Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΟΤΑΝ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΠΟΚΟΠΗΚΕ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

Πώς ο αδογμάτιστος στοχασμός
κατάντησε φλύαρη μεταφυσική
κι άνοιξε το δρόμο στο χριστιανισμό


Οι φυσικοί φιλόσοφοι θεωρούσαν ως επιστέγασμα των επινοήσεων, των θεωριών και των παρατηρήσεών τους τη διατύπωση φιλοσοφικών δοξασιών για γενικότερη ερμηνεία και κατανόηση του Κόσμου. Οι βάσεις όμως, όπου στηρίζονταν για τη διατύπωσή τους, ήταν οι έρευνες επί των φυσικών φαινομένων, για τις οποίες απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η άριστη γνώση των Μαθηματικών και των άλλων Θετικών Επιστημών. Όλοι ανεξαιρέτως οι Φυσικοί φιλόσοφοι εξ άλλου ήταν πρωτίστως πανεπιστήμονες.
 
Οι φιλοσοφικές σχολές από τον γ΄ αι. π.Χ. κι έπειτα όμως, με δεδομένες τις νέες πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες, που διαμορφώνονταν, επιχείρησαν κυρίως να επιλύσουν προβλήματα του κοινωνικού βίου εξοβελίζοντας τα Μαθηματικά, τα οποία θεωρούσαν άχρηστα. Αποκόπηκαν όμως έτσι από την κατανόηση της Φύσης, οπότε άρχισαν να εισάγουν σταδιακά στις θεωρίες τους στοιχεία μεταφυσικής.
 
Η Φιλοσοφία άρχισε να εκφυλίζεται κι οι –πλέον μόνο κατʼ όνομα– φιλόσοφοι αναλώνονταν σε φλυαρίες, ενώ στο τέλος κατέληξαν να ασχολούνται με το μυστικισμό κι έτσι άνοιξαν διάπλατο το δρόμο για τον τέλειο εκφυλισμό της με την τελική επικράτηση του χριστιανισμού, οπότε η «Φιλοσοφία» κατάντησε θεραπαινίδα της Θεοκρατίας.
 



Πεποίθηση του Πλάτωνα ήταν, ότι τα Μαθηματικά, η Γεωμετρία και η Στερεομετρία, την οποία ανέπτυξε στον «Θεαίτητο», αποτελούν τις βάσεις, για να κατανοήσουμε τη Φύση. Οι ιδέες και οι μορφές της Φύσης έχουν στον «Τίμαιο» μαθηματικό και πυθαγόρειο χαρακτήρα. Η ύλη βρίσκεται τακτοποιημένη σύμφωνα με μαθηματική νομοτέλεια.

 
Απόδειξη: Η έκρηξη στη σκέψη
Η μεγάλη στροφή στην εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, που έδωσε περιεχόμενο στην έννοια του όρου επιστήμη, οφείλεται στην επινόηση της απόδειξης στα Μαθηματικά, που αποδίδεται στο Θαλή τον Μιλήσιο. Η επινόηση της απόδειξης δεν αποτελεί μόνο την βάση, επί της οποίας θεμελιώθηκε η ίδρυση της Μαθηματικής Επιστήμης. Αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ανθρωπίνου πνεύματος, που εξασφάλισε τη σιγουριά του τρόπου, με τον οποίο καταλάβαινε την φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, και τον απάλλαξε από τις φαντασιώσεις της μεταφυσικής και τις πλάνες της δεισιδαιμονίας, έγινε δυνατή η γέννηση της αξιόπιστης γνώσης, και από τότε άρχισε η δημιουργία των επιστημών με τη σημερινή έννοια του όρου επιστήμη.
 
Ένας εγκέφαλος, που έχει μάθει να σκέφτεται μαθηματικά και να επιζητά απόδειξη για κάθε μαθηματική ή μη πρόταση δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί για παράδειγμα, πως ένας άνδρας με φτερά κατέβηκε από τον ουρανό, έδωσε ένα κρίνο σε μία εβραιοπούλα, για να μείνει έγκυος, που ύστερα γέννησε ένα γιό, διατηρώντας όμως την παρθενιά της, ο οποίος γυιός είναι και γυιός ενός θεού, που ζει μαζί με ένα περιστέρι στον ουρανό κι έχει δημιουργήσει τους ανθρώπους, τα ζώα, το ηλιακό σύστημα, τους άπειρους γαλαξίες κι όλο το Σύμπαν.

    
Ο Πλάτων ως φιλόσοφος πρέσβευε, ότι, για να γίνει κάποιος φιλόσοφος έπρεπε να γνωρίζει Μαθηματικά.Στο υπέρθυρο της Ακαδημίας του υπήρχε η επιγραφή: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μου την στέγην», δηλαδή δεν επιτρεπόταν να φοιτήσει κανείς στην Ακαδημία, εάν δεν γνώριζε Γεωμετρία, τουτέστιν Μαθηματικά. Όταν κάποιος νέος εξέφρασε την επιθυμία να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ακαδημία, ο Ξενοκράτης, ο οποίος υπήρξε μετά τον Πλάτωνα και τον Σπεύσιππο διευθυντής της Ακαδημίας, τον ρώτησε, εάν γνωρίζει Γεωμετρία. Στην αρνητική απάντηση του είπε: «Πορεύου λαβάς γαρ ουκ έχεις φιλοσοφίας», δηλαδή πήγαινε, δεν έχεις την απαιτούμενη προπαίδεια, για να μάθεις Φιλοσοφία (Διογ. Λαερτ., ΙV, 10).

    
Ο Θέων ο Σμυρναίος, συγγραφέας του β΄ αι. μ.Χ., στην εισαγωγή πραγματείας του ερμηνευτικής των πλατωνικών διαλόγων λέει, ότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς καλά τους διαλόγους του Πλάτωνος, εάν δεν έχει λάβει ιδιαίτερη μαθηματική προπαιδεία. («Περί των κατά το μαθηματικόν χρησίμων εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν».)

    
Αν και δεν είναι γνωστός σαν μαθηματικός ο Πλάτων, του αποδίδονται πολλές μαθηματικές ανακαλύψεις. Μεταξύ αυτών αναφέρεται η λύση του Δηλίου Προβλήματος (διπλασιασμού του κύβου) και η εύρεση τριάδων ακεραίων αριθμών, που επαληθεύουν το Πυθαγόρειο Θεώρημα. Επειδή στην Ακαδημία του Πλάτωνος καλλιεργούνταν πολύ τα Μαθηματικά ως μέσο αγωγής στην Φιλοσοφία, η κατασκευή των πέντε κανονικών πολυέδρων, δηλαδή του τετραέδρου, του κύβου, του οκταέδρου, του δωδεκαέδρου και του εικοσαέδρου, αποδίδονται από πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς στον Πλάτωνα. Ονομάζονταν δε τα πολύεδρα αυτά Πλατωνικά Σχήματα.
 

 


 

Το ότι ο Πλάτων πίστευε βαθύτατα, ότι, για να ασχοληθεί κάποιος με την Φιλοσοφία, πρέπει να γνωρίζει Μαθηματικά, φαίνεται εκ του ότι στους περισσότερους διαλόγους του έχει μνημονεύσει πολλές μαθηματικές προτάσεις.

Μεταγενέστεροι συγγραφείς αποδίδουν μεγάλες μαθηματικές ανακαλύψεις στον μαθηματικό της Ακαδημίας του Πλάτωνος, τον Θεαίτητο. Σώζεται το εξής σχόλιο του Άραβα μαθηματικού Αμπού Οτμάν (ι΄ αι. μ.Χ.) στην Αραβική Γλώσσα επί του Χ «Βιβλίου των Στοιχείων» του Ευκλείδη: «Ο σκοπός του Χ  «Βιβλίου των Στοιχείων» είναι η έρευνα των συμμέτρων και ασυμμέτρων. Η θεωρία αυτή έχει την αρχή της στη Σχολή του Πυθαγόρα και αναπτύχθηκε σπουδαία από τον Θεαίτητο τον Αθηναίο, ο οποίος επέδειξε στον κλάδο αυτό, όπως και σε άλλους κλάδους των Μαθηματικών, τέτοια οξύνοια, ώστε δίκαια να προκαλεί το θαυμασμό. Εξ άλλου αυτός υπήρξε εξόχως προικισμένη διάνοια και αφοσιώθηκε με ευγενή ζήλο στην έρευνα της αλήθειας, που περιέχεται στις επιστήμες, όπως αυτό επιμαρτυρείται από τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνος.»
 
Επειδή ο Πλάτων ήθελε πάντοτε σαφή και ακριβή ορισμό για κάθε έννοια, εισήγαγε στη σπουδή των Μαθηματικών την ακρίβεια των μαθηματικών ορισμών και των μαθηματικών προτάσεων, πράγμα το οποίο θεωρείται μεγάλη συμβολή στην έρευνα και την πρόοδο της Μαθηματικής Επιστήμης.
 
Ο Πρόκλος, στα σχόλιά του επί του πρώτου βιβλίου των «Στοιχείων» του Ευκλείδη, αναφέροντας τους σπουδαιότερους μαθηματικούς από τον Θαλή, γράφει τα ακόλουθα για τον Πλάτωνα: «Ο Πλάτων δε ελθών μετʼ αυτούς συνέβαλε στη μέγιστη ανάπτυξη και των άλλων μαθημάτων και της Γεωμετρίας, ένεκα των ερευνών σε αυτά, όπως είναι φανερό και από τις μαθηματικές προτάσεις, τις οποίες έχει κατασπείρει στα συγγράμματά του, εις τα οποία παντού διεγείρει δια των Μαθηματικών την έφεση στην φιλοσοφική θεώρηση

Το ότι τα Μαθηματικά είναι μέσο προς εισαγωγή στην Φιλοσοφία, της οποίας είναι μάλιστα προπαιδεία, φαίνεται σε πολλούς πλατωνικούς διαλόγους. Ενδεικτικά αναφέρεται ο διάλογος «Μένων» μεταξύ του Σωκράτη και του θεσσαλού στρατηγού Μένωνος, που λαμβάνει χώρα στην αμμώδη ακτή του Ιλισσού παρά το Στάδιο, στην οποία ο Σωκράτης χαράσσει με τη ράβδο του γεωμετρικά σχήματα. Πεποίθηση του Πλάτωνα ήταν, ότι τα Μαθηματικά, που ανέπτυξε στον «Θεαίτητο», αποτελούν τις βάσεις, για να κατανοήσουμε την Φύση. Οι ιδέες και οι μορφές της Φύσης έχουν στον «Τίμαιο» μαθηματικό και πυθαγόρειο χαρακτήρα. Η ύλη βρίσκεται τακτοποιημένη σύμφωνα με μαθηματική νομοτέλεια.

 
Όπου αναπτύσσονται τα Μαθηματικά οπισθοχωρεί η Θεοκρατία
Το δέος, που προξενούσε στους αρχαίους λαούς ένα έντονο φυσικό φαινόμενο, όπως π.χ. η εξαφάνιση του ηλιακού φωτός κατά την έκλειψη του Ηλίου, τους έκανε να πιστεύουν, ότι ο κόσμος κυβερνάται από θεϊκές δυνάμεις και κάθε τι, που συνέβαινε, οφειλόταν σε άμεση βούλησή τους. Τυχαία περιστατικά και η ανάγκη ικανοποίησης πρωταρχικών αναγκών ωδήγησαν σε στοιχειώδεις ανακαλύψεις, που είχαν άμεση σχέση με την πρακτική μονάχα ζωή. Οι οποιεσδήποτε γνώσεις τους βρίσκονταν σε άμεσο συσχετισμό με τις θρησκευτικές τους προκαταλήψεις και δοξασίες. Τις θεοκρατικές αυτές αντιλήψεις γκρέμισαν οι φυσικοί φιλόσοφοι, που στάθηκαν πρωτοπόροι. Τράβηξαν με ορμή εμπρός γκρεμίζοντας ιεροκρατούμενα κάστρα, μέσα στα οποία κλειδώνεται και μουχλιάζει η ανθρώπινη σκέψη κι έθεσαν τις βάσεις των θεωριών περί Κοσμογονίας, τις οποίες ακολουθεί και καλλιεργεί η σύγχρονη επιστήμη.
 
Η Φιλοσοφία ξεκίνησε στην Ιωνία τον στ΄ αι. π.Χ.. Πρώτος ο Θαλής ο Μιλήσιος απομακρύνθηκε τελείως από τις θρησκευτικές παραδόσεις στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τα πράγματα του Κόσμου. Αφορμώμενος από τη σκέψη, ότι με την παρατήρηση και την έρευνα των φυσικών φαινομένων θα είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση στο κοσμογονικό πρόβλημα, που απασχολεί το ανθρώπινο πνεύμα, χάραξε νέους δρόμους για την θεώρηση των πραγμάτων του Κόσμου κι έθεσε έτσι τις βάσεις της σύγχρονης επιστήμης μακριά από κάθε θρησκευτική επιρροή. Από τότε ο στοχασμός, απολυτρωμένος από τη θρησκευτικο-θεοκρατική αντίληψη της δημιουργίας του Κόσμου, αναζήτησε να βρει μια άλλη ερμηνεία, μια διαφορετική απάντηση, με ορθολογισμό και συστηματικότητα.
 
Ο Θαλής δίδασκε, ότι η έκλειψη Ηλίου προέρχεται από την είσοδο της Γης στη σκιά, την οποία ρίπτει η Σελήνη φωτιζόμενη από τον Ήλιο. Το 585 π.Χ. είχε προβλέψει μήνες πριν με ακρίβεια μία έκλειψη Ηλίου. Επιτυχής πρόβλεψη μιας έκλειψης όμως προϋποθέτει άριστη γνώση του Ηλιοκεντρικού Συστήματος, των αποστάσεων Γης-Ήλιου, Γης-Σελήνης, των τροχιών τους, των ταχυτήτων τους κ.λπ., προηγμένων δηλαδή επιστημονικών γνώσεων, οι οποίες οπωσδήποτε προϋποθέτουν ανεπτυγμένα Μαθηματικά.



 

Ο Θαλής ο Μιλήσιος δεν ξεχώριζε την Φιλοσοφία από τα Μαθηματικά και τις άλλες επιστήμες.

Χωρίς Μαθηματικά ο άνθρωπος θεοποιεί το δέος και τον φόβο, που του προξενούν τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, οπότε αναπτύσσεται η θεοκρατία. Με την βοήθεια των Μαθηματικών, όμως μπορεί να αντιληφθεί, ότι κατά την έκλειψη του Ήλιου π.χ., δεν υπάρχει κανένας θεός (είτε Δίας λέγεται είτε Απόλλων είτε Γιαχβέ κ.τ.λ), που του κρύβει τον Ήλιο, αλλά ότι πρόκειται για ένα απλό φυσικό φαινόμενο. Απελευθερωμένος έτσι από τα θεοκρατικά δεσμά μπορεί να αναπτύξει τις επιστήμες και να απολαύσει τα αγαθά του πολιτισμού.

 
Οι άθεοι φυσικοί φιλόσοφοι
Ο Αναξίμανδρος, που διαδέχθηκε το Θαλή στη διεύθυνση της Σχολής της Μιλήτου, έγραψε πραγματεία «Περί Φύσεως», όπου εισήγαγε στην Φιλοσοφία την έννοια του Απείρου. Αυτό αποτελούσε ένα τεράστιο βήμα του νου από τον αισθητό κόσμο προς τον κόσμο του πνεύματος. Δίδασκε, ότι μοίρα κάθε όντος είναι η επιστροφή στους κόλπους του Απείρου με τον κύκλο γένεση - φθορά. «Ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος λέγει, ότι αρχική ουσία των όντων είναι το άπειρο· διότι από αυτό γίνονται όλα τα πράγματα και εις αυτό καταλήγουν φθειρόμενα. Διʼ αυτό γίνονται πολλοί κόσμοι και πάλιν φθείρονται εις εκείνο από το οποίον έγιναν.» («Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις», πραγματεία του Πλουτάρχου, η οποία από μερικούς αποδίδεται στον  Αέτιο.)
 
Δίδασκε επίσης, ότι στον κόσμο υπάρχει ανακύκλωση σε ορισμένους χρόνους της γένεσης και της φθοράς από την αρχική άφθαρτη ουσία, η οποία χάρη στην κίνηση μετασχηματίζεται σε διάφορα πράγματα. Η φθορά των πραγμάτων είναι απλός μετασχηματισμός τους χωρίς απώλεια της αρχικής ουσίας. Διαβάζοντας τις θεωρίες αυτές του Αναξιμάνδρου, νομίζεις ότι διαβάζεις σύγχρονο βιβλίο Φυσικής και Χημείας, όπου γίνεται μνεία του αξιώματος της αφθαρσίας της ύλης και της ενέργειας και της μετατροπής της ενέργειας σε ύλη και το αντίστροφο. Σε κοινωνίες, όπου έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό η επιστήμη και η φιλοσοφία, είναι αδύνατον να επιβληθούν εξουσιαστικά δόγματα, βασισμένα σε επαγγελίες για αναστάσεις και δεύτερες αιώνιες ζωές... στον ουρανό.
 
Κατάπληξη προξενεί στους σύγχρονους η θεωρία του Αναξίμανδρου, ότι το Παν ήταν πρώτα διάπυρο και ενιαίο, και από αυτό αποκρίθηκαν (διαχωρίστηκαν) οι άλλοι κόσμοι. Η σημερινή επιστήμη δεν είναι σε θέση να προσθέσει τίποτε περισσότερο στη θεωρία αυτή. Δίδασκε επίσης ο Αναξίμανδρος, ότι οι πρώτοι οργανισμοί γεννήθηκαν μέσα στο υγρό στοιχείο, την ιδέα της προσαρμογής στο περιβάλλον και την προέλευση του ανθρώπου από τα ψάρια (Πλουτάρχου «Στρωματείς» 2, Dox. 579). Οι θεωρίες του αυτές ενέπνευσαν το Δαρβίνο και τους μεταγενέστερους βιολόγους, όταν διατύπωναν παρόμοιες θεωρίες για την εξέλιξη των ειδών. Τη διαρκή εξέλιξη και μεταβολή των πραγμάτων δίδασκαν κι άλλοι φιλόσοφοι, όπως κυρίως ο Εμπεδοκλής, ο Αριστοτέλης και ο Ηράκλειτος.
 
Οι από του Θαλή μέχρι του Σωκράτη φιλόσοφοι [άθεοι, απελευθερωμένοι από τα θεοκρατικά πνευματικά δεσμά (θείο=Φύση)], ακολουθώντας τα ίχνη των θεωρήσεων του Θαλή προς ερμηνεία των πραγμάτων στην Φύση και των λειτουργιών της, ωνομάσθηκαν φυσικοί φιλόσοφοι. Όλοι αυτοί οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι υπολογίζονται σε τετρακοσίους. Δυστυχώς η θεοκρατία εξαφάνισε ολοσχερώς τα συγγράμματά τους. Ελάχιστα αποσπάσματά τους διασώθηκαν από μεταγενέστερους συγγραφείς, τα οποία συγκεντρώθηκαν κι εκδόθηκαν από ξένους εκδοτικούς οίκους.
 
Η γέννηση του φιλοσοφικού στοχασμού από τις Επιστήμες
Ας εξετάσουμε, πώς μέσα από τα Μαθηματικά και τις επιστήμες γεννιέται ο φιλοσοφικός στοχασμός παίρνοντας για παράδειγμα την φιλοσοφική ερμηνεία της Θεωρίας της Εξέλιξης, σύμφωνα με την οποία, η κοινωνική ομάδα, η «Πόλη», είναι φυσική οντότητα εμπεριέχουσα τον ξυνό (κοινό, παγκόσμιο) Ηρακλείτειο Λόγο. Δεν είναι σχήμα και γεωγραφικός χάρτης, ούτε ένα απλό σύμβολο. Οι κάτοικοί της δεν είναι απλοί υπήκοοι η συμπολίτες, που τους ενώνουν τυχαία ιστορικά περιστατικά ή γλωσσικά και παραδοσιακά σύμβολα. Η Πόλη είναι Νόμος, που ανάγει τις ρίζες της στον Φυσικό Νόμο. Ως τέτοια είναι συνεχώς εξελίξιμη και ποτέ στατική, ποτέ ελώδης κατάσταση, στάτους κβο. Στο απόσπασμα 84 αναφέρεται: «Μεταβάλλον αναπαύεται και κάματός εστι τοις αυτοίς μοχθείν και άρχεσθαι», δηλαδή είναι μεγάλος κόπος να κοπιάζει κανείς για τους ίδιους άρχοντες και να εξουσιάζεται διαρκώς από τους ίδιους. Ο Ηράκλειτος ήθελε εναλλαγή των αρχόντων, όχι γιατί απέτυχαν, αλλά για να αναπαυθούν.
Οι άρχοντες επί πλέον όφειλαν να γνωρίζουν, ότι η Πόλη ως φυσική οντότητα πρέπει να διοικείται κατά φύση. Γιʼ αυτό ο Πλάτων επισημαίνει στην «Πολιτεία» (473 c-d), ότι η μόνη διέξοδος για την κακοδιοίκηση των πόλεων είναι ή να άρχουν οι φιλόσοφοι ή να φιλοσοφούν οι άρχοντες. («Ή οι φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν ή οι βασιλείς τε νυν λεγόμενοι και δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε και ικανώς, και τούτο εις ταυτόν συμπέση, δύναμις τε πολιτική και φιλοσοφία.»)
 
Από τότε, που επιβλήθηκε το δόγμα της εφʼ άπαξ δημιουργίας του κόσμου από το θεό μέσα σε μια εβδομάδα, που έφτιαξε όλα τα ζώα και τα φυτά μαζί, πριν από 7.500 χρόνια περίπου κι επικράτησε ο χριστιανισμός, η έννοια της εξελικτικότητας εξοβελίστηκε και από την πολιτική σκέψη των ανθρώπων κι αντικαταστάθηκε από το εξουσιαστικό παρά φύση δόγμα της σταθερότητας. Οι κοινωνίες των ανθρώπων διοικούνταν τώρα από την –ελέω θεού– πολιτικοθρησκευτική εξουσία, η οποία δεν είχε κανένα λόγο να επιθυμεί αλλαγές κι εξελίξεις. Ο Απόστολος Πέτρος έδωσε σαφή εντολή υποταγής σε κάθε εξουσία: «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον, είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν» (Α΄Πετρ., β΄13-14).





Ο Δημόκριτος είναι γνωστός μόνον ως φυσικός φιλόσοφος, γιατί η επέκταση της Ατομικής του Θεωρίας στην κοινωνία θα αποτελούσε επικίνδυνη εξέλιξη για το μαζισμό του εξουσιαστικού πνεύματος.

Από τον ιη΄ αιώνα και τους εγκυκλοπαιδιστές προπαρασκευάστηκε κλίμα ευνοϊκό για την ιδέα της εξέλιξης. Τα πνεύματα άρχισαν να απελευθερώνονται σιγά - σιγά από τις θεοκρατικές ψευδοεπιστημονικές προλήψεις. Οι επιστημονικές εργασίες πρόσφεραν καλύτερες γνώσεις περί του θέματος. Οι εξελικτικές θεωρίες του Δαρβίνου δημιούργησαν αμέσως έντονες συζητήσεις μεταξύ των επιστημόνων και των θεολόγων. Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες όλων των δογμάτων -ακόμα και σήμερα- δεν δέχονται, ότι τα αποσπάσματα της «Γένεσης» έρχονται σε αντίθεση με την επιστήμη κι ότι υπάρχει «φυσική» και όχι «θεία» επιλογή. Η δαρβινική διδασκαλία χαρακτηρίστηκε ως αθεϊστική, υλιστική και εξόχως επικίνδυνη για τους κρατούντες κοινωνικούς και βασισμένους στη χριστιανική ηθική θεσμούς.
Εξοβελισμός των Μαθηματικών – εισαγωγή τής μεταφυσικής
Ενώ οι φυσικοί φιλόσοφοι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τον Φυσικό Νόμο στην Πόλη και στον άνθρωπο θεωρώντας τα Μαθηματικά ως προϋπόθεση για την κατανόηση του Κόσμου και την ανάπτυξη της Φιλοσοφίας, οι μετέπειτα φιλοσοφικές σχολές ξεχώρισαν από την Φιλοσοφία κι εξοβέλισαν τα Μαθηματικά και τις άλλες επιστήμες με καταστρεπτικές, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω, συνέπειες.
 
Η αρχή έγινε από τους στωικούς. Οι σημαντικότεροι διδάσκαλοι της στωικής φιλοσοφίας δεν ήταν αθηναίοι, αλλά από την Ασία, οι περισσότεροι ήταν εξοικειωμένοι με το πνεύμα της Ανατολής. Για τον -φοινικικής καταγωγής- Ζήνωνα Κιτιέα, που ίδρυσε τη στωική σχολή γύρω στα 300 π.Χ., βασικό πρόβλημα ήταν η Ηθική. Δίδασκε τη στωικότητα, την καρτερία, την υπομονή και την απάθεια. Περιφρονούσε τα Μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες (Διογ. Λαερτ. VII, 160), λέγοντας, πως είναι άχρηστες γνώσεις. Ενδιαφερόταν γιʼ αυτές μόνον στο μέτρο που εξυπηρετούσαν τις πρακτικές ανάγκες της ζωής.
Ο μεταγενέστερος στωικισμός επί πλέον παραδεχόταν, πως η θεότητα είναι πνεύμα, και πως υπάρχει μία ποιητική αρχή, μια δύναμη τέλεια, ο θεός. Η Φιλοσοφία, η επιστήμη των επιστημών έως τότε, άρχισε με τα χρόνια να καταντάει φλύαρη μεταφυσική. Τα ελεύθερα μυαλά και όλοι όσοι διψούσαν για μάθηση δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από τις διδασκαλίες καμμιάς Σχολής. Σκεπτικιστές, Νεοπυθαγόρειοι, Νεοπλατωνικοί καταπιάνονταν με την ηθική και με μετακόσμια προβλήματα εισάγοντας πολλά μεταφυσικά στοιχεία στις θεωρίες τους. Τέτοιες διδασκαλίες όμως και με ξεκομμένη την Φιλοσοφία από τα Μαθηματικά –συνεπώς κι από την κατανόηση κι εφαρμογή του Φυσικού Νόμου– ελευθέρωσαν το πεδίο για την εισαγωγή οποιασδήποτε μεταφυσικής δοξασίας από την Ανατολή κι αποτέλεσαν τον πρόδρομο και τον πνευματικό τροφοδότη του χριστιανισμού, ο οποίος, όταν αργότερα το επέτρεψαν οι πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, κι έκανε την εμφάνισή του, αποτέλεσε την φυσική εξέλιξή τους ή για την ακρίβεια τον τέλειο εκφυλισμό τους.
 
Στωικοί κατηγορούν τον Αρίσταρχο για ασέβεια
Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος δίδασκε, ότι η Γη δέν είναι θεά καθισμένη ακίνητη στο κέντρο του Κόσμου, αλλά μία μάζα, η οποία, όπως και οι άλλοι πλανήτες, κινείται γύρω από τον άξονά της και από τον Ήλιο. Ο Κλεάνθης, που έγινε αρχηγός της Στοάς μετά το Ζήνωνα [βραδύνους και αργός στις κινήσεις (Διογ. Λαερτ. VII, 170)], προσπάθησε να απορρίψει τη θεωρία της κίνησης της Γης για θεολογικούς και μεταφυσικούς λόγους. Στον «Ύμνο στον Δία» (S.V.F., Ι, 537) αναφέρει, ότι «τα πάντα ελίσσονται γύρω από τη Γη» (στ. 7-8). Στην ουσία δηλαδή δηλώνει ανεπιφύλακτα την άποψή του περί του γεωκεντρικού συστήματος.
 
Κατά συνέπεια, το γεγονός, ότι ο Αρίσταρχος κινούσε την Εστία των θεών και των ανθρώπων, αντιτίθετο στη θέση του Κλεάνθη περί της ακινησίας της Γης, διότι η Γη, στην ουσία η Εστία, αντιπροσώπευε για τους στωικούς την ενότητα της οικογένειας και του κράτους. Παράλληλα, ήταν η συμπαγής εκείνη μάζα, πάνω στην οποία κινείται το ανθρώπινο είδος, υπάρχουν τα ζώα και αναπτύσσονται τα φυτά. Μʼ άλλα λόγια η Εστία ήταν η βάση του Κόσμου. Παράλληλα η Γη ήταν γιʼ αυτούς το κέντρο του Σύμπαντος, το οποίο φαντάζονταν ακίνητο, γύρω από το οποίο περιστρέφονταν οι ουράνιες σφαίρες.
 
Ο Κλεάνθης έφτασε στο σημείο μάλιστα να γράψει ολόκληρο βιβλίο, όπου κατηγορούσε τον Αρίσταρχο τον Σάμιο για ασέβεια, επειδή υποστήριζε τον ηλιοκεντρισμό, αποκαλώντας το σάμιο αστρονόμο άθεο. Ζήτησε μάλιστα από τους αθηναίους να τον καταδικάσουν! Σχετικές πληροφορίες υπάρχουν στον κατάλογο του Διογένη Λαέρτιου («Βίοι Φιλοσόφων», VII, 174), όπου γίνεται αναφορά για μία πραγματεία του Κλεάνθη με τίτλο: «Προς Αρίσταρχον» (δηλαδή εναντίον του Αρίσταρχου), η οποία όμως δεν σώζεται. Από το έργο όμως του Πλούταρχου «Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της Σελήνης» αντλούμε σημαντικές πληροφορίες γιʼ αυτήν (παρ. 923 Α). Συγκεκριμένα ο Πλούταρχος αναφέρει: «Μόνο, φίλε, πρόσεξε μην μας εμπλέξεις σε κατηγορία επί ασεβεία, όπως άλλοτε ο Κλεάνθης ενόμιζε, ότι έπρεπε να κάνει με τον Αρίσταρχο τον Σάμιο και προσκάλεσε γιʼ αυτό όλους τους έλληνες, διότι αυτός (ο Αρίσταρχος) κινούσε του κόσμου την Εστία, όταν προσπαθούσε ο άνθρωπος να διασώσει την ερμηνεία των διαφόρων φαινομένων και δίδασκε, ότι ο Ουρανός μένει ακίνητος, ενώ η Γη κινείται κατά λοξό κύκλο και συγχρόνως γύρω από τον άξονα της

 


Η θεωρία του Αρίσταρχου περί της κίνησης της Γης γύρω από τον ακίνητο Ήλιο ανέτρεπε εντελώς τις θεολογικές περί Εστίας του Κόσμου απόψεις των στωικών, γιʼ αυτό ζήτησαν την καταδίκη του για ασέβεια.

Ο Αρίσταρχος χρειάστηκε μάλλον να διαφύγει στην Αλεξάνδρεια, προκειμένου να αποφύγει την καταδίκη. Οι καταδίκες των φιλοσόφων εκείνη την εποχή για θρησκευτικούς λόγους από το δωδεκαθεϊστικό κατεστημένο ήταν πολλές και γνωστές. Για παρόμοιους λόγους καταδίκασαν τον Αναξαγόρα, ο οποίος δίδασκε, ότι ο Ήλιος δεν είναι θεός, αλλά διάπυρη μάζα, έκαψαν τα βιβλία του Πρωταγόρα, που αμφισβήτησε την ύπαρξη των θεών κι έδιωξαν πολλούς άλλους.
Όταν αργότερα επικράτησε πλήρως ο χριστιανισμός, απαγορεύτηκαν βέβαια τα πάντα. Ελεύθερα φιλοσοφούντες άνθρωποι δεν μπορούσαν να δεχθούν τα χριστιανικά δόγματα (θαύματα, αναστάσεις κ.τ.λ.), οπότε η θρησκευτικοπολιτική βυζαντινή εξουσία αποκήρυξε και απαγόρευσε δια νόμου τα Μαθηματικά, τις άλλες επιστήμες αλλά και την Φιλοσοφία, την οποία αντικατέστησε με τη χριστιανική μεταφυσική.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου