και άρχισε την ανάγνωση.
Στην ιωνική διάλεκτο επικαλείται πρώτα την Μούσα Κλειώ, δίνοντας επίσημα το όνομα, την καταγωγή του, τον τίτλο και το περιεχόμενο του έργου του δηλώνοντας τον σκοπό της συγγραφής του, που αναζητά τα αίτια που οδήγησαν στην σύρραξη των δυο μεγαλύτερων λαών της εποχής, των Ελλήνων και των Περσών.
Συνεχίζει με την επίκληση της Ευτέρπης, περιγράφοντας γεωγραφικούς χώρους, θρησκείες, νόμους, γλώσσες, πολιτισμούς, ποικίλες ή περίεργες συνήθειες κατοίκων, αξιοθέατα. «Την φύσιν χώρης, τα θωμάσια, τους νόμους», όπως χαρακτηριστικά τον άκουσαν οι ακροατές του να λέει.
Στην σειρά ακολουθούν η Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη, που με την βοήθειά τους διηγείται με ζωντανή περιγραφή όσα θαυμαστά και περίεργα είδε ή έμαθε στις περιδιαβάσεις του στον κόσμο. Στην συνέχεια ιστορεί την ιωνική επανάσταση και τους περσικούς πολέμους.
Και η φωνή του ακούγεται παλλόμενη όταν ιστορεί…
«Κατά τις παραμονές της εκστρατείας του Ξέρξου, δυο επιφανείς Σπαρτιάτες πηγαίνουν εθελοντές να προσφέρουν τον εαυτό τους εξιλαστήριο θύμα για τους Πέρσες κήρυκες που οι συμπατριώτες τους είχαν γκρεμίσει στο πηγάδι. Ο Πέρσης στρατηγός Υδάρνης προτείνει οι Σπαρτιάτες να γίνουν φίλοι με τον Μεγάλο Βασιλέα. Αλλά εκείνοι απαντούν:
- Υδάρνη, η συμβουλή που μας δίνεις, δεν προέρχεται από άνθρωπο που τα έχει δοκιμάσει και τα δύο. Το ένα μας το συμβουλεύεις αφού το έχεις δοκιμάσει, το άλλο ενώ δεν το έχεις δοκιμάσει. Γιατί, το να είσαι σκλάβος το ξέρεις, την ελευθερία όμως δεν την έχεις δοκιμάσει ούτε αν είναι γλυκιά ούτε αν δεν είναι. Αν την είχες γευτεί, θα μας συμβούλευες να πολεμάμε γι΄ αυτήν, όχι μόνο με κοντάρια αλλά και με τσεκούρια!»
Κι όταν αργότερα έφτασαν μπροστά στον Μεγάλο Βασιλέα και οι δορυφόροι τους διέταξαν να προσκυνήσουν, αρνήθηκαν, γιατί «…ούτε συνηθίζουν να προσκυνούν ανθρώπους, ούτε γι΄ αυτό έχουν έλθει».
Η ανάγνωση συνεχίζεται…
«Οι Αθηναίοι έδωσαν δυο υπερήφανες απαντήσεις, την μία στον Αλέξανδρο της Μακεδονίας για να την μεταβιβάσει στον Μαρδόνιο, που τους είχε προτείνει να συνθηκολογήσουν με δελεαστικούς όρους, και την άλλη στους Σπαρτιάτες που φοβήθηκαν μήπως οι Αθηναίοι δεχθούν. Στον Αλέξανδρο είπαν: «Ξέρουμε πως οι δυνάμεις των Περσών είναι πολλαπλάσιες από τις δικές μας…όμως η λαχτάρα μας για την ελευθερία είναι τέτοια, ώστε θα πολεμήσουμε όπως μπορούμε…όσο ο ήλιος συνεχίζει την πορεία που τώρα ακολουθεί, δεν θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον Ξέρξη». Και στους Σπαρτιάτες: «Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο τόσο χρυσάφι, ούτε χώρα που να ξεπερνά την δική μας τόσο πολύ σε ομορφιά και παλικαριά, που να τα δεχθούμε και να θελήσουμε να μηδίσουμε και να υποδουλώσουμε την Ελλάδα».
Όλοι συγκινημένοι, πολλοί με δακρυσμένα μάτια και άφωνοι από θαυμασμό για την περιγραφή, ένιωθαν τον παλμό του ενθουσιασμού και της εθνικής υπερηφάνειας να τους συνεπαίρνει, γιατί ήσαν Έλληνες και όχι βάρβαροι. Ήσαν γεννημένοι πολίτες και όχι υπήκοοι. Γεννήθηκαν για να δημιουργούν μέσα από την ελευθερία, και όχι να υπακούουν στις προσταγές του οιουδήποτε «Δεσπότου». Και το επιβεβαιώνουν ακούγοντας τους «αγώνες λόγων», δηλαδή τις ζωηρές συζητήσεις των πρωταγωνιστών της «Ιστορίης» του Ηροδότου.
………..
Το δωδεκάχρονο αγόρι αποσπάστηκε από την ομήγυρη των φίλων και συγγενών του, με προσοχή και διακριτικότητα πέρασε ανάμεσα από το πλήθος φτάνοντας σχεδόν μπροστά από τον Ηρόδοτο, θέλοντας να βλέπει κατά πρόσωπο τον συγγραφέα και ακούγοντας καθαρότερα τους «λόγους» του.
Χωρίς, εν πρώτοις, ν΄ αντιλαμβάνεται το γιατί, οι λέξεις «θεός», «θείον», θεία πρήγματα», «θεία τύχη», «δαίμων», «μοίρα», «πεπρωμένο», τον ξένισαν αρκετά.
«…φίλε, ό,τι είναι να έλθει από τον θεό, είναι αδύνατον στον άνθρωπο να το αποτρέψει, και η χειρότερη πίκρα για τον άνθρωπο είναι αυτή: μολονότι σκέπτεται πολλά, ωστόσο δεν εξουσιάζει τίποτα», άκουγε το νεαρό αγόρι στην διάρκεια της ανάγνωσης και θέλησε να φέρει πολλές αντιρρήσεις. Οι διδάσκαλοί του άλλα προσπαθούσαν να του ενσπείρουν. Δυσκολευόταν να καταλάβει την άποψη του λογογράφου, που ήθελε τις ανθρώπινες πράξεις να καθορίζονται όχι τόσο από την ατομική βούληση, όσο από την θεία βουλή, που πολλές φορές παίρνει την μορφή της Μοίρας.
Και συνεχίζοντας εμφατικά: «Ο θεός συνηθίζει όλα όσα ξεχωρίζουν, να τα κολοβώνει.»
- «Θα προσπαθήσω να ξεχωρίσω αξιοπρεπώς, για να δω αν η δύναμη του θεού σου θα με κολοβώσει», σκέφτηκε ο γιος του Όλορου, μη αποδεχόμενος την θεοσέβεια του Ηρόδοτου, και προκαλώντας έτσι τον εαυτό του σε μεγαλύτερη απεξάρτηση από «εξωκόσμιες αρχές».
Το τέλος της ανάγνωσης ακολούθησαν δυνατές επευφημίες και αλαλαγμοί ενθουσιασμού. Η βράβευση του Ηροδότου με δέκα τάλαντα από τους Αθηναίους ήταν πολύ γενναιόδωρη για εκείνη την δημόσια ανάγνωση.
Όσο για τον νεαρό Θουκυδίδη, εκείνη η μέρα ήταν σημαντική. Πήρε την απόφαση να γίνει, όπως και έγινε, ο «άθεος ηρέμα», αυτός που με ορθό λόγο και αυστηρή κρίση θα ιστορούσε την ιστορία των χρόνων της εποχής του. Και αυτό, με καθαρά επιστημονικό τρόπο. Ήταν κι αυτός ένας από τους «Αθηναίους που γεννήθηκαν για να μην ησυχάζουν οι ίδιοι, κι ούτε τους άλλους ν΄ αφήνουν ήσυχους», όπως θα γράψει πολλά χρόνια αργότερα, συμπυκνώνοντας όλη την πραγματικά ελληνική υγιή νοοτροπία σε μια φράση.
Δέκα χρόνια μετά από εκείνη την βραβευμένη ανάγνωση (450π.Χ) ο Ηρόδοτος ωθούμενος από τις κοσμοπολίτικες τάσεις του, και με τις ενέργειες του Περικλή και τους Πρωταγόρα, πήρε μέρος στον αποικισμό των Θουρίων, εκείνης της πανελλήνιας αποικίας, της ιδρυμένης κοντά στα ερείπια της Συβάρεως στην Κάτω Ιταλία. Εκεί πέθανε, αφού πρόλαβε την κήρυξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, την μεγαλύτερη πληγή της Ελλάδος που αιμορραγώντας, δεν έκλεισε ποτέ.
…………….
Καλοκαίρι του 430π.Χ.
Στο λιμάνι του Πειραιά υπάρχει η συνηθισμένη κίνηση με τους εργάτες να φωνάζουν, τους εμπόρους να διαπραγματεύονται τις πραμάτειες τους, να φορτώνονται και να ξεφορτώνονται πλοία απ΄ όλο τον γνωστό κόσμο, και το δόρυ της Παλλάδος Αθηνάς να διακρίνεται από τους ναυτικούς που μένουν στα σκάφη τους αρόδου στ΄ ανοιχτά, αστραφτερό πάνω στην ακρόπολη των Αθηνών.
Η Ελλάδα, και ιδίως η νησιωτική, ουδέποτε υπήρξε αυτάρκης σε σιτηρά και τρόφιμα, γι΄ αυτό τα εισήγαγε από το εξωτερικό και ιδιαίτερα από την Αίγυπτο, την Μ. Ασία και τον Εύξεινο Πόντο.
Ένα φορτηγό πλοίο ελλιμενίζεται στο λιμάνι από την Αίγυπτο με φορτίο σίτου. Τα αυγουστιάτικα μελτέμια εμπόδισαν για λίγο την άφιξή του. Στα καπηλειά του λιμανιού κατέλυσαν οι ναυτικοί της φορτηγίδας, κατάκοποι από τα καπρίτσια των αέρηδων κατά τον πλου της Μεσογείου. Το ταξίδι δεν ήταν πολυήμερο, όμως η εμφάνιση των ναυτικών έδειχνε αρρωστημένη. Κάποιοι απ΄ αυτούς βγαίνοντας ξέρασαν κι έπεσαν μισολιπόθυμοι στην προβλήτα.
Μερικοί λιμενεργάτες κοιτούσαν περίεργα εκείνους τους μελαψούς Αιγυπτίους με τα κατακόκκινα μάτια που ζητούσαν να πιουν απεγνωσμένα νερό, και να φωνάζουν στην γλώσσα τους «καίγομαι…καίγομαι».
Τελευταίος από το «υπτίως του Αιγαίου» πλοίο βγήκε ο καπετάνιος, ένας γενειοφόρος σημαδεμένος Αιγύπτιος, που δεν έδειχνε την διάθεση να βρίσει τους «ακαμάτες κι άχρηστους» του πληρώματός του. Είχε μια έκφραση αγωνίας, που δεν μπορούσε να ερμηνευτεί από τους γνωστούς του καπεταναίους στο πειραιώτικο λιμάνι. Έβηχε κι έφτυνε συνεχώς, και το στόμα του βρωμοκοπούσε.
- Απαίσιε βάρβαρε, βρωμάς και ζέχνεις!!!», του φώναξε κι έστρεψε αλλού το πρόσωπο ο υπεύθυνος των σιταποθηκών, αναγνωρίζοντας τον ταλαιπωρημένο ναυτικό.
- Λίγο νερό δώσε μου, σιχαμένε Αλιμούντιε», ζήτησε σχεδόν ικετεύοντας ο Αιγύπτιος.
- Μόνο νερό, σκληρόπετσε μπάσταρδε;
- Και κρασί στο καπηλειό της ομορφοκάπουλης Ενιπώς», απάντησε ξέπνοα ο κουρασμένος θαλασσόλυκος, και το βεβιασμένο χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του.
………….
Είχε περάσει ο χειμώνας, ο πρώτος του μεγάλου πολέμου που αργότερα θα ονομαστεί «Πελοποννησιακός», και με την άφιξη του θέρους συμπληρώνεται ένας χρόνος από την έναρξή του.
Οι Λακεδαιμόνιοι με τον βασιλιά τους Αρχίδαμο είχαν εισβάλει στην Αττική, έκαιγαν τα χωράφια της κι ερήμωναν την ύπαιθρο. Λίγο πριν ο Περικλής, ο Άρχων των Αθηναίων, είχε συγκεντρώσει τον πληθυσμό της υπαίθρου μέσα στα τείχη της πόλεως. Το «κλεινόν άστυ» ασφυκτιά, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Όλοι το κατανοούν και συμπεριφέρονται ανάλογα.
Εκείνο τον χειμώνα οι Αθηναίοι εφαρμόζοντας το παλαιό έθιμο της πατρίδας τους, κάνουν δημόσιο ενταφιασμό των πρώτων νεκρών του πολέμου.
Εκθέτουν τα οστά των φονευμένων για τρεις μέρες μέσα σε παράπηγμα που κατασκευάζουν ειδικά για εκείνη την περίσταση, και ο καθένας προσφέρει στον δικό του νεκρό ό,τι θέλει. Όταν έρχεται η μέρα της εκφοράς, άμαξες φέρνουν λάρνακες από ξύλο κυπαρισσιού, τόσες όσες και οι φυλές που κατοικούν στην Αττική. Τα οστά κάθε νεκρού τοποθετούνται στην λάρνακα της φυλής του. Εκτός από τις δέκα λάρνακες υπάρχει και μια κλίνη νεκρικά στολισμένη για τους αγνοούμενους, για τα πτώματα εκείνων που τυχόν δεν βρέθηκαν για να ενταφιαστούν. Την εκφορά ακολουθεί όποιος από τους πολίτες θέλει, αλλά και από τους ξένους. Στον τάφο πηγαίνουν και γυναίκες συγγενείς των νεκρών που θρηνούν γι΄ αυτούς. Τους θάβουν στο «δημόσιο σήμα», στο δημόσιο νεκροταφείο, που βρίσκεται στο ωραιότερο προάστιο της πόλης, στην οδό που οδηγεί από το Δίπυλο στην Ακαδήμεια. Εκεί δεν ενταφιάστηκαν μόνον οι πεσόντες στον Μαραθώνα. Τον τάφο εκείνων τον έστησαν στο πεδίο της μάχης που έπεσαν, γιατί έκριναν εξαιρετική την ανδρεία τους.
Αφού καλύψουν τις λάρνακες με χώμα, εκφωνεί γι΄ αυτούς τον κατάλληλο εγκωμιαστικό επιτάφιο λόγο ένας άνθρωπος που τον έχει εκλέξει γι΄ αυτόν τον σκοπό η πόλη, και είναι κατά κοινή ομολογία συνετός στην σκέψη και κατέχει ανώτερο αξίωμα στην πόλη.
Και σ΄ αυτήν την περίπτωση, όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή, ο εκλεγμένος από τους πολίτες, αφού βημάτισε από το μνημείο, ανέβηκε πάνω σε ένα ψηλό βήμα επίτηδες κατασκευασμένο για ν΄ ακούγεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του συγκεντρωμένου πλήθους, και εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο. Ήταν ο Περικλής του Ξανθίππου, ο άρχων των Αθηναίων.
Ο Περικλής εκφωνεί τον «Επιτάφιο» εκθειάζοντας το πολίτευμα και την πόλη των Αθηνών, εμψυχώνοντας τους ανδρείους κατοίκους. Ο εμπνευσμένος λόγος του άρχοντα αναπτερώνει το πλήθος και δίνει ασφάλεια στους υπερήφανους Αθηναίους που η θαλασσοκρατορία τους άρχει στο Αιγαίο. Παρών και ο Θουκυδίδης, ο εύπορος Αθηναίος που ασχολείται με την «συγγραφή».
Είκοσι επτά χρόνια μετά από εκείνο τον χειμώνα, ο ιστορικός Θουκυδίδης θα ανασυντάξει τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο άρχοντας Περικλής την ημέρα της επίσημης ταφής των πρώτων νεκρών. Θυμάται καλά τι είχε πει ο άνδρας που χάρισε στην πατρίδα τόση δόξα και ακμή. Και τα ιστορεί ως φόρο τιμής στον άξιο πολιτικό που κατέστησε την Αθήνα πλήρως αυτάρκη στον πόλεμο και στην ειρήνη.
«Γιατί αυτή η πρότυπη πολιτεία συνδυάζει δημοκρατικές μαζί και αριστοκρατικές αρχές: ισότητα των πολιτών έμπροσθεν των νόμων, στα δημόσια όμως πράγματα επιλογή των αρίστων, μόνο που την αρετή την καθορίζει τώρα η προσωπική αξία και όχι η καταγωγή ή τα πλούτη.»
Έτσι είχε μιλήσει ο πολιτικός εκείνος που επί μιαν ολόκληρη γενιά κυβέρνησε την πόλη με την θέλησή της ως ο πιο άξιος πολίτης της: «εγένετο λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή.»
Είχε πολύ σωστά διευκρινίσει ότι:
«Την ιδιωτική ζωή του ο πολίτης μπορεί να την διαμορφώσει ανενόχλητα όπως θέλει, και όμως, υπάρχει υπακοή στους νόμους, προ παντός στους άγραφους, από σεβασμό όμως, όχι από τον φόβο τιμωρίας. Αντίθετα από την Σπάρτη που απαγορεύει κάθε πολυτέλεια, η Αθήνα με τις δημόσιες γιορτές, τις ιδιωτικές ανέσεις και τα αγαθά που εισάγονται απ΄ όλα τα μέρη της γης, δίνει στον πολίτη της συχνή ανάπαυλα από τους μόχθους της ζωής.
Στα πολεμικά πράγματα έχουμε από την μια την Σπάρτη με την καχυποψία της σε εγρήγορση, και την υπερβολική πειθαρχία που επιβάλλει στον πολίτη της από παιδί για να τον μεταβάλλει σε πολεμική μηχανή, και από την άλλη την Αθήνα που είναι ανοιχτή σε φίλους κι εχθρούς, αφού την υπεροχή της την στηρίζει στην αναπαλλοτρίωτη ψυχική της αντοχή.
Δεν ταλαιπωρεί τον πολίτη της, αφού εν καιρώ ειρήνης τον κρατά ελεύθερο και ξέγνοιαστο, ακριβώς για να του δώσει την δυνατότητα την ώρα του πολέμου χωρίς εξαναγκασμό, αλλά με ελεύθερη βούληση, ν΄ αντιμετωπίσει γενναία τον κίνδυνο.
Οι ιδιωτικές έγνοιες δεν καθιστούν τον πολίτη αδιάφορο για τα κοινά. Γιατί όποιος δεν συμμετέχει σ΄ αυτά θεωρείται άχρηστος.
Η Αθήνα είναι η «παίδευσις», το πρότυπο μορφωτικό κέντρο όλων των Ελλήνων. Ο κάθε πολίτης είναι ακέραιος και αυτάρκης, πρόθυμος να θυσιαστεί για την πόλη του σαν ψυχή ελεύθερη κι όχι σαν δούλος μιας αξεχώριστης μάζας. Και είναι τόση η πίστη του σ΄ αυτήν, ώστε φτάνει να την αγαπήσει σαν εραστής, με την επίγνωση πως ευτυχία σημαίνει ελευθερία, ελευθερία σημαίνει δυνατή ψυχή. Γι΄ αυτό και των νεκρών μας ο τάφος ξεχωρίζει από παντού, όχι τόσο εκεί που αναπαύονται, όσο εκεί που η δόξα τους μένει για να μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία. Γιατί των ξεχωριστών ανθρώπων τάφος είναι η γη ολόκληρη!»
Έτσι είχε γίνει ο ενταφιασμός εκείνο τον χειμώνα, και όταν πέρασε, τελείωσε ο πρώτος χρόνος του πολέμου.
……………
Είχε μπει για καλά το καλοκαίρι και οι Αθηναίοι περιδιάβαιναν την Αγορά, χωρίς οι περισσότεροι απ΄ αυτούς να παρατηρήσουν μερικούς Πειραιώτες που βρίσκονταν εκεί, έχοντας όμως μιαν άσχημη κουρασμένη όψη, έντονο βήχα και κόκκινα μάτια. Είχαν φτάσει από το λιμάνι για να επιτύχουν μια καλή τιμή πώλησης για τον σίτο που παρέλαβαν τα αφεντικά τους, με τους Αθηναίους εμπόρους.
Στο σπίτι του Αθηναίου με την θρακική καταγωγή, του Θουκυδίδη, ο υπηρέτης έφερε τα τρόφιμα της ημέρας από την αγορά του Φαλήρου. Κατέβαινε καθημερινά και μαζί με τα ψώνια έφερνε τα νέα από το άστυ των Αθηνών και από το λιμάνι του Πειραιά.
Τελευταία ο αφέντης της οικίας έγραφε συνεχώς για τον πόλεμο, όσα συνέβαιναν στα πεδία των μαχών ή τις διαβουλεύσεις, και κατέγραφε κάθε πληροφορία που άκουγε και από την αντίπαλη μεριά. Έλειπε πολύ συχνά από την Αθήνα προσπαθώντας να ενημερώνεται από πολλές πηγές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντικειμενική συγγραφή του έργου του.
Έπειτα από μια ανάλογη έξοδο, ο Θουκυδίδης επέστρεψε στο σπίτι του, στον δήμο Αλιμούντος. Έριξε το ιμάτιό του πάνω στο ανάκλιντρο του αίθριου και ζήτησε από την θεραπαινίδα να του ετοιμάσει το λουτρό και το αφέψημα από βασιλικό και μέλι που έπινε πάντα, αν τυχόν και κάποιος πονοκέφαλος τον ταλαιπωρούσε.
- Τι παράξενο σήμερα! Η Ευαρέτη και ο Περιμήδης ζήτησαν τα βοτάνια μου για τον πονόλαιμο που είχαν όλη μέρα χθες», σχολίασε η Θρακιώτισσα γριά που μεγάλωσε τον Θουκυδίδη. «Τι έκαμαν και τους τιμωρούν οι θεοί;» ρώτησε αγκαλιάζοντας τρυφερά τον «γιο» της.
- Τυχαίο θα είναι, βάβω μου, μια καλοκαιριάτικη αδιαθεσία, συμβαίνει συχνά, όπως μου είπε ο φίλος μου ο γιατρός, ο Ιπποκράτης ο Κώος, ξέρεις.»
- Λείπεις τρεις μέρες και το πρόσωπό σου είναι πλαδαρό, κόκκινο και έχει μερικές φλύκταινες. Πού ήσουν γιε μου;»
- Πέρασα από τον Πειραιά να παραλάβω το φορτίο από τα κτήματά μας στην Σκαπτή Ύλη και μετά βάδισα στην Αθήνα για ν΄ ακούσω και συμπαρασταθώ στον άρχοντα. Η Ασπασία μας παρείχε ένα θαυμαστό δείπνο και ενέπνευσε με τους ρητορικούς λόγους της τον σύντροφό της πριν την σημαντική παρουσία του στην εκκλησία του δήμου. Αχ αυτή η Μιλήσια! Τέλεια γυναίκα και άξια δασκάλα ρητορικής, ανάλογη για ταίρι του Περικλή!
- Αναπαύου τώρα. Ο βήχας σου με ανησυχεί, ο λόξιγκας και η δυσφορία σου είναι άγνωστες σε μένα. Ποτέ δεν σε έχω ξαναδεί έτσι, με τρομάζεις!», είπε η παραμάνα κι έσπρωξε μαλακά τον σαραντάρη αναθρεμμένο απ΄ αυτήν, αριστοκράτη στο δώμα του.
Τις επόμενες ημέρες το μέτωπο του άνδρα έκαιγε και ο λόγος έβγαινε βραχνός από το στόμα του.
«Απόλλωνά μου…η αρρώστια!!!» αναφώνησε τρομοκρατημένη η γριά παραμάνα, που μπαινόβγαινε σε πολλά σπίτια της γειτονιάς της. Ο γείτονας με τον παραγιό του αρρώστησαν ξαφνικά. Και ήσαν τόσο δυνατοί! Ποτέ δεν ρώτησαν τον ασκληπιάδη (γιατρό) για κάτι που τους ενοχλούσε. Χθες όμως, οι μέχρι χθες ροδομάγουλοι και τροφαντοί εκείνοι λιμενεργάτες που έμεναν κοντά, έδειχναν και ήσαν άρρωστοι. Είχαν διάρροια, βήχα και ακατάσχετους εμετούς. Στο λιμάνι πάρα πολλοί αρρώστησαν και μερικοί απ΄ αυτούς πέθαναν με την δίψα και την αγωνία ν΄ αφήνουν τις τελευταίες τους λέξεις να το δηλώσουν.
Ήταν η αρχή που το μαύρο σύννεφο του λοιμού άρχισε να σκιάζει, ή μάλλον να σκοτεινιάζει τον ουρανό του Πειραιά και της Αθήνας. Η πανώλη άπλωνε τα θανατερά φτερά της πάνω από την ωραιότερη πόλη της Ελλάδας και το σημαντικότερο λιμάνι της. Οι φήμες οργίαζαν και η δεισιδαιμονία κέρδιζε έδαφος στον όχλο του λιμανιού και στους συγκεντρωμένους επαρχιώτες του άστεως.
- Το Μαντείο των Δελφών είχε πει στους Λακεδαιμόνιους πως θα νικήσουν, και πως ο Πύθιος θεός θα τους βοηθήσει ακόμη κι αν δεν τον καλέσουν!!!
- Θυμηθείτε το άσμα που έλεγαν οι γεροντότεροι, πως «θα έλθει δωρικός πόλεμος και μαζί μ΄ αυτόν λοιμός»!!!
Αυτά και άλλα πολλά μετέφερε σαν πληροφορίες η γριά βάβω στον Θουκυδίδη.
- Αν ήσαν διαφορετικά τα πράγματα, αν για παράδειγμα είχαμε σιτοδεία, ο όχλος θα τραγουδούσε για λιμό (πείνα) και όχι για λοιμό (επιδημία). Τυχαίο είναι. Οι άνθρωποι άγονται και φέρονται από την απαιδευσιά τους. Δεν λαμβάνουν υπ΄ όψιν τους το τυχαίο. Καημένοι δεισιδαίμονες!», σχολίασε κρατώντας την κοιλιακή του χώρα από πόνο ο δεσπότης του οίκου.
- Όμως ο χρησμός που δόθηκε στους Σπαρτιάτες, έλεγε…»
- Μην συνεχίζεις άλλο! Δεν είναι όλοι εξαρτώμενοι από τις συμβουλές των μαντείων! Γνωρίζουμε πολύ καλά τον ρόλο τους!
- Σωστά τα λες φίλε μου», συμπλήρωσε ο Κίμων, ο αγαπημένος συγγενής του Θουκυδίδη, που εκείνη την ώρα έμπαινε στο σπίτι και άκουσε το σχόλιο της κυρά Θάλειας.
- Κίμων, οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για ό,τι πράττουν. Οι θεοί δεν ευθύνονται για τα ανθρώπινα. Ο άνθρωπος πορεύεται με τις δικές του δυνάμεις σε εγρήγορση. Στην ιστορία πάντα συμβαίνει κάτι που απαιτεί την αντίδραση και την σπουδή του ανθρώπου. Μέσα στη δύνη του πολέμου, στη συμφορά και στον θάνατο, μόνον οι ισχυροί μπορούν να αντιδράσουν. Οι ανήμποροι μένουν άβουλοι, έρμαια της τύχης τους. Μιας τύχης που δεν την ελέγχουν οι άνθρωποι, παρά μόνο αν είναι προικισμένοι με καρτερία και δύναμη, ικανοί για δράση και αντίδραση.»
- Και μιας και μιλάμε για αντίδραση, ας θυμηθούμε τον Θεμιστοκλή όταν αναγκάστηκε, αφού δεν μπορούσε να πείσει τον λαό με λογικά επιχειρήματα, παρουσίασε θεϊκά σημεία και μαντείες από τους Δελφούς.
- Ναι Κίμων, έστειλε θεωρούς στο μαντείο να ζητήσουν χρησμό από τον Απόλλωνα. Και η αχρειότητα του ιερατείου κατέληξε σε τόσο αντεθνική στάση, που ενώ οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν την εισβολή των Περσών στην πόλη, πήραν εκείνο τον φρικιαστικό και κατάπτυστο χρησμό, που τους παρότρυνε να εγκαταλείψουν την πατρίδα γιατί τους ανέμενε μεγάλη καταστροφή!
- Θυμάμαι καλά πώς το έλεγε:
«Άμοιροι, τι περιμένετε;
Φύγετε από την πατρίδα σας και πηγαίνετε στα έσχατα της γης…
Όλα τα γκρεμίζει η φωτιά και ο τρομερός Άρης
πάνω στο περσικό άρμα. Πολλά οχυρώματα θα καταστρέψει
και όχι μόνο το δικό σας» (Ηροδ. Ζ΄140)
- Δεν έγινε όμως έτσι! Οι Αθηναίοι έμειναν και ναυμάχησαν στην Σαλαμίνα και νίκησαν!
- Και βέβαια έμειναν και νίκησαν! Γιατί ο Θεμιστοκλής τράβηξε τα αυτιά του ξεπουλημένου ιερατείου που είχε μηδίσει. Του ιερατείου που είχε θεό όχι τον Απόλλωνα αλλά τον χρυσό, και πήρε τον «χρησμό» που ήθελε. Έτσι έπεισε για την ερμηνεία του τον λαό, δίνοντας στην Ελλάδα την επιφανέστερη νίκη κατά των βαρβάρων!
- Ήταν όμως ο Θεμιστοκλής, που η προσωπικότητά του επικύρωνε την δύναμη της μεγαλοφυΐας, ο πλέον θαυμαστός από οιονδήποτε άλλον στην σύνεση. Γιατί μόνο με την έμφυτη σύνεσή του, χωρίς να πληροφορηθεί κάτι προηγουμένως ή εκ των υστέρων, σχημάτιζε άριστη γνώμη με ελάχιστη σκέψη για τα κάθε φορά παρουσιαζόμενα ζητήματα. Για την έκβαση των μελλοντικών πραγμάτων έκανε άριστες προβλέψεις, αφού βρισκόταν πλησιέστερα προς αυτά. Είχε την ικανότητα να δίνει λεπτομερείς εξηγήσεις για όσα κάθε φορά ισχυριζόταν, και για όσα δεν είχε ασχοληθεί καθόλου είχε επίσης την ικανότητα να κρίνει ορθά. Προέβλεπε καλύτερα από κάθε άλλον το όφελος όσο και την ζημιά, ακόμη κι αν τα πράγματα δεν ήσαν φανερά. Και γενικά κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει πως, με την δύναμη της ευφυΐας του και με ελάχιστη μελέτη, εκείνος υπήρξε άριστος στο να βρίσκει εκ του προχείρου τι έπρεπε να γίνει για κάθε ζήτημα. (Θουκυδίδου Ιστορίαι Α΄138)
- Καταλαβαίνουμε λοιπόν, γιατί ο Θεμιστοκλής τράβηξε τα μαλλιά της Πυθίας και τα γένια των ιερέων του δελφικού μαντείου, και τους εξανάγκασε να μιλήσουν για «ξύλινα τείχη».
- Ναι, γιατί είχε την υποχρέωση, μα διέθετε και τον ανδρισμό να σώσει την πατρίδα του, ακόμη κι αν χρειάστηκε να «γρονθοκοπηθεί» με τους αργυρώνητους δελφικούς ιερείς. Εμείς οι ίδιοι είμαστε τα μαντεία και οι Απόλλωνες, Κίμων! Το είπε και ο Δημόκριτος: «Η τύχη είναι το είδωλο το οποίο οι άνθρωποι έπλασαν για να δικαιολογήσουν την διανοητική τους ικανότητα. Είναι γεγονός ότι η τύχη έρχεται σπανίως σε σύγκρουση με την σύνεση. Στις περισσότερες υποθέσεις της ζωής ευφυής νους μπορεί να επιδείξει οξυδέρκεια με επιτυχία.»
- Αρκετά σε κούρασα με την συνομιλία μας. Βλέπω την κατάστασή σου και ανησυχώ, Θουκυδίδη. Πρόσεχε σε παρακαλώ. Θα ξαναπεράσω να σε δω. Εύχομαι τα ματζούνια της κυρά Θάλειας να βοηθήσουν, αφού τίποτα άλλο δεν μπορεί να πολεμήσει αυτή την άγνωστη νόσο.
- Στο καλό Κίμων. Πρόσεχε κι εσύ τον εαυτό σου.
Οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση της υγείας του συνεχώς επιδεινωνόταν. Ο ισχυρός βήχας και οι σπασμοί τον κρατούσαν άυπνο, η δίψα τον βασάνιζε, οι εξελκώσεις επεκτείνονταν στο σώμα του, και το κάψιμο που ένιωθε εσωτερικά τον έκαναν να μην ανέχεται ούτε ένα λεπτό σεντόνι πάνω του.
Η γριά παραμάνα ξενυχτούσε στην προσπάθειά της να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει, και ο φίλος του γιατρός, ο Φιλήμων, να παρίσταται ανήμπορος μπροστά στην άγνωστη επιδημία.
Η νόσος τον βασάνισε αρκετά, μα κάποια μέρα άρχισε να υποχωρεί χωρίς αιτία και ο ασθενής να συνέρχεται. Όταν ανάρρωσε αρκετά, μπόρεσε με νηφαλιότητα ν΄ ακούσει τι συνέβαινε έξω από την οικία του και ν΄ αποφασίσει ν΄ αξιολογήσει την κατάσταση που επικρατούσε, βγαίνοντας και βλέποντας ο ίδιος, χωρίς τον παραμυθητικό φακό της προκατάληψης και της άγνοιας των υπηρετών του.
Το καλοκαίρι παρέδιδε την σκυτάλη στο φθινόπωρο με τους υγρούς νοτιάδες να κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Είχε μπει ο Βοηδρομιών (σελήνη Σεπτεμβρίου) και ο Θουκυδίδης αναχώρησε από το σπίτι για την επιτόπια έρευνά του. Θα επέστρεφε μετά από μέρες, για να καταγράψει όσα είδε με αντικειμενικότητα και γνώση. Μόνο που δεν φαντάστηκε, όταν έκλεινε πίσω του η πόρτα του σπιτιού αναχωρώντας, την τραγικότητα της κατάστασης.
Πράγματι, επιστρέφοντας, πήρε την γραφίδα και άρχισε να ιστορεί:
«Θα αναφέρω την πορεία και τα συμπτώματα του νοσήματος, ώστε αν εμφανιστεί εκ νέου, να το γνωρίζει ο καθένας εκ των προτέρων και να μην αγνοεί ότι και τότε θα πρόκειται για το ίδιο νόσημα. Είμαι είς θέσιν να το κάνω, διότι και ο ίδιος προσβλήθηκα και άλλους πάσχοντες είδα με τα μάτια μου.»
Η ευρεία παιδεία, η καλλιέργεια και οι γνώσεις ιατρικής που είχε λάβει, τον έκαναν να περιγράψει με μοναδική ακρίβεια την κυριότερη αιτία της πτώσεως των Αθηνών, αυτήν του λοιμού, που διήρκεσε περίπου δυο χρόνια, αποδεκατίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του μάχιμου, και όχι μόνον, πληθυσμού.
«Λίγες μέρες μετά την εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Αττική, άρχισε να εμφανίζεται μεταξύ των Αθηναίων η νόσος, που προηγουμένως είχε ενσκήψει σε πολλούς τόπους, τόσο μεγάλη όμως φθορά σε ανθρώπους σε κανένα άλλο μέρος δεν αναφέρθηκε ότι έγινε. Γιατί, ούτε οι γιατροί επαρκούσαν προσπαθώντας να θεραπεύσουν μιαν άγνωστη σε αυτούς αρρώστια, αλλά και οι ίδιοι πέθαιναν συχνότερα από τους άλλους, επειδή πλησίαζαν περισσότερο τους ασθενείς.
Οι παρακλήσεις που έκαναν οι άνθρωποι στα ιερά των θεών, οι χρησμοί, και όλα όσα παρόμοια μεταχειρίστηκαν, όλα αποδείχθηκαν ανωφελή. Στο τέλος, έπαψαν να καταφεύγουν σ΄ αυτά υποκύπτοντας στην συμφορά.
Η νόσος εμφανίστηκε, όπως λένε, πρώτα στην Αιθιοπία, έπειτα στην Αίγυπτο, στην Λιβύη, και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας του βασιλέως των Περσών. Στην πόλη των Αθηναίων ενέσκηψε ξαφνικά και πρόσβαλε πρώτα τους ανθρώπους στον Πειραιά.
Την χρονιά εκείνη, όπως όλοι παραδέχονται, συνέβη να είναι απ΄ όλα τα χρόνια η πλέον απαλλαγμένη από άλλες αρρώστιες. Ακόμη κι αν κανείς αρρώσταινε από κάποια άλλη νόσο, τελικά όλα τα νοσήματα έπαιρναν την μορφή της νέας επιδημίας. Τους άλλους, χωρίς να προηγηθεί καμιά αφορμή, ξαφνικά, ενώ ήσαν υγιείς, τους κατελάμβανε πρώτα ισχυρός πυρετός της κεφαλής, παρουσιάζονταν κοκκινίλες και φλόγωση των ματιών, και εσωτερικά, δηλαδή ο φάρυγγας και η γλώσσα, γίνονταν αμέσως αιματώδη και έβγαζαν μιαν ασυνήθιστη δυσωδία. Μετά απ΄ αυτά επερχόταν φτάρνισμα και βραχνάδα, και εντός ολίγου κατέβαινε στο στήθος ο πόνος συνοδευόμενος από ισχυρό βήχα. Όταν προσέβαλε το στομάχι, το ανέστρεφε με εμετούς χολής όλων των ειδών και με μεγάλη ταλαιπωρία. Οι περισσότεροι καταλαμβάνονταν από λόξυγκα χωρίς εμετό, προκαλούσαν όμως ισχυρό σπασμό που έπαυε μετά από λίγο. Και εξωτερικά μεν το σώμα ούτε πολύ θερμό φαινόταν όταν κανείς το άγγιζε, ούτε ήταν πολύ ωχρό, αλλά κάπως κόκκινο, πλαδαρό και έφερε ως εξανθήματα μικρές φλύκταινες και έλκη. Το εσωτερικό όμως του σώματος έκαιγε τόσο πολύ, που οι ασθενείς δεν ανέχονταν ούτε τα λεπτότερα ενδύματα, αλλά μόνον γυμνοί μπορούσαν να μένουν, και πολύ ευχαρίστως θα έπεφταν μέσα σε κρύο νερό. Πολλοί μάλιστα, όταν δεν τους έβλεπε κάποιος, το έκαναν πράγματι, πέφτοντας σε φρέατα εξ αιτίας της διαρκούς δίψας τους. Το νερό όμως που έπιναν οι ασθενείς είτε πολύ είτε λίγο, έφερνε το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή, δεν τους ανακούφιζε. Σε όλη την διάρκεια της νόσου οι ασθενείς βασανίζονταν χωρίς να μπορούν να ησυχάσουν ή να κοιμηθούν.
Το σώμα, όσο χρόνο η νόσος βρισκόταν στην ακμή της, δεν εξαντλούταν, αλλά άντεχε στην κακουχία, ώστε ή πέθαιναν οι περισσότεροι την ένατη ή και την έβδομη μέρα διατηρώντας ακόμη την δύναμή τους, ή όσοι τυχόν γλίτωναν, πέθαιναν οι περισσότεροι από αδυναμία, εφ΄ όσον το νόσημα κατέβαινε στην κοιλιά εντός της οποίας παρουσιαζόταν ισχυρή εξέλκωση και επίμονη διάρροια.
Αν κάποιος διέφευγε τους μέγιστους κινδύνους, παρέμεναν εν τούτοις τα συμπτώματα της νόσου στα άκρα του, προσβάλλοντας τα γεννητικά όργανα και τις άκρες των χεριών και ποδιών, με αποτέλεσμα πολλοί να χάνουν τα μέλη αυτά διαφεύγοντας τον θάνατο, αν και μερικοί έχαναν και τα μάτια τους. Άλλοι πάλι, καταλαμβάνονταν από γενική αμνησία μόλις περνούσε η νόσος, και δεν αναγνώριζαν πια ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους συγγενείς τους.
Η νόσος με την μορφή που εμφανίστηκε, υπήρξε ανώτερη κάθε περιγραφής και πρόσβαλε τα θύματά της σκληρότερα απ΄ όσο αντέχει ο ανθρώπινος οργανισμός. Τα πτηνά και τα τετράποδα, όσα τρώνε ανθρώπινα πτώματα, ή δεν πλησίαζαν τα πολυάριθμα άταφα σώματα, ή αν έτρωγαν, μολύνονταν και πέθαιναν. Απόδειξη αυτού υπήρξε η φανερή εξαφάνιση των πτηνών αυτών, οι δε σκύλοι αποδεικνύουν το πράγμα καλύτερα, επειδή ζουν με τους ανθρώπους.
Όσοι προσβλήθηκαν από τη νόσο, πέθαναν. Κανένα απολύτως μέσον θεραπείας δεν υπήρξε τόσο αποτελεσματικό, ώστε όταν προσφερόταν να ωφελήσει, γιατί, ό,τι ωφελούσε τον έναν, το ίδιο έβλαπτε τον άλλον. Η κράση του σώματος του ασθενούς δεν έπαιζε κανένα ρόλο αν ήταν ισχυρή ή αδύναμη, και το νόσημα καταλάμβανε όλους τους οργανισμούς, ακόμη και των ανθρώπων που εφάρμοζαν αυστηρότατη δίαιτα.
Το φοβερότερο όμως όλης αυτής της συμφοράς ήταν η απογοήτευση που καταλάμβανε όποιον καταλάβαινε ότι προσβλήθηκε από τη νόσο, γιατί αμέσως όλοι σχημάτιζαν την ιδέα ότι δεν είχαν καμιά ελπίδα σωτηρίας, και γι΄ αυτό δεν έκαναν τίποτα για να σωθούν, και αφ΄ ετέρου, το γεγονός ότι μολύνονταν ο ένας από τον άλλον που περιποιόταν, και πέθαιναν όπως τα πρόβατα. Γιατί, αν οι υγιείς, από φόβο δεν ήθελαν να πλησιάσουν τους ασθενείς, εκείνοι πέθαιναν εγκαταλελειμμένοι και πολλά σπίτια ερημώθηκαν επειδή κανείς δεν παρουσιαζόταν για να βοηθήσει τους ασθενείς. Αν δε πλησίαζαν, μολύνονταν και πέθαιναν, και περισσότερο όσοι θέλησαν να δείξουν κάπως ευγενική συμπεριφορά και από ντροπή αδιαφορώντας για την ζωή τους, έμπαιναν στα σπίτια των φίλων τους. Στο τέλος, είχε καταντήσει, ώστε οι οικείοι να μην θρηνούν τους δικούς τους νεκρούς, αφού τους είχε καταβάλει αυτή η μέγιστη συμφορά.
Αντίθετα, όσοι από εκείνους που προσβλήθηκαν και διέφυγαν τον θάνατο, έδειχναν οίκτο για τους νεκρούς και τους πάσχοντες επειδή είχαν πείρα. Άλλωστε, δεν είχαν πια φόβο, γιατί η νόσος δεν προσέβαλε για δεύτερη φορά τον ίδιο άνθρωπο, τουλάχιστον με την θανατερή της μορφή. Και θεωρούνταν ευτυχείς από τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι, λόγω της μεγάλης χαράς που τους κατείχε εκείνη τη στιγμή, είχαν μιαν αμυδρή ελπίδα ότι και στο μέλλον ίσως ποτέ δεν θα πέθαιναν, ούτε από οποιαδήποτε άλλη αρρώστια.
Πολλοί από τους πεθαμένους κείτονταν ο ένας πάνω στον άλλο, πολλοί κυλιόντουσαν στους δρόμους γύρω από τις κρήνες λόγω της δίψας τους. Οι ναοί, στους οποίους είχαν εγκατασταθεί οι κάτοικοι της υπαίθρου που συγκεντρώθηκαν στο άστυ, ήσαν γεμάτοι πτώματα, γιατί οι άνθρωποι πιεζόμενοι υπερβολικά από τη συμφορά, δεν είχαν τι να κάνουν και τράπηκαν σε γενική παραμέληση των ιερών και των οσίων. Παραβιάστηκαν ακόμα και όλα τα έθιμα που αφορούσαν στην ταφή, και ο καθένας έθαπτε τον νεκρό του όπως μπορούσε. Πολλοί μάλιστα, που δεν είχαν τα αναγκαία μέσα επειδή προηγήθηκε η ταφή πολλών άλλων δικών τους, κατέφευγαν σε επαίσχυντα μέσα ταφής. Έτρεχαν σε ξένες πυρές και αφού προλάβαιναν εκείνους που είχαν συγκεντρώσει τα ξύλα, απέθεταν τους δικούς τους νεκρούς και άναβαν την πυρά. Άλλοι, όσο χρόνο καιγόταν ο νεκρός, έριχναν και τον δικό τους νεκρό επάνω και έφευγαν αμέσως.
Η νόσος υπήρξε ως προς τα άλλα η πρώτη αφορμή μεγαλύτερης παρανομίας στην πόλη. Γιατί, τώρα ευκολότερα τολμούσε κανείς να κάνει όσα προηγουμένως ήθελε για την ευχαρίστησή του και τα έκρυβε. Αφού έβλεπαν ότι η κατάσταση συνεχώς μεταβαλλόταν και μερικοί πλούσιοι πέθαιναν αιφνίδια, τους έπαιρναν τις περιουσίες. Έτσι όλοι σκέπτονταν ότι έπρεπε να κυνηγούν τις άμεσες απολαύσεις και τέρψεις, θεωρώντας εφήμερα και τα σώματα και τις περιουσίες. Και κανείς δεν ήταν πρόθυμος να κοπιάσει για το καλό, γιατί πίστευαν ότι ήταν άχρηστο να το επιτύχει αφού θα πεθάνει. Μόνο εκείνο που παρείχε άμεση ευχαρίστηση κατάντησε να θεωρείται καλό και χρήσιμο.
Τον λαό δεν συγκρατούσε κανένας φόβος θεών ή νόμος των ανθρώπων, γιατί πίστευαν ότι μεταξύ ευσεβών και ασεβών καμία διαφορά δεν υπάρχει, εφ΄ όσον όλοι αδιακρίτως πέθαιναν, και γιατί κανείς δεν ανέμενε να ζήσει μέχρι να δικαστεί και τιμωρηθεί για την παρανομία του. Πολύ μεγαλύτερη ποινή θεωρούσαν αυτήν που είχε ήδη αποφασιστεί και κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους, την αρρώστια, και έκριναν ότι ήταν φυσικό ν΄ απολαύσουν κάπως την ζωή, πριν εκτελεστεί αυτή η ποινή.
Αυτά σχετικά με την επιδημία.» (Α΄49,50)
…………
Άφησε την γραφίδα αδύναμος ακόμη. Είχε αναρρώσει εξ ολοκλήρου, όμως οι δυνάμεις του ήσαν μετρημένες. Θα διέκοπτε για λίγο την συγγραφή του έργου περιμένοντας τον Ιπποκράτη που βρισκόταν τις ημέρες εκείνες στην Αθήνα, για να βοηθήσει στην καταπολέμηση της νόσου.
- Χαίρε Θουκυδίδη, ταχύτατε στην σκέψη.
- Χαίρε Ιπποκράτη, μεγάλε ασκληπιάδη.
- Ενθουσιάζομαι όταν σε βλέπω να επιτελείς το σημαντικό έργο σου. Πρέπει να καταγραφούν όλα τα στοιχεία που συνέλεξες. Είναι αναγκαίο οι άνθρωποι των μελλοντικών γενεών να μάθουν την αλήθεια και να διδαχθούν απ΄ αυτήν, με αντικειμενικό κι επιστημονικό τρόπο.
- Αυτό προσπαθώ φίλε μου, και μάλιστα χρησιμοποιώ την δική σου μέθοδο, ως ερευνητής που θεωρούμαι. Από την σπουδή των επί μέρους συγκεκριμένων πραγμάτων, στην κατανόηση των γενικότερων σχέσεών τους, επομένως στην προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας, αυτής που υπηρετώ με πάθος και δεν απομακρύνομαι ποτέ. Ευελπιστώ μόνο να προλάβω να ολοκληρώσω το έργο μου.
- Μην λησμονείς πως, η ιστορική γνώση και αλήθεια, ανήκουν στους ζωντανούς ανθρώπους. Σ΄ αυτούς που δρουν και προσπαθούν, σ΄ αυτούς που διαφυλάττουν και τιμούν κάτι. Προ πάντων σ΄ εκείνους που αγωνίζονται έναν μεγάλο αγώνα, που χρειάζονται πρότυπα, δασκάλους, και δεν μπορούν να τους βρουν ανάμεσα στους δικούς τους και στο παρόν.
- Για όλους αυτούς γράφω, για τους ανθρώπους των επερχόμενων γενεών, για να διδαχθούν από τα δικά μας λάθη και να μην τα επαναλάβουν. «Το πάθημα μάθημα», όπως λέει ο Σοφοκλής.
- Είμαι σίγουρος ότι αξίζει η προσπάθειά σου. Πρέπει να διδαχθούν οι άνθρωποι να φυλάγονται από τους Κλέωνες, τους Αλκιβιάδηδες που καθιστούν την δημοκρατία ευάλωτη, και να ενθαρρύνουν όσο και εμπιστεύονται τους Διόδοτους και τους Περικλείς της δημόσιας ζωής.
…………….
Είναι το εικοστό πρώτο έτος του πολέμου. Ενός πολέμου που χαρακτηρίστηκε ως το τραγικότερο πολεμικό δράμα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, πλέον αξιόλογος του Τρωικού και Περσικού, που με δυο ναυμαχίες και δυο πεζομαχίες έφερε γρήγορα την κρίση.
Και η γραφίδα του επιστήμονα ιστορικού θα καταγράψει:
«Σκληρή μορφή πήρε ο εμφύλιος πόλεμος, και φάνηκε ακόμη σκληρότερος γιατί ήταν ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος που έγινε μεταξύ των Ελλήνων, αφού αργότερα ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα περιήλθε σε εμφυλίους πολέμους λόγω των κομματικών διαφορών, ώστε σε κάθε πόλη οι αρχηγοί των δημοκρατικών να καλούν σε βοήθεια τους Αθηναίους, και των ολιγαρχικών τους Λακεδαιμόνιους.
Και λόγω των εμφυλίων πολέμων επήλθαν στις πόλεις πολλές και μεγάλες συμφορές, πράγμα που γίνεται και θα γίνεται πάντοτε, όσον η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια. Διότι σε καιρό ειρήνης και καλής πολιτικής κατάστασης οι πόλεις και οι άνθρωποι έχουν καλύτερες διαθέσεις, επειδή δεν αναγκάζονται να ενεργήσουν παρά την θέλησή τους. Ο πόλεμος όμως, που εξαφανίζει σιγά-σιγά κάθε ευκολία της καθημερινής ζωής, διδάσκει και επιβάλλει την βία και εξομοιώνει την ψυχική διάθεση των ανθρώπων προς την επικρατούσα την στιγμή εκείνη πολεμική κατάσταση.
Έγιναν λοιπόν εμφύλιοι πόλεμοι στις πόλεις και όπου καθυστέρησαν να εκραγούν, εκεί, κατά τη γνώμη μου, λόγω της πείρας που είχαν αποκτήσει από προηγούμενους εμφυλίους πολέμους, έγιναν εφευρετικότεροι και τελειοποίησαν τους τρόπους επιθέσεως κατά των αντιπάλων, και τις επιβαλλόμενες παράδοξες τιμωρίες.
Οι άνθρωποι άλλαξαν την συνηθισμένη σημασία των λέξεων και τους έδωσαν όχι την πραγματική, αλλά την κατά την γνώμη τους συμφέρουσα. Η αλόγιστη τόλμη λ.χ. θεωρήθηκε ανδρεία υπέρ των ομοϊδεατών, ενώ η προβλεπτική διστακτικότητα θεωρήθηκε εύσχημη δειλία. Η σωφροσύνη θεωρήθηκε πρόσχημα ανανδρίας, και η σύνεση για το κάθε τι θεωρήθηκε τέλεια αδράνεια. Η μανιώδης ορμητικότητα προστέθηκε στα προσόντα πραγματικού ανδρός, ενώ η επανεξέταση ληφθείσας αποφάσεως για την ασφαλέστερη επιτυχία της, θεωρήθηκε ως εύσχημη πρόφαση υπεκφυγής. Όποιος φαινόταν σκληρός κατά των εχθρών του ήταν άξιος εμπιστοσύνης, ενώ όποιος πρόβαλλε αντιρρήσεις θεωρούνταν ύποπτος. Όποιος μηχανευόταν μιαν επιβουλή και την επιτύχαινε θεωρούνταν έξυπνος, και όποιος την προέβλεπε και την ματαίωνε, θεωρούνταν ακόμη εξυπνότερος. Αλλά, όποιος είχε πάρει τα μέτρα του ώστε να μην του χρειαστεί ούτε αυτός να κάνει επιβουλή εναντίον άλλου, ούτε να ματαιώσει επιβουλή άλλου εναντίον του, αυτός θεωρούνταν διαλυτικό στοιχείο και τρομοκρατημένος από τους εχθρούς του. Και γενικώς, θεωρούνταν αξιέπαινος όποιος προλάβαινε άλλον που επρόκειτο να του κάνει κακό, και όποιος παρακινούσε άλλον να κάνει κακό που δεν είχε υπ΄ όψιν του να κάνει.
Αλλά και η συγγένεια θεωρούνταν κατώτερος δεσμός εν συγκρίσει προς τον κομματικό, επειδή καθένας ήταν προθυμότερος να τολμήσει οτιδήποτε και απροφάσιστα υπέρ των ομοφρόνων του. Γιατί αυτές οι κομματικές ενώσεις δεν δημιουργούνται βάσει των νόμων προς αλληλοβοήθεια των μελών, αλλά πέρα από τους ισχύοντες νόμους, για την επιδίωξη αθέμιτων κερδών.
Την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την στήριζαν στον θείο νόμο και στους όρκους, αλλά στην κοινή παρανομία. Όσα σωστά έλεγαν οι αντίπαλοί τους τα παραδέχονταν, όχι από γενναιοφροσύνη αν ήσαν ισχυρότεροι, αλλά με διάφορες προφυλάξεις που έπαιρναν απέναντί τους. Καθένας θεωρούσε προτιμότερο να εκδικηθεί κάποιον, παρά να πάθει ο ίδιος προηγουμένως κακό. Αιτία όλων αυτών ήταν η εξουσία που την ήθελαν λόγω πλεονεξίας και της φιλοδοξίας τους. Από την τάση αυτή και από την αυξανόμενη φιλονικία τους προήλθε και η προθυμία τους για εξουσία. Γιατί οι αρχηγοί κομμάτων στις διάφορες πόλεις πρόβαλαν ο καθένας τους ως πρόσχημα τις ωραίες ιδέες που ήθελαν να πραγματοποιήσουν. Οι αρχηγοί των δημοκρατικών πρόβαλαν την ισονομία και την πολιτική ελευθερία του λαού, ενώ οι ολιγαρχικοί την συνετή διακυβέρνηση των αρίστων.
Έτσι μόνο με λόγια φρόντιζαν για τα κοινά, στην πραγματικότητα όμως θεωρούσαν τα κοινά ως βραβεία για τον νικητή. Γι΄ αυτό, αγωνιζόμενοι με κάθε τρόπο να επικρατήσει ο ένας εις βάρος του άλλου, έφτασαν στο σημείο να κάνουν φοβερότερα εγκλήματα και αντεκδικήσεις ακόμη μεγαλύτερες, και δεν τα περιόρισαν αυτά μέχρι του σημείου που θεωρούσαν ότι ήσαν δίκαια και συμφέροντα στην πόλη, αλλά και οι δύο έθεταν ως όριο το σημείο που κάθε φορά έφτανε η ευχαρίστηση της αντεκδίκησης, και καταδικάζοντας άδικα τους αντιπάλους τους ή υποτάσσοντάς τους με την βία, ήσαν πρόθυμοι να χορτάσουν το στιγμιαίο πάθος τους με τρομερές ποινές.
Οι μετριοπαθείς πολίτες που δεν ανήκαν σε καμία πολιτική παράταξη, εξολοθρεύονταν και από τις δυο, είτε γιατί δεν βοηθούσαν, είτε γιατί τους φθονούσαν επειδή ζούσαν ήσυχα και μακριά από τους κινδύνους.
Έτσι, λόγω των εμφυλίων πολέμων σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο επικράτησε κάθε είδος κακοτροπίας, και οι άνθρωποι με καλό χαρακτήρα, όπως είναι οι περισσότεροι που έχουν ευγενικά φρονήματα, εξευτελίστηκαν και εξαφανίστηκαν, ενώ αντιθέτως, μεγάλη ανάπτυξη πήρε η διαρκής αντίθεση γνωμών και η αμοιβαία δυσπιστία. Γιατί ούτε ο όρκος που δινόταν κρατούνταν ώστε να προσφέρει την συμφιλίωση, ούτε όρκος που να προκαλεί φόβο αν τον παρέβαιναν, αλλά όσοι γενικά έχοντας υπ΄ όψιν τους ότι δεν θα επικρατούσαν οι συμφωνίες και οι όρκοι και δεν είχαν καμία ελπίδα για να στηριχθούν πάνω τους, προσπαθούσαν να πάρουν προφυλάξεις για να μην πάθουν κακό, από το να δείξουν εμπιστοσύνη σ΄ αυτά.
Και ως επί το πλείστον, επικρατούσαν οι περισσότερο αμόρφωτοι. Γιατί έχοντας επίγνωση της δικής τους κατωτερότητας και της υπεροχής των αντιπάλων τους, φοβούνταν μήπως στις συζητήσεις νικηθούν και μήπως πέσουν θύματα της επιβουλής των αντιπάλων λόγω της μεγάλης οξυδέρκειας εκείνων, και γι΄ αυτό με μεγάλη τόλμη προχωρούσαν στην εκτέλεση των σκοπών τους. Οι μορφωμένοι, επειδή τους περιφρονούσαν νομίζοντας ότι θα καταλάβουν κάθε σχεδιαζόμενη πράξη τους και δεν θα υπήρχε ανάγκη να χρησιμοποιήσουν βία για να πάρουν κάτι που θα μπορούσαν να το πάρουν με την οξυδέρκειά τους, δεν έπαιρναν προφυλάξεις και έτσι εξολοθρεύονταν.» (Α΄83)
Έτσι κατέγραψε ο κάλαμος του Θουκυδίδη αντικειμενικά και αυστηρά, κρίνοντας τις καταστάσεις που δημιουργούσε η χαοτική συμπεριφορά στον πόλεμο.
…………….
«Ιεροσυλία!!!! Ιεροσυλία!!!» κραύγαζαν με οργή και αγανάκτηση οι Αθηναίοι αντικρίζοντας τις ακρωτηριασμένες ερμαϊκές στήλες στην πόλη εκείνο το μαγιάτικο πρωινό του 415π.Χ
«Κακός οιωνός για την εκστρατεία!», σχολίαζαν εκδηλώνοντας την δεισιδαιμονία τους πολλοί.
«Πρέπει να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι ερμοκοπίδες», απαιτούσε ο λαός από τους άρχοντες.
«Ο Αλκιβιάδης πρέπει να είναι και αυτός αναμεμειγμένος. Θυμηθείτε πως παρωδούσε τα Ελευσίνια Μυστήρια μέσα στην οικία του μαζί με τον λογογράφο Ανδοκίδη και τον Ευφίλητο! Και τώρα είναι στρατηγός της εκστρατείας! Είναι ένας έκλυτος και ιερόσυλος άνδρας!», αποφαίνονταν αρκετοί από τους πολίτες για τον έναν από τους τρεις στρατηγούς της εξόρμησης των Αθηναίων προς την Δύση.
Πράγματι, οι άρχοντες Πείσανδρος και Κλεώνυμος πρότειναν με ψήφισμα να δοθούν «μεγάλα μήνυτρα», δηλαδή μεγάλες αμοιβές στους καταδότες των ενόχων, και μάλιστα, να τους αμνηστεύσουν σε ενδεχόμενη συμμετοχή τους στην ιερόσυλη πράξη. Αποδόθηκε κατηγορία στον Αλκιβιάδη και σε εννέα άλλους κατηγορούμενους. Εκείνοι θανατώθηκαν. Όσο για τον στρατηγό, αναβλήθηκε η δίκη του για μετά την επιστροφή του από την αποστολή που του ανέθεσαν οι Αθηναίοι.
Οι προετοιμασίες εκείνες για την εκστρατεία προς την Σικελία ήσαν οι μεγαλύτερες που έγιναν ποτέ. Η καταπληκτική τόλμη, η λαμπρότητα της εμφανίσεως, ο υπερβολικός αριθμός του στρατού συγκριτικά με εκείνους εναντίον των οποίων θα έρχονταν, ο μακρότατος διάπλους και η μέγιστη ελπίδα για τα αναμενόμενα αποτελέσματα, έκαναν την εκστρατεία αυτή περιβόητη.
Από πολλούς θεωρήθηκε σαν μια επίδειξη δυνάμεως και εξουσίας των Αθηναίων, παρά ως πολεμική προπαρασκευή εναντίον εχθρών.
Πολλά ήσαν τα έθνη των Ελλήνων και των βαρβάρων που κατοικούσαν την Σικελία, και εναντίον αυτής που ήταν τόσο μεγάλη θέλησαν να εκστρατεύσουν οι Αθηναίοι θέλοντας στην πραγματικότητα να γίνουν κύριοι ολόκληρης της νήσου, προφασιζόμενοι όμως ότι θέλουν να βοηθήσουν τους ομοεθνείς τους και τους συμμάχους.
Οι Αθηναίοι και όσοι από τους συμμάχους τους βρίσκονταν στην Αθήνα, κατέβηκαν την ορισμένη μέρα με την αυγή στο λιμάνι του Πειραιά για να επιβιβαστούν στα πλοία για αναχώρηση. Μαζί τους κατέβηκε και όλος σχεδόν ο πληθυσμός της πόλεως, πολίτες και ξένοι. Οι Αθηναίοι χαιρετούσαν τους δικούς τους, φίλους, συγγενείς, γιους. Βάδιζαν με ελπίδες και θρήνους μαζί, γιατί θα είχαν βέβαια νέες κατακτήσεις, αλλά τους δικούς τους ίσως να μην τους ξανάβλεπαν ποτέ. Αναλογίζονταν το μάκρος του ταξιδιού που θα έκαναν όσοι έφευγαν από την πατρίδα, και την ώρα του αποχαιρετισμού συλλογίζονταν τα δεινά του πολέμου περισσότερο τώρα, παρά όταν αποφάσιζαν την εκστρατεία. Έπαιρναν όμως πάλι θάρρος, βλέποντας μπροστά στα μάτια τους το πλήθος της προετοιμασίας που φανέρωνε πόσο μεγάλη ήταν η αθηναϊκή δύναμη εκείνη την εποχή. Οι ξένοι και ο υπόλοιπος λαός είχαν πάει να δουν το θέαμα με την σκέψη πως ήταν κάτι το εξαιρετικό, που και με την φαντασία τους ακόμη ήταν δύσκολο να το συλλάβουν.
Πραγματικά, η εκστρατεία αυτή ήταν η δαπανηρότερη και η λαμπρότερη από όσες υπερπόντιες είχαν οργανωθεί έως τώρα από μια μόνο πολιτεία και με δυνάμεις καθαρά ελληνικές.
Όταν επιβιβάστηκαν όλα τα πληρώματα και φορτώθηκαν όλα όσα έπρεπε να πάρουν μαζί τους, η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο, και η συγκίνηση έφτασε στην κορύφωση. Οι συνηθισμένες πριν από κάθε ταξίδι ευχές, όχι όμως σε κάθε πλοίο ξεχωριστά αλλά σε όλα μαζί, άρχισαν να προσφωνούνται με τον ρυθμό που τους έδινε ο κήρυκας. Σε όλο το στράτευμα είχαν αναμείξει κρασί σε κρατήρες και οι αξιωματικοί όσο και οι οπλίτες, έκαναν σπονδές με χρυσά ή ασημένια ποτήρια. Αφού τραγούδησαν τον παιάνα όλοι μαζί και τελείωσαν οι σπονδές, ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Μπροστά στα έκπληκτα από θαυμασμό μάτια των Αθηναίων ο στόλος άνοιγε πανιά σε μια επεκτατική απόπειρα του αθηναϊκού κράτους προς την Δύση, χωρίς όμως να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της πρώτα με τους εχθρούς του εδώ στην Ελλάδα.
«Φεύγουν χωρίς σχέδιο δράσης, μόνο με ελπίδες! Τι άτοπο!», σκέφτονταν οι πιο συνετοί, εκείνοι που είχαν αντιταχθεί στην εκκλησία του δήμου, στην λήψη της απόφασης για την επίθεση των Αθηναίων στις κυρίαρχες στην Σικελία Συρακούσες.
«Θαλασσοκρατούμε στις δικές μας θάλασσες. Είναι παράλογη η απαίτηση να γίνουμε κοσμοκράτορες, είναι ύβρις!», συμφωνούσαν μεταξύ τους στις συζητήσεις.
«Θα είναι τρομερό αν αναλάβει τη νουθεσία μας η Νέμεσις!»
Οι φόβοι όμως των ανθρώπων και η ανείπωτη πρόρρηση που έκαναν σκεπτόμενοι τα χειρότερα, επαληθεύθηκαν με τον πλέον τραγικό τρόπο. Το εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων και των συμμάχων τους αποδεκατίστηκε. Αιχμάλωτοι οι στρατιώτες σύρθηκαν για να εργαστούν στα λατομεία κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Από το πλήθος των 55.000 πολεμιστών που εκστράτευσε, ελάχιστοι επέστρεψαν για να ανακοινώσουν το μέγεθος της καταστροφής και να ντύσουν την Αθήνα στο πένθος και τον θρήνο. Πολλοί λίγοι ήσαν εκείνοι που είχαν καταλάβει, τότε που μιλούσε ο Περικλής και έλεγε:
«Θα νικήσουμε, αν μείνουμε ήσυχοι φροντίζοντας το ναυτικό μας, και αν δεν επιδιώξουμε κατακτήσεις κατά την διάρκεια του πολέμου, και δεν μπλέξουμε την πόλη μας σε κινδύνους.»
Με πόσο τραγικό τρόπο το θυμήθηκαν!
……………..
Ο ήλιος ανέτειλε πάνω από το Παγγαίο όρος φωτίζοντας την Σκαπτή Ύλη.
Ο εξόριστος Αθηναίος με την θρακική καταγωγή συνέχιζε την συγγραφή του έργου του, ταξιδεύοντας ακόμη και στην Σικελία και Ιταλία ως «πολεμικός ανταποκριτής» προκειμένου να συλλέξει στοιχεία για να καταγράψει την εκστρατεία των Αθηνών εναντίον των Συρακουσών, που κατατέθηκε σε μια από τις μελανότερες σελίδες της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Έχουν περάσει εννέα χρόνια από τότε που κατηγορήθηκε για προδοσία, και φοβούμενος την εμπάθεια των αντιπάλων του, προτίμησε την εκούσια εικοσαετή εξορία. Από το ψήφισμα του Καννωπού που δήλωνε πως, όποιος αδικούσε τον δήμο θα ριχνόταν στο βάραθρο και θα δημευόταν η περιουσία του, προτίμησε να αγνοήσει τον δημαγωγό Κλέωνα που διόγκωσε στο δικαστήριο τις συνέπειες του ατυχήματος της Αμφίπολης, και να αποχωρήσει από την Αθήνα.
Ήταν το έτος 424π.Χ όταν έγινε στρατηγός σε μια μοίρα του αθηναϊκού στόλου στο βόρειο Αιγαίο. Η αποτυχία του να σώσει την Αμφίπολη από τα χέρια του Βρασίδα, δίκαια ή άδικα προκάλεσε αυτή την εξορία. Η λιγόλογη αναφορά στο σύγγραμμά του για την διαβολή από τον Κλέωνα και την αδικία από τον δήμο, η μεγαλοπρεπής αυτή σιγή, αποδεικνύει την αθωότητα του στρατηγού, την αριστοκρατική του φύση και το υψηλόφρων ήθος του.
Τώρα, κάτω από το λαμπρό φως της θρακικής γης καταγράφει όσα συμβαίνουν. Και τα καταγράφει όπως έγιναν. Ο Θουκυδίδης στέκεται σε απόσταση από τους ακροατές του, αριστοκράτης και στον τρόπο του σκέπτεσθαι και στον τρόπο του λέγειν. Το κύριο γι΄ αυτόν είναι το θέμα του και όχι ο ακροατής, αυτός μπορεί να είναι αδιάφορος ή κακόγνωμος, αλλά ο ιστορικός δεν ενδιαφέρεται να τον επαναφέρει στην ορθή οδό. Μέσα στις σελίδες του έργου, οι αναγνώστες του Θουκυδίδη διαβάζουν:
«Την στέρηση ελευθερίας δεν την επιφέρει εκείνος που υποδούλωσε άλλον λαό, αλλά κυρίως εκείνος που έχει μεν την δύναμη να τον ελευθερώσει, αλλά αδιαφορεί.» (Α΄69)
«Αλλά είναι αιώνιος νόμος, ο ασθενέστερος να περιορίζεται από τον ισχυρότερο.» (Α΄76)
«Καθώς φαίνεται, οι άνθρωποι οργίζονται περισσότερο όταν αδικούνται παρά όταν εκβιάζονται. Γιατί η αδικία φαίνεται ότι προέρχεται από άνθρωπο που έχει ίσα δικαιώματα, ενώ η βία είναι αποτέλεσμα καταναγκασμού από τον ισχυρότερο.» (Α΄77)
«Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπο, αλλά ότι καλύτερος είναι εκείνος που εκπαιδεύεται στα πιο αναγκαία για κάθε περίσταση.» (Α΄84)
«Η καταφρόνηση του αντιπάλου, επειδή πολλούς οδηγεί στην καταστροφή, έχει ονομαστεί, ως αντίθετη της σωφροσύνης, αφροσύνη.» ( Α΄122)
«Για κανέναν δεν θεωρείται ντροπή το να παραδέχεται ότι είναι φτωχός, αλλά μεγαλύτερη ντροπή είναι, αν δεν προσπαθεί ν΄ αποφύγει την φτώχεια με την εργασία του.» (Β΄40)
«Εκεί που έχουν οριστεί μεγάλα βραβεία για την αρετή, εκεί και οι πολίτες είναι άριστοι άνδρες.» (Β΄46)
«Μια πόλις ωφελεί τα άτομα περισσότερο όταν αυτή ακμάζει στο σύνολό της, παρά όταν ευτυχεί ο κάθε ένας ατομικά η δε πόλις δυστυχεί. Γιατί κάθε πολίτης που ευτυχεί ως άτομο, αν καταστραφεί η πατρίδα του, συμπαρασύρεται ασφαλώς στην καταστροφή, ενώ ο δυστυχών σε ευτυχούσα πατρίδα έχει μεγαλύτερη ελπίδα σωτηρίας.» (Β΄60)
«Η ησυχία δεν διατηρείται αν δεν συνοδεύεται με δραστηριότητα και δεν συμφέρει σε ηγεμονεύουσα πόλη, αλλά σε υπήκοο για ν΄ αποφεύγει τους κινδύνους παραμένοντας υπόδουλος.» (Β΄63)
«Την κυριαρχία που κατέχει κάποιος ως τυραννίδα, είναι άδικο να την καταλαμβάνει, επικίνδυνο όμως να την αφήσει.» (Β΄63)
«Όσοι στις συμφορές ψυχικά μεν ελάχιστα χάνουν το θάρρος τους, με έργα δρ δείχνουν μέγιστη αντοχή, αυτοί είναι άριστοι, είτε για πόλεις πρόκειται είτε για ιδιώτες.» (Β΄64)
«Τρία πράγματα είναι επιβλαβή κατ΄ εξοχήν στην πολιτεία: ο οίκτος, η ηδονή των λόγων, και η επιείκεια.» (Γ΄40)
«Δύο πράγματα είναι κατ΄ εξοχήν αντίθετα προς την ορθή σκέψη: η ταχύτητα και η οργή. Το μεν ένα συνήθως συνυπάρχει με την ανοησία, το δε άλλο με την αγροικία και την στενότητα σκέψεως.» (Γ΄42)
«Η ελπίδα και η επιθυμία βρίσκονται παντού. Η μεν επιθυμία προηγείται, ενώ η ελπίδα ακολουθεί. Και η μεν φροντίζει για την επιχείρηση, η δε άλλη την εύνοια της τύχη θέτοντας ως προϋπόθεση. Και οι δυο προξενούν τις μεγαλύτερες ζημιές στους ανθρώπους. Επειδή είναι αφανείς, είναι τρομερότερες απ΄ εκείνες που φαίνονται.» (Γ΄45)
«Η πραγματική γενναιότητα επιβάλλει να τιμωρεί κανείς τους εχθρούς του, όταν εκείνοι έχουν την ίδια δύναμη μ΄ εκείνον.» (Α΄136)
«…μην θελήσετε να πάθετε, μήτε να ομοιάσετε με τους πολλούς οι οποίοι, ενώ τους είναι δυνατόν να σωθούν με ανθρώπινα μέσα, όταν εις την μεγάλη τους ανάγκη χάσουν και την τελευταία φανερή ελπίδα, τρέπονται εις τους αφανείς, δηλαδή εις την μαντική, τους χρησμούς και άλλα τέτοια, όσα προσφέρουν αβέβαιες ελπίδες εις τους ανθρώπους και τους καταστρέφουν.» (Ε΄103)
Ο Θουκυδίδης, αυτός που έχει το νου ταχύ, όπως ετυμολογείται το όνομά του, άφησε την γραφίδα που κρατούσε κι έγειρε λίγο ν΄ αναπαυθεί. Η ξαφνική αδιαθεσία του σταμάτησε τη συνέχιση της συγγραφής. Την σταμάτησε όμως τελειωτικά, αφού ο επιστήμων ιστορικός εκείνη τη στιγμή περνούσε για πάντα την όχθη της Αχερουσίας λίμνης, έχοντας παρέα τον Χάροντα που του έγνεψε στοργικά, τιμώντας με τον τρόπο αυτόν έναν ακόμη «αθάνατο» που θα ταξίδευε στο βασίλειο του Άδου, ενώ παράλληλα θα παρέμενε ολοζώντανος στο νου κάθε πεπαιδευμένου ανθρώπου κάθε εποχής. Και όπως αναγνωρίζει στον Όμηρο τον «ποιητή», το ίδιο παραδέχεται τον Θουκυδίδη ως τον «επιστήμονα συγγραφέα», αναγνωρίζοντας στο έργο του το πρώτο κρατικό, πολιτικό και κοινωνιολογικό δοκίμιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στην Αθήνα, στα «Κιμώνεια μνήματα» στήθηκε επιτύμβια στήλη που πάνω της γράφτηκε: Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος.
Αφορά στον πρώτο επιστήμονα ιστορικό που καταφρόνησε τις υπερβολές των ποιητών, τις δεισιδαιμονίες των συγχρόνων του και που αιώνες αργότερα θα χαρακτηριστεί ως «ο Αναξαγόρας της Ιστορίας». Είναι αυτός που απαλλαγμένος από τις θρησκευτικές προλήψεις, δεν καθιστά την Ιστορία θέατρο θαυμάτων, ούτε το παρελθόν γεμίζει μύθους, αλλά με την συγγραφή του θα ιστορίσει την αλήθεια, θα διδάξει και θα δημιουργήσει την Επιστημονική Κριτική Πολιτική Ιστορία.
Ο Θουκυδίδης εν γνώσει του έγραφε:
Το σύγγραμμά μου προορίζεται να είναι αιώνιο κτήμα και όχι προσωρινά μόνο χρήσιμο.
 -----------------

Βιβλιογραφία
Θουκυδίδου Ιστορίαι, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων εκδ. Γεωργιάδη
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Γ2
Ιστορία και ζωή, Φ. Νίτσε, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993
Θουκυδίδης, Περικλέους Επιτάφιος, Ι. Μπάρμπας εκδ. Ζήτρος 2002

Πέος, φαλλός, ψωλή


   Για το ανδρικό μόριο, το πέος (ψωλή λέγεται όταν έχει αποκεκαλυμμένη την βάλανον) έχουν λεχθεί αρκετές συκοφαντίες, εκ των οποίων οι τρεις σοβαρότερες είναι οι εξής:
α) έχει κεφάλι δίχως δράμι μυαλό
β) κάνει μονίμως παρέα με αρχίδια
γ) πετάει συνεχώς μαλακίες
Δείτε τώρα ενα από τα πρόσφατα παθήματά του:

ATD F-16M FLIGHT SIMULATOR

            Αφιερωμένο στους υπέροχους φίλους και συνεργάτες μου που είναι η ψυχή του! 

 

Ο Κοραής κατακεραυνώνει την χριστιανική υποκρισία


Ο Κοραής, υπήρξε σφοδρός επικριτής της θρησκευτικής υποκρισίας, αλλά και τολμηρότατος αποκαλυπτής κάθε θεουργίας και έντεχνης θεοκαπηλίας. Είχε παιδιόθεν, πράγματι, μια βαθύτατη θεολογική παιδεία και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συχνά στα κείμενα του, εκφράζεται ακριβώς όπως ένας τυπικός… αλλά βαθυστόχαστος χριστιανός. Ο όποιος χριστιανισμός του όμως, δεν φαίνεται ποτέ να θόλωσε ή να παρέκαμψε τον ξεκάθαρο ορθολογισμό του.

Οι θρησκευτικές απεραντολογίες, οι αγιοπατερικές αλχημείες και οι ετσιθελικοί δογματισμοί, η ουρανόσταλτη ηθική, οι ανατολίτικες μεταθανατολογίες, οι αρχαιοεβραϊκές προφητείες και άλλες τέτοιες θεολογικές και μυστηριακές θολούρες, ποτέ δεν υποκατέστησαν τις ξεκάθαρες ελληνικές αρετές του Κοραή! Ο ορθός λόγος, η ιστορική ανάλυση και η επιστημονική κριτική, ήταν για τον Κοραή αξίες αδιαπραγμάτευτες.

Για τους κατ’ όνομα θεοφοβούμενους βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά και για την αισχρή διαχρονική συνέργια της εκκλησίας μαζί τους, γράφει ο θαυμάσιος Κοραής:

«Χριστιανοί έγιναν, για να φυλάξουν της εξουσίας το βλάσφημον όνομα, Αυτοκράτωρ. Ιδιοποιήθησαν λοιπόν την εξουσία (δια) να τρέφονται απ’ τους ιδρώτες του λαού, χωρίς να σέβονται πλέον ούτε κτήματα, ούτε τιμή, μήτ’ αυτήν των υπηκόων την ζωή… Τόση καταδυνάστευση, φυσικά, (θα) έπρεπε να κινεί σε γογγυσμούς και κάποτε να διεγείρει και τον καταθλιβόμενο λαό σε εξεγέρσεις. Ευρέθη (όμως) και εις τούτο θεραπεία, η καθ’ υποκρισίαν ευλάβεια εις τα θεία και ακολούθως, η προς τους υπηρέτες των θείων (ιερείς) καταφυγή. Και πολλούς των ιερωμένων, βλέπουμε να φορολογούν τον λαό, με την πρόφαση της εξάλειψης πάσας αδικίας, με τις προς τον θεόν πρεσβείες τους.[1]

Ανήγειραν λοιπόν, από του αναστενάζοντος λαού τους ιδρώτες, μεγαλοπρεπέστατους ναούς… και μετέβαλαν τους ταπεινούς ευκτηρίους οίκους, σε πολυτελέστατα πολυπληθή ιερά.

Κατεστόλισαν τους ιερουργούντας τα μυστήρια, με χρυσοΰφαντα[2] και ποικιλτά ενδύματα, πολυτελέστερα της στολής του Ααρών,[3] μ’ όλον ότι, η θρησκεία έπαυσε να είναι πλέον κατά την τάξιν Ααρών.[4] Τους κατεπλούτισαν με σατραπικά εισοδήματα και τους εκραταίωσαν υπέρ τους σατράπας, συγχώρησαν δε εις αυτούς, τέτοια μερίδα εξουσίας, που με τον καιρόν έμελλε τόσο ν’ αυξηθεί, ώστε να κατασταθεί φοβερά και εις αυτούς ακόμα τους βασιλείς.

Δεν ηρκέσθησαν δε εις τούτο, αλλ’ έκτισαν και φρούρια, ονομάσαντες αυτά Μοναστήρια και τα επροίκισαν από τα κοινά των πολιτών κτήματα, δια να κατοικούν σ’ αυτά όχι στρατιώτες φύλακες της κοινής ελευθερίας, ή εργάτες αναγκαίοι εις την προκοπήν της βιομηχανίας,[5] αλλ’ άνθρωποι αργοί, επαγγελόμενοι άρνησιν του κόσμου, οι οποίοι άλλην αμοιβή δεν έμελλε να δώσουν στον εργαζόμενο γι’ αυτούς ταλαίπωρο λαό, παρά να κολακεύουν τους τυράννους του[6] και να συμμερίζονται την βία και τον δόλο των τυράννων κατά του λαού και να κυβερνούν και αυτοί… αναγκαστικώς και αισχροκερδώς, ως κοσμικοί τύραννοι, τον λαόν…»

Για όλα τα ανωτέρω, αλλά και για την σκανδαλώδη αγαμία του κλήρου,[7] ακάθεκτος καταλήγει ο Κοραής:

«η τοιαύτη δε δίψα (πλουτισμού) γίνεται έτι φλογεροτέρα όταν (οι κληρικοί) επαγγέλλονται την αγαμία… Όστις έχει τέκνα και γυναίκα, μετριάζει τα πάθη… αλλ’ ο άγαμος (ιερέας) οπλισμένος με χρυσάφι και εξουσία, σπουδάζει ν’ απολαύσει κατακόρως όλες του χρυσού και της εξουσίας τις ηδονές… Τέτοια ψυχική διάθεση, έχει φυσικά σύντροφο την βία και επειδή η βία, όσον κραταιά και αν είναι, απαντά πολλάκις απροσδόκητα εμπόδια, αναγκάζεται (ο ιερέας) να προσλάβει σύμμαχον αυτής τον δόλο και την υποκρισία και τότε γίνεται αληθής λύκος, ενδεδυμένος δέρμα προβάτου και όχι ιερεύς στολισμένος δικαιοσύνη.

Από τέτοια δε ελεεινή μεταμόρφωση, εγεννήθησαν πολλές (ψευδείς) ιεροπραξίες… επλάσθησαν πολλά λείψανα μαρτύρων[8] και θαύματα ετολμήθησαν άγνωστα… και το χειρότερο, αμελήθη παντάπασιν η παιδεία του λαού. Εις ανθρώπους, οι οποίοι έκαμαν πορισμόν την ευσέβειαν (βιοποριστικό επάγγελμα) και την εκκλησία μετέβαλαν εις μεταπράτου εργαστήριον, δεν εσύμφερε πλέον λαός φωτισμένος». Άτακτα Προλεγόμενα Γ΄ τόμου.

Το θέμα που θίγει ο Κοραής είναι τεράστιο! Οι ιερείς θα έπρεπε να έχουν ξεχωριστό βιοποριστικό επάγγελμα και να ασκούν δωρεάν το λειτούργημα του ιερέως! Αυτό θα ήταν και ένα καλό μέτρο εξακρίβωσης αγνών προθέσεων.

Η δικαιολογία ότι δεν θα μπορούσε ένας ιερέας να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ενοριτών του είναι πλασματική, αφού θα μπορούσαν στην ίδια περιοχή να υπάρχουν πολλοί τέτοιοι εθελοντές ιερείς.

Το επαγγελματικό ιερατείο, είναι δόλια συντεχνία που λυμαίνεται την λαϊκή ευσέβεια. Εξελίχθηκε δε σε κοινωνική μάστιγα και πραγματική λυκοφιλία, γιατί αυτοί οι ερωτευμένοι με τα πρόβατα λύκοι, έχουν κάθε λόγο να προωθούν την θεοκρατία και να πουλάνε κοινωνική γοητεία, τυλίγοντάς την σε υπέροχα μεταθανάτια οράματα!

Ο Κοραής δεν μασούσε τα λόγια του, οι λυκοφιλίες ήταν ύποπτες! Οι «λύκοι με ένδυμα πρόβατου» που κατασπάραζαν τον Ελληνισμό, φορούσαν το πρόσχημα του σωτήρα… την ‘‘προβιά’‘ (εδώ άμφια) του κληρικού και του μοναχού! Στην «ιστορία Ιωνίων Νήσων» έγραφε ο Γ. Μαυρογιάννης: «Οι μεγαλύτεροι εχθροί της ελευθερίας των Ελλήνων δεν είναι οι Τούρκοι αλλά οι Έλληνες λαϊκοί και κληρικοί του Φαναρίου».

«Οι εκατό χιλιάδες ρασοφόροι της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος, ήταν ο καλύτερος σουλτανικός στρατός, που ασκούσε την φοβερότερη τρομοκρατία στους ραγιάδες, διατηρώντας και μακραίνοντας την σκλαβιά εκμεταλλευόμενοι την θρησκοληψία, την αμάθεια και την (κακοποιημένη) θεοσέβεια ενός τόσο τυραννισμένου λαού».[9]

Ο Κοραής γράφει για μια ολόκληρη στρατιά καλογέρων: «ο ενθουσιασμός της μοναχικής ζωής εξήφθη και εις την Ανατολήν και εις την Δύσην εις αληθή μανία ώστε από τους αναρίθμητους μοναχούς, ως μαρτυρεί η ιστορία, ήτο δυνατόν να στρατολογηθώσιν ολόκληρα πολεμικά τάγματα, με ανεπαίσθητον ελάττωσιν του αριθμού» Προλεγόμενα προς Τιμόθεον και Τίτον.

Ο βιογράφος του Κοραή Θερινός γράφει: «οι ιεροί αυτοί δάσκαλοι (καλόγεροι και μεγαλο-κληρικοί) έθιζαν τους χριστιανούς στην ελπίδα της θειας πρόνοιας και (προέτρεπαν) μόνο εξ αυτής να προσδοκούν την γιατρειά των συμφορών, να υπομένουν τις συμφορές αγογγύστως και να την επικαλούνται μετά δακρύων… σε όλα οι χριστιανοί να δέχονται την ειμαρμένη (μοίρα) και να υποκλίνονται προς την κρατούσα τάξη»! Ποιόν ελληνισμό λοιπόν και ποια γλώσσα, μπορεί να διέσωσαν αυτοί… οι κολασμένοι ζήτουλες του παραδείσου… οι προβατόγλωσσοι αυτοί προδότες;

Ο Απόστολος Παπαγιαννόπουλος γράφει: «τα μοναστήρια είχαν κατακλυσθεί από καλόγερους, που μέσα σ’ ένα περιβάλλον ασφάλειας και σιγουριάς, με τον επιούσιο απόλυτα εξασφαλισμένο, ζητούσαν νυχθημερόν με προσευχές την εξ ουρανού σωτηρία, όχι της πατρίδας τους, αλλά του εαυτού τους».

Στην συνέχεια παρουσιάζει τις τότε οδηγίες προς τους ησυχάζοντες μοναχούς: «κάτσε στο κελί σου όλη την εβδομάδα και μόνο το Σάββατο βγες για τις απαραίτητες δουλειές σου. Προσκύνα λίγες μετάνοιες ή διάβαζε κάτι απ’ το ψαλτήρι και ξανακάτσε στο εργόχειρό σου… μετά φάγε, σήκω, ευχαρίστησε τον θεό και ησύχαζε λέγοντας, Κύριε ελέησον… μετά ψάλλε το απόδειπνο κάνε προσκυνήματα και… κοιμήσου». «Ρωσσαγγλογάλλος» σελ, 62.

Στο έργο του Βυζαντινός πολιτισμός ο Δ. Έσσαλιγκ γράφει για τους θρησκευόμενους: «Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να τους ξυπνήσει απ’ την διανοητική τους αποχαύνωση, εκτός αν θεωρούσαν κάτι (δίκαια ή άδικα) προσβλητικό για την θρησκεία τους». Διαφθορεία ψυχών και σπήλαια οκνηρίας, ήταν λοιπόν αυτά τα μοναστήρια, στα μάτια του Κοραή, που δεν δίστασε να τα ονομάσει: «εργαστήρια μεταπρατών» της εμπορεύσιμης σωτηρίας!

Τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια, ήταν επισήμως θεολογικά εργαστήρια παραγωγής πνευματικής αποχαύνωσης αλλά και θεϊκής ηδονής: «οι ησυχάζοντες (μοναχοί) προσευχόμενοι αθορύβως, αγαλλίασιν τε τινά και άρρητον ηδονήν και θείαν επιδέχονται εν τη ψυχή και φως ορώσι τοις σωματικοίς οφθαλμοίς αστράπτον περί αυτούς». Ιωανν. Καντακουζηνός 1.544.

Γνωρίζατε ότι η θεολογία ηδονίζει; Ναι, είναι πλέον και επιστημονικά αποδεκτό, ότι με την αέναη επανάληψη ύμνων και ευχών, η πνευματική χαλάρωση που επιτυγχάνεται, είναι ανάλογη των ηδονιστικών ουσιών! Η απόλυτη και πολυποίκιλη ψευδαίσθηση (που παρέχει αφειδώς κάθε θρησκεία) σε συνδυασμό με την καθημερινή επικοινωνία, απευθείας με το υπέρτατο Ον, προκαλεί αισθήματα άκρατης εφορίας, ανάλογα με αυτά που προκαλούν οι χημικές ηδονιστικές ουσίες.[10]

Στο λυκόφως της παρατεταμένης νύστας, αν προσθέσετε τις νανουριστικές ψαλμωδίες και τις πιθανές παραισθήσεις απ’ τα εθιστικά παραισθησιογόνα θυμιάματα,[11] τότε καταλαβαίνετε ότι στον κόσμο των ησυχαστών, υπάρχει πράγματι μια παράξενη θεϊκή ηδονή, που δένει πολλούς από τους ομφαλοσκόπους αυτούς με τις ηδονές του μοναχισμού! Το μόνο που δεν μας αποκαλύπτουν είναι, αν βλέπουν το θεϊκό φως να περιβάλει το τεμπέλικο κορμί τους, πριν, ή μετά τον μακάριο ύπνο τους!

Το 14ο αιώνα, ένας Έλληνας αποστάτης μοναχός, με το καθαρόαιμο εβραϊκό όνομα[12] Βαρλαάμ, από την Καλαβρία της Ιταλίας, αφού απηύδησε απ’ την αθλιότητα της μοναστικής ζωής, κατέληξε να διευθύνει σχολή φιλοσοφίας στην Θεσσαλονίκη! Όταν έμαθε ότι οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, αυτοσυγκεντρώνονται κοιτώντας τον αφαλό τους, για να δουν το θεϊκό φως να βγαίνει απ’ το κορμί τους, εξοργισμένος τους αποκάλεσε «Ευχίτες», «Μασσαλιανούς[13] απατεώνες», «Ομφαλόψυχους» και «Ομφαλοσκόπους»![14]

Με το πρόσχημα λοιπόν, της σωτηρίας, εαυτών και αλλήλων, τα ρασοφορεμένα ρεμάλια,[15] συναγωνιζόταν στην παραγωγή θεολογικής αποβλάκωσης, απομυζώντας εντέχνως τους μόχθους και το ταπεινό υστέρημα των υπόδουλων Ελλήνων.

Όλα δείχνουν ότι, (σε αντίθεση με πολλούς σήμερα), ο Κοραής έβλεπε καθαρά, ποιός είναι τι και με τους κεραυνούς της κριτικής του, ήθελε να δείξει στις ξεσαλωμένες ορδές των θεολόγων, ότι πρέπει να παραμερίσουν, ή να τεθούν στην υπηρεσία του έθνους και της παιδείας και όχι το αντίθετο. Για τον οξυδερκή Κοραή, οι θεοκάπηλες μεγαλοστομίες και η ακατάσχετη αγιολογία, δεν αποτελούσαν, ικανές δικαιολογίες, για ελέω θεού απρέπειες.

Ο Κοραής μισούσε αφάνταστα τα σωτηριακά ψεύδη και την θεολογική υποκρισία. Σε κάθε ευκαιρία, αποκάλυπτε τις ιερατικές απάτες, που καλλιεργούσαν την λαϊκή δεισιδαιμονία και έκλεβαν την προσοχή και τις οικονομίες των απλών, φιλόθεων και απονήρευτων Ελλήνων.

Μ. Καλόπουλος. www.greatlie.com

[1]Σε αντίθεση με ότι πιστεύεται, στην ορθόδοξο εκκλησιαστική ιστορία έχουμε δεκάδες διαφορετικά συγχωροχάρτια, που με μικρό αντίτιμο, βεβαίωναν την άφεση αμαρτιών. Βλ. Αλέκος Αγγελίδης «Ρασοφόροι ημέρες και έργα Ιερατείου» εκδ. Πλάτωνος σελ. 218, 252, 326.

[2] Κάθε χρυσοποίκιλτη στολή μεγαλο-ιεράρχη έχει κόστος δεκάδες εκατομμύρια δραχμές!

[3] Ο Ααρών είναι ο αδελφός του Μωϋσή και ο πρώτος Αρχιερέας της Ιουδαϊκής θρησκείας. Τα ιερατικά άμφια του φορτωμένα με χρυσά και πολύτιμες πέτρες, που ξεπερνούν κάθε όριο πολυτέλειας περιγράφονται στην Έξοδο 28. 1-43

[4] Προς Εβραίους 6.20 & 7.1-21. Έχει περίτρανα πλέον αποδειχθεί, ότι ενώ το χριστιανικό ιερατείο έπαψε να είναι κατά την τάξη Ααρών, οι ιστορικές σκοπιμότητες του Ααρωνικού ιερατείου συνεχίζονται. Βλέπε Αβραάμ ο Μάγος: «Οι εβραιόφρονες ‘‘πατέρες’‘ της εκκλησίας κατασύντριψαν την ελληνική αρχαιότητα».

[5] Η εκβιομηχάνιση της οικονομίας είχε ήδη προχωρήσει και ο Κοραής γνωρίζει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που όφειλαν να δρομολογηθούν στο νεοσυσταθέν έθνος. Έκτοτε όμως, γνωρίζουμε ότι η μόνη βιομηχανία που ανθεί είναι η εκρηκτική εξάπλωση των εκκλησιαστικών κτισμάτων (Μονές, Ναοί, Ναΐσκοι, Ξωκκλήσια, Ιδρύματα κλπ) που μέχρι σήμερα έχουν κατατάξει την Ελλάδα στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη σε εκκλησιαστικά κτίρια χώρα στον κόσμο! Με απλούς δε υπολογισμούς φαίνεται, ότι ένας στους δέκα Έλληνες έχει οικονομικές σχέσεις με την Εκκλησία!

[6] Η συστηματική κολακεία των εξουσιαστών από τους καλόγερους των μονών, άφησε πίσω τους απεχθή ιστορία προδοσίας και ιδιοτέλειας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μονής του Αγ. Προδρόμου Σερρών. Σε βιβλιαράκι, που αδιάντροπα πωλείται μέσα στην ίδια την Μονή, διαβάζουμε: «Άραβας ιστορικός που έγραψε Οθωμανική ιστορία γράφει: Όταν βασίλευε ο γενναίος και ένδοξος Σουλτάνος Οσμάν (1290-1326), ο ιδρυτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ευρισκόμενος στην Προύσα, έλαβε μια αναφορά από δυο επίσημα πρόσωπα. Η αναφορά (πρόταση-συναλλαγής και υποτέλειας) είχε σταλεί από το μοναστήρι του Προδρόμου. Μ’ αυτήν (την πρόταση) παρακαλούσαν οι Μοναχοί της Μονής την Μεγαλειότητά του, αν ευδοκήσει ο Θεός (!!!) κι έλθουν τα Οθωμανικά στρατεύματα στα μέρη τους (στις Σέρρες) να διατάξει η Μεγαλειότητά του να προστατευτεί η Μονή. Να φυλαχτεί και να μείνει απείραχτη μαζί με όλα τα χωράφια της και τα κτήματά της. Ο Σουλτάνος Οσμάν ευχαριστήθηκε από το (προδοτικό) περιεχόμενο της αναφοράς. Λίγο κολακεύτηκε. Θωπεύτηκε ο εγωισμός του γιατί και σ’ άλλα μέρη τον περίμεναν να πάει (και άλλοι μοναχοί και μοναστήρια του είχαν στείλει προδοτικά καλέσματα). Έγραψε λοιπόν και επικύρωσε με την σφραγίδα του και την υπογραφή του. Είναι δεκτά τα αιτήματα των Καλογήρων του Μοναστηριού». Το μόνο που δεν μας εξηγείται, είναι τι ανταλλάγματα ζήτησε ο Σουλτάνος από το Μοναστήρι για να του παραχώρηση μια τέτοια ανεξαρτησία, αυτονομία και εύνοια! Όσοι νομίζουν δε, ότι μια τέτοια στάση δεν αποτελεί προ-δοσιά παραπέμπω στην κυριολεκτική σημασία της λέξης που φαίνεται να σημαίνει, σπεύδω να δώσω!

[7] Η Βίβλος δηλώνει ξεκάθαρα: «ας είναι δε ο επίσκοπος μιας γυναικός ανήρ» Α΄ Τιμόθ.3.2. έτσι καμία άλλη δικαιολογία δεν υπάρχει για την επιβολή αγαμίας στους υψηλόβαθμους κληρικούς, εκτός απ’ τους οικονομικούς λόγους, που διασφαλίζουν την μη διασπορά των επισκοπικών εσόδων, στα πολυάριθμα τέκνα των εγγάμων ιεραρχών. Το μέτρο επεβλήθη τον 7ο αιώνα.

[8] Η λειψανολατρεία είναι μέχρι τις ημέρες μας, η απεχθέστερη μορφή θανατολαγνείας: «Στα εγκαίνια κάθε ναού, μικρού ή μεγάλου, κάτω απ’ την αγία τράπεζα τοποθετούνται λείψανα μαρτύρων… Ανεμποδίστως δε δίδονται αυτά απο την αρχιεπισκοπή όπου φυλάσσονται. Συρράπτονται δε και μερίδες λείψανων σε μικρό λινό ύφασμα ή σινδόνα που σκεπάζουν την αγία τράπεζα. Ιερείς που εγκαινιάζουν ναό χωρίς λείψανα μαρτύρων καθαιρούνται». Πηδάλιο σελ 329. Αν δεν βρίσκονται τέτοια λείψανα μαρτύρων, καταφεύγουν στα λείψανα μικρών παιδιών, των δήθεν σφαγιασθέντων νηπίων… απ’ τον Ηρώδη!

[9]«Ρασοφόροι οι συμφορά του έθνους» Γ. Καρανικόλα σελ 111.

[10] Σήμερα η ακατάπαυστη κατηχητική ελπιδολαγνεία, χαρακτηρίζεται από μελετητές, όπως ο Δρ. κοινωνιολογίας Γ. Μουστάκης ως: «κοινωνικό ψυχοναρκωτικό».

[11] «Θυμιαμάτων καρωτικών τε και υπνωτικών, έτερων δε και φαντασίας ποιητικών» Ευσέβιος Ευαγγ. Προπαρασκευή 4.1.8.14.

[12] Είναι πάγια τακτική των μοναστηριών, να δίνουν Εβραϊκά ονόματα στους μονάζοντες.

[13] Οι Μασσαλιανοί μεταξύ των άλλων πίστευαν ότι: «έτσι η ψυχή αισθάνεται την κοινωνία του ουράνιου νυμφίου, όπως η γυναίκα την συνουσία του ανδρός». Ι. Δαμασκηνός περί αιρέσεων 80.21.

[14 Βλ. Δαυλός /252 Και: Φωτιάδης «η επανάσταση του 21» σελ.95. Εκδ. Μέλισσα.

[15] Ανεπιφύλακτα συστήνω το εκπληκτικό βιβλίο του Βασίλη Μισύρη «τα Αγια ρεμάλια» εκδ. Ευρώτας 1989

Η στάση της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας


Νομιμοφροσύνη στην Πύλη και αφορισμός ιδεών

Μπορεί να χαρακτηριστεί και ως «εκπληκτικό φαινόμενο» το πώς η Εκκλησία μέσα σε λίγα χρόνια από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους κατόρθωσε να πείσει για τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδέα του έθνους και να τον επιβάλλει στη διδασκαλία την ιστορίας στην εκπαίδευση. Ταυτίστηκε, μάλιστα, με την ιδέα αυτή ώστε οι φορείς της να είναι «απολύτως βέβαιοι» γι’ αυτό και παράλληλα να κατακεραυνώνει όσους αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία της στους εθνικούς αγώνες. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι η ταύτιση Ορθοδοξίας – εθνικισμού συνέβη μετά τον 19ο αιώνα και εντεύθεν σε όλες τις βαλκανικές χώρες. Όμως δεν πρέπει να απορούμε γι’ αυτό. Στο πέρασμα των δύο περίπου χιλιετιών η Εκκλησία είχε αποκτήσει την… τεχνογνωσία προσαρμογής σε όλες τις νέες πολιτικές συνθήκες που ξημέρωναν. Αν δεν είχε αυτή την τεχνική, απλούστατα δεν θα επιβίωνε, δεδομένου ότι οι εξουσίες και οι καταστάσεις που πέρασαν ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Ένα κράτος, λοιπόν, σαν το ελληνικό, που προέκυψε από τον Απελευθερωτικό Πόλεμο (και όχι «Επανάσταση) του 1821, ήταν ένα επεισόδιο στη μακραίωνη πορεία της Εκκλησίας και παιχνιδάκι για να το φέρει βόλτα.

Ο χριστιανισμός (και αυτό δεν το λέει ευθέως η Εκκλησία) είναι βασισμένος στην εβραϊκή μυθολογική παράδοση, γεγονός που δημιουργεί αμηχανία στους υπερπατριώτες που έχουν ταυτιστεί με το «ελληνοχριστιανικόν» ιδεολόγημα. Ιδιαίτερα όταν πληροφορούνται ότι «χριστιανισμός» και «ελληνισμός» είναι συγκρουόμενες έννοιες: «Οι Χριστιανοί απολογητές αποδέχθηκαν στην ουσία την επιχειρηματολογία των Εβραίων ιστορικών, αναφορικά με τα πρωτεία της εβραϊκής ιστορίας έναντι των Ελλήνων και κατ’ επέκταση όλων των άλλων λαών. Στον ιδεολογικό τους πόλεμο έναντι των εθνικών, η επίκληση των μαρτυριών της Παλαιάς Διαθήκης απεδείχθη πολύτιμο όπλο, καθ’ όσον οι χρονολογικές πηγές που πραγματεύονταν, ξεπερνούσαν τα καθαρά “ιστορικά” όρια των Ελλήνων. Αλλά και σε σχέση με τον ανατολικούς λαούς, Ασσυρίους, Φοίνικες και Αιγυπτίους, υποστήριζαν ότι οι Έλληνες υστερούσαν στην ιστορία και τον πολιτισμό, διότι είχαν εμφανιστεί πολύ αργότερα. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, η αρχαιότητα ενός λαού έναντι κάποιου άλλου σήμαινε και την πολιτιστική του υπεροχή. Ο Ιουστίνος Μάρτυς, στηριζόμενος ακριβώς σε αυτού του είδους την επιχειρηματολογία, υποστήριξε την άποψη ότι οι περί δημιουργίας απόψεις του Πλάτωνα είχαν αντληθεί από τον Μωυσή» (Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, εκδ. Κανάκη, τ. Α΄, σελ. 34). Στους αιώνες της ιστορίας του ο χριστιανισμός έδωσε δείγματα γραφής για το πόσο εκτιμά τους Έλληνες.

Εδώ διευκρινίζουμε περιληπτικά ότι η «ελληνική ιστορία» με εθνοκεντρικό πυρήνα που καταλαμβάνει και την βυζαντινή περίοδο, κατασκευάστηκε εκ των υστέρων και με την ύστερη οπτική, ανάλογα με τις αντιλήψεις του ιστοριογράφου. Η Εκκλησία σε εκείνες τις μακραίωνες περιόδους, ποτέ δεν έβλεπε «εθνότητες» αλλά «πιστούς». Ως εκ τούτου, ένα «οικουμενικό κέντρο», όπως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, από τη φύση του δεν θα μπορούσε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα μιας και μόνο εθνότητας, τη στιγμή που είχε υπό την σκέπη του και άλλες. Όσον αφορά στην ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιούσε, το έπραξε αιώνες πριν, διότι ήταν διεθνές εργαλείο, που έγινε τέτοιο λόγω των κατακτήσεων των Ελλήνων (σε όλους τους τομείς) πριν αυτοί συρθούν να γίνουν χριστιανοί. Όμως, την εποχή εκείνη, η χρήση της ελληνικής δεν σήμαινε και εύνοια στους Έλληνες, οι οποίοι από νωρίς «βαπτίσθηκαν» ειδωλολάτρες, εθνικοί κ.λπ. και κυνηγήθηκαν άγρια.

«Θέλημα Θεού» η Άλωση

Είναι εντελώς ακατανόητο για τον πιστό χριστιανό πώς γίνεται ο Θεός να δώσει τη νίκη στους άπιστους (μουσουλμάνους) και το δικαίωμα να καταλάβουν μιαν ολόκληρη αυτοκρατορία που ήταν «ευσεβής», διέθετε πάρα πολλούς ναούς, μοναστήρια και ανθρώπους πιστούς σε Αυτόν. Βεβαίως, το πέρασμα της αυτοκρατορίας στους «απίστους» δικαιολογείται με τη φράση «ήταν θέλημα θεού». Εξάλλου ο Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος πατριάρχης της «νέας τάξης πραγμάτων», δηλαδή της οθωμανοκρατίας, θεώρησε την Άλωση της Πόλης ως «θεϊκό σημάδι» της συντέλειας του κόσμου, την οποία περίμενε να συμβεί το 1492, έτος στο οποίο συμπληρώνονταν 7.000 χρόνια από την «κτίση του κόσμου», σύμφωνα με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο που προσπάθησε να διορθώσει τη βάση του (εβραϊκό), αλλά και πάλι έπεσε έξω κατά… μερικά εκατομμύρια χρόνια. Η παραδοξολογία και οι εσχατολογικές προβλέψεις είναι θέματα ιδιαίτερα αγαπητά στη μακραίωνη ιστορία του χριστιανισμού. Ας μην παραβλέπουμε ότι στις περισσότερες ερμηνείες της «Αποκάλυψης» ο Μωάμεθ είχε προαναγγελθεί ως «το τέταρτο θηρίο», ενώ σε άλλα εκκλησιαστικά κείμενα παρουσιάζεται ως «ο γιος του Διαβόλου». Από αυτές τις αντιλήψεις διαμορφώθηκε η ιδέα ότι το Ισλάμ δημιουργήθηκε βάσει σχεδίου και πως ο Μωάμεθ στάλθηκε στη Γη σαν… αντίβαρο του Χριστού.

Modus vivendi

Προφανώς αυτό έδινε άλλοθι στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο κυριάρχησαν οι ανθενωτικοί (με τη Δυτική Εκκλησία), να συνάψει συμφωνία∙ ένα modus vivendi (συμφωνούμε… διαφωνώντας) με τον Μωάμεθ τον Πορθητή, προκειμένου να διασώσει ό,τι θεωρούσε πιο πολύτιμο: την ορθόδοξη παράδοση, δηλαδή «τα κεκτημένα του»! Αυτή ακριβώς η συμφωνία επέτρεψε στην Ορθόδοξη Εκκλησία να συνεχίσει τη ζωή της στο νέο κρατικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε στην Ανατολή μετά την πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και όχι «Βυζαντίου», που είναι ονομασία πολύ αργότερα από την κατάρρευσή του). Παράλληλα επέτρεψε στην κοινωνία των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να βρει στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον θεσμό εκείνο που κάλυπτε τις πνευματικές του ανάγκες. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι την εποχή εκείνη ο χριστιανισμός ήταν απόλυτα κυρίαρχος, δεδομένου ότι οι όποιες άλλες διαφορετικές αντιλήψεις είχαν περάσει από την εξοντωτική κρησάρα της ταυτισμένης με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βεβαίως, πριν από την πτώση της Πόλης, είχαν εμφανιστεί ελληνίζουσες φωνές (Πλήθων κ.ά.), οι οποίες όμως βρίσκονταν εκτός κέντρου, στο οποίο ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν.

Παράλληλα αυτή η πολιτική επιλογή του Πατριαρχείου δημιούργησε ένα ακόμη θεσμικό περιβάλλον εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσα στο οποίο μπορούσε να κινείται το «χριστιανικό πλήρωμα» για να τακτοποιεί τις κοσμικές του φιλοδοξίες και ανάγκες. Η διασύνδεση αυτή Εκκλησίας – κοινωνίας έγινε σχέση οργανική, όταν, 20 χρόνια μετά την Άλωση, το Πατριαρχείο ανέλαβε την είσπραξη και απόδοση του ετησίου οθωμανικού δημοσίου φόρου. Αν σε αυτή την κοσμική υποχρέωση προσθέσουμε και όσε άλλες ακολούθησαν, μόνιμου ή προσωρινού χαρακτήρα, ίσως γίνει κατανοητό γιατί ο θεσμός είχε ανάγκη την κοινωνία και γιατί στις κοινωνικές διεργασίες μπορούσαν να εμπλέκονται εκκλησιαστικοί θεσμοί και πρόσωπα. Αυτό από μόνο του καταρρίπτει τον ισχυρισμό του πνευματικού ρόλου που είχε η Εκκλησία στην τουρκοκρατία. Είναι και πολιτικός (κυρίως). Πρέπει να σημειωθεί ότι και η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ένα καθαρά πολιτικό κρατικό μόρφωμα αλλά θρησκευτικο-πολιτικό. Με αυτή την έννοια, και παρά το διαφορετικό θρήσκευμα που ήταν κυρίαρχο, έμοιαζε πάρα πολύ στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου η εμπλοκή της Εκκλησίας με το κράτος ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη. Το ιερονομικό δίκαιο των μουσουλμάνων (Σαρία) δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «νομικών προσώπων» με τη σημερινή έννοια. Αναγνώριζε όμως πρόσωπο, δηλαδή θρησκευτικό αρχηγό, και ήταν αυτός που εκπροσωπούσε τους χριστιανούς υπηκόους (ραγιάδες, δηλαδή τους υπόχρεους καταβολής φόρου). Δεν είναι όμως μόνο το οικονομικό στοιχείο που συνέδεε τον εκκλησιαστικό θεσμό με την κοινωνία: είναι και το δικαιικό πλαίσιο που είχε αναγνωριστεί στην Εκκλησία από τον κατακτητή, για να διέπει την εσωτερική ζωή και κυρίως τις σχέσεις με το ποίμνιό της. Είναι τα μεγάλα τμήματα του βυζαντινού δικαίου που επέζησαν της κατάκτησης και παρείχαν ευρύ πεδίο επάνω στο οποίο διασταυρώνονταν οι ανάγκες του καθημερινού βίου των χριστιανών με τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα της Εκκλησίας. Αυτό το νομικό πλαίσιο ενισχύθηκε ως προς την εκτελεστική του αποτελεσματικότητα με το επιτίμιο του αφορισμού, που στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας εξελίχθηκε σε ποινή που κράδαινε η Εκκλησία για κάθε είδους παράβαση. Και αν ισχυριστεί κάποιος ότι αυτό μπορεί να ήταν μηδενικό για κάποιον που δεν πίστευε, σημειώνουμε ότι ο αφορισμός ήταν κοινωνικός αποκλεισμός κι έτσι λειτουργούσε (η απειλή αφορισμού) ως προληπτικό και διορθωτικό μέσον. Γι’ αυτούς δε που τολμούσαν να χαράξουν άλλη γραμμή πλεύσης, στα εκτός ορθοδοξίας νερά, λειτουργούσε ως μέσον εξόντωσης!

Επικαρπία και επιστασία

Στην καθαρά εκκλησιαστική – εσωτερική διοικητική ζωή της, η Εκκλησία είχε και άλλες αρμοδιότητες: στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους αναπτύχθηκε ένας θεσμός που στην τουρκοκρατία πήρε μεγάλες διαστάσεις και άνοιξε ένα ακόμη παράθυρο ελέγχου του λαϊκού στοιχείου. Ο Πατριάρχης είχε δικαίωμα να απονέμει σε λαϊκούς την επιστασία και την επικαρπία κάποιων χριστιανικών οικισμών. Αυτοί που έπαιρναν αυτό το δικαίωμα εισέπρατταν τα εκκλησιαστικά εισοδήματα και ανέθεταν την πνευματική επιστασία σε ιερωμένους που οι ίδιοι επέλεγαν. Ο θεσμός αυτός, καθώς ήταν απαγκιστρωμένος από το υπόλοιπο διοικητικό σύστημα, προσέφερε στον Πατριάρχη, με προσωπικούς χειρισμούς, να ανταμείβει ορισμένα μέλη της κοινωνίας για τις υπηρεσίες τους προς αυτόν και το Πατριαρχείο. Επίσης, το Πατριαρχείο αποφάσιζε για τα όρια των εκκλησιαστικών περιφερειών του, παραχωρούσε προνόμια σε μοναστήρια, εξέλεγε τα στελέχη της Εκκλησίας. Δηλαδή, είχε επιτύχει να διατηρήσει ,και σε κάποιες περιπτώσεις να διευρύνει, τις αρμοδιότητες που είχε κατά τη βυζαντινή εποχή, με μια σημαντική διαφορά: καθώς, όπως προείπαμε, η έννοια του νομικού προσώπου ήταν άγνωστη στο μουσουλμανικό δίκαιο, η Υψηλή Πύλη αναγνώριζε όχι τον θεσμό αλλά το πρόσωπο. Για τον σουλτάνο ο Πατριάρχης ήταν «μιλέτ μπασίς», δηλαδή γενάρχης-αρχηγός του γένους και άρα, σαν αρχηγός ήταν υπεύθυνος απέναντί της. Γι’ αυτό όποτε συνέβαινε αναταραχή, εξέγερση κ.λπ., την πλήρωνε πάντα ο πατριάρχης, όπως συνέβη στα Ορλωφικά (που αποπέμφθηκε ο πατριάρχης Μελέτιος Β΄, αφού προηγήθηκαν βιαιοπραγίες εις βάρος του και σε πρόσωπα του Πατριαρχείο) ή στην εξέγερση του 1821 (με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε΄ παρά το γεγονός ότι την είχε αφορίσει). Τέλος, το Πατριαρχείο είχε αναλάβει έναν ακόμη ρόλο, που ήταν ίσως συνέπεια της μοναρχικής δομής του οθωμανικού κράτους: να εκλέγει τους προκαθήμενους των άλλων Πατριαρχείων της Ανατολής που βρίσκονταν στην επικράτεια της αυτοκρατορίας. Πέραν αυτών, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το modus Vivendi μεταξύ Πατριαρχείου και Οθωμανών, που είχε επιτευχθεί κατά τον 15ο αιώνα, εκτός από τα προνόμια, παρείχε και υποχρεώσεις στην Εκκλησία. Όταν η Πύλη είχε συγκρούσεις, ιδίως με άλλα χριστιανική κράτη, το Πατριαρχείο έπρεπε να επωμίζεται μέρος των πρόσθετων κρατικών δαπανών που επέβαλλαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και παράλληλα να επιδεικνύει την απαρέγκλιτη νομιμοφροσύνη του απέναντι στην αυτοκρατορία.

Οι εγκύκλιοι

Το Πατριαρχείο μέσω εγκυκλίων προσπαθούσε να κρατήσει τα κεκτημένα προνόμιά του στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παράλληλα να μην διακινδυνεύσει το πρόσωπο του πατριάρχη. Από τον Απρίλιο του 1769 ο πατριάρχης Θεοδόσιος Β΄ έσπευσε να επιδείξει νομιμοφροσύνη στον σουλτάνο, στέλνοντας παραινετικές εγκυκλίους στους χριστιανούς, με τις οποίες τους απέτρεπε να συμμετάσχουν σε κινήματα κατά των Οθωμανών. Ίσως το πιο κομβικό σημείο μέχρι την έναρξη της εξέγερσης του 1821 είναι το 1770 και τα Ορλωφικά. Η αρχή του 1770 βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε πόλεμο με τη Ρωσία. Αυτή τη φορά ο εχθρός της Πύλης ήταν ομόδοξος με τους χριστιανούς υπηκόους της, τους οποίους μάλιστα παρακινούσε σε εξεγέρσεις. Κάποια τμήματα των χριστιανικών πληθυσμών προθυμοποιήθηκαν να ακολουθήσουν τα κελεύσματα της Ρωσίας. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε σε αμηχανία ανάμεσα στην υποχρέωση νομιμοφροσύνης που είχε απέναντι στην Πύλη και στο ενδεχόμενο νίκης των ορθοδόξων Ρώσων, που θα του απέφερε εύλογα ωφελήματα. Ο σουλτάνος φρόντισε με τον τρόπο του να υπενθυμίσει το καθήκον νομιμοφροσύνης, αποπέμποντας τον πατριάρχη Μελέτιο Β΄ ως υπεύθυνο που δεν κατάφερε να αποτρέψει τις εξεγέρσεις. Οι Ρώσοι όμως βρήκαν ένα άλλο αντίδοτο στις πατριαρχικές εγκυκλίους. Το 1771 φυλλάδια γραμμένα από Έλληνες, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Αντώνης Γκίκας, ιδίως όμως κείμενα γραμμένα από τον Βολταίρο και μεταφρασμένα στα ελληνικά, τυπώθηκαν στην Αγία Πετρούπολη και στάλθηκαν στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος ήταν η προβολή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ σε υπέρμαχο του πολιτισμού και των δικαιωμάτων των υπόδουλων ορθοδόξων χριστιανών. Την προηγούμενη χρονιά (1770) είχε μεταφραστεί και τυπωθεί στα ελληνικά η «Εισήγισίς» της, ένα κείμενο εμπνευσμένο από το έργο του Μοντεσκιέ «Περί του πνεύματος των νόμων». Όλα αυτά ουσιαστικά σηματοδοτούσαν ένα νέο μοντέλο, τον «φωτισμένο δεσποτισμό», που θα προστάτευσε τους ορθόδοξους και ο οποίος ερχόταν ως πολιτική απάντηση στον σκληρό, σχεδόν βάρβαρο δεσποτισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό τον κίνδυνο το Πατριαρχείο ήταν υποχρεωμένο φύσει και θέση να αναχαιτίσει. Αλλά, οι εγκύκλιοι του Πατριαρχείο δεν εύρισκαν πάντα ευήκοα ώτα. Πολύ δε περισσότερο σε αξιωματούχους, ακόμη και εκκλησιαστικούς που είχαν απολέσει τη θέση τους. Αυτό συνέβη και με τον πατριάρχη Σεραφείμ Β΄, ο οποίος περιέπλεε το Αιγαίο επάνω σε ρώσικο πλοίο προτρέποντας τους χριστιανούς να εξεγερθούν στο πλευρό των Ρώσων. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), που σήμανε και το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου, διεθνοποίησε κάπως το θέμα των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, αφού η Πύλη ανέλαβε την υποχρέωση έναντι της Ρωσίας να προστατεύει τη θρησκευτική πίστη και τους τόπους λατρείας των χριστιανών. Κατά την υπογραφή της Συνθήκης, πατριάρχης στη θέση του Θεοδοσίου Β΄ ήταν, από τις 17 Νοεμβρίου 1773, ο Σαμουήλ Χαντζερής, ο οποίος παρέμεινε ένα χρόνο, μέχρι την παραμονή Χριστουγέννων του 1774. Όμως το 1778 ξέσπασε και πάλι ρωσοτουρκικός πόλεμος. Η Εκκλησία ακολούθησε τη δοκιμασμένη συνταγή επίδειξης νομιμοφροσύνης: έστειλε εγκυκλίους προσπαθώντας να αποτρέψει τους χριστιανούς να σταθούν στο πλευρό των Ρώσων, ενώ ο πατριάρχης Προκόπιος προσπάθησε να ικανοποιήσει το αίτημα της Πύλης, να προσφέρει οπλισμό και το ποίμνιό του. Ουσιαστικά η απαίτηση του σουλτάνου είχε σκοπό τον αφοπλισμό των χριστιανών. Το αίτημα δεν βρήκε ανταπόκριση, ο Προκόπιος κλήθηκε να επανέλθει ζητώντας από τους χριστιανούς να καταθέσουν έστω και έναντι χρημάτων τα όπλα τους στην οθωμανική διοίκηση, ενώ στρατολογήθηκαν χιλιάδες χριστιανών. Το 1798 η Πύλη κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλική Δημοκρατία, που ήταν άκρως επικίνδυνη γι’ αυτήν, διότι χρησιμοποιούσε επαναστατικές ιδέες, προκριμένου να παρασύρει τους λαούς της Ανατολής σε εξέγερση. Η Εκκλησία ακολουθούσε, όπως πάντα, τις επιθυμίες του οθωμανικού κράτους. Ένα χρόνο πριν (1797) η Πύλη έστειλε μια διαταγή στον Πατριάρχη και του θύμιζε τις υποχρεώσεις του: «Να φροντίζεις αδιαλείπτως εις το να συνάζης μέσα περιποιητικά της ευταξίας του μιλλετίου σου, και να μην λείπης με συμβουλάς και παραινέσεις τού να διδάσκης πάντας τους βασιλικούς ραγιάδες τα της υπακοής των χρέη».

Ο νομιμόφρων Γρηγόριος Ε΄

Την υπεράσπιση της θρησκείας του και μαζί τα της νομιμοφροσύνης χρέη ανέλαβε να διεκπεραιώσει ο Πατριάρχης των ορθοδόξων χριστιανών, Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος τον Απρίλιο του 1797 είχε εκλεγεί στον πατριαρχικό θρόνο. Έστειλε εγκυκλίους προς το ποίμνιό του, όχι μόνο του εντός συνόρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και στα Επτάνησα. Συμβούλευε να μην δελεαστούν από τις επαναστατικές ιδέες που οδηγούν στην αθεΐα, τις οποίες πρόβαλλε ο εχθρός της αυτοκρατορίας, και να μην συμπράξουν με αυτόν. Η άλλη ενέργειά του ήταν να συγγράψει ένα απολογητικό κείμενο υπεράσπισης του ορθόδοξου δόγματος, το οποίο θα λειτουργούσε ως ανάχωμα κατά των νέων ιδεών. Στην προσπάθεια πήγαν να τον συνδράμουν απρόσκλητοι οι λεγόμενοι «κολλυβάδες», συγγράφοντας δύο βιβλία κατά των «αθεωτάτων λιμπερτίνων», την Πατρική Διδασκαλία και την Απολογία Χριστιανική (1798). Και καθώς τα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα απειλούσαν την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας και οι ιδέες περί ελευθερίας και ισότητας υπέσκαπταν τα θεμέλιά της, ήλθε ο διάδοχος του Γρηγορίου, πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄, να αποστείλει το 1799 δυο νέες εγκυκλίους, ζητώντας από τους χριστιανούς να απορρίψουν «τα εξωλέστατα βιβλίδια» που διακινούν πράκτορες Γάλλοι «διερεθίζοντας τους απλουστέρους των χριστιανών». Αυτό που δεν υπολόγισε όμως ήταν ότι οι συσχετισμοί αλλάζουν, όπως έγινε και τότε: ο σουλτάνος Σελίμ Γ΄ συμμάχησε με τους Γάλλους και κήρυξε τον πόλεμο στους πρώην συμμάχους τους, Ρώσους. Όμως από τον Σεπτέμβριο του 1806 στο τιμόνι του Πατριαρχείου βρίσκεται (για δεύτερη φορά) ο Γρηγόριος Ε΄. Τον Νοέμβριο του 1806 εκδίδει εγκύκλιο με την οποία προτρέπει τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου, που είχαν καταφύγει στην προστασία των ομοδόξων του Ρώσων, να επανέλθουν στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Την ίδια εποχή στο προσκήνιο εισέρχεται και η Αγγλία, η οποία διεκδικεί, όπως και άλλες δυνάμεις, το ζωτικό χώρο της αυτοκρατορίας. Και στην περίπτωση αυτή, τα της νομιμοφροσύνης προς τους Οθωμανούς χρέη της Εκκλησίας εκδηλώνονται και πάλι από τον Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος σπεύδει να συμβάλει για την οχύρωση της απειλούμενης από τον αγγλικό στόλο Κωνσταντινούπολη. Τη δεκαετία πριν από το ’21 η Οθωμανική αυτοκρατορία συνταράσσεται από πολιτικά γεγονότα, όπως η επανάσταση των Σέρβων, του Αλή Πασά κ.λπ. Στο εσωτερικό δημιουργείται κλίμα αβεβαιότητας και καχυποψίας όλων έναντι όλων. Το κλίμα αυτό θα επηρεάσει αποφασιστικά και την τύχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Κοινωνία και Εκκλησία

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η Εκκλησία υποχρεώθηκε από πολύ νωρίς, στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, να αποτελέσει και πεδίο οικονομικής δραστηριότητας λόγω των φορολογικών υποχρεώσεών της έναντι της Πύλης. Πεδίο στο οποίο η ανάμειξη του λαϊκού στοιχείου ήταν επιβεβλημένη και επιθυμητή, καθώς η μη έγκαιρη καταβολή των φόρων είχε σαν συνέπεια την απομάκρυνση του Πατριάρχη. Έτσι, δημιουργήθηκαν πλέγματα κοινωνικών συμμαχιών, συμφερόντων κ.λπ. με κυρίαρχους τους Φαναριώτες. Τα πάντα λειτουργούσαν στο πλαίσιο και με τους όρους που έθεταν οι Τούρκοι. Η ύπαρξη κοινότητας τόσο στις επαρχίες όσο και στο κέντρο της αυτοκρατορίας προϋπέθετε την ύπαρξη ναού ως αποδεικτικού στοιχείου της λαϊκής αποδοχής της χριστιανικής ιδιότητας μέσω της συμμετοχής στη λατρεία. Δηλαδή, ο λαός έπρεπε να πηγαίνει στην εκκλησία για να τεκμηριώνει την ύπαρξη κοινότητας. Χωρίς ναό και θέση ιερέα, οι χριστιανοί μιας περιοχής υποχρεώνονταν ή να εξισλαμιστούν ή να μετοικήσουν, ώστε να απαρτίσουν ενορία. Αλλά και η Εκκλησία δεν προέβλεπε διοικητικές θέσεις χωρίς προηγούμενη ενυπόγραφη δήλωση των χριστιανών μιας περιοχής. Μάλιστα, ήταν αδύνατο να προβιβάσει μία επισκοπή σε μητρόπολη ή αρχιεπισκοπή χωρίς τη συγκατάθεση του ποιμνίου. Αυτή η στενή αλληλεξάρτηση προέκυψε αναγκαστική, αφού ο κλήρος μισθοδοτείτο από τον λαό και ο λαός αποκτούσε δικαίωμα διαφοροποίησης από τους μουσουλμάνους, επειδή ακριβώς ανήκε στο εκκλησιαστικό σύστημα. Φυσικά, η Εκκλησία ούτε μπορούσε ούτε διανοήθηκε ποτέ να δημιουργήσει «ελληνική εθνική προπαγάνδα», την οποία άλλωστε δεν είχε ποτέ μέχρι τότε υιοθετήσει. Όχι μόνο γιατί ο φυλετισμός αντίκειται στους Κανόνες της, αλλά γιατί κυρίως το κοινωνικό στερεότυπο ήταν διαφορετικό και η εθνική ιδεολογία αγνοείτο στην Ανατολή, ως δυτικό σύστημα σκέψης. Οι λαοί εκεί διαβιούσαν ακόμη σε προαστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ούτε, λοιπόν, υπέρ ούτε κατά των Ελλήνων (ή άλλης εθνότητας) μπορούσε να ταχθεί το Πατριαρχείο, γιατί δεν είχε συλλάβει μέχρι και τον 18ο αι. το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «έθνος». Πέραν όλων τούτων, η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σκληρή: η Εκκλησία οχυρωμένη πίσω από τον δογματισμό της δεν επιθυμούσε αλλαγές στο υπάρχον status quo που είχε διαμορφωθεί από την εποχή της Άλωσης, παρά τις κατά καιρούς βαρβαρότητες των Τούρκων. Συμπτωματικά και η οθωμανική εξουσία δεν επιθυμούσε αλλαγές και, όπως κάθε εξουσία, ήθελε με κάθε τρόπο να διατηρηθεί η ηρεμία στην επικράτειά της. Σε αυτή την προσπάθεια έβρισκε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σύμμαχο το Πατριαρχείο. Εδώ οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι η στάση μελών του λοιπού κλήρου δεν ήταν πάντα όμοια με αυτήν της κεφαλής της Εκκλησίας. Παράδειγμα είναι ο Ξεσηκωμός του 1821, που ενώ αφορίστηκε από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, δηλαδή από την επίσημη Εκκλησία, ο χαμηλόβαθμος κλήρος σε μεγάλο ποσοστό συμμετείχε. Προκειμένου, λοιπόν, η Πύλη να διατηρεί την ηρεμία της, παραχωρούσε «μη νομικά» (άλλωστε η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν φημίζεται για τις νομικές κατακτήσεις της) προνόμια στην Εκκλησία. Για παράδειγμα, οι καλόγεροι του Αγ. Όρους, από τις αρχές του 18ου αι., είχαν επιτύχει ακόμη και εξώσεις των αγάδων – διοικητών του όρους που κατοικούσαν στις Καρυές. Μεγάλη απόδειξη αυτού είναι η τεράστια ακίνητη περιουσία που κατείχε η Εκκλησία μετά την απελευθέρωση. Περιουσία που δεν χρειάστηκε ιδρώτας ν’ αποκτηθεί: της δόθηκε από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και διατηρήθηκε στην Τουρκοκρατία. Ένα σύγχρονο παράδειγμα: σήμερα, η Μονή Βατοπεδίου επικαλείται, μεταξύ άλλων, και τους εξής τίτλους για τη λίμνη Βιστωνίδα: 1. Χρυσόβουλλο του Νικηφόρου Βοτανειάτου, έτους 1080. 2. Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, του 1329. 3. Χρυσόβουλλο Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, του 1356. 4. Χρυσόβουλλο Ιωάννου Ούγκλεση, του 1369. 5. Χρυσόβουλλο Ιωάννου Ούγκλεση, έτους 1371. 6. Τακρίριο (σ.σ. αναφορά) πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου Ζ΄, έτους 1791. 7. Συνοδική επιστολή πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ της 16.8.1808 προς τον μητροπολίτη Ξάνθης. «Επίσημο αντίγραφο επικυρωμένο από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους». 8. Συνοδική επιστολή πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ της 17.8.1808 προς τη μονή Βατοπεδίου, κ.ά.

ΠΗΓΕΣ:

-Δ.Γ. Αποστολόπουλου. «Η Γαλλική Επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη ελληνική κοινωνία. Αντιδράσεις στα 1789», Αθήνα, 1989.

-Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800», ζ΄ έκδοση, Αθήνα 1995.

-Φ. Ηλιού, «Τύφλωσον Κύριε τον λαόν Σου», Αθήνα 1988.

-«Η ιστορία του νέου Ελληνισμού 1770-2000», εκδ. Ελληνικά Γράμματα.

ΛΕΖΑΝΤΕΣ

1.    Ο Βολταίρος υπήρξε από τις σημαντικότερες μορφές του Διαφωτισμού, του οποίου οι ιδέες αναθεματίζονταν από το Πατριαρχείο.

2.    Πατριαρχικό σιγίλιο του Ιερεμία Β΄ του Τρανού (1536-1595) υπέρ της μονής Σιμωνόπετρας.

3.    Η σφραγίδα του πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄, ιδρυτή της Αθωνιάδας Σχολής.

4.    Έγγραφο προς την Υψηλή Πύλη σχετικά με την πρώτη εκλογή του Γρηγορίου Ε΄ ως πατριάρχη (1797), που φέρει υπογραφές των μητροπολιτών του Πατριαρχείου. Το κείμενο και οι υπογραφές είναι στην παλαιο-τουρκική γραφή.

5.    Ο Γρηγόριος Ε΄ αναδείχθηκε πατριάρχης τρεις φορές (1797-1798, 1806-1808, 1818-1821). Παρά το γεγονός ότι επέδειξε νομιμοφροσύνη απέναντι στην οθωμανική εξουσία και αφόρισε τον Ξεσηκωμό των Ελλήνων, οι Τούρκοι τον απαγχόνισαν θεωρώντας τον υπεύθυνο σαν επικεφαλής των χριστιανών.