Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Τοποθέτηση του χριστιανισμού έναντι του ελληνικού πολιτισμού

Από τα χριστιανικά κείμενα των πρώτων αιώνων προκύπτει ανάγλυφα η αντιπαλότητα των ηγετών της χριστιανικής Εκκλησίας έναντι του ελληνικού πολιτισμού και των έργων του, παρά την προβαλλόμενη σήμερα δήθεν σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού που θρυλείται ότι κατέληξε στον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» – ένα ιδεολόγημα που συνοδεύει το σύγχρονο ελληνικό κράτος και αξιοποιήθηκε κυρίως από τα δικτατορικά καθεστώτα και τις οπισθοδρομικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η αντιπαλότητα δεν ήταν απλώς μία θεμιτή άμιλλα, ένας ανταγωνισμός ιδεών και προτάσεων, αλλά μία σαφής εχθρότητα και πρόθεση συκοφάντησης.
Ανεξάρτητα από αυτή τη συγκρουσιακή τοποθέτηση, εκείνη την εποχή μεθοδευόταν ταυτόχρονα η συστηματική αντιγραφή και ενσωμάτωση στα χριστιανικά κείμενα απόψεων και συλλογισμών Ελλήνων (Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης) και Ρωμαίων (Κικέρων, Σενέκας) φιλοσόφων, αλλά και η παραποίηση ιδεών και φιλοσοφικών προτάσεων.
Ο K.Deschner παραθέτει στο βιβλίο του «Kriminalgeschichte des Christentums» (βλέπε βιβλιογραφία) πλαστογραφημένες «επιστολές», δήθεν μεταξύ του Σενέκα και του Παύλου, τις οποίες είχαν επινοήσει διάφοροι «εκκλησιαστικοί πατέρες» και από τις οποίες συμπεραίνεται η σύγκλιση της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας με τις (μέχρι τότε ακόμα αδιαμόρφωτες) χριστιανικές απόψεις. Αυτή η συστηματική υποκλοπή αλλότριων ιδεών και λόγων δεν έγινε, φυσικά, τότε ευρύτερα γνωστή και, όταν δεν ήταν πια δυνατόν να αποκρυβεί, μετονομάστηκε σε «…συμφιλίωση της διδασκαλίας των αρχαίων φιλοσόφων με τη χριστιανική θρησκεία». Το προϋπάρχον συμφιλιώθηκε δηλαδή με το μεταγενέστερο, ο εμπνευστής συμφιλιώθηκε με τον αντιγραφέα του!
Από τη μέση βυζαντινή εποχή και μέχρι σήμερα προβάλλεται όμως θορυβωδώς, λόγω και της εγγενούς πολιτισμικής ένδειας, ακριβώς το αρχικά απoσιωπώμενο και αξιοποιείται για τη στήριξη του ιδεολογήματος περί ενότητας και συνέχισης του ελληνικού πολιτισμού δια του χριστιανισμού.
Αντίλογος με ιστορικά επιχειρήματα και η πραγματικότητα των κειμένων
 
Η χριστιανική πλευρά διατυπώνει ως αντίλογο την άποψη ότι, πρώτον, οι χριστιανοί εκδικούνταν με τις βιαιοπραγίες τους τις αιματηρές διώξεις που είχαν υποστεί για πολλές δεκαετίες και, δεύτερον, όπου στα χριστιανικά κείμενα αναφέρονται καταγγελίες, ύβρεις και αναθεματισμοί κατά των Ελλήνων, δεν νοούνται οι εκπρόσωποι του ελληνικού πνεύματος και οι Έλληνες ή έστω οι ελληνόφωνοι πολίτες, αλλά γενικώς οι «ειδωλολάτρες».

Στο πρώτο σημείο δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί, αφενός ότι, ένα πιθανόν δικαιολογημένο αίσθημα πικρίας, το οποίο μετετράπη σε εκδικητικότητα στο αριθμητικά έτσι κι αλλιώς ακόμα περιορισμένο πλήθος των οπαδών, δεν θα έπρεπε να βρίσκει συνέχεια στα λόγια και τα έργα των κορυφαίων εκπροσώπων της «θρησκείας της αγάπης». Αφετέρου είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, οι όποιες διώξεις και σφαγές κατά των χριστιανών δεν διοργανώνονταν από τους Έλληνες φιλοσόφους ή οποιουσδήποτε Έλληνες διανοούμενους, αλλά από τη ρωμαϊκή διοίκηση και το μισθοφορικό αυτοκρατορικό στρατό.
Οι Ρωμαίοι στρατηγοί, με αυτήν ακριβώς τη διοίκηση και τον ίδιο μισθοφορικό στρατό, υιοθέτησαν αργότερα και επέβαλαν το χριστιανισμό ως αποκλειστική θρησκεία και επιδόθηκαν, μαζί με τους εκπροσώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού, στην κατασυκοφάντηση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και την καταστροφή μεγάλου μέρους των μέχρι σήμερα θαυμαζόμενων, κάθε είδους και μορφής, έργων του!
Όσον αφορά στο δεύτερο σημείο του αντιλόγου, ότι δηλαδή με τον όρο «ελληνικός» χαρακτηριζόταν ο «ειδωλολάτρης», ό,τι κι αν σήμαινε τότε και μπορεί να σημαίνει σήμερα ουσιαστικά αυτή η λέξη, η λογική και τα κείμενα που ακολουθούν φαίνεται να μαρτυρούν κάτι διαφορετικό:
Στο βιβλίο Δανιήλ της Π.Δ. αναφέρεται για τον Μέγα Αλέξανδρο: «Ο τράγος των Αιγών βασιλεύς Ελλήνων» (Δανιήλ, Η” 21). Προφανέστατα δεν εννοεί ο συγγραφέας, όποιος ή όποιοι κι αν ήταν, ότι «τράγος των Αιγών» (λογοπαίγνιο για την παράσταση του Μ. Αλέξανδρου με κέρατα και την πόλη Αιγές της αρχαίας Μακεδονίας) ήταν βασιλιάς των απανταχού ειδωλολατρών.
Στο βιβλίο Μακκαβαίων Β” της Π.Δ. (Δ” 13), όπου περιγράφονται οι προσπάθειες του Αντίοχου Δ” του Επιφανούς να ελέγξει το ιουδαϊκό ιερατείο και το θησαυρό του Ναού του Σολωμόντα: «Ην δ” ούτως ακμή τις Ελληνισμού και πρόβασις αλλοφυλισμού δια την του ασεβούς και ουκ αρχιερέως Ιάσωνος υπερβάλλουσαν αναγνείαν…» Αλλά και σε πολλά ακόμα σημεία της Π.Δ. είναι σαφέστατο ότι η αναφορά σε Έλληνα και ελληνικό αφορά την εθνική προέλευση και όχι κάποια πίστη. Στα π.Χ. χρόνια Έλληνας και Ελληνισμός ήταν λοιπόν αυτό που εννοούμε και σήμερα, χωρίς θρησκευτικές προσμίξεις (ο χριστιανός Έλληνας λέγεται Ρωμιός!)
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (12, 20) αναφέρεται ότι ήρθαν οι Έλληνες να προσκυνήσουν για τη γιορτή (Πάσχα). Προφανώς δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε ειδωλολάτρες, γιατί τότε δεν θα είχαν κανένα λόγο να γιορτάζουν το Πάσχα. Συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για Εβραίους εξ Ελλάδος (υπήρχαν συναγωγές στην Αθήνα, Θεσ/νίκη και αλλού, βλέπε Πράξεις των Αποστόλων). “Αρα στα χρόνια του Ιησού και κάποιες δεκαετίες αργότερα που οριστικοποιείται το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ευαγγελίου, ο προσδιορισμός «Έλληνες» αναφέρεται στην καταγωγή των ανθρώπων (βλέπε και επόμενο).
Όπου στα βιβλία της Καινής Διαθήκης ήθελε ο συγγραφέας να αναφερθεί σε ειδωλολάτρες, έγραφε για «εθνικούς» ή «τα έθνη» κτλ. Για παράδειγμα, στις Πράξεις των Αποστόλων (15,7…) αναφέρεται «…ο Θεός εν υμίν εξελέξατο διά του στόματός μου ακούσαι τα έθνη τον λόγον του ευαγγελίου καί πιστεύσαι». Ακριβώς σ” αυτό το σημείο των Πράξεων χρησιμοποιεί ο Λούθηρος στη γερμανική μετάφραση που εκδόθηκε στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα και ισχύει για όλους τους Προτεστάντες τη λέξη «Heiden» (=ειδωλολάτρες), αφού ο ίδιος δεν είχε κανένα ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα να υπερασπιστεί.
Επίσης, στην προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου αναφέρεται (15, 18): «…για να οδηγηθούν τα έθνη στην υπακοή και με λόγια και με έργα». Κι εδώ ο Λούθηρος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη Heiden. Ακόμα, στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (18,17) υπάρχει η φράση «ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης», η οποία μεταφράζεται από τον Λούθηρο στα γερμανικά, όπως αναμένεται, με «Heide und Zoellner». Αντίθετα, στην προς Γαλάτες επιστολή του Παύλου (3,28) «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην…» δεν εννοείται κάποιος μονοθεϊστής και κάποιος ειδωλολάτρης παρά ο Ιουδαίος και ο Έλληνας, ως εθνικοί εκπρόσωποι. Γι” αυτό και ο Λούθηρος μεταφράζει «Jude oder Grieche», δλδ. Ιουδαίος ή Έλληνας.
Την εποχή της διάδοσης του χριστιανισμού όλοι οι λαοί, με εξαίρεση τους Ιουδαίους, σύμφωνα με τη σημερινή κατεστημένη αντίληψη, ήταν «ειδωλολάτρες». Γιατί λοιπόν να ταυτιστεί, όπως ισχυρίζονται οι ελληνοχριστιανιστές, ο όρος Έλληνας με αυτόν του ειδωλολάτρη και να επιβληθεί στις εκχριστιανιζόμενες κοινωνίες και όχι ο όρος «Ρωμαίος», οι οποίοι και δίωκαν τους χριστιανούς ή «Αιγύπτιος» ή οτιδήποτε άλλο; Είναι δυνατόν να αποκαλούσαν «Έλληνα» έναν Αιγύπτιο ή Παλαιστίνιο, επειδή ήταν ειδωλολάτρης; Δεν θα παρεξενευόταν αυτός να τους διορθώσει; Είναι δυνατόν να αποκαλούσαν ένα Ρωμαίο πολίτη «Έλληνα», χωρίς αυτός να εκπλαγεί ή να διαμαρτυρηθεί; Αν δε η ταύτιση και εξίσωση Έλληνας – ειδωλολάτρης γινόταν στην εβραϊκή γλώσσα, πώς και επηρέασε αυτή η ταύτιση τις αντιλήψεις των άλλων λαών που δεν μιλούσαν αυτή τη γλώσσα, παρά συνεννοούνταν στα ελληνικά ή στα λατινικά;
Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος (275-339) επιτίθεται σε «αιρετικούς», λέγοντας ότι «περιφρονώντας τα ιερά κείμενα του Θεού ασχολούνται με τη Γεωμετρία (…) Με ζήλο μελετούν τη Γεωμετρία του Ευκλείδη, θαυμάζουν τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο. Μερικοί μάλιστα σχεδόν προσκυνούν τον Γαληνό» (Deschner). Ο γνωστός αυλικός και αυτοκρατορικός κόλακας Ευσέβιος δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για θρησκείες, αλλά για τους Έλληνες σοφούς, μισεί τον πολιτισμό που αυτοί δημιούργησαν.
Ο «εκκλησιαστικός πατέρας» και πατριάρχης στην Κων/πολη, Ιωάννης Χρυσόστομος εκ Συρίας (344-407), λέει (Περί του τας κανονικάς μη συνοικείν άνδρασι, 1): «…και οι Έλληνες είχον να επιδείξουν μεταξύ των ωρισμένους που εφιλοσόφησαν περί …» Αλλού αναφέρει (Ομιλία ιζ’ εις το Κατά Ματθαίον, 7): «…σκεφθείτε τους φιλοσόφους των Ελλήνων και τότε θα εννοήσετε …» Υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο συγκεκριμένος «εκκλησιαστικός πατέρας» συναθροίζει όλους τους «ειδωλολάτρες» που φιλοσοφούσαν και τους ονομάζει Έλληνες; Υπάρχει κάποιος που δεν καταλαβαίνει ότι αναφέρεται στους υπαρκτούς και γνωστούς Έλληνες φιλοσόφους, στων οποίων τις ιδέες προσπάθησε να αντιπαραθέσει τις όποιες δικές του αντιλήψεις; (βλέπε και επόμενα)
Όταν ο επίσης «εκκλησιαστικός πατέρας» Βασίλειος εκ Καισαρείας Καππαδοκίας (~329-379) γράφει στην «Εξαήμερον διδασκαλίαν» ότι «Πολλά περί φύσεως επραγματεύσαντο οι των Ελλήνων σοφοί…», τί καταλαβαίνει ο αναγνώστης, ο οποίος γνωρίζει από το σχολείο ότι οι Ίωνες φιλόσοφοι, Έλληνες στην καταγωγή και στην γλώσσα και όχι κάποιοι Πέρσες ή Αιγύπτιοι ή Κέλτες, εισήγαγαν τη φυσιοκρατία στην ελληνική φιλοσοφία; Ή όταν γράφει ο ίδιος στο ίδιο σύγγραμμά του «Δι” εκείνων μεν τον Ιουδαίον παιδεύων, δια τούτων δε τον Ελληνισμόν αποκλείων…», τί άλλο μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης, παρά μόνο ότι συγκρούονται στο μυαλό του Βασίλειου ο ιουδαϊκός με τον (προφανώς υπέρτερο, αλλιώς δεν θα τον απασχολούσε) ελληνικό πολιτισμό και όχι με τον πέρσικο ή τον αιγυπτιακό κ.ο.κ. (βλέπε και επόμενα)
Ο επίσκοπος Ρώμης, πάπας Γελάσιος (Gelasius) που έζησε κατά τον 5ο αιώνα (πέθανε το 496) απηύθυνε επιστολές στον αυτοκράτορα και στη διοίκηση του ρωμαϊκού κράτους, στις οποίες καταφέρεται κατά των, όπως γράφει σε πάμπολλα σημεία, «σχισματικών Ελλήνων». (E. Caspar, Geschichte des Papstums II, 1930 και W. Ullmann: Gelasius I, 1981) Αφορμή για τη συγγραφή αυτών των επιστολών ήταν αντιδικίες για κάποια δογματικά ζητήματα πίστης.  ο σημερινός αναγνώστης διαβλέπει, βέβαια, συγκρούσεις για επιρροή και εξουσία μεταξύ των επισκόπων Ρώμης, Κων/πολης και Αλεξάνδρειας, πράγμα που δεν ενδιαφέρει όμως εδώ άμεσα. Προφανώς, οι αναγνώστες εκείνης της εποχής των επιστολών του Γελάσιου, στο παλάτι, στο στρατό, στην εκκλησία και στη διοίκηση, δεν καταλαβαίνουν ότι ο επίσκοπος Ρώμης κατακεραυνώνει και χλευάζει τους «ειδωλολάτρες», όταν διαβάζουν ότι οι αντιδικούντες με τον Γελάσιο «σχισματικοί Έλληνες δεν θα βρουν συγχώρεση ούτε μετά θάνατον … » αλλά, ακριβώς αυτό που καταλαβαίνει καθένας και σήμερα: εννοεί τις ηγετικές ομάδες της ανατολικής Εκκλησίας που διέθεταν ελληνική παιδεία.
Στον Ακάθιστο Ύμνο, έργο άγνωστου μελωδού του 6ου αιώνα, στο διάστημα των ετών 500-520, προς τιμή της μητέρας του Ιησού, αναφέρεται σε κάποιους στίχους, εισαγωγικά στο γράμμα Ρ, ότι μετέτρεψε: «Ρήτορας πολυφθόγγους, ως ιχθύας αφώνους…» και στη συνέχεια:
«Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα,
Χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα,
Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί,
Χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί,
Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα … »
Κάποιος που γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και την ιστορία του πολιτισμού, αντιλαμβάνεται ότι, ως τεχνολόγοι, δεινοί συζητητές και μύθων ποιητές «περιγράφονται» οι Έλληνες, έστω και οι Ρωμαίοι, επιστήμονες, ρήτορες και ιστορικοί. Αλλά κι αν είχε ο ποιητής του Ακάθιστου Ύμνου κάτι τελείως διαφορετικό στο μυαλό του, με τους όρους Αθηναίοι και φιλόσοφοι δεν μπορεί παρά να εννοούσε, όχι αφηρημένα κάποιους ειδωλολάτρες, αλλά συγκεκριμένα τους δασκάλους του ελληνικού πολιτισμού που είχαν την έδρα τους στην Αθήνα, το Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο και τον Ζήνωνα Κιτιέα. Και ακριβώς αυτό αντιλαμβανόταν και ο ακροατής αυτών των ύμνων, ο οποίος έπαιρνε ως πιστός το μήνυμα που επιθυμούσε η Εκκλησία να διαδοθεί για τους δημιουργούς του ελληνικού πολιτισμού και το έργο τους.
Ο κορυφαίος χριστιανός υμνογράφος Ρωμανός ο Μελωδός (493-560), περιλαμβάνει στον «Ύμνον εις Πεντηκοστήν» τους εξής στίχους (Maas Paul – Trypanis C.: A.Sancti Romani Melodi cantica – Cantica genuina, Oxford University Press, 1963):
«Τί φυσώσιν και βαμβεύουσιν οι Έλληνες;
Τί φαντάζονται προς “Αρατον τον τρισκατάρατον;
Τί πλανώνται προς Πλάτωνα;
Τί Δημοσθένη στέργουσι τον ασθενή;
Τί μη νοούσι Όμηρο όνειρον αργόν;
Τί Πυθαγόραν θρυλούσιν τον δικαίως φιμωθέντα;»
Είναι δυνατόν να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Ρωμανός αναφέρεται με το χαρακτηρισμό «Έλληνες» σε Πέρσες, Αιγύπτιους ή Γαλάτες «ειδωλολάτρες» και όχι σε δημιουργούς του ελληνικού πολιτισμού, τον “Αρατο, τον Πλάτωνα, το Δημοσθένη, τον Όμηρο και τον Πυθαγόρα. Βέβαια, ο συγκεκριμένος ποιητής ήταν εκχριστιανισμένος Ιουδαίος εκ Συρίας και προφανώς είχε μόνο σχέση σπουδών με τον ελληνικό πολιτισμό. Εκεί έμαθε να μισεί τον «τρισκατάρατον» “Αρατον (305-240 π.Χ.), ο οποίος ήταν αλεξανδρινός ποιητής από την Κιλικία και έζησε για αρκετά χρόνια στη Συρία, όπου προφανώς είχε διασωθεί για πάνω από 8 αιώνες η φήμη του. Η ιδέα για «φίμωση», δηλαδή λογοκρισία του Πυθαγόρα, ο οποίος έζησε περίπου μια χιλιετία πριν από τον Ρωμανό, προδίδει την επιρροή των νεοπυθαγορείων στο πρώιμο Βυζάντιο. Αυτά τα κείμενα και, μαζί τους, οι ιδέες του Ρωμανού γίνονταν αποδεκτά από την Εκκλησία και διασώθηκαν μέχρι σήμερα, επειδή ενσωματώθηκαν στην εκκλησιαστική υμνολογία.
Ο Ανανίας από το Σιράκ Αρμενίας (Anania Shirakatsi, 610-685), Αρμένιος Μαθηματικός και Γεωγράφος, γράφει για το δάσκαλό του Τυχικό από τον Πόντο, «εν τη χώρα των Ελλήνων, εις την πόλιν ονομαζομένη Τραπεζούς». Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι ένας Αρμένιος διανοούμενος εννοεί στα μέσα του 7ου αιώνα ότι ο Πόντος είναι η χώρα των «ειδωλολατρών»;
Στο δοξαστικό του εσπερινού στις 18 Νοεμβρίου (Μηναία, σελ. 122) ψάλλεται μέχρι σήμερα στις εκκλησίες: «…των γαρ αλιέων ζηλώσας την παρρησίαν και την σκηνορράφων θεολογίαν, την Πλάτωνος μυθολογίαν και την Στωϊκην φλυαρίαν λόγοις και έργοις κατέρραξε…»
Κι εδώ καταφανέστατα δεν πρόκειται για γενική αναφορά εναντίον «ειδωλολατρών», αλλά σχολιασμός για την πλατωνική και τη στωική φιλοσοφία οι οποίες, αφενός αναθεματίζονταν, αφετέρου αξιοποιούνταν κρυφά και παρουσιάζονταν ως χριστιανικές σοφίες – μέχρι που θεωρείται από διάφορους θεολόγους ότι ο (στωικός) Σενέκας ήταν ένας πρώιμος χριστιανός! Τότε που λέγονταν και γράφονταν αυτά δεν υπήρχε, βέβαια, καν η υποψία ότι θα μπορούσε κάποια μεταγενέστερη εποχή να βρει, να διαβάσει και να συγκρίνει κείμενα, κάθε ενδιαφερόμενος.
Είναι λοιπόν δυνατόν να τεκμηριωθεί η αντίληψη ότι η έννοια Έλλην και ελληνικός ταυτιζόταν με τις έννοιες ειδωλολάτρης και ειδωλολατρικός, όταν σημαντικοί διανοούμενοι κάθε εποχής δεν ταυτίζουν αυτές τις έννοιες – ανύποπτοι για τις λαθροχειρίες που μηχανεύονται σύγχρονοι απολογητές κάθε διαχρονικής αθλιότητας και διαστρέβλωσης των γεγονότων; Κι αν όλα αυτά δεν πείθουν, υπάρχει ένα απλό ερώτημα που δεν μπορεί να απαντήσει κανείς: Πώς ονομάζονταν εκείνη την εποχή οι Έλληνες, αφού δεν υπήρξε κάποια άλλη ονομασία; Πώς ερμήνευαν τα χωρικά της Ιστορίας του Ηροδότου, στα οποία αναφέρονται πάμπολλες φορές οι Έλληνες, π.χ. «τα μεν Έλλησι τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα», «μετά δεν ταύτα Ελλήνων τινάς», «το δε από τούτου Έλληνας δη μεγάλως αιτίους γενέσθαι»; Πώς αντιμετώπιζαν την αμηχανία των μαθητών ή άλλων ακροατών, όταν η διήγηση έφτανε στη μάχη του Γρανικού και λεγόταν ότι με τον Μεγαλέξανδρο πολέμησαν «οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»;
Αλλά και για την ίδια τη λεγόμενη «ειδωλολατρεία» γνώριζαν όλοι οι «εκκλησιαστικοί πατέρες» λεπτομερώς από την αντίκρουση που έκανε ο Ωριγένης στο βιβλίο του Πορφύριου Μάλχου (3ος αιώνας μ.Χ.) με τίτλο «Κατά Χριστιανών», ποια ακριβώς σημασία είχαν τα αγάλματα της ελληνικής εθνικής θρησκείας.
Έγραφε ο Πορφύριος: «Δεν πρέπει ν’ απορεί κάποιος που οι αμαθέστατοι των ανθρώπων θεωρούν τα αγάλματα ξύλα και πέτρες, αφού και τα γράμματα έτσι τα θεωρούν οι αναλφάβητοι, αντιμετωπίζοντας τις ενεπίγραφες στήλες σαν απλές πέτρες, τις πινακίδες σαν ξύλα και τα βιβλία σαν δεμένο πάπυρο … Όσοι αποδίδουν τον πρέποντα σεβασμό στους θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο θεός βρίσκεται στο ξύλο, στο λίθο η στο χαλκό από τον οποίο κατασκευάζεται το ομοίωμα τους, ούτε θεωρούν ότι αν ακρωτηριασθεί ένα μέρος του αγάλματος μειώνεται η δύναμης του θεού.
Τα ομοιώματα και οι ναοί ιδρύθηκαν από τους προγόνους μας για τη διαρκή υπενθύμιση της υπάρξεως των θεών, για να παρέχουν τη δυνατότητα σε όσους φοιτούν εκεί να ανάγονται στην έννοια του θεού με συστηματική εργασία και καθαρό βίο και σε όσους προσέρχονται εκεί, να μπορούν να απευθυνθούν στο θεό με προσευχές και ικεσίες, ζητώντας από αυτόν ό,τι έχει ο καθένας ανάγκη … Και πραγματικά, εάν κάποιος φτιάξει την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει βεβαίως ότι ο φίλος του βρίσκεται μέσα στην εικόνα ούτε τα μέλη του σώματος του έχουν εγκλεισθεί μέσα στην ζωγραφιά, αλλά θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει την τιμή που αποδίδει στο φίλο του. » (Πορφύριος: «Περί αγαλμάτων», βλέπε βιβλιογραφία) Επιχειρήματα, τα οποία μερικούς αιώνες αργότερα προέβαλαν σε όμοια μορφή οι ορθόδοξοι «εικονολάτρες» χριστιανοί στους «εικονοκλάστες» και καθ” όλη τη δεύτερη μ.Χ. χιλιετία, μέχρι των ημερών μας, όλοι οι χριστιανοί στους μωαμεθανούς ανεικονιστές. Αν δεχθούμε προς στιγμήν ότι οι αρχαίοι Έλληνες προσκυνούσαν πέτρες, ξύλα και μέταλλα, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι και οι «εικονολάτρες» χριστιανοί προσκυνούσαν και προσκυνούν ακόμα ξύλα, πέτρες, τζάμια και ασημικά.
Από το γεγονός όμως ότι τα βιβλία του Πορφύριου, όπως και τα προγενέστερα του Αλεξανδρινού φιλοσόφου Κέλσου (2ος αιώνας μ.Χ., βλέπε βιβλιογραφία) έπρεπε χωρίς εξαίρεση να καούν, με εκκλησιαστική απόφαση (έτος 448) και με νόμο του Ιουστινιανού (Ιουστ. Κώδιξ, Ι1.3), δείχνει ότι οι εχθροί του ελληνικού πνεύματος δεν ενδιαφέρονταν για την αναζήτηση της αλήθειας. Πολύ εγγύτερα βρίσκεται το συμπέρασμα ότι, στόχος των συνειδητών στρεβλώσεων και συκοφαντιών ήταν οι Ελληνίζοντες της ύστερης Αρχαιότητας και η πολιτική επιρροή τους. Πέρα απ” αυτό, αν οι χριστιανοί διανοούμενοι των πρώτων αιώνων εκτιμούσαν πράγματι τα έργα του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίον υποτίθεται ότι καλλιέργησαν στη συνέχεια, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι απολογητές εκείνων των εποχών και δραστηριοτήτων, θα έπρεπε εκείνοι ακριβώς οι χριστιανοί πρωτοπόροι να έχουν διαφυλάξει αυτές τις έννοιες από τον κίνδυνο κατάχρησής τους που είχε στόχο την εξύβριση επιφανών προσώπων και έργων ενός ανώτερου πολιτισμού!
Παραθέτουμε στα επόμενα μερικά ακόμα αποσπάσματα από χριστιανικά κείμενα που καταφέρονται κατά των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού και διατυπώνουμε πιθανές ερμηνείες γι” αυτές τις εκδηλώσεις εχθρότητας!
Αθανάσιος ο Μέγας, (αποκαλούμενος homunculus δλδ. ανθρωπάκι, μάλλον Αιθίοπας εκ καταγωγής): «Δεν είχε αποκαλυφθεί η μωρία της ελληνικής φιλοσοφίας, παρά μόνο όταν η αληθινή σοφία του θεού φανέρωσε τον εαυτό της στη Γη» (Περί ενανθρωπίσεως, 46.17-19).
Ιωάννης Χρυσόστομος, (Γιοχάναν, εκ Δαμασκού Συρίας, αμφιλεγόμενης καταγωγής):
«Εάν δε κοιτάξεις στα ενδότερα των Ελλήνων θα δεις τέφρα και σκόνη και τίποτε υγιές, αλλά σαν τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγας αυτών, γεμάτος ακαθαρσίες και ιχώρ (έμπυο) και τα δόγματά τους γεμάτα σκουλήκια. Εμείς δε δεν παραιτούμαστε της κατ” αυτών μάχης» (Εις τον “Αγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν, 59, 370, 7-11).
«Όσο πιο βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και της ελληνικής απέχει παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα… Ούτος ο (πιστός) βάρβαρος, την οικουμένη ολάκερη κατέλαβε … και ενώ πάντα τα των Ελλήνων σβήνουν και αφανίζονται, τούτου (του πιστού βάρβαρου) καθ” έκαστη λαμπρότερα γίνονται». (Εις Ιωάννην 59.31.33).
«Κανείς δεν πρέπει στα παιδιά του, των (Ελλήνων) προγόνων να καλεί τα ονόματα, του πατέρα, της μητέρας, του παππού και του προπάππου, αλλά αυτά των δικαίων (της Παλαιάς Διαθήκης)». (Περί Κενοδοξίας και πώς δει τους Γονείς Ανατρέφειν τα Τέκνα (690) 641.65).
«Tα παιδιά να υπακούτε στους γονείς σας σύμφωνα με το θέλημα του Kυρίου… Όμως, όταν ο γονέας είναι Έλλην, τότε το παιδί δεν πρέπει να υπακούη» (προς Eφεσίους επιστολή, ομιλία 21, παρ. α).
Βασίλειος ο Μέγας, (Καππαδόκης εκ καταγωγής, ο οποίος λεγόταν αρχικά Μαζάκας):
«Είναι εχθροί οι Έλληνες, διότι διασκεδάζουν καταβροχθίζoντας με ορθάνοιχτο στόμα τον Ισραήλ. Στόμα δε λέγει εδώ ο προφήτης (βλ. Ησαΐας Θ΄11) την σοφιστική του λόγου δύναμη η οποία τα πάντα χρησιμοποίησε για να παραπλανήσει τους εν απλότητι πιστευσάντων». (Εις Προφήτην Ησαϊαν 9.230.8)
«Μη δειλιάζετε από των ελληνικών πιθανολογημάτων… τα οποία είναι σκέτα ξύλα, μάλλον δε δάδες που απώλεσαν και του δαυλού την ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας δε ούτε και του πυρός την φωτεινότητα, αλλά σαν δάδες καπνίζουσες καταμελανώνουν και σπιλώνουν όσους τα πιάνουν και φέρνουν δάκρυα στα μάτια όσων τα πλησιάζουν. Έτσι και (των Ελλήνων) η ψευδώνυμος γνώση σε όσους την χρησιμοποιούν» (Εις Προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον 7.196.3).
Κατά τα τελευταία χρόνια υποστηρίζεται ότι μερικά από τα συγγράμματα που αποδίδονταν παλαιότερα στον Βασίλειο, έχουν γραφτεί μάλλον από άλλο άτομο κι έτσι απαλλάσσεται ο συγκεκριμένος «πατέρας» από την κατηγορία για ανθελληνικό παραλήρημα. Αλλά αυτό -αν αληθεύει- ελάχιστα επηρεάζει την ουσία του θέματος που ενδιαφέρει εδώ: ο έτερος σημαντικός (αλλιώς δεν θα τον μπέρδευαν με τον Βασίλειο) χριστιανός συγγραφέας είχε λοιπόν τις ανθελληνικές αντιλήψεις που φαίνονται από τα αποφθέγματά του.
Ευσέβιος Καισαρείας της Παλαιστίνης, (Παλαιστίνιος εκ καταγωγής): « … Τον φτωχό και πένητα λαό σήκωσες από τα καθόλου ζηλευτά πράγματα και από την ατιμία των παθών και από την κοπριά των ελληνικών βδελυγμάτων και κάθισες αυτόν με τους άρχοντες του Ισραήλ, τον όντως αληθινό λαό του Θεού» (Εκκλησιαστική Ιστορία, 23, 1352, 34-38)
Τίτλοι κεφαλαίων:
Πράξη σωφροσύνης είναι η εγκατάλειψη της ελληνικής πλάνης.
Εγκαταλείψτε όσα οι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι περί αρχών εισηγήθηκαν.
Περί των αρχαιότερων Εβραίων και γιατί τας γραφάς αυτών, από των ελληνικών λόγων προτιμήσαμε.
Γιατί μετά από λογική κρίση και σώφρονα λογισμό την ιστορία των Εβραίων παραδεχθήκαμε. (Ευσέβιος «Κλείς Πατρολογίας»).
Τατιανός, μέγας απολογητής, (Tatianus, Αραμαίος εκ Μεσοποταμίας): «Οι Έλληνες ούτε είχαν ούτε δημιούργησαν τίποτα δικό τους, αλλά όλα τα παρέλαβαν από τους βαρβάρους, μόνο και μόνο για να προξενήσουν κακό» (Προς Έλληνας)
Γρηγόριος εκ Ναζιανζού της Καππαδοκίας, (αποκαλούμενος Θεολόγος, πιθανόν ελληνικής καταγωγής) προς τον αδελφό του Καισάριο: «… ελληνίζεις επικίνδυνα!»
Αυτά αποτελούν δε μόνο μικρό τμήμα των ανθελληνικών αποσπασμάτων.  ανάλογα εδάφια από μελέτες και λόγους υπάρχουν πολλές εκατοντάδες στα πατερικά και, γενικότερα, στα εκκλησιαστικά κείμενα των Εφραίμ του Σύρου, Αναστάσιου του Σιναΐτη, Ιωάννη Δαμασκηνού, Κύριλλου Ιεροσολύμων κ.ά. Οι θεωρητικοί του χριστιανισμού, κυρίως οι Σύριοι και οι Αφρικανοί, αλλά λιγότερο οι Αλεξανδρινοί του 3ου αιώνα, καθυβρίζουν με κάθε διαθέσιμο τρόπο τις μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας.
Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι ήταν καταρχάς «τυφλοί που διδάσκουν κωφούς», ο Πλάτων είχε αντιγράψει τις ιδέες του Μωϋσή, ο στωικός Ζήνων ήταν φαιδρός και προπαγανδιστής του κανιβαλισμού (!), ο Ηράκλειτος αυτοδίδακτος (άρα άνευ αξίας!) και αλαζών, ο Αριστοτέλης δε χαμερπής, αυλοκόλακας κ.ά. Ιδιαίτερα οι συκοφαντίες και ύβρεις του Ιωάννη Χρυσοστόμου κατά των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού ο οποίος, πέρα από τις παροιμιώδεις αντισημιτικές εξάρσεις του, θεωρούσε και τους Έλληνες φιλόσοφους συνολικά ως «δειλούς, αλαζόνες φιλόδοξους που ποτέ δεν έκαναν το σωστό» – αυτό που θεωρούσε σωστό ο συγκεκριμένος αλαζών και μισέλληνας κληρικός, γεμίζουν εύκολα ένα ολόκληρο βιβλίο (βλέπε βιβλιογραφία)! Ο συγκεκριμένος Ιωάννης είχε αντικαταστήσει τα γιατροσόφια του Ιπποκράτη για την καταπολέμηση ασθενειών και ενοχλήσεων, π.χ. για τον πονοκέφαλο, με εξορκισμούς.
Συνολικά, οι «πατέρες» του χριστιανισμού προβάλλουν παραδειγματικά με το μίσος τους κατά του Ελληνισμού αυτό που περιέγραψε μια χιλιετία αργότερα ο φιλόσοφος Έρασμος στο έργο του «Μωρίας Εγκώμιο» (1509): η (μεσανατολική) μωρία προβάλλεται ως σοφία και η (αρχαιοελληνική) σοφία συκοφαντείται ως μωρία.
Μία ερμηνεία
Επιχειρώντας μία ερμηνεία γι” αυτόν τον απίστευτο καταιγισμό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του ελληνικού πολιτισμού και των εκπροσώπων του, σημειώνουμε καταρχάς ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι προαναφερόμενοι και άλλοι επιφανείς πατέρες και απολογητές του χριστιανισμού, όπως επίσης οι απόστολοι και ισαπόστολοί του, δεν ήταν Έλληνες και, σχεδόν όλοι, είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σε εξωελληνικό περιβάλλον. Προέρχονταν ουσιαστικά από τους ανατολικούς λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Περσίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και, το σημαντικότερο, ήταν τέκνα του ανατολικού μεταφυσικού μυστικισμού.
Αυτό δεν αναφέρεται για λόγους ανθρώπινης και εθνικής διαβάθμισης αλλά για να επισημανθεί ότι οι λαοί από τους οποίους προέρχονταν αυτοί οι διανοούμενοι και οι οποίοι βρέθηκαν σε πολιτισμική σύγκρουση στο ενιαίο πολυεθνικό, πολυφυλετικό και πολυγλωσσικό ρωμαϊκό κράτος, δεν είχαν παράδοση στήριξης της παιδείας, δεν είχαν παράδοση ανάπτυξης των επιστημών, δεν είχαν παράδοση έξαρσης των τεχνών, δεν είχαν παράδοση αθλητικού συναγωνισμού, δεν είχαν να επιδείξουν οποιαδήποτε συλλογική δημιουργία, η οποία θα μπορούσε να τους διαφοροποιήσει από το γνωστό πολιτισμικό επίπεδο του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου.
Σε κλίμακα αιώνων, ο κατακλυσμός του ελληνόφωνου χώρου από προπαγανδιστές της «νέας θρησκείας» μπορεί να εκτιμηθεί ως νέα προσπάθεια και οριστική επίτευξη του παλαιού στόχου για επιβολή της ασιατικής δεσποτείας που είχαν επιχειρήσει η Πέρσες στο Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες και στη Σαλαμίνα.
Ήταν βέβαια ελληνόφωνοι αυτοί οι διανοούμενοι αλλά ήταν τόσο Έλληνες, όσο είναι σήμερα Εγγλέζοι οι κάτοικοι των Ινδιών και του Πακιστάν ή των νησιών της Καραϊβικής που συνεννοούνται μεταξύ τους αγγλικά ή όσο είναι Ισπανοί οι κάτοικοι των Φιλιππίνων! Οι σημαντικότεροι «πατέρες» που βρίσκονταν στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είχαν γνωρίσει τον ελληνικό ορθολογικό ανθρωποκεντρισμό, όπως και ο Ρωμανός, ως ξένη ιδεολογία και τον είχαν σπουδάσει στις σχολές της εποχής, στις οποίες διδάσκονταν ο Όμηρος και οι Αθηναίοι φιλόσοφοι. Ενδιαφέρον είναι βέβαια να εκτιμηθεί, ποιοι λόγοι μπορεί να τους οδήγησαν σ” αυτή την εχθρική τοποθέτηση.
Κεντρική θέση μας είναι ότι, η εχθρική στάση αυτών των «πατέρων» απέναντι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, δεν είχε θρησκευτικά αίτια αλλά σχετιζόταν με πολιτικά κινήματα της εποχής και επιδιώξεις διαφόρων κοινωνικών και εθνικών ομάδων. Καταρχάς, οι Ελληνίζοντες είχαν κατά τη μέση και ύστερη Αρχαιότητα σαφή πολιτισμική υπεροχή και η ευχέρειά τους για παρεμβάσεις και επιρροή στα κέντρα εξουσίας, στο παλάτι και στο στρατό, όπου παίρνονταν οι ουσιαστικές αποφάσεις, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες από αυτές άλλων εθνικών και κοινωνικών ομάδων, ανερχόμενων ή μονίμως παραμελημένων. Αυτές οι παρεμβάσεις των Ελληνιζόντων, συγκλητικών και ανεξάρτητων διανοουμένων, είχαν δε απώτερο σταθερό στόχο την αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος και την προώθηση κάποιων, προφανώς ασαφών, μοντέλων συμμετοχής, σε ανάμνηση της λειτουργίας των ελληνικών πόλεων.
Για να μην επεκταθούμε δε σε γενικότερα πολιτικά και κοινωνικά θέματα της εποχής, ας αρκεστούμε εδώ στο παράδειγμα του συστηματικού διωγμού της κοσμικής, της ονομαζόμενης από τους χριστιανούς «θύραθεν παιδείας» και στο κλείσιμο της «ειδωλολατρικής» Πλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας από τον Ιουστινιανό το έτος 529. Αυτές οι ενέργειες δεν είχαν θρησκευτικό κίνητρο, έστω κι αν έτσι φαίνεται ή αυτό απέμεινε και διαδίδεται σήμερα μέσω της σχολικής εκπαίδευσης.
Ο βασικός λόγος ήταν πολιτικός: η αποθάρρυνση και υποβάθμιση μέσω της παιδείας των Ελληνιζόντων που στήριζαν την αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος, η οποία εύρισκε στήριγμα στο χριστιανικό θεοκρατικό οικοδόμημα. Απ” την άλλη πλευρά, η χριστιανική ιδεολογία ευνοούσε τον αυτοκρατορικό θεσμό και την απολυταρχία, αφού αποτελούσε «ελέω θεού βασιλεία», ήταν δηλαδή προδιαγεγραμμένη και ευλογημένη από τον ίδιο το θεό! Ο Παλαιστίνιος Ευσέβιος Καισαρείας, διαπρεπής καιροσκόπος και αυτοκρατορικός αυλοκόλακας, είχε καταγράψει απολογούμενος ήδη από τον 4ο αιώνα στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του ότι, «οι εθνικοί υποχώρησαν, όχι από τις διώξεις και τις καταστροφές των χριστιανών, αλλά γιατί είχαν πολυθεΐα και πολυαρχία. Ένας μόνον Θεός πρέπει να υπάρχει στους ουρανούς και, κατ” επέκτασιν, μοναρχία στην κοινωνία των ανθρώπων». Η σκέψη ότι έγινε η επιλογή του μονοθεϊσμού ως θρησκευτικής αρχής από τους Ρωμαίους στρατηγούς για να θεμελιωθεί η απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα, δεν είναι μακριά…
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ήδη από το 2ο αιώνα π.Χ. είχε μεθοδευτεί άγριος διωγμός της ελληνόφωνης ιθύνουσας τάξης στην Αλεξάνδρεια από τον Πτολεμαίο Ζ” Ευεργέτη. Αυτός ο διωγμός ήταν συνέπεια της εχθρότητας των γηγενών προς τους Έλληνες, οι οποίοι συγκροτούσαν σχεδόν αποκλειστικά την επιστημονική τάξη στον τότε γνωστό κόσμο. Αυτή η «ανθελληνική παράδοση» συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρασε στους χριστιανούς «πατέρες» και διατηρήθηκε, μέχρι που αποδεσμεύτηκαν οι λαοί της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής από την ελληνική και ρωμαϊκή πολιτική και πολιτισμική εξάρτηση με την αραβική επέκταση και τον ισλαμισμό.
Σε μια μελέτη του έτους 1994 για το θέμα της καταστροφής έργων πολιτισμού από χριστιανούς αναφέρεται ότι: «(Στη Συρία – Φοινίκη – Παλαιστίνη) δεν έχουμε μια αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά ένα ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο εθνικό κίνημα με αμφίεση βέβαια, θρησκευτική» (Π. Αθανασιάδη: «Το λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο», Περιοδικό «Ελληνικά», τ. 44, Θεσσαλονίκη 1994).
Σήμερα, δεν είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε, κρίνοντας αναδρομικά, ότι οι λαοί γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο της Αρχαιότητας χειραγωγούνταν πολιτισμικά και για πολλούς αιώνες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, με τους οποίους όμως δεν μοιράζονταν συνείδηση κοινής ιστορίας. Αργότερα επεβλήθησαν σ” αυτούς τους λαούς βιαίως οι αντιλήψεις και πρακτικές των Ελλήνων, αρχικά στη μακεδονική και αργότερα στη ρωμαϊκή εκδοχή τους, με τις διαστρεβλώσεις και τους πολλαπλούς εκφυλισμούς που είχαν εντωμεταξύ υποστεί αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές. Η επιβαρημένη συλλογική ιστορική μνήμη αξιοποιήθηκε από τους διανοούμενους αυτών των λαών κατά των Ελληνιζόντων και των έργων του ελληνικού πολιτισμού, όταν στις δεκαετίες της ύστερης Αρχαιότητας δόθηκε η πολιτική ευκαιρία με την εμπέδωση της απολυταρχικής «ελέω θεού» εξουσίας.
Ως όχημα για την εθνική και προσωπική ανέλιξη των αντιπάλων του Ελληνισμού, αφού για φιλοσοφική και επιστημονική ανάδειξη δεν υπήρχε το απαραίτητο κοινωνικό υπόβαθρο και πιθανόν δεν ήταν διαθέσιμα και τα απαιτούμενα εφόδια, αξιοποιήθηκε μία επίσης ξενόφερτη ιδεολογία, η νέα θρησκεία με ιουδαϊκή καταγωγή και με εργαλείο επιβολής την ισχύ των ρωμαϊκών όπλων. Αυτή η, από τη μονοθεϊστική φύση της, ολοκληρωτική ιδεολογία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ρωμαϊκής εξουσίας για διατήρηση της συνοχής του κράτους και μακροημέρευση του εκάστοτε αυτοκράτορα στην κορυφή του, οδήγησε σε αγαστή συνεργασία κράτους και εκκλησίας, τη λεγόμενη «συναλληλία».
Το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι από τους πατέρες του χριστιανισμού είχαν ελληνική παιδεία και γνώριζαν επαρκώς τη φιλοσοφία δεν απαντάει σε κανένα από τα προαναφερόμενα ερωτήματα. Η ιδέα ότι όποιος έχει «μελετήσει» κάτι το εκτιμάει επίσης, είναι προφανώς άστοχη. Ίσως δε η βαθιά γνώση της ελληνο-ρωμαϊκής φιλοσοφίας να δημιουργούσε και την έντονη αντιπάθεια, λόγω φθόνου ή απελπισίας για έλλειψη αντεπιχειρημάτων. Να μην παραβλεφθεί επίσης η ύπαρξη αισθημάτων εκδίκησης για όσα πραγματικά ή νομιζόμενα δεινά είχαν υποστεί οι λαοί γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο από τις επιδρομές των Μακεδόνων και των Ρωμαίων.
Ειδικά στις αρχές του 21ου αιώνα αντιμετωπίζουμε το φαινομενικά παράδοξο, άτομα αραβικής ή ινδο-πακιστανικής καταγωγής που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σπούδασαν σε δυτικό περιβάλλον να «θυσιάζονται» για θρησκευτικούς λόγους, σπέρνοντας το θάνατο και σε δεκάδες άλλους συνανθρώπους τους. Το φαινόμενο δε, ακόμα και Ελλήνων που φοιτούν σε δυτικές χώρες, να επιστρέφουν στην πατρίδα τους και να συκοφαντούν, συχνά με αισθήματα μίσους τη χώρα και το λαό που τους φιλοξένησε στα χρόνια των σπουδών τους, κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι. Εκτιμούμε ότι κύριος παράγοντας γι” αυτά τα χάσματα είναι, αφενός οι πολιτισμικές διαφορές, οι οποίες δεν καλύπτονται με κάποια πρόωρη οικονομική άνοδο, αλλά απαιτούν μακρόχρονη εμπέδωση σε κλίμακα γενεών και, αφετέρου, η προσωπική ανασφάλεια που προκύπτει από την ελλιπή παιδεία, τότε λόγω της γενικότερης πολιτισμικής υποβάθμισης και τώρα λόγω απορρίψεώς της από θρησκευτικούς φονταμενταλιστές κάθε προελεύσεως και προσανατολισμού.
Η προτεραιότητα του εθνικού και κοινωνικού στόχου έναντι του θρησκευτικού επιβεβαιώνεται και από τη μεταγενέστερη συμπεριφορά των διανοουμένων χριστιανών στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας (Λιβύη, Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Συρία, Ανατολία κ.ά.), οι οποίοι έβλεπαν ότι το νέο σχήμα λειτουργίας του κράτους, με ενωτική ιδεολογία το χριστιανισμό, άφηνε τους λαούς τους και πάλι εκτός επιρροής στην κεντρική εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι σ” αυτές ακριβώς τις χώρες διαδίδονταν εύκολα οι «αιρέσεις» με συνήθως ασήμαντες διαφοροποιήσεις από τα κεντρικά θρησκευτικά δόγματα. Διάφοροι γνωστικισμοί, μοντανισμός, μανιχαϊσμός, απολλιναρισμός, αρειανισμός, μονο- ή μιοφυσιτισμός, μεσαλιανισμός, νεστοριανισμός, δονατισμός κ.ά. ήταν δοξασίες και αιρέσεις που δημιουργήθηκαν και/ή εξαπλώθηκαν στη Συρία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Ανατολία, τη Μεσοποταμία, την Περσία κ.α. Αποτέλεσμα αυτών των δογματικών διαφοροποιήσεων και, ουσιαστικά, εθνικών αποσχιστικών κινημάτων, ήταν να υφίστανται αυτοί οι λαοί, αρχικά την «πνευματική» εχθρότητα της Ρώμης και της Κων/πολης, στη συνέχεια δε στρατιωτική καταπίεση, διώξεις και σφαγές.
Έτσι, όταν εξασθένησε η επιρροή της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές τους και ήρθε στο προσκήνιο ο μωαμεθανισμός, προσχώρησαν οι λαοί της τότε βυζαντινής περιφέρειας με ευκολία στη νέα θρησκεία η οποία, αφενός ήταν προσαρμοσμένη πολύ καλύτερα στις συνθήκες ζωής και ανάγκες αυτών των πληθυσμών και, αφετέρου, δεν απείχε πολύ από τη χριστιανική ή, όπως γράφει ο Runciman: «Η πίστη που κήρυττε ο Μωάμεθ ήταν εγγύτερα στη δική τους (των Μονοφυσιτών) απ” ότι η Ορθοδοξία της Χαλκιδόνας…» («Η Βυζαντινή Θεοκρατία», βλέπε βιβλιογραφία). Μια νέα θρησκεία αποτέλεσε λοιπόν και σ” αυή την περίπτωση όχημα για τη μετάβαση στην καινούργια εποχή με μεγαλύτερη δυνατότητα επιρροής των παραμελημένων εθνικών και κοινωνικών ομάδων της αυτοκρατορίας (K. Deschner: «Kriminalgeschichte des Christentums», βλέπε βιβλιογραφία).
Ανάλογα ήταν τα φαινόμενα κατά την εύκολη εξάπλωση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, από τον 11ο αιώνα και μετά. Τα οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα και το αίσθημα της παραμέλησης από το κέντρο αποφάσεων ωθούσαν τους ανθρώπους στις υπότουρκες περιοχές σε μαζικές προσχωρήσεις στη θρησκεία της νέας εξουσίας, δεδομένου ότι οι προσήλυτοι απαλλάσσονταν από τον κεφαλικό φόρο (τζίζιε) που πλήρωναν οι «άπιστοι» και είχαν ελαφρύτερο αγροτικό φόρο. “Αλλοι λόγοι ήταν η ευκολία με την οποία αποκτούσαν διοικητικές θέσεις και αγροτικές εκτάσεις (Σπύρου Βρυώνη: «Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία …», βλέπε βιβλιογραφία). Πάντως, οι μοναχοί των μοναστηριών στον “Αθω δήλωσαν υποταγή στους Οθωμανούς, πριν καν αυτοί εδραιώσουν την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια, ήδη από το έτος 1372, με αντάλλαγμα την επικύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας των κτημάτων τους (C. Mango: «Βυζάντιο», βλέπε βιβλιογραφία). Το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας που διαθέτουν ακόμα, αλλά χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, διάφορες επισκοπές και μονές στην Ελλάδα, έχουν προέλευση από εκείνη την εποχή, όπου κάθε αυτοκράτορας, ηγεμόνας ή κατακτητής «δώριζε» σημαντικές εκτάσεις γης, οι οποίες φυσικά δεν του ανήκαν, με μόνο κριτήριο την προσήλωση των ευνοουμένων στην εκάστοτε νέα εξουσία.
Ενδιαφέρον είναι δε ότι, στις δύσκολες περιστάσεις υποχώρησης έναντι νέων πολιτικών και θρησκευτικών εξουσιών, επικαλούνταν οι χριστιανοί στην επιχειρηματολογία τους, αμυνόμενοι έναντι της ισλαμικής προπαγάνδας, τους αρχαίους φιλοσόφους. Σε δημόσιες αντιδικίες που διοργανώνονταν μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών ιερωμένων για να διερευνηθεί ποια ήταν η «αληθινή θρησκεία», οι χριστιανοί προέβαλαν το επιχείρημα ότι «το Κοράνι αποκλίνει από την ουσία του νόμου του θεού και από τα διδάγματα των φιλοσόφων περί αρετής… » Μέσα στην απελπισία της κατάρρευσης, πάλι οι Έλληνες και Ρωμαίοι φιλόσοφοι επιστρατεύονται (νεότεροι, π.χ. ο φιλόσοφος Ιωάννης Ιταλός, δεν αφέθηκε να δημιουργήσει ορόσημα στον προβληματισμό περί αρετής), τους οποίους αρχαίους φιλοσόφους όμως η Εκκλησία, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες εξύβριζε και μέχρι των ημερών μας αποκαλεί (Ακάθιστος Ύμνος) «ασόφους» …
Συμπληρωματικά στοιχεία
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες υπάρχει βέβαια και μικρός αριθμός επιφανών «πατέρων» με ελληνική καταγωγή, οι οποίοι διέθεταν κατά κανόνα αξιόλογη παιδεία και συμμετείχαν επίσης στο χορό της συκοφάντησης του Ελληνισμού. Αυτοί οι «πατέρες» συμβάλλουν επίσης με αυθαίρετους ισχυρισμούς στην προσπάθεια μηδενισμού του Ελληνισμού, για παράδειγμα ο Κλήμης Αλεξανδρείας (~150 – ~215), πιθανόν Αθηναίος εκ γενετής. Ο συγκεκριμένος εκρωμαϊσμένος Έλληνας (Titus Flavius Clemens) ισχυρίζεται στην αλλαγή από το 2ο στον 3ο μ.Χ. αιώνα ότι οι Έλληνες έχουν «κλέψει» τα πάντα από ανατολικούς σοφούς, «Έλληνες κλέπται πάσης γραφής!» (Στρωματείς 1,5). Αν είχε διατηρήσει έστω και ίχνος ελληνικότητας ο Κλήμης, προφανέστατα δεν θα συκοφαντούσε τόσο άκριτα τους συμπατριώτες του και τον εαυτό του, δεδομένου ότι την ίδια στιγμή καπηλεύεται ο ίδιος, συστηματικά αλλά ανομολόγητα, ιδέες της ελληνικής φιλοσοφίας και τις ενσωματώνει στο κήρυγμα και στα γραπτά του. Βέβαια, από τη στιγμή που απέβαλε ο συγκεκριμένος «πατέρας» την όποια ελληνικότητά του και υιοθέτησε για τον εαυτό του ρωμαϊκά ονόματα, είναι αυτονόητο ότι δεν διέθετε πλέον και την απαιτούμενη ελληνική συνείδηση για να εκτιμήσει ένα πατρογονικό πολιτισμό, στου οποίου την κατεδάφιση συνέβαλε ενθέρμως.
Κι επειδή δυσκολεύονταν πάρα πολύ όλοι αυτοί να αποκρύψουν την προέλευση των κεντρικών ιδεών στα γραπτά τους ή να εξαφανίσουν από τις συζητήσεις και το πνεύμα της εποχής τις ελληνικές επιρροές εφευρίσκουν, άλλοι την «παρέμβαση του διαβόλου» (Ιουστίνος ο Μάρτυρας, 2ος αιώνας), ο οποίος διάβολος «αντέγραψε και εμφάνισε αυτά που θα πίστευαν οι χριστιανοί μετά» και άλλοι το ιδεολόγημα της «προτύπωσης»: ισχυρίζονται δηλαδή ότι η ελληνική φιλοσοφία έχει ενταχθεί από τη «θεία πρόνοια» στην προετοιμασία για υποδοχή του χριστιανισμού! Ο Ωριγένης, επιφανής «εκκλησιαστικός πατέρας» του 3ου αιώνα με ελληνική καταγωγή, καταλήγει στο «Κατά Κέλσου» σύγγραμμά του: «… φιλαληθώς περί τινων μαρτυρούμεν Ελλήνων φιλοσόφων, ότι επέγνωσαν τον θεόν, επεί ο θεός αυτοίς εφανέρωσεν…» Αυτό το επιχείρημα αντιστράφηκε όμως σύντομα εναντίον των χριστιανών, όταν η νεότερη μωαμεθανική θρησκεία επικαλέσθηκε επίσης την προτύπωση για να εξηγήσει διάφορα σημεία «αντιγραφής» της από τον ιουδαϊσμό, το χριστιανισμό και κάποιες τοπικές θρησκείες της Αραβίας!
“Αλλη μια όμοια αντιστροφή επιχειρημάτων και μεθοδεύσεων προέκυψε στο θέμα της οικειοποίησης και χρήσης λατρευτικών χώρων. Περί το έτος 600 έλεγε ο επίσκοπος Ρώμης Γρηγόριος Α’, ο Μέγας και άγιος της ορθόδοξης Εκκλησίας: «Πρέπει να προσέξουμε πρώτα από όλα να μην εξοργίσουμε τους ειδωλολάτρες και να μην καταστρέφουμε τους ναούς τους. Πρέπει να καταστρέφουμε μόνο τα είδωλα και έπειτα να ραντίζουμε το μέρος με αγιασμό και να τοποθετούμε μέσα του άγια λείψανα. Αν οι ναοί αυτοί είναι καλοκτισμένοι, μάς συμφέρει να τους μετατρέπουμε απλώς από χώρο λατρείας των δαιμόνων σε χώρο λατρείας του αληθινού Θεού». Περίπου μια χιλιετία αργότερα γράφει ο Οθωμανός ιστορικός Σαν αλ-Ντιν σε μια περιγραφή της κατάκτησης της Κων/πολης που συνέταξε κατά το 16ο αιώνα: «…Οι (χριστιανικοί) ναοί της Πόλης καθαρίστηκαν από τα ποταπά είδωλα και τις βρώμικες ειδωλολατρικές ακαθαρσίες, σβήστηκαν οι εικόνες τους και στήθηκαν μωαμεθανικοί βωμοί και άμβωνες … οι ναοί των απίστων μετατράπηκαν σε τζαμιά των πιστών και οι ακτίνες του φωτός του Ισλάμ έδιωξαν τις στρατιές του σκότους, όπου μέχρι τότε ζούσαν οι αισχροί άπιστοι …» (P. Sherrad: Constantinople, Iconography of a Sacred City, Λονδίνο 1965.) Οι «εξαγνισμοί» που είχαν μεθοδεύσει οι χριστιανοί εναντίον των εθνικών ιερών, επαναλαμβάνονταν από τον 11ο αιώνα στη Μικρά Ασία και από το 15ο αιώνα και στα Βαλκάνια, σε βάρος τους εκ μέρους των μωαμεθανών. Ανταγωνισμός πολιτισμών ως σύγκρουση μεταξύ «αληθινών» θρησκειών…
Όταν εμπεδώθηκε στους χριστιανούς η αντίληψη για την «ασημαντότητα» του ελληνικού πολιτισμού και την «ανωτερότητα» της ιουδαϊκής κοσμοαντίληψης, ελάττωσαν οι νεότεροι εκκλησιαστικοί ηγέτες τις επιθέσεις κατά του Ελληνισμού και αφοσιώθηκαν στον αγώνα αμοιβαίας εξοντώσεως, αλλά και κατά των «αιρετικών» και κατά των Εβραίων. Στο σταδιακά συρρικνούμενο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας που είχε επικρατήσει εντωμεταξύ απόλυτα η πολιτισμικά ισχυρή και συγκροτημένη ελληνική γλώσσα και καλλιεργείτο από τους διανοουμένους το ελληνικό πνεύμα, επανερχόταν βέβαια κάθε τόσο το ερώτημα, πώς και πόσο μπορεί να σταθεί μια, και για εκείνη την εποχή, οπισθοδρομική κοσμοαντίληψη από την Ιουδαία, μπροστά στα έργα και τα διδάγματα του ελληνικού πολιτισμού;
Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός επενέβαινε τότε δυναμικά, σε στενή συνεργασία με το κράτος, κατά των Ελληνιζόντων ώστε να αποτρέπει «παρεκτροπές», οι οποίες θα έθεταν σε κίνδυνο όλο το σύστημα εξουσίας. Ακόμα και επιφανείς ιερωμένοι που διέπρεψαν στην πάροδο των αιώνων ως Ελληνιστές, δηλαδή μελετητές της ελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας (Μιχαήλ-Κων/νος Ψελλός, Ιωάννης Ιταλός, Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων κ.ά.), αναγκάζονταν, άλλοτε για λόγους πολιτικής ορθότητας και άλλοτε φοβούμενοι διώξεις, να αποσιωπούν ή να συγκαλύπτουν τις μελέτες τους, επειδή σ” αυτές «υποτάσσουν την πίστιν εις την φιλοσοφίαν» – που σημαίνει ότι πολλοί από αυτούς προσπαθούσαν να απελευθερωθούν από την αποπνικτική θεοκρατική κοσμοαντίληψη!
Ειδικότερα το 1082 καταδικάστηκε ο «ύπατος των φιλοσόφων» Ιωάννης Ιταλός με έντεκα αναθέματα σε υποχρεωτικό μοναστικό εγκλεισμό. Το σκεπτικό του ευνούχου και αμόρφωτου πατριάρχη Ευστράτιου Γαρίδα που ανακοίνωσε εν συνόδω την ποινή, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο Ιταλός ήταν «Ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και διέδιδε «… μακάβριες διδασκαλίες των Ελλήνων (Πλάτωνα και Νεοπλατωνικών) σε σχέση με την ψυχή, τη μετεμψύχωση, το σώμα, με το οποίο θα αναστηθούν οι άνθρωποι κατά τη δεύτερη παρουσία, τήν άρνηση του εκκλησιαστικού δόγματος ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός…» (Bautz Lexikon, βλέπε βιβλιογραφία)
Αλλά και στα κείμενα πάμπολλων εκκλησιαστικών αφορισμών κατά διανοουμένων, κατά κανόνα κληρικών, βασική κατηγορία εναντίον τους ήταν η μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Για παράδειγμα, ο Ισαάκ Αργυρός (~1300-1370) που ενεπλάκη σε αντιδικίες με τους Ησυχαστές, αφορίστηκε με το σκεπτικό: «Ισαάκ Αργυρόν τον ιού μεστόν, τον και πολύ το κίβδηλον της Ελλήνων φλυαρίας πλουτήσαντα … ανάθεμα» (= ανάθεμα στον Αργυρό που ήταν γεμάτος δηλητήριο και ο οποίος είχε πολύ πλουτήσει από την κίβδηλη φλυαρία των Ελλήνων).
Έσχατος ανθελληνισμός στους αιώνες του δωσιλογισμού
Στα χρόνια της έσχατης βυζαντινής παρακμής, όταν για μερικές δεκαετίες οι Οθωμανοί αποσπούσαν σχεδόν ανενόχλητοι εδάφη από την αυτοκρατορία, όσοι από τους διανοούμενος δεν είχαν διαφύγει στη Δύση, σκιαμαχούσαν στην Πόλη και σε άλλα κέντρα ως αριστοτελιστές ή πλατωνιστές και παράλληλα αντιδικούσαν υπέρ ή κατά της «ένωσης των εκκλησιών». Ο Γεώργιος Σχολάριος (ο μετέπειτα διορισθείς από τον σουλτάνο οικουμενικός πατριάρχης Γεννάδιος) προσπαθούσε την ίδια εποχή να συγκρατήσει τις πνευματικές εξελίξεις και έκαιγε δημόσια πλατωνικά και νεοπλατωνικά συγγράμματα, ενώ ταυτόχρονα έστελνε μηνύματα καταστολής προς κάθε κατεύθυνση. Σε επιστολές του στον κυβερνήτη της Πελοποννήσου έγραφε ο Σχολάριος: «… τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής … ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ.» («Παλαιολόγια – Πελοποννησιακά» από τον Σ. Λάμπρου)
Ο ίδιος υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος, ο οποίος εισήλθε στο ιερατικό σώμα το 1450 και ήδη το 1453 διορίστηκε από το σουλτάνο οικουμενικός πατριάρχης, δήλωσε, όταν ρωτήθηκε αν είναι Έλλην, «… ει τις έροιτό μοι τις ειμί, αποκρινούμαι Χριστιανόν είναι» («… αν με ρωτήσει κάποιος τι είμαι, θα του απαντήσω Χριστιανός», (Ι. Κακριδής: «Οι Αρχαίοι Ελληνες στην Νεοελληνική Λαική Παράδοση», ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978.) Να σημειωθεί δε ότι, στα ύστερα βυζαντινά χρόνια κάθε άλλο παρά κατακριτέο ήταν να δηλώνεις Έλληνας, όπως χαρακτηρίζει ο Νικόλαος Καβάσιλας (1322-1391) τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, όπως γράφει ο Κύπριος Αθανάσιος Λεπενδρηνός «περί πάντων των Ελλήνων των εν Κύπρω» και όπως πρωτοχρησιμοποιεί ο Δημήτριος Κυδώνης (γενν. 1398) τον όρο «Ελλάς» για το χαρακτηρισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας!
Η απαρχή του «ελληνικού πατριωτισμού» φαίνεται να έχει τις ρίζες της στην εποχή των Κομνηνών και πιθανότατα οφείλεται, τόσο στην αντιπαλότητα με ομόδοξους βαλκανικούς λαούς, Σέρβους και Βουλγάρους, όσο και στη συνεχή ανάδειξη «Ελληνιστών», οι οποίοι έβρισκαν ανεπαρκή την ανατολίτικη θεοσοφία. Η λέξη «Έλληνας» που είχαν συκοφαντήσει και διασύρει οι συμπλεγματικοί εκκλησιαστικοί πατέρες, ακόμα κι αν κάποια εποχή στους μεσαίους βυζαντινούς χρόνους ταυτιζόταν με την έννοια του «ειδωλολάτρη», είχε ανακτήσει πλέον την αρχική, σωστή σημασία της. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί οποιαδήποτε δικαιολόγηση ότι, δήθεν, ο Σχολάριος εννοούσε τους «ειδωλολάτρες», όταν αρνείτο ότι είναι Έλληνας – θα ήταν και γελοίο να χαρακτηρίσει κάποιος έναν ανώτερο χριστιανό κληρικό ως ειδωλολάτρη. Την ελληνική καταγωγή του απέρριπτε αυτός ο τυχοδιώκτης, ο οποίος είναι, όχι τυχαία, και άγιος της ορθόδοξης εκκλησίας.
Η εξήγηση της συμπεριφοράς του Σχολάριου και άλλων ομοίων του που έζησαν αρκετούς αιώνες, έως και μια χιλιετία μετά τους προαναφερόμενους «πατέρες», είναι φυσικά διαφορετική από τις συμπεριφορές στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Αυτή η εθνικά «αυτοκτονική» τοποθέτησή του μπορεί να εξηγηθεί, τόσο με την πεισματική επιμονή των αντι-ενωτικών κύκλων του Βυζαντίου σε μια ξεπερασμένη και χαμένη από καιρού υπόθεση, όσο και με την προοπτική ηγετικού ρόλου σε συνεργασία με τους «θεόσταλτους» και δήθεν βολικούς Οθωμανούς – αντίληψη που διαχεόταν στο λαό από τους τουρκόφιλους της βυζαντινής παρακμής και κατέληξε, με την πάροδο του χρόνου, στις παιδαριώδεις ιδέες του Κοσμά Αιτωλού: «… έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη.» Στους Οθωμανούς έδινε εξετάσεις ο Σχολάριος και γι” αυτούς προοριζόταν η άρνησή του να θεωρείται Έλληνας, δεδομένου ότι η συμφωνία του με την τούρκικη διοίκηση αφορούσε στη συνεργασία και στην εκπροσώπηση του «ποιμνίου» στο νέο κράτος με την ιδιότητά του ως χριστιανού ιερωμένου και όχι με αυτή του Έλληνα. έτσι απέβαλε χωρίς συστολή κάθε τι περιττό!
Οι διάδοχοι αυτών των εχθρών του ελληνικού πνεύματος διαβάζουν μέχρι σήμερα την «Κυριακή της Ορθοδοξίας» στους ναούς, μεταξύ άλλων και τα εξής:
Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε έτερους ποτέ μεν λάθρα, ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταϊς και διδάσκειν ανενδοιάστως, ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.
Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, αφ” εαυτών και την καθ” ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι και τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον του Δημιουργού, του από του μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα και ως Ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς, ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ
Τοις λέγουσιν ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά αγίων και καθολικών συνόδων και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντας, ως αλλότριοι της καθολικής εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισι κατά πολύ και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων, ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ
Περίπου δώδεκα αιώνες μετά τους χλευασμούς κατά των Ελλήνων του Ρωμανού Μελωδού, τούς «αναθεματίζει» άλλος ένας ποιητής. Ο μεσαιωνικός επιδρομέας το διέπραξε με αλαζονεία, ο σύγχρονος διανοητής επανέρχεται με ταπεινότητα …

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου