Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Ο Τίμιος Σταυρός και η παμπόνηρη κακούργα Αγία Ελένη

helenbasil

Τη θέση της στην Ιστορία, η Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 μ.Χ. αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ.
Ο Ευσέβιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ταξίδι της 78χρονης τότε Ελένης (VC, 3.42-47). Το παρουσιάζει ως ένα ευλαβέστατο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά το οποίο η Ελένη επιδιδόταν σε πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ολόκληρες κοινότητες, ανεγείροντας ιδρύματα κοινής ωφελείας με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις και ιδρύοντας μονές.
Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί όμως εκφράζουν ορισμένες επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κίνητρα της Ελένης πήγαζαν αποκλειστικά από τη θερμή χριστιανική της πίστη. Είναι πιθανόν, το κύρος του μεγάλου Κωνσταντίνου να είχε κλονιστεί μετά από την υιοκτονία και συζυγοκτονία που είχε διαπράξει. Έτσι, σκοπός της Ελένης ίσως ήταν να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια των κατοίκων στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας.
Στη Βηθλεέμ και το Γολγοθά διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές, κατά τις οποίες βρέθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Εκεί, αφού έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός της Αφροδίτης από το Γολγοθά, η Ελένη ανέγειρε με αυτοκρατορικές χορηγίες τους μεγαλοπρεπείς ναούς της Γέννησης (στη Βηθλεέμ) και της Ανάστασης (στο λόφο του Γολγοθά), που μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού.
Η μεγάλη δόξα της Ελένης, μεταξύ προπάντων των χριστιανικών πληθυσμών, οφείλεται στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού. Οι ιστορικοί διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η παράδοση αυτή αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Ευσέβιος, παρόλο που δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τα έργα της Ελένης στα Ιεροσόλυμα, δεν αναφέρει την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού. Ο Ρουφίνος είναι εκείνος, που στη δική του «Εκκλησιαστική Ιστορία», συνδέει την Ελένη με την εύρεση του Τιμίου Σταυρού (Hist. Eccl 10, 7-8).

Όπως επισημαίνει και ο γνωστός αρχαιολόγος και άριστος γνώστης του χώρου τής Ορθόδοξης Λατρείας, καθηγητής και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Καλοκύρης στο βιβλίο του «Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα τού Ναού τής Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα τού Αγίου Φωτός», «η εύρεση τού Σταυρού (ή -κατά τους επιφυλακτικούς κριτικούς- τού ξύλου που ταυτίστηκε με τον Σταυρό) βεβαιώνεται από τις πηγές ότι έγινε επί της βασιλείας τού Μ. Κωνσταντίνου, όμως δεν αναφέρεται ως ευρέτρια η αγία Ελένη μέχρι το τέλος τού 4ου αιώνος».
Οι εκδοχές βέβαια για το πώς ακριβώς συνέβη αυτό, ποικίλλουν, κοινός όμως παρονομαστής είναι ότι τόσο ο καθορισμός τού ακριβούς σημείου ανασκαφής όσο και η επιλογή τού σωστού σταυρού ανάμεσα στους συνολικά τρεις που βρέθηκαν, κατέστη δυνατός μέσω μιας σειράς θαυμάτων: λουλούδια κατεύθυναν με την ευωδιά τους, νεκροί αναστήθηκαν, μυαλά φωτίστηκαν…
Κατά μία εκδοχή, όταν η Αγία Ελένη με τους συνοδούς της άρχισε τις έρευνες, μια νεαρή Εβραιοπούλα οδήγησε την Βασιλομήτορα στον Ιούδα, πού έμενε στα Ιεροσόλυμα, διότι εκείνος εγνώριζε από τους παλαιοτέρους την τοποθεσία, όπου είχαν ρίξει τους τρεις σταυρούς. Εκεί μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του και το ευωδιαστό «βασιλικό χόρτο», αυτό, που λέγεται και σήμερα βασιλικός.
Πήγε, λοιπόν, η Αγ. Ελένη στην τοποθεσία αυτή και πριν δώσει εντολή να αρχίσουν οι ανασκαφές, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Χριστό. Μόλις όμως σηκώθηκε στα πόδια της και πριν να πει μια λέξη, έγινε μέγας σεισμός, μόνον στο σημείον αυτό, και το έδαφος σχίστηκε σε μεγάλο βάθος. Τότε άρχισαν αμέσως οι ανασκαφές και σε λίγη ώρα βρέθηκαν και οι τρεις σταυροί, προς γενική κατάπληξη όλων των παρισταμένων.
Όλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι δόξαζαν τον Θεόν και προσεύχονταν. Η στιγμή ήταν μοναδική και πανίερη. Καθάρισαν τους τρεις σταυρούς από τα χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σε ένα κοίλωμα της γης και ήταν καλά προστατευμένοι. Δεν ήξεραν όμως ποιος από τους τρεις ήταν ο Σταυρός επάνω στον όποιον σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί κοντά βρισκόταν σε μια καλύβα μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, που έπασχε από χρόνια ασθένεια.
Η Αγ. Ελένη σκέφθηκε αμέσως ότι ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός θα θεράπευε αμέσως την γυναίκα, εάν της έβαζαν πάνω της τον Σταυρόν του Κυρίου. Έτσι έβαλαν διαδοχικά τους δύο πρώτους σταυρούς, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μόλις όμως έβαλαν στο σώμα της τον τρίτον Σταυρόν, η ετοιμοθάνατη γυναίκα έγινε αμέσως καλά και σηκώθηκε στα πόδια της. Έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός. Και όπως γράφει και ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός στον Σταυρόν του Κυρίου υπήρχε και η μικρή σανίδα με την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων), πού είχε βάλει ο Πόντιος Πιλάτος.
Βέβαια, στην παραπάνω εκδοχή υπάρχει η αντίφαση. Απ” την στιγμή που υπήρχε η επιγραφή Ι.Ν.Β.Ι., πως μπερδεύτηκαν ανάμεσα στους τρεις σταυρούς; Ας παραβλέψουμε το ότι μέχρι να γίνει η ταυτοποίηση του «πραγματικού» σταυρού προηγήθηκε η κινηματογραφικά τυποποιημένη σκηνή των δυο «τζούφιων» σταυρών, που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία του «θρίλερ», μέχρι επιτέλους να γίνει το θαύμα.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η Αγία Ελένη πήγε στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ευχαριστήσει τον Θεό για τους θριάμβους του γιου της Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ο θείος ζήλος, όμως, έκανε την αγία Ελένη να αρχίσει έρευνες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Επάνω στο Γολγοθά υπήρχε ειδωλολατρικός ναός της θεάς Αφροδίτης, τον οποίο γκρέμισε και άρχισε τις ανασκαφές.
Έτσι ξάφνου διέκρινε δια της «Θείας Φώτισης» τρεις σταυρούς ανάμεσα σε εκατοντάδες που υπήρχαν εκεί, γιατί ο Γολογοθάς ήταν μέρος όπου επί πολλά έτη σταύρωναν κόσμο, ο τόπος έβριθε από ξύλινα κομμάτια σταυρών. Δεν είναι επομένως εύκολο να βρεις τον συγκεκριμένο σταυρό του Κυρίου. Η συγκίνηση υπήρξε μεγάλη, αλλά ποιος από τους τρεις ήταν του Κυρίου; Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος με αρκετούς ιερείς, αφού έκαναν δέηση, άγγιξε στους σταυρούς το σώμα μιας ευσεβεστάτης κυρίας που είχε πεθάνει. Όταν ήλθε η σειρά και άγγιξε τον τρίτο σταυρό, που ήταν του Κυρίου, η γυναίκα αμέσως αναστήθηκε.
Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα μέρη της Ιερουσαλήμ. Πλήθη πιστών άρχισαν να συρρέουν για να αγγίξουν το Τίμιο Ξύλο. Επειδή όμως συνέβησαν πολλά δυστυχήματα από το συνωστισμό, ύψωσαν τον Τίμιο Σταυρό μέσα στο ναό σε μέρος υψηλό, για να μπορέσουν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι.
Κατά μια άλλη εκδοχή, πήγε στα Ιεροσόλυμα και ζήτησε να μάθει σε ποιο μέρος ήταν θαμμένος ο Σταυρός. Όμως κανένας Χριστιανός δεν ήξερε να της πει. Εκείνοι που πριν από πολλά χρόνια τον είχαν θάψει βαθιά στο χώμα, είχαν πια πεθάνει. Έβαλε λοιπόν η Αγία Ελένη χιλιάδες εργάτες κι άρχισαν να σκάβουν όλα τα χωράφια εκεί γύρω. Είχε ακλόνητη πίστη πως κάπου θα τον έβρισκε.
Πολλούς μήνες δούλευαν οι εργάτες χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια μέρα, καθώς η Αγία Ελένη βάδιζε μέσα σ” ένα χωράφι, πάτησε ένα χορτάρι και αμέσως μια γλυκιά μυρωδιά γέμισε τον αέρα. Καθώς κοίταξε γύρω της έσκυψε κι έκοψε ένα κλαδάκι απ” το φυτό που πάτησε, το μύρισε και τότε κατάλαβε πως το χορτάρι εκείνο ήταν που σκορπούσε την γλυκιά ευωδιά. Με μιας ο νους της «φωτίστηκε», φώναξε έναν εργάτη και του είπε να σκάψει σ” εκείνο το μέρος.
Σε λίγο, τι θαύμα! Ο εργάτης βρήκε εκεί τον Τίμιο Σταυρό.
Από εκείνη τη στιγμή, το μυρωδάτο αυτό φυτό λέγεται βασιλικός, γιατί φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο Σταυρός, όπου είχε σταυρωθεί ο βασιλιάς του κόσμου.
Η επιγραφή Ι.Ν.Β.Ι. του Τιμίου Σταυρού
Την 1η Φεβρουαρίου του 1492 έγινε μια ανακάλυψη στην αρχαία πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια αποκατάστασης μίας τοιχογραφίας, στην οποία εικονίζεται η εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη, βρέθηκε πίσω από αυτήν μία πέτρινη πλάκα, στην οποία ήταν χαραγμένη η επιγραφή «TITULUS CRUCIS».
Η επιγραφή του Τιμίου Σταυρού
Οι εργάτες αφαίρεσαν την πλάκα και ανακάλυψαν μία κόγχη, εντός της οποίας υπήρχε ένα μολύβδινο κιβώτιο, σφραγισμένο από τον Αρχιεπίσκοπο της Μπολόνια καρδινάλιο Γεράρδο, τον μετέπειτα Πάπα Φωτεινό Β΄ (1144-1145), πάνω στο οποίο υπήρχε μία επιγραφή, η οποία πιστοποιούσε το περιεχόμενο του. Μέσα σε αυτό υπήρχε ένα τεμάχιο της εγχάρακτης πινακίδας από το Σταυρό του Ιησού.
Το τεμάχιο ήταν από ξύλο καρυδιάς, είχε πλάτος 25,3 εκατοστά, ύψος 14, πάχος 2,6 και ζύγιζε 687 γραμμάρια, που σημαίνει ότι οι διαστάσεις ολόκληρης της πινακίδας πρέπει να ήταν περίπου 60 εκατοστά πλάτος και 21 ύψος. Αρχικά ήταν βαμμένη άσπρη και το χρώμα των γραμμάτων ήταν μάλλον βαθύ κόκκινο, με τα γράμματα χαραγμένα από τα δεξιά προς τα αριστερά, σύμφωνα με τον εβραϊκό τρόπο γραφής. Παρ’ όλη τη μεγάλη φθορά, την οποίαν είχε υποστεί προϊόντος του χρόνου, ήταν δυνατόν να διαβαστούν η δεύτερη και η τρίτη λέξη, ενώ η πρώτη σχεδόν αδύνατον.
Ωστόσο, αυτή η, εκ πρώτης όψεως, εκπληκτική ανακάλυψη, έγειρε κάποια σοβαρά ερωτήματα, όσον αφορά στη γνησιότητα της εν λόγω επιγραφής. Υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη τέτοιας επιγραφής; Εκτός από τις αναφορές των προαναφερθέντων εκκλησιαστικών συγγραφέων για την ανακάλυψη, μαζί με το Σταυρό του Ιησού, της επιγραφής με την αιτία της θανατικής Του καταδίκης, υπάρχουν και δύο μαρτυρίες για την ύπαρξη της τον 4ο αιώνα μ.Χ. Η πρώτη προέρχεται από τον ανώνυμο «προσκυνητή του Μπορντώ», ένα Χριστιανό από τη Γαλλία, ο οποίος επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ το 333 μ.Χ. και η δεύτερη από την Αιθέρια, μία Χριστιανή από την Ισπανία, η οποία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους το 382 μ.Χ.
Στην επιγραφή υπάρχουν τρεις σειρές από γράμματα, η μία κάτω από την άλλη. Η πρώτη είναι τόσο πολύ κατεστραμμένη, που μόνο έξι, ίσως επτά, απολήξεις γραμμάτων έχουν διασωθεί. Αν και έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες, όπως των καθηγητών Γκέρχαρντ Κρολλ (Αραμαϊκή), Σαλόμ Μπεν Χορίν (Εβραϊκή) και Κάρστεν Πίτερ Τίεντε (Εβραϊκή), η γλώσσα και το περιεχόμενο της πρώτης γραμμής καλύπτονται μέχρι σήμερα από ένα πέπλο αβεβαιότητας. Συνεχίζοντας στη δεύτερη (Ελληνική) και την τρίτη (Λατινική) γραμμή παρατηρούμε ότι και αυτές είναι γραμμένες από δεξιά προς τ’ αριστερά, κάτι εντελώς φυσιολογικό για την πρώτη γραμμή, όχι όμως γι’ αυτές τις δύο. Όπως και για την προηγούμενη, έτσι και γι’ αυτήν δεν υπάρχει μία πειστική απάντηση.
Ο καθηγητής Κ. Π. Τίεντε ερμήνευσε το γεγονός αυτό ως ένα λάθος του Εβραίου γραφέα, ο οποίος δεν ήξερε Ελληνικά και Λατινικά, αλλά γνωρίζοντας το ελληνικό και λατινικό αλφάβητο, έγραψε με τον εβραϊκό τρόπο (από δεξιά προς τ’ αριστερά) αυτά που του υπαγόρευσαν στις δύο προαναφερθείσες γλώσσες. Στη δεύτερη σειρά διαβάζουμε «ΝΑΖΑΡΕΝΟΥΣ Β[ΑΣΙΛΕΥΣ]», το οποίο έρχεται σε συμφωνία με τη μαρτυρία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (κεφ. 19, στιχ. 19) «ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ». Σ’ αυτό όμως διασώζεται ο λεκτικός τύπος «ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ» και όχι ο προαναφερθείς.
Η λύση γι’ αυτό το πρόβλημα, βρίσκεται στην επόμενη σειρά, η οποία είναι γραμμένη στα Λατινικά και έχει ως εξής: «ΝΑΖΑRINUS RΕ[Χ]». Σύμφωνα με τον καθηγητή Κ. Π. Τίεντε πρόκειται για κλασική περίπτωση μεταγραφής, δηλαδή ο γραφέας δεν μετέφρασε αλλά μετέγραφε στα Ελληνικά από τα Λατινικά το επίθετο, το οποίο δήλωνε τον τόπο καταγωγής του Ιησού.
Το εν λόγω εύρημα όμως όπως έδειξε η ραδιοχρονολόγηση που έγινε το 2002, προέρχεται από μια πολύ μεταγενέστερη εποχή και συνεπώς ΔΕΝ υπάρχει περίπτωση να είναι η αυθεντική πινακίδα που κατά την Αγία Γραφή χρησιμοποιήθηκε στη Σταύρωση.
Κατόπιν εμπεριστατωμένων φιλολογικών και παλαιογραφικών αναλύσεων ωστόσο, θεωρήθηκε δυνατόν -για την ακρίβεια, προτάθηκε η πιθανότητα-, η ανευρεθείσα πινακίδα να αποτελεί το ακριβές αντίγραφο της αυθεντικής.
Εδώ όμως θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρόμοια έλεγαν και πριν από μερικά χρόνια για το περιβόητο «οστεοφυλάκιο του Ιακώβου». Κατά τον πατέρα Φίτσμαγιερ, έναν από τους μεγαλύτερους ειδικούς παγκοσμίως στην αραμαϊκή, η εγχάρακτη επιγραφή της οστεοθήκης δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αυθεντική και ως εκ τούτου αποτελούσε την αρχαιότερη απόδειξη τής ιστορικότητας του Ιησού.
Κι όμως η αυθεντία, με την οποία «κανείς δεν θέλει να αναμετρηθεί όταν έχουμε να κάνουμε με Αραμαϊκά», τελικά έσφαλε. Διότι όπως αργότερα αποδείχθηκε, το υποτιθέμενο αρχαιολογικό εύρημα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια καλοστημένη απάτη. Έτσι λοιπόν, η σιγουριά του καθηγητή Τίεντε ότι η πινακίδα Ι.Ν.Β.Ι. δεν μπορεί να είναι προϊόν νοθείας, δεν λέει και πολλά. Άλλωστε ήδη έπεσε μια φορά έξω στις εκτιμήσεις του και μάλιστα δραματικά: Ενώ αρχικά δεν απέκλειε τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα, η ραδιοχρονολόγηση έβγαλε τελικά 980 – 1146 μ. Χ.!
Ούτως ή άλλως τα ερωτήματα που αναζητούν απάντηση δεν είναι και λίγα. Κατ’ αρχάς το κείμενο της ελληνικής φράσης δεν συμφωνεί με κανένα από τα Ευαγγέλια, όπως ούτε κι αυτά μεταξύ τους. Οι εκδοχές των Συνοπτικών απέχουν παρασάγγας από αυτό που (έστω και αποσπασματικά) αναγράφεται στον Titulus, ενώ και με την εκδοχή του Κατά Ιωάννην υπάρχει πρόβλημα: Πρώτον το όνομα «Ιησούς» δεν είναι γραμμένο ολόκληρο, αλλά με τα αρχικά του (ΙC), ενώ λείπουν και τα δύο από την Αγία Γραφή παραδεδομένα οριστικά άρθρα («Ιησούς ο Ναζωραίος ο Βασιλεύς …»).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου