Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Μισθοί & τιμές στην Αρχαία Αθήνα


Μερικές φορές αναρωτιέσαι γιατί η ιστορία μας δεν παρέχει την τιμή που αξίζει στους κλασσικούς Έλληνες οικονομολόγους που έγραψαν και αυτοί τη δική τους λαμπρή ιστορία στον πλανήτη μας.

Ένας από αυτούς ήταν και ο Θεογένης (482-397π.χ.), οικονομολόγος, τραπεζίτης, έμπορος και στη συνέχεια βιομήχανος και εφοπλιστής, ο οποίος ίδρυσε τον 5ο αιώνα π.χ. μια από τις πρώτες Ελληνικές πολυεθνικές εταιρείες (σήμερα υπάρχει άραγε καμμία;) από την Ιωνία και τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Αφρική και την Γαλατία με έδρα το ναυπηγείο του στο τότε λιμάνι του Πειραιώς.

Μερικές αναφορές για τον Θεογένη κάνουν οι Αριστοφάνης στα εδάφια Vesp 1183 και Αν 1127, ο Ξενοφών στα Hell 1.3.13.4. και 2.3.2.8., καθώς και ο Εύπολης στα 3, 7.9 και 4, 92.2. Ενώ ο ίδιος ο Θεογένης έγραψε την ιστορία της ζωής του, που σήμερα είναι ξεχασμένη σε κάτι "χαμένους παπύρους".

Από τα κείμενα του Θεογένη μπορούμε να μορφοποιήσουμε γνώμη και να καταλαβαίνουμε τα οικονομικά της εποχής εκείνης. Το νομισματικό σύστημα της Αρχαίας Αθήνας κατά την εποχή του είχε σαν νόμισμα βάσεως την Αττική δραχμή που είχε περιεκτικότητα σε ασήμι 4,36 γραμμάρια μέχρι και 983 τοις χιλίοις.

Υπήρχαν την εποχή εκείνη η δραχμή (Σχόλια στο Λουκιανό 1, 21.25.10 Αττική δραχμή), το δίδραχμο, το τετράδραχμο και το δεκάδραχμο. Εκατό δραχμές μας έκαναν μία μνα. Οι 60 μνες μας έκαναν ένα τάλαντο, ενώ το ένα τάλαντο ισοδυναμούσε με 6.000 δραχμές (Σχόλια στον Αισχύνη 1, 1.113.6 τριάκοντα μνών το ήμισυ του ταλάντου. οβολός, δραχμή έξ οβολοί μνά Ρ δραχμαί. τάλαντον Ξ μναι, και στα σχόλια στον Λουκιανό 1, 21.25.10 η μνά δε είχεν η Αττική δραχμάς Ρ, ως φησί Πολυδεύκης, και στα σχόλια στον Αριστοφάνη 14, 194.1 ότι η δραχμή έξ οβολοί εισίν η δε μνά εκατόν δραχμαί το δε τάλαντον ογδοήκοντα μναί και ο στατήρ τι νόμισμα, και στα σχόλια στον Αισχύνη 1, 107.7 ην δε η μνά σταθμού τε ομού και νομίσματος όνομα, ώσπερ και το τάλαντον, ο μέντοι οβολός οκτώ χαλκούς είχεν, επ' εννέα ωσανεί έλεγεν επί μια και ημισεία εκατοστή, ει γε οι έξ οβολοί ποιούσι μίαν δραχμήν, ήτις δραχμή εκατοστή έστι της μνάς)

Έξι οβολοί μας έκαναν μια δραχμή (σχόλια στον Αριστοφάνη 12, 177,1 η δραχμή δε, έξ οβολών ).

Εκτός από τον οβολό (βλέπε Δείναρχος 7, 5.2.4 οβολός και Ιπποκράτης 33, 34.17 οβολός αττικός και στα σχόλια στον Ησίοδο 3,813.1 μονόβολος), υπήρχε και το διώβολος, δύο οβολοί (Σοφοκλής OC 1463 διώβολος και στα σχόλια στο Δημοσθένη 1, 18,74,a.1 το διώβολον παρείχον οι θεωρούντες), καθώς και το τριώβολο, τρεις οβολοί (Σχόλια στον Αριστοφάνη 6, 1235e,1 τριώβολον και 7, 88a.2 τριώβολον εποίησεν ακμάζοντος του πολέμου και 9, 1541.14 τριώβολον).

Σαν φόρος πληρώνονταν ενα τριώβολο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στο 51,4 .44. 461. 14 "τον φόρον λέγει, αφ' ών εδίδοτο το τριώβολον. . . όπερ και τριώβολον και δυόβολων και οβολός ην αττικός."

Υπήρχε ακόμη το τριτημόριο, το οποίο ισοδυναμούσε με τα τρία τέταρτα του οβολού, το τεταρτημόριο ένα τέταρτο του οβολού, καθώς και το ημιτεταρτημόριο με ένα όγδοο του οβολού (Δείναρχος Εργο 7, 19,11.3 τεταρτημόριον Δείναρχος εν τη Κατά Καλλισθένους εισαγγελία. τεταρτη-μόριόν εστί το τέταρτον μέρος του οβολού τουτέστι χαλκοί Β. ότι δε τριτημόριόν εστίν Ξ χαλκοί ).

Υπήρχε και ο μισός οβολός (Σχόλια στον Αριστοφάνη 12, .549.20 έκαστον αυτών ήμισυ οβολού ην, δηλοί δε ημιωβόλου άξια).

Οι τραπεζίτες της εποχής εκείνης λέγονταν κολλυβιστές και η τέχνη τους οβολοστατική (Αριστοφάνης Nub1161 ως οβολοστάται, Πλάτων Αχ 367.b.3 ως οβολοστάτις και στα σχόλια στον Αισχύνη 1, 1.39.13. δανεισταί επί οβολώ την μναν δανείζοντες).

Ένας οβολός ισοδυναμούσε με οκτώ χάλκους (Σχόλια στο Δημοσθένη 1, 4.89.a.2 το τάλαντον έχει Ξ μνας, η δε μνα Ρ δραχμάς, η δε δραχμή έξ οβολούς, ο δε οβολός Η χαλκούς). Ένας οβολός ισοδυναμούσε με τρία κεράτια (Σχόλια στον Αριστοφάνη 17, 612.a.2 δραχμήν: δραχμή εστίν έξ οβολοί, ήτοι σταθμός κερατίων οκτωκαίδεκα: οβολός γαρ σταθμώ εστί τρία κεράτια και στο 17, 122a.6 η μνά εκατόν είσι δραχμαί, εκάστη δε δραχμή οβολοί έξ , ο οβολός δε κεράτια τρία).

Σχετικά με το τρέχον κόστος εργασίας κατά τον 5ον αιώνα π,χ. στην Αρχαία Αθήνα γνωρίζουμε τα εξης. Το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη ήταν 1 αττική δραχμή, το ημερμίσθιο ενός ειδικευμένου μαρμαρογλύπτη ήταν 1,5 δραχμές. Οι χορεύτριες στα γλέντια και τα συμπόσια αμείβονταν με 2 δραχμές την ημέρα.

Οι ιερείς και οι μάντεις έπαιρναν αμοιβή έναν οβολό για την κάθε μαντεψιά (Διονύσιος 4, 51.6 και ο τω μάντει διδομενος μισθός οβολός).

Οι ανώτατοι δικαστικοί της εποχής εκείνης αμείβονταν με τρεις οβολούς την κάθε δίκη (Σχόλια του Αριστοφάνη 7, 300c.2 μισθαρίου τούτο φησιν ως τριωβόλου του δικαστικού όντος μισθού, και στο 7, 684a.1 το τριωβόλον, νυν τρεις οβολούς διαλελυμένως λέγει, ήτοι τον δικαστικόν μισθόν).

Οι δούλοι αγοράζονταν ανάλογα με τη δυναμική τους. Ένας δούλος γεροδεμένος και υγιής μέχρι 25 χρόνων είχε τιμή αγοράς 150 δραχμές, ενώ ένας καταβεβλημένος δούλος ή άνω των 25 χρόνων αγοραζόταν 80-100 δραχμές. Η αγοράς μιας νέας και ωραίας δούλας κόστιζε 300 δραχμές περίπου, ενώ η τιμή μιας δεύτερης επιλογής (σε εμφάνιση) δούλας ήταν μόνο 150 δραχμές.

Σχετικά με τρέχουσες τιμές αγαθών, με μια δραχμή μπορούσε κανείς να αγοράσει 10-20 κιλά σιτάρι.
Ένα φόρεμα για τις γυναίκες κόστιζε 20 δραχμές, ενώ ένα ζευγάρι παπούτσια κόστιζε 8 δραχμές.

Ένα μικρό πλοίο με ειδικές διαρρυθμίσεις για τη μεταφορά λαδιού, κρασιού, μελιού κλπ, μέσα σε οξυπύθμενους αμφορείς ή ασκούς, αλλά και τροφίμων είχε τιμή πώλησης στο ναυπηγείο 1.000 δραχμές.

Τα μεγαλύτερα καράβια είχαν τιμή πωλήσεως από 3.000 δραχμές έως 6.000 δραχμές ανάλογα με τις διαστάσεις τους και τον εξοπλισμό τους. Τα πολεμικά σκάφη υπερέβαιναν τις 10.000 έως και 15.000 δραχμές, όσο δηλαδή και των πολυτελών πλοίων των πλουσίων, των ηγεμόνων και των βασιλέων (κάτι σαν τα σημερινά κρουαζιερόπλοια).

Ο συνήθης τζίρος των ναυπηγείων της εποχής εκείνης κυμαίνονταν μεταξύ των 150.000 και 200.000 δραχμών με παραγωγή από 25 έως 30 νέα καράβια ετησίως.

Στο κείμενο που έγραψε ο ίδιος ο Θεογένης για τη ζωή του τελειώνει με τον εξής τρόπο:

"...όμως, πάντα αναρωτιόμουν, γιατί να θεωρούμε ήρωες μόνο αυτούς που νίκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις και όχι και όσους που με την επιχειρηματική τους δραστηριότητα εξουδετέρωσαν ξένες εμπορικές και βιομηχανικές δυνάμεις, που σκόπευαν να υποτάξουν οικονομικά την πατρίδα τους ή και όσους με τα πλούτη τους, προϊόν τίμιων πολύχρονων και κοπιαστικών αγώνων, θωράκισαν αμυντικά την πόλη τους, ακόμη και όλους αυτούς που με τους φόρους που πλήρωναν έδωσαν τη δυνατότητα στους συμπολίτες τους να κάνουν χρήση τόσων έργων κοινής ωφελείας και να θαυμάζουν τόσα καλλτεχνικά αριστουργήματα.

....Μήπως η μάχη του ακομμάτιστου και αδογμάτιστου έντιμου οικονομολόγου και επιχειρηματία δεν έχει την ίδια βαρυτητα για την πόλη, με εκείνη ενός στρατηγού, που αποκρούει ξένες επιθέσεις; Μήπως η οικονομική αδυναμία μιας πόλης δεν οδηγεί, πολλές φορές, σε έμμεση υποδούλωση των κατοίκων της σε ισχυρούς γείτονες, έστω και αν γύρω της έχουν υψωθεί ισχυρά τείχη και τρομεροί προμαχώνες;

.... Είμαι βέβαιος ότι σε λίγα χρόνια δίπλα στο άγαλμα του Ηρακλή και του Θησέα, δίπλα στο μνημείο των Μαραθωνομάχων και των Σαλαμινομάχων, θα υπάρχουν και αναμνηστικές στήλες για τους δυναμικούς, ενάρετους πετυχημένους οικονομολόγους και επιχειρηματίες και, ίσως, ανοίξουν και οι πύλες των Ηλυσίων Πεδίων για τους καλύτερους απ' αυτούς".

Μετά από 25 αιώνες εμείς αναρωτιόμαστε γιά τα ίδια πράγματα; Αυτά τα λίγα χρόνια έχουν πιά περάσει;

Γιατί άραγε ότι έχει σχέση με τις οικονομικές έρευνες στην αρχαία Ελλάδα έχει σκόπιμα διαγραφή από τα σημερινά βιβλία ακόμη και στη χώρα μας;

Μήπως ήρθε η ώρα να ξεθάψουμε ένα ακόμη λαμπρό χθές; Οι διαγεγραμμένες πτυχές του χθές αρχίζουν και παίρνουν πάλι τις ορθές μορφές. Στον πλανήτη αργά αλλά σταθερά ξαναέρχονται οι Έλληνες...

Και να μην ξεχνάμε: "....Όταν το φως κτυπά, το σκοτάδι γίνεται αδίστακτο..."

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου